Θεµ ιστοκλής Σ. Ξανθόπουλος Πρύτανης Ε. Μ. Π. e-mail: thxanth@central.ntua.gr τηλ. 210-7722046-47 fax 210-7722048 ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΤΟ «ΑLBA» ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΠΡΕΠΕΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΝΑ ΙΑΤΗΡΕΙ ΤΟ ΜΟΝΟΠΩΛΙΟ ΣΤΗΝ ΑΝΩΤΑΤΗ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ;» Παιδεία και Ευρώπη Η ύπαρξη, ανάπτυξη και προοπτική θεώρηση της παιδείας, ύψιστου αγαθού κάθε δηµοκρατικής κοινωνίας, προϋποθέτουν τη συστηµατική δηµιουργία και µετάδοση της γνώσης, µέσα από την έρευνα, τη διδασκαλία και την διακίνηση της ελεύθερης σκέψης. Η παιδεία ζει όταν παράγει επιστήµη, τεχνολογία, πολιτισµό και πολιτική, ελευθερώνοντας και ενεργοποιώντας τους επάλληλους κύκλους της δηµιουργίας του σκεπτόµενου ανθρώπου. Στο χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης, η Ευρώπη, κοιτίδα της ιστορικής έννοιας της Universitas, θεµελίωσε ένα πρότυπο, στο οποίο στηρίχθηκε η παγκόσµια κυριαρχία του δυτικού πολιτισµού κατά τους τελευταίους αιώνες. Απελευθερώνοντας και πολλαπλασιάζοντας την οργανωµένη παραγωγή και τη µετάδοση νέας γνώσης, όλες οι µετά την αναγέννηση κυβερνήσεις των κρατών του ευρύτερου Ευρωπαϊκού χώρου καµάρωναν για τα «ηµόσια Πανεπιστήµια» και ανταγωνίζονταν στις επενδύσεις ενίσχυσης της σε υλικοτεχνική υποδοµή και διακεκριµένο επιστηµονικό προσωπικό. Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα παρατηρήθηκε τόσο διεθνώς, όσο και στον ευρωπαϊκό χώρο µια θεαµατική, ποσοτική κυρίως, ανάπτυξη όλων των επιπέδων της παιδείας η οποία µετατράπηκε σε εκθετικά αυξανόµενη έκρηξη στην ζήτηση µεταλυκειακής Εκπαίδευσης. Σε µία χαρακτηριστική κέντρο-ευρωπαϊκή χώρα, τη Γαλλία, το 1900 οι «φοιτητές» δεν ξεπερνούσαν τους 30.000, έναντι 2,4 εκατοµµυρίων το 2002 (80 φορές περισσότεροι!!) και ανάλογες είναι οι θεαµατικές αυξήσεις και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Παιδεία και Αγορά Στο πλαίσιο της παγκόσµιας κυριαρχίας της ελεύθερης οικονοµίας, η «αγορά» µετακινεί τις διεθνείς παραγωγικές επενδύσεις σε προϊόντα και υπηρεσίες όλο και περισσότερο προς τις χώρες που διαθέτουν το κατάλληλα εκπαιδευµένο ανθρώπινο δυναµικό, επιλέγοντας βέβαια µεταξύ πολλών περιοχών, αυτές που διαθέτουν, όπως και η Ελλάδα, σχετικά φθηνό κόστος εργασίας και διαβίωσης, σταθερό κοινωνικό-οικονοµικό σύστηµα, επαρκή αναπτυξιακή υποδοµή (κυρίως συγκοινωνίες, τηλεπικοινωνίες), και ποιοτικά αναβαθµισµένο και ασφαλές περιβάλλον. Για το λόγο αυτό όπως φαίνεται και από τα επίσηµα στοιχεία της Eurostat, ακόµα και κατά την τελευταία µετά τις πετρελαϊκές κρίσεις εικοσαετία, δηλαδή σε περίοδο σχετικής ύφεσης, οι πληθυσµοί της τριτοβάθµιας εκπαίδευσης σχεδόν τριπλασιάζονται. Το αποτέλεσµα του συνδυασµού της µεγάλης ζήτησης στελεχών πανεπιστηµιακού επιπέδου µε την γενική οικονοµική στενότητα είναι ότι στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο της Τριτοβάθµιας Εκπαίδευσης αναδύθηκαν πληθωρικά τα «οιονεί πανεπιστήµια». Καλύπτουν ως φθηνά σουπερµάρκετ την αυξηµένη ζήτηση πανεπιστηµιακών τίτλων, προσφέροντας στην «αγορά» ρηχές και βραχυπρόθεσµα αναλώσιµες γνώσεις και δεξιότητες.
Με την αµέριστη βοήθεια πολλών κυβερνητικών οικονοµικών επιτελείων των κρατών µελών της Ε.Ε., (τα οποία αφήνουν βέβαια στο απυρόβλητο τα παραδοσιακά ευρωπαϊκά κέντρα «αριστείας» των µεγάλων της Ευρώπης) και κύριο στόχο τη δραστική µείωση των δαπανών για τη δηµόσια Ανώτατη Παιδεία, ενισχύεται το «λόµπυ» των «οιονεί πανεπιστηµίων» και επιχειρείται µια ισοπέδωση των σπουδών προς τα κάτω. Το σπάσιµο των σπουδών σε δύο κύκλους (Bologna, Πράγα και έπεται συνέχεια) χρησιµοποιείται ως κύρια δοµική αλλαγή αυτής της ισοπέδωσης, την οποία ακολουθεί επί της ουσίας και η Ελληνική κυβερνητική πολιτική µε πρώτο αποφασιστικό βήµα την οιονεί «ανωτατοποίηση» των ΤΕΙ. ηµόσιος χαρακτήρας, αναδιανεµητικός ρόλος της Παιδείας και Ελληνική πραγµατικότητα Υπό τις νέες αυτές συνθήκες και παρά τη γενική παρακµή των κοινωνικών ιδεολογιών, οφείλουµε να σεβαστούµε στοιχειωδώς, για να µη γελοιοποιηθούµε εντελώς (ή να µην παραφρονήσουµε ηθεληµένα), την απλή λογική του δηµοκρατικού πολίτη. Σύµφωνα µε αυτή τη λογική επιβάλλεται να ξαναθέσουµε προς τους εκάστοτε κυβερνώντες, τους φιλοδοξούντες να κυβερνήσουν αλλά και στον εαυτό µας τρία θεµελιώδη κοινωνικά ερωτήµατα, απαιτώντας την καθαρή πολιτική γλώσσα στις απαντήσεις: α) Κατά τη σηµερινή εποχή της παγκοσµιοποίησης της αγοράς προϊόντων και υπηρεσιών εξακολουθεί να ισχύει η υποχρέωση του «δήµου» προς τους πολίτες για την παροχή ορισµένων θεµελιωδών για την ένταξη στον κοινωνικό ιστό, την ισονοµία και επιβίωση αγαθών; Με άλλα λόγια ισχύει ακόµα η έννοια του «ηµόσιου Αγαθού» το οποίο δεν είναι εµπορικό προϊόν και πρέπει να προσφέρεται χωρίς τίµηµα αλλά και να είναι ουσιαστικά προσιτό για τους οικονοµικά και κοινωνικά ασθενέστερους πολίτες, έτσι ώστε να αποφεύγεται η αρχική τουλάχιστον, περιθωριοποίησή τους; Η καθολική «δηµοκρατική» απάντηση στο πρώτο αυτό ερώτηµα νοµίζω ότι είναι ακόµα θετική, τουλάχιστον θεωρητικά. Όποιος έχει όµως αντίθετη άποψη ας το δηλώσει ξεκάθαρα, γνωρίζοντας ότι υποστηρίζει την πλήρη κατάργηση και της σοιτχειώδους κοινωνικής πρόνοιας. β) Εφόσον η απάντηση στο πρώτο ερώτηµα είναι κατ αρχήν θετική, τίθεται, κατά την επαγωγική κοινή λογική ένα δεύτερο ερώτηµα: υπάγεται η Παιδεία στην παραπάνω κατηγορία του «ηµόσιου Αγαθού», στο οποίο πρέπει να έχει δικαιώµατα πρόσβασης ο κάθε πολίτης; Με δεδοµένη την καθολική εξάρτηση της ανάπτυξης και ένταξης κάθε ανθρώπου στην κοινωνία και στην αγορά εργασίας από την «Παιδεία» η θετική απάντηση στο δεύτερο ερώτηµα φαίνεται «ηθικά» προφανής δια της εις άτοπον απαγωγής. Για το λόγο άλλωστε αυτό, σε όλες τις αναπτυγµένες χώρες το ποσοστό των εκπαιδευοµένων σε δηµόσια σχολεία υπερβαίνει το 90%. Στην Ελλάδα, το 92,5 έως 95%, δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία της νέας µας γενιάς, εκπαιδεύεται στις διάφορες βαθµίδες µιας υποχρηµατοδοτούµενης και όχι πραγµατικής «δωρεάν» Ελληνικής ηµόσιας Παιδείας. Εποµένως ο «δήµος», δηλαδή το κράτος ως συγκροτηµένο κοινωνικό σύνολο, µε την εκάστοτε ηγεσία του, οφείλει να εξασφαλίζει την πρόσβαση χωρίς διακρίσεις σε όλα τα επίπεδα της Παιδείας, για όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες- µέλη του. Υπό την έννοια αυτή καθίσταται σαφές ότι η Ανώτατη Εκπαίδευση δεν µπορεί να αποτελέσει εµπορικό προϊόν. γ) εχόµενοι λοιπόν ότι και στο δεύτερο ερώτηµα η απάντηση είναι θετική, τίθεται αµέσως ένα τρίτο κρίσιµο ερώτηµα: Ποιος θα εξασφαλίζει τις τρεις θεµελιώδεις προϋποθέσεις διάθεσης του πρώτιστου για την επιβίωση του πολίτη-µέλους της κοινωνίας δηµόσιου αγαθού; Συγκεκριµένα, ποιος και πως θα διασφαλίζει και στο µέλλον την κατακτηθείσα µέσω του καλού δηµόσιου σχολείου, ταξική κινητικότητα και τον ζωτικό για την ουσία κάθε δηµοκρατικής κοινωνίας αναδιανεµητικό ρόλο της ηµόσιας Παιδείας; Η απάντηση εδώ είναι σαφής: Οι εκάστοτε αρχές του «δήµου» χρηµατοδοτούν τα εκπαιδευτήρια όλων των επιπέδων, βάσει ορισµένων 2/6
κανόνων και το τελικό ζητούµενο είναι η δοµή αυτών των κανόνων. Πρέπει δηλαδή οι κανόνες αυτοί να διασφαλίζουν τον υγιή ανταγωνισµό στην παροχή του εκπαιδευτικού έργου, οπότε αποκλείεται αυτοµάτως η µονοπωλιακή διάθεση αυτού του έργου. Η επιλογή των κανόνων απαιτεί πολύπλοκη τεκµηρίωση, η οποία δεν εξαντλείται, σε απλουστευτικές γενικότητες. Στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. η συγκρότηση µιας ποιοτικά αναβαθµισµένης δηµόσιας παιδείας, αποτελεί τον πρώτο πυλώνα της κοινωνικής ανάπτυξης και συνοχής. Στην ελληνική πραγµατικότητα όµως περισσεύει η υποκρισία, µε τις πολιτικές και οικονοµικές ηγεσίες να ισοπεδώνουν κατ αρχήν προς τα κάτω (π.χ. κατάργηση των πρότυπων δηµόσιων σχολείων) και στη συνέχεια να περιφρονούν επί της ουσίας το δηµόσιο σχολείο, εξασφαλίζοντας για τα παιδιά τους ακριβοπληρωµένες θέσεις στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια. Με αποτέλεσµα, την ριζική περιθωριοποίηση των οικονοµικά ασθενέστερων τάξεων, όπως τεκµηριωµένα αποδεικνύει πρόσφατη έρευνα επί των εισαγοµένων στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύµατα: Στις σχολές µεγάλης ζήτησης, ιατρικές, πολυτεχνικές, νοµικές, οικονοµικές, εισάγονται µε σηµαντικό ποσοστιαίο προβάδισµα οι γόνοι των ανωτέρων (µορφωτικά και οικονοµικά), οµάδων οι οποίοι αποτελούν και τη συντριπτική πλειοψηφία του µαθητικού πληθυσµού των καλών ιδιωτικών σχολείων και φροντιστηρίων. Ανατρέπεται έτσι η κατακτηθείσα µέσω του καλού δηµόσιου σχολείου, ταξική κινητικότητα και καταργείται ο αναδιανεµητικός ρόλος της δηµόσιας Παιδείας. Παράλληλα και συνακόλουθα, η Ελλάδα της «δηµόσιας» Παιδείας κατέχει την πρωτιά στην Ε.Ε. στο µερίδιο των δαπανών που διατίθενται στην ιδιωτική εκπαίδευση, υποχρεώνοντας την ελληνική οικογένεια να ξοδεύει ποσοστό τέσσερις έως είκοσι φορές µεγαλύτερο από τη µέση ευρωπαϊκή οικογένεια για να καλύψει από ιδίους πόρους το ένα τρίτο του κόστους εκπαίδευσης των παιδιών τους, κυρίως σε φροντιστήρια, ξεπερνώντας ακόµα και τις Η.Π.Α.! Θεσµικές και οικονοµικές υποχρεώσεις προς την Παιδεία Οι συνταγµατικές υποχρεώσεις της εκάστοτε κυβέρνησης προς την Παιδεία συνοψίζονται στην παροχή ίσων και χωρίς διακρίσεις ευκαιριών πρόσβασης όλων των κοινωνικών τάξεων, σε όλες τις συνιστώσες της, στη χορήγηση του θεσµικού οξυγόνου της ουσιαστικής αυτοδιοίκησης βάσει σαφούς πλαισίου αρχών και κανόνων εθνικής αποδοχής και εµβέλειας, στην ουσιαστική συµµετοχή των εκπαιδευτικών στη χάραξη εθνικής πολιτικής αλλά και την αναγκαία για την επιβίωση και ανάπτυξή της, κρατική χρηµατοδότηση και τη συνακόλουθη κάλυψη των αναγκών σε ανθρώπινο δυναµικό και υλικοτεχνική υποδοµή. Με τα απόλυτα αλλά και τα συγκριτικά επίπεδα της σηµερινής χρηµατοδότησης, όπως τεκµηριώνονται από τις µελέτες όλων των διεθνών οργανισµών, η ελληνική Παιδεία, στα ρεαλιστικά πλαίσια του ταχύτατα εξελισσόµενου διπόλου, γνωσιολογικό υπόβαθρο τεχνολογικό περιβάλλον, βρίσκεται κάτω από το κατώφλι της βιολογικής της ανάπτυξης. Ειδικότερα, οι µέσες ετήσιες κρατικές δαπάνες ανά φοιτητή της Τριτοβάθµιας Εκπαίδευσης, στην Ε.Ε. είναι υπερδιπλάσιες των αντιστοίχων Ελληνικών. Η. Ε.Ε. δαπανά ετησίως κατά µέσο όρο 7.400 ανά φοιτητή και η Ελλάδα είναι ουραγός µε 3.340. Τα ίδια ισχύουν και για τη ευτεροβάθµια (5.015 προς 2.375 ) και Πρωτοβάθµια (3.715 προς 2.564 ) Εκπαίδευση. Κατά συνέπεια προέχει η κρατική δέσµευση για γενναία και χρονοκλιµακωµένη αύξηση της χρηµατοδότησης, µε πρώτο βήµα το επίπεδο του 5% του ΑΕΠ το οποίο άλλωστε ορίσθηκε ως ελάχιστο κοινό ποσοστό για όλα τα κράτη-µέλη της Ε.Ε. στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής στη Βαρκελώνη και σαφή στόχο την ταχεία σύγκλιση προς τον αντίστοιχο κοινοτικό µέσο όρο. Η προϋπόθεση αυτή συνεπάγεται υπερδιπλασιασµό της κρατικής επιχορήγησης για την Παιδεία, σε σταθερές τιµές, σε σύντοµο χρονικό διάστηµα, το οποίο δεν µπορεί να υπερβαίνει την τετραετία. 3/6
Αποδεικνύεται τέλος από πρόσφατη έρευνα του ΟΟΣΑ, ότι παρά την ίδρυση πολλών νέων Τµηµάτων ΑΕΙ κατά την τελευταία δεκαετία, 58.000 φοιτητές µας, δηλαδή το 22% του φοιτητικού µας πληθυσµού, επιλέγουν σχολές µεγάλης ζήτησης, σε Πανεπιστήµια του εξωτερικού στις οποίες, λόγω περιορισµένου αριθµού δεν έχουν πρόσβαση στα Ελληνικά Πανεπιστήµια. Η Ελλάδα κατέχει παγκοσµίως τη θλιβερή πρώτη θέση ως προς τον αριθµό των φοιτητών της που σπουδάζουν στο εξωτερικό ανά εκατοµµύριο κατοίκων (5.257), σε µεγάλη απόσταση από τη δεύτερη (Μαλαισία, 1.777), και την τέταρτη θέση σε απόλυτους αριθµούς (µε τρεις πρώτες τις Κίνα, Κορέα και Ιαπωνία). Πρώτη χώρα υποδοχής των Ελλήνων φοιτητών είναι η Μ. Βρετανία, (26.000) ενώ ακολουθούν η Ιταλία και η Γερµανία. Το ετήσιο κόστος για τις οικογένειες αυτών των φοιτητών πλησιάζει τα 600 εκατ. Ευρώ. Η Παιδεία ως αναπτυξιακός µοχλός της Ελληνικής κοινωνίας Η παραγωγική υποδοµή της Ελληνικής κοινωνίας, συγκριτικά ασθενής και εύθραυστη, δεν τα κατάφερε καλά στο νέο οικονοµικό γίγνεσθαι. Παρά την αθρόα εισροή κοινοτικών πόρων, το αντίκρισµα σε βελτίωση υποδοµών και αύξηση της παραγωγικότητας υπήρξε πενιχρό. Μέσα από το δυσοίωνο αυτό γενικό πλαίσιο διαφαίνεται µια τελευταία ευκαιρία: Η µέσω των καλών πανεπιστηµίων παραγωγή σηµαντικού αριθµού στελεχών πρώτης γραµµής µπορεί να αποτελέσει ένα µεγάλο συγκριτικό µας πλεονέκτηµα: Η δηµόσια παιδεία υψηλής ποιότητας εκ των πραγµάτων θα καταστεί το πρώτο εθνικό µας προϊόν δεδοµένου ότι πληρούνται και οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις προσέλκυσης των επενδύσεων στον ελληνικό χώρο, ο οποίος διαθέτει και σπάνια περιβαλλοντικά πλεονεκτήµατα. Η παρουσίαση των παραπάνω αντικειµενικών δεδοµένων οδηγεί βέβαια στο κρίσιµο ερώτηµα, υποσύνολο του οποίου είναι το θέµα της σηµερινής συζήτησης: Ποιες είναι οι αρχές και οι προϋποθέσεις δοµής, οργάνωσης, χρηµατοδότησης και διοίκησης για την ανάδειξη της δηµόσιας παιδείας ως κύριου αναπτυξιακού µοχλού της Ελληνικής κοινωνίας, αλλά και αναδιανεµητικού µηχανισµού του κοινωνικού κράτους στον 21 ο Αιώνα; Θα επιχειρηθεί η παρουσίαση µιας συνοπτικής αλλά σαφούς και ρεαλιστικής πρότασης για την συνολική ανασυγκρότηση της Ελληνικής Παιδείας η οποία, δεν µπορεί παρά να στηρίζεται στα πραγµατικά δεδοµένα του Εκπαιδευτικού µας συστήµατος αλλά και των άλλων Ευρωπαϊκών συστηµάτων, απαντά δε ευθέως και στο θέµα της σηµερινής συζήτησης. Προτάσεις δοµής, οργάνωσης, χρηµατοδότησης και διοίκησης Κάθε σκεπτόµενος Έλληνας θέτει ως πρώτη υπαρξιακή µας προτεραιότητα, µία καλά µελετηµένη ρεαλιστική αλλά και γενναία Εκπαιδευτική Ανασυγκρότηση, η οποία θα υλοποιήσει το όραµα της συνολικής επανίδρυσης της Ελληνικής Παιδείας του 21ου αιώνα. Στο πλαίσιο αυτό παρουσιάζονται και οι προτάσεις για µια αποτελεσµατική δοµή, ορθολογική οργάνωση, επαρκή χρηµατοδότηση και ουσιαστική διοίκηση του όλου πλέγµατος της Εθνικής µας Παιδείας. α. Ο Ενιαίος σχεδιασµός των εκπαιδευτικών κύκλων µιας δωδεκάχρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης Προφανής λογική προϋπόθεση για το λειτούργηµα της Παιδείας είναι ο ενιαίος σχεδιασµός της και η συνεχής παροχή της, στη βάση µιας ουσιαστικής δωδεκάχρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης, µέσω µιας γνωσιολογικής χρονικής ακολουθίας. Προκύπτει εποµένως η ανάγκη ενιαίας αντιµετώπισης, σχεδιασµού και συγκρότησης των δύο κυρίαρχων εκπαιδευτικών κύκλων: Του δωδεκάχρονου υποχρεωτικού, µέσω του οποίου παρέχονται τα εφόδια για την ισότιµη ένταξη κάθε νέου ανθρώπου στο κοινωνικό σύνολο και του κύκλου ελεύθερης επιλογής, από τον οποίο ο απόφοιτος της υποχρεωτικής εκπαίδευσης αποκτά τις γενικές και 4/6
ειδικές γνώσεις και δεξιότητες που θεωρεί επιθυµητές αλλά και χρήσιµες για την καλύτερη δυνατή ένταξή του στην υψηλότερη βαθµίδα της «µόρφωσης» και στο χώρο της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών. β. Επανίδρυση των πρότυπων δηµόσιων σχολείων Η ουσιαστική κατάργηση των ολίγων πρότυπων δηµόσιων σχολείων αντί του πολλαπλασιασµού των απετέλεσε χαρακτηριστικό παράδειγµα άµεσης καταστροφικής ισοπέδωσης και παράλληλης προώθησης του πρότυπου ιδιωτικού σχολείου, το οποίο κατακλύζει σήµερα τη βασική εκπαίδευση. Προτείνεται η άµεση επανίδρυση ενός τουλάχιστον πρότυπου σχολείου ανά νοµό, υπό την άµεση εποπτεία των αντίστοιχων ιευθύνσεων και Γραφείων Εκπαίδευσης, µε τους κανόνες και τις προδιαγραφές των πρότυπων σχολείων που καταργήθηκαν. γ. Αυτοδιοίκηση της ανώτατης εκπαίδευσης βάσει αρχών και κανόνων Οι συνταγµατικές υποχρεώσεις του κράτους προς την ανώτατη εκπαίδευση συνοψίζονται στη χορήγηση του θεσµικού οξυγόνου της ουσιαστικής αυτοδιοίκησης βάσει σαφούς πλαισίου αρχών και κανόνων εθνικής αποδοχής και εµβέλειας αλλά και της αναγκαίας για την επιβίωση και ανάπτυξη των σπουδών και της έρευνας, κρατικής χρηµατοδότησης και της συνακόλουθης κάλυψης των αναγκών σε ανθρώπινο δυναµικό και υλικοτεχνική υποδοµή. Τα υπέρµετρα θεσµοθετηµένα δικαιώµατα της εκάστοτε κυβέρνησης, εκφραζόµενα µέσω του ΥΠΕΠΘ, έχουν συρρικνώσει ορισµένα στοιχειώδη δικαιώµατα και υποχρεώσεις της καθ ύλην αρµόδιας εκπαιδευτικής κοινότητας και αντικαθιστούν τις αξιοκρατικές επιλογές µε την ικανοποίηση επιθυµιών του ευρύτερου κοµµατικού πλέγµατος. Το παράδειγµα των Πανεπιστηµίων µας είναι χαρακτηριστικό: Μόνο τα ελληνικά Πανεπιστήµια δεν έχουν λόγο ούτε στον καθορισµό του αριθµού των εισακτέων που µπορούν να εκπαιδεύσουν, αλλά ούτε και στο απαραίτητο, για τις σπουδές που παρέχουν, υπόβαθρο γνώσεων και παιδείας των εισακτέων. ε συµµετέχουν στη διαµόρφωση της «εθνικής πολιτικής» για τη διεύρυνση της Τριτοβάθµιας Εκπαίδευσης και για την ανάπτυξη της βασικής και εφαρµοσµένης έρευνας και συνεπώς δεν έχουν ευθύνη και λόγο να συµµετέχουν και στον καταλογισµό των ευθυνών από την όποια διαδικασία αξιολόγησης αυτής της πολιτικής και των αποτελεσµάτων της. Με την αποκέντρωση, σε κάθε ένα Α.Ε.Ι., της πραγµατικής ευθύνης για αυτοδιοίκηση και επιβίωση στο πλαίσιο ενός υγιούς ανταγωνισµού µε τα άλλα Α.Ε.Ι., µέσω του δεκαετούς στρατηγικού σχεδιασµού και του τετραετούς επιχειρησιακού προγραµµατισµού, καταργείται επί της ουσίας το µονοπώλιο της παροχής Ανώτατης Εκπαίδευσης. Όλα τα γνωστικά αντικείµενα προσφέρονται ανταγωνιστικά, κρίνονται εκ του αποτελέσµατος στην αγορά εργασίας και επιβιώνουν ή µαραζώνουν επιστηµονικά αλλά και οικονοµικά. Ο ρόλος του Κράτους, περιορίζεται στην ρύθµιση και τον έλεγχο των κανόνων παροχής ενός δηµόσιου αγαθού, το οποίο, επειδή πρέπει να παρέχεται δωρεάν, χρηµατοδοτείται µεν από κρατικούς πόρους αλλά το ύψος της χρηµατοδότησης ανά Α.Ε.Ι. καθορίζεται από το διαφανές αντίκρισµα του τελικού προϊόντος στην κοινωνία, τον πολιτισµό και την αγορά εργασίας. Αντίστοιχες είναι και οι υπερεξουσίες του ΥΠΕΠΘ στην πρωτοβάθµια και δευτεροβάθµια εκπαίδευση, µε ουσία αυθαίρετες επιλογές, επιβαλλόµενες άµεσα ή έµµεσα από τον κοµµατικό µηχανισµό, και στα τρία θεµελιώδη ποιοτικά δεδοµένα κάθε σχολείου: Την σύνθεση και συγγραφή της διδακτέας ύλης, την επιλογή της ιεραρχίας, µέσω δε αυτής και όλων των θέσεων εκπαιδευτικής και διοικητικής ευθύνης και την ανάθεση των έργων βελτίωσης της υλικοτεχνικής υποδοµής. 5/6
δ. Επαρκής χρηµατοδότηση Η δραµατική υποχρηµατοδότηση όλων των βαθµίδων της εθνικής µας Παιδείας µε ποσοστά της τάξης του 50% του µέσου όρου της Ε.Ε., καθιστά αδύνατη όχι µόνο την ποιοτική αναβάθµιση αλλά και την έγκαιρη προσαρµογή στις ταχύτατες εξελίξεις γνωστικών αντικειµένων και εκπαιδευτικών υποδοµών, υπό συνθήκες µάλιστα σκληρού διεθνούς ανταγωνισµού. Είναι εποµένως αναγκαία αρχική συνθήκη η κρατική δέσµευση µε υπερκοµµατική συναίνεση για υπερδιπλασιασµό της κρατικής επιχορήγησης στα Πανεπιστήµια, σε χρονικό διάστηµα το οποίο δεν µπορεί να υπερβαίνει την τετραετία. ε. ιασφάλιση της ποιότητας στ. Η αντικειµενική διασφάλιση της ποιότητας του παρεχόµενου έργου σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθµίδες, αποτελεί το πρωτεύον ανοσοποιητικό σύστηµα της παιδείας. Ενυπάρχει όµως ένας βαθύς και δικαιολογηµένος φόβος: Η αδιαµφισβήτητη ανάγκη της αξιολόγησης σε κάθε δηµόσιο αγαθό ή υπηρεσία, άρα και στην παιδεία, µπορεί να εκτραπεί σε µοχλό υποταγής της, π.χ. στην νοµενκλατούρα του κυβερνώντος κόµµατος ή στα άµεσα συµφέροντα της οικονοµίας της αγοράς. Μπορεί δηλαδή, να αποτελέσει το καταστρεπτικότερο όπλο εναντίον της, κατ αναλογία µε τις µεγάλες κοινωνικές ιδέες, οι οποίες, όταν εκτρέπονται της δηµοκρατικής διακυβέρνησης ενός έθνους, οδηγούν σε απολυταρχικά καθεστώτα. Για το λόγο αυτό οφείλεται, προς την Παιδεία ο σαφής προσδιορισµός του αντικειµένου της αξιολόγησης και οι sine qua non προϋποθέσεις για την εφαρµογή της, σε αδιάσπαστη ενότητα µε τους επιµέρους και τον τελικό στόχο της. Ριζική αναδιοργάνωση της ιοικητικής οµής Είναι προφανές ότι µία δοµή µε έξι (6) Ειδικούς Γραµµατείς και έξι (6) Γενικές ιευθύνσεις στις οποίες υπάγονται πολυάριθµες ιευθύνσεις και Τµήµατα µε όχι σαφώς διακριτές αρµοδιότητες δεν είναι δυνατό να διοικηθεί αποτελεσµατικά, ούτε από την εσωτερική ιεραρχία, αλλά ούτε και από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΠΘ. Στο γεγονός αυτό προστίθεται και η περιγραφόµενη στη συνέχεια πολυάριθµη σειρά των εποπτευόµενων από το ΥΠΕΠΘ οργανισµών του ευρύτερου ηµοσίου Τοµέα, στους οποίους το ΥΠΕΠΘ έχει αναθέσει ειδικά διοικητικά-εκτελεστικά αλλά και εισηγητικά-συµβουλευτικά καθήκοντα. Συµπερασµατικά το σύνολο της κεντρικής διοικητικής δοµής του ΥΠΕΠΘ χρήζει άµεσης και ριζικής αναδιοργάνωσης στην οποία περιλαµβάνονται και όλες οι εποπτευόµενες κεντρικές υπηρεσίες και οργανισµοί. ζ. Μόνιµος Υφυπουργός και Εθνικό Συµβούλιο Παιδείας Είναι καιρός να συνειδητοποιήσουµε, µετά από τόσες επώδυνες µεταρρυθµιστικές περιπέτειες, ότι η Παιδεία είναι ιστορικά και προοπτικά, όχι µόνο το πολυτιµότερο «δηµόσιο αγαθό» αλλά και το πρώτο εθνικό µας κεφάλαιο. Είναι επιτέλους καιρός να υλοποιηθεί η καθιέρωση µόνιµου Υφυπουργού Παιδείας και η συγκρότηση Εθνικού Συµβουλίου Παιδείας µε τρεις θεµατικές Οµάδες Εργασίας (υποχρεωτική εκπαίδευση, ΑΕΙ, λοιπές σχολές Τριτοβάθµιας Εκπαίδευσης), διακοµµατικής σύνθεσης και αποδοχής, για τον σοβαρό και συνολικό µεσο-µακροπρόθεσµο ανασχεδιασµό της Ελληνικής Παιδείας του 21ου αιώνα. Θεµιστοκλής Σ. Ξανθόπουλος 6/6