Μαρία ημάση Μακρίνα Ζαφείρη Γρηγορία-Καρολίνα Κωνσταντινίδου Πολυτροπικότητα και διδασκαλία των ξένων γλωσσών στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση
Πλυτροπικότητα: η έννοια Ως πολυτροπικότητα, multimodality, ορίζεται η μορφή παρουσίασης ενός πολιτισμικού προϊόντος, στο οποίο περιέχονται και συνδυάζονται περισσότεροι από έναν σημειωτικοί τρόποι (modes), όπως ο γραπτός λόγος, ο προφορικός λόγος, η εικόνα, η φωτογραφία, το σχέδιο-σκίτσο, το σχεδιάγραμμα, το χρώμα, η γραμματοσειρά, η κινούμενη εικόνα, η μουσική, ο ήχος, ο ρυθμός, οι χειρονομίες. (Χατζησαββίδης, Γαζάνη, 2005, 27, Γρόσδος, 2008, 72). Στη δημιουργία πολυτροπικού προϊόντος σημειώνεται σύνθεση επιμέρους μονοτροπικών προϊόντων τα οποία βρίσκονται σε σχέσεις διαπλοκής και αμφίδρομης αλληλεπίδρασης.
πολυτροπικά κείμενα Ως πολυτροπικά (multi-modal) χαρακτηρίζονται τα κείμενα που βασίζονται σε πολλαπλά σημειωτικά συστήματα και σε αντίθεση με τα μονοτροπικά, όσα είναι αποκλειστικά ή κυρίως γλωσσικά, δημιουργούνται με συνδυασμό περισσότερων του ενός σημειωτικών τρόπων: γλωσσικού, οπτικού, ηχητικού κτλ, οι οποίοι λειτουργούν συμπληρωματικά για τη μετάδοση του μηνύματος (Χοντολίδου, 1999).
Τέτοια είναι κατεξοχήν τα κείμενα της διαμεσολαβημένης επικοινωνίας μέσω υπολογιστών, καθώς συνδυάζουν τον παραδοσιακό κώδικα του γραπτού λόγου με εικονικά στοιχεία που περιλαμβάνουν στατική ή κινούμενη εικόνα, βίντεο κτλ αλλά και προφορικό λόγο (μηνύματα φωνής, μουσική κ.ά.) (Νάκη κ.ά, 2006).
Το νόημα στα κείμενα με την επίδραση των νέων τεχνολογιών παράγεται όχι αποκλειστικά με τον γλωσσικό σημειωτικό κώδικα αλλά σε ένα πλαίσιο συλλειτουργίας με άλλους σημειωτικούς τρόπους, οπτικούς, ακουστικούς, χωρικούς κ.ά. (Kress & Leeuwen, 1990, 94, Kress & Leeuwen, 1998, 187, The New London Group, 2000, 681-682, 688).
Πολυτροπικότητα και γλωσσική διδασκαλία Η πολυτροπικότητα στην επικοινωνία και στα κείμενα απαιτεί την ανάπτυξη μίας νέας δεξιότητας, αυτής του πολυγραμματισμού, ώστε ο δέκτης να είναι σε θέση να αντιληφθεί τη μορφική ποικιλία που μπορούν να έχουν οι σημειωτικοί τρόποι των πληροφοριών και τα κείμενα που αυτοί μορφώνουν, κυρίως μετά την εμφάνιση και την εξάπλωση των νέων τεχνολογιών και των τεχνολογιών των πολυμέσων, στα πλαίσια πολύγλωσσων και πολυπολιτισμικών κοινωνιών και να επεξεργαστεί κριτικά αυτές τις πληροφορίες (Χατζησαββίδης, α, β).
Τα Προγράμματα Σπουδών και τα διδακτικά εγχειρίδια για τη διδασκαλία των ξένων γλωσσών και στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση πρέπει να υποστηρίζουν την καλλιέργεια στους φοιτητές δεξιοτήτων διαχείρισης της πολυτροπικότητας στην επικοινωνία και τη γλωσσική διδασκαλία (The New London Group, 2000, 18, Γιακουμάτου, 2000, 4 και Γιακουμάτου, 2003, 1,2) και εκμετάλλευσης-χρήσης όλων των πηγών νοήματος και αποκωδικοποίησης των πολυτροπικών κειμένων, εξίσου με τα γλωσσικά κείμενα, ώστε αφενός να μπορούν να τα αποκωδικοποιούν (τύπος, τηλεόραση, teletext, Internet) και αφετέρου να μπορούν και οι ίδιοι να τα δημιουργούν (Χαραλαμπόπουλος, 2003), να καταστούν δηλαδή οπτικά εγγράμματοι (Kress & Leeuwen,, 1996).
Οι βασικές αρχές μιας μοντέρνας θεώρησης των αρχών στη διδακτική των ξένων γλωσσών οφείλουν να προωθούν τη μάθηση σε ένα περιβάλλον πολυτροπικό, ορίζοντας έτσι και τους άξονες των στόχων προς την αυθεντικότητα, την αυτονομία στην εκπαίδευση, τον πρακτικό προσανατολισμό και τη διαπολιτισμική μάθηση (Rüscoff & Wolff, 1999).
Η αυθεντικότητα των υλικών αυτών, αποτελεί πολύ σημαντικό παράγοντα για την κατάκτηση της γλωσσικής μέσω της επικοινωνιακής ικανότητας, αφού θέτουν τον εκπαιδευόμενο αντιμέτωπο µε τον πραγματικό βαθμό δυσκολίας της ξένης γλώσσας όπως αυτή χρησιμοποιείται από τους φυσικούς ομιλητές (Παναγιωτίδης, Αρβανίτης).
H εφαρμογή αυτών των θεωρητικών αρχών οδηγεί στην αναζήτηση γλωσσικής πρώτης ύλης κατάλληλης για την διδασκαλία μιας ξένης γλώσσας ή ως γνωστικό αντικείμενο στο πρόγραμμα ενός οποιουδήποτε Τμήματος ή ως κατεύθυνση σπουδών στα Τμήματα των ξένων φιλολογιών. Ηγλωσσικήαυτήύλημπορείνααποτελείταιαπό κείμενα κάθε είδους, στη μορφή που συναντώνται στην καθημερινή ζωή, ηχητικά αποσπάσματα από συνομιλίες ή μεταδόσεις και κυρίως, οπτικά αποσπάσματα καθώς τα τελευταία καλύπτουν με πληρέστερο τρόπο μια επικοινωνιακή περίσταση.
Για την αποτελεσματική διδασκαλία των ξένων γλωσσών στην Ελλάδα, σε επίπεδο Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης υπάρχουν σημαντικές μελέτες για τη χρήση των νέων τεχνολογιών, του διαδικτύου και επομένως και της πολυτροπικότητας αλλά με σημείο αναφοράς κυρίως τις δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες.
Το σύστημα εισαγωγής των φοιτητών σε ανώτατες σχολές για σπουδές αγγλικής, γαλλικής κ.ά. φιλολογιών προϋποθέτει την ικανοποιητική κατάκτηση και χρήση, σε επίπεδο πλαισιωμένου λόγου, των γλωσσικών δεξιοτήτων για κάθε γλώσσα κατά περίπτωση. Οφοιτητήςξεκινάτις σπουδές του κατέχοντας τρόπους πρακτικών γραμματισμού της γλώσσας και μπορεί να ανταποκριθεί στις αρχές των πολυγραμματισμών και της πολυτροπικότητας, αφού η Ελλάδα προσφέρει σε επίπεδο καθημερινότητας ευκαιρίες αξιοποίησης των γνώσεων.
Θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μία μελέτη που θα αναδείκνυε το ζήτημα της αξιοποίησης της πολυτροπικότητας στο έντυπο διδακτικό υλικό για αυτές τις γλώσσες. Πάντως είναι βέβαιο ότι κάθε διδάσκων έχει στη διάθεσή του πηγές για τη δημιουργία αποτελεσματικής, κατά περίπτωση, τράπεζας διδακτικού υλικού τόσο έντυπου, με πολυτροπική παρουσία και χρήση της εικόνας, των σχεδίων, των πινάκων, των σχεδιαγραμμάτων κ.λ.π., όσο και πολυτροπικού ευρύτερα, καθώς και ηλεκτρονικού υλικού διδασκαλίας και αυτοεκπαίδευσης.
Η κατάσταση είναι διαφορετική στη διδασκαλία των ξένων γλωσσών του Βαλκανικού και του Παρευξείνιου χώρου στα ελληνικά ΑΕΙ. Σημειώνουμε καταρχήν ότι δεν απαιτείται κανενός επιπέδου γλωσσομάθεια για την εισαγωγή των φοιτητών σε ένα από τα Τμήματα που έχουν ως κύριο αντικείμενο στο Πρόγραμμα Σπουδών τους μία από τις γλώσσες αυτές: αλβανικά, βουλγαρικά, ρουμανικά, τουρκικά, ρωσικά κ.ά.
Οι έρευνες που έχουν γίνει σε επίπεδο εκπόνησης μεταπτυχιακών διατριβών στο Τμήμα Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξείνιων Χωρών του ημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης για τη διδασκαλία της τουρκικής, της ρωσικής και της ρουμανικής γλώσσας στην ελληνική Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, καθώς και έρευνες αξιολόγησης των διδακτικών εγχειριδίωναυτώντωνγλωσσώνκαιτης βουλγαρικής, οδήγησαν στις εξής διαπιστώσεις:
1. Χρησιμοποιείται κυρίως έντυπο υλικό. Τα εγχειρίδια στην πλειονότητά τους συντάσσονται στις αντίστοιχες χώρες, μη λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαιτερότητα της διδασκαλίας σε φοιτητές με μητρική γλώσσα την ελληνική. 2. Υπάρχει «συμφωνία» των Τμημάτων στα διδασκόμενα εγχειρίδια. 3. Η μέθοδος που ακολουθείται είναι η δομιστική και σε επίπεδο διδασκαλίας η επικοινωνιακή.
4. Το περιεχόμενο των εγχειριδίων χαρακτηρίζεται ως μονοτροπικό. Οφοιτητής διδάσκεται τους τρόπους μόνο του ρηματικού κειμένου. Οι εικόνες είναι ελάχιστες και δεν συμβάλλουν σε μία πολυτροπική δημιουργία του νοήματος, τα δε κείμενα είναι συνήθως κατασκευασμένα. 5. Στην περίπτωση χρήσης αυθεντικών κειμένων και πάλι οι διδακτικοί στόχοι επικεντρώνονται μόνο στα λεκτικά στοιχεία. 6. Το ακουστικό υλικό που συνοδεύει κάποια εγχειρίδια αντιμετωπίζεται ως συμπληρωματικόυποστηρικτικό υλικό και δεν χρησιμοποιείται σταθερά.
Είναι φανερό ότι οι φοιτητές στην καλύτερη περίπτωση κατακτούν τη γλωσσική ικανότητα και κυρίως τις δεξιότητες της ανάγνωσης και της γραφής. Σημειώνουμε βέβαια ότι με εξαίρεση της διδασκαλία της τουρκικής στο ημοκρίτειο, οι φοιτητές δεν έχουν ευκαιρίες χρήσης πρακτικών γραμματισμού εκτός του χώρου-χρόνου διδασκαλίας της γλώσσας. Η κάλυψη αυτών των αδυναμιών επιχειρείται με τη φοίτηση σε Πανεπιστήμια Παρευξείνιων και Βαλκανικών χωρών είτε μέσω προγραμμάτων ανταλλαγής φοιτητών είτε με οργανωμένα θερινά μαθήματα είτε σε επίπεδο συνέχισης των σπουδών μετά την απόκτηση του πτυχίου στην Ελλάδα.
Ηυποστήριξητηςδιδασκαλίαςτων γλωσσών αυτών στα ελληνικά ΑΕΙ με νέα μεθοδολογικά εργαλεία θεωρούμε ότι μπορεί να αντιμετωπίσει το ζήτημα της μη ικανοποιητικής εκμάθησης. Η αξιοποίηση της πολυτροπικότητας είναι πολύ σημαντική. Σημειωτικοί κώδικες και εκτός του γλωσσικού τον οποίο δεν κατέχουν οι φοιτητές μπορούν να ενεργοποιήσουν και άλλες μορφές γραμματισμού: τον οπτικό, τον τεχνολογικό, τον κοινωνικό, τον πολιτισμικό γραμματισμό.
Σημαντική θα ήταν η δηµιουργία µιας ψηφιακής βιβλιοθήκης πολυµεσικών διδακτικών υλικών (Αρβανίτης, 2000), για να παρέχει στους διδάσκοντες πρόσβαση σε αυθεντική γλωσσική πρώτη ύλη κατάλληλη για την οργάνωση µιας διδακτικής ενότητας και στη διαχείριση πολυτροπικών κειμένων με γνώμονα τις ιδιαίτερες ανάγκες του τελικού της χρήστη. Οι ψηφιακές βιβλιοθήκες, είναι ουσιαστικά βάσεις δεδοµένων αποθηκευµένες σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές και προσβάσιµες είτε επιτόπου, είτε συνηθέστερα- µέσω δικτύων υπολογιστών και φυσικά µέσω του διαδικτύου.