Απαντήσεις 1. Η λιτότητα, η εκφραστική καθαρότητα, ο δωρικός χαρακτήρας της αφήγησης, το απλό και λιτό ύφος, ο αφαιρετικός και συνάµα περιεκτικός λόγος, είναι µερικά από εκείνα τα χαρακτηριστικά γνωρίσµατα της γραφής του ούκα που καταδεικνύουν τη λαϊκή καταγωγή του έργου και την αυθεντικότητά του. Η γραφή του ούκα διαφοροποιείται από αυτή ορισµένων συγγραφέων της γενιάς του 30, οι οποίοι πραγµατεύτηκαν συγγενικά θέµατα µε έντονο λυρισµό. Τα έργα τους, στα οποία κατέγραψαν τα εφιαλτικά βιώµατα του πολέµου, παρουσιάζουν λυρισµό και έχουν συγκινησιακό υπόβαθρο. Ο ούκας αντίθετα επέλεξε τη λιτότητα και την αµεσότητα, χωρίς συγκινησιακές εξάρσεις και µελοδραµατισµούς, για να αφηγηθεί γεγονότα που από µονά τους είναι τραγικά και δε χρειάζονται επιπλέον καλλωπισµό και συγκινησιακό φορτίο. Επιπλέον, σηµαντικό στοιχείο είναι ο αντιπολεµικός χαρακτήρας του έργου. Ήταν, αναµφίβολα, απροσδόκητο για την εποχή, λίγα χρόνια µετά από το δράµα των προσφύγων, να δηµοσιεύεται ένα λογοτεχνικό κείµενο, που να παρουσιάζονται Τούρκοι µε θετική συµπεριφορά απέναντι στους αιχµαλώτους Έλληνες και επιπλέον να υπαινίσσεται την βάρβαρη συµπεριφορά των Ελλήνων κατά την αποχώρησή τους από τη µικρασιατική γη. 2. Ο ίδιος ο ούκας οµολογεί την οργάνωση και τη σύνθεση του αφηγηµατικού του υλικού µε βάση «την αυστηρή εφαρµογή µιας άλλης κλασικής αρχής, των αντιθέσεων και της δραµατικής κορύφωσης» (σελ. 361 σχολ. βιβλ.). Η αρχή της αντίθεσης αξιοποιείται σε όλο το έργο µε τρόπο αρµονικό και ισόρροπο. Η αντίθεση «έχει εδώ λεπτές αποχρώσεις, ανεπαίσθητες διαβαθµίσεις και χρησιµοποιείται σαν δοµικό υλικό» (Γ. Ιωάννου, σελ. 364
σχολ. βιβλ), για αυτό και τις περισσότερες φορές λανθάνει και είναι δυσδιάκριτη. Στο εξεταζόµενο απόσπασµα, η θετική παρέµβαση του «γραµµατικού», ο οποίος δίνει µια σωτήρια συµβουλή στους αιχµαλώτους µέσα στο στρατώνα («Σαν έρχονται έξω µην τον δώσετε»), έρχεται σε πλήρη αντίθεση µε τον αρνητικό τρόπο σκέψης και δράσης τόσο της φρουράς µέσα στον στρατώνα («µπήκε η φρουρά κι άρχισαν να µας χτυπούν βλαστηµώντας») όσο και του αξιωµατικού έξω στην αυλή του στρατοπέδου. Η σκηνή µε την αρνητική παρέµβαση του αξιωµατικού οργανώνεται αντιθετικά. Πιο συγκεκριµένα, οι αιχµάλωτοι οδηγούνται έξω στην αυλή και χωρίζονται σε στρατιώτες και πολίτες. Ο αξιωµατικός «καβάλα στο άλογό του» διατάζει τους αιχµαλώτους να γονατίσουν και τους απειλεί ότι, αν και η φάλαγγα είναι «κάνα δυο χιλιάδες», δε θα µείνει «ούτε σπόρος» από αυτούς. Η παρουσία τόσο του γραµµατικού όσο και του αξιωµατικού επιτείνει ακόµα περισσότερο το φόβο των αιχµαλώτων. Η εφαρµογή της «αρχής της αντίθεσης» φανερώνεται για άλλη µια φορά µέσω της παρουσίας του Χαφούζη. Κατά τη διάρκεια της διαπόµπευσης των αιχµαλώτων στην αγορά της Σµύρνης από το θρησκευτικά φανατισµένο «τουρκοµάνι», οι χριστιανοί-αιχµάλωτοι βρίσκουν συµπαράσταση στο πρόσωπο ενός Οθωµανού που γνωρίζει και απαγγέλλει το Κοράνι. Η συµπεριφορά του Χαφούζη είναι αντιστρόφως ανάλογη σε ένα πρώτο επίπεδο µε αυτήν των Τούρκων, που διαπόµπευαν τους αιχµαλώτους και σε ένα δεύτερο µε αυτήν των οµόθρησκων Ευρωπαίων ναυτών «που έκαναν χάζι». Με την αντιθετική οργάνωση αυτής της σκηνής, ο αφηγητής διατυπώνει ένα πολύ καίριο πολιτικό σχόλιο για τη στάση των συµµάχων και την ανθελληνική πολιτική που εφάρµοζαν από τις 21 Ιουλίου του 1922.
Οι ποικιλόµορφες αντιθέσεις, που δεν είναι πάντα έκδηλες, προσδίδουν στην αφήγηση δραµατικότητα, καθώς επιτείνουν το φόβο των αιχµαλώτων και ταυτόχρονα αποκαλύπτουν την πραγµατική εικόνα του πολέµου: πρόσωπα θετικά και καλοπροαίρετα -ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους- συνυπάρχουν µε πρόσωπα σκληρά και εκδικητικά, φοβισµένοι αιχµάλωτοι συνυπάρχουν µε απάνθρωπους νικητές. 3. Ο αφηγητής είναι δραµατοποιηµένος και παρουσιάζει τα γεγονότα µέσα από εσωτερική οπτική γωνία (αφήγηση µε εσωτερική εστίαση). Ο αφηγητής δε συµµετέχει απλώς στα δρώµενα, αλλά αποτελεί τον κεντρικό ήρωα. Έχουµε λοιπόν οµοδιηγητικό αφηγητή, ο οποίος όµως, επειδή είναι πρωταγωνιστής και στην πραγµατική ιστορία, είναι επιπλέον αυτοδιηγητικός. Η αφήγηση γίνεται στο πρώτο πρόσωπο ενικού ή πληθυντικού (πρωτοπρόσωπη αφήγηση). Οι γλωσσικές επιλογές του συγγραφέα αποδίδονται στην πρόθεσή του να αποδώσει ρεαλιστικά την ωµή πραγµατικότητα του πολέµου. Η γλώσσα είναι απλή και καθηµερινή, όπως ακριβώς αρµόζει στις περιστάσεις. Κυριαρχούν τα ουσιαστικά και τα ρήµατα, ενώ τα επίθετα χρησιµοποιούνται µόνον όπου αυτά είναι απαραίτητα. Το λεξιλόγιο αποδίδει µε φυσικότητα και ρεαλισµό τις δυσκολίες των αιχµαλώτων και τη συναισθηµατική τους κατάσταση («και να κλοτσοπατούν όσους κάθοταν χάµω», «Εµείς φοβηθήκαµε πως θα µας χαλάσουν όλους»). Η παρατακτική σύνδεση («Ήταν και ναύτες Φράγγοι µαζί τους κι έκαναν χάζι µε µας»), η αποφυγή του µακροπερίοδου λόγου («Μέσα απ τα χέρια τους µε πήρανε. Κι έµεινα στην Τουρκία αιχµάλωτος»), οι τούρκικες λέξεις (Χαφούζης, ασκέρ-αγάς), οι ιδιωµατικές λέξεις και φράσεις («γόνα µε γόνα», «έκαναν χάζι») και οι
ηχοµιµητικές λέξεις («τρακ τρακ το άλογο») συµβάλλουν στην αµεσότητα και τη ζωντάνια του αφηγηµατικού προφορικού λόγου. Τα γεγονότα, που σχετίζονται µε την βαναυσότητα του πολέµου και τις καταστροφικές του συνέπειες, είναι τόσο τραγικά από µόνα τους και δε χρειάζονται εποµένως γλωσσικό καλλωπισµό. Χαρακτηριστικό παράδειγµα η λιτότητα, µε την οποία σε λίγες µόνο γραµµές παρουσιάζεται η εµπειρία του πολέµου: «Στην καταστροφή της Σµύρνης στην Τουρκία αιχµάλωτος». 4. Τα στοιχεία που προσδίδουν στο κείµενο έντονη δραµατικότητα είναι τα ακόλουθα: Ο άµεσος και παραστατικός λόγος. Ο µικροπερίοδος λόγος. Ο λιτός και ταυτόχρονα µεστός λόγος. Οι σύντοµοι και συχνοί διάλογοι. Η χρήση των αντιθέσεων. Η γρήγορη εναλλαγή σκηνών και επεισοδίων (θεατρικότητα). Η απουσία σχολίων και αναλύσεων, ακόµα και σε τραγικά στιγµιότυπα. Αφηγηµατική οικονοµία Επιτάχυνση / Έλλειψη της αφήγησης - Παράλειψη δευτερευόντων γεγονότων. Ελάχιστα περιγραφικά µέρη. Οι ψυχικές διακυµάνσεις και οι συναισθηµατικές εντάσεις των ηρώων. Η διαδικασία «µεταµφίεσης» και «αναγνώρισης» του ήρωα. Η κάθαρση µε την τελική σωτηρία του ήρωα. 5. Τα αποσπάσµατα από την προσωπική µαρτυρία του Θ. Λουκίδη σχετίζονται µε την «Ιστορία ενός αιχµαλώτου» στον τρόπο παρουσίασης της σχέσης των Ελλήνων αιχµαλώτων µε τους Τούρκους. Και στις δύο περιπτώσεις συνυπάρχουν συµπεριφορές µίσους και θηριωδίας των
Τούρκων απέναντι στους Έλληνες («Εκεί, το τουρκοµάνι τις µεριές» - «Στο µεταξύ Τούρκοι κι Οβραίοι µας γιουχαϊζανε») µε εκφράσεις ευαισθησίας και ανθρωπιάς («Ένας γραµµατικός τον δώσετε» - Μας είπε δικούς µας»). Η αβίαστη παρουσίαση καλοσυνάτων Τούρκων (γραµµατικός, Χαφούζης Τούρκος αξιωµατικός) αποκαλύπτει την έλλειψη προκατάληψης από µέρους των αφηγητών, οι οποίοι εκτιµούν έναν άνθρωπο ανεξάρτητα από την εθνικότητα και το θρησκευτικό του φρόνηµα. Το ύφος των κειµένων είναι λιτό, πυκνό και απέριττο, όπως ακριβώς αρµόζει στις τραγικές περιστάσεις. Μαρία Γριβέα - Φιλόλογος