ΕΛΛΑ Α 1 ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΞΙΟ ΟΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ Το σύστηµα συντάξεων του πρώτου πυλώνα περιλαµβάνει τις κύριες και τις επικουρικές συντάξεις. Οι κύριες συντάξεις χορηγούνται βάσει δηµόσιων διανεµητικών συστηµάτων που καλύπτουν διάφορους κλάδους και παρέχουν συντάξεις διαφορετικών επιπέδων. Τα µεγαλύτερα ταµεία είναι το ΙΚΑ (για τους µισθωτούς) και ο ΟΓΑ (για τους αγρότες) ενώ υπάρχει χωριστό σύστηµα (ο ΟΑΕΕ) για τους ελεύθερους επαγγελµατίες. Οι συντάξεις των µισθωτών και των αυτοαπασχολούµενων αποτελούν προκαθορισµένες παροχές. Η εξίσωση της ηλικίας συνταξιοδότησης ανδρών και γυναικών θεσπίστηκε για τους ασφαλισµένους που εισήλθαν στο συνταξιοδοτικό σύστηµα µετά το 1993, ενώ η ισχύουσα σύµφωνα µε το νόµο ηλικία συνταξιοδότησης είναι τα 65 έτη για τους άνδρες και τα 60 για τις γυναίκες. Το δεύτερο επίπεδο του πρώτου πυλώνα αποτελείται από επαγγελµατικά επικουρικά ταµεία, τα οποία παρέχουν συµπληρωµατικές συντάξεις. Αφορούν τους µισθωτούς και ένα µικρό ποσοστό των αυτοαπασχολούµενων και τυπικά παρέχουν πρόσθετα ποσοστά αναπλήρωσης έως και 20%. Το 2001 αντιστοιχούσαν στο 1,8% του ΑΕγχΠ (14,5% των συνολικών συνταξιοδοτικών δαπανών), ποσοστό που αυξάνεται. Στο δηµόσιο τοµέα, είναι συνηθισµένες και οι εφάπαξ αποζηµιώσεις αποχώρησης από την υπηρεσία. Όλα τα ταµεία χρηµατοδοτούνται µε το διανεµητικό σύστηµα και εξυπακούεται ότι το κράτος εγγυάται τα επίπεδα των ασφαλιστικών παροχών. Οι τεκµαιρόµενοι ρυθµοί απόδοσης (λαµβάνοντας υπόψη τις εισφορές, τα όρια ηλικίας και τις παροχές) διαφέρουν µεταξύ των ταµείων, γεγονός που αντικατοπτρίζει πιθανές διαφορές όσον αφορά τις συνταξιοδοτικές παροχές. Σε ό,τι αφορά τις εισφορές στο ΙΚΑ, ένας εργαζόµενος ασφαλισµένος στο ΙΚΑ καταβάλλει το 6,67% των ακαθάριστων αποδοχών του για την κύρια σύνταξη και το 3% για την επικουρική (συνολικά το 9,67%). Οι εργοδότες καταβάλλουν το 13,33% των ακαθάριστων αποδοχών των µισθωτών για την κύρια σύνταξη και το 3% για την επικουρική. Οι επαγγελµατικές συντάξεις του δεύτερου πυλώνα δεν είναι διαδεδοµένες. Οι παροχές τρίτου πυλώνα από ασφάλεια ζωής, οι οποίες δεν είναι τόσο δηµοφιλείς όσο σε πολλά άλλα κράτη µέλη, λαµβάνουν συνήθως τη µορφή εφάπαξ ποσών και σπάνια τη µορφή ετήσιων πληρωµών. Οι παροχές βάσει του εισοδήµατος χορηγούνται σε πρόσωπα ηλικίας 65 ετών και άνω χωρίς επαρκή περίοδο ασφάλισης, ενώ µεγάλος αριθµός συνταξιούχων λαµβάνει ανταποδοτικές συντάξεις σε ένα εγγυηµένο ελάχιστο επίπεδο. Οι συνταξιούχοι των οποίων το συνολικό εισόδηµα (από κάθε πηγή, περιλαµβανοµένων των συντάξεων) είναι κατώτερο από το εγγυηµένο ελάχιστο επίπεδο και των οποίων το άλλο εισόδηµα και η οικογενειακή κατάσταση πληρούν ορισµένα πρόσθετα κριτήρια λαµβάνουν ένα συµπλήρωµα σύνταξης (γνωστό ως ΕΚΑΣ, το οποίο δεν δικαιούνται οι συνταξιούχοι του ΟΓΑ). 2 ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΒΑΣΕΙ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝ ΣΤΟΧΩΝ 2.1 Τρέχουσα κατάσταση Όσον αφορά την επάρκεια, βάσει του νόµου του 2002 δικαίωµα συνταξιοδότησης θεµελιώνουν οι ασφαλισµένοι µε 37 έτη εισφορών, ανεξάρτητα από την ηλικία τους. Σύµφωνα µε τον ίδιο νόµο µειώνονται οι αποκλίσεις µεταξύ ασφαλισµένων του «παλαιού» (πριν από το 1993) και του «νέου» (µετά το 1992) συστήµατος, καθώς και µεταξύ των
ασφαλισµένων του ιδιωτικού και του δηµόσιου τοµέα. Η σταδιακή εφαρµογή των νέων µέτρων θα αρχίσει µετά το 2007. Από το 2017 και εξής θα εφαρµόζεται κοινό ποσοστό αναπλήρωσης 70% για τις κύριες συντάξεις (για 35 έτη εισφορών) στους ασφαλισµένους τόσο του «παλαιού» όσο και του «νέου» συστήµατος, και στον ιδιωτικό και στο δηµόσιο τοµέα. Αυτό συνεπάγεται αύξηση του ποσοστού αναπλήρωσης των κύριων συντάξεων για όσους υπάγονται στο νέο σύστηµα από 60% σε 70% από την άλλη, συνεπάγεται µείωση για τους δηµόσιους υπαλλήλους από 80% σε 70%. Η µεταρρύθµιση του 2002 προέβλεψε µέτρα για την αύξηση του ελάχιστου επιπέδου συντάξεων, το οποίο αναµένεται να ανέλθει στο 70% του ελάχιστου µισθού ενός πλήρως απασχολούµενου έγγαµου ασφαλισµένου. Παρά την πρόοδο που συντελέστηκε τα τελευταία χρόνια, το γήρας εξακολουθεί να αποτελεί το σηµαντικότερο παράγοντα για τον καθορισµό του κινδύνου φτώχειας. Σύµφωνα µε τα στοιχεία της στατιστικής SILC (στατιστικές για τα εισοδήµατα και τις συνθήκες διαβίωσης) για το 2003 (εισοδηµατικό έτος 2003), το ποσοστό φτώχειας των ατόµων ηλικίας 65 ετών και άνω ανέρχεται στο 28% (35% για συνταξιούχους ηλικίας άνω των 75 ετών), αλλά µε πολύ µικρή διαφορά ανάλογα µε το φύλο), δηλαδή 10 ποσοστιαίες µονάδες υψηλότερο από τον κίνδυνο φτώχειας που διατρέχουν τα άτοµα ηλικίας 0-64 ετών, παρά το γεγονός ότι οι συνταξιοδοτικές δαπάνες ανήλθαν, το 2002, στο 13% του ΑΕγχΠ. Κατά την ερµηνεία των στοιχείων αυτών πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι είναι πολύ λιγότερο πιθανό, σε σχέση µε οποιαδήποτε άλλη χώρα της ΕΕ, να ζουν τα άτοµα µεγαλύτερης ηλικίας σε οίκους ευγηρίας, νοσοκοµεία ή άλλα δηµόσια ιδρύµατα (ποσοστό µικρότερο από το 3% του πληθυσµού των συνταξιούχων). Επίσης, εµφανίζουν υψηλότερα ποσοστά ιδιοκτησίας κατοικίας. Και οι δύο αυτοί παράγοντες οδηγούν σε υπερτίµηση των κινδύνων φτώχειας. Εν µέρει λόγω του γεγονότος ότι µεγάλο µέρος των συνταξιούχων ζουν µε τα παιδιά τους, οι συντάξεις αποτελούν µικρότερο ποσοστό του εισοδήµατος των νοικοκυριών σε σχέση µε άλλες χώρες 1. Εντούτοις, πολλοί συνταξιούχοι στηρίζονται στην προστασία των ελάχιστων συντάξεων και στο ΕΚΑΣ που υπολογίζεται βάσει των πόρων του δικαιούχου. Όσον αφορά τη βιωσιµότητα, τα τελευταία χρόνια το συνολικό ποσοστό απασχόλησης παρουσιάζει ανοδική τάση, αλλά εξακολουθεί να παραµένει πολύ χαµηλότερο από το στόχο της Λισσαβώνας (59% έναντι 70% το 2004). Η ανεργία µειώνεται από το 2000, αλλά παραµένει σε υψηλότερο επίπεδο από το µέσο όρο της ΕΕ-25 και εξακολουθεί να πλήττει κυρίως τους νέους και τις γυναίκες. Υπάρχουν σηµαντικές διαφορές στα ποσοστά απασχόλησης µεταξύ ανδρών (89% για τις ηλικίες 25-54 ετών) και γυναικών (58%). Το ποσοστό απασχόλησης των µεγαλύτερης ηλικίας εργαζοµένων σηµείωσε µικρή αύξηση από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και έφθασε το 42% το 2003. Το 2004 το ποσοστό αυτό µειώθηκε στο 39% και παραµένει κάτω από το στόχο της Λισσαβώνας. Τα κίνητρα για την παράταση του επαγγελµατικού βίου αυξήθηκαν τελευταία για τους ασφαλισµένους που παραµένουν ενεργοί για όλη την περίοδο των 35 ετών: εάν ένας ασφαλισµένος εργαστεί έως την ηλικία των 67 ετών (αντί για 65) η σύνταξη του αυξάνεται κατά 1%. Το συνταξιοδοτικό σύστηµα φαίνεται ότι προσαρµόζεται στις µεταβολές της αγοράς εργασίας, ιδιαίτερα όσον αφορά την προστασία που παρέχει στους εργαζόµενους µερικής απασχόλησης, αλλά και όσον αφορά την αρχή της ίσης µεταχείρισης των εργαζόµενων µερικής και πλήρους απασχόλησης. Οι εργαζόµενοι µε µερική απασχόληση δικαιούνται ισοδύναµα δικαιώµατα µε τους εργαζόµενους πλήρους απασχόλησης, ενώ η ασφαλιστική 1 Σύµφωνα µε την EU-SILC (κοινοτικές στατιστικές για τα εισοδήµατα και τις συνθήκες διαβίωσης) για το 2003, το 65% του συνολικού εισοδήµατος των ατόµων άνω των 65 προέρχεται από τις συντάξεις, το 26% από την απασχόληση και το 3% από άλλες κοινωνικές παροχές.
τους κάλυψη για εργασία 4 ωρών ηµερησίως τους παρέχει το δικαίωµα σε ασφάλιση που αντιστοιχεί σε µία ηµέρα πλήρους απασχόλησης. Σχετικά µε τον εκσυγχρονισµό, ενώ η νοµοθεσία προβλέπει την ίση µεταχείριση ανδρών και γυναικών, οι γυναίκες βρίσκονται έµµεσα σε µειονεκτική θέση σε ό,τι αφορά τα εισοδήµατά τους από συντάξεις, ιδίως λόγω της µικρότερης παραµονής τους στην εργασία. Οι ποσοτικές και οι ποιοτικές βελτιώσεις των υπηρεσιών και των παροχών για τους συνταξιούχους αυξάνονται σταθερά µέσω της µηχανοργάνωσης και της απλούστευσης των διοικητικών διαδικασιών. 2.2 Προοπτικές, µέτρα µεταρρύθµισης και συζητήσεις σχετικά µε την πολιτική Η Ελλάδα προβλέπεται ότι θα αντιµετωπίσει, στις επόµενες δεκαετίες, δυσµενείς δηµογραφικές τάσεις, ανάλογες µε αυτές που αντιµετωπίζουν τα περισσότερα άλλα κράτη µέλη της ΕΕ. Η γεννητικότητα µειώνεται µε γρήγορους ρυθµούς από τη δεκαετία του 1980. Το προσδόκιµο ζωής κατά τη γέννηση, που σήµερα βρίσκεται κοντά στο µέσο όρο της ΕΕ, αναµένεται να αυξηθεί κατά 4,6 έτη για τους άνδρες και 4,5 έτη για τις γυναίκες µεταξύ 2004 και 2050. Οι καθαρές µεταναστευτικές ροές δεν προβλέπεται να είναι σηµαντικές. Κατά συνέπεια, το ποσοστό εξάρτησης των ηλικιωµένων θα αυξηθεί από το µέτριο επίπεδο του 26% το 2005 στο 60% το 2050, ένα από τα υψηλότερα στην ΕΕ. Μια σηµαντική κατεύθυνση της πολιτικής αφορά την επάρκεια των συντάξεων για τα άτοµα µε χαµηλότερα εισοδήµατα. Το θέµα αυτό θα αποτελέσει σηµαντικό στοιχείο του εθνικού διαλόγου για τη µεταρρύθµιση του συνταξιοδοτικού συστήµατος. Στο πλαίσιο αυτό, ένα πρόσφατο µέτρο είναι η κατάργηση των εισφορών των συνταξιούχων στους φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης που θεσπίστηκε το 2004, το οποίο εκτιµάται ότι θα αυξήσει το εισόδηµα των συνταξιούχων κατά 1-5%. Τα τρέχοντα προβλήµατα επάρκειας αντανακλούν επίσης τα περιορισµένα έτη εισφορών όσων συνταξιοδοτούνται σήµερα (η µέση διάρκεια εισφορών είναι τα 27,5 έτη για τους άνδρες και τα 20,8 έτη για τις γυναίκες), καθώς και την εισφοροδιαφυγή και το γεγονός ότι, σε ορισµένες περιπτώσεις, οι εισφορές που καταβάλλονται αντιστοιχούν µόνο σε µέρος των πραγµατικών αποδοχών. Σύµφωνα µε τις προβολές της ISG (προσωρινής καθοδηγητικής οµάδας) για τους ασφαλισµένους του ΙΚΑ που συµπληρώνουν πλήρη σταδιοδροµία µε 40 έτη εισφορών, το καθαρό ποσοστό αναπλήρωσης για όποιον συνταξιοδοτήθηκε στα 65 το 2005 θα αυξηθεί κατά 6 ποσοστιαίες µονάδες έως το 2030 και, στη συνέχεια, θα µειωθεί κατά 15 µονάδες, δηλαδή θα σηµειώσει µείωση 9 ποσοστιαίων µονάδων µεταξύ του 2005 και του 2050 ως αποτέλεσµα των πρόσφατων µεταρρυθµίσεων. Για τους εργαζοµένους που θα συµπληρώσουν πλήρη σταδιοδροµία 40 ετών εισφορών, σύµφωνα µε τους υπολογισµούς της ISG, το συνολικό καθαρό ποσοστό αναπλήρωσης για όποιον συνταξιοδοτείται στα 65 θα ήταν σήµερα 115% (συνολικό ακαθάριστο 105%). Αν, αντί για την υπόθεση εισφορών 40 ετών, λάβουµε υπόψη τον τρέχοντα σταθµισµένο µέσο όρο ετών εισφορών (25 έτη), και, αντί για ηλικία συνταξιοδότησης τα 65 έτη, λάβουµε υπόψη την τρέχουσα σταθµισµένη µέση ηλικία συνταξιοδότησης (60 έτη), τόσο το ποσοστό αναπλήρωσης της κύριας σύνταξης είναι 33%. Ένα βασικό πρόβληµα που πρέπει να αντιµετωπιστεί είναι η ύπαρξη πολλών συστηµάτων υποχρεωτικής ασφάλισης για διαφορετικές επαγγελµατικές οµάδες, που οδηγεί στον κατακερµατισµό και τη νοµοθετική πολυπλοκότητα του συστήµατος κοινωνικής ασφάλισης, µε σκοπό να µειωθούν οι ανισότητες που µπορούν να υπονοµεύσουν την κοινωνική αποδοχή του συστήµατος. εδοµένου ότι ακόµα και στο πλαίσιο ενός ταµείου οι διάφορες επαγγελµατικές κατηγορίες µπορεί να υπόκεινται σε διαφορετικούς όρους και διαφορετικούς
κανόνες καταβολής εισφορών, τα συστήµατα ενδέχεται να παρέχουν διάφορα επίπεδα συντάξεων. Οι πρόσφατες µεταρρυθµίσεις, όπως η ενοποίηση των διαφόρων ταµείων και οι µεταρρυθµίσεις του τραπεζικού τοµέα, φαίνεται ότι κινούνται στη σωστή κατεύθυνση. Η Ελλάδα µπορεί να αναµένει ισχυρή δηµοσιονοµική πίεση λόγω της γήρανσης του πληθυσµού. Οι δυσµενείς δηµογραφικές τάσεις θα οδηγήσουν σε πολύ µεγάλη αύξηση των δηµόσιων δαπανών που συνδέονται µε το γήρας. Σύµφωνα µε τις δηµοσιονοµικές προβολές που έγιναν στην οµάδα εργασίας για τη γήρανση του πληθυσµού (AWG) το 2001, οι δαπάνες για τις συντάξεις προβλέπεται να διπλασιαστούν σχεδόν και να φθάσουν το 24,8% του ΑΕγχΠ το 2050, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο του µέσο όρου της ΕΕ των 15 που είναι 13,4%. Οι εξελίξεις αυτές επιβεβαιώνονται από τις δηµοσιονοµικές προβολές που περιέχονται στην ενηµερωµένη έκδοση του προγράµµατος σταθερότητας και ανάπτυξης του 2004, στο πλαίσιο της µακροπρόθεσµης βιωσιµότητας των δηµόσιων οικονοµικών, η οποία προβλέπει ότι οι δηµόσιες δαπάνες για τις συντάξεις θα αυξηθούν από 12,3% του ΑΕγχΠ σε 22,6% από το 2009 έως το 2050. Ενώ η µεταρρύθµιση του 2002 εξετάζει ένα ευρύ φάσµα ζητηµάτων µε σκοπό να κάνει το σύστηµα περισσότερο αξιόπιστο και κοινωνικά αποδεκτό, από τη µεγάλη προβλεπόµενη αύξηση των δαπανών, παρά το υψηλό αρχικό ύψος, προκύπτει ότι απαιτούνται σηµαντικές περαιτέρω προσπάθειες. Πολλά από τα πρόσφατα µέτρα αποσκοπούν στην αντιµετώπιση των υφιστάµενων προβληµάτων ώστε να ανοίξει ο δρόµος για τις περαιτέρω µεταρρυθµίσεις που απαιτούνται για να αντιµετωπιστεί το δηµογραφικό πρόβληµα. Αποφασίστηκε η επιπλέον δηµόσια χρηµατοδότηση του ΙΚΑ µε κατά µέσο όρο ποσοστό 1% του ΑΕγχΠ από το 2003 έως το 2032 µε διπλό σκοπό: αφενός, τη µεσοπρόθεσµη διαχείριση της ταµιακής ροής του κύριου συνταξιοδοτικού ταµείου (ΙΚΑ) και, αφετέρου, τη µεταφορά πόρων για χρήση του ταµείου για την περίοδο από σήµερα έως το 2030. Υπάρχει σηµαντικό περιθώριο βελτίωσης της επάρκειας και της βιωσιµότητας του συνταξιοδοτικού συστήµατος µεσοπρόθεσµα και µακροπρόθεσµα µε την αύξηση της ποσοστών απασχόλησης. Στο πλαίσιο αυτό, η αύξηση του ποσοστού απασχόλησης των γυναικών και των ατόµων µεγαλύτερης ηλικίας αποτελούν πολύ σηµαντικές δυνητικές πηγές. Ορισµένες πρόσφατες πρωτοβουλίες, όπως η προώθηση της µερικής απασχόλησης και των ενεργητικών πολιτικών για την αγορά εργασίας, θα µπορούσαν να συµβάλουν στη βελτίωση ιδιαίτερα της συµµετοχής των γυναικών. 3 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Η εφαρµογή της µεταρρύθµισης του 2002 θεωρείται αποφασιστικής σηµασίας για την αποκατάσταση της εµπιστοσύνης στο συνταξιοδοτικό σύστηµα και την προετοιµασία του εδάφους για περαιτέρω µεταρρυθµίσεις. Για να αντιµετωπιστεί η οικονοµική πρόκληση της γήρανσης, η διαδικασία της µεταρρύθµισης του συνταξιοδοτικού συστήµατος πρέπει να συνεχιστεί µέσω της οικονοµικής εξυγίανσης που πρέπει να επιτευχθεί σε εύθετο χρόνο, µε αξιοποίηση του εκσυγχρονισµού που άρχισε µε τη µεταρρύθµιση του 2002. Απαιτούνται, ωστόσο, περαιτέρω προσπάθειες. Υπάρχει σηµαντικό περιθώριο για βελτίωση της επάρκειας και της βιωσιµότητας του συνταξιοδοτικού συστήµατος µεσοπρόθεσµα µε την αύξηση της ποσοστών απασχόλησης (ιδιαίτερα των γυναικών) και τη µείωση της εισφοροδιαφυγής. Εντούτοις, θα χρειαστούν σηµαντικές περαιτέρω προσπάθειες για τη σταθεροποίηση της αύξησης των δαπανών, προκειµένου να διασφαλιστεί η συνέχεια και η µακροπρόθεσµη οικονοµική σταθερότητα του συνταξιοδοτικού συστήµατος.
Επιπλέον, ενώ οι περισσότερες από τις πρόσφατες µεταρρυθµίσεις είχαν ως αποτέλεσµα να ενισχυθούν τα κίνητρα για παράταση του επαγγελµατικού βίου, απαιτούνται επιπρόσθετα µέτρα για την αύξηση των ποσοστών απασχόλησης, ιδίως των γυναικών και των µεγαλύτερης ηλικίας εργαζοµένων. Πρέπει, συνεπώς, να ενισχυθούν προς την κατεύθυνση αυτή οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης. Ενδέχεται να ληφθεί υπόψη η σταδιακή εξίσωση της προβλεπόµενης από το νόµο ηλικίας συνταξιοδότησης των ανδρών και των γυναικών και των ατόµων που ήδη συνεισέφεραν στο σύστηµα πριν από το 1993.
4. ΣΥΝΑΦΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Ποσοστό ατόµων που αντιµετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας EL ΕΕ25 Επάρκεια Τρέχουσα κατάσταση Σύνολο Άνδρες Γυναίκες Σύνολο Άνδρες Γυναίκες 20 19 21 16 15 17 0-64 18 18 19 16 16 17 65+ 28 26 30 18 15 20 75+ 35 35 34 Nd Nd Nd Ανισότητα εισοδήµατος 1 0-64 6,0 65+ 5,1 Εισόδηµα των ατόµων ηλικίας 65+ ως ποσοστό του εισοδήµατος των ατόµων ηλικίας 0-64 1 0,78 0,81 0,77 Μέσες συντάξεις σε σχέση µε τις µέσες αποδοχές 0,60 0,62 0,57 Μακροπρόθεσµες προβολές Θεωρητικά ποσοστά αναπλήρωσης συντάξεων 3 2005 2030 2050 Συνολικό καθαρό ποσοστό αναπλήρωσης 115 121 106 Συνολικό ακαθάριστο ποσοστό αναπλήρωσης 105 112 94 Ακαθάριστο ποσοστό αναπλήρωσης πρώτου 105 112 94 πυλώνα Ακαθάριστο ποσοστό αναπλήρωσης δεύτερου/τρίτου πυλώνα * * * Οικονοµική βιωσιµότητας Τρέχουσα κατάσταση Συνταξιοδοτικές δαπάνες ESSPROS (ευρωπαϊκό σύστηµα ολοκληρωµένων στατιστικών για την κοινωνική 1995 11,2 2000 12,5 2003 12,9 1995 2000 12,5 2003 12,6 προστασία) 4, % του ΑΕγχΠ Απασχόληση (2004) 5 Σύνολο Άνδρες Γυναίκες Σύνολο Άνδρες Γυναίκες Ποσοστό απασχόλησης (25-54) 73,5 89,3 57,6 76,8 85,2 68,5 Ποσοστό απασχόλησης (55-64) 39,4 56,4 24,0 41,0 50,7 31,7 Πραγµατική ηλικία εξόδου από την αγορά εργασίας 59,5 60,7p (2004) 6 ηµόσια οικονοµικά (2003) 7 ηµόσιο χρέος, % του ΑΕγχΠ 109,9 63,3 ηµοσιονοµικό αποτέλεσµα, % του ΑΕγχΠ -4,6-2,8 Μακροπρόθεσµες προβολές (EPC 2006) Επίπεδο αύξηση Επίπεδο αύξηση 2004 2030 2050 2004-50 2004 2030 2050 2004-50 Λόγος εξάρτησης ηλικιωµένων 8 26,4 39,5 60,4 +129% 25 40 52 +108% ηµόσιες δαπάνες για τις συντάξεις, % του ΑΕγχΠ 9 Nd Nd Nd Nd 10,6 11,9 12,8 +2,2 Παράγοντες που επηρεάζουν την εξέλιξη των δηµοσίων δαπανών για συντάξεις (2000-2050) 10 Συµβολή στην αλλαγή σε ποσοστιαίες µονάδες του ΑΕγχΠ Συµβολή στην αλλαγή σε ποσοστιαίες µονάδες του ΑΕγχΠ ηµογραφική εξάρτηση Nd 8,6 Απασχόληση Nd -1,1 Επιλεξιµότητα Nd -2,1 Επίπεδο παροχών Nd -2,7
Σύνολο (συµπεριλαµβανοµένου του Nd 2,2 υπολοίπου) Σηµειώσεις: 1. Πηγή: Στοιχεία για το εισόδηµα και τις συνθήκες διαβίωσης. Με βάση ισοδύναµα εισοδήµατα. Όριο της φτώχειας: 60% του µέσου ισοδύναµου εισοδήµατος µέτρο ανισότητας: λόγος συµµετοχής στο εισόδηµα S80/S20. Κατά τη µετάβαση προς τα εναρµονισµένα ευρωπαϊκά στοιχεία για το εισόδηµα και τις συνθήκες διαβίωσης των στατιστικών EU SILC, συµφωνήθηκε να χρησιµοποιούνται δείκτες που προέρχονται από εθνικές πηγές σύµφωνα µε µία από κοινού συµφωνηθείσα µεθοδολογία. Ενώ τέτοιοι δείκτες δεν µπορούν να θεωρούνται απολύτως συγκρίσιµοι λόγο της χρήσης διαφορετικών ερευνών ή διαφορετικών ετών αναφοράς για το εισόδηµα, έχει καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια για τη διασφάλιση της µέγιστης συγκρισιµότητας. Μπορεί να σηµειωθεί ότι 12 κράτη µέλη χρησιµοποιούν ήδη τις έρευνες EU-SILC (BE, DK, EL, ES, FR, IE, IT, LU, AT, PT, FI, SE SILC 2004, στοιχεία για τα εισοδήµατα το 2003), ενώ άλλα κράτη µέλη βασίζονται σε εθνικές πηγές (στοιχεία για τα εισοδήµατα το 2003), εκτός από τα MT (2000), CZ, DE και SK (2002). 2. Πηγή: Eurostat. Μέσα ατοµικά εισοδήµατα από συντάξεις των συνταξιούχων ηλικίας 65-74 σε σχέση µε τις µέσες αποδοχές των απασχολούµενων ηλικίας 50-59 εξαιρουµένων των άλλων παροχών πέρα των συντάξεων. 3. Πηγή: εθνικοί λογαριασµοί συµφωνα µε τη µέθοδο που καθορίστηκε από την υποοµάδα για τους δείκτες της επιτροπής κοινωνικής προστασίας. Θεωρητικό ποσοστό αναπλήρωσης ενός άνδρα εργαζόµενου µε διάρκεια σταδιοδροµίας 40 ετών πλήρους απασχόλησης που λαµβάνει µέσες αποδοχές µε εισφορές στα συστήµατα συντάξεων του πρώτου και του δεύτερου πυλώνα, ο οποίο συνταξιοδοτείται στην ηλικία των 65 ετών το 2005. 4. Πηγή: ESSPROS, EUROSTAT. Συµπεριλαµβάνει τις δαπάνες από ορισµένα ιδιωτικά συστήµατα κοινωνικής προστασίας. 5. Πηγή: Έρευνα για το ευρωπαϊκό εργατικό δυναµικό, 2004 6. Πηγή: Έρευνα για το ευρωπαϊκό εργατικό δυναµικό, 2004 7. Πηγή: Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Γ Οικονοµικών και Χρηµατοδοτικών Υποθέσεων 8. Πηγή: EUROSTAT (2005), δηµογραφικές προβολές. αριθµός των ανθρώπων ηλικίας 65 ετών και άνω ως ποσοστό των ανθρώπων ηλικίας 15-64 ετών. 9. Πηγή: Επιτροπή οικονοµικής πολιτικής, 2005. ηµόσιες συνταξιοδοτικές δαπάνες (συµπεριλαµβανοµένων των περισσότερων δηµόσιων εισοδηµάτων αναπλήρωσης για άτοµα ηλικίας 55 ετών και άνω, καθώς και των συνταξιοδοτικών δαπανών από το χρηµατοδοτούµενο επίπεδο των υποχρεωτικών συστηµάτων), προ φόρων. 10. Πηγή: Επιτροπή οικονοµικής πολιτικής, 2006. ηµόσιες συνταξιοδοτικές δαπάνες (συµπεριλαµβανοµένων των περισσότερων δηµόσιων εισοδηµάτων αναπλήρωσης για άτοµα ηλικίας 55 ετών και άνω, αλλά εξαιρουµένων των συνταξιοδοτικών δαπανών από το χρηµατοδοτούµενο επίπεδο των υποχρεωτικών συστηµάτων), προ φόρων. * αµελητέο ποσοστό