Η ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ ΣΛΑΒΩΝ ΤΟΝ 18ο ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΙΣΟ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ Αντώνιος-Αιμίλιος Ν. Ταχιάος Η ακτινοβολία την οποία είχαν κατά τη διάρκεια του βυζαντινού κράτους τα ελληνικά γράμματα στον κόσμο των Σλάβων γενικώς, αλλά ιδιαιτέρως σε εκείνον των Βαλκανίων, έχει επανειλημμένως απασχολήσει τον κύκλο των ειδικών και έχει καταδείξει μία εκτεταμένη ελληνική πνευματική και πολιτιστική επιρροή σ αυτούς. Αναγνωρίζοντας την υπεροχή της βυζαντινής αυτοκρατορίας ως ισχυρού κράτους αλλά και ως κέντρου της Ορθοδοξίας, από το οποίο είχαν και αυτοί λάβει τη χριστιανική πίστη, οι Σλάβοι δέχονταν όχι μόνο ανεπιφυλάκτως αλλά και με εμφανή δίψα τα από το Βυζάντιο προερχόμενα πολιτιστικά αγαθά και τις πνευματικές αξίες. Η διαδικασία αυτή, η οποία διήρκεσε αιώνες ολόκληρους, άρχισε να διαφοροποιείται, ελαφρώς μεν μετά την πτώση του Βυζαντίου, εμφανέστερα δε από τον 18ο αιώνα και μετά, διότι στη διάρκεια αυτού του αιώνα άρχισε να διαμορφώνεται στους σλαβικούς λαούς των Βαλκανίων η έννοια του έθνους, καθώς και η τάση αποδέσμευσής τους από μόνιμη εξωτερική επιρροή. Για την κατανόηση αυτής της διαδικασίας είναι απαραίτητο να προβούμε σε μία σύντομη ιστορική αναδρομή, ώστε να επισημάνουμε τα βασικά δεδομένα, στη συνέχεια δε να επισημάνουμε σε γενικές γραμμές τη διαδικασία που ακολούθησε η εξάσκηση επιρροής των ελληνικών γραμμάτων επί των βαλκανίων Σλάβων. Το πρώτο βαλκανικό σλαβικό κράτος το οποίο κατακτήθηκε από τους Τούρκους ήταν η Βουλγαρία, η οποία και υποτάχθηκε ολοκληρωτικά σ αυτούς το έτος 1393. Οι συνέπειες αυτής της κατάκτησης ήταν φοβερές η χώρα επλήγη οικονομικώς και πέρασε σε ένα βαθύ πνευματικό σκοτάδι.
2 Στη συνέχεια, μετά το έτος 1415, καταλύθηκε το Βουλγαρικό Πατριαρχείο του Τυρνόβου και η Εκκλησία της Βουλγαρίας υπήχθη στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Τις μητροπολιτικές έδρες στη Βουλγαρία καταλάμβαναν πλέον Έλληνες μητροπολίτες, τους οποίους διόριζε το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Από τον 16ο αιώνα ήδη άρχισαν να εισρέουν στη Βουλγαρία προτεστάντες και ρωμαιοκαθολικοί ιεραπόστολοι με σκοπό να προσηλυτίσουν τον πληθυσμό και, προκειμένου να επιτύχουν τους στόχους τους, διέδιδαν βιβλία στη βουλγαρική γλώσσα και ενίσχυαν τον εθνικό πατριωτισμό, με σκοπό να τους αποξενώσουν από την ελληνική επίδραση. Παρά τις μεγάλες προσπάθειες, κυρίως των Φραγκισκανών ιεραποστόλων, ο απολογισμός του έργου τους ήταν πολύ περιορισμένος, δεδομένου ότι οι Βούλγαροι, εμμένοντας στην Ορθοδοξία, παρέμεναν συγχρόνως και αποδέκτες των ελληνικών πνευματικών επιδράσεων. Εντούτοις η δράση των ιεραποστόλων εισήγε νέα στοιχεία σκέψης και αντίληψης για την ιστορική πραγματικότητα και τα αποτελέσματα αυτών άρχισαν να γίνονται όλο και πιο φανερά. Ανάλογες μεταβολές συνέβαιναν και στον κόσμο των Σέρβων, των οποίων η χώρα καταλήφθηκε από τους Τούρκους σταδιακά κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα. Η τουρκική κατάκτηση βύθισε και αυτή τη χώρα σε υποτονική πνευματική κατάσταση. Συνέπεια αυτής της εξέλιξης ήταν να καταργηθεί η αυτοκέφαλη σερβική Αρχιεπισκοπή Πεκίου και να αρχίσει βαθμηδόν η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος να υπάγει στη δική της δικαιοδοσία τις σερβικές περιοχές. Σε έγγραφο του μητροπολίτη Κορυτσάς Δανιήλ του 1694 η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος ονομάζεται «Πρώτης Ιουστινιανής, Αχριδών και πάσης Βουλγαρίας, Μακεδονίας, Αλβανίας και λοιπών». Εννοείται ότι η επίσημη γλώσσα αυτής της Αρχιεπισκοπής, της οποίας οι αρχιεπίσκοποι ήταν Έλληνες, ήταν η ελληνική, όλα δε τα έγγραφά της που έχουν διασωθεί, μέχρι την κατάργησή της το 1767 και
3 την υπαγωγή της στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, είναι επίσης γραμμένα στα ελληνικά. Η τουρκική κατάκτηση επέφερε όμως και μία άλλη εξέλιξη στις σχέσεις των σλαβικών βαλκανικών λαών με τον ελληνικό από τη στιγμή που καταργήθηκαν τα μεσαιωνικά σύνορα των κρατών της Βαλκανικής και όλα αυτά υπήχθησαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, άρχισε μία ελεύθερη διακίνηση πληθυσμών, ιδίως μέσα στα πλαίσια του εμπορίου και των οικονομικών συναλλαγών, γεγονός που οδήγησε σε μία καλύτερη αλληλογνωριμία των λαών. Επόμενο ήταν, μετά την εξέλιξη αυτή, και μάλιστα την εκκλησιαστική υπαγωγή των βαλκανίων Σλάβων στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία Ελλήνων ιεραρχών, η ελληνική γλώσσα να γνωρίσει μία μεγάλη διάδοση, γεγονός που χρησιμοποιήθηκε από Βουλγάρους ιστορικούς ως απόδειξη προσπάθειας δήθεν των Ελλήνων να εξελληνίσουν τους Βουλγάρους. Αυτή την άποψη όμως έχει επισημάνει ως λανθασμένη ο διαπρεπής Βούλγαρος ιστορικός Γιορντάν Ιβανόφ. Η διάδοση της ελληνικής γλώσσας μεταξύ των βαλκανίων Σλάβων ήρθε ως συνέπεια πρώτον της οικονομικής άνθησης των Ελλήνων και δεύτερον της δυνατότητας που αυτή παρείχε για την πρόσβαση σε γραπτά μνημεία λόγου ανώτερης ποιότητας, μάλιστα δε και εκφραστικά των νεοτέρων θεωριών, οι οποίες εκπήγαζαν από την γνωριμία με τον δυτικό κόσμο. Είναι πολύ χαρακτηριστική η περίπτωση διακήρυξης της ανωτερότητας της ελληνικής γλώσσας από έναν βλαχόφωνο ιερέα από τη Μοσχόπολη της Βορείου Ηπείρου. Πρόκειται για την έκδοση του έργου: Εισαγωγική διδασκαλία περιέχουσα λεξικόν τετράγλωσσον των τεσσάρων κοινών διαλέκτων, ήτοι της απλής Ρωμαϊκής, της εν Μοισία Βλαχικής, της Βουλγαρικής και της Αλβανιτικής. Το έργο αυτό γράφηκε από τον Βλάχο την καταγωγή ιερέα Δανιήλ τον Μοσχοπολίτη και πιθανότατα κυκλοφόρησε δύο φορές, το 1793/94 και το 1802. Και μόνος ο τίτλος του έργου είναι δηλωτικός των γλωσσών που
4 ήταν σε χρήση στη νοτιοδυτική βαλκανική, εκείνο όμως που εκπλήσσει είναι ο πρόλογος του έργου, ο οποίος είναι γραμμένος σε στίχους. Εδώ διαβάζουμε: Αλβανοί, Βλάχοι, Βούλγαροι, αλλόγλωσσοι χαρήτε, Κ ετοιμασθήτε όλοι σας Ρωμαίοι να γενήτε, βαρβαρικήν αφήνοντες γλώσσαν, φωνήν και ήθη, οπού στους απογόνους σας να φαίνονται σαν μύθοι. Γένη σας να τιμήσετε, ομού και τας πατρίδας, τας αλβανοβουλγαρικάς κάμνοντες ελληνίδας. Και παρακάτω λέει: Νέοι Βουλγάρων χαίρετε, Αλβανιτών και Βλάχων, διάκονοι, πρεσβύτεροι μεθ ιερομονάχων, Ξυπνίσατε από τον βαθύν ύπνον της αμαθείας, ρωμαίϊκια γλώσσα μάθετε, μητέρα της σοφίας. Στη συνέχεια αναφέρεται στην ευεργετική χειρονομία του μητροπολίτη Πελαγονίας να εκδώσει το έργο του, Ρωμαίϊκια γλώσσα θέλωντας τους πάντας να διδάξη, και τα βουλγαραλβανικά ήθη να μεταλλάξη. Είναι πια φανερό ότι εδώ έχουμε μία αναγνώριση της υπεροχής της ελληνικής γλώσσας έναντι αυτής των Βουλγάρων, Αλβανών και Βλάχων, για τον λόγο ακριβώς ότι η γλώσσα αυτή άνοιγε τον δρόμο προς απόκτηση γνώσεων υψηλής στάθμης. Η διάδοση αυτή της ελληνικής γλώσσας και παιδείας προσέκρουσε σε μία αναπάντεχη βουλγαρική αντίδραση, η οποία προήλθε από το Άγιον Όρος. Το 1762 ο Βούλγαρος μοναχός Παΐσιος της Μονής Χιλανδαρίου συνέγραψε μία Σλαβοβουλγαρική Ιστορία, με την οποία προσπάθησε να αφυπνίσει τον βουλγαρικό εθνικισμό, πράγμα το οποίο τελικώς και πέτυχε. Το έργο του γνώρισε πολλά αντίγραφα και είχε μία ευρύτατη διάδοση μεταξύ των Βουλγάρων. Πολύ σωστά ο Παΐσιος
5 θεωρείται αυτός που αναγέννησε το βουλγαρικό έθνος. Στον πρόλογο τού έργου του ο Βούλγαρος μοναχός προτρέπει τους συμπατριώτες του να γνωρίσουν την ιστορία τους, να μη δελεάζονται από την ελληνική παιδεία και γλώσσα, ούτε από την «πολιτική» των Ελλήνων. Γράφει συγκεκριμένως: Μερικοί δεν επιθυμούν να γνωρίζουν για το βουλγαρικό τους γένος, αλλά στρέφονται προς ξένο πολιτισμό και ξένη γλώσσα, δεν μεριμνούν δε για τη δική τους βουλγαρική γλώσσα, αλλά μαθαίνουν να διαβάζουν και να μιλούν ελληνικά, ντρέπονται δε να λέγονται Βούλγαροι. Είναι προφανές ότι αυτός, ο κατά τα άλλα απλοϊκός και μέτριας μόρφωσης μοναχός, ο οποίος ενέσκυψε στη μελέτη ιστορικών πηγών, ένιωσε να ξυπνά μέσα του ένα ένδοξο παρελθόν του βουλγαρικού λαού, το οποίο προσπάθησε με το έργο του να το επαναφέρει στο παρόν. Σημειώνει επιπροσθέτως ότι, ενώ υπάρχουν λαοί πολύ πιο σοφοί από τους Έλληνες, οι τελευταίοι αυτοί δεν εγκαταλείπουν τη γλώσσα τους για να αφομοιωθούν από εκείνους τους λαούς. Με αυτόν τον τρόπο ο Παΐσιος προσπάθησε να ανακόψει τη ροπή των Βουλγάρων προς την ελληνική μόρφωση, κίνηση η οποία, κατά την άποψή του, θα είχε ως τελικό αποτέλεσμα τον εξελληνισμό τους και την εξαφάνιση της βουλγαρικης τους ταυτότητας. Παρά τον έντονο τρόπο με τον οποίο ο μοναχός Παΐσιος αντέδρασε στην κλίση των Βουλγάρων προς την ελληνική γλώσσα και παιδεία, και παρά τη μεγάλη διάδοση που είχε το έργο του, τα ελληνικά γράμματα δεν έπαψαν να συγκινούν τους Βουλγάρους. Είχε προηγηθεί η γνωριμία τους με αυτά από παλαιότερες εποχές, τότε που έργα ελληνικά κυκλοφορούσαν σε βουλγαρική μετάφραση και γνώριζαν πολύ μεγάλη διάδοση μέσα στους βουλγαρικούς κύκλους. Θα πρέπει εδώ να μνημονευθεί το έργο Θησαυρός του Δαμασκηνού Στουδίτου, ο οποίος έζησε τον 16ο αιώνα. Το έργο αυτό του Θεσσαλονικέα συγγραφέα, το οποίο περιλάμβανε κηρύγματά του, γνώρισε πάρα πολύ μεγάλη διάδοση
6 τόσο μέσα στον ελληνικό όσο και στον βουλγαρικό κόσμο. Από αυτόν τον τελευταίο έχει διασωθεί ένας πολύ αξιόλογος αριθμός χειρογράφων μετάφρασης του Θησαυρού, τα οποία χρονολογούνται από τον 16ο έως και τον 19ο αιώνα, γεγονός που δηλώνει πόσο αγαπητό υπήρξε το έργο του Δαμασκηνού μεταξύ των Βουλγάρων, θα πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι, προκειμένου να γίνει κατανοητό από τον ολιγογράμματο λαό, γραφόταν σε μιά πιο απλοϊκή βουλγαρική γλώσσα, συμβάλλοντας έτσι και στη μετάβαση της γλώσσας αυτής από την αρχαϊκή της μορφή στη δημώδη. Στην εξέλιξη αυτή της βουλγαρικής γλώσσας συνετέλεσε το γεγονός ότι και το ελληνικό έργο του Δαμασκηνού ήταν γραμμένο σε απλοϊκή ελληνική. Στο σημείο αυτό πρέπει να μνημονευθεί και η πολύ μεγάλη διάδοση των έργων του Αγαπίου του Κρητός μεταξύ Βουλγάρων, Σέρβων και Ρώσων. Αυτός είχε ζήσει τον 17ο αιώνα, αλλά τα έργα του γνώρισαν μεγάλη διάδοση μεταξύ των μνημονευθέντων λαών μέχρι και τον 19ο αιώνα. Το βασικότερο από τα ένδεκα συνολικά έργα που εξέδωσε ο Αγάπιος, και το οποίο μεταφράστηκε στα σλαβικά, ήταν το υπό τίτλο Αμαρτωλών Σωτηρία, που και αυτό είχε γραφεί σε δημώδη ελληνική γλώσσα και από το 1641 έως το 1883 είχε γνωρίσει 14 εκδόσεις. Το τρίτο μέρος του έργου αυτού, το οποίο αποσπάστηκε και κυκλοφόρησε αυτοτελώς με τον τίτλο Θαύματα της Θεοτόκου, μεταφράστηκε στα σλαβικά από τον Ρώσο Αγιορείτη μοναχό Σαμούλ Bakichich και γνώρισε τεράστια κυκλοφορία στον ορθόδοξο σλαβικό κόσμο. Σε ένα από τα έργα του Αγαπίου είχαν ληφθεί πολλά στοιχεία από βιβλία του δυτικού κόσμου, χωρίς αυτά να κατονομάζονται σ αυτό. Έτσι, μέσα από τις μεταφράσεις ελληνικών βιβλίων, ο νοτιοσλαβικός κόσμος συνήπτε γνωριμία με ιδέες που προέρχονταν από τόν κόσμο της Ευρώπης. Σε σχέση με όλα αυτά ίσως θα πρέπει να σημειώσουμε και μία πρωτοτυπία που παρουσιάζεται σε σλαβικές μεταφράσεις ελληνικών έργων, η οποία
7 είναι ενδεικτική της σημασίας που απέδιδαν οι βαλκάνιοι Σλάβοι στην ελληνική γλώσσα. Τόσο σε χειρόγραφα όσο και σε έντυπες εκδόσεις μεταφράσεων ελληνικών έργων στα σλαβικά, παρατηρούμε ότι στην προμετωπίδα του βιβλίου δίδεται και ο τίτλος του πρωτότυπου έργου, είτε στην ελληνική του γραφή, είτε πάλι στα ελληνικά αλλά σε μεταγραφή με σλαβικά γράμματα. Αυτό δηλώνει σαφώς το κύρος που προσπαθούσαν να προσδώσουν στο έργο με την παράθεση του τίτλου του ίδιου του ελληνικού πρωτοτύπου. Επίσης παρατηρούμε σε σλαβικές λέξεις των τίτλων να χρησιμοποιούνται γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου. Το γεγονός ότι, με την εθνική τους αναγέννηση, οι βαλκάνιοι Σλάβοι προσέγγιζαν τις γνώσεις και ιδέες που προέρχονταν από τη Δύση, δεν μπόρεσε τελικά να αναχαιτίσει τη στροφή τους προς τα ελληνικά γράμματα. Αυτό συνέβαινε για τον απλούστατο λόγο ότι, πρώτον ο ελληνικός κόσμος συνήπτε τη γνωριμία με τα δυτικά ρεύματα με ταχύτερο ρυθμό από ό,τι οι βαλκάνιοι Σλάβοι, δεύτερον δε διότι η εγγύτητα αυτών των τελευταίων προς τους Έλληνες διευκόλυνε περισσότερο την απόκτηση αυτών των γνώσεων. Η βουλγαρική μετάφραση του έργου του Δαμασκηνού του Στουδίτη ήταν η απαρχή μόνο μιας διαδικασίας επιλογής ελληνικών έργων από τους Βουλγάρους κατά τους νεότερους χρόνους. Υπήρξε μία συνέχεια, την οποία χαρακτήριζε ένας εξίσου ισχυρός ζήλος για την εκπόνηση μετάφρασης κειμένων ελληνικής προέλευσης. H συνέχεια της διαδικασίας διάδοσης ελληνικών κειμένων μεταξύ των Βουλγάρων άρχισε βαθμηδόν να παρουσιάζει μία εξέλιξη. Ενώ, όπως είδαμε στην αρχή, τα μεταφραζόμενα στη βουλγαρική κείμενα αρχικώς ανήκαν αποκλειστικώς στην αυστηρώς εκκλησιαστική γραμματεία, με την πάροδο του χρόνου άρχισαν να περνούν από τον ελληνικό στον βουλγαρικό κόσμο και κείμενα της κοσμικής γραμματείας, πολλά μάλιστα από αυτά ήταν δυτικής προέλευσης. Επίσης, ενώ
8 παλαιότερα τα πρόσωπα που συνετέλεσαν στη διάδοση έργων ελληνικής προέλευσης μεταξύ Βουλγάρων και Σέρβων προέρχονταν από τις τάξεις του κλήρου, τώρα τον ρόλο αυτό διαδραματίζουν και καθαρώς κοσμικά πρόσωπα. Στην εξέλιξη αυτή συνετέλεσε σε πολύ μεγάλο βαθμό, κυρίως στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, η φοίτηση βαλκανίων Σλάβων σε ελληνικά σχολεία της Κωνσταντινουπόλεως, όπως η Μεγάλη του Γένους Σχολή, της Σμύρνης, των Κυδωνιών αλλά και αυτής της Αθήνας. Στα σχολεία αυτά μάθαιναν, εκτός από τα νέα ελληνικά, επίσης και τα αρχαία, και με αυτόν τον τρόπο αποκτούσαν μία ολοκληρωμένη ελληνομάθεια, η οποία συνέβαλε αποφασιστικά στη μετάδοση ελληνικών μορφωτικών αγαθών στη βουλγαρική κοινωνία. Σε αντίθεση με τον Βούλγαρο αθωνίτη μοναχό Παΐσιο, ο οποίος έλαβε αρνητική θέση απέναντι στην ελληνική παιδεία, ο ομοεθνής του επίσκοπος Βράτσας Σωφρόνιος (1739-1813) ακολούθησε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση, ανοίγοντας έναν νέο δρόμο πολιτιστικής προσέγγισης των Βουλγάρων προς τον ελληνικό κόσμο. Γνώστης άριστος της ελληνικής γλώσσας, ο Σωφρόνιος μετέφρασε σε δημώδη Βουλγαρική, εκτός από το Κυριακοδρόμιον του Αγαπίου του Κρητός, το Μυθολογικόν Συντίπα του Φιλοσόφου, το οποίο είχε συντάξει ο Ιωάννης Πατούσας, καθώς και το Θέατρον πολιτικόν, το οποίο είχε μεταφραστεί από τα λατινικά στα ελληνικά. Η ελληνική αρχαιογνωσία άρχισε να προσελκύει όλο και περισσότερο το ενδιαφέρον των Βουλγάρων, δεν είναι δε τυχαίο ότι στις αρχές του 19ου αιώνα παρουσιάσθηκαν τρεις διαφορετικές μεταφράσεις των Μύθων του Αισώπου, μία μάλιστα από την παρισινή έκδοση του Κοραή. Αυτό το ενδιαφέρον για την αρχαία ελληνική γραμματεία επεκτείνεται σε μεταφράσεις και άλλων έργων, όπως κεφάλαια από την Ιστορία του Ηροδότου και από έργα του Λουκιανού, επίσης δε και κάποιες Ωδές της Ιλιάδος του Ομήρου. Πέρα από αυτά όμως, αξιοσημείωτο είναι και ένα άλλο γεγονός, ότι δηλαδή οι Βούλγαροι
9 ακολουθούν τους Έλληνες και στο ενδιαφέρον των τελευταίων για έργα ρομαντικού χαρακτήρα που προέρχονταν από τον δυτικό κόσμο. Συνήπταν λοιπόν τη γνωριμία με αυτά από τις μεταφράσεις που είχαν εκπονήσει και δημοσιεύσει Έλληνες. Μεγάλο ρόλο στη μεταβίβαση ελληνικών μορφωτικών στοιχείων στον βουλγαρικό και σερβικό κόσμο διεδραμάτισαν διαπρεπείς προσωπικότητες του 19ου αιώνα, κάποιες από τις οποίες πρέπει να μνημονευθούν ονομαστί. Από τους Βουλγάρους ο Ιβάν Σελιμίνσκι, σπουδαγμένος στις Κυδωνίες, έχει μυηθεί τις ιδέες του νεοελληνικού Διαφωτισμού, τις οποίες και μετέφερε στον κόσμο των συμπατριωτών του. Ο μοναχός Νεόφυτος της Μονής της Ρίλας, έχοντας φοιτήσει σε ελληνικά σχολεία του Μελενίκου και των Βελεσσών, απέκτησε άριστη γνώση της αρχαίας και νέας ελληνικής, κλήθηκε μάλιστα να διδάξει την εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπου και συνέταξε παλαιοσλαβικό-ελληνικό λεξικό, ενώ, έχοντας ως πρότυπο την ελληνική εκπαίδευση, ίδρυσε στη Βουλγαρία αλληλοδιδακτική σχολή. Ο Ράϊνο Πόποβιτς σπούδασε με ζήλο την αρχαία και νέα ελληνική γλώσσα στη Θεσσαλονίκη και τη Χίο, ενώ στη συνέχεια στο Βουκουρέστι θήτευσε κοντά στον Νεόφυτο Δούκα, και αναδείχθηκε μεγάλος προπαγανδιστής της ελληνικής γλώσσας. Μετέφρασε τους Μύθους του Αισώπου όπως επίσης και την Χρηστοήθεια, έργο που οικοδομούσε την κοινωνική συμπεριφορά της αστικής τάξης. Εκτός από αυτούς όμως υπάρχει και μεγάλος αριθμός άλλων διακεκριμένων Βουλγάρων του 19ου αιώνα, οι οποίοι είχαν άρτια ελληνική μόρφωση και συνέβαλαν στη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων μέσα στον βουλγαρικό κόσμο. Θα κλείσω την ομιλία μου αναφερόμενος σε δύο προσωπικότητες, των οποίων το έργο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το θέμα μας. Η μία από αυτές είναι ο Βούλγαρος ποιητής Γλιγκόρ
10 Παρλίτσεφ, ο οποίος καταγόταν από την Αχρίδα, όπου και φοίτησε στην εκεί ελληνική σχολή, μαθαίνοντας άριστα ελληνικά με δάσκαλό τον Δημήτριο Μιλαδινίδη. Ο Παρλίτσεφ στην Αυτοβιογραφία του γράφει: «Δεν αγαπούσα τίποτε στον κόσμο, εκτός από τον Όμηρο, τη μητέρα μου και την Παναγία, στην οποία υποκλινόμουν». Επίσης για τον Μιλαδινίδη έγραφε: «Κατά σύσταση αυτού οι παλαιότεροι των μαθητών λάβαμε τους τρεις ογκώδεις τόμους του λεξικού του Ανθίμου Γαζή, συναθροισθήκαμε σε ένα σπίτι και μεταφράσαμε τον Πλούταρχο στην νεοελληνική». Ο Παρλίτσεφ άρχισε να σπουδάζει ιατρική στην Αθήνα, τον δε Φεβρουάριο του 1860, με το ελληνικό πια όνομα Γρηγόριος Σταυρίδης, έλαβε μέρος στον εδώ διεξαγόμενο ετήσιο ποιητικό διαγωνισμό, υποβάλλοντας το έργο του Ο Αρματωλός, το οποίο και κέρδισε το πρώτο βραβείο με δάφνινο στεφάνι. Στη συνέχεια με διάταγμα του βασιλέως Όθωνος του χορηγήθηκε υποτροφία. Το έργο του Σταυρίδη εκδόθηκε στην Αθήνα το ίδιο έτος. Αυτή η επιτυχία τον ενθάρρυνε ώστε να προχωρήσει στη σύνταξη και άλλου ποιητικού έργου στην ελληνική επίσης γλώσσα, τον Σκενδέρμπεη, το οποίο αποτελείται από 3793 στίχους και πρωτοεκδόθηκε στη Σόφια το 1967. Αυτό το έργο του Σταυρίδη είχαν διαβάσει και εγκρίνει οι Στέφανος Κουμανούδης, Αλεξανδρος Ρίζος Ραγκαβής και Κωνσταντίνος Ασώπιος. Το 1860 ο Εμμανουήλ Ροϊδης εξέδωσε σε ελληνική μετάφραση στην Αθήνα σε τέσσερις τόμους το Οδοιπορικό του Σατωβριάνδου (Chateaubriand). Στον τελευταίο τόμο υπάρχουν ποιήματα, σχετικά με τη μετάφραση των οποίων ο Ροϊδης γράφει: «Τοὺς στιχους τούτους μετέφρασεν ὑπὲρ ἐμοῦ ο βραβευθεὶς ποιητὴς τοῦ Ἀρματωλοῦ κ. Σταυρίδης». Τελικώς, τόσο ο ελληνοδιδάσκαλός του τελευταίου Μιλαδινίδης, όσο και ο ίδιος ο Παρλίτσεφ-Σταυρίδης, στράφηκαν εναντίον του ελληνισμού και έγιναν υπέρμαχοι του βουλγαρισμού. Η μεταστροφή αυτή πρέπει να αναζητηθεί στην προσβλητική συμπεριφορά που επέδειξαν Έλληνες απέναντι σ αυτούς. Έτσι ο πρώτος από τους δύο, ο
11 διδάσκαλος της ελληνικής γλώσσας Δημήτριος Μιλαδινίδης, υπέγραφε πια ως Μιλαντίνοφ και ο Γρηγόριος Σταυρίδης ως Γκλιγκόρ Παρλίτσεφ. Η άλλη διαπρεπής προσωπικότητα, με την οποία θα κλείσω την ομιλία μου, ήταν ο Σέρβος συγγραφέας του 18ου αιώνα Δοσίθεος Ομπράντοβιτς. Αυτός αρχικώς προσήλθε στον μοναχισμό, στη συνέχεια όμως απέβαλε το σχήμα και δραστηριοποιήθηκε ως κοσμικός συγγραφέας. Η πρώτη του γνωριμία με την ελληνική γλώσσα έγινε στοιχειωδώς στην πατρίδα του το Χόποβ, μετά στην Κέρκυρα και στο Άγιον Όρος, στη συνέχεια όμως ήρθε στη Σμύρνη, όπου είχε δάσκαλο τον Ιερόθεο Δενδρινό, τον οποίο στην Αυτοβιογραφία του αποκαλεί «νέο Έλληνα Σωκράτη». Ο Δοσίθεος είχε έναν καταπληκτικό ζήλο για τα ελληνικά γράμματα, έχοντας αντιληφθεί από παιδί ήδη ότι η ελληνική γλώσσα θα του άνοιγε ένα παράθυρο σε μια βαθιά γνώση φιλοσοφίας και των νέων ιδεών που προέρχονταν από τη Δύση, διότι οι Έλληνες τις είχαν ήδη αποδεχθεί. Το πλούσιο συγγραφικό του έργο αποδεικνύει μία εμβάθυνση σ αυτόν τον κόσμο των ελληνικών ιδεωδών, αλλά συγχρόνως και το πόσο η ελληνική γλώσσα είχε επηρεάσει τη δική του έκφραση, δεδομένου ότι αυτή περιλαμβάνει πλήθος από ελληνικά γλωσσικά και συντακτικά δάνεια. Μετά από όσα, έστω και εν συντομία, λέχθηκαν, νομίζω πως πρέπει να επισημανθεί ότι η διάδοση των ελληνικών γραμμάτων στους βαλκανίους Σλάβους κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, ενήργησε διττώς, δηλαδή και θετικώς αλλά και αρνητικώς. Θετικώς μεν διότι με την ελληνομάθεια οι Σλάβοι αποκτούσαν τη δυνατότητα προσπέλασης σε έναν πολιτισμό διαχρονικής έκτασης, του οποίου οι αρχές εμφανίστηκαν πολλούς αιώνες πριν από την εμφάνιση των προγόνων τους στο προσκήνιο της Ιστορίας. Η αρνητική πάντως ενέργεια έγκειτο στο γεγονός ότι, σε περίοδο ανάπτυξης του εθνικισμού, οι βαλκάνιοι Σλάβοι διέβλεπαν στην ελληνομάθεια έναν κίνδυνο απώλειας της δικής τους
12 εθνικής ταυτότητας. Έτσι βλέπουμε από ανθρώπους που μέσω της ελληνομάθειας είχαν διαμορφώσει ιδεολογία σύμφωνη με τις προοδευτικές ιδέες του Διαφωτισμού, να επιστρέφουν σε θέσεις τις οποίες είχε ενστερνισθεί ο Χιλανδαρινός μοναχός Παΐσιος. Όπως και αν έχει το πράγμα, παρά την πραγματικά μεγάλη πρόοδο που έχει ήδη επιτελεσθεί στην έρευνα του θέματος της ακτινοβολίας των ελληνικών γραμμάτων στους βαλκανίους Σλάβους, νομίζω ότι η περαιτέρω ενασχόληση με αυτό, μέσα σε πνεύμα πάντοτε αντικειμενικότητας, θα μπορούσε να παρουσιάσει νέες, πολύ ενδιαφέρουσες πτυχές του.