85 στις περιπτώσεις δοµικού όσο και στις περιπτώσεις συµπτωµατικού µειονεκτήµατος, ενώ η προσλαµβανόµενη αδικία και αποτελεσµατικότητα προέβλεπε τη συλλογική δράση σε µεγαλύτερο βαθµό στις περιπτώσεις συµπτωµατικού µειονεκτήµατος και σε µικρότερο βαθµό στις περιπτώσεις δοµικού µειονεκτήµατος. Τα παραπάνω ευρήµατα υποστηρίζουν το Μοντέλο Κοινωνικής Ταυτότητας για τη Συλλογική ράση (SIMCA) των van Zomeren et al. (2008) που ουσιαστικά προτείνει ότι η κοινωνική ταυτότητα προβλέπει τη συλλογική δράση τόσο άµεσα όσο και έµµεσα, δηλ. µέσω της επίδρασής της στην προσλαµβανόµενη αδικία και την αποτελεσµατικότητα. Με άλλα λόγια, η κοινωνική ταυτότητα γεφυρώνει τις ερµηνείες περί προσλαµβανόµενης αδικίας και αποτελεσµατικότητας για τη συλλογική δράση. Πράγµατι, µε βάση τα ευρήµατα της µεταανάλυσης οι van Zomeren et al. (2008) διαπίστωσαν ότι όσο µεγαλύτερη η ταύτιση µε την ενδοοµάδα, τόσο εντονότερη η συλλογική δράση (.21), αλλά παράλληλα, όσο µεγαλύτερη η ταύτιση µε την ενδοοµάδα τόσο µεγαλύτερη η προσλαµβανόµενη αδικία (.26) και η προσλαµβανόµενη αποτελεσµατικότητα (.19), που µε τη σειρά τους οδηγούν σε εντονότερη η συλλογική δράση (.28 και.28 αντιστοίχως). ηλ. η επίδραση της ταύτισης στη συλλογική δράση είναι άµεση, αλλά επίσης διαµεσολαβείται από την προσλαµβανόµενη αδικία και αποτελεσµατικότητα. Η ειρωνεία της αρµονίας Το παράδοξο των στρατηγικών µείωσης της ανισότητας : Μείωση της προκατάληψη έναντι συλλογικής δράσης Πηγές: Dixon, J., Durrheim, K., & Tredoux, C. (2007). Intergroup contact and attitudes towards the principle and practice of racial equality. Psychological Science, 18, 867-872. Dixon, J., Tropp, L., Durrheim, K., & Tredoux, C. (2010). Let them eat harmony : Prejudice-reduction strategies and attitudes of historically disadvantaged groups. Current Directions in Psychological Science, 19, 76-80. Pettigrew, T.F. (2010). Commentary: South African contributions to the study of intergroup relations. Journal of Social Issues, 66, Saguy, T., Tausch, N., Dovidio, J.F., & Pratto, F. (2009). The Irony of Harmony: Intergroup contact can produce false expectations for equality. Psychological Science, 20, 114-121. Tropp, L. (2007). Perceived discrimination, and interracial contact: Predicting interracial closeness among Black and White Americans. Social Psychology Quarterly, 70, 70-81. Wright, S. C., & Lubensky, M. (2008). The struggle for social equality: Collective action versus prejudice reduction. In S. Demoulin, J. P. Leyens, & J. F. Dovidio (Eds.), Intergroup misunderstandings: Impact of divergent social realities (pp. 291-310). New York: Psychology Press.
86 Ο Reicher (2007) πρότεινε ότι πρέπει να ξανασκεφτούµε το «υπόδειγµα» της προκατάληψης. Ο Reicher ισχυρίζεται ότι η προκατάληψη δεν στηρίζεται απλά στα στερεότυπα για µια εξωοµάδα, αλλά αποτελεί πρακτική που σχετίζεται µε τη ισχύ και την εξουσία της ενδοοµάδας. Πρότεινε ότι αντί να εστιάζουµε στο πως θα αλλάξουν οι απόψεις της κυρίαρχων οµάδων (για της χαµηλής θέσης εξωοµάδες) θα πρέπει να εστιάσουµε στο πως θα συντηρηθούν οι συλλογικές δράσεις των οµάδων χαµηλής θέσης για την επίτευξη κοινωνικής αλλαγής. Πιο συγκεκριµένα, ο Reicher τόνισε τα προβλήµατα που η διοµαδική επαφή µπορεί να δηµιουργήσει, µειώνοντας τις αρνητικές στάσεις µιας µειονότητας απέναντι στην πλειοψηφία που την καταδυναστεύει, µε αποτέλεσµα την εξασθένιση των κινήτρων για διαµαρτυρία και συλλογική δράση ώστε να πάψει η διάκριση. Ο Pettigrew (2010) ονόµασε αυτή τη θέση ως «φαινόµενο Reicher». Οι Wright & Lubensky (2008) επεσήµαναν ότι τόσο η έρευνα πάνω στην µείωση της προκατάληψης, όσο και η έρευνα πάνω στη συλλογική δράση στοχεύουν στη µείωση της ανισότητας και της κοινωνικής αδικίας, δηλ. στην κοινωνική αλλαγή. Ωστόσο η έρευνα για την προκατάληψη (θεωρία της επαφής) εστιάζει σε οµάδες που βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση, ενώ η έρευνα για τη συλλογική δράση σε οµάδες που βρίσκονται σε µειονεκτική θέση. Αν εξετάσει κανείς αυτές τις δύο σηµαντικές ερευνητικές παραδόσεις ταυτόχρονα που όµως φαίνεται να έχουν ακολουθήσει παράλληλους δρόµους, σχεδόν αγνοώντας η µία την άλλη εµφανίζεται το εξής παράδοξο: Η θεωρία της επαφής ως στρατηγική µείωσης της προκατάληψης υποτίθεται ότι λειτουργεί µειώνοντας τη διαφοροποίηση µεταξύ των οµάδων, υποσκάπτοντας τα αρνητικά στερεότυπα για την εξωοµάδα, και είναι πιο επιτυχής όταν υπάρχει µειωµένη ταύτιση µε την ενδοοµάδα. Αντίθετα, η εκδήλωση συλλογικής δράσης προϋποθέτει αναγνώριση της µειονεκτικής θέσης της ενδοµάδας, υψηλή ταύτιση µε την ενδοοµάδα, µη διαπερατά όρια µεταξύ οµάδων και πιθανόν αρνητική εικόνα για την εξωοµάδα (π.χ. υπεύθυνη για τη µειονεκτική θέση της ενδοοµάδας). ηλαδή, ενώ και οι δύο ερευνητικές παραδόσεις στοχεύουν στη µείωση της ανισότητας, προϋποθέτουν εντελώς αντίθετες ψυχολογικές καταστάσεις. Έτσι, ξεκίνησε ένας σύγχρονος προβληµατισµός, που στηρίζεται και από έρευνες που δείχνουν ότι η επαφή των µελών µειονοτικών (ή µειονεκτικών) οµάδων µε
87 πλειοψηφικές (ή πλεονεκτικής θέσης) οµάδες µειώνει µεν την προκατάληψη από την πλευρά των µειονοτικών οµάδων, αλλά παράλληλα µειώνει και τη διάθεσή τους για συλλογική δράση δηλ. το «φαινόµενο Reicher». Για παράδειγµα, οι Wright & Lubensky (2008, 2009) σε µια πρώτη έρευνα που έγινε στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ µε Λατίνους και Αφροαµερικανούς φοιτητές σε ένα πανεπιστήµιο µε πλειοψηφία Λευκών φοιτητών, διαπίστωσαν και για τις δύο µειονοτικές οµάδες ότι η θετική επαφή µε Λευκούς φοιτητές µείωνε την ταύτισή τους µε την ενδοοµάδα, και αυτό σχετιζόταν µε πιο θετικές στάσεις απέναντι στους Λευκούς, αλλά και µειωµένη υποστήριξη για συλλογική δράση για να επιτευχθεί φυλετική ισότητα. Με άλλα λόγια, τόσο η θετική σχέση µεταξύ επαφής και διαφυλετικών στάσεων, όσο και η αρνητική σχέση µεταξύ επαφής και υποστήριξης της συλλογικής δράσης, διαµεσολαβούνταν από τη µειωµένη ταύτιση µε την ενδοοµάδα. Σε µια δεύτερη έρευνα, που έκαναν µε Αφροαµερικανούς φοιτητές σε ένα πανεπιστήµιο µε πλειοψηφία Μαύρων φοιτητών, έκαναν τις ίδιες µετρήσεις και είχαν τα αντίστοιχα αποτελέσµατα, αλλά είχαν και µια ακόµα σηµαντική µέτρηση την διαπερατότητα των ορίων, δηλ. τη δυνατότητα ανοδικής κινητικότητας και διαπίστωσαν ότι και αυτή η µεταβλητή είχε διαµεσολαβητικό ρόλο ανάλογο µε αυτόν της ταύτισης: η επαφή σχετίζονταν θετικά µε την πρόσληψη κινητικότητας, που µε τη σειρά της σχετίζονταν µε πιο θετικές στάσεις απέναντι στους Λευκούς, αλλά και µειωµένη υποστήριξη για συλλογική δράση. Το «φαινόµενο Reicher» αποτελεί την «ειρωνεία της αρµονίας», δηλ. οι αρµονικές σχέσεις ενώ δεν µεταφράζονται απαραίτητα σε ουσιαστική δικαιοσύνη και ισότητα, τείνουν να µειώνουν την αίσθηση της διάκρισης και έτσι την τάση για συλλογική δράση. Σχετικές έρευνες Η Tropp (2007) εξέτασε τις σχέσεις µεταξύ διαφυλετικής επαφής/φιλίας, διαφυλετικής εγγύτητας, και προσλαµβανόµενης διάκρισης, σε µία δηµοσκοπική τηλεφωνική έρευνα στις ΗΠΑ, όπου συµµετείχαν 995 Λευκοί Αµερικανοί (φυλετικά πλειοψηφική οµάδα) και 709 Μαύροι Αµερικανοί (φυλετικά µειοψηφική οµάδα). Οι συµµετέχοντες ρωτήθηκαν αν έχουν επαφή µε άτοµα της εξωοµάδας και αν αυτή η επαφή αφορούσε φιλία, πόσο κοντά ένιωθαν στην εξωοµάδα (διαφυλετική εγγύτητα), και πόση διάκριση υπήρχε κατά της οµάδας τους. Η Tropp (2007) διαπίστωσε ότι: (α) η σχέση µεταξύ διαφυλετικής επαφής και διαφυλετικής εγγύτητας ήταν ασθενέστερη
88 για τους Μαύρους (µειονοτική οµάδα) και ισχυρότερη για τους Λευκούς (πλειοψηφική οµάδα), (β) η αυξηµένη πρόσληψη διάκρισης σχετιζόταν σηµαντικά µε µειωµένη διαφυλετική εγγύτητα για τους Μαύρους, ενώ η σχέση αυτή δεν ήταν σηµαντική για τους Λευκούς, (γ) για τους Μαύρους συµµετέχοντες, η σχέση µεταξύ διαφυλετικής επαφής και διαφυλετικής εγγύτητας δεν ήταν σηµαντική, όταν η πρόσληψη της διάκρισης προς την οµάδα τους ήταν αυξηµένη, (δ) η διοµαδική φιλία αυξάνει τη διαφυλετική εγγύτητα, αλλά παράλληλα καθιστά την πρόσληψη της φυλετικής διάκρισης λιγότερο σηµαντική για την πρόβλεψη της στάσης των µαύρων απέναντι στους λευκούς. Οι Dixon, Durrheim & Tredoux (2007), επεσήµαναν ότι στις περισσότερες κοινωνίες, ενώ γίνεται αποδεκτή η αρχή της φυλετικής ισότητας, υπάρχει αντίσταση στην εφαρµογή πολιτικών για τη µείωση των φυλετικών ανισοτήτων και της κοινωνικής αδικίας, κάτι που ονοµάζουν «χάσµα µεταξύ αρχής και εφαρµογής». Η έρευνα των Dixon et al. (2007) είχε δύο στόχους: (α) να διερευνήσει αν υπάρχει «χάσµα µεταξύ αρχής και εφαρµογής» στην Νότια Αφρική, και (β) να εξετάσει πως η διαφυλετική επαφή επηρεάζει την υποστήριξη πολιτικών φυλετικής ισότητας. Πρόκειται για τηλεφωνική έρευνα στην οποία συµµετείχαν 1556 Μαύροι και 361 Λευκοί Νοτιοαφρικανοί. Οι µετρήσεις αφορούσαν την ποσότητα και ποιότητα της διαφυλετικής επαφής και τις στάσεις απέναντι (α) στη φυλετική ισότητα και (β) σε πολιτικές για φυλετική ισότητα. Τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι το «χάσµα µεταξύ αρχής και εφαρµογής» ήταν µεγάλο για τους Λευκούς (δηλ. η αντίθεση προς τις αρχές της ισότητας ήταν πολύ µικρότερη από την αντίθεση προς τις πολιτικές ισότητας) και µικρό για τους Μαύρους. Επίσης, για τους Λευκούς, όσο περισσότερη ήταν η επαφή τόσο µικρότερη ήταν η αντίθεση προς τις πολιτικές ισότητας, ενώ για τους Μαύρους παραδόξως ίσχυε το αντίθετο, δηλ. όσο περισσότερη η επαφή τόσο µεγαλύτερη η αντίθεση προς τις πολιτικές ισότητας, - δηλ. το «φαινόµενο Reicher». Οι Dixon et al. (2007) πρότειναν ότι η επαφή των Μαύρων µε τους Λευκούς αποδυναµώνει την διάθεσή τους για διεκδίκηση φυλετικής ισότητας. Σε συνέχεια της προηγούµενης έρευνας, οι Dixon et al. (2010) µέσω τηλεφωνικής έρευνας σε ένα δείγµα 596 Μαύρων Νοτιοαφρικανών, εξέτασαν την επίδραση της διαφυλετικής επαφής στην πρόσληψη φυλετικής διάκρισης. Οι µετρήσεις αφορούσαν την ποσότητα και ποιότητα της επαφής (των συµµετεχόντων µε Λευκούς), τις στάσεις απέναντι στους Λευκούς, και την πρόσληψη προσωπικής και οµαδικής φυλετικής διάκρισης. Τα αποτελέσµατα έδειξαν η θετική επαφή (µε
89 Λευκούς) σχετιζόταν µε µειωµένη πρόσληψη οµαδικής διάκρισης και αυτή η σχέση διαµεσολαβούνταν από την πρόσληψη προσωπικής διάκρισης και τις στάσεις απέναντι στους Λευκούς. Πιο συγκεκριµένα, η θετική επαφή οδηγούσε σε θετικότερες διαφυλετικές στάσεις και µειωµένη πρόσληψη προσωπικής διάκρισης, που µε τη σειρά τους οδηγούσαν σε µειωµένη πρόσληψη οµαδικής φυλετικής διάκρισης. ηλ. η θετική επαφή µελών της µειονεκτικής οµάδας αυξάνει την αίσθηση ότι δεν είναι οι ίδιοι προσωπικά στόχος διακρίσεων, πράγµα που κάνει τις στάσεις τους απέναντι στην πλειοψηφική οµάδα θετικότερες µε αποτέλεσµα να µην αντιλαµβάνονται ότι η οµάδα τους υφίσταται διακρίσεις, και εποµένως αποδυναµώνεται το κίνητρό τους για συλλογική δράση µε στόχο την κοινωνική αλλαγή. Οι Saguy et al. (2009) στη δεύτερη µελέτη τους, στην οποία συµµετείχαν 175 Άραβες Ισραηλινοί πολίτες (µια µειονότητα σε µειονεκτική θέση στο Ισραήλ) εξέτασαν την «ειρωνεία της αρµονίας». Οι µετρήσεις αφορούσαν τη διοµαδική φιλία (µε Εβραίους), τις στάσεις απέναντι στους Εβραίους, την πρόσληψη για τη (µη) νοµιµότητα των ανισοτήτων, την πρόσληψη για το πόσο δίκαιη ήταν η εξωοµάδα και την υποστήριξη για κοινωνική αλλαγή (βελτίωση της θέσης της ενδοοµάδας). Τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι η διοµαδική φιλία (Άραβες που είχαν φίλους Εβραίους) όπως ήταν αναµενόµενο οδηγούσε σε θετικότερες στάσεις προς τους Εβραίους. Επίσης, η διοµαδική φιλία οδηγούσε σε µειωµένη πρόσληψη της µη νοµιµότητας των ανισοτήτων και αυξηµένη πρόσληψη για το πόσο δίκαιοι ήταν οι Εβραίοι, που µε τη σειρά τους οδηγούσαν σε µειωµένη υποστήριξη για κοινωνική αλλαγή - δηλ. το «φαινόµενο Reicher». Σχετικά µε το «φαινόµενο Reicher», ο Pettigrew (2010) επεσήµανε ότι ναι µεν εµφανίζεται συχνά, αλλά δεν αποτελεί ολοκληρωµένη περιγραφή της πολύπλοκης σχέσης µεταξύ διοµαδικής επαφής και υποστήριξης συλλογικών δράσεων από την πλευρά των µειονεκτικών οµάδων για την επίτευξη κοινωνικής αλλαγής. Σύµφωνα µε τον Pettigrew (2010) πρέπει να ληφθούν υπόψη προς υποστήριξη προφανώς της θεωρίας της επαφής τα εξής: 1) Η διοµαδική επαφή βελτιώνει τις στάσεις των πλεονεκτικών απέναντι στις µειονεκτικές οµάδες και την υποστήριξή τους για πολιτικές ισότητας, δηλ. αποδυναµώνει την υποστήριξή τους προς το status quo των διακρίσεων. 2) Μπορεί η διοµαδική επαφή, βελτιώνοντας τις στάσεις των µειονεκτικών οµάδων απέναντι τις πλεονεκτικές οµάδες, να αποδυναµώνει την
90 υποστήριξή τους για συλλογικές δράσης για κοινωνική αλλαγή - «φαινόµενο Reicher», αλλά, εφόσον η επίδραση της διοµαδικής επαφής είναι µεγαλύτερη για τις πλειοψηφικές και µικρότερη για τις µειονοτικές οµάδες, και το «φαινόµενο Reicher» δεν πρέπει να είναι τόσο ισχυρό, όσο είναι το φαινόµενο που περιγράφηκε στο σηµείο 1. 3) Η διοµαδική επαφή µπορεί να κάνει εντονότερη στις µειονεκτικές οµάδες την αίσθηση σχετικής αποστέρησης, η οποία οδηγεί σε συλλογική δράση. Μέσω της επαφής µε µέλη πλεονεκτικών οµάδων, τα µέλη των µειονεκτικών οµάδων βλέπουν τι στερούνται δεν είναι τυχαίο το εύρηµα ότι οι Μαύροι που είχαν επαφή µε υψηλού status Λευκούς έδειχναν λιγότερη συµπάθεια στους Λευκούς. Επίσης, βλέπουν τις αδυναµίες της πλεονεκτικής οµάδας. Στο κίνηµα για τα δικαιώµατα των Μαύρων τη δεκαετία του 1960 στην Αµερική, ηγέτες ήταν οι πιο µορφωµένοι Μαύροι που είχαν την περισσότερη επαφή µε τους Λευκούς, και ήξεραν ότι οι Λευκοί δεν επρόκειτο αδυνατούσαν να ηγηθούν του κινήµατος, όπως επίσης ήξεραν πώς να στρατολογήσουν Λευκούς ως συµµάχους.