ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΆ ΣΥΛΛΟΓΟ* ΡΑΓΝΑΆΆ ΠΑΓΚΑΛΟ* ΓΚΝΟΛΙΚΟΝ *ΥΓΠ>ΑΜΜΑ ΚΑΤΑ ΤΜΜΗΜΑΝ <ΚΛΙΛΟΜ<ΝΟΝ ΤΟΜΟΣ O'. ΑΚ 3 (ΙΟΥΛΙΟΣ-Σ ΠΤ Μ6ΝΟΣ Ì9W) ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΣ... Άντώνης Τραυλαντώνης (Σημείωμα) ΑΝΤΩΝΗ ΤΡΑΥΛΑΝΤΩΝΗ...Ό πολυέλεος τών Βουρβόνων (Διήγημα) ΙΩ. ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ...Ή ΐδέα τής πρόδου (Μελέτη) Α. ΖΟΥΜΠΟΥ...Τινά περί τής «Philosophia Leibnitio Wolfiana (Μελέτη) Φ. ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΔΟΥ. Ανέκδοτοι έπιστολαί πρός τόν Αριστ. Προβελέγγιον (Μελέτη) ΑΘΩ ΤΣΟΥΤΣΟΥ... Ό θεσμός τοϋ Συμβουλίου τής Επικράτειας είς τό Σύνταγμα τοϋ 1864 (Μελέτη) Γ. Θ. ΖΩΡΑ...Ό Κομμητάς καί τό Γυμνάσιον τοΰ Βουκουρεστίου (Μελέτη) Ν. ΣΠΑΘΑΡΗ, μετφ. ΧΡ. ΝΟΤΑΡΑ...Περιγραφή τής τών Σίνων, ήτοι Χιτάϊ, βασιλείας (Ταξιδιωτικά κείμενα) A. K. Ρ... Τό ρόδο τής Ιερουσαλήμ (Ποίημα) ΑΡ. ΣΤΕΡΓΕΛΗ...Τό δημοτικό τραγούδι είς τό ίπποτικόν μυθιστόρημα Φλώριος καί Πλάτζια Φλώρα (Μελέτη) ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΣ...Μία είκοσιπενταετία: Ρώμος Φιλύρας (Σημείωμα) ΡΩΜΟΥ ΦΙΛΥΡΑ...Τό θείο τοπίο Απονύχτερα τραγούδια Φωτολάτρης Θυσία 'Ανω σχώμεν (Ποιήματα) Κ. ΝΙΚΑ...Δύο διάλογοι περί παιδείας (Μελέτη) ΕΥΘ. ΣΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ... Καισαρίου Δαπόντε, κανών περιεκτικός πολλών έξαιρέτων πράξεων (Μελέτη) Κ. ΣΠΗΛΙΩΤΑΚΗ... Οί «προεστώτες τοϋ Μυστρδ» ώς έπαναστατική άρχή (Μελέτη) ΑΛ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ...Ό Όσσιαν στήν Ελλάδα (Σημείωμα) ΧΡΟΝΙΚΑ Γ. Θ. Ζ... ΣΠ. ΠΑΝΑΠΩΤΟΠΟΥΛΟΥ... Γ. ΣΚΛΑΒΟΥ......Τής Συντάξεως... Είκαστικαί Τέχναι... Μουσική κίνησις Ή κίνησις τοΰ Παρνασσοΰ
P A * H A * * $ S P<N*AIK*H tyrrmmma KATA TMMHKIAK <KAIA«M<H*H Γραφεία: Πλατεία Ά γ. Γεωργίου Καρότση 8 Άθήναι ΔΙΕΥΘΥΝΟΥΣΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Γ. ΠΑΝΤΑΖΗΣ: Πρόεδρος ΦιλολογικοΟ Συλλόγου Παρνασσός (προσωρινός) ΓΕΡ. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ : Γεν. Γραμματεύς Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός Γ. θ. ΖΩΡΑΣ : Πρόεδρος ΦιλολογικοΟ τμήματος Παρνασσοϋ, 'Υπεύθυνος περιοδικοο ΕΤΗΣΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗ (συμπεριλαμβανομένων καί τών ταχυδρομικών) : ΈσωτερικοΟ Δρχ. 80 'ΕξωτερικοΟ Δολ. 6 Διά Συλλόγους, Σχολεία καί 'Επιχειρήσεις Δρχ. 120 Δι* 'Οργανισμούς, Τραπέζας, Ανωνύμους 'Εταιρείας, Δήμους καί Κοινότητας Δρχ. 200 Τιμή έκάστου τεύχους Δρχ. 20 Εμβάσματα άποστέλλονται έπ όνόματι τοο ΦιλολογικοΟ Συλλόγου «Παρνασσός» Χειρόγραφα δημοσιευόμενα ή μή δέν έπιστρέφονται. Διευθύνσεις συμφώνως τφ Νόμφ 1092 1938 Άρθρ. 6 1 : Υπευθύνου περιοδικού, Γ. θ. ΖΩΡΑ : Πολυτεχνείου 5α, Άθήναι. Προϊσταμένου τυπογραφείου, I. Δ. ΜΥΡΤΙΔΗ : ΣεΙζάνη 5, Άθήναι.
ΤΟΜΟΣ Ο* ΙΟΥΛΙΟΣ Σ<ΡΤ<Μ*ΝΟΣ 1*07 AMO. 3 ΑΝΤΩΝΗΣ TP A ΥΔΑΝΤΩΝΗΣ ( 1 8 6 7-1943) Σνμπληρούνται εφέτος εκατόν ετη amò της γεννήσεως τον Άντώνη Τραυλαντώνη. Έγεννήθη εις Μεσολόγγιον την 21ην Μαΐον 1867 και άπέθανεν εις Αθήνας την 17ην 9Ιανουάριον 1943. 9Εσπούδασε φιλολογίαν εις το Πανεπιατήμιον των 9Αθηνών και άφιερώθη έξ ολοκλήρου εις την εκπαίδενσιν. Ύπηρέτησεν από τον 1890 μέχρι τον 1911 εις διαφόρους πόλεις τής 'Ελλάδος ώς εκπαιδευτικός. 3Εν συνεχεία διωρίσθη μέλος τοϋ Κεντρικού 9Εποπτικού Συμβουλίου τής Δημοτικής 3Εκπαιδενσεως ( 1911 ) και μέλος τού 9Εκπαιδευτικού Συμβουλίου (1914). Το 1925 άπεσύρθη τής υπηρεσίας. 3Από νεαρός ηλικίας έπεδόθη καί εις την δημοσιογραφίαν. 3Εδημοσίευσε μυθιστορήματα (Λεηλασία μιας ζωής, 1936) καί ποικίλας σύλλογός διηγημάτων, κυρίως ιστορικού καί ηθογραφικού περιεχομένου. 3Εδημοσίευσεν επίσης κατά καιρους μελετήματα καί κριτικά άρθρα εις περιοδικά, μεταξύ των οποίων καί εις τον «Παρνασσόν» (1895). Κατωτέρω δημοσιεύομεν êv των πλέον χαρακτηριστικών διηγημάτων τον : ΑΝΤΩΝΗ ΤΡΑΥΛΑΝΤΩΝΗ Ο ΠΟΛΥΕΛΕΟΣ ΤΩΝ ΒΟΥΡΒΟΝΩΝ Ό παπα-γιάννης ό Οίκονόμου, «σακελλάριος Ύδρας», άφοϋ τελείωσε τόν έσπερινό του, έβγήκε βιαστικός άπό τό «μοναστήρι», χωρίς κάν νά καλονυχτίση τις λιγοστές γερόντισσες πού άκολουθοϋσαν όλους τούς έσπερινούς, γιατί ήταν σαραντάημερο. Βγαίνοντας στο μώλο έσφιξε τό ράσο του γύρω άπό τό ψηλό καί ξεραγκιανό κορμί του, γιατί ή τραμουντάνα ήταν τόσο δυνατή ώστε φαίνονταν πώς, άν έφούσκωνε τά ράσα του, θά τόν άνέμιζε ώς τό καμπαναρειό. Πέρασε σάν άέρας, μ9 δλα του τά γεράματα, μπροστά στις πολυθό- 22
ρυβες ταβέρνες καί χώθηκε μέσα σ ένα στενό άπό κείνα πού ήταν σκαλισμένα στο δυτικό τής "Υδρας βράχο. Δυο - δυο διασκέλιζε τα γλυστερά σκαλοπάτια τής στενής καί σκοτεινής σκάλας πού χρησίμευε γιά δημόσιος δρόμος. "Οταν έφθασε στό κατάστενο καλδιρίμι πού ήταν, σάν νά πούμε, ή λεωφόρος, έστρεψε αριστερά μέ βήματα σταθερά, άν καί πύκνωνε τό σκοτάδι. Περνώντας άπό τό άρχοντικό τού καπετάν Γιακουμάκη Τομπάζη έκαλησπέρισε, αν καί δέν έβλεπε στό στενό παράθυρο παρά τή φωτίτσα του τσιμπουκιού. "Υστερα δοκίμασε νά περάση ξυστά άπό τό φρουριακόν τοίχο τού παλατιού τού «ζ α μ π ί τ η», αλλά, ρίχνοντας ψηλά μιά ματιά, διάκρινε μέσα άπό τήν πολεμίστρα τής πυργωτής σκοπιάς τά μάτια τού σκοπού πού τόν άκολουθοΰσαν ύποπτα. "Εστρεψε λοιπόν δεξιά, άνέβηκε ακόμα σκάλες, γύρισε πίσω άπό τό άρχοντικό τού Βότση, έστρεψε πάλι αριστερά καί κατέβηκε, όσο πού έφθασε μπροστά στή μεγάλη καί λαμπερή άπό τό φρέσκο άσβέστωμα αύλόπορτα τού Λαζάρου Κουντουριώτη. Χτύπησε αλαφρά, κι άμέσως άνοιξε καί έκλεισε μιά τρυπίτσα στό αριστερό πρεβάζι, ένας «Ιούδας», άπό κείνους πού είχαν τά παλιά αρχοντικά, γιά νά βλέπουν ποιος χτυπούσε τή θύρα τους, καί νά ξέρουν πώς νά φερθούν. Βήματα ακούστηκαν νά πηγαινοέρχωνται στήν πλακόστρωτη πλατειά αύλή, καί σέ λίγο ένας γέρος ναύτης άνοιξε τή θύρα, έσκυψε καί φίλησε τό κοκκαλιάρικο χέρι τού παπα-γιάννη καί άμίλητος τόν ώδήγησε στον όντα. Μπαίνοντας «έκαλησπέρισε τήν αφεντιά τους», σκύβοντας λίγο τό κεφάλι καί βάνοντας τό χέρι στό στήθος. Καθισμένοι σέ χαμηλά πλατειά ντιβάνια, γύρω άπό ένα μεγάλο πολίτικο μαγκάλι, έκάπνιζαν τά τσιμπούκια τους τρεις «προεστοί» ό κύρ Άναστάσης ό Κόκκινης, ό κύρ Δημήτρης ό Τσαμαδός καί ό κύρ Λάζαρος ό Κουντουριώτης, ό νοικοκύρης τού σπιτιού. Ό Κουντουριώτης ήταν άκόμα τότε πολύ νέος, άλλά άναγνωρίζονταν άπό τότε τό βαθύ του πνεύμα καί ή άρχαϊκή άρετή του, καί γιά τούτο συχνά στό σπίτι του συνάζονταν οί προεστοί καί οί καπεταναιοι νά κάνουν τά συμβούλια γιά τή διοίκησι τής "Υδρας καί γιά τά πράγματα τού Γένους, πού είχαν άρχίσει καί πάλι νά ζωηρεύουν τό έτος 1806 μέ τήν κήρυξι τού Ρωσοτουρκικοΰ πολέμου. Καλησπέρα, δέσποτα, είπαν οί δυό ξένοι, ένώ ό νοικοκύρης προσηκώθηκε, τού φίλησε τό χέρι, τόν έβαλε νά καθήση κοντά του στό ντιβάνι, καί παράγγειλε στήν κυρά Πανώρια νά φέρη τσιμπούκι καί καφέ.
Καί εξακολούθησαν την όμιλία πού είχαν άρχινισμένη, γιατί ό παπά- Γιάννης είχε τήν εμπιστοσύνη όλων, άκόμα καί αύτό ήταν το παράξενο καί του σκυθρωπού ζ α μ π ί τ η καί των συντύχων του. Μιλούσαν γιά το κάμωμα τού καπετάν Κυριάκου Σκούρτη, πού είχε δειλιάσει άπό τη φοβέρα τού καπουδάν πασσά καί είχε μαϊνάρει τη ρούσικη μπαντιέρα στο καράβι του καί τώρα ταξίδευε με ραγιάδικη οθωμανική μπαντιέρα. Οί πρόκριτοι εΰρισκαν τήν πράξι του επικίνδυνη, γιατί μπορούσε καί άλλοι καπεταναϊοι νά κάμουν τό ίδιο καί έτσι νά χάση ή Υδρα ένα άπό τά πολυτιμότερα προνόμια πού είχε. Σε λίγο ό κύρ Άναστάσης ό Κόκκινης, σάν νά κατάλαβε τί ήθελε ό παπάς, έσκούντησε τόν κύρ Δημήτρη τόν Τσαμαδό καί είπε: Ημείς σάς καλονυχτίζουμε* καί αύριο, κύρ Λάζαρε, τά ξαναλέμε. Σάν έφυγαν οί δυό ξένοι, ό νοικοκύρης έρώτησε μέ τή ματιά τόν παπά- Γιάννη σάν τί τάχα έσήμαινε έκείνη ή έπίσκεψίς του. Στή λεπτή νεανική φυσιογνωμία τού Λαζάρου Κουντουριώτη ήταν πάντα χυμένη μιά συμπαθητική μελαγχολία, πού τήν έδειχνε βαθύτερη τό παντοτεινό σκέπασμα μέ τόν επίδεσμο τού δεξιού του ματιού, τού βλαμμένου. Αλλά στό γερό του μάτι, τό άριστερό, ήταν συγκεντρωμένο τόσο φώς, ώστε ή ματιά του, όμοια μέ προβολέα, έφώτιζε κάθε ψυχικό σκοτάδι πού άπλώνονταν μπροστά του ή γύρω του. Κάτι γιά τό «μοναστήρι» ήρθα νά σοΰ πω, κύρ Λάζαρε, είπε ό παπά- Γιάννης χωρίς προοίμια, πού ήταν περιττά γιά χαρακτήρα σάν τού Κουντουριώτη. Νά μοΰ πής, παππούλη μου, καί ό,τι μοΰ περνάει γιά τήν έκκλησία μας θά τό κάμω. Μέ τούς παπάδες, τούς δασκάλους καί τούς ξένους ό Λάζαρος Κουντουριώτης μιλούσε πάντα Ελληνικά καί τά μιλούσε τόσο θελκτικά, ώστε ή ευγλωττία του τού χρησίμευε όσο ίσως καί ή άρετή του νά σαγηνεύη καί νά έπιβάλλη τή γνώμη του σέ όλους. Θάμαθες, κύρ Λάζαρε, είπε ό παπάς, ότι σήμερα τό πρωί άραξε στό Μανδράκι ή σκούνα τού καπετάν Μανώλη τού Σαργόση. Ναί, μού τώπανε καί τόν περιμένω, νά μάς φωτίση καί γιά τά πράγματα τού Γένους γιατί έρχεται άπό τή Μπαρτσελώνα καί θάπιασε βέβαια καί στή Μαρσίλια. Νά μάς πή τί γίνεται στή Φραγκιά μ αυτόν τόν τρομερό τό Μποναπάρτη, καί άπό ποιόν έχει τό Γένος μας νά περιμένη τίποτε καλό' γιατί άκούστησε πώς τώρα κι ό βίτσε-άμιράλες τής Ρουσίας ό Σενιάμπιν ξεκίνησε άπό τούς Κορφούς, καί πώς σέ λίγο θά φανή ή φλόττα του στήν Ασπρη θάλασσα. Θέλομε λοιπόν νά ξέρωμε τί πρέπει νά κάνωμε γιά τό καλό τού δικού μας τού Γένους, νά μήν πάθωμε χειρότερα άπό τά παληά.
Μα θάρθη βέβαια, κυρ Λάζαρε, να σέ χαιρετίση, γιατί έχει δά καί τή συρμαγιά. Ναί, είπε ό Κουντουριώτης με κάποια προσποιητή άδιαφορία* ή άγιωσύνη σου άνέβηκε στή σκούνα; Ναί, είπε ό παπάς, άνέβηκα σήμερα, νά δώσω τις ευχές. Σού είπε τίποτε καλό; Καιρό δέν είχαμε νά κουβεντιάσωμε γι αυτά* ό καπετάν Σαργόσης έτοιμάζεται γιά τή Σύμη. Πώς; γιά τή Σύμη; έχει κάρικο; Κάρικο δέν εχει, μά έχει τάμμα καί γι αυτό ϊσα-ϊσα ήρθα νά σού πώ. Ό καπετάν Σαργόσης, έκεϊ πού παίρναμε τόν καφέ, μοϋ λέει, «κοίτα ψηλά», καί κοίταξα* «είναι, μου λέει, τό τάμμα του "Αι-Ταξιάρχη τής Σύμης, πού μέ γλύτωσε άπό τή φουρτούνα πέρυσι πού πήγαινα στή Ρόδο». Καί τί τάμμα είναι αυτό; ρώτησε άπρόθυμα ό Κουντουριώτης, σαν ή κουβέντα νά μή τού φαίνονταν τόσο άξια γιά τό χάσιμο τής ώρας του. Τί τάμμα είναι! είπε ό παπά-γιάννης μέ συγκίνησι. Είναι ένα τεφαρίκι, πού όμοιο τά μάτια μου δέν έχουν ΐδή* ένας πολυέλεος κατακίτρινος καί βαρύς-βαρύς. Δέν ξέρω άν είναι άπό λογάρι χρυσάφι, μά είναι δουλεμένος άπό πρωτομάστορη χωρίς άλλο, άπό κείνους τούς τεχνίτες πού βρίσκονται μονάχα στή Φραγκιά. Φθάνει νά σού πώ, κύρ Λάζαρε, πώς στο μεσανό στεφάνι του έχει σκαλισμένα πέντε ή έξ δέν τά καλομέτρησα προσώπατα πού φαίνονται πώς θά σού κρίνουνε. Τί προσώπατα είναι αύτά; Νά, έτσι είναι σκαλισμένα στό στεφάνι, σάν μεγάλα φλωριά Βενέτικα ή σάν Κωνσταντινάτα, καί παριστάνουν, λέει, τούς βασιλιάδες τής Φράντσιας καί τούτον τόν τελευταίο βασιλιά πού κόψανε στήν καρμανιόλα οί ξεβράκωτοι, μέ τό συμπάθειο. Καί πού τάχα τόν οικονόμησε αύτόν τόν πολυέλεο ό καπετάν Σαργόσης, παπά-γιάννη; "Εχει ιστορία, κύρ Λάζαρε. Αύτόν, ό βασιλιάς αύτός πού κόψανε, τόν είχε στήν κάμαρά του, έκεΐ πού κοιμόντανε μέ τή βασίλισσα, πού τήν έκοψαν κι αύτή στήν καρμανιόλα. "Οντας λοιπόν τούτοι οί ξεβράκωτοι μέ τό συμπάθειο διαγούμισαν τό παλάτι τού βασιλιά, τόν πήρανε κι αύτόν καί μή ξέροντας τήν άξια του, τόν έπούλησαν σέ άλλον κι άπό χέρι σέ χέρι, νά μή σού τά πολυλογώ, ό πολυέλεος αύτός ξέπεσε σ ένα Σπανιόλο στή Μπαρτσελώνα. Εκεί λοιπόν τόν είδε ό καπετάν Σαργόσης καί, σάν είχε τό τάμμα, τού πήγαν καί οί δουλειές του καλά, τόν άγόρασε* καί σήμερα-αΰριο σαλπάρει πάλι καί πάει στή Σύμη νά τόν κρεμάση στόν "Αϊ-Ταξιάρχη.
! Aï! βοήθειά του, τοϋ καπετάν Μανώλη, είπε ό Κουντουριώτης, μέ κάποια βαρεμάρα για τήν άδιάφορη αύτή κουβέντα. Το ξηροψημένο όμως πρόσωπο τοϋ παπά-γιάννη ήταν κατακόκκινο άπό τή στενοχώρια. Έτσι τό λές, κύρ Λάζαρε, κ ή άφεντιά σου; Νά περάση άπό τήν "Υδρα τέτοιο τεφαρίκι καί νά μήν κρεμαστή μπροστά στήν Παναγιά μας; Μά, άφοϋ είναι τάμμα τοϋ 'Άϊ-Ταξιάρχη, παπά μου, πώς θά κρεμαστή μπροστά στήν Παναγία τή δική μας; Δέν είναι καί κρίμα νά τό λέη ή άγιωσύνη σου; Τί κρίμα μοϋ λές, κύρ Λάζαρε; Μεγάλος είναι κι ό "Αϊ-Ταξιάρχης, προσκυνοΰμε τδνομά του, μά καί ή Παναγία μας είναι μητέρα τοϋ Θεοΰ. Καί υστέρα άξίζει νά τον έχουν στή Σύμη; Καί δε μοϋ λές, κύρ Λάζαρε, τοϋ λόου σου, ποιος θά τον διαφεντέψη στή Σύμη; Κι άν τοϋ κατεβή κανενός άγά μαγαρισμένου νά πατήση τήν έκκλησία καί νά τον άρπάξη; Δέν είναι κρίμα νά πέση σε τούρκικα χέρια τέτοιο χριστιανικό στολίδι; Ένφ στήν Ύδρα άπό ποιόν θά φοβηθούμε; Σωστά τά λές αύτά, παπά μου, μά δέν καταλαβαίνω τί θέλεις νά κάμω έγώ. Δέν τοϋ τάλεγε ή άγιωσύνη σου τοϋ καπετάν Σαργόση όλα αύτά; Καί δέν τοϋ τάπα; χαμένα πάν τά λόγια μου. "Aï-Ταξιάρχη σοΰ λέει. Αί, καλά, είπε ό Κουντουριώτης μέ έλαφρό χαμόγελο, σάν τόν ίδώ τοϋ τά λέω κ έγώ. Καί, άν τόν καταφέρω, καλά. Μπά! είπε ό παπάς ό καπετάν Σαργόσης σέ σέβεται, σ έχει άπάνω άπό τό κεφάλι του, δπως δλοι μας, μά σ αύτό δέ θά σ άκούση. Έ μ τότε; Ξέρω κ έγώ! Νά βρής ή άφεντιά σου τό κολάι, νά τοϋ τόν πάρωμε. Καί θάχης, κύρ Λάζαρε, παιδί μου, τήν ευλογία τής Παναγίας καί δόξα μεγάλη άπό δλο τό νησί, καί τή γενιά σου θά τήν μνημονεύουνε εις αίώνας τών αιώνων. Σώπασαν λίγες στιγμές καί οί δύο. Ύστερα ό παπά-γιάννης, σάν νά νίκησε κάποιον τελευταϊον δισταγμό, είπε: Γιατί πρέπει νά ξέρης, κύρ Λάζαρέ μου, πώς αύτός ό πολυέλεος έτσι ή άλλοιώς θά μείνη στήν Ύδρα. Κι άν δέν εϋρης τοϋ λόου σου τό κολάι νά τόν πάρης, ό ζαμπίτης, άμα τό μάθη, θά τοϋ τόν πάρη μέ τό άστεντούα, δπως τό συνηθίζει. Καί τότε ό ζαμπίτης θά πάρη κι άλλη δόξα, κοντά σ αύτή πού έχει γιατί τσάκισε τά ζορμπαλίκια. Τό χτύπημα ήταν άποφασιστικό* καί, δίνοντάς το ό παπάς, καταλάβαινε δτι θά είχε για άποτέλεσμα ένα άπό τά δυό. "Η νά συγκινήση βαθειά τόν Κουντουριώτη καί νά τελειώση τή δουλειά του, ή νά τοϋ πληγώση βαρειά τή φιλοτιμία του, καί νά χάση για τοΰτο τήν πολύτιμη φιλία του.
Είχε όμως ό σακελλάριος τόσο πεισματική εύλάβεια στήν Παναγία του καί τόσο καμάρωνε τό στολισμό της, ώστε αποφάσισε νά παίξη κι αύτό τό επικίνδυνο άτοϋ. «Ζαμπίτης ή μπέης τής Ύδρας», δηλ. διοικητής αντιπρόσωπος τοϋ καπουδάν πασσά, έφφέντη των νησιών καί τής "Ασπρης θάλασσας, ήταν εκείνη τήν εποχή ό καπετάν Γεώργης Δήμα Βούλγαρης, άνθρωπος δυνατός καί παράτολμος, άλλά καί σκληρός καί τυραννικός. Τό ζηλευτό του άξίωμα τό χρεωστοϋσε ό Βούλγαρης σε μιά τύχη, ή καλύτερα στήν έτοιμότητα τοϋ πνεύματός του, στήν τόλμη του καί στήν σωματική του δύναμι. Ή τύχη έκαμε, όταν ήταν άρχηγός τής σωματοφυλακής τοϋ «Γαζή Χουσεϊν πασσά, Βεζύρη καί καπουδάν πασσά», νάβρεθή στό πλευρό τοϋ άρχηγοϋ του τή στιγμή πού κάποιος Τοΰρκος άξιωματικός, γιά άγνωστη αίτια, ώρμησε νά βυθίση δολοφονικά στις πλάτες τοϋ πασσά τό τεράστιο μαχαίρι του. Ό Βούλγαρης τόν είδε, έπεσε άπάνω του, τόν έζωσε με τά σιδερένια μπράτσα του, τόν έρριξε, τόν ξαρμάτωσε καί τόν παράδωσε στό Χουσεΐν όλα αυτά γιά λίγες στιγμές. 'Ο πασσάς τότε, μέ τήν όρμητική ευγνωμοσύνη πού αισθάνεται ό άνθρωπος, καί μάλιστα ό άπροσποίητος άνθρωπος, σε μιά τέτοια περίστασι, άγκάλιασε καί φίλησε τό σωτήρα του, τόν ώνόμασε άδελφό του καί, σε λίγο, τόν διώρισε «ζαμπίτη», διοικητή στήν 'Ύδρα τήν πατρίδα του. Στή θέσι αύτή ό Βούλγαρης έδειξε όλη τήν άξια του, άλλά καί τά έλαττώματά του. Τή νοικοκυρεμένη καί, σχετικά μέ τήν εποχή, ευτυχισμένη ως τότε κοινότητα τής Ύδρας, τήν έφερνε βαρειά, εκείνον τόν καιρό, μιά κοινωνική άρρώστεια άγιάτρευτη τά ζ ο ρ μ π α λ ί κ ι α. Οί ζορμπάδες, άτακτα στοιχεία ναυτικά ή πειρατικά, πού δεν έσέβονταν ούτε τούς νοικοκυραίους, ούτε τούς καραβοκυραίους, ούτε τούς προεστούς, ούτε τή θρησκεία, έτυραννοΰσαν τόν ήσυχο καί εργατικό κοσμάκη, καί είχαν φέρει τήν κοινότητα σέ αναρχία, σέ διάλυσι. Τούς ζορμπάδες αύτούς ό ζαμπίτης τούς έχτύπησε κατακέφαλα, τούς έδάμασε, καί ξανάφερε στήν πατρίδα του τήν άσφάλεια, τή δικαιοσύνη, τή γαλήνη καί τήν ευημερία. Αύτό του τό κατόρθωμα τόν είχε κάμει άρεστόν στό ντοβλέτι ώστε, καί άφοϋ πέθανε ό προστάτης του ό Χουσεΐν, ό καπετάν Γεώργης Δήμα Βούλγαρης διατηρήθηκε διοικητής τής Ύδρας μέ έξουσία απολυταρχική. Αύτή του όμως ή έξουσία τόν έκανε νά φέρνεται μέ περιφρόνησι στούς παλιούς προεστούς, πού κυβερνούσαν άλλοτε τήν Ύδρα μέ σύνταγμα νά ποΰμε άριστοκρατικό. "Εχοντας γιά «σ ύ ν τ υ χ ο υ ς», όργανά του άσήμαντα, έταπείνωσε
τόσο τά μεγάλα παλιά τζάκια, ώστε, καί άν, πολύ σπάνια, έδειχνε πώς τούς θυμάται, τούς έστελνε μόνο προσταγές καί τούς προσφωνούσε στά έγγραφα «ήγαπητοί μου», σέ έποχή πού ή φιλοφροσύνη καί ή έθιμοτυπία άπαιτοΰσαν τίτλους καί «ίκράμια» άκόμα καί άπό τόν άδελφό στον άδελφό. Φυσικά τά παλιά αύτά τζάκια, πού αντιπροσώπευαν όλα τά τιμημένα ονόματα της Ύδρας, αίσθάνθηκαν βαθειά τήν ταπείνωσι, συσσωματώθηκαν καί έκαναν του ζαμπίτη πόλεμο δυνατόν, πότε κρυφόν καί πότε φανερόν. Στην πάλη όμως αύτή ούτε τό ένα μέρος ούτε τό άλλο ξεπερνοϋσαν ποτέ τά όρια τής τιμής καί τής φιλοπατρίας, τούλάχιστον ώς τήν έποχή πού συμβαίνει ή ιστορία μας, ένα άπό τούς τελευταίους μήνες τού 1806. Γιατί δε μπορεί κανείς δυστυχώς νά πή τό ίδιο καί γιά λίγο αργότερα, όταν δηλ. οί Ρώσοι καί ό κοΰφος καί άλαζονικός Σενιάμβιν έμπήκαν άνάμεσό τους. "Ετσι πάντα. Όταν δυό δυνατοί έμβουν νά μαλώσουν μέσα στό σπίτι τών αδυνάτων, οί άδύνατοι πληρώνουν τά σπασμένα. Καί τά πληρώνουν όχι μόνο μέ τήν ύλική τους ζημία, άλλά τό χειρότερο καί μέ τήν ψυχική τους διαφθορά. Τότε όμως ό ανταγωνισμός τών δύο μερίδων ήταν άκόμα άμιλλα εύγενική, ποιος θά κάμη μεγαλύτερο καλό στον τόπο του, καί θά κερδίση μ αύτό πρώτος τήν ύπόληψι καί τήν άγάπη τών πατριωτών του. Αύτήν τήν ψυχική διάθεσι τού Κουντουριώτη, πού ήταν άπό τούς άρχηγούς τού κόμματος, έγνώριζε καί θέλησε τώρα νά έκμεταλλευθή ό παπά- Γιάννης γιά τό καλό τής εκκλησίας του. Καί στό τέλος δέν έπεσε έξω. Τήν πρώτη στιγμή πού ακούσε τό όνομα του ζαμπίτη ό Λάζαρος, κοκκίνησε σαν παπαρούνα, καί ή συνήθως ήμερη ματιά του έπεσε στον παπά άγριωπή καί άπειλητική. Τά λεπτά του χείλη κινήθηκαν, καί φάνηκε πώς θά ξεστόμιζαν μιά καταδίκη, ένα διώξιμο περιφρονητικό. Αλλά δέν ήταν άνθρωπος νά παραδίνεται στήν πρώτη έντύπωσι. Έδάγκασε λίγο τό μουστάκι του, άκούμπησε στό χέρι τό κεφάλι του, καί σώπασε. Σιγά-σιγά τό άναμμα του προσώπου του κατέβηκε καί, κάποια στιγμή, σηκώνοντας τό κεφάλι, είπε μέ βαθειά καί άποφασιστική φωνή στό σακελλάριο: Καλά, παπά, αύριο τό μεσημέρι νά βρεθής σέ τούτον τόν όντά. Σέ λίγο, όπως περνούσε ό παπά-γιάννης πάλι μπροστά άπό τις πολυθόρυβες τού μώλου ταβέρνες, όλα τά λυχναράκια τού λαδιού τού φάνταζαν σαν πολυέλεοι μέ πέντε ή εξ προσώπατα (δέν τάχε καί καλομετρήσει) πού ήταν έτοιμα νά τού μιλήσουν. Τήν άλλη μέρα, κοντά μεσημέρι, μιά σκούνα δικάταρτη, αρμενίζοντας μέ τό φλόκο, τό ένα καϊκίσιο πανί καί τόν παπαφίγκο μόνον άπό τό καραβίσιο, γιατί ή τραμουντάνα ήταν άκόμα ξειδάτη, έμπαινε στό καθαυτό λιμάνι τής Ύδρας καί σέ λίγο μιά φελούκα άραξε στό μώλο, καί ένας άνθρωπος
μεσόκοπος καί ρωμαλέος, ντυμένος μέ τα γιορτινά του, έπήδησε στή στεριά έλαφρός. Τον άκολούθησαν τρεις ναϋτες ρωμαλέοι, καθαροντυμένοι κι αυτοί, οί δυο κρυφοαρματωμένοι, ό ένας ό μεσανός φορτωμένος στον ώμο ένα κοφίνι. Δεν ήταν μεγάλο το κοφίνι, άλλά ό ρωμαλέος ναύτης έσκυβε κάτω άπό το βάρος του. Καί πώς δά νά μήν είναι βαρύ, άφοΰ ήταν γεμάτο τάλληρα 'Ισπανικά, τήσυρμαγιά πού πήγαινε νά δώση στον κύρ Λάζαρο ό καπετάν Μανώλης ό Σαργόσης, ό καραβοκύρης τής σκούνας καί κάτοχος τού πολυέλεου, πού δλη νύχτα ώνειρεύονταν ό παπά-γιάννης, ό σακελλάριος τού μοναστηριού! Πάντα ήταν καλοδεχούμενος στο σπίτι τού Κουντουριώτη ό Σαργόσης, γιατί καί καλοπληρωτής ήταν καί φίλος τού σπιτιού παλιός καί άνθρωπος γνωστικός καί κοσμογυρισμένος. Εκείνη όμως τήν ήμέρα τό παράκαμε στήν ευγένεια ό κύρ Λάζαρος. "Οταν ό Σαργόσης θέλησε νά τοϋ μετρήση τα τάλληρα καί νά τά λογαριάση μέ τρία γρόσσα καί δώδεκα παράδες τό καθένα γιά νά βρούνε τή συρμαγιά, ό κύρ Λάζαρος τού είπε: Δεν τούς άφίνεις τώρα, καπετάν Μανώλη, τούς λογαριασμούς; Σωστά είναι, ποιος θά τάκλεψε! Καί παράγγειλε τό γέρο ναύτη νά τά ρίξη στή στέρνα. Ακόμα τότε ή στέρνα δέν ήταν γεμάτη, όπως γέμισε άργότερα, όταν ό ήπειρωτικός άποκλεισμός έκέντρισε τήν τόλμη καί καταπλούτισε τούς νησιώτες, καί έσώριασαν οί Υδραίοι τούς θησαυρούς, πού σκόρπισαν άργότερα μέ τά δυό τους χέρια γιά τήν Ελληνική έλευθερία. Είχε άκόμα καί διάθεσι γιά άστεΐα ό τόσο σοβαρός κύρ Λάζαρος. Όταν ή γριά Πανώρια, χήρα καραβοκυροΰ, πού είχε όνειρο νά ξαναπαντρευτή γιά νάποχτήση παιδιά, έφερε τον καφέ καί κοιτάζοντας τή βέρα στό δάχτυλο τού Σαργόση κατέβασε τά μούτρα της, ό κύρ Λάζαρος, κλείνοντας τό μάτι του, είπε: Αλήθεια, καπετάν Μανώλη, τόν άνηψιό σου τόν άρραβώνιασες; Τώρα λέω νά τού βρώ, κύρ Λάζαρε, μιά γυναίκα μυαλωμένη, άπάντησε έκεϊνος. Ή κυρά Πανώρια κατακοκκίνισε, καί έφυγε σεινάμενη κουνάμενη. Καί, όταν ό Σαργόσης σηκώθηκε νά φύγη, ό κύρ Λάζαρος τού είπε: Θά φάμε, καπετάν Μανώλη, μαζί* έστειλα νά ειδοποιήσουν τήν καπετάνισσα- μή μοΰ λες «όχι», γιατί έχομε πολλά νά πούμε. Ή άσυνήθιστη αυτή τιμή έκαμε τό ναυτικό νά κοκκινίση άπό τό καμάρι του. Κι άφοΰ φάγανε τό πλούσιο καί πολυποίκιλο γεύμα καί τσούγκρισαν τά ποτήρια μέ τό σπιθηριστό Σεριφιώτικο κρασί, καί ευχήθηκαν τό καλώς
ώρισες καί καλώς σέ βρήκα καί «πάντα φάκε μπάρδε» (άσπροπρόσωποι), ό κυρ Λάζαρος ρώτησε: Δέ μοΰ λές, καπετάν Μανώλη, πιάσατε καί στή Μαρσίλια; Θέλοντας καί μή πιάσαμε, κύρ Λάζαρε. Ή μπονάτσα μάς έκλεισε μιά βδομάδα στο λιμάνι τής Μαρσίλιας. Καί τί άκουσες έκει, καπετάν Μανώλη ; τί λένε οί Γραικοί γιά τοϋτο τό θηρίο το Μποναπάρτη; Θά τους κάμη ζάπι όλους ή θά τοϋ φάνε τώρα πειά τό μάτι; Τί νά σοϋ πώ, κύρ Λάζαρέ μου! καί θηρίο καλά τον ώνομάτισες ή άφεντιά σου. Αύτός κανένανε δέν ψηφάεν βασιλιάδες ρίχνει, βασιλιάδες θρονιάζει, κι δπου πατήση τρέμει ή γή νά καί τώρα, βλέπεις, τάβαλε μέ τον Προϋσο καί με τό Ροϋσο, πού ώς τώρα τούς είχε φίλους μά θέλησαν νά τοϋ σηκώσουν κεφάλι καί τώρα λέγανε πώς σ ένα μέρος, Γιένα μοϋ τώπανε, τον Προϋσο τον κατατσάκισε καί μπήκε στή βασιλεύουσά του κι ό Προϋσος έπεσε καί τόν έπροσκύνησε... Έκεΐ πού μέ ένθουσιασμό μιλοΰσε ό καπετάν Σαργόσης, ό κύρ Λάζαρος έκανε πώς έψαχνε τις τσέπες γιά ναϋρη τό κεχριμπαρένιο κομπολόγι του καί, μή βρίσκοντας τό δικό του, άπλωσε μέ άφέλεια καί φυσικότητα καί πήρε τό κομπολόγι πού ξεκκόκιζε στά χέρια του ό Σαργόσης. Ήταν ένα κομπολόγι όχι πολύτιμο, άλλά σπάνιο, ίσως μοναδικό. Ό καπετάν Σαργόσης τό είχε άγοράσει στή Ρόδο άπό τούς φυλακισμένους. Ήταν καμωμένο μέ τόν τόρνο καί μέ μεγάλη βέβαια υπομονή, άπό κέρατα βουβαλιών καί είχε σαράντα μεγάλες χάνδρες, φυσικά μαΰρες, πού χτυπούσαν σκαστά, έκεϊ πού τώπαιζε ό ναυτικός. Τώρα τοϋτο θέλομε νά ξέρωμε, καπετάν Μανώλη, είπε ό Κουντουριώτης, γιά μάς τούς Γραικούς ποιο είναι τό καλό; Οί Φραντσέζοι κι ό Μποναπάρτης, βλέπεις, είναι τώρα φίλοι μέ τούς Τούρκους, ένφ οί Ροΰσοι, όπως κι άν πής, όρθόδοξοι είναι, καί τήν Τουρκία πάντα τή χτυποΰν καί τήν άδυνατίζουν. Νά σοϋ πώ, κύρ Λάζαρε, τί άκουσα έγώ άπό τόν κουμπάρο μου στή Μαρσίλια, πού μίλησε μέ τούς μεγάλους στό Παρίσι, άκόμα καί μέ τό μουσιοΰ Διαμαντάκη τό Χιώτη... Εκείνη τή στιγμή ένας υπηρέτης μπήκε καί κάτι είπε στ αύτί τοϋ Κουντουριώτη. Μέ συμπαθές μιά στιγμή, καπετάν Μανώλη, είπε ό κύρ Λάζαρος καί βγήκε έξω σέ λίγο γύρισε πάλι κ έξακολούθησε τήν όμιλία. Αύτό ϊσα-ϊσα θέλομε καί μείς νά ξέρωμε, καπετάν Μανώλη γιατί, όπως μαθαίνομε, ό βίτσε-άμιράλες ό Ροΰσος, όπου πάη κι όπου σταθή, βγάνει τήν ταμπακιέρα του, ρουφάει μιά πρέζα ταμπάκο καί λέει πώς «έτσι θά τή ρουφήξη τήν Τουρκιά ή Ρουσία σέ τοΰτον τόν πόλεμο».
Ό καπετάν Σαργόσης, πού γύριζε άπό τή Γαλλία ποτισμένος βαθειά τό θαυμασμό καί την κατάπληξι για το Ναπολέοντα, στήν όρμή του να κάμη καί τούς άλλους κοινωνούς, δεν παρατήρησε ότι ό κύρ Λάζαρος, μπαίνοντας πάλι, δέν κρατούσε στά χέρια του τό κομπολόγι του, κ έξακολούθησε την ομιλία του με θερμότητα. Μην τάκους αύτά, κύρ Λάζαρέ μου, μήν τάκοϋμε όλοι μας, μήν πάθωμε άπό τούς Ρούσους χειρότερα άπό όσα έχομε πάθει. Ό,τι θέλει ό Μποναπάρτης θά γίνη, μά (εδώ χαμήλωσε τή φωνή του) έκανε ό Θεός καί δέ θέλει τό κακό των Γραικών στό φανερό είναι φίλος τών Τούρκων, άλλά κρυφά τούς σκάβει τό λάκκο- έχει, σου λένε, έτοιμο καί τό σχέδιο τής μοιρασιάς. Αύτός παίρνει τό Μισίρι, σε μάς δίνει τήν Πόλι καί τή Σμύρνη καί πέρα ως τή Μαύρη θάλασσα, φθάνει νά μήν τού πάμε κόντρα σέ τούτη τήν περίστασι- κι όσο γιά τό Ροϋσο... Εξακολουθούσε ό καπετάν Σαργόσης νά λέη όσα έκεινον τόν καιρό ήθελαν νά όνειρεύωνται οι Έλληνες καί είχε ακούσει κι αύτός, όταν ό ύπηρέτης ξαναμπήκε, καί είπε πάλι κάτι στό αύτί τού Κουντουριώτη- έκείνος βγήκε γιά μιά στιγμή έξω καί γύρισε πάλι, παίζοντας τό κομπολόγι με τις μαύρες σκαστές χάνδρες του. Μέ συμπαθές, καπετάν Μανώλη, πού σ άφησα γιά μιά στιγμή, είπε, καί έτσι σάν μηχανικά έδωσε πάλι στό Σαργόση τό κομπολόγι του- καί ή ομιλία εξακολούθησε- άπό τά γενικά πέσανε στά τοπικά- είπανε καί τάκαλά καί τάκακά τού ζαμπίτη, είπανε καί γιά κείνους τούς ζορμπάδες, πού τελευταία τόσο σκληρά είχε θανατώσει μέσα στή φυλακή μέ τό ξύλο, κι αυτό τήν ήμέρα πού άπόχτησε άρσενικό παιδί- συμφώνησαν στήν πολιτική θεωρία ότι τήν κοινότητα τής Ύδρας έπρεπε νά κυβερνήση συμβούλιο άπό προεστούς καί καπεταναίους μέ τή θέλησι τού λαού της καί όχι ζαμπίτης μπέης διωρισμένος άπό τόν καπουδάν πασσά, πάντα όργανό του, πάντα τύραννος, καί τό άψύ Σεριφιώτικο κρασί ακόνιζε όλοένα καί περισσότερο τή γλώσσα τού άπλοϊκοΰ ναυτικού. Ό παπά-γιάννης ό Οικονόμου στό μώλο έτρεξε νά βρή τό Χρίστο τό Λουλό, ένα γίγαντα σιδερένιον, μακρυνό του συμπέθερο, καί μαζί μ αύτόν έπήδησε σάν παλληκάρι στή βάρκα καί μέ πέντε έξη κουπιές βρέθηκαν κάτω άπό τήν άσπρη δικάταρτη σκούνα τού καπετάν Σαργόση. Ακουμπισμένος στήν κουπαστή ό λοστρόμος ό Γκίκας Μπήκος έκάπνιζε τήν πίπα του, όταν επλησίασε τή σκούνα ή βάρκα πού έφερνε τόν παπά. Έτρεξε άμέσως στή σκαλίτσα, έπιασε καί φίλησε τό χέρι τού παπά- Γιάννη, καί χωρίς μιλιά τόν κατέβασε στή στενή σάν κουτί καμπίνα τού καπετάνιου.
Κουμπάρε Γκίκα, είπε ό παπά-γιάννης, μισά έλληνικά καί μισά άρβανίτικα, χαιρετίσματα από τον καπετάνιο σου. Χά! έκαμε ό Γκίκας Μπήκος. Θά μπορούσε κανείς νά πή ότι ό τόσο άξιος αυτός θαλασσινός άλλη λέξι δεν έγνώριζε άπό αύτό τό «Χά» καί μέ αύτό, κατά τον τόνο πού του έδινε, έφανέρωνε κάθε σκέψι του καί κάθε συναίσθημά του ήταν 'Υδραίος κι αυτός, άλλα σχεδόν έρημος στον κόσμο, ύστερα άπό τό θάνατο τής γριάς μάνας του δέν «είχε εμπει σε κόσμο», όπως έλεγαν, δηλ. είχε μείνει άνύπανδρος, γιατί καμμιά δέν τόν ήθελε άπό τή χονδροκεφαλιά του. Έτσι κι αύτός δέν άγαποϋσε τή στεριά, σάν ναύτης πού ήταν, καί οί άλλοι ναύτες ελεγαν κοροϊδευτικά, πώς ό λοστρόμος τού καπετάν Σαργόση άλλα θηλυκά δέν είχε γνωρίσει άπό τή σκούνα του καί τή φελούκα του. Ό καπετάνιος σου, κουμπάρε Γκίκα, είπε ό παπάς, τρώει τώρα μέ τόν κύρ Λάζαρο στό σπίτι του. Χά! εκαμε πάλι ό ναύτης, μέ τόνο όμως τώρα πού έσήμαινε «μπράβο του, τήν άξίζει ό καπετάνιος μου τήν τόση τιμή». Καί κεί πού λές, κουμπάρε Γκίκα, στό τραπέζι απάνω, έπεσε λόγος γι αυτόν τόν πολυέλεο πού φέρατε άπό τή Μπαρτσελώνα καί τόν πάτε τάμμα στον "Αι-Ταξιάρχη. Χά! εκαμε ό Μπήκος σάν νάλεγε: «είδες τί είμαστε ήμεϊς, καί τί πράμματα έχομε!» Καί σάν άκουσε λοιπόν, κουμπάρε Γκίκα, ό κύρ Λάζαρος γι αύτό τό τεφαρίκι, πεθύμησε νά τό ίδή. Χά! σάν νάλεγε: «άς κοπιάση στή σκούνα μας νά τόν ίδή». Καί ό παπάς, σάν νά καταλάβαινε όλες τις σημασίες τού «Χά», είπε: Καί καταλαβαίνεις, κουμπάρε Γκίκα, κύρ Λάζαρος είναι αύτός γιά τούτο ό καπετάνιος σου μάς έστειλε νά τόν πάρωμε, νά τόν ίδή καί ό κύρ Λάζαρος, καί πάλι θά σου τόν φέρωμε. Χά, σάν νάλεγε: «σάν πολλά μου ζητφς, δέσποτά μου». Καί γιά νά μήν τύχη καί δέ μάς πιστέψης, νά, μάς έδωκε σημάδι καί τό κομπολόγι του ό καπετάνιος σου. Χά! έκαμε γιά τελευταία φορά ό Γκίκας Μπήκος, σάν νάλεγε: «τώρα μάλιστα, μπορώ νά σάς τόν δώσω, γιατί τό κομπολόγι τού καπετάνιου μου είναι ή υπογραφή του». Τόν κατέβασε, τόν έτύλιξε σ ένα σακκί καί τόν έφόρτωσε στό γιγαντόσωμο Χρίστο Λουλό. "Οπως έμπαιναν πάλι στή βάρκα, ξύπνησε γιά μιά στιγμή ή «ιερατική συνείδησις» τού παπά-γιάννη καί τού είπε: «Μωρέ, τί κάνεις αύτοϋ, λειτουργέ τού 'Υψίστου; ξεγελάς έναν άθώον άνθρωπο καί τού κλέφτεις τόν ξένο θησαυρό; καί άπό ποιόν τάχα τόν κλέφτεις; άπό τόν καπετάν Σαργόση; εσύ,
ανάξιε παπά, τον κλέφτεις άπό τον άρχάγγελο του Θεοϋ καί ποιόν άρχάγγελο, θεοσκοτωμένε; έκείνον πού σήμερα αύριο θάρθη να σου πάρη τήν αμαρτωλή σου ψυχή καί τ άποφασίζεις, μιαρέ, νάχης μαζί του τέτοιες ληψοδοσίες, τήν τρομερή αυτή ώρα πού θάναι στο χέρι του να σε βασανίση φριχτά; ή μή θαρρείς πώς θά σοϋ λησμονήση τό διαγούμισμα πού τού κάνεις στο σπίτι του μέσα;...» Αύτά πάνω κάτω είπε ή «ιερατική συνείδησις» τού παπά-γιάννη, γιά μιά στιγμή πού ξύπνησε. Ό παπάς όμως έρριξε μιά ματιά άπό τή βάρκα στήν κάτασπρη έκκλησιά του, καί στο χαριτωμένο της καμπαναρειό πού φάνταζε άπό μακρυά, σάν μάρμαρο δαντελλωτό, καί άπάντησε στή συνείδησί του: «Καί γιά ποιόν τον παίρνω τον πολυέλεο; μήν τάχα νά φέγγη τής πρεσβυτέρας μου; γιά τή μητέρα τού Θεοϋ τον παίρνω* καί δεν είναι άξια αύτή νά με διαφεντέψη τήν ώρα πού θά τή χρειαστώ; Καί, ύστερα, έγώ πήρα τό κομπολόγι του καπετάν Σαργόση; κ έγώ σοφίστηκα αύτό τό κολάι; όλα αύτά ό κύρ Λάζαρος τάκαμε* κι ό άρχάγγελος, προσκυνώ τόνομά του, σάν έξυπνος καί δίκαιος πού είναι, μέ τον κύρ Λάζαρο θά τά βάλη κι αύτός μεγάλος είναι καί άς τά ξεμπλέξη μέ τον Ταξιάρχη». Έτσι ήσύχασε τή συνείδησί του καί τούς φόβους του ό παπά-γιάννης, καί τρεχάτος μπήκε στήν έκκλησία του, έδωκε προσταγές καί όδηγίες στον κανδηλανάφτη καί τό Χρίστο τό Λουλό, κ ετρεξε στ άρχοντικό τοϋ Κουντουριώτη νά δώση πίσω τό ένοχο κομπολόι. Ό ήλιος έβασίλευε πίσω άπό τό Δοκό, όταν ό Λάζαρος Κουντουριώτης είπε: Αϊ! τί λές τώρα, καπετάν Μανώλη, κατεβαίνομε κι ως τό παζάρι ν άκούσωμε κανένα χαμπέρι; Ήθελα νά σοϋ τό πώ, κύρ Λάζαρε, γιατί δεν πήγα κι ώς τή χάρι της νά προσκυνήσω άραξα, βλέπεις, στό Μανδράκι, κοντότερα στό σπιτικό μου, γιατί καί κείνη ή φελούκα κάτι μπάλωμα ήθελε, καί σήμερα πάλι βιαστικά ήρθα στήν άφεντιά σου. Κάτω στό μώλο γίνονταν άπίστευτος θόρυβος στις ταβέρνες καί στό γιαλό. Σχεδόν όλα τά πλεούμενα είχαν γυρίσει στήν Ύδρα, καί τώρα ναύτες καί καραβοκυροί γλεντούσαν καί χόρταιναν τή στεριά καί τά καλά της, μέ τή λαιμαργία τοϋ θαλασσινού πού, μήνες μέσ στή θάλασσα, τά πείνασε καί τά δίψασε τά καλά αύτά. Τό κρασί έτρεχε ποτάμι, τά βιολιά, τά τραγούδια, οί χοροί, οί φωνές, οί μικροκαυγάδες καί τά φιλιώματα σοϋ έδιναν έντύπωσι άπό βακχικό πανηγύρι χώρας μεγάλης, πλούσιας καί πολυάνθρωπης. Άξαφνα στήν άκρινή ταβέρνα τοϋ Καλογιάννη χαμήλωσαν οί φωνές
καί έπεσε ό θόρυβος, γιατί τρεις λέξεις σαν μαγικές έπέρασαν ψιθυριστά από στόμα σέ στόμα: «Ούρούς κύρ Λάζαρι», «Ούρούς κυρ Λάζαρι» (κατέβηκε ό κύρ Λάζαρος). Ό Λάζαρος Κουντουριώτης σπάνια κατέβαινε στήν άγορά, όμοιος καί σέ τούτο όπως καί σέ μερικά άλλα μέ τόν άρχαΐο Περικλή γιατί ήξερε καλά πώς μόνον άπό κάποια άπόστασι μπορεί νά κυβερνήση όχλο ναυτικόν. Τόν περισσότερον καιρό άπό τό σπίτι του, άπό τό πλατύ θαυμάσιο χαγιάτι του, έκοίταζε κάτω τήν "Υδρα, πού φαίνονταν σαν νάτανε όλη χτισμένη γιά τό χαγιάτι αύτό. Έτσι, τό νά κατεβή ό κύρ Λάζαρος καταντούσε «συμβάν» καί ό ψίθυρος «ούρούς κύρ Λάζαρι» κυριαρχούσε στις ψυχές καί έκανε τούς μεθυσμένους έκείνους θαλασσινούς νά ξενερώνουν καί, βγαίνοντας στις πόρτες, νά χαιρετούν μέ τό χέρι στό στήθος τόν πρόκριτο καί τόν καπετάνιο, πού πήγαινε, καμαρωτός γιά τήν τιμή, στό πλάγι τού Κουντουριώτη. Μόνον ένας άνθρωπος έμενε άσυγκίνητος μέσα στή γενική αύτήν έντύπωσι. Ήταν ένας θαλασσινός μεσόκοπος, άλλά στερεός σάν βράχος, πού μέσα σέ μιά ταβέρνα είχε βγάλει τό ψηλό τριγωνικό του φέσι, είχε άκουμπήσει στό χέρι τό βαρύ κεφάλι του μέ τό ψηλό καί στενό μέτωπό του, καί έξακολουθοΰσε τό παθητικό τραγούδι τής έλαφίνας: «...κι όπου εύρη γάργαρο νερό, θολώνει το καί πίνει...» Κάποιος πού βρέθηκε κοντά του τόν έσυρε άπό τό μανίκι. Καπετάν Άνδρέα, ούρούς κύρ Λάζαρι! Τσί λί ΐστ, μωρέ; είπε έκεϊνος καί τόν έκοίταξε άγριωπά, έτοιμος νά τού καταφέρη τήν τρομερή γροθιά του. Κύρ Λάζαρι, ούρούς κύρ Λάζαρι! Σάν νά ξύπνησε άπό όνειρο ό καπετάν Άνδρέας, φόρεσε άμέσως τό φέσι του, σιάστηκε μέ τα χέρια του, στυλώθηκε στά χονδρά του πόδια καί χαιρέτισε κι αύτός μέ τό δεξί χέρι στό στήθος. Ό Κουντουριώτης, πού όλους τούς άλλους τούς είχε χαιρετίσει καλοκάγαθα, έρριξε στον άνθρωπον αύτόν μιά ματιά γεμάτη παράπονο καί έπίπληξι, γιατί τόν ήξερε έξαιρετικόν, ύπέροχον, καί άπαιτοΰσε άπό αύτόν περισσότερο σεβασμό στον έαυτό του. Σαν νά ξεμέθυσε άπό τή ματιά έκείνη ό άνθρωπος, έτρεξε νά άκολουθήση τόν Κουντουριώτη καί τό Σαργόση. Βλέποντας όμως ότι έστρεψαν κατά τήν έκκλησία, όπου τούς έπερίμενε ό παπά-γιάννης, μέ κάμποσους καλογήρους στή γραμμή, άλλαξε δρόμο, τράβηξε κατά τά Καμίνια, μέ σκυφτό τό κεφάλι, μουρμουρίζοντας τις βλασφήμιες πού συνήθιζε, όταν τόν έπιαναν οί άγριοι θυμοί του τά μπουρίνια του.
Δέν αγαπούσε, δεν άγάπησε ποτέ του τά ράσα ό Θεμιστοκλής τής Νέας Ελλάδος. "Ασπρα, χιονάτα άπό το φρέσκο άφράτο άσβέστωμα λαμποκοπούσαν τά κελλιά, τό μακρύ χαγιάτι, οί τοίχοι τής εκκλησίας, ή αυλή του μοναστηριού λίγες λεϊμονίτσες καί δυό-τρείς ροδοδάφνες χάϊδευαν με τό τρυφερό τους πράσινο τά μάτια τά θαμπωμένα άπό τήν άσπράδα. Μέσα ό ναός όλόφωτος με όλα τά μανουάλια καί τούς πολυελέους αναμμένους, άν καί είχε τελειώσει ό έσπερινός. Απόρησε λίγο γιά τούτο ό καπετάν Σαργόσης, άλλα χωρίς νά πή τίποτε ακολούθησε τόν Κουντουριώτη καί τόν παπά-γιάννη, πού λίγο σκυφτός άπό εύλάβεια τούς ώδηγοΰσε. "Αναψαν δυό μεγάλες λαμπάδες, προσκύνησαν τις ασημένιες καί μαλαμοκαπνισμένες εικόνες, καί τότε ό ναυτικός έφερε ένα γύρω τά μάτια του καί τάρριξε ύστερα έπάνω άπό τό κεφάλι του, σε κάτι πού δέν έγνώριζε, σε κάτι πού δέν έπερίμενε, έναν μικρόν άλλά βαρύν πολυέλεον κατακίτρινον, πού κρέμονταν άπό μιά βαρειά άλυσίδα μπροστά στό κόνισμα τής Παναγίας. Ό Κουντουριώτης ακολούθησε τή ματιά του καί γιά μιά στιγμή τά τρία μάτια καρφώθηκαν μαζί στον κατακίτρινον πολυέλεο. "Υστερα ό Σαργόσης έζήτησε μέ τή ματιά του τόν παπά-γιάννη αύτοΰ όμως τό ψηλό ξηραγκιανό κορμί ήταν μισοκρυμμένο πίσω άπό τό μανουάλι, καί ό Σαργόσης, γυρίζοντας τά μάτια στον κύρ Λάζαρο, μουρμούρισε: Μά αύτός... μοιάζει... αύτός είναι. Ναί, καπετάν Μανώλη, είπε ό Κουντουριώτης, μέ τή μαλακή φωνή του, αύτός είναι ό πολυέλεος πού πήγαινες τάμμα στον "Aï-Ταξιάρχη στή Σύμη* άλλά πέρασε, βλέπεις, άπό τήν "Υδρα καί ή δική μας ή Παναγία τόν έζήτησε ή χάρι της θά σ άξιώση νά πας άλλο τάμμα στον "Αϊ-Ταξιάρχη σου. Καί πάλι, έπρόσθεσε σε λίγο ό κύρ Λάζαρος, άν ή ψυχή σου τό λέη νά τόν ξεκρεμάσης άπό τήν Παναγία μας, δικαίωμά σου είναι, καπετάν Μανώλη. Σαν άστραπή έπέρασαν τότε άπό τό νοΰ τού ναυτικού οί χθεσινές κουβέντες τού παπά-γιάννη άπάνω στή σκούνα, ή σημερινή υπερβολική φιλοφροσύνη τού Κουντουριώτη, τά παράξενα έμπα-έβγα του, τό πάρσιμο, τό χάσιμο καί ύστερα τό δόσιμο τού κομπολογιοΰ του, καί ένοιωσε αμέσως τό δίχτυ πού είχε γύρω του στηθή. Τό πρόσωπό του άναψε, έθύμωσε μέ τήν κουταμάρα τού Γκίκα Μπήκου τού λοστρόμου του, τήν πονηριά τού παπά-γιάννη, τού Κουντουριώτη τό τέχνασμα.
Έχτύπησε πολλές φορές τό πόδι του στο πλακόστρωτο, έφύσηξε βαρειά καί κρέμασε τό κεφάλι του. Καί πάλι, είπε ξανά ό κύρ Λάζαρος, αν σου τό λέη ή ψυχή σου νά τόν πάρης άπό τήν Παναγία μας... Ό Σαργόσης έκαμε μιά αποφασιστική χειρονομία, έσήκωσε τό κεφάλι του καί μέ φωνή παραπονεμένη είπε: "Ας είναι, κ έδώ καλά είναι κρεμασμένος. Καί πάλι σταυροκοπήθηκε καί προσκύνησε τήν Παναγία, πού του φάνηκε ότι τόν κοίταζε μέ τά μεγάλα μαύρα μάτια της καί τόν ευχαριστούσε γιά τήν προτίμησι. "Ενας αιώνας καί ένα τέταρτο τού αίώνος έπέρασεν άπό τότε. Στό μακρύ αυτό διάστημα πολλά πράγματα άλλαξαν στό ήρωϊκό νησί. Τώρα ή «μικρή Αγγλία» είναι φτωχή, ασήμαντη επαρχία, τά παιδιά της τά ατρόμητα, άγαποϋν πάντα τή θάλασσα καί μόνο τή θάλασσα άγαποϋν, άλλά δέν καβαλλικεύουν πιά κυρίαρχοι στά κύματά της τά πελώρια σφουγγαράδες ταπεινοί καί βασανισμένοι βουτούν στά βάθη τά άπρόσιτα, κυνηγώντας τό ζωόφυτο τό πλουτοφόρο καί άν κανένας δεν γυρίζη στήν πατρίδα του τό φθινόπωρο, κι αν μερικοί γυρίζουν λαβωμένοι, δέν είναι σκοτωμένοι, δεν είναι πληγωμένοι άπό τό Άλτζερίνικο κανόνι, εϊνε «χτυπημένοι» μόνον άπό τό άπαίσιο σκάφανδρο. Τώρα τού τρομερού ζαμπίτη τό παλάτι τό φρουριακό δέν ύπάρχει πιά γιά 640 ψωροδραχμές πουλήθηκε σ έναν πληβείο, καί ό άγοραστής ό άπειρόκαλλος τό γκρέμισε καί πούλησε στον Πειραιά τά οικοδομικά του υλικά. Ή σκοπιά του ή πυργωτή είν έτοιμη νά γκρεμιστή κι αύτή, κι άπό τήν πολεμίστρα του δέν άστράφτει πιά άγριωπό τό μάτι τού σκοπού, αλλά κάποιο πλουμιστό σαμαμίθι ρίχνει στό σπάνιο διαβάτη τή ματιά του τήν περίτρομη. Αίγα δενδράκια γηρασμένα μοναχά, μένουν μάρτυρες μελλοθάνατοι τού παλιού τρομερού μεγαλείου, πού τόσο άδοξα έχει πεθάνει. Τού Λαζάρου Κουντουριώτη τό αρχοντικό μένει πάντα ολόρθο, στερεό καί τό πλατύ χαγιάτι του κυριαρχεί περήφανα στήν "Υδρα, πού φαίνεται σαν νάναι χτισμένη γιά χατήρι του. Ό αξιόλογος όμως άνθρωπος πού άπολαύει άτάραχος τή θέα του, χωρίς νά είναι απόγονος τού κτήτορά του, μάταια ρίχνει καί ξαναρίχνει στή στέρνα τόν κουβά του, καί κάνει νά βουΐζη τό ύπόγειο- ό κουβάς άνεβάζει βρόχινο νερό, καλόπιοτο καί διάφανο, άλλά ποτέ του δέν ανέβασε ό τωρινός κουβάς ούτε ένα φλωρί Βενέτικο ή Όλλανδέζικο, ούτε ένα δίστηλο 'Ισπανικό. Τό «μοναστήρι» είναι τώρα μιά άπλή εκκλησία καί τά κελλιά του, άσπρα πάντα, χιονάτα, λαμπερά, χρησιμεύουν μόνον γιά γραφεία τής κοινότητος καί τό χαριτωμένο του καμπαναρειό, τό δαντελλένιο όλομάρμαρο καμπα-
ναρειό, γηρασμένο τώρα κι αύτό, τρεμάμενο, δέ μπορεί πια να κρατήση τις καμπάνες πού τόσες σήμαναν ώρες μεγάλες τον καιρό τής δόξας του. Κρέμεται όμως, πάντα άκατάλυτος, μπροστά στήν άσημένια Παναγιά ό βαρύς καί όλοκίτρινος πολυέλεος τού καπετάν Σαργόση* κι ό ξένος όπου προσκυνεΐ τή χάρι της, άκούει πάντα τήν περίεργη καί χαρακτηριστική τών καιρών έκείνων ιστορία του. Καμμιά φορά Συμαΐος ναύτης, σφουγγαράς, γυρίζοντας άπό τής Βεγγάζας τά άξενα παράλια (γιατί ό Υδραίος καπετάνιος τσουρμάρει όπου βρή γερά κορμιά), πατάει τής "Υδρας τά ιστορικά λιθάρια, καί μέ τή συντροφιά Υδραίου συναγωνιστή μπαίνει νά προσκυνήση τή Φανερωμένη. Καί τότε ό σύντροφος, κουτσά στραβά, τού λέει τήν Ιστορία του πολυελέου, πώς τόν έπήραν άπό τόν Ταξιάρχη τής πατρίδος του. Κι ό ναύτης ό Συμαΐος προσκυνάει τήν Υδραία Παναγιά καί άπαντάει; Κ εδώ καλά είναι κρεμασμένος. Κι άλήθεια. Που καλύτερα άπό τόν άθάνατο βράχο τής Ελευθερίας θά είχε τή θέσι του ό πολυέλεος πού άρπαξε μιά φορά ή άχαλίνωτη Ελευθερία άπό τά τυραννικά παλάτια τών Βουρβόνων!
ΙΩ. ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟ Y AO Y Αντιπρυτάνεως τοο Πανεπιστημίου Αθηνών Καθηγητοΰ Φιλοσοφίας Η ΙΔΕΑ ΤΗΣ ΠΡΟΟΔΟΥ1 Τήν έννοια τής προόδου συνήθως τήν ταυτίζουμε χωρίς νά τό καταλαβαίνομε με τήν έννοια τής έξελίξεως. 'Ομιλούμε γιά τήν πρόοδο ή έξέλιξι τής κοινωνίας, τής έπιστήμης, τής τεχνικής, του δικαίου. Επίσης ομιλούμε για τούς λαούς πού δέν έχουν άναπτυχθή, έξελιχθή καί τούς όνομάζομε ύποαναπτύκτους καί δέν εννοούμε τίποτε άλλο μ αύτό παρά ότι οί λαοί αύτοί δέν έχουν προοδεύσει. Καί τούτο πάλι σημαίνει ότι δέν έχουν άξιοποιήσει τά επιτεύγματα τού δυτικού πολιτισμού. Πρόοδος καί έξέλιξι όμως σημαίνουν μία κίνησι, ενα γίγνεσθαι πού κατευθύνεται προς τό μέλλον. Άλλα δέν είναι δυνατόν κάθε κίνησι καί κάθε «έξέλιξι» νά τήν ταυτίσωμε μέ τήν πρόοδο. Ή αέναη ροή ένός ποταμού είναι κίνησι, αλλά δέν είναι πρόοδος. Επίσης ή όργανική ζωή τών φυτών καί των ζώων, δηλαδή ή πορεία από τή μορφή τού σπόρου ή τού σπέρματος ως τήν τελική μορφή είναι έξέλιξι, αλλά δέν είναι πρόοδος.έπίσης καί τού ανθρώπου ή άνάπτυξι άπό τή μορφή τού έμβρύου ως τήν τελική του σωματική διάπλασι είναι μία κίνησι, μία έξέλιξι, αλλά δέν είναι πρόοδος. Ή κίνησι αυτή καί ή αλλαγή πού τήν συνοδεύει είναι φυσική, φυσιολογική καί εχει πάντοτε ενα τέλος, ένώ ή πρόοδος νοείται ώς κάτι πού δέν εχει τέλος. Ούτε τό φυτό, ούτε τό ζώο, ούτε ό άνθρωπος είναι δυνατόν νά μεταβάλη τό φυσικό του είναι. Ό άνθρωπος όμως εκτός άπό τό φυσικό του είναι, τή σωματική διάπλασι καί μορφή, ή όποια γίνεται κατά τόν φυσικό νόμο, όπως ακριβώς γίνεται καί ή διάπλασι τών άλλων ζωικών όντων, είναι τό μόνο πλάσμα πού εχει τή δυνατότητα νά συμπεριφέρεται προς τό φυσικό του είναι, δηλαδή προς τή ζωή του καί προς τόν θάνατό του. Αυτός είναι καί τό μόνο πλάσμα πού γνωρίζει ότι ζή. Ό άνθρωπος είναι ύποχρεωμένος όχι μόνο νά ζή, όπως όλα τάλλα πού ζοΰν, αλλά καί νά θέλη νά ζή, γιατί αύτός μόνος μπορεί καί νά καταστρέψη τή ζωή του. Ό άνθρωπος γιά 1. [Σ. Π.]. Άδείςι τοϋ συγγραφέως άναδημοσιεύομεν τό κατωτέρω άρθρον, τό όποιον παρουσιάζει ιδιαίτερον ένδιαφέρον καί έπικαιρότητα.
να είναι άνθρωπος καί για να ζήση ώς άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να προχωρήση πέρα άπό τήν άπλή φυσική κατάστασι. ΓΥ αυτό είναι καί ό μόνος πού έργάζεται. Μέ τήν έργασία του μεταβάλλει τό περιβάλλον του, τή φύσι πού τον περιβάλλει, καί μέ τή μεταβολή αυτή τούτο είναι τό παράδοξο καταβάλλει, δηλαδή καλλιεργεί τον έαυτό του. νηδη μέ τή γλώσσα, τό σύστημα τών συμβόλων πού χρησιμοποιεί, ύψώνεται πάνω άπό τήν άπλή φυσική κατάστασι καί δημιουργεί ένα δεύτερο κόσμο. Επίσης μέ τό σύστημα των εργαλείων, τά όποια έπινοεϊ καί κατασκευάζει, άπομακρύνεται άπό τό άπλό φυσικό είναι, όπου παραμένουν όλα τάλλα είδη ζωής. Τά παραδείγματα αύτά άποδεικνύουν ότι δέν αρκεί ή άπλή φυσική άνάπτυξι γιά να γίνη ό άνθρωπος άνθρωπος, αλλά απαιτούνται ώρισμένα βήματα, μέ τά όποια προχωρεί πέρα άπό τήν άπλή του φυσική κατάστασι. Ό δρόμος πού ανοίγει ό άνθρωπος μέ τά βήματα αυτά δέν έχει τέλος. Ό δρόμος αύτός τού άνθρώπου είναι ό ιστορικός δρόμος, καί έδώ δέν ύπάρχει τέρμα. Ό άνθρωπος ώς ιστορικόν ον δημιουργεί, καί καθώς δημιουργεί προχωρεί άπό τή μία κατάστασι στήν άλλη. Τό σύνολον αύτής τής δημιουργίας όνομάζεται πολιτισμός. Ή φύσι είναι άφ έαυτής, είναι άπό μόνη της ό,τι είναι, ενώ ό πολιτισμός δημιουργεΐται άπό τόν άνθρωπο. Έδώ δέν υπάρχει τίποτα τό αύτόματον. Μέ τόν πολιτισμό μεταβάλλει ό άνθρωπος όλα γύρω του καί έμμέσως τόν έαυτόν του καί τούτο διότι άνθρωπος γίνεται μόνο μέ αύτήν τήν μεταβολή.τά βήματα, μέ τά όποια ό άνθρωπος προχωρεί πέρα άπό τήν άπλή φυσική κατάστασι καί μέ τά όποια άπομακρύνεται άπό τή φύσι, συνιστούν τήν πρόοδο, δηλαδή τόν δρόμον έκεϊνον πού άνοίγει ό άνθρωπος έξ αρχής γιά νά γίνη καί νά είναι άνθρωπος. Δέν νοείται ό άνθρωπος χωρίς αύτά τά άλματα, μέ τά όποια ύπερνικςΐ τήν άπλή φυσική κατάστασι. Πρόοδος συνεπώς υπάρχει μόνον γιά τόν άνθρωπο. Ή φύσι δέν προοδεύει. Θά ήταν τώρα δυνατόν νά όρίσωμε τήν πρόοδο ώς μία κίνησι καί προσπάθεια τού άνθρώπου προς τό τέλειον. 'Η κίνησι όμως αύτή είναι πάντοτε σχετική, δηλαδή ένώ έπιδιώκει τό τέλειον, δέν έχει ποτέ τέλος. Έξ άλλου μόνον ένα άτελές ον είναι δυνατόν νά προοδεύη. Καί τούτο ακριβώς είναι ό άνθρωπος. Τό τέλειον ον όπως νοείται ό Θεός δέν έχει άνάγκη άπό ό,τι όνομάζομε πρόοδο. Αλλά καί μιά άπλή μορφή ζωής, όπως είναι τό φυτό, είναι στό είδος του καί στό είναι του τέλειο, δηλαδή ούτε αύτό προοδεύει. Γεννιέται, άναπτύσσεται, άκμάζει καί παρακμάζει καί τέλος πεθαίνει, χωρίς ποτέ νά μεταβάλη τό είναι του, δηλαδή νά προοδεύση. Είναι συνεπώς καί αύτό ώς πρός τό είδος του τέλειο. Μέ τή ζωή του δέν προσθέτει τίποτα στό είναι του. "Ο,τι είναι, είναι. Έδώ δέν υπάρχει μεταβολή, ούτε υπάρχουν άλματα προόδου. Ό άνθρωπος μόνον, όσον παράδοξο καί άν φαίνεται τούτο, είναι άτελής. Επίσης καί όλα τά έργα τού άνθρώπου είναι άτελή. Κανένα έργο του δέν είναι τέλειο μέ τήν έννοια ότι
δεν εΐναι δυνατόν ή νοητόν νά ξεπερασθή άπό ένα άλλο. Μπορούμε λοιπόν νά είποΰμε ότι, άκριβώς έπειδή ό άνθρωπος έχει τή δύναμι να δημιουργήση, γι αυτό είναι καί άτελής. Μέ άλλα λόγια επειδή μόνον αυτός άνοίγει τον ατελεύτητο δρόμο τής προόδου, είναι συγχρόνως καταδικασμένος νά είναι πάντοτε καθ οδόν, δηλαδή τό έργον του ούτε προς τά μέσα ούτε προς τά έξω τελειώνει ποτέ. Άπό τήν άποψι αυτή όλα τά έργα τοϋ άνθρώπου, αν συγκριθοϋν μέ τά έργα τής φύσεως, ύστεροϋν άκριβώς έπειδή καί τούτο είναι τό παράδοξον άκριβώς επειδή εδώ υπάρχει ή πρόοδος. Γιά τήν άτέλειά του βεβαιώνεται ό άνθρωπος όταν άκριβώς συνειδητοποιήση τον ατελεύτητο δρόμο, πού ό ίδιος άνοιξε μέ τό πνεύμα του. Ό ατελεύτητος αυτός δρόμος όνομάζεται ιστορία, ιστορικό γίγνεσθαι καί πολιτισμός. Ό Χριστιανισμός, χωρίς νά άρνηθή αυτή τήν ιστορική πορεία του άνθρώπου, εισάγει τήν έννοια τοϋ τέλους, τής ιστορίας δηλαδή του τελικού σκοπού. Τελικός σκοπός τής ιστορίας είναι, λέγει, ή βασιλεία τού Θεού. Ή ιστορία δέν είναι πλέον μία άτελεύτητη προσπάθεια τού άνθρώπου, άλλα μία προσχεδιασμένη διαδικασία, ή όποια θά καταλήξη στή βασιλεία τού Θεού. Ή έννοια τής προόδου δέν καταργεΐται άπό τόν Χριστιανισμό, άλλά προσλαμβάνει τώρα περιεχόμενο άπόλυτο, ένώ πριν τό περιεχόμενό της ήταν σχετικό γιατί δέν υπάρχει τέλος, δηλαδή τελικός σκοπός. Ό τελικός σκοπός τής ιστορίας είναι τώρα ή βασιλεία τού Θεού. Είναι πολύ διδακτικό νά παρακολουθήση κανείς τις μεταμορφώσεις πού ύπέστη ή φιλοσοφία αυτή τής ιστορίας άπό τήν έποχή τού Αυγουστίνου ώς σήμερα. Άπό τήν μελέτη τών συστημάτων αυτών θά πεισθή δτι όλα, είτε είναι χριστιανικά είτε άντιχριστιανικά, είτε τό ομολογούν είτε δέν τό όμολογοΰν, τά συστήματα αύτά είναι παραλλαγές ή παραμορφώσεις τού χριστιανικού σχήματος, δηλαδή τής χριστιανικής έρμηνείας τής ιστορίας. Έτσι ό Έγελος στή θέσι τής βασιλείας τού Θεού τοποθετεί τή συνείδησι τής έλευθερίας ώς σκοπό τής ιστορίας, ό Μάρξ τήν προσδοκία μιας έπίγειας εύδαιμονίας, ό Κόντ τή βασιλεία τής έπιστήμης καί βιομηχανίας. "Ολα τά συστήματα αυτά έχουν ώς άξονες τών σκέψεών των τήν ιδέα τής προόδου καί τήν ιδέα τής βασιλείας τού Θεού, άδιάφορο άν τήν παραμορφώνουν. Σκοπός τής ιστορίας δέν είναι γι αυτά ή βασιλεία τού Θεού, ούτε ή σωτηρία τού άνθρώπου, ή όποια είναι χάρισμα τού Θεού προς τόν άνθρωπο, άλλά ή ευτυχία, ή εύδαιμονία καί ή κοσμική τελείωσι τού άνθρώπου. Κάθε βελτίωσι τής κοινωνίας καί κάθε θυσία τών άτόμων συντελεί στήν μελλοντική ευτυχία καί ευδαιμονία τών άνθρώπων. Αύτό είναι ό μύθος, τόν όποιον προβάλλουν τά συστήματα αυτά προς τό άβέβαιον μέλλον τού άνθρώπου. Δύο βασικά πράγματα, όμως, έκτος τών άλλων, παραγνωρίζουν τά συστήματα αύτά. Τό πρώτο είναι ότι ό άνθρωπος είναι τραγικός καί συνεπώς μόνον τό πάθος του ήμπορεϊ νά ήρεμήση ή νά εύτυχήση, καί δεύτερον
ότι δέν ύπάρχει εύδαιμονία, άλλα πικρός μόχθος καί άτελεύτητη προσπάθεια. Είναι εύκολο νά μετακινή κανείς τήν εύτυχία των άνθρώπων προς τό μέλλον, άφοϋ είναι βέβαιον ότι δέν μπορεί νά τούς τήν δώση στο παρόν, όταν άγωνίζωνται καί μοχθουν. Ή ιδέα τής προόδου είναι γέννημα κυρίως του δέκατου όγδοου αίώνος. Οί άνθρωποι του αίώνος τούτου καί μάλιστα οί κορυφαίοι συγγραφείς είναι κυριευμένοι άπό τήν Ιδέα αύτήν. Ή Γαλλία είναι ή κατ έξοχήν χώρα, όπου θριαμβεύει κατά τήν εποχήν αυτή ή ιδέα τής προόδου. Ή πάλη μεταξύ παλαιού καί νέου, μεταξύ παλαιών καί νέων Ιδεών καταλήγει στήν έπικράτησι τών νέων ιδεών. Τήν πάλη αύτήν διεξάγουν στή Γαλλία ό Φοντενέλ, στήν Αγγλία ό Σουΐφτ, στήν Ιταλία ό Βίκο καί στή Γερμανία ό Λέσινγκ. Στήν έποχή μας είναι ή Αμερική ή χώρα, τήν οποίαν έχει κατακτήσει ή ιδέα τής προόδου, ιδίως μετά τόν δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όπότε ή Εύρώπη έχασε τήν κυριαρχία στον κόσμο. Γενικώτερα ή Δύσις είναι σήμερα ταυτόσημη μέ τόν χώρο όπου ή πρόοδος σημειώνει μεγάλα βήματα. Άπό τάλλο μέρος είναι ό μεγάλος άνταγωνιστής τής Αμερικής, ή Ρωσία, όπου ή έκβιομηχάνισις μετά τήν έπανάστασι καί κυρίως μετά τόν δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, μετέβαλε τήν όψι τής χώρας αύτής, άν καί ή τεχνική πρόοδος εδώ περιορίζεται σέ πολεμικά μέσα. Δύο φιλοσοφικά καί κοσμοθεωρητικά συστήματα έπηρεάζουν τήν πορεία τής προόδου στις δύο αύτές μεγάλες χώρες. Στήν Αμερική είναι ό έπιστημονικός θετικισμός τού Αύγούστου Κόντ, ενώ στή Ρωσία είναι ό Μαρξισμός. Πέρα όμως άπό τά σχήματα αύτά, τά όποια άποτελοϋν τήν επιφάνεια, στό βάθος ή τεχνική πρόοδος συντελείται στά έπιστημονικά εργαστήρια τών χωρών αύτών, τά όποια κατά βάθος έργάζονται άνεξάρτητα άπό κοσμοθεωρητικά δόγματα. Αλλά ή ώθησις καί ή άρχική βούλησις προς τήν πρόοδο δέν προέρχεται άπό τις χώρες αύτές, άλλά άπό τήν Εύρώπη καί άπό τήν θεωρητική θεμελίωσι τής έννοιας αύτής, ή όποια έγινε άπό τούς συγγραφείς τής Εύρώπης. Έδώ άπό τις άρχές τού δεκάτου ενάτου αίώνος, όπότε άρχίζει καί ή έκβιομηχάνισις τής Εύρώπης, ή πρόοδος είναι όχι μόνον μόνιμο βίωμα τών άνθρώπων, άλλά καί έπίτευγμα άντικειμενικό. Ή καταπολέμησις τών έπιδημιών, τών άσθενειών καί τής πρωίμου θνησιμότητος, ή κοινωνική άσφάλισις, ή διάδοσις τής λαϊκής παιδείας μέ τήν άναγκαστική φοίτησι στά σχολεία, ή αύξησις του πληθυσμού είναι γεγονότα άντικειμενικά, τά όποια κανείς δέν μπορεί νά άρνηθή. Τά γεγονότα αύτά άλλαξαν τήν όψι τής Εύρώπης κατά τόν δέκατον ένατον αιώνα. Παράλληλα προς όλα αύτά έρχεται ή οικονομική πρόοδος, ή όποια έγενίκευσε ό,τι άλλοτε έφαίνονταν πολυτέλεια, δηλαδή τήν καλή διατροφή. Ή πολυτέλεια έγινε τώρα κοινή άνάγκη καί ή στάθμη τής ζωής ύψώνεται συνεχώς καί διότι ή μία άνάγκη γεννάει τήν άλλη καί διότι υπάρχουν τά μέσα προς πλήρωσιν αύτών τών άναγκών.
'Η πρόοδος λοιπόν στήν Ευρώπη δεν είναι πια μία Ιδεολογία ή όπτασία εύτυχοϋς μέλλοντος, άλλά ένα ιστορικό γεγονός. Ή επιστημονική τεχνική καί βιομηχανία απλώνεται σήμερα σε όλα τα μέρη τής γης. Στή Ρωσία μάλιστα καί στήν Κίνα, τά δύο αυτά δημιουργήματα του εύρωπαϊκοΰ πολιτισμού, δηλαδή ή τεχνική καί ή βιομηχανία, συνοδεύονται άπό τόν Μαρξισμό, ό όποιος στις χώρες αύτές θεωρείται ώς ό πρόσκοπος καί δημιουργός τής προόδου. Τήν στασιμότητα, ή όποια υπήρχε άπό αιώνες στή ζωή τών λαών τής Ασίας καί μάλιστα στή Ρωσία, στήν Κίνα καί στις Ινδίες, τήν διαδέχεται τώρα μία άνατροπή, ή οποία προέρχεται όχι άπό τόν κομμουνισμό, ό όποιος διατηρεί πάντοτε τόν παλαιό δογματικό του χαρακτήρα, αλλά άπό τήν διάδοσι τής τεχνικής καί βιομηχανίας. Καί τά δύο αυτά φαινόμενα είναι άνεξάρτητα άπό τόν κομμουνισμό, καί άπλώνονται παντού επάνω στή γή με μιά δίκιά τους νομοτέλεια. 'Η πρόοδος καί ώς έννοια καί ώς ιστορικόν γεγονός είναι καθ έαυτήν ακόρεστη καί άμετρη, γιατί όσο περισσότερα κατορθώνει μ αύτήν ό άνθρωπος, τόσο περισσότερα ζητάει. Εδώ δεν υπάρχει ούτε όριο, ούτε φραγμός. "Ομως γιά να καταλάβωμε εις βάθος τήν έννοια καί τό γεγονός τής προόδου, πρέπει νά παρακολουθήσωμε τήν πορεία τής φυσικής επιστήμης, γιατί χωρίς αύτήν δεν θά ήταν δυνατή ή πρόοδος. Ή πρόοδος τής τεχνικής καί τής βιομηχανίας είναι συνδεδεμένη στενώτατα μέ τήν φυσική επιστήμη καί τά νήματά της κατά τόν δέκατον ένατον καί εικοστόν αιώνα. Ή φυσική έπιστήμη, ή όποια έγεννήθη κυρίως κατά τόν δέκατον έβδομον αιώνα καί εκτοτε έλαβε καταπληκτική άνάπτυξι, θεωρείται άπό τότε ώς σήμερα ή κατ έξοχήν έπιστήμη. Τό πρότυπο τής έπιστήμης αυτής ήταν τό διάγραμμα καί τό αίτημα τού Ντεκάρτ περί τής γενικής μαθηματικής έπιστήμης γιά τήν έξήγησι καί τήν κυριαρχία τών φυσικών δυνάμεων. Επίσης ή έπιστήμη τού σύμπαντος, όπως ώνόμασε ό Κάντ τή μαθηματική φυσική τού Νεύτωνος, ήταν γιά τόν πρώτον ή κατ έξοχήν έπιστήμη. Τόση ήτο ή γοητεία τής φυσικής έπιστήμης, ώστε ό Κόντ αργότερα ώνόμασε τήν κοινωνική έπιστήμη «κοινωνική φυσική». Τούτο όμως δέν έμπόδισε τόν "Εγελο καί έπειτα τόν Μάρξ, νά θεωρήσουν τήν ιστορική έπιστήμη ώς εύρύτερη καί θεμελιωδέστερη τής φυσικής καί νά έξαρτήσουν άπ αύτήν καί άπό τήν φιλοσοφία τής ιστορίας τήν μεταβολή τού κόσμου. 'Η γαλλική έπανάστασι συνετέλεσε πολύ ώστε νά δημιουργηθή ή πεποίθησις ότι ό άνθρωπος μπορεί νά διαμορφώση τά πράγματα τής κοινωνίας κατά τήν βούλησί του. 'Η ιστορική πραγματικότης γίνεται τώρα, έκτος άπό τήν φυσική πραγματικότητα, τό κεντρικό πρόβλημα τού άνθρώπου. Ή προβολή όμως αυτή τής ιστορικής ζωής καί ή σημασία της δέν αποτελεί τήν αιτία τής άλλαγής,
οΰτε τον λόγο τής προόδου. Ή άλήθεια είναι δτι ή ίστορία άπέκτησε τώρα μεγαλύτερη σημασία καί έγινε ένα άπό τά βασικά προβλήματα του άνθρώπου, έπειδή άκριβώς ή φυσική επιστήμη με τήν πρόοδο πού έφερε έπροξένησε τις ριζικές άλλαγές τής ιστορικής πραγματικότητος. Δεν είναι λοιπόν στον αιώνα μας τόσον τά δόγματα των κοινωνικών θεωριών, όσο ή φυσική έπιστήμη, ή όποια άνέτρεψε μέ τις έφαρμογές της, δηλαδή με τήν τεχνική καί βιομηχανία, τήν ιστορική πραγματικότητα. Αυτή είναι ή κατ έξοχήν επαναστατική έπιστήμη. Αυτή μεταβάλλει μέ τις τεχνικές έφαρμογές της συνεχώς τήν ιστορική παράδοσι τών λαών καί συγχρόνως καταστρέφει τήν ιδιοτυπία τού κάθε λαού. Ή φυσική έπιστήμη είναι ή αιτία πού ή ίστορία μεταβάλλεται σήμερα ριζικώς καί μάλιστα τόσον, ώστε είναι δύσκολο νά διατηρηθή ή φυσιογνωμία ένός λαού. Έδώ άκριβώς ή πρόοδος φαίνεται νά τούς άπειλή τήν ίστορική συνείδησι τών λαών. Διότι έφ όσον ή φυσική έπιστήμη προχωρεί καί μέ τις έφαρμογές της προοδεύει ή ζωή, είναι φυσικόν νά άφανίζη τούς προηγούμενους ιστορικούς τρόπους ζωής καί μαζί μ αυτούς καί τήν ιδιοτυπία τών λαών. Αξίζει νά άναφέρωμε έδώ δύο άνδρες, οί όποιοι προφητικώς σχεδόν προδιέγραψαν αυτή τήν έξέλιξι του ευρωπαϊκού πνεύματος. Οί άνδρες αυτοί είναι ό Ρογήρος Βάκων, φραγκισκανός μοναχός του δεκάτου τρίτου αίώνος, καί ό Φραγκίσκος Βάκων τού δεκάτου έκτου αίώνος. Ό πρώτος συνδυάζει ακόμη τά μαθηματικά μέ τή μαγεία, τήν άλχημεία καί τήν άστρολογία. Μαγεία καί μαθηματική φυσική έπιστήμη, έτσι πιστεύει, πρέπει νά δαμάσουν τις δυνάμεις τής φύσεως καί νά τις υποτάξουν στήν κυριαρχία τού άνθρώπου. Ό ίδιος έσχεδίασε μία πειραματική έπιστήμη, ή όποια έχει σκοπό νά μεταβάλη καί νά έξουσιάση πρακτικώς τις δυνάμεις τής φύσεως. Ή λέξις πείραμα έσήμαινε τότε ακόμη μία μαγική πραξι. Μ αυτήν έξουσίαζε κανείς τούς άνθρώπους καί τό περιβάλλον. Ό ίδιος έσχεδίαζε αυτόματα πλοία, άεροπλάνα καί υποβρύχια γιά νά αύξήση τή δύναμι του άνθρώπου καί νά έλευθερώση τις μυστικές δυνάμεις τής φύσεως. Ή έπιστήμη δέν ήταν γι αυτόν θεωρία, άλλά πρακτική ένέργεια. Ή νέα αύτή πειραματική έπιστήμη θά συνέτεινε νά ένισχυθή ή κυριαρχία τού Πάπα. Κατά τή γνώμη του μία χριστιανική οικουμενική πολιτεία ήταν δυνατόν νά θεμελιωθή μόνον μέ τήν έπιστημονική, τεχνική έξουσίασι τού κόσμου. Ό δεύτερος, ό Βάκων, ό φιλόσοφος στήν ούτοπία του, δηλαδή τό έργο του πού τό όνομάζει «Νέα Άτλαντίδα», θέτει ώς κύριο πρόγραμμα τήν πρόοδο τής έπιστήμης. Ή γνώσις τώρα ταυτίζεται μέ τή δύναμι. "Οσο πιό πολλά γνωρίζει κανείς, τόσο περισσότερο έξουσιάζει τή φύσι. Ή έπιστήμη, λέγει, πρέπει νά γίνη πρακτική, ώφέλιμη, γιά νά ίδρύση τήν βασιλεία τού άνθρώπου. Ό Βάκων συνέκρινε τόν έαυτόν του μέ τόν Κολόμβο, καί γι αύτό ώνόμασε τό έργο του «Νέα Άτλαντίδα». Ό Βάκων όραματίζεται τήν έπιτά-