Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗΣ ΝΟΜΙΜΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

Σχετικά έγγραφα
ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. V. Η εμπιστοσύνη ως αυτόνομο θεμέλιο ευθύνης του παραγωγού 17

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Ιατρική Ευθύνη &Βιοηθική Μαρτίου Ζητήματα απόδειξης στην ποινική ιατρική ευθύνη

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 6 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΓΙΑΤΡΩΝ ΓΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΑ Ή ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΛΑΒΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος Φ. Δωρή... ΧΙ Προλογικό σημείωμα του συγγραφέα... XXXIII Συντομογραφίες... XLV

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

22/11/2008. Εκδήλωση- ενημέρωση- συζήτηση. με θέματα. «Ηθική και δεοντολογία στο επάγγελμα του οδοντιάτρου & Νομική προσέγγιση ιατρικής ευθύνης»

2.3. Η σημασία της ασφαλίσεως της αστικής ευθύνης για. τον ζημιούμενο Εκούσια και υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες...15 Ελληνικές...15 Ξενόγλωσσες...18

Περιεχόμενα. Πρόλογος... Συντομογραφίες..

ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΕΚΠΑ ΙΑΤΡΙΚΟ ΣΦΑΛΜΑ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΦΕΥΡΕΣΕΩΝ. Επίκ. Καθηγητής Άγγελος Μπώλος

ΝΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΗΘΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΚΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

Αστική Ευθύνη Προϊόντων Ελίνα Παπασπυροπούλου HDI Global SE. Money Show 2016, Θεσσαλονίκη

Σταύρος Ι. Τυριτζής MD, PhD, FEBU, FACS (assoc.)

ΣΧΕΔΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΟΙΚ. ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Δ/ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Τ.Α. ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝ. Δ/ΣΗΣ & Π/Υ. Αθήνα 12 Νοεμβρίου 2013

ΦΩΤΙΟΣ ΘΕΟΔ. ΚΑΤΣΙΓΙΑΝΝΗΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΕΦΕΤΩΝ Δ.Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η 151/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 15/2017

Ποινικές όψεις της μετάβασης από το θεραπευτικό στον παρηγορικό στόχο σε ασθενείς ανιάτων χρόνιων θανατηφόρων νόσων

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/7335-1/

ΝΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΗΘΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΚΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Πάνος Κορνηλάκης Καθηγητής του Αστικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του ΑΠΘ

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Ενωμένη στην πολυμορφία EL 2009/2170(INI) Σχέδιο έκθεσης Diana Wallis (PE )

Αρείου Πάγου 2440/2008 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: WPyfb8Gf6LeV&apof=2440_2008

Το Προστατευόμενο Έννομο Αγαθό στην Πορνογραφία Ανηλίκων

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

Θέμα: Σύσταση-πόρισμα Συνηγόρου του Καταναλωτή, κατ άρθρο 4, παρ. 5 του ν. 3297/2004.

εναγομένου στην πολιτική δίκη της καταδολίευσης δανειστών (παυλιανή αγωγή)». Το άρθρο

Χρήσιμες Ερωτήσεις- Απαντήσεις για την Περιβαλλοντική Ευθύνη. Σε ποιες περιπτώσεις εφαρμόζεται η ευθύνη για περιβαλλοντική ζημιά;

ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟ ΕΙΞΗΣ

Οδικό τροχαίο ατύχηµα είναι αιφνίδιο και ζηµιογόνο γεγονός, που προκαλείται από τη λειτουργία του οχήµατος και προξενεί βλάβη σε πρόσωπα ή πράγµατα.

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. Διδάκτορoς Παν/μίου Αθηνών

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ Ε.Α.Ε.Ε. ΠΡΟΣ ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΠΟΔΟΜΩΝ & ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΙΔΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΑΛΥΨΗ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΟΔΗΓΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ Ο Ν

Αρείου Πάγου 1185/1993 (Τµ. Β') Πηγή: Ε.Ε.. 54/95, σ.231,.ε.ν.52/96, σ.237&238

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Χρόνος αναθεώρησης εργασιών που έχουν εκτελεσθεί προ της έγκρισης Α.Π.Ε. Ανώνυµη εταιρεία µέλος του ΣΑΤΕ υπέβαλε το ακόλουθο ερώτηµα:

Αρείου Πάγου 1045/2007, Τμ. Β//ΙΙ Πηγή: ΕΕΔ 67/2008, σελ. 470

Δίκαιο Μ.Μ.Ε. Μάθημα 10: Προστασία της προσωπικότητας και τύπος. Επικ. Καθηγητής Παναγιώτης Μαντζούφας Τμήμα Νομικής Α.Π.Θ.

Έχει ανακύψει εκατοντάδες φορές το ζήτημα τα τελευταία χρόνια στην ελληνική νομολογία και

Χρήσιµες ληροφορίες σε εφήβους ετών γιατο ώς να κυκλοφορούν µε ασφάλεια στους δρόµους

Τμήμα Τροχαίας Αρχηγείου

Α Π Ο Φ Α Σ Η 58/2017

ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ. ΥΠ ΟΨΙΝ: 1. κ. ηµάρχου & Προέδρου Οικονοµικής Επιτροπή 2. /νση Οικ/κου-Τµηµα Λογιστηρίου

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3758, 3/10/2003 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ (ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΕΥΘΥΝΗΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΡΙΤΟΥ) ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2000 ΚΑΙ 2003

Α Π Ο Φ Α Σ Η 117/2017

Α Π Ο Φ Α Σ Η 13/2012

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ Στο Σχέδιο Νόμου

Μεταβίβαση λόγω ενεχύρου. Ο ενεχυράσας οφειλέτης που πλήρωσε ακάλυπτη επιταγή, αποκτώντας εκ νέου τον τίτλο, καθίσταται κομιστής της επιταγής.

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/499/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 07/2018

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

849 Ν. 105(Ι)/95. Ε.Ε. Παρ. 1(1) Αρ. 3028,

Αθήνα, $$202$$ Αριθ. Πρωτ.: $$201$$

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1091/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 4 /2019

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ (Α.Ε.Π.Π.)

Ενώπιον του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών

Α Π Ο Φ Α Σ Η 16/2012

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

ΠΟΡΙΣΜΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ. Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη: Δ.Ν. Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου Ειδικοί Επιστήμονες: Γιάννης Κωστής, Έλενα Σταμπουλή, Τασούλα Τοπαλίδου

ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΟΣ ΕΥΘΥΝΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΕΡΓΟΔΟΤΗ / ΚΥΡΙΟΥ ΕΡΓΟΛΑΒΟΥ ΩΣ ΚΑΤΟΧΟΥ ΕΡΓΟΤΑΞΙΟΥ / ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΥ / ΘΥΜΑΤΟΣ ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 136 /2017

Οι Θέσεις του Συλλόγου Ελλήνων Συγκοινωνιολόγων για την Οδική Ασφάλεια στην Ελλάδα

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2313-1/

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

Τροχαία ατυχήματα. Δέσποινα Μπόκα Κατερίνα Παπαγγελή Γ3

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/427-1/

Κλάδος Γενικής Αστικής Ευθύνης Προγράμματα Επαγγελματικής Αστικής Ευθύνης

Η ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΠΟ ΠΡΟΞΕΝΙΚΗ ΑΡΧΗ ΘΕΩΡΗΣΗΣ ΕΙΣΟΔΟΥ (VISA) ΓΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΣΥΝΕΝΩΣΗ

Υπόθεση 206/89 R. S. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας και δικαιώματα των θυμάτων

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

1 Μνηστεία Επιστροφή δώρων και συμβόλων

ΙΙ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

PUBLIC ΤΟΣΥΜΒΟΥΛΙΟ 9755/98 LIMITE JUSTCIV59 ΣΗΜΕΙΩΜΑ. της Προεδρίας ΡΩΜΗΙ

Ναυτικό Δίκαιο Ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα στη Διεθνή και εθνική μεταφορά 1974) Καπετάνος Βασίλης Κυριαζή Ηλιάννα Κυριαζής Δημήτρης

Α Π Ο Φ Α Σ Η 177/2014

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

ΜΥΘΟΣ Στο δρόμο κινούνται μαζί μας και αλλα οχήματα. Πρέπει λοιπόν εκτός από το δικό μας όχημα και την πορεία του, να αντιλαμβανόμαστε πλήρως και τις

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/133-1/

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

Παρουσίαση Θέσεων ΣΕΣ για την Οδική Ασφάλεια

Λειτουργική Στατιστική Τροχαίων Ατυχημάτων στην Ελλάδα

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΕφΠειρ 301/2001

ΤΡΟΧΑΙΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΔΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ. Υπεύθυνος Καθηγητής: Γκούβας Δημήτριος

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2420/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 43 / 2013

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Transcript:

ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΕΝΙΑΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΕΤΟΣ: 2017-2018 ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ της Μαρίας Γεωργίου Χρυσοβιτσιώτη Α.Μ.: 7340010117028 Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗΣ ΝΟΜΙΜΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Επιβλέπoντες: 1) Κωνσταντίνος Καραγιάννης 2) Αντώνιος Καραμπατζός 3) Βάγιας Παναγιωτόπουλος Αθήνα, 2018

Στους γονείς μου, στις αδερφές μου και στον αγαπημένο μου που με στηρίζουν σε κάθε προσπάθειά μου. Copyright [Μαρία Γ. Χρυσοβιτσιώτη, 2018] Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος. All rights reserved. Απαγορεύεται η αντιγραφή, αποθήκευση και διανομή της παρούσας εργασίας, εξ ολοκλήρου ή τμήματος αυτής, για εμπορικό σκοπό. Επιτρέπεται η ανατύπωση, αποθήκευση και διανομή για σκοπό μη κερδοσκοπικό, εκπαιδευτικής ή ερευνητικής φύσης, υπό την προϋπόθεση να αναφέρεται η πηγή προέλευσης και να διατηρείται το παρόν μήνυμα. Οι απόψεις και θέσεις που περιέχονται σε αυτήν την εργασία εκφράζουν τον συγγραφέα και δεν πρέπει να ερμηνευθεί ότι αντιπροσωπεύουν τις επίσημες θέσεις του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. [1]

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 4 1.1. Προϋποθέσεις αδικοπρακτικής ευθύνης (παράνομο, υπαιτιότητα, ζημία, αιτιώδης συνάφεια).. 4 1.2. Ο αιτιώδης σύνδεσμος Διατυπωθείσες θεωρίες.. 5 i. Θεωρία του ισοδυνάμου των όρων 6 ii. Θεωρία της πρόσφορης αιτίας... 7 iii. Θεωρία του σκοπού του κανόνα δικαίου... 7 2. ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΙΤΙΑΚΗΣ ΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΙΑΣ.. 8 2.1. Μορφές «εναλλακτικής αιτιότητας»... 9 i. Η νόμιμη εναλλακτική συμπεριφορά... 9 ii. Η υποθετική αιτιότητα 9 2.2. Οι υποστηριζόμενες απόψεις για τη σχέση μεταξύ των περιπτώσεων «εναλλακτικής αιτιότητας»... 11 3. Η ΝΟΜΙΜΗ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ.. 11 3.1. Η προβληματική της νόμιμης εναλλακτικής συμπεριφοράς. 11 3.2. Τυπολογία περιπτώσεων της εναλλακτικής νόμιμης συμπεριφοράς... 15 i. Παράνομη συμπεριφορά του ζημιωθέντος ή του ζημιώσαντος στις περιπτώσεις επίκλησης εκ μέρους του δεύτερου της διάταξης ΑΚ 300... 16 ii. Παράνομη συμπεριφορά τρίτου γνωστού προσώπου...... 17 iii. Η επίδραση «ουδέτερων παραγόντων»... 18 4. Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΗΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΟΛΟΓΙΑ... 19 4.1. Αυτοκινητικά ατυχήματα.. 19 4.2. Εργατικά ατυχήματα... 29 4.3. Ιατρική ευθύνη.. 32 4.4. Χρηματιστηριακές συναλλαγές. 38 [2]

5. ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΥΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΗΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ. 44 5.1. Η θεωρία της «εκ πρώτης όψεως απόδειξης»... 44 5.2. Η πραγματιστική εξήγηση της αιτιότητας 46 5.3. Η «τυποποιημένη αιτιότητα» 47 5.4. Η «κοινωνικοτυπική αιτιότητα»... 48 5.5. Η «πιθανολογούμενη αιτιότητα 49 5.6. Η «πιθανοτική αιτιότητα». 50 5.7. Η θεωρία της «απώλειας ευκαιρίας». 51 6. Η ΚΑΜΨΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ «ΟΛΑ Η ΤΙΠΟΤΑ» ΩΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΛΥΣΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. 54 6.1. Η νομοθετική αντιμετώπιση των περιπτώσεων συναιτιότητας 54 6.2. Το κενό στις περιπτώσεις συμβολής «ουδέτερων παραγόντων».. 56 7. ΣΥΝΟΨΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ... 61 8. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 65 9. ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ 66 10. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ.. 67 [3]

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ενοχή προς αποζημίωση είναι ένα από τα σημαντικότερα και συνηθέστερα είδη ενοχών. Ένα πρόσωπο έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει ένα άλλο, με άλλα λόγια να αποκαταστήσει τη ζημία που προκλήθηκε στο τελευταίο από τον υπόχρεο προς αποζημίωση. Για τη γέννηση της υποχρέωσης προς αποζημίωση απαιτούνται τρεις γενικές προϋποθέσεις: ο νόμιμος λόγος ευθύνης, η ζημία και ο αιτιώδης σύνδεσμος (ή αλλιώς, η αιτιώδης συνάφεια) μεταξύ των δύο πρώτων. Αποζημίωση οφείλεται δηλαδή μόνο σε εκείνες τις περιπτώσεις που έχει προκληθεί ζημία σε κάποιο πρόσωπο και η αιτία που προκάλεσε τη ζημία αυτή (ζημιογόνο γεγονός) έχει αναχθεί από το νομοθέτη σε λόγο ευθύνης προς αποζημίωση. Ωστόσο, ο νόμιμος λόγος ευθύνης δεν καλύπτει οποιαδήποτε ζημία προκλήθηκε από το ζημιογόνο γεγονός, παρά μόνο εκείνη που είναι αποτέλεσμα αυτού, που συνδέονται με σχέση αιτιότητας. Ο νόμιμος λόγος ευθύνης πρέπει να αποτελεί το αίτιο της ζημίας και η ζημία το αιτιατό. Η τρίτη αυτή προϋπόθεση συνιστά τον αιτιώδη σύνδεσμο που πρέπει να υφίσταται ανάμεσα στο νόμιμο λόγο ευθύνης και στην αποκαταστατέα ζημία. 1.1 Προϋποθέσεις αδικοπρακτικής ευθύνης Οι ίδιες γενικές προϋποθέσεις (νόμιμος λόγος ευθύνης ζημία αιτιώδης σύνδεσμος) απαιτούνται και στο πεδίο της αδικοπρακτικής ευθύνης. Η γενική ρήτρα του άρθρου 914 του Αστικού Κώδικα προβλέπει τη δημιουργία υποχρέωσης του δράστη προς αποζημίωση λόγω της παράνομης και υπαίτιας πρόκλησης ζημίας, που συνιστά το νόμιμο λόγο ευθύνης του. Ειδικότερα, οι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση κατά τη διάταξη ΑΚ 914 είναι οι εξής έξι 1 : i) Ανθρώπινη πράξη ii) Παρανομία iii) Ικανότητα προς καταλογισμό iv) Υπαιτιότητα v) Ζημία 1 Σταθόπουλος Μιχ. (2004), Επιτομή Γενικού Ενοχικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σελ. 298-299 [4]

vi) Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας πράξης προσώπου ικανού προς καταλογισμό (νόμιμος λόγος ευθύνης) και της προκληθείσας ζημίας Η πρώτη προϋπόθεση, η ανθρώπινη πράξη, συνδέεται με τη δεύτερη προϋπόθεση, την παρανομία. Η παρανομία συνίσταται στην αντίθεση της πράξης του ζημιώσαντος στους κανόνες δικαίου οι οποίοι απευθύνονται μόνο σε πρόσωπα και μόνο αυτά μπορούν να τους παραβιάσουν. Η έννομη τάξη αξιολογεί θετικά ή αρνητικά τη συμπεριφορά των προσώπων και αναλόγως τη χαρακτηρίζει νόμιμη ή παράνομη. Ως προς την προϋπόθεση του παρανόμου, όπως αναφέρθηκε ήδη, απαιτείται η πράξη να έρχεται σε αντίθεση με τους κανόνες δικαίου. Σύμφωνα με την κρατούσα αντικειμενική θεωρία, μία πράξη είναι παράνομη όταν αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου. Ο κανόνας της ΑΚ 914 είναι λευκός κανόνας ως προς την προϋπόθεση της παρανομίας και συνεπώς, δεν προκύπτει από την ίδια τη διάταξη ποια συμπεριφορά κρίνεται ως νόμιμη ή μη, αλλά από τις υπόλοιπες νομοθετικές διατάξεις που εμπεριέχουν απαγορευτικούς ή επιτακτικούς κανόνες δικαίου. Η προϋπόθεση της ικανότητας προς καταλογισμό ορίζεται ειδικά στα άρθρα ΑΚ 915-917 και συνδέεται με την προϋπόθεση της υπαιτιότητας. Ως υπαιτιότητα (ή πταίσμα) νοείται ο ψυχικός δεσμός του προσώπου προς μία ενέργειά του ή το αποτέλεσμά της, ο οποίος δικαιολογεί τη σε βάρος του μομφή 2. Υπάρχουν δύο βαθμοί υπαιτιότητας, ο δόλος και η αμέλεια, ανάλογα με τη βαρύτητά της. Ως ζημία ορίζεται κάθε βλάβη που προκαλείται στα υλικά ή άυλα αγαθά ενός προσώπου, κάθε δηλαδή δυσμενής μεταβολή τους 3. Η ζημία εκτός από προϋπόθεση της ενοχής προς αποζημίωση αποτελεί ταυτόχρονα και το αντικείμενο της ευθύνης. Τελευταία προϋπόθεση και η οποία θα μας απασχολήσει στην παρούσα εργασία είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του νόμιμου λόγου ευθύνης και της ζημίας. Αποκαταστατέα είναι καταρχήν όλη η ζημία, αλλά και μόνο εκείνη που συνιστά συνέπεια του νόμιμου λόγου ευθύνης (σχέση αιτίαςαιτιατού). 1.2 Ο αιτιώδης σύνδεσμος ειδικότερα Διατυπωθείσες θεωρίες Η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου (ή αλλιώς αιτιώδους συνάφειας) μεταξύ του νόμιμου λόγου ευθύνης και του ζημιογόνου αποτελέσματος είναι η τελευταία προϋπόθεση για τη γένεση ευθύνης προς αποζημίωση, η οποία ναι μεν δεν ορίζεται ρητώς στο νόμο αλλά προκύπτει από ένα σύνολο διατάξεων όπως λ.χ. τις διατάξεις 914 ΑΚ («όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια»), 335 2 Σταθόπουλος Μιχ., ό.π. σελ. 104 [5]

ΑΚ («έχει υποχρέωση να ανορθώσει τη ζημία του δανειστή που επέρχεται από την αδυναμία», 198 ΑΚ («προξενήσει υπαίτια στον άλλον ζημία»). Από τη διατύπωση των διατάξεων αυτών συνάγεται η αναγκαιότητα της ύπαρξης σχέσης αιτίου-αποτελέσματος μεταξύ του νόμιμου λόγου ευθύνης και της επελθούσας ζημίας. Αμφισβήτηση υπάρχει όχι ως προς την αναγκαιότητα της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου ως προϋπόθεση για τη θεμελίωση ευθύνης προς αποζημίωση, αλλά ως προς τον προσδιορισμό της ακριβούς έννοιάς της, δηλαδή αν πρόκειται για εξωνομική κατηγορία (διεπόμενη μόνο από τους κανόνες της λογικής) ή για νομική έννοια (το νόημα της οποίας καθορίζεται από το νομοθέτη) 4. Η πρακτική συνέπεια αυτής της αμφισβήτησης έγκειται στην ανάγκη περιορισμού της ευθύνης του ζημιώσαντος, ώστε αυτός να ευθύνεται μόνο για το άμεσο αποτέλεσμα της πράξης του και να αποκλείεται η ευθύνη του για τις πιο απομακρυσμένες συνέπειες (έμμεσες ζημίες). Το πρόβλημα αυτό οδήγησε στην αναζήτηση κριτηρίων περιορισμού της ευθύνης με αποτέλεσμα την ανάπτυξη σχετικών θεωριών. Στην Ελλάδα, οι τρεις γνωστότερες είναι: i) η θεωρία του ισοδυνάμου των όρων, ii) η θεωρία της πρόσφορης αιτίας & iii) η θεωρία του σκοπού του κανόνα δικαίου, οι οποίες αναλύονται εν συντομία παρακάτω. i) Η θεωρία του ισοδυνάμου των όρων (conditio sine qua non) Η θεωρία του ισοδυνάμου των όρων (ή του αναγκαίου όρου) ήταν η πρώτη θεωρία που διατυπώθηκε και αναπτύχθηκε κυρίως από τον Γερμανό von Buri. Βασίζεται στην αρχή της λογικής αιτιότητας όπως την αντιλαμβάνονται οι φυσικές επιστήμες. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, κάθε γεγονός χωρίς τη συνδρομή του οποίου δεν θα επερχόταν το ζημιογόνο αποτέλεσμα με τον τρόπο που αυτό επήλθε στο συγκεκριμένο χώρο και χρόνο αποτελεί αναγκαίο όρο (conditio sine qua non) του αποτελέσματος αυτού 5. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να νοηθεί ότι εκλείπει ο όρος χωρίς να εκλείπει συγχρόνως και το συγκεκριμένο αποτέλεσμα (σχέση αιτίου-αιτιατού). Όλοι οι όροι μεταξύ τους είναι ισοδύναμοι, αφού αν εκλείψει έστω και ένας όρος δεν θα επέλθει το συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Η θεωρία αυτή, ωστόσο, οδηγεί σε κοινωνικώς άτοπα αποτελέσματα, διότι διευρύνει υπερβολικά τις περιπτώσεις ευθύνης, αφού θεμελιώνει ευθύνη προς αποζημίωση και για πιο απομακρυσμένες επιζήμιες συνέπειες. Για το λόγο αυτό, η θεωρία αυτή εγκαταλείφθηκε στο 3 Σταθόπουλος Μιχ., ό.π. σελ. 164 4 Σταθόπουλος Μιχ. (2004), Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσσαλονίκη, σελ. 469 [6]

πλαίσιο της αστικής ευθύνης. Διατηρεί όμως τη χρησιμότητά της σε ένα πρώτο στάδιο αναζήτησης της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ ζημίας και πράξης, καθώς αν δεν συνδέονται αιτιωδώς κατά τους κανόνες της λογικής αιτιότητας, δεν τίθεται θέμα ευθύνης. Η ύπαρξη σχέσης αιτιότητας είναι αναγκαία, αλλά δεν αρκεί για τη θεμελίωση ευθύνης για την οποία απαιτούνται και άλλοι περιορισμοί. ii) Η θεωρία της πρόσφορης αιτίας (causa adaequata) Η θεωρία της πρόσφορης αιτιότητας, η οποία θεμελιώθηκε από τον Γερμανό von Kries και αναπτύχθηκε κυρίως από τους Rumelin και Traeger, για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν η κρατούσα στη Γερμανία, ενώ στην ελληνική θεωρία και νομολογία κρατεί μέχρι και σήμερα. Κατά τη θεωρία της πρόσφορης αιτίας, από όλους εκείνους τους όρους επέλευσης του ζημιογόνου αποτελέσματος, ευθύνη προς αποζημίωση μπορεί να θεμελιώσει μόνο εκείνος ο όρος ο οποίος ήταν «πρόσφορος» να οδηγήσει στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Πρόσφορη αιτία θεωρείται ο όρος που έχει γενικά την τάση την ικανότητα να προκαλέσει κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων τη ζημία αυτή 6. Κατά την κρατούσα άποψη, κριτήριο της προσφορότητας είναι η εκ των προτέρων αντικειμενική πρόγνωση του μέσου συνετού ανθρώπου, με βάση δηλαδή τα υπάρχοντα κατά το χρόνο της πράξης του στοιχεία και όχι αυτά που εμφανίστηκαν μετά την επέλευσης της ζημίας. Νομοθετικό έρεισμα της θεωρίας της πρόσφορης αιτιότητας αποτελεί η διάταξη του άρθρου ΑΚ 298 εδ. β (για το διαφυγόν κέρδος). Βασικό στοιχείο της πρόσφορης αιτίας είναι η προβλεψιμότητα του αποτελέσματος. Για τη θεμελίωση ευθύνης προς αποζημίωση αρκεί η δυνατότητα πρόβλεψης ότι η ζημιογόνος πράξη μπορούσε να οδηγήσει στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Αντίθετα, η ευθύνη του δράστη αποκλείεται στις περιπτώσεις που η ζημία προκλήθηκε από έκτακτο, τυχαίο ή απρόοπτο περιστατικό που δεν μπορούσε να προβλεφθεί από ένα λογικό και επιμελή άνθρωπο. Μέσω της θεωρίας της αιτιώδους πρόσφορης αιτίας, η αιτιότητα γίνεται αντιληπτή ως νομική (κανονιστική) έννοια. iii) Η θεωρία του σκοπού του κανόνα δικαίου Η θεωρία του σκοπού του κανόνα δικαίου αναπτύχθηκε κυρίως στη Γερμανία (από τους Rabel και von Caemmerer ) και την Αυστρία (από τον Wilburg) και τείνει να επικρατήσει στις χώρες αυτές εκτοπίζοντας την μέχρι πρότινος κρατούσα θεωρία της πρόσφορης αιτίας. Σύμφωνα με 5 Γεωργιάδης Απ. (2015), Ενοχικό Δίκαιο Γενικό μέρος, εκδόσεις Π. Ν. Σάκκουλας Δίκαιο & Οικονομία, σελ. 141 [7]

τη θεωρία αυτή, για την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ πράξης και ζημίας θεωρείται κρίσιμος ο σκοπός του ιδρυτικού της ευθύνης κανόνα δικαίου 7. Εξετάζεται δηλαδή ποια είναι τα προστατευόμενα από τον παραβιαζόμενο κανόνα δικαίου συμφέροντα προκειμένου να καθορισθεί η έκταση της ευθύνης (προστατευτικός σκοπός). Αν, επομένως, τα συμφέροντα που προσβλήθηκαν άμεσα ή έμμεσα εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίο του κανόνα, η παράβασή του δημιουργεί υποχρέωση προς αποζημίωση. Αντιθέτως, δεν μπορεί να θεμελιωθεί ευθύνη εξαιτίας της προσβολής αγαθών που δεν εμπίπτουν στα προστατευόμενα από τον κανόνα δικαίου. Συνεπώς, η ύπαρξη ή μη αιτιώδους συνάφειας είναι θέμα ερμηνείας του κανόνα δικαίου. Στις περιπτώσεις των απαγορευτικών κανόνων δικαίου, είναι ευκολότερη η διαπίστωση αν ένα προσβαλλόμενο αγαθό εμπίπτει ή όχι στο προστατευτικό σκοπό του κανόνα λόγω της απόλυτης ενέργειάς τους. Οι νόμοι αυτοί συνήθως απαγορεύουν κάθε αντίθετη συμπεριφορά που προσβάλλει οποιοδήποτε αγαθό με οποιονδήποτε τρόπο, οποιοσδήποτε κι αν είναι ο φορέας του. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ωστόσο, ο απαγορευτικός κανόνας μπορεί να αποσκοπεί στην προστασία ορισμένων συμφερόντων ή προσώπων με αποτέλεσμα να δημιουργείται αβεβαιότητα ως προς το σκοπό της διάταξης. 2. ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΙΤΙΑΚΗΣ ΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΙΑΣ Κατά την θεωρία του ισοδυνάμου των όρων, η αιτιώδης συνάφεια γίνεται αντιληπτή ως αυτοτελής προϋπόθεση της ευθύνης προς αποζημίωση 8. Όπως ήδη ειπώθηκε, μόνο οι ζημίες εκείνες που είναι αποτέλεσμα του νόμιμου λόγου ευθύνης με την έννοια του αναγκαίου όρου (conditio sine qua non) είναι αποκαταστατέες. Σε ορισμένες περιπτώσεις όμως δεν μπορεί να προσδιοριστεί με βεβαιότητα εάν η παράνομη και υπαίτια πράξη συνέβαλε αιτιωδώς στη ζημία, με αποτέλεσμα να προκαλούνται δυσχέρειες και αμφισβητήσεις στο αν ιδρύεται ή όχι ευθύνη προς αποζημίωση, αλλά και στο αν υφίσταται κενό νόμου ελλείψει νομοθετικής ρύθμισης ή ηθελημένα ο νομοθέτης δεν ρύθμισε τη συγκεκριμένη κατηγορία βιοτικών σχέσεων. 6 Σταθόπουλος Μιχ., ό.π. σελ. 482 7 Γεωργιάδη Απ., ό.π. σελ. 143 8 Σταθόπουλος Μιχ., ό.π. σελ. 494 [8]

Οι ειδικές αυτές περιπτώσεις αιτιότητας αποκαλούνται περιπτώσεις «εναλλακτικής αιτιότητας» και εμφανίζονται με τις εξής μορφές: α) περιπτώσεις νόμιμης εναλλακτικής συμπεριφοράς και β) περιπτώσεις υποθετικής αιτιότητας. 2.1. Μορφές «εναλλακτικής αιτιότητας» i. Η νόμιμη εναλλακτική συμπεριφορά Στην προβληματική της νόμιμης εναλλακτικής συμπεριφοράς εμπίπτουν οι περιπτώσεις παράνομων πράξεων που προκάλεσαν ένα ζημιογόνο αποτέλεσμα, το οποίο όμως θα επερχόταν ακόμα κι αν ο δράστης είχε ενεργήσει νόμιμα (υποθετική εναλλακτική συμπεριφορά). Χαρακτηριστικό παράδειγμα από τη νομολογία του Γερμανικού Ακυρωτικού είναι το εξής: Ο οδηγός ενός φορτηγού παρασύρει και τραυματίζει θανάσιμα έναν μεθυσμένο ποδηλάτη τη στιγμή που τον προσπερνούσε, μην τηρώντας την απαιτούμενη εκ του νόμου απόσταση από το δεξιό άκρο του δρόμου (απείχε 0,75 μ. αντί του 1 μ.). Αποδείχθηκε, ωστόσο, ότι ακόμα και αν ο οδηγός του φορτηγού ενεργούσε νόμιμα την προσπέραση τηρώντας την απόσταση του ενός μέτρου που απαιτεί ο Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας, το δυστύχημα δεν θα είχε αποφευχθεί λόγω του ασταθούς τρόπου που οδηγούσε το ποδήλατο ο μεθυσμένος αναβάτης. Το ζήτημα της εναλλακτικής νόμιμης συμπεριφοράς και πως αντιμετωπίζεται θεωρία και τη νομολογία θα μας απασχολήσει διεξοδικά στις επόμενες ενότητες. από τη ii. Η υποθετική αιτιότητα Συναφείς με την προβληματική της νόμιμης εναλλακτικής συμπεριφοράς είναι οι περιπτώσεις της υποθετικής αιτιότητας. Και στις περιπτώσεις αυτές, το ζημιογόνο γεγονός προκαλεί μία ζημιά όντας το πραγματικό αίτιο αυτής η οποία επέρχεται ως αποτέλεσμά του. Το πρόβλημα δημιουργείται στις περιπτώσεις εκείνες όπου διαπιστώνεται πως η ίδια ζημία θα επερχόταν μεταγενέστερα ούτως ή άλλως εξαιτίας ενός άλλου γεγονότος (υποθετικό αίτιο), ακόμα κι αν δηλαδή δεν είχε μεσολαβήσει το πραγματικό αίτιο. Η υποθετική αιτιότητα ανάλογα με το χρόνο που εμφανίζεται το υποθετικό αίτιο σε σχέση με το πραγματικό και τη ζημία διακρίνεται στις εξής δύο μορφές 9 : 9 Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη Ευτ., «Το πρόβλημα της υποθετικής αιτιότητας στο δίκαιο της αποζημιώσεως», Επιστημονική Επετηρίδα Δ.Σ.Θ. (1981), σελ. 186 [9]

α) Διαζευκτική αιτιότητα Διακοπή αιτιώδους συνδέσμου β) Μεταγενέστερη υποθετική αιτιότητα ή Προλαμβάνουσα αιτιότητα Στην πρώτη περίπτωση, στην περίπτωση της διαζευκτικής αιτιότητας, το υποθετικό αίτιο προηγείται χρονικά του πραγματικού αιτίου και της ζημίας. Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι αν εξέλιπε το πραγματικό ζημιογόνο γεγονός, η επιζήμια συνέπεια θα επερχόταν ως αποτέλεσμα του υποθετικού αιτίου που είχε λάβει χώρα πριν το πραγματικό. Παραδείγματος χάριν, ο Α τραυματίζει τον Β θανάσιμα σε τροχαίο ατύχημα. Κατά τη μεταφορά του Β στο νοσοκομείο, ο Γ συγκρούεται με το ασθενοφόρο με αποτέλεσμα το θάνατο του Β λόγω της δεύτερης σύγκρουσης. Ο Γ προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του θα ισχυρισθεί ότι ο Β έτσι κι αλλιώς θα πέθαινε εξαιτίας του θανάσιμου τραυματισμού του από τη σύγκρουση με τον Α σε μεταγενέστερο χρόνο. Από την αντίστροφη πλευρά, ο Α μπορεί να αντικρούσει αντιτάσσοντας ότι η ενέργεια του Γ επέφερε διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της δικής του ενέργειας και του θανάτου του Β και έτσι έπαψε η πράξη του να είναι αναγκαίος όρος της ζημίας. Γίνεται αντιληπτό, λοιπόν, ότι η πρώτη μορφή της υποθετικής αιτιότητας και η διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου συνιστούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η μεταγενέστερη υποθετική αιτιότητα (ή αλλιώς προλαμβάνουσα αιτιότητα 10 ) περιλαμβάνει τις περιπτώσεις όπου το υποθετικό αίτιο επέρχεται σε χρόνο μεταγενέστερο τόσο του πραγματικού ζημιογόνου γεγονότος όσο και της επελθούσας πραγματικής ζημίας. Για παράδειγμα, ο Α γκρεμίζει την οικία του Β, η οποία θα κατεδαφιζόταν ούτως ή άλλως ένα μήνα αργότερα ως αυθαίρετο. Στις περιπτώσεις αυτές, το ζήτημα που ανακύπτει δεν αφορά ουσιαστικά την απαλλαγή ή μη του δράστη από την ευθύνη του προς αποζημίωση όπως στην πρώτη μορφή (ύπαρξη ή μη αιτιώδους συνάφειας αυτή είναι δεδομένη), αλλά την έκταση της ευθύνης του. Το μεταγενέστερο υποθετικό γεγονός θα ληφθεί υπόψη προκειμένου να περιορισθεί η ευθύνη του ζημιώσαντος μέχρι το χρόνο επέλευσής του. Εφαρμόζοντας, συνεπώς, τη θεωρία της διαφοράς, η αποκαταστατέα ζημία πρέπει να υπολογισθεί βάσει της περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος αν δεν είχε συμβεί το αρχικό ζημιογόνο γεγονός. Στο παραπάνω παράδειγμα, ο Α θα ευθύνεται για την απώλεια της περιουσίας του Β για το διάστημα του ενός μήνα μεταξύ της ενέργειας του Α και του μεταγενέστερου αίτιου (του χρόνου κατεδάφισης της οικίας από το Δημόσιο) και όχι για το διάστημα πέραν αυτού. 10 Σπυριδάκης Ι.Σ. (2004), Εγχειρίδιο Αστικού Δικαίου Ενοχικό Δίκαιο Γενικό Μέρος (Τόμος Δεύτερος), Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα Κομοτηνή, σελ. 155 [10]

2.2 Οι υποστηριζόμενες απόψεις για τη σχέση μεταξύ των μορφών «εναλλακτικής αιτιότητας» Διχογνωμία επικρατεί για τη σχέση των περιπτώσεων της νόμιμης εναλλακτικής συμπεριφοράς και του φαινομένου της υποθετικής αιτιότητας. Αφενός υποστηρίζεται ότι η νόμιμη εναλλακτική συμπεριφορά συνιστά μία μορφή υποθετικής αιτιότητας. Στον αντίποδα, υποστηρίζεται ότι οι δύο αυτές περιπτώσεις δεν είναι όμοιες και δεν μπορούν να συσχετίζονται μεταξύ τους, χωρίς όμως να επισημαίνονται ποιες είναι διαφορές τους. Το ορθότερο είναι να γίνει δεκτό ότι πράγματι τα δύο φαινόμενα είναι διαφορετικά μεταξύ τους 11. Η ειδοποιός διαφορά τους έγκειται στο εξής: Στις περιπτώσεις της υποθετικής αιτιότητας, πάντοτε η «υποθετική αιτία» έχει υπάρξει ως πραγματικό γεγονός και γίνεται αντιληπτή ως υποθετική μόνο σε σχέση με την πραγματική επελθούσα ζημία (ανεξαρτήτως του χρόνου τοποθέτησής της, είτε πριν είτε μετά τη ζημία) και το πραγματικό ζημιογόνο αίτιο. Κατά τα λοιπά, το υποθετικό αίτιο έχει λάβει χώρα στον πραγματικό κόσμο και γίνεται λόγος για υποθετική αιτία υπό την έννοια ότι δεν είναι αυτή που προξένησε τη ζημία, αλλά υποθετικά θα μπορούσε. Αντιθέτως, η νόμιμη συμπεριφορά του δράστη που αποτελεί το υποθετικό αίτιο στις περιπτώσεις της εναλλακτικής νόμιμης συμπεριφοράς, είναι καθαρά ένα μη πραγματικό γεγονός, το οποίο δεν έχει λάβει χώρα ποτέ στον εξωτερικό κόσμο. Νοείται ως υποθετικό όχι μόνο ως προς το γεγονός ότι δεν επέφερε το επιζήμιο αποτέλεσμα (το οποίο επήλθε λόγω της παράνομης συμπεριφοράς), αλλά και ως προς το ότι δεν υπήρξε στην βιοτική πραγματικότητα, και μόνο νοερά εναλλάσσεται με την παράνομη συμπεριφορά. 3. Η ΝΟΜΙΜΗ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 3.1. Η προβληματική της εναλλακτικής νόμιμης συμπεριφοράς Ένας φαρμακοποιός προκαλεί το θάνατο ενός μικρού παιδιού επειδή του έδωσε συγκεκριμένο φάρμακο χωρίς όμως να υπάρχει η απαιτούμενη από το νόμο ιατρική συνταγή. Στη συνέχεια, αποδεικνύεται ότι ο γιατρός θα χορηγούσε το ίδιο φάρμακο αν του ζητούσαν συνταγή, διότι δεν ήταν δυνατό να προβλέψει ότι το φάρμακο θα επέφερε το θάνατο του παιδιού 12. Ευθύνεται 11 Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη Ευτ., ό.π. σελ. 188 12 Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη Ευτ., ό.π. σελ. 188 [11]

εν προκειμένω ο φαρμακοποιός ή μπορεί να απαλλαγεί από την ευθύνη του ισχυριζόμενος ότι ακόμα κι αν ενεργούσε νόμιμα (δίνοντας δηλαδή το φάρμακο εφόσον του είχε επιδειχθεί η απαιτούμενη ιατρική συνταγή), θα επερχόταν πάλι ο θάνατος του παιδιού; Ένας φωτογράφος περιλαμβάνει στην έκθεση που διοργανώνει για να παρουσιάσει το έργο του στο κοινό τη φωτογραφία ενός μοντέλου το οποίο βρίσκεται στην αρχή της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας χωρίς να έχει ζητήσει προηγουμένως τη συναίνεση του και συνεπώς, χωρίς να έχει καταβληθεί σχετική αμοιβή. Το εικονιζόμενο στη φωτογραφία μοντέλο στρέφεται κατά του φωτογράφου ζητώντας εκτός των άλλων αποζημίωση για διαφυγόντα κέρδη λόγω της μη καταβολής αμοιβής για τη χρήση της εικόνας της. Ο φωτογράφος ισχυρίζεται ότι στο χώρο τους είναι συνηθισμένο πρόσωπα που είναι στην αρχή της καριέρας τους να δέχονται να φωτογραφίζονται και να δημοσιεύονται οι φωτογραφίες τους χωρίς αμοιβή, μέχρι το πρόσωπο αυτό να γίνει γνωστό στο χώρο, και επομένως, ακόμα και αν είχε ζητήσει προηγουμένως τη συναίνεση του μοντέλου για να χρησιμοποιήσει τη φωτογραφία της χωρίς την καταβολή ανάλογης αμοιβής, αυτή θα είχε συναινέσει λαμβάνοντας υπόψη τις συνήθειες του χώρου 13. Υπάρχει ευθύνη του φωτογράφου για τη μη νόμιμη εκμετάλλευση της εικόνας του μοντέλου (χωρίς τη συναίνεσή της) ή θα γίνει δεκτή η ένστασή του; Στην προηγούμενη ενότητα, έγινε μία πρώτη αναφορά στις περιπτώσεις της νόμιμης εναλλακτικής συμπεριφοράς. Σε αυτή την ενότητα θα εμβαθύνουμε στο φαινόμενο αυτό και στο πώς αντιμετωπίζεται από την ελληνική θεωρία και νομολογία, ενώ στα επόμενα κεφάλαια θα εξετάσουμε τις προτεινόμενες λύσεις για την επίλυση αυτών των περιπτώσεων. Εν συντομία, όταν γίνεται λόγος για νόμιμη εναλλακτική συμπεριφορά, νοούνται περιπτώσεις παράνομων πράξεων που προκαλούν ορισμένη ζημία, η οποία ωστόσο δεν θα είχε αποφευχθεί ακόμα κι αν η πράξη του δράστη ήταν νόμιμη (υποθετική εναλλακτική συμπεριφορά) 14. Στα άνω αναφερόμενα παραδείγματα (θάνατος μεθυσμένου ποδηλάτη, θάνατος παιδιού από μη συνταγογραφημένο φάρμακο, εκμετάλλευση της εικόνας του μοντέλου χωρίς τη συναίνεσή της), αν έλειπε η παρανομία και ο δράστης ενεργούσε νόμιμα (η τήρηση της απαιτούμενης απόστασης του ενός μέτρου από το ποδήλατο κατά την προσπέραση, η πώληση του φαρμάκου μόνο με την προσκόμιση της ιατρικής συνταγής και η προηγούμενη παροχή συναίνεσης από το εικονιζόμενο μοντέλο αντίστοιχα), το 13 Καραγιάννης Κωνσταντίνος, (2007) Η αξίωση αποζημιώσεως επί παρανόμου χρησιμοποιήσεως της εικόνας προσώπου, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα-Κομοτηνή, σελ. 94-96 14 Γεωργιάδης Απ.-Σταθόπουλος Μιχ. Αστικός Κώδιξ Ερμηνεία κατ άρθρο-νομολογία-βιβλιογραφία Τόμος ΙΙ- Γενικό Ενοχικό, εκδόσεις Π. Ν. Σάκκουλας Δίκαιο & Οικονομία, σελ. 74 [12]

επιζήμιο αποτέλεσμα πάλι θα επερχόταν. Η παρανομία δηλαδή δεν ήταν αναγκαίος όρος (conditio sine qua non) για τη ζημία και συνεπώς, ελλείπει ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας πράξης και της ζημίας. Η ένσταση της νόμιμης εναλλακτικής συμπεριφοράς είναι ένα επιχείρημα στηριζόμενο στη λογική το οποίο αποσκοπεί στο να καταδείξει την έλλειψη αιτιώδους συνάφειας στις περιπτώσεις παράνομων συμπεριφορών οι οποίες προκαλούν ορισμένη ζημία, η οποία δεν θα είχε αποφευχθεί ούτε στην περίπτωση που ο ζημιώσας ενεργούσε νόμιμα. Στη Γερμανία, έχουν διατυπωθεί πολλές αντιρρήσεις για τον τρόπο αντιμετώπισης των περιπτώσεων αυτών. Ο αποκλεισμός της ευθύνης του δράστη δυνάμει της ενστάσεως της νόμιμης εναλλακτικής συμπεριφοράς προσκρούει σε σημαντικές διαγνωστικές και αποδεικτικές δυσχέρειες. Παρότι θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η προβληματική της νόμιμης εναλλακτικής συμπεριφοράς αφορά μόνο την αδυναμία απόδειξης της ακριβούς αιτιακής διαδρομής λόγω των σημαντικών και συχνά ανυπέρβλητων - δυσκολιών στο αποδεικτικό στάδιο, η κυριότερη και ουσιαστικότερη αδυναμία είναι η αδυναμία διάγνωσης της αιτιακής διαδρομής, όπως σε όλες τις περιπτώσεις αιτιακής απροσδιοριστίας, διότι δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο και σίγουρο ότι θα επερχόταν το ίδιο ζημιογόνο αποτέλεσμα αν είχε τηρηθεί ο κανόνας που παραβιάσθηκε, ειδικά στις περιπτώσεις όπου η υποθετική αυτή αιτιακή διαδρομή εξαρτάται από τις ενέργειες άλλων προσώπων ή από τυχαία γεγονότα. Ο έλληνας νομοθέτης δεν έχει προβλέψει κάποια διάταξη για τις περιπτώσεις της νόμιμης εναλλακτικής συμπεριφοράς. Το ζήτημα έχει αντιμετωπισθεί μόνο σε θεωρητικό επίπεδο και μέσω της νομολογίας. Στη θεωρία υπάρχει διχογνωμία για τη φύση του προβλήματος της νόμιμης εναλλακτικής συμπεριφοράς 15. Κατά μία άποψη, η οποία είναι και η κρατούσα στην ελληνική θεωρία, η ένσταση της νόμιμης εναλλακτικής συμπεριφοράς αποτελεί ζήτημα αιτιώδους συνδέσμου. Η αντίθετη γνώμη ισχυρίζεται ότι η προβληματική αυτή υπάγεται στο πρόβλημα του προσδιορισμού της καταλογιστής και καταλογιστέας στο ζημιώσαντα ζημίας. Η γνώμη αυτή φαίνεται να κυριαρχεί στην αλλοδαπή θεωρία, η οποία δεν αμφισβητεί ότι η συμπεριφορά του δράστη ήταν το πραγματικό αίτιο που προκάλεσε τη ζημία, αλλά αντιμετωπίζει τις περιπτώσεις αυτές σε μεταγενέστερο στάδιο, κατά τον καταλογισμό της ζημίας. Η αλλοδαπή νομολογία, ιδίως του Γερμανικού Ακυρωτικού έχει ασχοληθεί συστηματικά με την προβληματική της νόμιμης εναλλακτικής συμπεριφοράς. Αντιθέτως, η νομολογία των 15 Σπερδόκλη Έλλη, (2017) Ο αιτιώδης σύνδεσμος ως προϋπόθεση της αδικοπρακτικής ευθύνης, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα, σελ. 124 [13]

ελληνικών δικαστηρίων δεν αναφέρεται ρητά στο ζήτημα της «νόμιμης εναλλακτικής συμπεριφοράς», όπως θα δούμε στη συνέχεια κατά τη μελέτη δικαστικών αποφάσεων, παρά οι περιπτώσεις αυτές επιλύονται με γενική αναφορά στην ύπαρξη ή μη αιτιώδους συνδέσμου στην εν λόγω περίπτωση μέσω κυρίως των θεωριών του ισοδυνάμου των όρων και της πρόσφορης αιτίας. Για τον αποκλεισμό της ευθύνης του δράστη συνήθως γίνεται επίκληση του σκοπού του κανόνα δικαίου που παραβιάσθηκε ή της αρχής της επιείκειας, κάνοντας λόγο στη δεύτερη περίπτωση για τη μικρή βαρύτητα της παραβιασθείσας διάταξης ή για επουσιώδη παράβαση 16. Ωστόσο, ναι μεν η απαλλαγή του δράστη από την ευθύνη του είναι κατά κανόνα σύμφωνη με το κοινό περί δικαίου αίσθημα, αλλά δεν είναι πάντοτε ήσσονος σημασίας η διάταξη που παραβιάσθηκε ή ίδια η παράβαση. Για παράδειγμα, στην περίπτωση πλημμελούς ενημέρωσης ασθενή από το θεράποντα ιατρό σχετικά με τις παρενέργειες της ιατρικής πράξης, ο ασθενής χωρίς να έχει γνώση αυτών δίδει τη συναίνεσή του για τη διενέργεια της ιατρικής πράξης, η οποία αν και τελείται lege artis, προκαλεί βλάβη στην υγεία του ασθενή. Αποδεικνύεται ότι ο ασθενής θα έδινε τη συναίνεσή του ακόμα και αν είχε ενημερωθεί προσηκόντως για τις πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες της διενεργηθείσας ιατρικής πράξης λόγω της σοβαρότητάς της ασθένειάς του 17. Παρόλα ταύτα, δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι στο παραπάνω παράδειγμα, το δικαίωμα πληροφόρησης του ασθενή συνδέεται άμεσα με το θεμελιώδες δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού και αυτοδιάθεσης κάθε ανθρώπου. Στην αλλοδαπή θεωρία και νομολογία χρησιμοποιείται κυρίως το κριτήριο του σκοπού του κανόνα δικαίου που παραβιάστηκε, το οποίο όμως δεν καταλήγει πάντοτε σε ασφαλείς λύσεις. Κατά την κρατούσα άποψη (κυρίως στη Γερμανία), η ένσταση της νόμιμης εναλλακτικής συμπεριφοράς υπό προϋποθέσεις οδηγεί στον αποκλεισμό ευθύνης προς αποζημίωση, διότι αν η επελθούσα ζημία δεν θα είχε αποφευχθεί ακόμα και αν ο δράστης είχε ενεργήσει νομίμως, συνάγεται ότι δεν εμπίπτει κατά κανόνα στον προστατευτικό σκοπό της παραβιασθείσας διάταξης 18. Στην ημεδαπή θεωρία και νομολογία, ο αποκλεισμός της ευθύνης του δράστη στις περιπτώσεις νόμιμης εναλλακτικής συμπεριφοράς διαπιστώνεται κατά κύριο λόγο με την εφαρμογή της θεωρίας του αναγκαίου όρου η οποία απαιτεί την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας όχι απλώς μεταξύ πράξης και ζημίας, αλλά ανάμεσα στην παράνομη και υπαίτια πράξη (νόμιμος λόγος ευθύνης) και τη ζημία. Αν επομένως υποτεθεί ότι έλειπε η παρανομία, δηλαδή η πράξη ήταν νόμιμη, θα επερχόταν το ίδιο ζημιογόνο αποτέλεσμα. Άρα, η παρανομία δεν ήταν αναγκαίος όρος για την πρόκληση της ζημίας και είναι νομικά αδιάφορη για την αποζημίωση, αφού και η 16 Σταθόπουλος Μιχ., ό.π. σελ. 495 17 Σπερδόκλη Έ., ό.π. σελ. 122 [14]

υποτεθείσα νόμιμη συμπεριφορά του δράστη θα κατέληγε στην ίδια επιζήμια συνέπεια. Καθίσταται σαφές ότι η ζημία ήταν αναπόφευκτη και η ανυπαρξία του αιτιώδους συνδέσμου αποκλείει τη δημιουργία ευθύνης του δράστη, αφού ο νόμος δεν μπορεί να καταλογίσει ευθύνη στο ζημιώσαντα για ζημία που δεν ήταν δυνατή η αποτροπή της ακόμα και στην περίπτωση διενέργειας νόμιμων ενεργειών. Ένας ακόμα προβληματισμός που ανακύπτει στις περιπτώσεις της νόμιμης εναλλακτικής συμπεριφοράς, αυτή τη φορά σε δικονομικό επίπεδο, είναι τι είδους ισχυρισμό αποτελεί το επιχείρημα της νόμιμης εναλλακτικής συμπεριφοράς και επομένως, ποιος φέρει το βάρος απόδειξης. Είναι αιτιολογημένη άρνηση και το βάρος απόδειξης εξακολουθεί να φέρει ο ζημιωθείς ως ενάγων ή αποτελεί ένσταση και ο εναγόμενος-ζημιώσας πρέπει να αποδείξει ότι η παράνομη συμπεριφορά του δεν συνέβαλε αιτιωδώς στην πρόκληση της ζημίας, αλλά άλλοι παράγοντες; Αν και όπως ειπώθηκε ήδη, η ελληνική νομολογία δεν κάνει ρητή αναφορά στην εναλλακτική νόμιμη συμπεριφορά, φαίνεται ότι το επιχείρημα αυτό αντιμετωπίζεται από τα ημεδαπά δικαστήρια ως ένσταση, το βάρος απόδειξης της οποίας φέρουν οι εναγόμενοι-ζημιώσαντες. 3.2. Τυπολογία περιπτώσεων της εναλλακτικής νόμιμης συμπεριφοράς Η προβληματική της νόμιμης εναλλακτικής συμπεριφοράς εντοπίζεται κατά κύριο λόγο στο πεδίο της αδικοπρακτικής ευθύνης όπως λ.χ. στην ευθύνη από τροχαία ή εργατικά ατυχήματα, την ιατρική ευθύνη. Βέβαια, είναι πιθανό να προκύψει και στο πλαίσιο της ενδοσυμβατικής ευθύνης, στις περιπτώσεις όπου η ζημία που προκλήθηκε λόγω της αθέτησης της σύμβασης, θα επερχόταν ακόμα και αν ο ζημιώσας είχε εκπληρώσει προσηκόντως τη συμβατική υποχρέωσή του. Το κριτήριο για την τυποποίηση των περιπτώσεων της νόμιμης εναλλακτικής συμπεριφοράς είναι η προέλευση της λεγόμενης εναπομένουσας αιτιότητας. Εναπομένουσα αιτιότητα ορίζεται «αυτή που, αφαιρουμένης της αιτιότητας που γίνεται δεκτό ότι συνιστά την εναλλακτική νόμιμη συμπεριφορά, απομένει για να θεωρηθεί ότι προκάλεσε τη ζημία.» 19. Η εναπομένουσα αιτιότητα διακρίνεται σε τρεις κατηγορίες 20 ανάλογα με τον παράγοντα που την προκάλεσε: α) πράξη ζημιωθέντος ή ζημιώσαντος (αν ο τελευταίος επικαλείται την ΑΚ 300) 18 Σπεδόκλη Έ., ό.π. σελ. 125, υποσ. 219 19 Καραγιάννης Κωνσταντίνος, «Κάμψη της αρχής «όλα ή τίποτε» σε περιπτώσεις «νόμιμης εναλλακτικής συμπεριφοράς», Τιμητικός Τόμος Μιχ. Π. Σταθόπουλου τόμ. Ι, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα-Κομοτηνή (2010), σελ. 851 [15]

β) πράξη τρίτου γνωστού προσώπου γ) τυχαίοι ή έκτακτοι παράγοντες εκτός της συμπεριφοράς του ζημιωθέντος, του ζημιώσαντος ή γνωστού τρίτου προσώπου π.χ. τυχαία γεγονότα, ανωτέρα βία, πράξη τρίτου άγνωστου προσώπου, οι οποίοι εν συντομία αποκαλούνται «ουδέτεροι παράγοντες». i. Η παράνομη συμπεριφορά του ζημιωθέντος ή του ζημιώσαντος στις περιπτώσεις επίκληση εκ μέρους του δεύτερου της διάταξης ΑΚ 300 Στην κατηγορία αυτή υπάγονται περιπτώσεις που εκτός της παράνομης συμπεριφοράς του ζημιώσαντος, είναι πιθανό ορισμένη συμπεριφορά του ζημιωθέντος να συνέβαλε αιτιωδώς είτε στην επέλευση της ζημίας είτε στην έκτασή της. Στην παρούσα κατηγορία συναντώνται δύο μορφές πραγματικών περιστατικών: είτε ο δράστης επικαλείται την παράνομη συμπεριφορά του ζημιωθέντος προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του υποστηρίζοντας ότι ακόμα και αν είχε ενεργήσει νόμιμα, η ζημία θα είχε προκληθεί λόγω της πράξης του ζημιωθέντος (πλήρης απαλλαγή ζημιώσαντος), είτε στην περίπτωση που ο ζημιώσας έχει προβάλει ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος κατά το άρθ. 300 ΑΚ, ο ζημιωθείς σκοπώντας στην απόρριψη της ένστασης, αντιτείνει ότι ακόμα και είχε ενεργήσει σύννομα, η ζημία του θα είχε επέλθει στην ίδια έκταση. Εάν η ένσταση της νόμιμης εναλλακτικής συμπεριφοράς γίνει δεκτή και αποδειχθεί η ουσιαστική της βασιμότητα, αποκλείεται η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς του ζημιώσαντος στην πρώτη περίπτωση και του ζημιωθέντος στη δεύτερη και δεν καταλογίζεται ευθύνη στο υποκείμενο της εν λόγω πράξης. Ένα ενδιαφέρον νομολογιακό παράδειγμα είναι το ατύχημα που συνέβη στη λίμνη Ταυρωπού το 1959 με αποτέλεσμα να πνιγούν 20 άτομα 21. Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης έχουν ως εξής: Η ΔΕΗ προχώρησε στη δημιουργία τεχνητής λίμνης με σκοπό την κατασκευή υδροηλεκτρικού έργου, χωρίς ωστόσο να έχει προηγουμένως ολοκληρώσει την κατασκευή περιφερειακής οδού που θα συνέδεε τα παραλίμνια χωριά, αποκόπτοντας τη μεταξύ τους συγκοινωνία. Ακόμα, είχε απαγορεύσει τον διάπλου της λίμνης με τη χρήση πλοιαρίων και είχε ενημερώσει σχετικά τη Χωροφυλακή για να παρεμποδίζει όσους επιχειρούσαν να διασχίσουν τη λίμνη. Την 05/12/1959, 20 άτομα επιχείρησαν να διασχίσουν τη λίμνη, καθώς λόγω βροχοπτώσεων οι δρόμοι του παλιού οδικού δικτύου είχαν πλημμυρίσει και η νέα περιφερειακή οδός δεν είχε ολοκληρωθεί., αγνοώντας τις προειδοποιητικές πινακίδες και τους χωροφύλακες που προσπάθησαν 20 Καραγιάννης Κ., ό.π. σελ. 858 [16]

να τους εμποδίσουν. Η βάρκα ανετράπη λόγω των κακών καιρικών συνθηκών, του υπέρβαρου και της απειρίας του καπετάνιου. Οι συγγενείς των θυμάτων άσκησαν αγωγή κατά την ΔΕΗ η οποία κρίθηκε υπόχρεη προς αποζημίωση, εκτός των άλλων, λόγω της παράλειψής της να τοποθετήσει περίφραξη γύρω από τη λίμνη και να προσλάβει φύλακα. Εν προκειμένω, θα μπορούσε να αντιταχθεί η ένσταση της εναλλακτικής συμπεριφοράς με την έννοια ότι ακόμα και αν η ΔΕΗ είχε συμπεριφερθεί σύννομα, είχε δηλαδή τοποθετήσει περίφραξη και προσλάβει φύλακα, πάλι θα επερχόταν το επιζήμιο αποτέλεσμα, διότι τα θύματα θα επιβιβάζονταν στη βάρκα αφού ούτε οι απαγορευτικές πινακίδες τους απέτρεψαν ούτε οι χωροφύλακες μπόρεσαν να τους σταματήσουν. ii. Παράνομη συμπεριφορά τρίτου γνωστού προσώπου Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει περιπτώσεις όπου συντρέχει η αυτοτελής παράνομη πράξη του ζημιώσαντος με την αυτοτελή παράνομη συμπεριφορά τρίτου γνωστού προσώπου η οποία είναι δυνατό να συνέβαλε αιτιωδώς στην πρόκληση της ζημίας. Για τη μη θεμελίωση ευθύνης του, ο ζημιώσας επικαλείται την παράνομη πράξη γνωστού τρίτου προσώπου η οποία μπορεί να έλαβε χώρα πριν, συγχρόνως ή μεταγενέστερα από τη δική του παράνομη ενέργεια και συνέβαλε αιτιωδώς στην επέλευση της ζημίας, η οποία δεν θα είχε αποφευχθεί αν ο δράστης είχε πράξει νομίμως. Εκτός της περίπτωσης της πλήρους απαλλαγής του δράστη, η παράνομη πράξη τρίτου μπορεί να μειώσει την έκταση της ευθύνης του ζημιώσαντος, εάν αποδειχθεί η συμβολή της πράξης του τρίτου στην επέλευση της ζημίας, αλλά ακόμα και όταν δεν είναι εφικτό να διαπιστωθεί με βεβαιότητα ποια από τις δύο παράνομες συμπεριφορές (του ζημιώσαντος ή του τρίτου γνωστού προσώπου) οδήγησε στο ζημιογόνο αποτέλεσμα. Στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζεται η διάταξη του ΑΚ 926 εδ. β την οποία θέσπισε ο νομοθέτης προκρίνοντας την προστασία του ζημιωθέντος λόγω της πιθανής αδυναμίας του να θεμελιώσει την αξίωσή του κατά των ζημιωσάντων, εξαιτίας της αβεβαιότητας για την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ έκαστης παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας που υπέστη. Ο βαθμός συμβολής κάθε εμπλεκομένου στην επέλευση της ζημίας κρίνεται σε μεταγενέστερο στάδιο στο πλαίσιο της αναγωγική δίκης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη ΑΚ 927. Για παράδειγμα, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών (απόφαση 2137/2003) έκρινε όλα τα μέλη της ιατρικής ομάδας υπαίτια για το θάνατο ασθενούς ο οποίος επήλθε λόγω διαδοχικών και ιδιαίτερα σοβαρών λαθών των αναισθησιολόγων σε συνδυασμό με την απουσία του χειρουργούιατρού, ο οποίος διέταξε την αναισθησία, κατά την προετοιμασία και την επιχείρηση της πλήρους 21 ΑΠ 854/1974 (ΝοΒ 1975, σελ. 479). Καραγιάννης Κ., ό.π. σελ. 854 [17]

αναισθησίας, αλλά και την εσφαλμένη απόφασή του ως προς την επιλογή των αναισθησιολόγων, χαρακτηρίζοντάς τα «από κοινού ενεργούντες» 22. iii. Η επίδραση «ουδέτερων παραγόντων» Στην τελευταία κατηγορία συναντάμε περιπτώσεις στις οποίες η εναπομένουσα αιτιότητα οφείλεται σε τυχαίους (ουδέτερους) παράγοντες. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, οι παράγοντες αυτοί μπορεί να είναι γεγονότα που εμπίπτουν στην έννοια των τυχηρών ή της ανωτέρας βίας εν στενή εννοία, η πράξη τρίτου προσώπου η ταυτότητα του οποίου είναι άγνωστη, η προδιάθεση του ζημιωθέντος (π.χ. η επιβαρυμένη κατάσταση της υγείας του ζημιωθέντος ή η ηλικία του ζημιωθέντος). Οι ιδιαίτερες αυτές περιστάσεις δημιουργούν ζητήματα αιτιακής απροσδιοριστίας, καθώς δεν είναι δυνατή η σύνδεση της παράνομης συμπεριφοράς με την προκληθείσα ζημία χωρίς την ύπαρξη σοβαρών αμφιβολιών ως προς τη συνδρομή ή μη του αιτιώδους συνδέσμου. Κρίσιμο στοιχείο βέβαια για τη θεμελίωση ή μη αιτιώδους συνάφειας είναι η χρονική απόσταση μεταξύ του νόμιμου λόγου ευθύνης και της ζημίας. Όσο μικρότερο είναι το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της πράξης και της ζημίας, τόσο ευχερέστερη είναι η διαπίστωση ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου. Σε αντίθετη περίπτωση, όσο πιο απομακρυσμένη είναι χρονικά η παράνομη συμπεριφορά από τη ζημία, τόσο πιθανότερο είναι να έχει παρεμβληθεί ένα τυχαίο ουδέτερο γεγονός το οποίο να οδήγησε στο επιζήμιο αποτέλεσμα. Συνήθως, τέτοιες περιπτώσεις συναντάμε σε υποθέσεις ιατρικής ευθύνης όπου επί ιατρικών σφαλμάτων είναι συχνή στην πράξη η αδυναμία διαπίστωσης ή απόδειξης της σύνδεσης των σφαλμάτων αυτών με την επελθούσα βλάβη, καθώς η πρόβλεψη των δυσμενών συνεπειών στηρίζεται σε στατιστικές παρατηρήσεις. Για παράδειγμα, η πρόκληση του θανάτου ενός ασθενούς είναι αδύνατο να διαπιστωθεί αν οφείλεται σε ιατρικό σφάλμα κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης ή λόγω της επικινδυνότητας από τη φύση της ιατρική πράξης και το υψηλό ποσοστό θνησιμότητας (π.χ. 20-30%). Ακόμα και στις περιπτώσεις της γέννησης ενός παιδιού με ανίατη ασθένεια ή αναπηρία (wrongful birth), οι εξετάσεις του προγεννητικού ελέγχου διαγιγνώσκουν τη γενετική ανωμαλία σε ένα ποσοστό των περιπτώσεων (π.χ. 70-75%), ενώ υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό, όπου ακόμα και αν διενεργηθούν επιμελώς όλες οι ενδεδειγμένες εξετάσεις του προγεννητικού ελέγχου, είναι δυνατό να μην μπορεί αντικειμενικά να διαπιστωθεί η ασθένεια ή η αναπηρία 23. 22 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ. Σπερδόκλη Έ., ό.π. σελ. 175 23 ΕφΘεσ/κης 2384/2005 (Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ) [18]

4. Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΗΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΟΛΟΓΙΑ Επισημάνθηκε ανωτέρω ότι τα ημεδαπά δικαστήρια δεν αναφέρονται ρητώς στην προβληματική της νόμιμης εναλλακτικής συμπεριφοράς κάνοντας χρήση της ορολογίας αυτής ούτε μέσω παραπομπών στην ελληνική και αλλοδαπή βιβλιογραφία. Μελετώντας σχετικές δικαστικές αποφάσεις, οι περιπτώσεις νόμιμης εναλλακτικής συμπεριφοράς αντιμετωπίζονται επιφανειακά μέσω των θεωριών του αναγκαίου όρου και της πρόσφορης αιτίας χωρίς να εμβαθύνουν στην προβληματική αυτή απαντώντας στο ερώτημα αν το ίδιο επιζήμιο αποτέλεσμα θα επερχόταν αν έλειπε η παράνομη πράξη. Στο σημείο αυτό θα επιχειρηθεί η καταγραφή περιπτώσεων της νόμιμης εναλλακτικής συμπεριφοράς τις οποίες έχουν αντιμετωπίσει τα ελληνικά δικαστήρια, κατατάσσοντάς τες ανάλογα με το πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας και την κατηγορία στην οποία εμπίπτουν με κριτήριο την προέλευση του παράγοντα της αιτιακής απροσδιοριστίας, όπως αναλύθηκαν στην προηγούμενη ενότητα. 4.1. Αυτοκινητικά ατυχήματα Οι αποφάσεις που αφορούν ευθύνη από τροχαία ατυχήματα είναι εκείνες στις οποίες συναντώνται συχνότερα στην ημεδαπή νομολογία περιπτώσεις εναλλακτικής νόμιμης συμπεριφοράς. i. Παράνομη συμπεριφορά ζημιωθέντος ή ζημιώσαντος επί επικλήσεως της ΑΚ 300 εκ μέρους του ζημιώσαντος Οι περιπτώσεις που υπάγονται σε αυτή την κατηγορία μπορούν να καταταγούν σε ξεχωριστές υποκατηγορίες ανάλογα με τον κανόνα του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας που παραβιάσθηκε, διευκολύνοντας τη μελέτη των δικαστικών αποφάσεων και τον τρόπο που αντιμετώπισαν την προβαλλόμενη ένσταση της νόμιμης εναλλακτικής συμπεριφοράς. α) Μη χρήση προστατευτικού κράνους/ζώνης ασφαλείας Η απολύτως κρατούσα γνώμη της νομολογίας υποστηρίζει ότι δεν στοιχειοθετείται συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος κατά την διάταξη ΑΚ 300 λόγω μη χρήσης προστατευτικού κράνους ή ζώνης ασφαλείας κατά παράβασης της σχετικής διατάξεως του ΚΟΚ, αν από τις [19]

συνθήκες του ατυχήματος προκύπτει ότι οι ίδιες σωματικές βλάβες θα είχαν επέλθει και στην περίπτωση που είχε γίνει χρήση του κράνους ή της ζώνης 24. Τα στοιχεία που θεωρούνται κρίσιμα από τα δικαστήρια και λαμβάνονται υπόψη για να διαπιστωθεί αν η χρήση κράνους ή ζώνης θα είχε αποτρέψει την επέλευση του προκληθέντος τραυματισμού είναι το είδος και η έκταση των σωματικών βλαβών, ο τρόπος επέλευσης του τραυματισμού και οι συνθήκες του ατυχήματος, όπως παραδείγματος χάριν η σφοδρότητα της σύγκρουσης. Αν από τα πραγματικά περιστατικά διαπιστωθεί ότι η παράλειψη χρήσης κράνους ή ζώνης ασφαλείας του ζημιωθέντος δεν θα είχε αποτρέψει τον τραυματισμό που επήλθε λ.χ. ο ζημιωθείς δεν φορούσε προστατευτικό κράνος την ώρα της σύγκρουσης, αλλά τραυματίσθηκε στα κάτω άκρα και όχι στο κεφάλι ή θα προκαλούνταν οι ίδιες σοβαρές σωματικές βλάβες π.χ. δεν θα είχε αποτραπεί ο θανατηφόρος τραυματισμός οδηγού που δεν φορούσε ζώνη ασφαλείας, διότι η σύγκρουση ήταν σφοδρή και είχε ως αποτέλεσμα να συνθλιβεί το εμπρόσθιο τμήμα του αυτοκινήτου δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράλειψης αυτής και του ζημιογόνου αποτελέσματος. Αυτό δέχθηκε η απόφαση 2596/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (αδημ.), η οποία δέχθηκε μεν ότι από τις συνθήκες του ατυχήματος απεδείχθη ότι ο ενάγων δεν έκανε χρήση της ζώνης ασφαλείας, ωστόσο έκρινε ότι η ζώνη δεν θα είχε αποτρέψει ή μετριάσει το κάταγμα των κνημιαίων κονδύλων που υπέστη στο δεξί γόνατο, διότι η σύγκρουση ήταν τόσο σφοδρή λόγω του μεγάλου όγκου του υπαίτιου οχήματος που είχε ως αποτέλεσμα να καταστραφεί το εμπρόσθιο αριστερό τμήμα του οχήματος του ενάγοντος, και απέρριψε την προβληθείσα ένσταση συντρέχοντος πταίσματος κατά το άρθ. 300 ΑΚ του εναγομένου. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο αναφέρει στο σκεπτικό της απόφασης: «Η παράλειψη του ενάγοντος κατά παράβαση του ΚΟΚ, την οποία προβάλλει το εναγόμενο ενιστάμενο νομίμως από το άρθρο 300 του ΑΚ δεν αποδεικνύεται ωστόσο ότι συνδέεται αιτιωδώς με την έκταση, το είδος και τη βαρύτητα των σωματικών βλαβών που υπέστη, ιδίως, δεν αποδεικνύεται ότι η χρήση της ζώνης ασφαλείας θα είχε αποτρέψει ή μετριάσει το κάταγμα των κνημιαίων κονδύλων του δεξιού γόνατος. Κατά τον ισχυρισμό του εναγομένου, η ζώνη θα είχε συγκρατήσει το σώμα του ενάγοντος κοντά στο κάθισμα και δεν θα είχε επιτρέψει την ανεξέλεγκτη κίνησή του εντός του χώρου επιβατών και τελικώς την πρόσκρουσή του στο ταμπλό του αυτοκινήτου και το μοχλό ταχυτήτων, κατά την οποία. επήλθε η σωματική βλάβη. Ο ισχυρισμός του εναγομένου δεν αποδεικνύεται βάσιμος λόγω των συνθηκών του συγκεκριμένου τροχαίου ατυχήματος. Γενικώς, η χρήση ζώνης ασφαλείας σταθεροποιεί το σώμα στο κάθισμα και δεν επιτρέπει την ανεξέλεγκτη κίνησή του εντός του χώρου επιβατών. Εν προκειμένω όμως συγκρούσθηκε ένα θηριώδες 24 Σπερδόκλη Έ., ό.π. σελ. 159 [20]

αυτοκίνητο Audi A8. με ένα μικρό αυτοκίνητο μάρκας Volkswagen Polo. Το μέγεθος, ο όγκος και το βάρος των αυτοκινήτων που συγκρούσθηκαν δεν μπορούν να συγκριθούν και γι αυτό τα ίχνη που άφησε η σύγκρουση είναι ενδεικτικά της σφοδρότητας της σύγκρουσης. Το αυτοκίνητο υπέστη σημαντική στρέβλωση στο εμπρόσθιο μέρος της αριστερής του πλευράς και η σύγκρουση εκτίνεται μέχρι τον πυλώνα Α, που αποτελεί το ισχυρότερο σημείο του αμαξώματος όλων των αυτοκινήτων.. Ο όγκος και η σύγχρονη τεχνολογία του αυτοκινήτου Audi A8. προκάλεσε μεγάλη ζημιά στο αυτοκίνητο VW Polo και κατέστησε πιθανότατα αναποτελεσματική τη χρήση της ζώνης ασφαλείας από τον ενάγοντα.». Ομοίως και η υπ αρίθ. 594/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά 25, η οποία απέρριψε την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του θανόντος οδηγού του ταξί επειδή δεν φορούσε ζώνη ασφαλείας, λόγω έλλειψης αιτιώδους συνδέσμου, καθώς το ταξί λόγω της σύγκρουσης συμπιέστηκε με αποτέλεσμα το θανατηφόρο τραυματισμό του οδηγού. Ειδικότερα: «Εν προκειμένω, από τη σύγκρουση το ταξί συμπιέστηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε η απόσταση της πλάτης του καθίσματος του οδηγού από το τιμόνι του ταξί, που μετρήθηκε μετά το ατύχημα να είναι 9 εκατοστά. Επιπρόσθετα, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη. ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίαςνεκροτομής. ο θάνατος του οδηγού του ταξί. επήλθε συνεπεία κακώσεων κοιλίας (από το τιμόνι, συνεπεία της άνω περιγραφόμενης προκληθείσης συμπίεσης του αυτοκινήτου) και αριστερού κάτω άκρου. Με τα δεδομένα αυτά, οι σωματικές κακώσεις, που αυτός υπέστη και ο συνεπεία αυτών θάνατός του, δεν συνδέονται αιτιωδώς με την παραβίαση του άρθρου 12 παρ. 5 ΚΟΚ.» 26. Η απόφαση 5971/2014 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης 27 δέχθηκε ότι: «.ο ισχυρισμός των εναγομένων της κύριας αγωγής ότι η συνεπιβάτιδα της δίκυκλης μοτοσυκλέτας είναι συνυπαίτια του θανάσιμου τραυματισμού της, διότι δεν φορούσε κράνος ασφαλείας, απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμος, καθόσον αποδείχθηκε ότι λόγω της αυξημένης για τις περιστάσεις ταχύτητα που είχε αναπτύξει ο πρώτος εναγόμενος της κύριας αγωγής (80,52 χλμ/ώρα, νύχτα, έντονη βροχόπτωση, μέθη του) και της μετέπειτα εκτροπής του οχήματός του η συνεπιβάτιδα υπέστη τις κατωτέρων σοβαρές 25 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ 26 Ομοίως, η 1950/2011 ΜΠρΑθ. (Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ) η οποία απεφάνθη ότι ο θανάσιμος τραυματισμός του συνοδηγού θα είχε επέλθει ακόμα κι αν φορούσε ζώνη ασφαλείας λόγω της σφοδρότητας της σύγκρουσης δεδομένου ότι το τμήμα της καμπίνας του οχήματος στην πλευρά του συνοδηγού είχε συνθλιβεί λόγω της πτώσης της τσιμεντένιας κολώνας φωτισμού της ΔΕΗ μετά την πρόσκρουση του αυτοκινήτου σε αυτή. Απορριπτέα έκρινε την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος λόγω μη χρήσης ζώνης ασφαλείας και η 80/2000 ΜΠρΛαρ (Δικογραφία 2001, σελ. 126) δεχόμενη ότι ο θάνατος δεν θα είχε αποτραπεί λόγω των αλλεπάλληλων στροφών του οχήματος κατά την πτώση του οχήματος στο ποτάμι και των πολλαπλών χτυπημάτων σε κεφάλι και σώμα. Ομοίως, η 384/2003 ΜΠρΚοζ (Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). 27 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ [21]

σωματικές βλάβες, οι οποίες θα επέρχονταν άνευ ετέρου, ανεξάρτητα από το αν φορούσε ή όχι κράνος ασφαλείας, η χρήση του οποίου δεν συνδέεται αιτιωδώς με αυτές». Η θανούσα είχε υποστεί εκτός των κρανιοπροσωπικών / κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων, βαριά θωρακική και κοιλιακή κάκωση (συντριπτικά κατάγματα των πλευρών του αριστερού ημιθωρακίου, αιμάτωμα περικαρδίου, πολλαπλές ρήξεις ήπατος κ.α.), οι οποίες οδήγησαν από κοινού στο θάνατο της, ο οποίος δεν θα είχε αποτραπεί με τη χρήση προστατευτικού κράνους. Επί παρόμοιων πραγματικών περιστατικών εξέδωσε το Μονομελές Εφετείο Λαμίας την υπ αριθ. 31/2013 απόφαση 28, με την οποία έκρινε απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος σε ποσοστό 50% του θανόντος οδηγού μοτοσυκλέτας λόγω παράλειψης χρήσης προστατευτικού κράνους διότι: «.με δεδομένο, αφενός μεν, ότι οι σωματικές βλάβες που υπέστη, εντοπίζονται σε καίρια όργανα, όχι μόνο της κεφαλής, αλλά και ολόκληρου του κορμού του σώματός του, αφετέρου δε, ο θάνατός του οφείλεται σε βαρύτατη ολιγαιμική καταπληξία λόγω των πολλαπλών κακώσεων που υπέστη. προκύπτει ότι ακόμα και αν ο θανών χρησιμοποιούσε το κράνος του, δεν είναι βέβαιο ότι με την έκταση των παραπάνω σωματικών βλαβών θα αποφευγόταν ο θάνατός του, ασχέτως αν περιορίζονταν οι σωματικές κακώσεις στην κεφαλή του.». 29 β) Οδήγηση υπό την επήρεια ουσιών/αλκοόλ (μέθη) Η νομολογία λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις υπό τις οποίες έλαβε χώρα το τροχαίο ατύχημα, όπως την παράνομη συμπεριφορά του ζημιώσαντος, το αν υπήρχαν περιθώρια αντίδρασης εκ μέρους του ζημιωθέντα, αλλά και την ίδια την αντίδραση του ζημιωθέντος, αν δηλαδή ενήργησε όπως ο μέσος συνετός οδηγός, έχει κρίνει ότι υπό προϋποθέσεις η οδήγηση υπό την επήρεια ουσιών ή αλκοόλ δεν συμβάλλει αιτιωδώς στο προκληθέν ατύχημα 30. 28 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ 29 Ομοίως, οι 780/2014 ΜΠρΑθ (Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ), 621/1994 ΕφΠειρ (Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), 619/2000 ΑΠ (Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), 1320/1988 ΑΠ (Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), 873/2013 ΑΠ (Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), 1741/2011 ΑΠ (Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), 125/2005 ΕφΛαρ (Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), οι οποίες έκριναν οι προκληθείσες σωματικές κακώσεις δε θα είχαν αποτραπεί ακόμα και αν είχε γίνει χρήση του προστατευτικού κράνους. 30 ΑΠ 619/2000 (ΝοΒ 2001, σελ. 1010) η οποία έκρινε ότι η κατανάλωση αλκοόλ από το θανατωθέντα οδηγό αυτή καθ αυτή δεν αρκεί για τη θεμελίωση συνυπαιτιότητάς του λόγω έλλειψης αιτιώδους συνάφειας με το επελθόν γεγονός εφόσον οδηγούσε κανονικά, και ο θάνατός του θα επερχόταν ακόμα και αν δεν είχε καταναλώσει οινόπνευμα. [22]

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η απόφαση 1790/2015 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών 31 η οποία έλαβε υπόψη της τη συμπεριφορά του θανόντος οδηγού μοτοσυκλέτας που είχε καταναλώσει αλκοόλ (ποσοστό αλκοόλης στο αίμα 1,50 gr/lt & 1,54 gr/lt σύμφωνα με τις εκθέσεις τοξικολογικής εξέτασης) πριν τη σύγκρουση για να αποφανθεί αν η κατανάλωση αλκοόλ τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το ατύχημα. Το δικαστήριο έκρινε ότι δεν υφίστατο αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της κατανάλωσης οινοπνεύματος και του τροχαίου ατυχήματος, διότι ο οδηγός της μοτοσυκλέτας ήταν νηφάλιος κατά το χρόνο του ατυχήματος όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οδηγούσε με ταχύτητα κατώτερη του ανώτατου επιτρεπόμενου ορίου των 50 χλμ/ώρα και εντός του ρεύματος πορείας του. Μάλιστα, το δικαστήριο δέχθηκε ότι η νηφάλια οδήγηση του μοτοσικλετιστή αποδεικνύεται επίσης από το γεγονός ότι ο θανών 150 μέτρα πριν το σημείο της σύγκρουσης πραγματοποίησε «σούζα» για περίπου πέντε μέτρα παραμένοντας στο ρεύμα κυκλοφορίας του και χωρίς να χάσει τον έλεγχο της μοτοσυκλέτας ή να ανατραπεί, το οποίο επιβεβαιώνει ότι ήταν ικανός να αντιλαμβάνεται και να είναι σε θέση να ενεργήσει κάθε απαιτούμενο κατά την οδήγηση χειρισμό. Κατέληξε δε στο συμπέρασμα ότι το ένδικο ατύχημα θα είχε επέλθει σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν δεν είχε καταναλώσει αλκοόλ ο οδηγός της μοτοσυκλέτας λόγω της παράνομης εισόδου του εναγομένου στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας. Επίσης, η εφετειακή απόφαση 444/2011 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών 32 απεφάνθη ότι η ποσότητα αλκοόλ που ανιχνεύθηκε στον οργανισμό του εναγόμενου οδηγού (0,37 & 0,35 στον εκπνεόμενο αέρα) δεν αποδείχθηκε ότι επηρέασε την οδική του ικανότητα, διότι «αφενός η συγκεκριμένη ποσότητα αλκοόλ δεν απέχει σημαντικά από το ανώτατο επιτρεπόμενο από το νόμο ποσοστό (0,25), με συνέπεια, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, να μην επιδρά ουσιωδώς στη φυσιολογική συμπεριφορά κάθε ανθρώπου και ειδικότερα στην οδική συμπεριφορά ενός οδηγού, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες (φως ημέρας, καλοκαιρία, ξηρό οδόστρωμα, κυκλοφορία οχημάτων αραιή) και αφετέρου, η είσοδος του εναγομένου στο αντίθετο ρεύμα.. θα μπορούσε να είχε συμβεί στον οποιοδήποτε οδηγό που θα οδηγούσε με τον ίδιο τρόπο και τις υπό αυτές συνθήκες, χωρίς να έχει καταναλώσει αλκοόλ.» και έτσι, απέρριψε την παρεμπίπτουσα αγωγή της ασφαλιστικής εταιρίας με αίτημα την εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη των προκληθεισών ζημιών λόγω έλλειψης 31 Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου 2017, σελ. 42-49. Βλ. επίσης, Παναγή Χριστοδούλου, «Η συμβολή των διδαγμάτων της εμπειρίας στη θεμελίωση των όρων της αστικής ευθύνης Θεμελίωση της αιτιότητας σε περίπτωση μέθης οδηγού (με αφορμή την υπ αριθ. 1790/2015 απόφ. ΜΠρΑθ)», ΕΣυγκΔ 2017, σελ. 418-422 32 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ [23]