30 Ιουλίου 2019 Κατάχρηση ουσιών. Θεωρίες αιτιολόγησης και συνέπειες Θρησκεία / Κοινωνικά θέματα Νικόλας Λιαμής, Εκπαιδευτικός-Τελειόφοιτος Ψυχολογίας Στο δοκίμιο αυτό θα ασχοληθούμε με τη χρήση ουσιών και τις ψυχικές διαταραχές που συνδέονται με αυτές. Συγκεκριμένα, θα αναζητήσουμε αιτία πίσω απ υπερβολική χρήση, εξετάζοντας και συγκρίνοντας τρία διαφορετικάμοντέλα: της ψυχαναλυτικής θεώρησης, της συμπεριφοριστικής θεώρησης και της θεωρίας της επικοινωνίας. Η έννοια της χρήσης μιας ουσίας συνδέεται με αξιοποίηση των ιδιοτήτων αυτής, για καλύτερη σωματική και ψυχική υγεία ατόμου. Όταν η χρήση παρουσιάζει απόκλιση από τα αποδεκτά ή ιατρικά πρότυπα ο οργανισμός κάνει κατάχρηση της ουσίας.έχει αρνητική έννοια σαν λέξη καθώς η ουσία έρχεται σε αντίθεση με το σκοπό της κατασκευής της τόσο σε ποιοτικό όσο και σε ποσοτικό επίπεδο. Σε πιο προχωρημένο στάδιο η ουσία μπορεί να γίνει εθιστική για τον οργανισμό. Η χρήση της πλέον φαντάζει σαν μία υποχρέωση για το άτομο, το οποίο παρουσιάζει αδυναμία ελέγχου στη σχετική συμπεριφορά. Αναζητά όλο και
μεγαλύτερη ποσότητα και συχνότητα δόσης, παρουσιάζοντας έτσι διαταραχή σ προσωπικότητα και στη σχέση με το περιβάλλον. Οδηγείται έτσι σ εξάρτηση, στάδιο στο οποίο η ουσία καθορίζει πλέον το σύνολο των ενεργειών και των συμπεριφορών οργανισμού (Παπαγεωργίου, 2009; Kolb & Whishaw, 2011;Sadock&Sadock, 2015). Η εξάρτηση συνοδεύεται από σωματικές και ψυχικές ενοχλήσεις κατά τα διαστήματα στέρησης της ουσίας, οι οποίες συμβάλουν σ αδυναμία παραίτησης από τελευταία, κάνοντας έτσι το άτομο δυσλειργικό σ προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική ζωή. Αξίζει να αναφέρουμε μάλιστα ότι το 60 με 75% των εξαρτημένων εμφανίζουν ψυχιατρικές παθήσεις, όπως διαταραχές της διάθεσης, ψυχωτικές και αγχώδεις διαταραχές, αναλόγως της ουσίας που καταναλώνεται. Τα συμπτώματα των διαταραχών αυτών αφορούν μεταβολές γνωσιακού επιπέδου, διάθεσης και συμπεριφοράς (Sadock&Sadock, 2015;Παπαγεωργίου, 2009). Σε μια προσπάθεια ερμηνείας των αιτιών,η ψυχαναλυτική θεωρία αντιμετωπίζει τον ανθρώπινο οργανισμό ως ένα ενεργειακό σύστημα. Σύμφωνα με τον S.Freud, τον κύριο εκπρόσωπο της ψυχανάλυσης, ο ανθρώπινος οργανισμός προσπαθεί να επέλθει σε μία κατάσταση ηρεμίας μέσα από ηδονή, ικανοποίηση δηλαδή των ενστικτωδών ενορμήσεων, που στοχεύει σ μείωση της έντασης και απελευθέρωση της ενέργειας(cervone & Pervin, 2013). Έτσι λοιπόν και η εξάρτηση από ουσίες αποδίδεται, βάσει της θεωρίας αυτής, σε ενορμήσεις
σχετικές με τη βρεφική ηλικία χρήστη. Σημαντικό ποσοστό τέτοιου είδους καταχρήσεων μπορούν να ερμηνευτούν βάσει στοματικού σταδίου, σύμφωνα με το οποίο το βρέφος αντλεί ικανοποίηση από το θηλασμό, το δάγκωμα και κατάποση, ευχαριστήσεις οι οποίες ίσως αναζητηθούν σε μεγαλύτερη ηλικία μέσω στοματικών συνηθειών, ειδικά αν έχουν μείνει ανικανοποίητες από παλαιότερα (Χριστοπούλου, 2008;Brennan, 2009). Η ελλειμματική ή τραυματική σχέση μητέρας βρέφους παίζει επίσης σημαντικό ρόλο στη θεωρία αυτή. Αναλυτικότερα, εάν η μητέρα δεν παρείχε απαιτούμενη φροντίδα στο παιδί, προσφέροντάς ανακούφιση από εσωτερική ένταση και παρέχοντάς απαραίτητη διέγερση, θα δημιουργήσει ένα εσωτερικό έλλειμα στον οργανισμό. Το άτομο έτσι θα μεγαλώσει κυριευμένο από ένα διάχυτο άγχος το οποίο θα κληθεί να καταπολεμήσει. Σχετικά μ αυτό ο Freud τόνισε ότι αναζητάμε τη μεγαλύτερη δυνατή ευχαρίστηση με το μικρότερο δυνατό πόνο. Έτσι τα άτομα, ειδικότερα δε αυτά με ανεπαρκή αυτό-ηρεμιστική ικανότητα, καταφεύγουν στις ουσίες για να μειώσουν το οδυνηρό άγχους που κουβαλούναπό παιδιά και να επιτύχουν μια κατάσταση εσωτερικής ομοιόστασης (Cervone&Pervin, 2013; Χριστοπούλου, 2008;Brennan, 2009). Ο χρήστης έτσι αναπτύσσει μια ναρκισσιστική στάση καθώς ικανοποιεί τις ανάγκες χωρίς παρουσία άλλων ατόμων, εξωτερικεύοντας ανάγκη για παντοδυναμία μέσα από ουσία, ως εξιδανικευμένο πλέον αντικείμενο.τροφοδοτεί έτσι το Εκείνο με ηδονή και παράλληλα εκδικείται ς
ανεπαρκείς γονείς που καθρεπτίζονται στο Υπερεγώ (Χριστοπούλου, 2008;Brennan, 2009). Την ψυχαναλυτική προσέγγιση σχετικά με το θέμα των ουσιών ενισχύει το κλινικό παράδειγμα Δημήτρη (50 ετών), ο οποίος αντιμετώπιζε πρόβλημα αλκοολισμού. Ύστερα από μακροχρόνια θεραπεία σε Συμβουλευτικό Σταθμό φάνηκε η ανάγκη για μεγαλύτερη αποδοχή από τη μητέρα και η έντονη ζήλια προς τον αδερφό για αδυναμία που έδειχναν. Τα ελλείματα παρελθόντος, η πίκρα και ο θυμός που είχαν δημιουργηθεί καλυπτόνσαν και εκτονωνόνσαν με τη χρήση (Ποταμιάνος&Αναγνωστόπουλος, 2011). Από άλλη μεριά, η συμπεριφοριστική προσέγγιση δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη μάθηση, ως μία σχετικά μόνιμη αλλαγή στη συμπεριφορά ατόμου που προκύπτει από τα εξωτερικά ερεθίσματα περιβάλλοντος. Ο οργανισμός ανταποκρίνεται στο ερέθισμα που δέχεται, προσαρμόζοντας τις ενέργειές στο εξωτερικό περιβάλλον. Μ αυτό τον τρόπο οδηγείται σ μάθηση και κατ επέκταση σ επιβίωση (Ράπτης & Ράπτη, 2013). Αναλυτικότερα, εξετάζοντας άποψη Skinnerγια τη συντελεστική συμπεριφορά, η μάθηση προκύπτει όταν η συμπεριφορά τεθεί υπό τον έλεγχο της ενίσχυσης από το περιβάλλον (Brennan, 2009). Η ενίσχυση μπορεί να επέλθει είτε με εισαγωγή ενός ευχάρισ ερεθίσματος (θετική), είτε με απομάκρυνση ενός δυσάρεσ ερεθίσματος (αρνητική). Εξετάζοντας το θέμα μας με βάση τη θεωρία αυτή, παρατηρούμε ότι η βελτίωση της ψυχικής κατάστασης ως θετική ενίσχυση και η μείωση των οδυνηρών συναισθημάτων ως αρνητική ενίσχυση οδηγούν το άτομο σ παρατεταμένη χρήση ουσιών. Μάλιστα, όσο παρατείνεται η χρήση τόσο μεγιστοποιείται και η επιθυμία για μεγαλύτερη και συχνότερη δόση, καθώς η ενίσχυση της ικανοποίησης από αρχική δόση χάνεται λόγω της ανοχής οργανισμού σ αυτή (Χριστοπούλου, 2008;Kolb&Whishaw, 2011; Βοσνιάδου, 2001). [page_end] Ο Ivan Pavlov από άλλη διατύπωσε τη θεωρία της κλασσικής εξαρτημένης μάθησης, κατά οποία ένα ουδέτερο ερέθισμα μπορεί να προκαλέσει ίδια αντίδραση που προκαλεί ένα ανεξάρτητο ερέθισμα (πρωτεύουσα ανταμοιβή) εάν συνταιριαχτεί αλλεπάλληλα με αυτό (Brennan, 2009). Έτσι και με τις ουσίες, ερεθίσματα περιβάλλοντος που σχετίζονται με τη χρήση προκαλούν ανάλογες αντιδράσεις στο άτομο. Η απλή θέαση προσώπων ή εργαλείων που σχετίζονται με τη χρήση μπορεί να οδηγήσουν σ υποχώρηση συμπτωμάτων στέρησης ή να αποτελέσουν το έναυσμα για επιθυμία χρήσης (Χριστοπούλου, 2008;
Kolb&Whishaw, 2011; Βοσνιάδου, 2001). Σχετική έρευνα για το κάπνισμα επιβεβαιώνει τοποθέτηση αυτή, καθώς χρήστες που εκτέθηκαν σε (εικονικό) περιβάλλον με ερεθίσματα που σχετίζονταν με το κάπνισμα, παρουσίασαν μεγαλύτερη επιθυμία να καπνίσουν απ αυτούς που δεν ήρθαν σε επαφή με τέτοιου είδους ερεθίσματα (Baumann&Sayette, 2006). Τέλος αξίζει να εξετάσουμε χρήση ουσιών και από τη σκοπιά της θεωρίας της επικοινωνίας. Η επικοινωνία αποτελεί μια διαδικασία μετάδοσης και αποκωδικοποίησης πληροφοριών μεταξύ πομπού και δέκτη. Η μετάδοση δεν είναι μονόπλευρη, παρά εμπεριέχει πάντα αλληλεπίδραση μεταξύ των δυο πλευρών. Το μήνυμα δε, έχει τη δύναμη της επίδρασης σ συμπεριφορά αυτού που το λαμβάνει (Watzlawick, 1986; Σακαλάκη, 1994). Το άτομο έτσι λειργεί ως πομπός αλλά και δέκτης μηνυμάτων, ενώ αντιδρά σ αυτά κατευθυνόμενο τόσο από τα ατομικά χαρακτηριστικά (π.χ. κληρονομικότητα), όσο και από το περιβάλλον (π.χ. οικογένεια, φίλοι, Μ.Μ.Ε)(Παπαγεωργίου, 2009). Καταλαβαίνουμε επομένως ότι η χρήση ουσιών, με βάση τη θεωρία αυτή, έγκειται στη δυναμική σχέση των ατομικών χαρακτηριστικών χρήστη, περιβάλλοντος και της ουσίας που προσλαμβάνει. Αναλυτικότερα η κοινωνία δίνει θετικά και αρνητικά ερεθίσματα στο άτομο σχετικά με τις ουσίες, τα οποία το ίδιο επεξεργάζεται και αντιδρά σε αυτά, αντίδραση η οποία εκλαμβάνεται ως ερέθισμα απ κοινωνία αντίστοιχα. Φαίνεται μάλιστα οι ουσίες να παίρνουν, ως μήνυμα, τη μορφή της συνταγής της επιτυχίας, της εύκολης λύσης στα προβλήματα και υψηλού κοινωνικούstatus από κοινωνία,
προωθούμενεςκατ αυτό τον τρόπο από τις ταινίες, τα τραγούδια, τις διαφημίσεις και τα κοινωνικά πρότυπα. Βάσει αυτού εξηγείται η ροπή τού ατόμου προς τις ουσίες, καθώς τις αντιμετωπίζει σαν πανάκεια στα προβλήματα ή σαν μέσο κοινωνικής επίδειξης (Παπαγεωργίου, 2009). Σε έρευνα στις Ηνωμένες Πολιτείες, που ενισχύει τη παραπάνω θεωρία, φάνηκε ότι οι ταινίες που προβάλλουν το κάπνισμα έχουν μεγάλη επίδραση σς εφήβους (1014 ετών) τόσο σ αύξηση της επιθυμία όσο και σ έναρξη καπνίσματος (Willsetal., 2008). Σε άλλη μελέτη και πάλι για εφήβους (16-20 ετών) φάνηκε ότι η εμφάνιση περιεχομένου σχετικά με το αλκοόλ σε σελίδες κοινωνικής δικτύωσης παρουσιάζουν αιτιακή σχέση με κατάχρηση της ουσίας αυτής (Geusens&Beullens, 2016). Καταλαβαίνουμε επομένως ότι στις τρεις θεωρητικές προσεγγίσεις που αναλύσαμε, η αιτιότητα σε σχέση με τις ουσίες αποδίδεται σε διαφορετικούς παράγοντες. Βάσει της ψυχοδυναμικής θεωρίας, αποδίδεται σε ελλείματα της παιδικής ηλικίας, τα οποία δημιούργησαν ενδο-ψυχικά προβλήματα που αναζητούν λύση μέσω της ουσίας. Η συμπεριφοριστική θεωρία απ άλλη, πιστή στο κίνημα Θετικισμού Αντικειμενισμού, αρκείται στη συμπεριφορά εκείνη που είναι μετρήσιμη και παρατηρήσιμη, αποδίδοντάς στις ιδιότητες της ουσίας αυτής καθ εαυτής και αντιμετωπίζοντάς τον χρήστη σαν λευκό χαρτί που απλώς αντιδρά στα ερεθίσματα περιβάλλοντος. Τέλος, η θεωρία της επικοινωνίας παρουσιάζει ως αίτιο αλληλεπίδραση των ατομικών χαρακτηριστικών χρήστη και των μηνυμάτων κοινωνικού περιγύρου σε σχέση με τις ουσίες και επίδρασή ς σ αυτόν (Brennan, 2009;Παπαγεωργίου, 2009; Ράπτης& Ράπτη, 2013).
Παρ ότι βέβαια δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως, οι τρεις αυτές θεωρίες κρύβουν σ ερμηνεία ς για τις ουσίες και κοινά στοιχεία. Συγκεκριμένα παρατηρούμε και στις τρεις προσεγγίσεις ότι το άτομο αναζητά αύξηση των ευχάριστων βιωμάτων και αποφυγή των δυσάρεστων. Σ ψυχοδυναμική θεωρία αυτό επιτυγχάνεται με αναζήτηση της ηδονής και μείωση άγχους. Στο συμπεριφορισμό το άτομο αναζητά τη θετική ενίσχυση και απομάκρυνση των αρνητικών παραγόντων και σ θεωρία επικοινωνίας ανάδειξη της αυτόεικόνας βάσει των κοινωνικών προτύπων και τη μείωση των προβλημάτων της καθημερινότητας. Ακόμα, και οι τρεις προσεγγίσεις φαίνεται να αντιμετωπίζουν ουσία σαν υποκατάστατο. Σ ψυχοδυναμική θεωρία το άτομο αντικαθιστά με ουσία το ανεκπλήρωτο συναίσθημα φροντίδας της παιδικής ηλικίας, ενώ στο συμπεριφορισμό, μέσω της συμβολοποίησης που προσφέρει η κλασσική εξαρτημένη μάθηση, η ουσία παίρνει τη μορφή της παρέας, της χαλάρωσης και της διασκέδασης. Τέλος στη θεωρία της επικοινωνίας, το άτομο αναζητά ένταξη σε ένα σύνολο που ποτέ δεν τον αποδέχτηκε όπως ήταν. Έτσι, μην μπορώντας να αναπτύξει τις απαραίτητες εσωτερικές δυνατότητες και τρόπους συμπεριφοράς, προσπαθεί να επικοινωνήσει με το περιβάλλον μέσω της χρήσης. Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι δεν χρειάζεται να μεταφράσουμε αιτία της χρήσης βάσει μιας και μόνης θεωρίας απ αυτές που αναλύσαμε. Αντίθετα, αν θεωρήσουμε ότι ένα άτομο οδηγείται στη χρήση λόγω πολλών παραγόντων, όπως
των ελλειμάτων παρελθόντος που ψάχνουν διέξοδο, της φύσει εθιστικής ουσίας και της ανάγκης αποδοχής και ενσωμάτωσης στο σύνολο, θα οδηγηθούμε σε ένα συνδυασμό των τριών θεωριών άρα και σε μια πιο σφαιρική ερμηνεία θέματος. Βιβλιογραφία Sadock, B. & Sadock, V. (2015). Εγχειρίδιο Κλινικής Ψυχιατρικής. Αθήνα: Λίτσας. Cervone, D. & Pervin, L. (2013). Θεωρίες Προσωπικότητας. Αθήνα: Gutenberg. Kolb, B. & Whishaw, I. (2011). Εγκέφαλος και Συμπεριφορά. Κύπρος: Πασχαλίδης. Ποταμιάνος, Γ. & Αναγνωστόπουλος, Φ. (2011). Κλινική ψυχολογία Σ Πράξη. Αθήνα: Παπαζήση. Ράπτης, Α. & Ράπτη, Α. (2013). Μάθηση και διδασκαλία σ εποχή της πληροφορίας. Αθήνα: Αριστοτέλης Ράπτης. Παπαγεωργίου, Ε. (2009). Ψυχιατρική. Αθήνα: Παπαγεωργίου Γ. Ευάγγελος. Βοσνιάδου, Σ. (2001). Εισαγωγή σ Ψυχολογία. Αθήνα: Gutenberg. Brennan, J. (2009). Ψυχολογία ιστορία και συστήματα. Αθήνα: Τόπος. Χριστοπούλου, Ά. (2008). Εισαγωγή σ ψυχοπαθολογία ενήλικα. Αθήνα: Τόπος. Watzlawick, P. (1986). Η γλώσσα της αλλαγής. Στοιχεία θεραπευτικής επικοινωνίας. Αθήνα: Κέδρος. Σακαλάκη, Μ. (1994). Ψυχολογία της επικοινωνίας. Αθήνα: Παπαζήση. Wills, T. A., Sargent, J. D., Stoolmiller, M., Gibbons, F. X., &Gerrard, M. (2008). Movie smoking exposure and smoking onset: A longitudinal study of mediation processes in a representative sample of U.S. adolescents. Psychology of Addictive Behaviors, 22(2), 269-277. Geusens, F., & Beullens, K. (2016). The Association Between Social Networking Sites and Alcohol Abuse Among Belgian Adolescents: The Role of Attitudes and Social Norms. Journal of Media Psychology: Theories, Methods, and Applications.Advance online publication. Baumann, S. B., & Sayette, M. A. (2006). Smoking cues in a virtual world provoke craving in cigarette smokers. Psychology of Addictive Behaviors, 20(4), 484-489. http://bit.ly/2yazpo5