ΤΟ ΣΙΟ-/ ΣΟ- ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ: ΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ 1 ; Ελεονώρα Δημελά 2 Πανεπιστήμιο Πατρών eldimela@upatras.gr Abstract This paper investigates the item sio/so- in the Cretan Dialect as an instance of a grammaticalization process. The analysis of its phonological, morphological and semantic properties aims to document the grammatical change of the constituent and its transition from compounding to prefixation. More specifically, the factors playing the most important role for its grammatical change are phonological erosion, desemantization and decategorization. The element under investigation acquires a new, extremely productive use, that of intensification, without having any selectional restrictions. In addition, erroneous etymological identification by native speakers provides further arguments of this change, since the item shares phonological or/and semantic similarities with the prefix sin- and the lexeme so- (eso-). As a consequence, the meaning and the function of sio-/so- have been synchronically reinforced. In the morphological continuum of grammatical categories, sio-/so-, semantically and functionally extended, should be placed on the derivational level. 1. Εισαγωγή-Θεωρητικό πλαίσιο Η μετάβαση ενός στοιχείου από ένα λεξικό στάδιο σ ένα γραμματικό ή από ένα γραμματικό στάδιο σε ένα περισσότερο γραμματικό έχει απασχολήσει πολύ τη διεθνή βιβλιογραφία (Fischer et al 2004, Lehmann 1995, Hopper & Traugott 1993 κ.α.). Η διαδικασία της γραμματικοποίησης μεγιστοποιεί το βαθμό εξάρτησης ενός στοιχείου από το περιβάλλον του. Οι Heine & Kuteva (2002, 2005) συνοψίζουν τις βασικές παραμέτρους της γραμματικοποίησης στις ακόλουθες: α. αποσημασιοποίηση (ή σημασιολογικός αποχρωματισμός) κατά την οποία ένα στοιχείο χάνει την αρχική του σημασία και αποκτά μία σημασία πιο γενική και αφηρημένη, β. επέκταση, κατά την οποία ένα στοιχείο επεκτείνει τη 1 Το παρόν άρθρο αποτελεί εξέλιξη μέρους της μεταπτυχιακής εργασίας της υποφαινόμενης η οποία εκπονήθηκε στα πλαίσια του μεταπτυχιακού προγράμματος Γλωσσολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ευχαριστώ τους επιβλέποντες της εργασίας αυτής καθ. Δέσποινα Χειλά Μαρκοπούλου και καθ. Χριστόφορο Χαραλαμπάκη, καθώς και τις καθ. Αγγελική Ράλλη, λεκτ. Ιώ Μανωλέσσου, δρ. Δήμητρα Μελισσαροπούλου και δρ. Συμεών Τσολακίδη για τα εύστοχα σχόλιά τους. Τέλος, ευχαριστώ το Ιδρυμα Ερεύνης Νεοελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων (πρώην Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών) για το υλικό που μου παραχώρησαν. 2 Η υποφαινόμενη είναι Υποψήφια Διδάκτορας του Πανεπιστημίου Πατρών και υπότροφός του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών το οποίο και ευχαριστεί για την υποστήριξη των σπουδών της. 784
χρήση του και σε νέα περιβάλλοντα, γ. αποκατηγοριοποίηση, κατά την οποία παρατηρείται απώλεια μορφοσυντακτικών ιδιοτήτων, χαρακτηριστικών των λεξικών ή άλλων λιγότερο γραμματικών κατηγοριών και δ. διάβρωση (ή φωνητική μείωση), κατά την οποία παρατηρείται απώλεια της φωνολογικής υπόστασης. Όλες αυτές οι αλλαγές δεν επιτελούνται ταυτόχρονα, καθώς η γραμματικοποίηση είναι μία σταδιακή διαδικασία (Lehmann 1995, Lichtenberk, 1991), και δεν είναι απαραίτητο να παρατηρούνται όλες για να θεωρήσει κανείς ότι ένα στοιχείο έχει προσλάβει ή έχει μεταβάλει το γραμματικό του χαρακτήρα (Romaine, 1999). Στην παρούσα ανακοίνωση θα μας απασχολήσει ένα φαινόμενο γραμματικοποίησης που σηματοδοτεί τη μετάβαση από μία πιο ανεξάρτητη μορφολογική διαδικασία σε μία εξαρτημένη, η μετάβαση δηλαδή ενός στοιχείου από τη σύνθεση στην παραγωγή και πιο συγκεκριμένα στην προθηματοποίηση οι οποίες σύμφωνα με τη Ράλλη (2005) είναι δύο διακριτές μορφολογικές διαδικασίες τα όρια των οποίων όμως δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτα 3. Το εξεταζόμενο στοιχείο είναι το σιο-/σο- ως πρώτο συστατικό λέξεων στην Κρητική Διάλεκτο. Υιοθετώντας τις αρχές της γραμματικοποίησης, όπως αυτές διαμορφώθηκαν από τους Lehmann (1995) και Hopper (1991) θα προσπαθήσω να αποδείξω τη μετάβαση του σιο- /σο- από τη γραμματική διαδικασία της σύνθεσης σε μία περισσότερο γραμματική διαδικασία, αυτήν της παραγωγής. 2. Περιγραφή εξετασθέντος υλικού: Το σιο-/ σο- ως πρώτο συνθετικό σχηματισμού λέξεων είναι ιδιαίτερα παραγωγικό συγχρονικά στην Κρητική Διάλεκτο. Για την ετυμολογία του στοιχείου αυτού έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις από λεξικογράφους, αλλά και μελετητές της διαλέκτου. Ο 3 Μία σύντομη επισκόπηση σε όσα έχουν γραφτεί για τη σύνθεση και την προθηματοποίηση αναδεικνύει πως οι δύο αυτοί τρόποι δημιουργίας νέων λέξεων συχνά ταυτίζονται. Όσον αφορά στα ελληνικά δεδομένα, πολλοί μελετητές (Χατζιδάκις 1930, Τριανταφυλλίδης 1941, Μπαμπινιώτης 1969) θεωρούν παραδείγματος χάρη ότι τα προθήματα- προθέσεις κατά τον Χατζιδάκι (1930:466) που συνδυάζονται με ρηματικές βάσεις είναι αποτέλεσμα σύνθεσης και όχι παραγωγής παρά το γεγονός ότι τα περισσότερα από αυτά δεν αποτελούν ξεχωριστά και ανεξάρτητα στοιχεία. Η ανωτέρω θεώρηση δικαιολογείται από το γεγονός ότι τα περισσότερα προθήματα είναι ως προς τη μορφή τους αντίστοιχα, σύμφωνα με τους Ralli (2004) και Bauer (2005) αντίστοιχα με αρχαίες προθέσεις ή επιρρήματα από τα οποία και παράγονται διαχρονικά. Μεταγενέστερες μελέτες για το θέμα δίνουν έμφαση στις διαφορές ανάμεσα στις δύο αυτές διαδικασίες και θεωρούν πως κάθε μία από αυτές επιτελείται σε διαφορετικό επίπεδο κατασκευής λέξεων (word formation). Η Ralli (1988) στα πλαίσια της λεξικής μορφολογίας υποστηρίζει πως η σύνθεση και η προθηματοποίηση συνιστούν δύο διακριτές διαδικασίες κάθε μία από τις οποίες τοποθετείται σε διαφορετικό επίπεδο σχηματισμού λέξεων. Η προθηματοποίηση λογίζεται ως παραγωγική διαδικασία η οποία έχει στενή σχέση με το προσδιοριζόμενο λέξημα, ενώ η σύνθεση επιτελείται σε μεταγενέστερο επίπεδο αμέσως πριν από την κλίση. Τέλος, οι σύγχρονες προσεγγίσεις επί του θέματος προθηματοποίησης σύνθεσης (Bauer 2005, Booij 2005, Jacobini 2004) αξιολογώντας τόσο τις ομοιότητες όσο και τις διαφορές ανάμεσα σε σύνθεση και προθηματοποίηση καταλήγουν στο ότι είναι δύο ξεχωριστές διαδικασίες, τόσο στενά συνδεδεμένες όμως ώστε να μην είναι εφικτό πάντοτε να τεθεί ένα αυστηρό διαχωριστικό όριο ανάμεσά τους. 785
Πλατάκης (1979) αναγνωρίζοντας τη δυναμική του σο- όταν δηλώνει επίταση θεωρεί (: 52) πως το λέξημα πηγή είναι το σως («σως, ο ολόκληρος, και τέλειος, ο σωζόμενος, και σώος υπάρχων του Ησυχίου) και σε δεύτερο επίπεδο παρετυμολογικά το ίσος. Για την ίδια σημασιολογική κατηγορία ο Ξανθινάκης (1996: 188) γράφει πως το σιο- στην περίπτωση αυτή είναι συνθετικό λέξης διάφορο του σιο- (<ίσιο> = ίσος, όμοιος) και προέρχεται από το δωρικό σιος (Θεός που ήταν α συνθετικό λέξεων, π.χ. θεο-κόμος). Με την ερμηνεία αυτή ο Χαραλαμπάκης (2001: 101) διαφωνεί εξαιτίας της απουσίας ουσιαστικών στοιχείων που θα μπορούσαν να τη στηρίξουν και παρατηρεί πως τα προθηματικά εσω-, ισο- και συνσυνέπεσαν φωνολογικά, με αποτέλεσμα να επέλθει μεγάλη σύγχυση ως προς την ετυμολογία πολλών Κρητικών λέξεων. Τέλος, οι Πάγκαλος (1955) και Πιτυκάκης (1971) τα περισσότερα λήμματά τους που περιέχουν το σ(ι)ο- τα ετυμολογούν από το ίσιο-. Υιοθετώντας τη θεώρηση του Χαραλαμπάκη (2001) θεωρώ πως το σιο-/ σοετυμολογούνται από το επίθετο ίσιος το οποίο σε πρώτο στάδιο συμμετείχε σε διαδικασίες σύνθεσης με την πρωτοτυπική του σημασία ( επίπεδος, αλλά και όμοιος > ίσος) και σε μεταγενέστερο στάδιο παρατηρείται διεύρυνση της σημασίας του (extension). Η φωνολογική του ομοιότητα (και λειτουργική αργότερα) με το πρόθημα συν-, αλλά και με το λέξημα σω- (>εσω-) αποτέλεσαν έναν από τους κινητήριους παράγοντες αυτής της σημασιολογικής αλλαγής, αλλά και το βασικότερο λόγο πρόκλησης ετυμολογικών προβλημάτων τα οποία δεν αποτυπώνονται μόνο στα λεξικά της διαλέκτου, αλλά και στο λόγο των φυσικών ομιλητών αυτής, όπως θα καταστεί φανερό στη συνέχεια. Αναφορικά με τη διαφοροποίηση των τύπων σιο- και σο-, ο τύπος σιο- απαντά στο ιδίωμα της δυτικής Κρήτης ενώ ο τύπος σο- στο ιδίωμα της ανατολικής. Με δεδομένο ότι το σοπαράγεται από το σιο-, η διαφοροποίηση ανάμεσα σε ανατολικό και δυτικό Κρητικό ιδίωμα ερμηνεύεται μέσα από το πλαίσιο της αποβολής του ημιφώνου /j/ σε περιβάλλον πριν από συριστικό και στη συνέχεια αποουράνωσης του συριστικού, διαδικασίες που όχι μόνο απαντούν στη διαλεκτική ποικιλία της ελληνικής σύμφωνα με τον Newton (1972:129), αλλά που αποτελούν και διακριτικό φωνολογικό χαρακτηριστικό ανάμεσα σε ανατολικό και δυτικό Κρητικό ιδίωμα, σύμφωνα με τον Κοντοσόπουλο (1997:320-1). Ενδεικτικό παράδειγμα αυτής της φωνολογικής διαδικασίας παρατίθεται στο (1): (1) Απαλοιφή Ημιτόνου aploʃa ʃo aplosja sjo Δ. Κρητικό Ιδίωμα Αποουράνωση aplosa so Α. Κρητικό Ιδίωμα Η διαφοροποίηση αυτή ανάμεσα σε ανατολικό και δυτικό ιδίωμα είναι ιδιαίτερα συστηματική. Αν ανατρέξει κανείς στα λεξικά της διαλέκτου θα παρατηρήσει πως τα λεξικά 786
του Ανατολικού ιδιώματος (Ιδομενεύς 2006, Γαρεφαλάκης 2002, Πιτυκάκης 1971) δίνουν μόνο λέξεις με σο-, του Δυτικού (Ξανθινάκης, 1996) δίνει μόνο με σιο- με εξαίρεση το σοντηρώ 4 ( παρατηρώ επισταμένως ), ενώ στο μεικτό λεξικό του Πάγκαλου (1955), αλλά και στα Δελτία του Κέντρου Ερεύνης Νεοελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων, όπου δηλώνεται η τοποθεσία, οι λέξεις με σο- απαντούν σε περιοχές της Ανατολικής Κρήτης, ενώ οι λέξεις με σιο- σε περιοχές της Δυτικής. Σε δύο περιπτώσεις μόνο στα Δελτία αναφέρεται πως το σοβρουχάται ( βρυχάται έντονα ) και το σογλειώ ( εσωκλείω ) εμφανίζονται στη Δυτική Κρήτη. Το λεξικό το οποίο εμφανίζει μια μικρή απόκλιση είναι του Ξανθινάκη (2001) 5 το οποίο εκτός από το σοντηρώ (: 478), αναφέρει τις λέξεις σόκουρος ( ίδιος, παρόμοιος ) και σόλαδος ( γεμάτος λάδια ) για τις οποίες δε δίνει τις αντίστοιχες δομές με το σ(ι)ο- (*σιόκουρος και *σιόλαδος). Επισημαίνει ωστόσο πως οι τελευταίες απαντούν στο Ρέθυμνο, το οποίο εξαιτίας και της γεωγραφικής του θέσης χαρακτηρίζεται ως πεδίο πάλης μεταξύ των δύο ιδιωμάτων, καθώς απαντούν χαρακτηριστικά και από τα δύο 6. Βεβαίως, η φωνολογική αλλοίωση η οποία συντελέστηκε από την αποβολή του αρχικού φωνήματος /ι/ είναι μία διαδικασία κοινή και στα δύο ιδιώματα 7. Η νέα μορφή του λεξήματος ισιος ως σιο-/ σο- είναι ένας από τους παράγοντες που συντέλεσαν στη μεταβολή της σημασίας του σε συγχρονικό επίπεδο. Οι φυσικοί ομιλητές δυσκολεύονται να αναχθούν στο λέξημα πηγή, γεγονός το οποίο αποδεικνύεται και από τις πολλές περιπτώσεις παρετυμολογιών. Το σιο-/ σο- συγχρονικά εμφανίζει τρεις διαφορετικές σημασίες: α) το «ίσο» ή το επίπεδο, τη δήλωση δηλαδή ότι το προσδιοριζόμενο είναι ίσο ή επίπεδο, ή ο αποδέκτης της ενέργειας (αν πρόκειται για ρηματική δομή) μετατρέπεται σε ίσο ή επίπεδο. (2) α. σιοδένω δένω κάτι ίσια β. σιοπατώ πατώ σε ίσια, ομαλή επιφάνεια γ. σόστρατο επίπεδος δρόμος 4 Η λέξη σοντηρώ είναι μία περίπτωση απόδειξης της σύγχυσης που παρατηρείται ανάμεσα στο σο- και το πρόθημα συν-. Η λέξη ετυμολογείται από το συντηρώ και έτσι απάντα και στα κείμενα της Κρητικής λογοτεχνίας: π.χ. Στά δάση πού προπάτειενε συντήραν ἕνα ἕνα ἀπού τά δέντρη τά ὅμορφα, ὁπού σαν ἀθισμένα (Ερωτόκριτος, Α123-4) 5 Στο υλικό του Ξανθινάκη (2001: 477) απαντά και μία περίπτωση η οποία εμφανίζει κάποια ιδιαιτερότητα. Αναφέρεται πως η λέξη σογερνώ σημαίνει γερνώ εξ ίσου με κάποιον άλλο, ενώ η λέξη σιογερνώ (:464) σημαίνει γερνώ εντελώς. Κάτι τέτοιο όμως δεν έχει επιβεβαιωθεί από τους φυσικούς ομιλητές της Κρητικής διαλέκτου. 6 Για μια πιο εκτεταμένη συζήτηση επί του θέματος π.β. Κοντοσόπουλος (1969), Δημελά (2005). 7 Η αποβολή του άτονου /ι/ εντάσσεται στα πλαίσια της γενικότερης τάσης αποβολής άτονων ασθενών (σύμφωνα με την κλίμακα φωνηεντικής ιεραρχίας) φωνηέντων η οποία παρατηρείται σε διαδικασίες σύνθεσης (Ralli & Dimela 2007). 787
Ενδεικτικά παραδείγματα σε χρήση παρατίθενται στο (3) (3) α. Τα μουρέλα μας είναι όλα σε σοπατερούς τόπους. Ένα μόνο λιοφυτάκι μια-ν-κοσαρά δέντρα- δεν είναι σε σοπατεράδα (Γαρεφαλάκης, 2002) Τα ελαιόδεντρά μας είναι όλα σε επίπεδους τόπους. Μόνο μία μικρή φυτεία ελαιόδεντρων, καμιά εικοσαριά δέντρα, δεν είναι β. Να στοιβιάσεις τα ξύλα σοθετά για να χωρέσουνε στην αποθήκη (Πιτυκάκης, 1971) Να φτιάξεις ίσες στήλες με τα ξύλα για να χωρέσουν στην αποθήκη γ. Στο σόπατο τση κεφαλής μ εδάκασε μιαν ψείρα κι ήφηκα τα παιδιά αρφανά και τη γυναίκα χήρα (Λιουδάκη, Μαντινάδες) Στο επίπεδο μέρος του κεφαλιού Η σημασία του ίσου ή του επίπεδου ουσιαστικά είναι η βασική, η πρωτοτυπική, όπως θα φανεί στη συνέχεια, σημασία του προθήματος σ(ι)ο-. Επίσης, είναι η μόνη σημασία την οποία συγχρονικά δε «μοιράζεται» με το πρόθημα συν-. β) ομοιότητα, όπου αποδίδει στη βάση μια ιδιότητα η οποία είναι όμοια με την ιδιότητα ενός άλλου μέλους (προσώπου). (4) α. σιότσαιρος αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον <τον ίδιο «καιρό»> β. σόχρονος αυτός που έχει την ίδια ηλικία, τους ίδιους «χρόνους» με κάποιον γ. σογκέφαλοι αυτοί που έχουν το ίδιο ύψος, «ίσα κεφάλια» Παραδείγματα χρήσης των λέξεων παρατίθενται στο (5) (5) α. Εμείς είμαστάνε σόgαιροι με τον αξάδερφό μου (Πάγκαλος, 1955) β. Είμαστάνε σόχρονες με τη φίλη μου γ. Φίλοι αγαπημένοι είναι και οι τρεις και ένα κόψιμο. Μήδε πόντο πάνω ο γεις απού τον άλλο. Σογκέφαλοι ως λένε (Γαρεφαλάκης, 2002) γ) επίταση, την ποσοτική δηλαδή ενίσχυση του σημασιολογικού περιεχομένου της βάσης με την οποία συνδυάζεται. (6) α. σιοκουτσαίνομαι κουτσαίνομαι εντελώς β. σιοσκοτεινιάζω σκοτεινιάζω τελείως γ. σόμψοφος εντελώς ψόφιος δ. σιοστρόγγυλος ολοστρόγγυλος ε. σοασπρίζω κάνω κάτι κάτασπρο 788
στ. σιοξαφρίζω αρπάζω τα πάντα από κάτι ή κάποιον ζ. σιοξεγιβεντίζω εξευτελίζω κάποιον σε υπερβολικό βαθμό Παραδείγματα χρήσης παρατίθενται στο (7) (7) α. Εσοάσπρισες εδά που ξεκουράστηκες από τσι δουλειές, και δε σε βλέπει ο ήλιος β. Ετσά που τα κάμανε εσογιβεντιστήκανε γ. Άμα ψηστούν οι πατάτες και το κρέας θα ν είναι σιοψημένο και να το κατεβάσεις δ. Σόγεμα τα χει τα σακιά με το τριφύλλι και δε μπορώ να τα δέσω (Γαρεφαλάκης 2002) ε. Κι αν θέλω σιοχαρίζω το στον ξένο (Ψυχουντάκη, Οδύσσεια Φ349) 3. Συγκριτική προσέγγιση του σιο-/ σο- με το πρόθημα συν- Οι σημασίες της ομοιότητας και της επίτασης δεν εκφράζονται μόνο από το σιο-/σο-, αλλά και από το πρόθημα συν-. Συγκεκριμένα το πρόθημα συν- απαντά στη διάλεκτο με τις σημασίες α) ομοιότητας-ισότητας (8α,β), β) της επίτασης (8γ,δ,ε) και γ) της συνοδείας (8στ,ζ,η). (8) α. συγκαιρίτης συνομίληκος β. συνανάθροφος εκείνος που ανατράφηκε μαζί ή κοντά με κάποιον άλλο γ. συζώντανος ολοζώντανος δ. συζηλώνω ζηλεύω έντονα ε. συσκότεινα εντελώς σκοτεινά στ. σύγκαρπα μαζί με τον καρπό ζ. συναποβγάνω ξεπροβοδίζω η. συφάμελος μαζί με την οικογένεια Συχνά ωστόσο απαντούν στη διάλεκτο δομές με το πρόθημα συν- οι οποίες είναι πλέον λεξικοποιημένες, καθώς δεν είναι διαφανής η σημασία (9α-γ) ή και η μορφολογία τους (9δ,ε). (9) α. συγκαρβουνιστήρι ειδικό ξύλο ή σίδερο για το ξεκαρβούνισμα των ξύλων της φωτιάς (> συγκαρβουνίζω τρίβω τα κούτσουρα της φωτιάς μεταξύ τους, αλλά *καρβουνιστήρι και *καρβουνίζω) β. συμπαίνω τοποθετώ τα ξύλα στη φωτιά ώστε να ανάβουν, συδαυλίζω γ. συγκλαδίζω τρώω κλαδάκια δέντρων (για ζώα) (*κλαδίζω) δ. συνατά μεταξύ ε. συνώμοι συνονόματοι 789
Η λεξικοποίηση είναι μία διαδικασία η οποία φαίνεται να επηρεάζει το πρόθημα συν-, ενώ δεν είναι ιδιαίτερα εκτεταμένη στο σιο-/ σο-. Αυτό αποτελεί μία σημαντική διαφορά ανάμεσα στα δύο στοιχεία. Το πρόθημα συν- είναι παραγωγικό στη διάλεκτο, αλλά ανήκει στην κλειστή ομάδα προθέσεων της Αρχαίας Ελληνικής (βλ. Ralli 2004) το υλικό των οποίων δύσκολα μεταβάλλεται. Από την άλλη πλευρά, το σιο-/σο- χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη αυτονομία (η οποία δικαιολογείται αφού είναι στοιχείο πρόσφατα αποσπασμένο από το λεξικό του χαρακτήρα), έχει λίγες περιπτώσεις λεξικοποίησης και είναι ιδιαίτερα παραγωγικό όταν δηλώνει επίταση. Μάλιστα, όπως παρατηρεί η Δημελά (2005), υπάρχουν δομές με το σιο-/ σο- οι οποίες είναι ιδιαίτερα οικείες στους φυσικούς ομιλητές και ωστόσο δεν έχουν ακόμη καταχωρηθεί ως λήμματα στα λεξικά της διαλέκτου. (10) α. σιομαδιώ μαδάω κάτι εξ ολοκλήρου β. σιοξαφρίζω ξαφρίζω εξ ολοκλήρου γ. σιορημάζω ρημάζω εντελώς Επιπρόσθετα, αν επιχειρήσει κανείς να αξιολογήσει με κριτήριο τις καταχωρήσεις λημμάτων στα λεξικά της διαλέκτου ποια σημασιολογική κατηγορία είναι περισσότερο παραγωγική σε κάθε ένα από τα δύο στοιχεία, θα παρατηρήσει πως οι περισσότερες δομές με το πρόθημα συν- εκφράζουν τη συνοδεία (με την ευρύτερη κυριολεκτική ή μεταφορική της έννοια) ή είναι λεξικοποιημένες, ενώ οι περισσότερες δομές με το σιο-/σο- εκφράζουν όχι την πρωτοτυπική του σημασία, δηλαδή τη σημασία του ίσου ή επίπεδου, αλλά τη σημασία της επίτασης. 4. Το πρόθημα σιο-/σο- υπό το πρίσμα της θεωρίας της γραμματικοποίησης Όπως ήδη έχει αναφερθεί, τα βασικά κριτήρια γραμματικοποίησης είναι η αποσημασιοποίηση, η επέκταση, η αποκατηγοριοποίηση και η διάβρωση. Ξεκινώντας από τη διάβρωση, η μείωση των αριθμών των συλλαβών από δύο (ισιο-) σε μία (σιο-/ σο-) παρατηρείται ήδη στα κείμενα της Κρητικής Λογοτεχνίας του 16 ου -17 ου αι.: (11) α. Τό στόλισμα τό σόθεμα, κι ὅ τι ἣσαν ἐκεί μέσα 8 (Ερωτόκριτος A1453) β. Τά κάνου κι ἀπομένουσι μέ τέχνη σοθεμένα (Χορτάτση, Πανώρια Α416) γ. κ οἱ δυό σομπροπατούσασι, στή ζυγαράν ἐσάζα (Ερωτόκριτος Α37) δ. Ἀκόμι στο σόχορων οπου ἥχα φραμένων και φητεμένων ἡς τόν ἀνοἡρημένων τόπων (42.7.1525.Ολοκ.77) 8 τό σύνθεμα στο χφ του Λονδίνου (1710) 790
ε. ἤγουν τό περιβόλ(ιν) με τό ἰσοχωρόπουλ(ον) εἶναι ἀντάμα καί γειτο νεύουν ούτως: ἀνατολικά με τό ξοχόραφον τοῦ Μαννουσ(ο) Μαλιώτη, δυτικᾶ με το ἰσόχορον (244.11-13.1538.Μαρ.191) Από τα παραδείγματα (11α) και (11β) συνάγουμε πως ο τύπος με τη μειωμένη μορφή απαντά ήδη σε προηγούμενες φάσεις της Κρητικής διαλέκτου. Στο εξετασθέν 9 υλικό της συγκεκριμένης περιόδου το ίσιος συναντάται πολύ σπάνια και μόνο με φωνολογική μείωση. Εξαιτίας της ύπαρξης λίγων παραδειγμάτων δεν μπορούμε να ισχυριστούμε πως κατά το 16 ο αιώνα το ίσιος στη σύνθεση είχε χάσει οριστικά το αρχικό του φωνήεν. Εξάλλου η αποβολή θα μπορούσε να δικαιολογηθεί και στα πλαίσια των μετρικών κανόνων που διέπουν τον ποιητικό λόγο. Αυτό όμως το οποίο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι ήδη από αυτήν την περίοδο παρατηρείται σύγχυση των ομιλητών λόγω της φωνολογικής ομοιότητας των συν-, εσω- και σιο-/ σο- (βλ. Χαραλαμπάκης 2001). Στο (11γ) η λέξη σομπροπατούσασι 10 (>σομπροπατώ περπατώ μαζί με κάποιον) αποδεικνύει πως το πρόθημα συν- συγχέεται με το σο-. Η λέξη αυτή ετυμολογικά παράγεται από το πρόθημα συν- και το ρήμα προπατώ ή περπατώ και με τον τρόπο αυτό δικαιολογείται και η ηχηροποίηση του άηχου κλειστού /p/ μέσω της αφομοίωσης. Το ρήμα συμπροπατώ ή συμπερπατώ απαντά στον Απόκοπο του Μπεργαδή (15 ος αι.). (12) Καί ἀντάμα νά γυρίζωμεν καί νά συμπερπατούμεν (Μπεργαδή Απόκοπος στιχ. 370) Ενδεικτικά της σύγχυσης είναι και τα παραδείγματα (11δ) και (11ε). Δύο διαφορετικοί Νοτάριοι θεωρούν πως η λέξη σόχωρον (>σώχωρο, το = μικρό χωράφι, κοντά στο χωριό. > ἐσωχώριον. Αντιθ. ξωχώραφο. Ξανθινάκης 2001) προέρχεται από το ίσιος και όχι από το εσω- μάλιστα ο νοτάριος Μαράς (11ε) δίνει και τον υπερδιορθωμένο τύπο ἰσόχορον, τον οποίο επαναλαμβάνει συστηματικά στα έγγραφά του, αν και στην ίδια γραμμή παρατίθεται και το αντίθετο της λέξης αυτής ξοχόραφον (<έξω). Ο υπερδιορθωμένος τύπος νομίζω πως σηματοδοτεί το γεγονός ότι για τους φυσικούς ομιλητές της περιόδου ο τύπος ισοσυνυπάρχει με τον τύπο σο- καθώς μπορούν να αναχθούν σ αυτόν ακόμα κι αν πρόκειται για ετυμολογικό σφάλμα. Από τα παραπάνω συνάγεται πως η ακεραιότητα (integrity, Lehmann 1995) του σιο-/σοείναι ήδη μειωμένη από τον 16 ο αι όσον αφορά τα φωνολογικά του χαρακτηριστικά. Η 9 Μπεργαδή Απόκοπος, Κορνάρου Ερωτόκριτος, Θυσία του Αβραάμ, Βοσκοπούλα (ανώνυμος), Ριμάδα του Ιμπερίου (ανώνυμος), Σαχλίκη Αφήγησις παράξενος, Φαλιέρου Ερωτικά Όνειρα, Φώσκολου Φορτουνάτος. Χορτάτση Ερωφίλη, Κατζούρμπος, Πανώρια Νοταριακά έγγραφα (Μαράς, Ολόκαλος). 10 Η λέξη απαντά μόνο μία φορά στον συγκεκριμένο στίχο και μόνο στο χφ του Λονδίνου (1710). Τα δύο μεταγενέστερα χειρόγραφα της Ενετίας (1713 και 1737) δίνουν μία άλλη εκδοχή του στίχου: Κι οἱ δυό τους ἤσαν φρόνιμοι στήν εὐγενείαν ἐμοιάζαν 791
σημασιολογική μετατόπιση παρατηρείται όμως στη συγχρονία, καθώς στη διαχρονία εντοπίσθηκαν μόνο περιπτώσεις όπου το σιο-/ σο- δηλώνει το ίσο-επίπεδο, και καμία που να δηλώνει την επίταση 11. Η επίταση εμφανίζεται συγχρονικά ως απόδειξη της τάσης του στοιχείου για σημασιολογική διεύρυνση (extension). Μάλιστα η νέα σημασία, όπως ήδη έχει αναφερθεί, είναι ιδιαίτερα παραγωγική και δεκτική στη δημιουργία νεολογισμών. Επιπρόσθετα, συνιστά τη σημασιολογική κατηγορία που το στοιχείο σιο-/σο- φαίνεται να θέτει τους λιγότερους επιλογικούς περιορισμούς (selectional restrictions) στη βάση με την οποία συνδυάζεται, καθώς μπορεί να συνδυαστεί σε πρωτογενές επίπεδο με ρήματα και επίθετα, και να κατασκευάσει σε δευτερογενές επίπεδο επιρρήματα και ρήματα. (13) α. σιοχαλώ καταστρέφω, χαλώ εξ ολοκληρου β. σόντρετος ολόισιος, εντελώς ευθύς γ. σόντρετα εντελώς ευθεία δ. σοασπρίζω ασπρίζω εντελώς Ενώ, η κατηγορία της ομοιότητας παράγει κυρίως δευτερογενείς επιθετικές δομές προερχόμενες από ονοματικές βάσεις (14α,β), ενώ έχει βρεθεί στο corpus μόνο μία πρωτογενής επιθετική (14γ), (14) α. σόχρονος συνομίληκος [[[σο- [χρον-] Ο ] επιθ ]-ος] β. σογκέφαλος ισοϋψής [[[σο-[κεφαλ-] Ο ] επιθ ]-ος] γ. σόμακρος ισομηκής και η κατηγορία του ίσου - επίπεδου πρωτογενώς μόνο ρηματικές (15α) και δευτερογενώς ονοματικές (15β), επιθετικές (15γ) και ρηματικές (15δ), ενώ έχει βρεθεί μόνο μία πρωτογενής ονοματική (15ε) (15) α. σοπατώ κάνω το έδαφος επίπεδο β. σόπατο επίπεδο έδαφος [[[σο-[πατ-] Ρ ]] Ο ]-ο] 11 Στη διαχρονία δεν απαντά και η σημασία της ομοιότητας. Είναι ωστόσο πιθανό η σημασία της ομοιότητας εμφανίζεται στην ύστερη μεσαιωνική περίοδο. Τα στοιχεία που συνηγορούν υπέρ αυτής της άποψης είναι οι ερμηνείες που μπορεί να δώσει κανείς στο λήμμα σοθετώ ή σοθετά το οποίο χρησιμοποιείται ευρέως στα κείμενα της περιόδου. Σοθετά ανάλογα με τα συμφραζόμενα μπορεί να σημαίνει ίσια / καλά τοποθετημένα (Μόδους νά βρίσκωμε ὄμορφους καί πονηριές μεγάλες, ὄμορφα λόγια σοθετά καί χίλιες τέχνες ἂλλες [Φορτ. Γ.253-4], (11α,β)) ή όμοια/ ίδια τοποθετημένα (11α,β). Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι στο μεσαιωνικό λεξικό του Κριαρά το λήμμα ισιο- είναι ενοποιημένο με το λήμμα ισο- με κοινές σημασίες και λειτουργίες (συμπεριλαμβανομένης της σημασίας της ομοιότητας). Ωστόσο, η απουσία ως στιγμής περισσότερων δεδομένων που να επικυρώνουν αυτήν την άποψη μας επιβάλλει τη θεώρηση του επιθέτου ίσιος ως λέξημα πηγή με πρωτοτυπική σημασία αυτή του ίσου-επίπεδου. 792
γ. σόσυρτος αυτό που σέρνεται-τραβιέται ομοιόμορφα [[σο-[συρ-] Ρ τ-] Επιθ -ος] δ. σομαλίζω εξομαλύνω [[[σο-[ομαλ-] Επιθ -ιζ] Ρ -ω] ε. σόστρατο επίπεδο μονοπάτι Από τα παραπάνω συνάγεται πως το στοιχείο σιο-/σο- έχει διευρύνει τον αριθμό και το είδος των βάσεων με τις οποίες συνδυάζεται και όταν δηλώνει την επίταση δε φαίνεται να θέτει ιδιαίτερους επιλογικούς περιορισμούς στο προσδιοριζόμενό του και ως εκ τούτου η επέκτασή του σε άλλες χρήσεις είναι ορατή. Επίσης, λόγω και της σημασιολογικής του διεύρυνσης έχει μειωθεί η ακεραιότητά του, δεν μπορεί να προβλεφθεί η σημασία του πριν από τη σύνθεσή του με τη βάση, και φαίνεται να έχει στενούς δεσμούς με τη βάση την οποία προσδιορίζει (παράγει πολλές δευτερογενείς δομές, επηρεάζει το φωνολογικό, σημασιολογικό και μορφολογικό πυρήνα της βάσης). Τα παραπάνω χαρακτηριστικά, σύμφωνα με τη Ralli (2004) αποδεικνύουν τον προθηματικό χαρακτήρα του σιο-/ σο-. Δε θα ήταν παράτολμο λοιπόν να ισχυριστεί κανείς πως το στοιχείο σιο-/σο- έχει πλέον αποκατηγοριοποιηθεί (decategorialization), έχει χάσει το λεξικό του χαρακτήρα και έχει αποκτήσει ιδιότητες προθήματος. Η απάντηση στο ερώτημα τι ήταν αυτό που κινητοποίησε τη γραμματική μεταβολή του σιο-/σο- από λέξημα σε πρόθημα νομίζω πως προκύπτει από την ομοιότητά του με το πρόθημα συν-. Το πρόθημα συν- και το σιο-/σο- είχαν κοινή τη σημασία της ομοιότητας. Η τάση λεξικοποίησης που εμφανίζει το πρόθημα συν- σε συνδυασμό με τη μορφολογική δημιουργικότητα 12 (morphological creativity (Schultink 1961, Lieber 1992, Baeskow 2004) του σιο-/σο-, τη δυναμική του δηλαδή να δημιουργεί νέες δομές με νέα σημασία, θα μπορούσαν να είναι οι κινητήριες δυνάμεις για τη δημιουργία ενός νέου προθήματος κατ αναλογία με το πρόθημα συν-. Το επιχείρημα της αναλογίας φαίνεται να ενισχύεται από το γεγονός ότι στο corpus του σιο-/σο- υπάρχουν δομές στις οποίες παρατηρείται φωνολογική αλλοίωση της βάσης και συγκεκριμένα ηχηροποίηση του αρχικού άηχου, κλειστού συμφώνου οι οποίες φωνολογικά θα δικαιολογούνταν μόνο με την ύπαρξη ρινικού φωνήματος στο εν λόγω περιβάλλον. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα στο (16): (16) α. σογκαιρίτης συνομίληκος και συγκαιρίτης β. σογκέφαλος ισοϋψής γ. σογκοπανίζω κατακοπανίζω 12 Σύμφωνα με τους παραπάνω η μορφολογική δημιουργικότητα είναι μία διαδικασία μιας συνειδητής κατασκευής μιας νέας λέξης. Η διαδικασία αυτή βρίσκεται στον αντίποδα της μορφολογικής παραγωγικότητας η οποία προϋποθέτει τη μη συνειδητή δημιουργία νέων δομών. Οι νέες λέξεις ηχούν παράξενα στα αυτιά των ομιλητών σαν κάτι διασκεδαστικό και αξιοπρόσεχτο (βλ. Lieber 1992:3). 793
δ. σομπαρασύρνω παρασύρω σε μεγάλο βαθμό, ασκώ έντονη αρνητική επιρροή και συμπαρασύρνω ε. σόμψοφος εντελώς ψόφιος αλλά, στ. σόπατο επίπεδο έδαφος ζ. σιοκουτσαίνομαι κατακουτσαίνομαι η. σοπαληώνω παλιώνω εντελώς θ. σότσαιρος συνομήλικος Στα (16α-δ) είναι ευδιάκριτη η τάση ηχηροποίησης η οποία δεν μπορεί να δικαιολογηθεί φωνολογικά. Ακόμα και αν υποστηρίξει κανείς πως στις δομές αυτές το σιο-/σο- δεν προέρχεται από το ίσιος, αλλά κατευθείαν από το συν-, δεν υπάρχει κάποιος φωνολογικός κανόνας σε κάποια περίοδο της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας και των διαλέκτων της που να δικαιολογεί την τροπή του -υ- σε /ο/ ή σε κάποιον ενδιάμεσο φθόγγο ο οποίος μετεξελίχθηκε σε /ο/. Ο ισχυρισμός ότι δεν πρόκειται για κάποιον φωνολογικό κανόνα που λαμβάνει χώρα ενισχύεται και από το γεγονός ότι η ηχηροποίηση δεν είναι συστηματική. Το πρόθημα σιο- /σο- δεν ηχηροποιεί το αρχικό κλειστό σύμφωνο της βάσης όταν δηλώνεται το επίπεδο (16στ) (τη μόνη σημασιολογική κατηγορία την οποία δεν έχει κοινή με το πρόθημα συν-). Η ηχηροποίηση δεν είναι συστηματική ακόμα και στις κοινές σημασιολογικές κατηγορίες με το συν- καθώς απαντούν και τύποι που δεν εμφανίζουν ηχηροποίηση (16ζ-θ). 5. Το σιο-/σο- σε άλλες διαλέκτους Το ισιο- ως πρώτο συνθετικό λέξεων εμφανίζεται και σε άλλες ντοπιολαλιές πέραν της Κρήτης. Στα Δελτία του ΚΕΝΔΙ εντοπίστηκαν τύποι από την Κύπρο, τη Θήρα, τη Στερεά Ελλάδα, τη Νάξο, τη Σάμο, τη Θράκη, τα Κύθηρα και την Κάρυστο. (17) α. σοβαριάζω υπολογίζω (Κύπρος) β. σιόβατον επίπεδο έδαφος (Κύπρος) γ. σωβολιά ευχαρίστηση (Θήρα) δ. σιβουλιάζω /ισωβολιάζω/ (Στερεά) ε. σόβολο (Νάξος) στ. ισοgαρδιωμός μεγάλη στεναχώρια/ απογοήτευση (Νάξος) ζ. σοδιάβατος ευκολοδιάβατος, επίπεδος (δρόμος) (Νάξος) η. σόγιμους εντελώς γεμάτος (Σάμος) θ. σιογκουρίζω κόβω το ξύλο και το κάνω ίσο, το ευθυγραμμίζω (Θράκη) ι. σοφελιάζω εφαρμόζω (Κύθηρα) 794
ια. ισοκεφαλιάζω κόβω σε ίσα μέρη (Κάρυστος) Επίσης από λεξικά των αντίστοιχων διαλέκτων αποδελτιώθηκαν οι τύποι: (18) α. σιόβαρον (Κύπρος) β. σιόκουρος (Κύπρος) γ. σιομαλίζω εξομαλύνω (Κύπρος) δ. σιόχειλον ξέχειλο (Κύπρος) ε. σόκουρο (Ιθάκη) στ. σόμποσα ισόποσα (Ιθάκη) ζ. σιόπλευρο ισόπλευρο (Ρόδος) η. σιοδρομίζω κάνω επίπεδο τον δρόμο ή μπαίνω στον ίσιο δρόμο (Κάρπαθος) Από τα παραδείγματα των (17) και (18) συνάγονται τα εξής συμπεράσματα: α) το αρχικό /ι/ κατά κανόνα αποβάλλεται στα περισσότερα ιδιώματα. Εξάλλου, όπως παρατηρούν οι Ralli & Dimela (2007) πρόκειται για φωνολογική διαδικασία που απαντά συχνά σε σύνθετους και παραγωγικούς σχηματισμούς της διαλεκτικής ποικιλίας της Νέας Ελληνικής. β) Η σημασία που επικρατεί είναι αυτή του ίσου ή επίπεδου. Εξαιρέσεις αποτελούν το (17γ) του οποίου η σημασία δεν προβλέπεται και ως εκ τούτου θεωρείται λεξικοποιημένο, και τα (17στ) και (17η) στα οποία τα σο- δηλώνει την επίταση. Το παράδειγμα (17στ) δικαιολογείται πλήρως καθώς το ιδίωμα της Νάξου είναι συγγενές προς αυτό της Κρήτης, γεγονός που δικαιολογεί και την ηχηροποίηση του αρκτικού κλειστού άηχου συμφώνου της βάσης. Το ίδιο συμπέρασμα συνάγεται και από τα παραδείγματα στο (18). γ) Η ηχηροποίηση δεν είναι υποχρεωτική, η σημασία της επίτασης απαντά σε ιδιώματα συγγενικά με αυτό της Κρήτης (18γ,δ Κύπρος) και η αποβολή του αρχικού φωνήματος φαίνεται να έχει καθολική ισχύ σε όλα τα ιδιώματα (π.β. Ralli & Dimela 2007). 6. Συμπεράσματα Από την εξέταση του σιο-/σο- ως πρώτου συνθετικού λέξεων στην Κρητική Διάλεκτο προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα: α) το στοιχείο συγχρονικά έχει διευρύνει τη σημασία του και έχει αλλοιωθεί φωνολογικά. Οι δύο αυτές μεταβολές αποτέλεσαν τους κρίσιμους παράγοντες που κινητοποίησαν την αλλαγή γραμματικής κατηγορίας και τη μετάβαση από το στάδιο της σύνθεσης στο στάδιο της προθηματοποίησης. β) Η ομοιότητα του σιο-/σο- με το πρόθημα συν- και το λέξημα σω- ευνόησαν τη σύγχυση των φυσικών ομιλητών, σύγχυση η οποία αφενός μεν αποδεικνύει πως η λεξική λειτουργία του σιο-/σο- δεν είναι πλέον απόλυτα διαφανής, αφετέρου καταδεικνύει το λόγο για τον οποίο το εν λόγω στοιχείο εμφανίζει μία νέα δυναμική. γ) Η δυναμική του σιο-/σο-, η ικανότητά του να παράγει νέες δομές, σε 795
αντίθεση με το πρόθημα συν- το οποίο απαντά ολοένα και συχνότερα σε λεξικοποιημένες δομές καθιστά έκδηλη την απώλεια των λεξικών του χαρακτηριστικών και την πρόσληψη λειτουργικών, περισσότερων γραμματικών χαρακτηριστικών, όπως είναι αυτά του προθήματος. Βιβλιογραφία Αλεξίου, Στ., (1965). Μπεργαδή. Απόκοπος: Κριτική έκδοση. Ηράκλειο. Bauer, L., (2005). The borderline between derivation and Compounding. In W. Dressler et al. (eds.), Morphology and its Demarcations. Amsterdam/Philadelphia: John Benjamins Publishing Company, 97-108. Baeskow, H., (2004). Lexical Properties of Selected Non-native Morphemes in English. Tübingen: Gunter Narr Verlag. Booij, G., (2005). Compounding and Derivation: Evidence for Construction Morphology. In W. Dressler et al. (eds.), Morphology and its Demarcations. Amsterdam/Philadelphia. John Benjamins Publishing Company, 109-132. Γαρεφαλάκης, Ν.Θ., (2002). Λεξικό Ιδιωματισμών Κρητικής Διαλέκτου (Περιοχή Σητείας). Σητεία, Κρήτη: Εκδόσεις Δήμου Σητείας. Δημελά, E., (2005). Η προθηματοποίηση στην Κρητική Διάλεκτο: η περίπτωση των συν-, σιο-, εσω-. Αδημοσίευτη Μεταπτυχιακή Εργασία. Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Fischer, O., M. Norde & H. Perridon, (2004). Up and down the Cline The nature of grammaticalization. Amsterdam / Philadelphia: John Benjamins Publishing Company. Heine, B. & T. Kuteva, (2002). World Lexicon of Grammaticalization. Cambridge: Cambridge University Press. Heine, B. & T. Kuteva, (2005). Language Contact and Grammatical Change. Cambridge: Cambridge University Press. Hopper, P.J. & E. Traugott Closs, (1993). Grammaticalization. Cambridge: Cambridge University Press. Hopper, P.J., (1991). On some Principles of Grammaticalization. In E. Traugott Closs & B. Heine (eds.), Approaches to grammaticalization. Amsterdam / Philadelphia: John Benjamins Publishing Company, 17-35. Ιδομενεύς, Μ.Ι., (2006). Κρητικό Γλωσσάρι. Ηράκλειο: Βικελαία Βιβλιοθήκη. Jacobini, C., (2004). Prefissazione. In M. Grossman & F. Rainer, La formazione delle parole in italiano. Tübingen: Max Niemeyer Verlag, 97-161. Κέντρο Νεοελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων (Πρώην Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών).(δελτία). Kiparsky, P., (1982). Lexical Morphology and phonology. In I.S. Yang (ed.), Linguistics in the Morning Calm. Seoul: Hanshin, 3 91. Klausenburger, J., (2000). Grammaticalization: Studies in Latin and Romance Morphosyntax. Amsterdam / Philadelphia: John Benjamins Publishing Company. Κοντοσόπουλος, Ν.Γ., (1969). Γλωσσογεωγραφικαί διερευνήσεις εις την Κρητικήν Διάλεκτον. Διδ. Διατριβή. Αθήνα: Εκδ. Παπούλια. Κοντοσόπουλος, Ν.Γ., (1997). Θέματα Κρητικής Διαλεκτολογίας. Αθήνα: Βιβλιοεκδοτική Αναστασάκη. Κριαράς, Ε., (1975). Χορτάτση Γ. Πανώρια: Εισαγωγή, σχόλια και λεξιλόγιο. Θεσσαλονίκη: Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, 2. Κριαράς, Ε., (2001). Επιτομή του λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας. Ι.Ν.Καζαζής & Τ.Α. Καραναστάσης (επιμ.). τ. 1. Lehmann, C., (1995). Thoughts on Grammaticalization. München Newcastle: Lincom Studies in Theoretical Linguistics 01 [revised edition/ firt edition in ACUP. (1982)]. Lichtenberk, F., (1991). On the gradualness of Grammaticalization. In E. Traugott Closs & B. Heine (eds.), Approaches to grammaticalization. Amsterdam / Philadelphia: John Benjamins Publishing Company, 37-80. Lieber, R., (1992). Deconstructing Morphology. Chicago: The University of Chicago Press. Λιουδάκη, Μ., (1971). Μαντινάδες. Αθήνα: Γνώσεις [1η έκδοση 1936]. τ.α. Μαυρομάτης, Γ.Κ., (1994). Ιωάννης Ολόκαλος. Νοτάριος Ιεράπετρας. Κατάστιχο (1496-1543). Βενετία: Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας & Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου [Ελληνολατινική Ανατολή 1]. 796
Μαυρομάτης, Γ.Κ., (2006). Μαράς Μ. Νοτάριος Χάνδακα. Κατάστιχο 148. Τόμος Β (2/3-31/8 1538). Ηράκλειο: Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη [Βενετικές πηγές της Κρητικής Ιστορίας 7]. Μιχαηλιδής Νουάρος, Γ.Μ., (1972). Λεξικόν της Καρπαθιακής Διαλέκτου. Αθήνα: Καρπαθιακά Μνημεία. Μπαμπινιώτης, Γ., (1969). Ο δια συνθέσεως υποκορισμός εις την Ελληνικήν. Διατριβή επί Διδακτορία. Αθήνα. Newton, B., (1972). The generative Interpretation of a Dialect. A study of Modern Greek Phonology. Cambridge: Cambridge University Press. Ξανθινάκης, Α.Β., (1996). Το γλωσσικό ιδίωμα της Δ. Κρήτης: Λεξιλόγιο με ερμηνευτικά και ετυμολογικά σχόλια. Χανιά: Δημοτική Πολιτιστική Επιχείρηση Χανίων. Ξανθινάκης, Α.Β., (2001). Λεξικό Ερμηνευτικό και Ετυμολογικού του Δυτικοκρητικού Γλωσσικού Ιδιώματος: συνώνυμα αντίθετα, επεξηγηματικά παραδείγματα ιδιωματικού λόγου. Επιμ. Χ. Χαραλαμπάκης. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης [1η έκδοση 2000]. Ξανθουδίδης, Στ.Α., (1915). Κορνάρου Β. Ερωτόκριτος. Έκδοσις κριτική γενομένη επί τη βάσει των πρώτων πηγών μετ εισαγωγής, σημειώσεων και γλωσσαρίου. Ηράκλειο: Στ. Μ. Αλεξίου. Πάγκαλος, Γ.Ε., (2000). Περί του γλωσσικού ιδιώματος της Κρήτης. Αθήνα: Κέντρο Συντάξεως του Ιστορικού Λεξικού. τ.τ. 1-6 [1η έκδοση 1955]. Παπαχριστοδούλου, Χ., (1986). Λεξικό των Ροδίτικων Ιδιωμάτων. Αθήνα: Στέγη Γραμμάτων και τεχνών Δωδεκανήσου. Πιτυκάκης, Μ., (1971). Το γλωσσικό ιδίωμα της Ανατολικής Κρήτης. Νεάπολη Κρήτης, Έκδοση Πολιτιστικής και Λαογραφικής εταιρείας. Πλατάκης, Ε., (1979). Τα από σο- (ή σω-) αρχόμενα σύνθετα ρήματα και ονόματα του Κρητικού Γλωσσικού Ιδιώματος. Κρητολογία 9, 43-52. Ralli, A., (1988). Eléments de la Morphologie du Grec Moderne. Ph.D. Diss, University of Montreal. Ralli, A., (2004). Stem based versus Word based Morphological Configurations: The Case of Modern Greek Preverbs. Lingue e Linguaggio 2, 269-302. Ράλλη, Α., (2005). Μορφολογία. Αθήνα: Πατάκης. Ralli, A. & E. Dimela, (2007). On the borderline between Derivation and Compounding: the sa_adverbs in the Dialectal Varieties of Lesbos, Kydonies (Aivali) and Moschonisia. Paper presented at the 3rd International Conference on Modern Greek Dialects and Linguistic Theory (14-16 June 2007). University of Cyprus. Romaine, S., (1999). The Grammaticalization of the proximative Tok Pisin. Language 75(2), 322-346. Schultink, H., (1961). Produktiviteit als Morfologisch Fenomeen. Forum der Letteren 2, 110-125. Τριανταφυλλίδης, Μ., (1993). Νεοελληνική Γραμματική της δημοτικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ιδρ. Μανόλη Τριανταφυλλίδη) [πρώτη έκδοση 1941]. Τσιντίλη- Βλησμά, Ρ., (1997). Απ την παλιά κασέλλα: ιδιωματικό λεξικό της Ιθάκης. Ιθάκη: Φήμιος. τ. Γ. Φαρμακίδου, Ξ.Π., (1983). Γλωσσάριον Κυπριακής Διαλέκτου. Δημοσιεύματα Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών ΙΧ. Μέρος Β. Λευκωσία: Θ.Δ. Κύπρης. Χαραλαμπάκης, Χ., (2001). Προλεγόμενα σε ένα ετυμολογικό λεξικό της Κρητικής Διαλέκτου. Κρητολογικά Μελετήματα: γλώσσα, λογοτεχνία, πολιτισμός. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 97-109. [πρώτη έκδοση 2000]. Χατζιδάκις, Γ.Ν., (1930). Ακαδημεικά αναγνώσματα. Β. Αθήνα: Βασ. Γ. Βασιλείου. Ψυχουντάκης, Γ., (1979). Ομήρου Οδύσσεια: Μετάφρασις. Αθήνα. 797