Σε ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε το 1916 από τον Amedeo Maiuri 1



Σχετικά έγγραφα
ΝΕΑ ΣΧΕΔΙΑΣΤΙΚΑ ΚΑΡΤΩΝ. Σχεδιαστικά καρτών και κείμενα περιγραφής σχεδίων ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΙ ΜΕΣΗ ΧΑΛΚΟΚΡΑΤΙΑ. Master Card Classic Credit

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Γεωμετρική Εποχή Πώς περνούμε τη μέρα μας;

Ανεμόσπηλια Αρχανών : τα ευρήματα και η ερμηνεία τους

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

[IA12] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Β

Οι απεικονίσεις των Κρητών (Keftiw) στους τάφους Αιγυπτίων αξιωματούχων και οι σχέσεις μεταξύ Αιγύπτου και Κρήτης κατά τη Νεοανακτορική περίοδο

ΟΙ ΚΥΚΛΙΚΟΙ (ΘΟΛΩΤΟΙ) ΤΑΦΟΙ ΤΗΣ ΜΕΣΑΡΑΣ ΣΤΗΝ ΝΟΤΙΑ ΚΡΗΤΗ

ΚΑΡΤΑ: α. Γιατί μετακινούνταν οι άνθρωποι της Κύπρου κατά την Αρχαϊκή Εποχή; Ποιοι μετακινούνταν; Πού μετακινούνταν; Πώς μετακινούνταν;

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

ΠΤΗΝΟΜΟΡΦΑ ΑΓΓΕΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥ (ΠΙΝΑΚΕΣ VII-IX)

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ. Δρ Δημήτρης Γ. Μυλωνάς

Αρχαιολογία των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων (480 π.χ. - 1ος αι. π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

ΤΟ ΠΑΛΑΜΑΡΙ ΤΗΣ ΣΚΥΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΙ ΜΕΣΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ

Ι. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ( π.Χ.) 3. Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. - Η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη... εποχή.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. - Γενική Εισαγωγή Iστορική αναδρομή Περιγραφή του χώρου Επίλογος Βιβλιογραφία 10

Μινωικός Πολιτισμός σελ

Αναρτήθηκε από τον/την Δρομπόνης Σωτήριος Πέμπτη, 18 Απρίλιος :48 - Τελευταία Ενημέρωση Πέμπτη, 18 Απρίλιος :49

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Τα παραδείγματα σφραγιδολίθων πριν την Υστεροκυπριακή περίοδο είναι περιορισμένα σε αριθμό και το δημοφιλές σχήμα είναι το ορθογώνιο πλακίδιο.

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Το ανάκτορο της Ζάκρου

Τα νομίσματα του Μαρίου στην κλασική εποχή

Η ΔΕΝΤΡΟΛΑΤΡΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΚΥΠΡΟ

Κύπρος Ένα νησί ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση

Από τα νεκροταφεία τύμβων του Μακεδονικού Ολύμπου (ΜΟ) I. Γενικά

2. Συζητώ τις απαντήσεις μου με τα παιδιά που κάθονται δίπλα μου.

Λίγα Λόγια για τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό

Εκπαιδευτικό πρόγραμμα: «παιδιά, έφηβοι, νέοι»

Τα αρχαία της Κατοχής

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Κυκλαδική τέχνη και σύγχρονη αφηρημένη τέχνη

Κοινωνία και Οικονομία στην Ανατολική Μεσόγειο από τη Νεολιθική έως και την Ύστερη Εποχή του Χαλκού

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ (

Ευρυδίκη Κεφαλίδου ΣΑ 26 ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΜΟΤΙΒΑ ΣΤΗΝ ΑΓΓΕΙΟΓΡΑΦΙΑ. Προδραματικά και παραδραματικά δρώμενα

Α Ρ Χ Α Ι Ο Γ Ν Ω Σ Ι Α

ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους

ΚΕΡΑΜΙΚΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΕΧΝΗ

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης. Γιώργος Πρίμπας

Η κεραμική τέχνη στην αρχαία Ελλάδα

Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης Ι

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ. Χ ώ ρο ς Π.ΕΛΛΑΣ. Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού Εφορεία Αρχαιοτήτων Πέλλας

Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη

ΣΤΕΦΑΝΙΑ ΒΕΛΔΕΜΙΡΗ. 2/5/1973 Αθ. Διάκου 7-9, Άγιος Παύλος, Θεσσαλονίκη

Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη

2 Τροχήλατοι αμφορίσκοι με οριζόντιες λαβές [1]

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού

Σχεδιάζοντας μία εκπαιδευτική περιήγηση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θηβών

ΒΙΩΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Ευρυδίκη Κεφαλίδου ΣΑ ΘΕΑΤΙΚΑ ΜΟΤΙΒΑ ΣΤΘΝ ΑΓΓΕΙΟΓΑΦΙΑ. * Τραγωδία (1-8)

ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ. Δρ Δημήτρης Γ. Μυλωνάς

Βασικές τεχνικές γυάλινων αγγείων: Η τεχνική του πυρήνα και του φυσητού γυαλιού

Συντάχθηκε απο τον/την Administrator Τετάρτη, 05 Νοέμβριος :36 - Τελευταία Ενημέρωση Δευτέρα, 16 Μάρτιος :44

Μετάβαση από Χαλκολιθική σε Εποχή του Χαλκού ή Πολιτισμός της Φιλιάς: /2300 π.χ. Πρώιμη Χαλκοκρατία ή Πρωτοκυπριακή Περίοδος: π.χ.

Σφραγίδες και σφραγιστική δραστηριότητα στα νησιά του Αιγαίου κατά την 3 η χιλιετία π.χ. Μαστρογιαννόπουλος Λάμπρος Αρ.

ΚΥΚΛΑΔΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Ο Οικισμός Σκάρκος της Ίου

Προϊστορική Αρχαιολογία Γ εξαμήνου. Το Αιγαίο και η Μεσόγειος της 2 ης χιλιετίας π.χ.

1. Λίθινοι ναοί 2. Λίθινα αγάλματα σε φυσικό και υπερφυσικό μέγεθος

Νέα σημαντικά ευρήματα στο ναυάγιο των Αντικυθήρων

Ευρασιατική, Αφρικανική και Αραβική

Η Ελληνιστική Κεραμική

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΥΛΙΚΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΘΕΣΗ. Ύψος: 20cm Διάμ. σώματος: 10,5cm. Πορσελάνη. αγγείο, τύπου «Τσαγερό», από λευκή πορσελάνη με. Χίου.

ΙΕΡΑ ΚΟΡΥΦΗΣ ΣΤΗ ΜΙΝΩΙΚΗ ΚΡΗΤΗ. Ονομ/πωνυμο: Λυδία Παππά Καθηγητής: Ανδρέας Βλαχόπουλος Μάθημα: Εισαγωγή Στο Μινωικό Πολιτισμό

Ιερή Τοπογραφία στην Κύπρο της Εποχής του Σιδήρου και Εφαρμογές Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών

σε δράση Μικροί αρχιτέκτονες Όνομα μαθητή Εκπαιδευτικό πρόγραμμα Εκπαιδευτικό πρόγραμμα για μαθητές Γυμνασίου

Iδεολογία κατά την Εποχή του Χαλκού. Κική Πιλάλη, Καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας ( )

της Φωτιάδου Χαρούλας - Μαρίας

1:Layout 1 10/2/ :00 μ Page 1. το αρχαιολογικό μουσείο ιωαννίνων

2ο Γυμνάσιο Αγ.Δημητρίου Σχολικό έτος ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ "ΣΠΑΡΤΗ" ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ ΘΟΔΩΡΗΣ ΤΜΗΜΑ Γ 5 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Εργασία Ιστορίας. Ελένη Ζέρβα

ΥΛΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΙΣΤΟΡΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ Α. ΑΡΧΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ

Κυριότερες πόλεις ήταν η Κνωσός, η Φαιστός, η Ζάκρος και η Γόρτυνα

Επιστημονική Ημερίδα: Φιλοσοφία, Φυσικές Επιστήμες, Βιοηθική Πανεπιστήμιο Αθηνών, 12/11/2014 ISBN:

Όψεις Βυζαντίου... στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας. Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσπρωτίας

ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗΣ. 1 ο Δημοτικό Σχολείο Αμαλιάδας

Οι αρχαίοι πύργοι της Σερίφου Οι αρχαίοι πύργοι, αυτόνομες οχυρές κατασκευές αποτελούν ιδιαίτερο τύπο κτιρίου με κυκλική, τετράγωνη ή ορθογώνια

Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

au nord du Sanctuaire dάροποn Daphnephoros. Grece, Δόο τόμοι, Ι: κείμενο, 189 σελ, ΙΙ: κατάλογος και ψηφιοποωμένοι ISBN

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη

ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΑΙΘΟΥΣΑ 9 ΟΙ ΘΕΑΤΕΣ ΤΩΝ ΑΓΩΝΩΝ, ΠΡΟΘΗΚΗ 54 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ 1 Κ 6990 ΠΗΛΙΝΟΣ ΛΥΧΝΟΣ Υ=2,7εκ. Διαμ.βασης=5,5 εκ.

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Η Παλαιοανακτορική Κρήτη (ΜΜΙΒ ΜΜΙΙΙΑ)

Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη

ΥΛΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΙΣΤΟΡΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

2. Η ΑΙΓΥΠΤΟΣ (Σελ )

ΜΕΤΑΞΙΑ ΤΣΙΠΟΠΟΥΛΟΥ. Επιμελήτρια Αρχαιοτήτων Α' Τάξεως, Αρχαιολογικό Μουσείο, Σητεία, Κρήτη

Γιώργος Πρίμπας Ααύγουστος 2017

διάστημα κατασκευής αυτών των αγγείων περιορίζεται σε δύο έως τρεις γενιές. Ως προς τη χρονολόγησή της βασιζόμαστε στα κεραμικά συνευρήματα που

Ευρήματα της ανασκαφής Στέλλα Χρυσουλάκη και Γιώργος Πέππας

Ενότητα 5. Η Βυζαντινή Ανασκαφή 1 Γιάννης Βαραλής

To Ιερό Κορυφής του ΒρυςΙνα (II) η μαρτυρια των ευρηματων Συστηματική ανασκαφή

Έλλη Τσουρβάκα Χρήστος Χατζηγάκης

SIA ANNUARIO. Volume XC Serie III, SCUOLA ARCHEOLOGICAITALIANA DI ATENE

Transcript:

ΠΑΥΛΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ Δρ αρχαιολόγος ΑΡΧΑΪΚΟΣ ΤΑΦΟΣ ΣΤΗΝ ΔΑΦΝΗ ΙΑΛΥΣΟΥ ΡΟΔΟΥ * Σε ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε το 1916 από τον Amedeo Maiuri 1 στο αρχαϊκό νεκροταφείο που εκτείνεται στον λόφο της Δάφνης Ιαλυσού Ρόδου, ξεχωρίζει η πρωτογενής καύση αρ. 2 για τα ασυνήθιστα ταφικά κτερίσματα που περιείχε. Στα ευρήματα συγκαταλέγονται ένα χάλκινο επίθεμα σκήπτρου σε μορφή χυτού ειδωλίου αιγάγρου 2 (εικ. 1-2) ανατολικής προέλευσης, ένας πήλινος ασκός 3 με πτηνόσχημο σώμα και κεφαλή ταύρου (εικ. 4-5), προϊόν τοπικού εργαστηρίου με κυπριακές επιδράσεις 4, καθώς και τμήμα ενός πήλινου, συμπαγούς βοοειδούς ειδωλίου (εικ. 3) 5. Η τυπολογική και τε- * Ευχαριστώ τον Πρόεδρο του Ιδρύματος Α. Ι. Λεβέντη, Kαθηγητή Βάσο Καραγιώργη, την καθηγήτρια Νότα Κούρου για την βοήθειά τους στην εκπόνηση της παρούσας μελέτης, καθώς και την δρ αρχαιολόγο Polymnia Muhly για τις παρατηρήσεις της. Εύστοχες και καθοριστικές για την διαμόρφωση του κειμένου ήταν οι συμβουλές της αείμνηστης Ηoύς Ζερβουδάκη, Εφόρου Αρχαιοτήτων, ε.τ., καθώς και της φίλης αρχαιολόγου Ελπίδας Σκέρλου. Την Αικατερίνη Ρωμιοπούλου, Έφορο Αρχαιοτήτων, ε.τ., ευχαριστώ θερμά για την προθυμία της να αναγνώσει το κείμενο και να συμβάλει στην βελτίωσή του, καθώς και την Αγγελική Λεμπέση, Έφορο Αρχαιοτήτων, ε.τ. για τις γόνιμες συζητήσεις μας. Οι φωτογραφίες των αντικειμένων έγιναν από τους φωτογράφους της ΚΒ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, κ.κ. Αργυρώ Χρυσάνθου και Γιώργο Κασιώτη. 1 Maiuri 1926, 261-262, fig. 162. 2 Maiuri 1926, 262, fig. 162.II.2. 3 Maiuri 1926, 262, fig. 162. II.1. 4 Πτηνόσχημοι ασκοί και αγγεία με γραπτή διακόσμηση είναι σχετικά γνωστά στην Ρόδο: βλ. Κ. F. Kinch, Fouilles de Vroulia, Berlin, 1914, 56 fig. 24 (Κάστελος, δελφίνι? ή πτηνό), Μaiuri 1923-1924, 136 εικ. 60 (δύο πτηνόσχημα αγγεία, Ιαλυσός, τάφος 20, ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδος), Desborough 1972, 257 αρ. 59, 266-267 σημ. 22. Αγγεία ζωομορφικά, αποδοσμένα με γραπτή διακόσμηση: Κinch, ό.π., 57 εικ. 25 (Mάσαρι- Μαλόνα, γεωμετρική εποχή), αλλά και την Κω: Σταμπολίδης, Καρέτσου 1998, 195 αρ. 214 (Σεράγια, τάφος 5) κατά την ύστερη εποχή του Χαλκού και τους πρώιμους ιστορικούς χρόνους. Tα περισσότερα προέρχονται από την Κύπρο, η οποία αποτελεί και ένα από τα σημαντικότερα κέντρα παραγωγής έως και την Κυπροαρχαϊκή Ι περίοδο, βλ. Σταμπολίδης, Καρέτσου 1998, 32, 46-47, 107, 112, Πιερίδου 1970, 99. 5 Maiuri 19126, 262, fig. 162. II.3. To αντικείμενο σήμερα είναι χαμένο.

χνοτροπική μελέτη των κτερισμάτων ανάγει την χρονολόγηση της καύσης στον 7 ο αι. π. Χ. Την εποχή αυτή είναι γνωστό ότι η ελληνική τέχνη επηρεάζεται καθοριστικά από τις καλλιτεχνικές δημιουργίες της Ανατολής. Εισηγμένα περίτεχνα ανατολικά προϊόντα μέσω των εμπορικών δρόμων 6 της Ανατολικής Μεσογείου απαντούν στον ελλαδικό χώρο κυρίως ως αναθήματα σε μεγάλα ιερά, αλλά και σε τάφους, ενώ άλλοτε υιοθετούνται ή αναπλάθονται στα ελληνικά εργαστήρια ανατολικά καλλιτεχνικά πρότυπα σε πρωτότυπες δημιουργίες 7. Στο πλαίσιο των επαφών και των εισαγωγών της Ρόδου κατά τον ύστερο 8 ο και 7 ο αι. π. Χ. διά των εμπορικών, θαλάσσιων και χερσαίων οδών του ΝΑ Αιγαίου με την Εγγύς Ανατολή, μελετάται μια σειρά ποικίλων ανατολικών αντικειμένων στη Ρόδο, που προέρχονται από την μακρινή περιοχή της Ευρασιατικής στέππας, δείγματα του πολιτισμού των νομάδων λαών του ΒΔ Ιράν, της Υπερκαυκασίας χώρας και του βασιλείου της Ουραρτού. Ξεχωριστό ανάμεσα σε αυτά είναι το χάλκινο επίθεμα λαβής σκήπτρου από την Δάφνη Ιαλυσού (εικ. 1-2), μοναδικό στον χώρο της Δωδεκανήσου. Η επίστεψη του σκήπτρου αποδίδεται με την μορφή χυτού, συμπαγούς ειδωλίου αιγάγρου που πατά σε στενή βάση σχήματος διπλού δακτυλίου, με κάθετη κυκλική οπή για την προσάρτηση πιθανώς του ξύλινου ή μετάλλινου στέλεχους του σκήπτρου. Αντίστοιχη διαμπερής οπή σώζεται σχεδόν στο μέσον της ραχιαίας χώρας του ζώου προκειμένου να την διαπεράσει το στέλεχος και η απόληξη του σκήπτρου. Ο αίγαγρος έχει αποδοθεί ολόγλυφα και σε όρθια στάση, με βραχεία, οξυκόρυφη, υπερυψωμένη ουρά, κυρτό στήθος, τριγωνικό πρόσωπο και μακριά κέρατα που λυγίζουν προς τα πίσω. Οι οφθαλμοί έχουν δηλωθεί με εγχάραξη. Η μυολογία του σώματος αποδίδεται με ελαφρά πλαστι- 6 J. M. Birmingham, The Overland Route Across Anatolia in the 8 th and 7 th Centuries B.C., Anatolian Studies XI, 1961, 185-195, Ο.-W. Muscarella, Near Eastern Bronzes in the West: The Question of Origin, in Art and Technology. A Symposium on Classical Bronzes (eds. S. Doeringer, D. Gordon Mitten, A. Steinberg), Cambridge, Massachusets, and London, 1970, 109, Gorelnick 1989, 151, 153-155, I. Strøm, Evidence from the Sanctuaries, in Greece Between East and West: 10 th -8 th Centuries BC. Papers of the Meeting at the Institute of Fine Arts, New York University, March 15-16 th, 1990 (eds. G. Kopcke, I. Tokumaru), Mainz, 1992, 46-47, Stampolidis 2003, 64-65. 7 Βoardman 1996, 71-73. 440

κότητα, ενώ οι λιγοστές εγχαράξεις υποδηλώνουν στοιχεία ρεαλισμού, όπως τις ελάχιστες ανατομικές λεπτομέρειες, κυρίως στα σκέλη και στα κάτω άκρα, που προσδίδουν την εγκλωβισμένη, σχεδόν στατική κίνηση του αίγαγρου. Τα πτερύγια των ωτίων φέρουν από μία κυκλική οπή από την οποία θα κρέμονταν 8 μικρά επιθέματα, όπως σκουλαρίκια. Την άποψη αυτή ενισχύουν οι σωζόμενες κρικοειδείς αποφύσεις στα ωτία του αίγαγρου της Ρόδου, από τις οποίες θα εξαρτόνταν μικρά κουδούνια 9, τα οποία με το χτύπο του σκήπτρου ή της ράβδου στο έδαφος θα επεσήμαιναν με τον ήχο τους την διέλευση του επιφανούς κατόχου 10 και θα προσέδιδαν δέος. Παρόμοια κωδωνόσχημα εξαρτήματα απαντούν κατά την πρώϊμη 1 η π. Χ. χιλιετία σε αιγαγροειδείς α- πολήξεις ιπποσκευών, αλλά και σε αντικείμενα καλλωπισμού, γνωστά σε σκυθικά τέχνεργα του πολιτισμού του Κουμπάν 11, της Καυκασίας 12, καθώς και στην ζωομορφική περσική μεταλλοτεχνία 13 του βορειοδυτικού Ιράν. Μικρά χάλκινα ειδώλια αιγάγρων με νατουραλιστικά ή σχηματικά χαρακτηριστικά είναι ιδιαίτερα διαδεδομένα σε ποικίλα ανατολικά, κυρίως προαχαιμενιδικά και αχαιμενιδικά 14 μικροτεχνήματα. Οι αίγαγροι και οι αίγες απο- 8 Jantzen 1972, 62, Stampolidis 2003, 480. 9 Chr. G. Simon, The Archaic Votive Offerings and Cults of Ionia, Ph.D., University of California, Berkeley, 1986, 293-294, Villing 2002, 255-256, σημ. 68, 271-272, 277-282. 10 Για τον ρόλο των σκήπτρων ως σύμβολα εξουσίας, γοήτρου και ανώτερης κοινωνικής θέσης στους πρώϊμους ιστορικούς χρόνους, βλ. Κourou 1994, 203-204, 213, R. Mondi, Σκηπτούχοι Βασιλείς: An Argument for Divine Kingship in Early Greece, Arethousa 13, 1980, 203-216, Cl. Bérard, Le Sceptre du Prince, Museum Helveticumn 29, 1972, 219-227. 11 The Golden Deer of Eurasia. Scythian and Sarmatian Treasures from the Russian Steppes (eds. J. Aruz, A. Farkas, A. Alekseev, E. Korolkova), The Metropolitan Museum of Art, New York, 2000, αρ. 139 (mid-1 st millennium B.C.), A. Ivantchik, Kimmerier und Skythen, Moscow, 2001, 218-225, Villing 2002, 261, σημ. 95, 147, 151 and 154. 12 Villing 2002, 256, σημ. 67, 257, σημ. 73, 262-263. 13 P. Calmeyer, Datierbare Bronzen aus Luristan und Kirmanshah, Berlin, 1969, 111-112, Muscarella 1988, 273-281, nos 382-384, H. Mahboubian, Art of Ancient Iran. Copper and Bronze. The Houshang Mahboubian Family Collection, London, 1997, nos 239, 245-246, 249-250 (κεφαλές περονών), no. 293 (περίαπτο), Villing 2002, 263. 14 Από την αχαιμενιδική τορευτική προέρχεται ο χάλκινος αίγαγρος της συλλογής Norbert Schimmel του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης, βλ. Ο.-W. Muscarella, Ancient Art. The Norbert Schimmel Collection, Mainz am Rhein, 1974, αρ. 152 441

τέλεσαν ένα από τα πιο αγαπητά εραλδικά θέματα της ζωομορφικής τέχνης του Λουριστάν 15 που αναπτύχθηκε στα βουνά του Ζάγρου και επηρέασε την υστερότερη ζωομορφική τεχνοτροπία της τέχνης των Θρακών και των Σκύθων. Iρανικά τέχνεργα, όπως του Λουριστάν, είναι ελάχιστα γνωστά στον ελλαδικό χώρο 16, και απαντούν κυρίως σε ιερά, όπως το Ηραίο της Σάμου 17, την Κρήτη 18, το ιερό της Αθηνάς στην ακρόπολη της Λίνδου 19, καθώς και το ιερό της Αθηνάς Ιτωνίας στη Φίλια Θεσσαλίας 20. Χυτοί αίγαγροι στην ιρανική μικροτεχνία 21 απαντούν ως απολήξεις χάλκινων περονών 22 ή πορπών 23, ως απολήξεις εξαρτημάτων 24, κυρίως ιππο- (Ιράν, μέσα 1 ης χιλιετίας π. Χ.), του οποίου η απουσία απόδοσης των λεπτομερειών το κατατάσσει στην αχαιμενιδική τορευτική, καθώς και ο χάλκινος αίγαγρος της συλλογής Mildenberg του Μουσείου Für Vor-und Frühgeschichte του Μονάχου, βλ. G. Zahlhaas, Aus Noahs Arche. Tierbilder der Sammlung Mildenberg aus funf Jahrtausenden, Mainz, 1996, 158-159, αρ. 135, A. S. Walker, Animals in Ancient Art from the Leo Midlenberg Collection, Part III, Mainz, 1996, 158-159, αρ. ΙΙΙ.247, έγχρωμος πίνακας 31 (β μισό 5 ου αι. π. Χ.). Για αίγαγρους της περσικής αχαιμενιδικής τέχνης, βλ. Schmidt 2001, 25-26, notes 56-57. 15 A. P Kozloff, Animals in Ancient Art. From the Leo Mildenberg Collection, Ohio, 1981, 7. Για την τέχνη του Λουριστάν, βλ. Μuscarella 1988, 112-154, O. W. Muscarella, The Background to the Luristan Bronzes, in J. Curtis (ed.), Bronze Working Centres of Western Asia c. 1000-539 B.C., London, 1988, 33-44, με βιβλιογραφία. 16 Herrmann 1968, 28, Muscarella 1977, 33, Schmidt 2001, 11-29 (Σάμος, Ιερό Αθηνάς Ιτωνίας στη Φίλια Θεσσαλίας, Συλλογή Γιαμαλάκη), idem, Eισηγμένα Χάλκινα Ευρήματα στο Ιερό της Αθηνάς Ιτωνίας στη Φίλια, Αρχαιολογικό Έργο Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας, Πρακτικά Επιστημονικής συνάντησης, Βόλος 27.2-2.3.2003, Βόλος, 2006, 239-247, ειδικά 240-241. 17 Jantzen 1972, 74-75, Muscarella 1977, 33-34, Schmidt 2001, 18-22, Stampolidis 2003, 481 no 873 (9 ος -8 ος αι. π. Χ.). 18 Muscarella 1977, 33, Schmidt 2001, 14-18. 19 Βlinkenberg 1931, 200, no 613, pl. 24, Herrmann 1968, 22, Abb. 17 (χάλκινοι χαλινοί που αντιγράφουν τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά της τέχνης του Λουριστάν) και βλ. σημ. 49 (χάλκινα περίαπατα ή σφραγίδες). Ο χάλκινος χαλινός από τη Λίνδο οι Moorey and Muscarella πιστεύουν ότι είναι ασσυριακής προέλευσης, Moorey 1974, 194, Muscarella 1977, 40. 20 βλ. σημ. 16. 21 Για την ζωομορφική περσική τέχνη, βλ. Μ. C. Root, Animals in the Art of Ancient Iran, in Β. J. Collins (ed.), A History of the Animal World in the Ancient Near East, Leiden, Boston, Köln, 2002, 169 κ.ε. 22 Muscarella 1988, 128-129 no 200, 176 no 284. 442

ιπποσκευών 25, καθώς και σπανιότερα ως χάλκινα επιθέματα σε μορφή μικρών προτομών 26. Μικρογραφίες χάλκινων αιγάγρων που προορίζονταν ως επιστέψεις ράβδων ή σκήπτρων, χρονολογημένα στον 7 ο αι. π. Χ 27, έχουν βρεθεί στην ευρύτερη περιοχή του Λουριστάν 28, στην επαρχία Gilan 29 της Περσίας, στα Εκβάτανα 30 (Hamadan), πρωτεύουσα του μηδικού βασιλείου, στις περιοχές Marash (Μar aş) της ΝΑ Ανατολίας - Β. Συρίας 31 και Kayseri 32 της κεντρικής Ανατολίας, ενώ άλλα βρίσκονται χωρίς ακριβή τόπο προέλευσης σε ιδιωτικές συλλογές 33 και μουσεία 34. Σκήπτρα και ράβδοι ως σύμβολα εξουσίας στον ελλαδικό χώρο κατά την γεωμετρική και αρχαϊκή περίοδο είναι λιγοστά και εισηγμένα από την Ανατο- 23 βλ. ενδεικτικά την χάλκινη διακοσμημένη πόρπη της συλλογής Stora, A. Godard, Les Bronzes du Luristan, Ars Asiatica XVII, 1931, 112, pl. LXIV.112, 24 Sept Mille Ans d Art en Iran, Petit Palais, Octobre 1961-Janvier 1962, Paris, 1962, 77 no. 472, P. R. S. Moorey, Ancient Persian Bronzes in the Adam Collection, London, 1974, 87ff, Muscarella 1988, 136 κ.ε., κυρίως 142 αρ. 216. 25 Muscarella 1988, 155 κ.ε., κυρίως 163, 165, nos 255, 258-259, P. R. S. Moorey, Ancient Persian Bronzes in the Adam Collection, London, 1974, 87-89, 91, nos 53-55, 56A. 26 Muscarella 1988, 106-108, nos 76-78, 263-264 no 352. 27 Ghirshman 1964, 94, εικ. 124. 28 βλ. τα δύο συμπαγή χάλκινα ειδώλια αιγάγρων από την συλλογή Edward Jackson Holmes, προερχόμενα από την περιοχή Surkh Dum του Λουριστάν, βλ. A. U. Pope, Masterpieces of Persian Art, New York, 1945, 16, pl. 17b. 29 W. Nagel, Altorientalisches Kunsthandwerk, Βerlin, 1963, 14, pl. 6, no 14, Huber 2003, 73. 30 R. Ghirshman, Persia. From the Origins to Alexander the Great, London, 1964, 94-95, fig. 124. Τα ευρήματα επαναχρολογήθηκαν την περίοδο των Πάρθων, βλ. Huber 2003, 74 με βιβλιογραφία. 31 Asariatika Müzesi: Tunç Eserler Rehberi, Istanbul, 1937, pl. XVII.2 (inv. no 3833), Moorey 1974, 193. 32 Μοοrey 1974, 193, note 56. 33 Collection David-Weill: A. U. Pope, A Survey of Persian Art. From Prehistoric Times to the Present, Oxford, 1967, pl. 9E, P. Amiet, Les Antiquités du Luristan, Paris, 1976, 91 no 198, Pomerance Collection: The Pomerance Collection of Ancient Art, The Brooklyn Museum, New York, 1966, 42 no 48. 34 P. Amiet, Les Antiquités du Luristan, Paris, 1976, 89 (Louvre Museum), L. Speleers, Nos bronzes perses, Bulletin des Musées Royaux d Αrt et d Histoire 3, 1931, 60-63, fig. 27 (Museum Royaux d Art et d Histoire du Bruxelles). 443

λή και την Κύπρο 35. Συνήθως βρίσκονται ως αναθήματα σε μεγάλα ιερά, ό- πως η σφαιροειδής απόληξη σκήπτρου κυπριακής προέλευσης από το ιερό της Αθηνάς στη Λίνδο 36, και σπανιώτατα ως ταφικά κτερίσματα, όπως το μικρό χάλκινο σκήπτρο ανατολικής προέλευσης από Υποπρωτογεωμετρικό τάφο του 9 ου αι. π. Χ. στο Λευκαντί 37. Χάλκινες επιστέψεις ράβδων ή σκήπτρων σε μορφή αιγάγρων είναι ακόμη σπανιότερες στον ελλαδικό χώρο και απαντούν ως αναθήματα στο Ηραίον της Σάμου 38, καθώς και τον μεγάλο βωμό βορείως του ιερού του Δαφνηφόρου Απόλλωνος στην Ερέτρια 39 με τους οποίους πλησιέστερα τεχνοτροπικά είναι ο αίγαγρος της Ρόδου 40. Οι τεχνοτροπικές διαφορές που παρατηρούνται στις αιγαγροειδείς επιστέψεις των παραπάνω ανατολικών σκήπτρων δεν επιτρέπουν με βεβαιότητα την απόδοσή τους σε συγκεκριμένο εργαστήριο, καθότι τα περισσότερα δεν έχουν σαφή τόπο προέλευσης. Ο Jantzen 41 βασισμένος σε τεχνοτροπικά κριτήρια, υποστήριξε την απόδοσή τους σε εργαστήριο της ύστερης χιττιτικής πε- 35 N. Koύρου, Αιγαίο και Κύπρος κατά την Πρώϊμη Εποχή του Σιδήρου: Νεώτερες εξελίξεις, Πρακτικά του Διεθνούς Αρχαιολογικού Συνεδρίου «Η Κύπρος και το Αιγαίο στην Αρχαιότητα. Από την Προϊστορική περίοδο ως τον 7 ο αιώνα μ. Χ.», Λευκωσία, 1997, 222. Για σκήπτρα της προϊστορικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο, βλ. Kourou 1994, 207, 211 και 205-207. 36 Blinkenberg 1931, 206-207, pl.26, Η.-G. Bucholz, Kriegswesen, Teil 2, Archaeologia Homerica, Göttingen, 1980, E 331-332, Abb.84. 37 Μ. R. Popham, L. H. Sackett, P. G. Themelis (eds.), Lefkandi I, The Iron Age, Oxford, 1979, 252, tomb 5, pls. 93.5.3, 239j-k, Κοurou 1994, 215, note 138. 38 Jantzen 1972, 63, pl. 58, Μοorey 1974, Muscarella 1977, 34, fig. 7, Stampolidis 2003, 480 no 872. 39 Huber 2003, 73-76, Schmidt 2001, 25. 40 Στο Βρεταννικό Μουσείο βρίσκονται ορισμένα χάλκινα ειδώλια αιγάγρων ή αιγών που πιθανώς σχετίζονται με επιστέψεις σκήπτρων, προερχόμενα από ανασκαφές του 19 ου αι. σe τάφους στην Κάμειρο, χρονολογούμενα στον 7 ο αι. π. Χ., βλ. H. B. Walters, Catalogue of the Bronzes: Greek, Roman and Etruscan in the Department of Greek and Roman Antiquities, British Museum, London, 1899, 11 no 143, 13 no 173. 41 Jantzen 1972, 62-63, Taf. 58 (7 παραδείγματα) και I. Kilian-Dirlmeier, Fremde Weihungen in griechischen Heiligtümer vom 8. bis zum Beginn des 7. Jahrhunderts v. Chr., JRGZM 32, 1985, 252. Οι Calmeyer, Zeitschrift für Assyriologie und Vorderasiatische Archäologie 63, 1973, 113 και J. Börker-Klähn, Orientalische Literaturzeitung 70, 1975, 539 θεωρούν αβέβαιη την ταύτιση του Jantzen. 444

περιόδου 42 στη νότια Ανατολία ή Β. Συρία, ενώ οι Hermann 43, Moorey 44 και Muscarella 45 προσδιόρισαν την ιρανική ή δυτική περσική προέλευσή τους α- ντίστοιχα. Πρόσφατα η Ηuber 46 επανεξετάζοντας τα έως σήμερα γνωστά παραδείγματα και συγκρίνοντας ουραρτιακούς αίγαγρους από το Μουσείο του Βερολίνου και το Αζερμπαϊτζάν, παρόμοιους σχεδόν σε αναλογίες με τους αίγαγρους από την Ερέτρια και τη Ρόδο, προσδιόρισε το εργαστήριο κατασκευής των αντικειμένων αυτών στην περιοχή μεταξύ των βουνών του Ζάγρου στο βορειοδυτικό Ιράν 47 και του βασιλείου της Ουραρτού. Από τον παραπάνω γεωγραφικό χώρο φαίνεται να προέρχεται και η αιγαγροειδής επίστεψη σκήπτρου της Ρόδου που με τα αντίστοιχα παραδείγματα της Σάμου και της Ερέτριας, χαρακτηρίζονται για την μυώδη πλαστικότητα και την λιτότητα των περιγραμμάτων, γνωρίσματα που βρίσκονται σε αντιδιαστολή με τα υπερβολικά σχηματοποιημένα, γεωμετρικά περιγράμματα των μορφών της τέχνης του Λουριστάν. Στο πλαίσιο των επαφών και επιδράσεων της Ρόδου κατά τον ύστερο 8 ο και 7 ο αι. π. Χ. με τον κόσμο της μακρινής Ανατολής, κυρίως με την ΒΔ Περσία και το βασίλειο της Ουραρτού, θα μπορούσαν να αποδοθούν ως δημιουργικές αναπλάσεις με ανατολικά, ιρανικά πρότυπα μία σειρά πολύτιμων αντικειμένων καλλωπισμού που έχουν βρεθεί στο Ηραίο της Σάμου 48, καθώς και στους αποθέτες των τριών μεγάλων ροδιακών ιερών, της Λίνδου 49, Ιαλυσού 50 και Καμείρου 51, αλλά και ως ταφικά κτερίσματα από 42 Για χιττιτικά προϊόντα στη Ρόδο κατά την ύστερη εποχή του Χαλκού, βλ. J. V. Canby, Some Hittite Figurines in the Aegean, Hesperia 38.2, 1969, 141-149, ειδικά 147-148, pl. 41b (Λίνδος). 43 H.-V. Hermann, Gnomon 47, 1975, 396-397. 44 Moorey 1974, 192f. 45 Muscarella 1977, 34, σημειώνει ότι the goats were excavated in five different areas at Samos and that each is slightly different in height, width and body structure, which surely indicates that they should be considered as seven separate objects, rather than as parts of a single unit. 46 Ηuber 2003, 75. 47 Πλόες, 480, αρ. 872. 48 U. L. Gehrig, Die geometrischen Bronzen aus dem Heraion von Samos, Hamburg 1964, 6, 66-69, 72, no 20, pl. 10.1-2, Herrmann 1968, 31-32, note 117, fig. 26. 49 Blinkenberg 1931, 103-104, nos 223b, 224, 225, pl. 11, Herrmann 1968, 31, Abb. 26, Muscarella 1977, 35, fig. 10. 445

από την περιοχή των Φανών 52. Πρόκειται για χάλκινα αντικείμενα, πιθανώς περίαπτα 53 ή σφραγίδες 54 consists of an animal set on a shank that is itself attached με αντιθετικές προτομές αιγάγρων (caprea aegagrus) 55, εικονογραφικός τύπος που μεταφέρθηκε από ανατολικά-ιρανικά πρότυπα and translated into Greek form and style. O ανατολικής προέλευσης τύπος του αίγαγρου μεταφέρθηκε δημιουργικά επίσης στην ροδιακή ειδωλοπλαστική, αλλά και στην ανατολικοελληνική κεραμική του ρυθμού των αιγάγρων 56. Τα χάλκινα περίαπτα ή σφραγίδες της Ρόδου είναι κατασκευασμένα από συμπαγή κάθετη, κυκλική ράβδο με οριζόντιες σπειροειδείς ανάγλυφες αυλακώσεις και απολήγουν σε οξυκόρυφο στέλεχος με επίπεδη βάση, γνωστά στην μεταλλουργία της Καυκασίας 57 και του Λουριστάν 58 ή διάτρητη βάση τροχού, επιρροή του ακμάζοντος πελοποννησιακού εργαστηρίου μεταλλοτεχνίας του 8 ου και 7 ου αι. π. Χ. Κατά την Bernandini 59 αποτελούν τοπικές μιμήσεις ενός νεοϊδρυμένου ροδιακού εργαστηρίου μεταλλοτεχνίας, ενώ κατά τους Muscarella 60 και Hermann 61 εντάσσονται στο πλαίσιο των επαφών και επιδράσεων από ιρανικά μετάλλινα πρότυπα. 50 Martelli 1988, 104-120, κυρίως 109, note 48. 51 Bernardini 2006, 48-50, no 16, Tav. IX.XXIII. 52 H.B. Walters, Catalogue of the Bronzes, Greek, Roman and Etruscan, in the Department of Greek and Roman Antiquities, British Museum, London, 1899, 12, nos 161-166, A. Roes, Les Ex-Voto de Bronze de l Époque Géométrique, Revue Archéologique 1970, 200, fig. 13, όπου και αναφέρεται ένα παρόμοιο αντικείμενο από το Μουσείο της Κωνσταντινούπολης, και Bernardini 2006, 49, note 323. Για άλλα παρόμοια αντικείμενα από την Ελλάδα, βλ. L. Marangou, Ancient Greek Art, N. P. Goulandris Collection, Athens, 1985, p. 158 no. 254 and Bernardini 2006, 49, note 326 με βιβλιογραφία. 53 Ηerrmann 1968, 31, Bernardini 2006, 49. 54 Muscarella 1977, 35 (Marlik, Iran). 55 Schmidt 2001, 13, note 8, O. W. Muscarella, The Background to the Luristan Bronzes, in J. Curtis (ed.), Bronze Working Centres of Western Asia c. 1000-539 B.C., London, 1988, 33-44, O. Keller, Die Antike Tierwelt, Leipzig, 1909, 296. 56 Muscarella 1977, 36, Bernardini 2006, 50. 57 Herrmann 1968, 31-32, 36, notes 113, 117, J. Bouzek, Greece, Anatolia and Europe: Cultural Interrelations during the Early Iron Age, Jonsered, 1997, 190 κ.ε., figs. 220.11, 236, Bernardini 2006, 49. 58 Muscarella 1977, 35-36, fig. 11, note 14, Μuscarella 1988, 181, no 297. 59 Βernardini 2006, 50. 60 Μuscarella 1977, 36. 446

Από την περιοχή του βασιλείου της Ουραρτού προέρχεται τμήμα χάλκινης ζώνης πολεμιστή που βρέθηκε ως ανάθημα στον αποθέτη του ναού της Αθηνάς στην Ιαλυσία 62. Πρόκειται για εξαιρετικά σπάνιο εύρημα στο χώρο της Δωδεκανήσου και του Αιγαίου, προιόν εισηγμένο από την περιοχή των οροπεδίων της Αρμενίας και της Υπερκαυκασίας. Σώζεται τμήμα ορθογώνιου χάλκινου ελάσματος με διαμπερείς οπές για την πρόσδεσή του στο δερμάτινο υπόστρωμα της ζώνης. Το έλασμα είναι σφυρηλατημένο και διακοσμημένο σε δύο οριζόντιες ταινίες με ζωομορφικά και φυτομορφικά σχέδια, όπως λεόντων και μυθικών αρπακτικών πτηνών, πλαισιωμένων με γεωμετρικά σχέδια και ανθέμια, λεπτομέρειες των οποίων έχουν αποδοθεί με λαξεύσεις και εγχαράξεις σύμφωνα με την ουραρτιακή τεχνική 63. Εισηγμένα μικροαντικείμενα από το βασίλειο της Ουραρτού είναι ελάχιστα γνωστά στον ελλαδικό χώρο, κυρίως από το Ηραίο της Σάμου 64 και τη Ρόδο, νησιωτικές περιοχές με στρατηγική θέση στον θαλάσσιο εμπορικό δρόμο επικοινωνιών της Ανατολής 65, όπως της Συροπαλαιστίνης με το Αιγαίο. Η εύρεση των εισηγμένων αυτών, ανατολικών αντικειμένων στη Ρόδο αποτελεί αφορμή για την εξέταση των εμπορικών δρόμων της Ρόδου με τους αστικούς πολιτισμούς της Εγγύς Ανατολής, κυρίως του Ιράν και της Καυκασίας χώρας κατά την πρώϊμη 1 η π. Χ. χιλιετία, ειδικότερα τον ύστερο 8 ο και 7 ο αι. π. Χ. Λόγω της σημαντικής γεωγραφικής θέσης της Ρόδου στον θαλάσσιο δρόμο επικοινωνίας από την Ανατολική Μεσόγειο προς την Κύπρο, το Αιγαίο και την ηπειρωτική Ελλάδα, οι εμπορικές επαφές της Ρόδου με την Ανατολή την εποχή αυτή είναι πυκνές. Τα αναθήματα από τα φημισμένα ιερά της Αθηνάς στην Ιαλυσό, Κάμειρο και Λίνδο παρέχουν ενδείξεις για εμπορικές επαφές της Ρόδου με την Εγγύς Ανατολή, όπως τα 61 βλ. σημ. 53. 62 Μartelli, M. Cintura Urartea da Ialysos, Alle Soglie della Classicità il Mediterraneo tra Tradizione e Innovazione, Pisa, Roma, 1996, 853-861, Filimonos et al. 2006, 26. 63 Martelli 1988, 854. 64 Jantzen 1972, 76-80, O. White Muscarella, Urartian Bells and Samos, The Journal of the Ancient Near Eastern Society of Columbia University 10, 1978, 61-72. 65 Σταμπολίδης, Καρέτσου 1998, 107. 447

Φοινικικά και Συριακά αντικείμενα από ελεφαντόδοντο 66, ασβεστολιθικά και λίθινα ειδώλια από την Κύπρο και την Αίγυπτο, χάλκινα αγγεία και ανντικείμενα καλλωπισμού από την Φρυγία, Κύπρο και Ασσυρία 67, αλλά και φαγνετιανά αντικείμενα από την Συρία 68 και την Αίγυπτο. Παράλληλα με τις εισαγωγές στην κεραμική, πολλές είναι και οι απομιμήσεις κυπριακών ή φοινικικών πρωτοτύπων 69. Η ύφεση του ευβοϊκού εμπορίου που παρατηρείται την εποχή αυτή, έδωσε τη δυνατότητα στη ροδιακή νησιωτική δύναμη 70 να αναπτύξει τα δικά της πολιτικά και εμπορικά δίκτυα με την ίδρυση αποικιών-σημαντικών εμπορείων 71, αλλά και να εδραιώσει τα τοπικά εργαστήριά της με τις ανατολικές επιδράσεις 72, όπως μεταλλοτεχνίας 73, κεραμικής 74, υαλουργίας 75 και υαλωδών υλικών 76. Οι Ρόδιοι ως ανήσυχα εμπορικά πνεύματα, πλέον έχουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον έλεγχο και στην διακίνηση του εμπορίου σημαντικών κέντρων της Ανατολικής 66 Martelli 1988, 112-113, M. Martelli, Avori Vicino-Orientali e Greci dall Athenaion di Ialysos, Akten des XIII. Internationalen Kongress für Klassische Archäologie, Mainz, 1990, 396, Filimonos et al. 2006, 27. 67 Gorelnick 1989, 157, fig. 12c (χάλκινο ειδώλιο ιππέα σε καμήλα που βρίσκεται σε οκλάζουσα στάση), Herrmann 1968, 22, fig. 17, Muscarella 1977, 40. 68 Boardman 1996, 94, fig. 59, Stampolidis 2003, 71. 69 Filimonos et al. 2006, 35, Stampolidis 2003, 69, 254-255, 297, Σταμπολίδης, Καρέτσου 1998, 124, 129, J. N. Coldstream, Greeks and Phoenicians in the Aegean, in Phönizier im Westen (ed. H. G. Niemeyer), Madrider Beiträge 8, Mainz, 1982, 261-275, ειδικά 268-269. 70 J. Boardman, Al Mina and History, Oxford Journal of Archaeology 9, 1990, 181-182, 186, Filimonos et al., 2006, 22. 71 L. Wooley, Syria as the Gateway between East and West, The Geographical Journal 107.5-6, 1946, 189, Σταμπολίδης, Καρέτσου 1998, 108, 122, Filimonos-Tsopotou et al. 2006, 22-23. 72 Sherrat 1993, 370. 73 Martelli 1988, 107-108, Bernardini 1996, Π. Τριανταφυλλίδης, Μετάλλινα αγγεία από την επανέκθεση του αρχαιολογικού Μουσείου Ρόδου, Ευλιμένη 6-7, 2005-2006, 122. 74 Martelli 1988, 105, Sherratt 1993, 370. 75 Σταμπολίδης, Καρέτσου 1998, 134, Stampolidis 2003, 73, Π. Τριανταφυλλίδη, Προρωμαϊκή και Ρωμαϊκή Υαλοποιία και Υαλουργία: O Eλλαδικός χώρος, Πρακτικά Β Διεθνούς Συνεδρίου της Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας, Αθήνα, 2006, 254-260, κυρίως 257-258. 76 Martelli 1988, 109-110, Filimonos-Tsopotou et al. 2006, 39. 448

Μεσογείου, όπως στη νότια Ανατολία, της Φάσηλις, των Σόλων και της Ταρσού της Κιλικίας έως την κατάληψή της από τους Ασσυρίους το 696 π. Χ., καθώς και της Al Mina της βόρειας Συρίας μετά το 700 π. Χ 77. Οι σχέσεις της Ρόδου με την Εγγύς Ανατολή μετά την περίοδο των δηώσεων των πόλεων της Συροπαλαιστίνης από Ασσύριους βασιλείς, ερμηνεύεται «ως ανάπτυξη και σχέση εμπορική ή ως ομαλή μετακίνηση ανθρώπων, ιδεών και αντικειμένων 78». Στο πλαίσιο αυτό, ροδίτες και ανατολίτες έμποροι, μετακινούμενοι έμπειροι τεχνίτες και πολύτιμα προιόντα από την μακρινή Ανατολή, όπως την περιοχή του Καυκάσου, της δυτικής Περσίας και του βασιλείου της Ουραρτού, διακινούνται μέσω των βουνών του Ζάγρου, της Ασσυρίας και των εμπορικών κέντρων της βόρειας Συρίας διά της θαλάσσιας διαδρομής 79 στην Κύπρο και των ενδιάμεσων εμπορικών σταθμών της νότιας Ανατολίας και της ροδιακής Περαίας, και καταλήγουν στη Ρόδο. Από την θαλάσσια αυτή εμπορική οδό πιθανώς διακινήθηκαν στη Ρόδο και τα εξεταζόμενα αντικείμενα της Υπεραυκασίας και της ΒΔ Περσίας. Ανάμεσα σε αυτά το χάλκινο επίθεμα σκήπτρου σε μορφή αιγάγρου υποκινεί πολλές ελκυστικές υποθέσεις: την διακίνησή του από Ροδίτη ή Ανατολίτη έμπορα ή την μεταφορά του στη Ρόδο από τον κάτοχό του που ταξίδεψε στην μακρινή και φημισμένη για τον πλούτο της Ανατολή σε μια εποχή όπου η ανάπτυξη και η διακίνηση του εμπορίου, η ομαλή μετακίνηση ανθρώπων, ιδεών και αντικειμένων βρίσκονταν στο απόγειό τους. Ένα εξαιρετικά σπάνιο ταφικό εύρημα της πρωτογενούς καύσης αποτελεί και ο πήλινος τροχήλατος ασκός 80 (Αρ. Ευρετηρίου Μουσείου Ρόδου 77 Boardman 1996, 63-64, 66, Σταμπολίδης, Καρέτσου 1998, 122, 130, Filimonos et al. 2006, 22. 78 Sherratt 1993, 366-367, Σταμπολίδης, Καρέτσου 1998, 125. 79 Η πορεία από τη συροπαλαιστινιακή ακτή προς τις νότιες ακτές της Μ. Α- σίας αναγκαστικά οδηγούσε στα Δωδεκάνησα, βλ. Μuscarella 1977, 46, Boardman 1996, 73, O. Negbi, Early Phoenician Presence in the Mediterranean Islands: A Reappraisal, American Journal of Archaeology 4.1992, 603-609, esp. 613, fig. 3, Sherrat 1993, 375, Σταμπολίδης-Καρέτσου 1998, 108-109, 129, Stampolidis 2003, 43, Filimonos et al. 2006, 22-23. 80 Για την τεχνική κατασκευής, βλ. Guggisberg 1996, 12-14, N. Kourou, A. Karetsou, Terracotta Wheelmade Bull Figurines from Central Crete, TEXNH. 449

1340) με σώμα πτηνού και κεφαλή ταύρου (εικ. 4-6). Το ζωομορφικό αγγείο (μέγ. μήκ. 0.150μ., μέγ. ύψος 0.080μ., πλάτος λαβής 0.012μ., πάχος λαβής 0.006μ., διάμετρος λαιμού 0.017μ., διάμετρος στομίου 0.018μ.) σώζεται σχεδόν ακέραιο, ελλιπές στις απολήξεις των κεράτων, συγκολλημένο από πολλά μικρά τεμάχια και αποκαταστημένο με γύψο. Έντονα ίχνη πυράκτωσης που οφείλονται στην καύση είναι διάσπαρτα κυρίως στο ατρακτοειδές σώμα και στη σχηματοποιημένη ταυρόσχημη κεφαλή. Επίθετα πήλινα μικρά κομβία κάτω από τις γενέσεις των κεράτων υποδηλώνουν τα ωτία. Οι οφθαλμοί έχουν αποδοθεί με επίθετους μικρούς πήλινους στρογγυλούς δίσκους, ο ένας από τους οποίους έχει αποκολληθεί. Το ρύγχος έχει αποδοθεί σχηματικά, σχεδόν κυλινδρικό, χωρίς ιδιαίτερες ανατομικές λεπτομέρειες που πιθανώς υποδηλώνονταν με γραπτή διακόσμηση. Μία κάθετη, τροχήλατη ταινιωτή λαβή υπερυψώνεται σχεδόν στο μέσον της ραχιαίας χώρας και απολήγει σε χαμηλό λαιμό με τριφυλλόσχημο χείλος. Στο κατώτερο μέρος του σώματος διακρίνονται τρία κυκλικά αποτυπώματα, πιθανώς από επίθετα κομβία στηριγμάτων που χρησιμοποιήθηκαν ως πόδια, δύο συμμετρικά τοποθετημένα στο εμπρόσθιο και ένα στο πίσω μέρος. Ί- χνη αποκόλλησης του ενός στηρίγματος και τμήματος του σώματος διακρίνονται στην μία μακρά πλευρά του ασκού. Ο πηλός είναι λεπτός, ερυθροκίτρινος (Munsell 7.5/YR/7/6) με προσμίξεις χαλικιών μικρού διαμετρήματος και η όπτηση είναι ανομοιογενής. Κατά τόπους, κυρίως στο χαμηλό λαιμό, στο άνω μέρος του σώματος και στο ουραίο τμήμα, παρατηρούνται ίχνη λευκού επιχρίσματος με υπορόδινους τόνους που κάλυπτε την βάση της γραπτής, σήμερα πολύ εφθαρμένης, διακόσμησης που κυμαίνεται από καστανέρυθρη (Munsell 2.5YR/5/6) έως τεφρή (Munsell 10ΥR/5/1 gray) και μελανή (Μunsell 2.5Y/2/5 dark) βαφή. Η διακόσμηση συνίσταται από δύο πολύ λεπτές οριζόντιες ταινίες κυρίως στο στόμιο και στον χαμηλό κυλινδρικό λαιμό, ενώ ερυθροκάστανη βαφή σώζεται διάσπαρτη στις μακρές παρειές του σώματος που πιθανώς υποδήλωνε τα γραπτά πτερύγια του ζωομορφικού αγγείου. H γραπτή ταινιωτή διακόσμηση του ροδιακού ασκού, αν και πολύ φθαρμένη, αλλά και εκφυ- Craftsmen, Craftswomen and Craftsmanship in the Aegean Bronze Age, Aegaeum 16, Liège, 1997, 109-110. 450

λισμένη, ομοιάζει με παραδείγματα ασκών που έχουν ταινιωτή διακόσμηση, όπως από τη Σάμο 81, την Κω 82 και τη Ρόδο 83. O ασκός της Ιαλυσού ανήκει στην κατηγορία των ζωομορφικών σκευών, στην ομάδα των πτηνόμορφων 84 πλαστικών αγγείων που απαντούν στην 2 η και πρώϊμη 1 η π. Χ. χιλιετία στη Μεσόγειο. Τα αγγεία αυτά έχουν σημαντική παράδοση στον γεωγραφικό χώρο της Δωδεκανήσου κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού 85, καθώς και την ύστερη Πρωτογεωμετρική 86 και Γεωμετρική 87 εποχή. Οι ζωομορφικοί ασκοί συνήθως βρίσκονται ως ταφικά κτερίσματα, όπως στις νεκροπόλεις 88 ης Ιαλυσού και της Καμείρου στη Ρόδο, καθώς και στα Σεράγια της Κω, ενώ σπανιότερα απαντούν ως αναθήματα σε ιε- 81 Demetriou 1989, 49, σημ. 63, G. Kopcke, Heraion von Samos: Die Kampagnen 1961-65 im Südtemenos, AM 83, 1968, 299 αρ. 150, πίν. 129.1 (ύστερος 8 ος αι. π. Χ.), Otto 1980, 18, Abb. 2.1 (7oς αι. π. Χ.) 82 Οtto 1980, 10, 18, Abb. 1.7 (10 ος αι. π. Χ), Guggisberg 1996, 123 no 425, Taf. 30.6 (10oς αι. π. Χ), 125 no 430, Taf.31. 5 (ύστερος 8 ος αι. π. Χ.). 83 Guggisberg 1996, 131 no 416, Taf. 34.5 (Κάμιρος, Βιζίκια, 800-750 π. Χ.). 84 Σταμπολίδης, Καρέτσου 1998, 32, 46-47, 107, 112, Kourou 1997, 89-106, Guggisberg 1996, 250-266, Lemos 1994, 229-237, Desborough 1972, 245-277, Πιερίδου 1970, 99, J. Bouzek, Die Anfänge des griechisch geometrischen Symbolguts, Eirene 8, 1970, 97-122. 85 Benzi 1992, 168-169, Μisch 1992, 149-157, Desborough 1972, 257 αρ. 59, 266-267 σημ. 22, Οtto 1980, 18-20, Αbb. 1.3,13, Abb. 2.4,5, Abb. 3.3, Abb. 4.6 Μaiuri 1926, 136, εικ. 60 (Ιαλυσός, τάφος 20, ΥΕΙΙΙΓ περίοδος), Κ. F. Kinch, Fouilles de Vroulia (Rhodes), Berlin, 1914, 56 fig. 24 (Κάστελος, δελφίνι ή πτηνό), Μaiuri, ό.π. (σημ. 2), 136 εικ. 60 (δύο πτηνόσχημα αγγεία, Ιαλυσός, τάφος 20, ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδος). 86 Για Κω, βλ. Σταμπολίδης, Καρέτσου 1998, 195 αρ. 214 (ασκός σε μορφή κενταύρου, Κως, Σεράγια, τάφος 7), Guggisberg 1996, 121-122, no 418, Taf. 30.2, 121 no 417, Taf. 30.1 (πτηνόμορφος ασκός, πόλη Κω, λακκοειδής τάφος Β), 123 no 425, Taf. 30.6 (Σεράγια, τάφος 5), 126 nos 434-435, Taf. 32.3-4 (Σεράγια, τάφοι 63 και 67), 127 no 437, Taf. 32.6 και Misch 1992, 225-226. Για Ρόδο, βλ. Guggisberg 1996, 130, no 443, Taf. 34.3 (πτηνόμορφος ασκός, Ιαλυσός, πίθος 141). 87 Για Κω, βλ. Guggisberg 1996, 122-127, nos 420-424, 427-433, 436, Taf. 30.4, 31.2-6, 32.1-2, 5. Για Ρόδο, Guggisberg 1996, 130-132, nos 444-445, Taf. 34.4 (Iαλυσός), 446, Taf. 34.5 (Κάμιρος, Βιζίκια), 132 no 447, Taf. 34.6 (Mάσαρι- Μαλόνα, μέση γεωμετρική εποχή) και Misch 1992, 237-238. 88 Guggisberg 1996, 120-127, κυρίως 127-132, Σκέρλου, 2004, 183, σημ. 17. 451

ρά, όπως στο ιερό της Αθηνάς στη Λίνδο 89, του Δαλίου Απόλλωνος στην Κάλυμνο 90 και στο ιερό της γεωμετρικής και αρχαϊκής εποχής στην περιοχή Ηρακλής της Κω 91. Αναφορικά με τη χρήση τους οι ερευνητές 92 έχουν υποστηρίξει ότι αποτέλεσαν σκεύη κατάλληλα για την έγχυση υγρών ή να χρησιμοποιήθηκαν ως τελετουργικά και αναθηματικά αγγεία ή αποκλειστικά ως ταφικά κτερίσματα, κυρίως σε παιδικές ταφές, σύμφωνα με ανασκαφικά παραδείγματα από την Κω και τη Ρόδο. Ο ασκός από την Ιαλυσό ωστόσο, φαίνεται ότι είναι μοναδικός, καθότι ο συνδυασμός πτηνόσχημου σώματος και ζωομορφικής κεφαλής ταύρου δεν είναι συνηθισμένος στο θεματολόγιο της ομάδας των πτηνόμορφων ασκών στην οποία και ανήκει. Στις δύο τυπολογικές ομάδες που διακρίθηκαν από τον Desborough 93 για τα πτηνόσχημα αγγεία από την Κύπρο, ο ασκός με μιξογενή ζωομορφικά χαρακτηριστικά δεν απαντά ως ιδιαίτερη κατηγορία. Πρόσφατα η Κούρου επεσήμανε 94 και συμπλήρωσε την τυπολογία του Desborough με τον νέο, εξαιρετικά σπάνιο τύπο του πτηνόσχημου ασκού με ζωομορφική κεφαλή, στον οποίο θα πρέπει να ενταχθεί και ο ασκός της Ιαλυσού. Το ροδιακό παράδειγμα, αν και δεν έχει σύγχρονο παράλληλο, θυμίζει τυπολογικά τον μεταγενέστερο γραπτό πτηνόμορφο ασκό του ύστερου 6 ου αι. π. Χ. από το Εμπόριον 95 της Ισπανίας που έχει παρόμοια ταυρόσχημη κεφαλή και στηρίζεται ομοίως σε τρία μικρά κομβιόσχημα στελέχη. Ο α- σκός από την Ισπανία, προϊόν πιθανώς εισηγμένο, εντάσσεται στον ίδιο τύ- 89 Lindos I, 472, Taf. 85.1919-1919b. 90 Guggisberg 1996, 120. 91 Σκέρλου 2004, 177-188. 92 Desborough 1972, 274, Lemos 1994, 232-234, Guggisberg 1996, 297, Özbilen 2004, 196-197. 93 Desborough 1972. 94 Kourou 1997, 97-98. 95 The Bull, 166 αρ. 37 (ύστερος 6 ος αι. π. Χ.). Η γραπτή διακόσμηση συνίσταται σε ερυθροκάστανη βαφή στο ουραίο τμήμα και σε δύο σειρές γιρλάνδων από φύλλα δάφνης στον λαιμό και ακτινωτές γραμμές γύρω από το στόμιο. Για άλλα παράλληλα μιξογενών ασκών, βλ. Maximova 1927, 106-107, εικ. 14 (Θήρα), πίν. XI. 44 (Ρόδος), πίν. XXIII.93 (Βερολίνο, Antiquarium), πίν. XXVII.104 (Μουσείο Λούβρου). 452

πο ασκών με μιξογενή χαρακτηριστικά, όπως ο ασκός από την Ιαλυσό. Αν και η χρονολόγηση της παραπάνω ομάδας αγγείων είναι ασαφής λόγω ελλείψεως ασφαλώς χρονολογημένων συνόλων, θεωρούμε ότι τα παραδείγματα της Ρόδου και της Ισπανίας αποτελούν την ύστερη εξέλιξη 96 κατά τον 7 ο και 6 ο αι. π. Χ. των μιξογενών ασκών, οι οποίοι βάσει των κυπριακών συνόλων χρονολογούνται στην Κυπρογεωμετρική Ι περίοδο 97. Η ταυρόσχημη κεφαλή του ροδιακού ασκού, ασυνήθιστη σε πτηνόσχημους ασκούς, παραπέμπει σε συγκριτικά ανατολικά πήλινα τέχνεργα, όπως τα πήλινα πλαστικά αγγεία σε σχήμα ταύρου αρχαϊκής εποχής από τη Ρόδο, προερχόμενα από τις νεκροπόλεις της Καμείρου 98, καθώς και σε ειδώλια του ύστερου 7 ου και των αρχών του 6 ου αι. π. Χ. από τους αποθέτες των μεγάλων ιερών της Ρόδου, όπως της Λίνδου 99. Σχεδόν παρόμοιες ταυρόσχημες κεφαλές παρατηρούνται και στα πλαστικά αγγεία από την Κύπρο 100, όπως τα σπονδικά φιαλόσχημα αγγεία με προχοή που παράγονται έως το τέλος της Κυπρογεωμετρικής εποχής. Κατά τον Βοuzek 101 ο ασκός της Ιαλυσού αντανακλά μεταλλικά πρότυπα ανατολίζουσας τεχνοτροπίας, άποψη πολύ πιθανή, αν συγκριθεί η ταυρόσχημη κεφαλή του πήλινου ασκού με τις χάλκινες προτομές ταύρων ανατολικοελληνικής προέλευσης 102, αλλά κυρίως με τα χάλκινα ταυρό- 96 Για πήλινους ζωομορφικούς ασκούς που χρονολογούνται στον 7 ο αι. π. Χ. στη Ρόδο, βλ. Otto 1980, 18, Abb. 1.3 (Kάμιρος, Παπά τις Λούρες, β μισό 7 ου αι. π. Χ.), Lindos I, σελ. 298, πίν. 48.1026-1027 (Λίνδος, 7 ος αι. π. Χ.) και Bouzek, ό.π. (σημ. 84), 114, σημ. 107. 97 Κοurou 1997, 105, nos 47-48, pl. XXVIIa. 98 Μaximova 1927, πίν. XIX.77, πίν. XXVII.204a, b. 99 Lindos I, 468, αρ. 1897-1900, pl. 84.1897, 1899, 1902. 100 Πιερίδου 1970, 95, Kourou 1997, 94, 103-104. 101 Βοuzek (ό.π. σημ. 9) 114, σημ. 107, και του ιδίου, Greece, Anatolia and Europe: Cultural Interrelations During the Early Iron Age, SIMA, vol. CXXII, Jonsered, 1997, 130, σημ. 117. 102 J. Ducat, Les vases plastiques rhodiens archaiques en terre cuite, Paris, 1956, 105, σημ. 1, Ε. Κunze, Verkannter orientalischer Kesselschmuck aus dem argivischen Heraion στο G. Behrens, J. Werner (eds), Reinecke Festschrift zum 75. Geburtstag von Paul Reinecke, Mainz, 1950, 96-101, V. Karageorghis, Ancient Art from Cyprus. The Cesnola Collection in the Metropolitan Museum of Art, New York, 2000, 172-173 no 278 (7 ος αι. π. Χ.). 453

σχημα προσαρτήματα ανατολίζουσας τεχνοτροπίας που απαντούν σε λέβητες τον 8 ο και 7 ο αι. π. Χ. στα μεγάλα πανελλήνια ιερά. Παρόμοιες ή συγγενείς μετάλλινες προτομές ταύρων απαντούν και στην Εγγύς Ανατολή κατά την 1 η π. Χ. χιλιετία ως επιθήματα οικοσκευών, όπως από την περιοχή του Λουριστάν 103, αλλά και σε σκυθικά τέχνεργα 104, καθώς και σε πήλινα και μετάλλινα αγγεία της βόρειας Συρίας, της κεντρικής Ανατολίας 105, της Καρίας 106 και της Φρυγίας 107. Το πτηνόμορφο σχήμα του ασκού της Ιαλυσού αποτελεί απόηχο του παλαιότερου τύπου του μυκηναϊκού ασκού που υιοθετήθηκε και αναπλάστηκε δημιουργικά στα εργαστήρια κατασκευής των γεωμετρικών και πρώϊμων αρχαϊκών χρόνων της Δωδεκανήσου με κέντρα τη Ρόδο και την Κω. Τα προϊόντα των εργαστηρίων αυτών έχουν σαφείς επιδράσεις 108 από την Κύπρο, η οποία αποτελεί και ένα από τα σημαντικότερα κέντρα παραγωγής ασκών από τον 11 ο αι. π. Χ. έως και την Κυπροαρχαϊκή Ι περίοδο. Άλλωστε την εποχή αυτή κυπριακές επιρροές σε ροδιακά προϊόντα ή εισαγωγές κυπριακών αγγείων είναι γνωστές στη Ρόδο από τα νεκροταφεία και τους αποθέτες των μεγάλων ιερών, κυρίως στην κεραμική, την μεταλλοτεχνία και την ειδωλοπλαστική του 8 ου έως και του ύστερου 6 ου αι. π. Χ. Επιδράσεις από τα ακμάζοντα κυπριακά εργαστήρια είναι εμφανείς στον ασκό της Ιαλυσού, κυρίως στην διαμόρφωση του χαμηλού στομίου με το τριφυλλόσχημο χείλος, το οποίο παρουσιάζεται σε 103 D. Hopp, H. Schaaf, W. Völcker-Janssen, Iranische Metallfunde im Museum Altenessen, Bonn, 1992, 67-69, αρ. 119, πίν. 43.3. 104 Α. P. Mantsevich, The Head of a Bull found in a Kourgan of the VIth c. B.C. on the river Kalitva, Sovetskaia Archaeologia 2, 1958, 196-202 (στα ρωσικά). 105 Κ. Βittel, Die Hethiter. Die Kunst Anatoliens vom Endes des 3. bis zum Anfang des 1. Jahrtausends vor Christus, München 1976, 74-88. 106 Μ. Ν. van Loon, Anatolia in the Earlier First Millennium B.C., Iconography of Religion XV.13, Leiden, 1991, 37, 49, pl. XLVIIIb 107 Bald Romano, The Terracotta Figurines and Related Vessels, Gordiοn Special Studies II, Philadelphia 1995, 6 no 5, pl. 2.5 με προχοή, S. Ebbinghaus, Patterns of Elite Interaction: Animal-Headed Vessels in Anatolia in the Eighth and Seventh Centuries BC, Anatolian Interfaces. Hittites, Greeks and their Neighbours (eds. B. J. Collins, M. R. Bachvarova, I. C. Rutheford), Oxford, 2008, 181-190. 108 Μisch 1992, 224-226, Α. Δημητρίου, Πτηνόμορφα αγγεία στην Κύπρο κατά την εποχή του Σιδήρου, Κυπριακή Αρχαιολογία, τόμος ΙΙΙ, 1994, 49, 51, Lemos 1994, 230-231, 234, Kourou 1997, 98-99. 454

πτηνόμορφες πρόχους του τέλους της Κυπρογεωμετρικής ΙΙΙ και κατά την Κυπροαρχαϊκή Ι εποχή 109. Οι τρεις κομβιόσχημες προεξοχές που χρησιμοποιούνται ως στηρίγματα στον ασκό της Ιαλυσού, αν και εντάσσονται στα γνωρίσματα της κυπριακής 110 αγγειοπλαστικής, όπως των πτηνόμορφων πρόχων, θεωρούνται 111 επιρροές από κρητικά εργαστήρια. O πήλινος ασκός από την Δάφνη Ιαλυσού όπως προκύπτει από την παραπάνω σύντομη τεχνοτροπική ανάλυση, χαρακτηρίζεται από έναν συνδυασμό ανατολικών, κυρίως κυπριακών επιδράσεων. Αναφορικά με το εργαστήριο κατασκευής του ασκού, η μακροσκοπική εξέταση του ερυθροκίτρινου πηλού με την τεφρή έως καστανέρυθρη βαφή υποδεικνύει τον άμεσο συσχετισμό του σκεύους με την ομάδα των ροδιακών αρυβάλλων τύπου spaghetti ware που έχουν όμοιας σύστασης πηλό και μιμούνται κυπριακά πρότυπα 112. Παρόμοιες ομάδες αρχαϊκής κεραμικής από τη Ρόδο αναγνωρίζονται στα αδημοσίευτα πήλινα ατρακτόσχημα αλάβαστρα του ύστερου 7 ου και των αρχών του 6 ου αι. π. Χ., αλλά και σε ορισμένα αναθηματικά αρχαϊκά ειδώλια από τον ιερό αποθέτη της Ιαλυσού και της Λίνδου. Kατά τον 7 ο και 6 ο αι. π. Χ., η Ρόδος αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κέντρα στο Αιγαίο παραγωγής πολλών πήλινων προϊόντων με ανατολικές επιδράσεις 113, όπως των ζωομορφικών ασκών 114. Σε αντιδιαστολή με το ιωνικό εργαστήριο κατασκευής περίτεχνα διακοσμημένων ρυτών-ασκών, το ροδιακό εργαστήριο χαρακτηρίζεται για την απλότητα των περιγραμμάτων και την λιτότητα της διακοσμητικής σύνθεσης που δεν αλλοιώνει τον φυσιοκρατικό χαρακτήρα των αποδιδόμενων ζωομορφικών πλαστικών αγγείων. 109 Πιερίδου 1970, 93-94, Demetriou 1989, 47-51, κυρίως 48, 50. 110 Πιερίδου 1970, 94, Demetriou 1989, 50. Παρόμοιες κομβιόσχημες προεξοχές έχουν και οι πτηνόμορφοι ασκοί των γεωμετρικών χρόνων από την περιοχή Μάσαρι- Μαλόνα στη Ρόδο, βλ. Demetriou 1989, 50, σημ. 27, πίν. ΙΧd (=CVA Denmark 2, pl. 65.8, 850-800 π. Χ.), τα Βιζίκια της Καμείρου, βλ. Guggisberg 1996, 131, αρ. 446, πίν. 34,5 και 131, αρ. 44ν. 34,5, την Κω, Guggisberg 1996, 124, αρ. 427, πίν. 31,2, καθώς και την Αττική, Demetriou 1989, 50, πίν. ΙΧβ και ΙΧγ (γύρω στα 750 π. Χ.). 111 Πιερίδου 1970, 93. 112 Σταμπολίδης, Καρέτσου 1998, 185, Ν. Coldstream, The Phoenicians of Ialysos, Bulletin of the Institute of Classical Studies of the University of London 16, 1969, 3-4. 113 Σταμπολίδης, Καρέτσου 1998, 129. 114 Özbilen 2004, 193-194, σημ. 11-18. 455

Στο πλαίσιο της ανταλλαγής των ιδεών και των αγαθών που σηματοδοτεί η ανατολίζουσα τέχνη, η οποία άλλωστε αποτελεί «την έκφραση των επιρροών και αλληλεπιδράσεων μεταξύ της Ανατολής και της Δύσης» 115, θα πρέπει να ενταχθούν και τα περίτεχνα ανατολίζουσας τεχνοτροπίας ταφικά κτερίσματα της καύσης από την Δάφνη Ιαλυσού. Η χάλκινη επίστεψη σκήπτρου σε μορφή αιγάγρου, προϊόν εισηγμένο από την μακρινή Ανατολή και ο πήλινος πτηνόμορφος ασκός με κεφαλή ταύρου, πιθανώς ροδιακού εργαστηρίου, εκφράζουν την δραστική αλλαγή της καλλιτεχνικής παράδοσης από την αυστηρότητα της γεωμετρικής εποχής στην ελεύθερη ρεαλιστική ή φανταστική δημιουργία της αρχαϊκής εποχής. Συντομογραφίες - Βιβλιογραφία Bernardini 2006: I Bronzi Della Stipe di Kamiros, Monografie Della Scuola Archaeologica di Atene e Delle Missioni Italiane in Oriente, vol. XVIII, Atene Blinkenberg 1931: Chr. Blinkenberg, Lindos Fouilles de l Acropole 1902-1914. vol. I. Les Petits Objets, Berlin Boardman 1996: J. Boardman, The Greek Overseas, London 1980 (Greek translation), Athens The Bull: Τhe Bull in the Mediterranean World. Myths and Cults, Cultural Olympiad 2001-2004, Hellenic Ministry of Culture, Athens, 2003 Desborough 1972: V. R. d A. Desborough, Bird vases, Κρητικά Χρονικά 24, 245-277 Demetriou 1989: Α. Demetriou, Cypro-Aegean relations in the Early Iron Age, Studies in Mediterranean Archaeology, vol. LXXXIII, Göteborg Filimonos et al., 2006: M. Filimonos-Tsopotou, S. Marketou, V. Patsiada, A. Dreliossi-Irakleidou, E. Kaninia, A.-M. Kasdagli, P. Triantafyllidis, The Archaeological Museum of Rhodes, Athens Guggisberg 1996: M. A. Guggisberg, Frühgriechische Tierkeramik. Zur Entwicklung und Bedeutung der Tiergefässe und der hohlen Tierfiguren in dern späten Bronze-und frühen Eisenzeit (ca. 1600-700 v. Chr.), Mainz 115 Ν. Κούρου, «Mare Cyprium, Mare Punicum, Mare Graecum. H Mεσόγειος στις αρχές της πρώτης χιλιετίας π. Χ.», στο Ευεργεσίη. Τόμος Χαριστήριος στον Παναγιώτη Ι. Κοντό, τ. Β, Αθήνα, 2006, 573. 456

Ghirshman 1964: R. Ghirshman, Persia. From the Origins to Alexander the Great, London Guralnick 1989: E. Guralnick, Greece and the Near East: Art and Archaeology στο Daidalikon: Studies in Memory of Raymond V. Schoder, S.J. (ed. R. F. Sutton), Wauconda, Illinois, 151-176 Ηerrmann 1968: H.-V. Herrmann, Frügriechischer Pferdeschmuck vom Luristantypus, Jahrbuch des Deutschen Archäologisches Instituts 83, 1-78 Ηuber 2003: S. Huber, L Aire Sacrificielle au Nord du Sanctuaire d Apollon Daphnéphoros, Eretria XIV. Fouilles et Recherches, vol. 1, Gollion Jantzen 1972: U. Jantzen, Ägyptische und Orientalische Bronzen aus dem Heraion von Samos, Samos VIII, Bonn Κοurou 1994: N. Kourou, Sceptres and Maces in Cyprus, before, during and immediately after the 11 th century, Proceedings of the International Symposium Cyprus in the 11 th Century B.C. (ed. V. Karageorghis), Nicosia, 203-227 Κourou 1997: N. Kourou, Cypriot zoomorphic askoi of the early Iron Age. A Cypro-Aegean Interplay, Proceedings of the Third International Conference of Cypriote Studies Four Thousand Years of Images on Cypriote Pottery, Nicosia, 3-4 May, 1996 (ed. V. Karageorghis, R. Laffineur, F. Vandenabeele), Brussels, Liège, Nicosia, 89-110 Lindos I: Chr. Blinkenberg, Lindos I. Fouilles de l Acropole. 1902-1914. Les petits objets, Berlin, 1931 Lemos 1994: I. S. Lemos, Birds revisited, Proceedings of the International Symposium Cyprus in the 11th Century B.C., Nicosia 30-31 October, 1993 (ed. V. Karageorghis), Nicosia, 229-237 Maiuri 1926: A. Maiuri, Jalisos. Scavi Della Missione Archaeologica Italiana a Rodi, Annuario della Scuola Archaeologica di Atene VI-VII, 1923-1924, 83-341. Martelli 1988: M. Martelli, La Stipe Votiva dell Athenaion di Jalysos: Un Primo Bilancio, in S. Dietz-I. Papachristodoulou (eds.), Archaeology in the Dodecanese, Copenhagen, 104-120 Μοοrey 1974: P. R. S. Moorey, Ancient Persian Bronzes from the Island of Samos, Iran, 12, 190-195 Μaximova 1927: M. I. Maximova, Les vases plastiques dans l Antiquité, Paris Μisch 1992: P. Misch, Die Askoi in der Bronzezeit. Eine typologische Studie zur Entwicklung askoider Gefässformen in der Bronze- und Eisenzeit Griechenlands und angrenzender Gebiete, Jonsered 457

Muscarella 1977: O. W. Muscarella, The Archaeological Evidence for Relations between Greece and Iran in the First Millennium B.C., The Journal of the Ancient Near Eastern Society of Columbia University 9, 31-57 Muscarella 1988: O. W. Muscarella, Bronze and Iron. Ancient Near Eastern Artifacts in the Metropolitan Museum of Art, New York Οtto 1980: Β. Οtto, Tierplastik oder Tiergefäss?, στο Τainia. Roland Hampe zum 70. Geburtstag am 2. Dezember 1978 (eds. H. A. Cahn, E. Simon), Mainz, 7-20 Özbilen 2004: G. Özbilen, Archaische Rhyton-Askoi aus Klazomenai, Österreichisches Jahreshefte des Archäologischen Institutes in Wien 73, 2004, 189-197 Πιερίδου 1970: Α. Πιερίδου, Κυπριακά πλαστικά αγγεία, Report Department of Antiquities of Cyprus, 92-102 Schmidt 2001: St. G. Schmidt, Neue Luristanbronzen aus Griechenland. Mit einem archäozoologischen Appendix von J. Studer, Mitteilungen des Deutschen Archäologischen Instituts, Athenische Abteilung 116, 2001, 11-33 Sherratt 1993: S. and A. Sherratt, The Growth of the Mediterranean Economy in the Early First Millenicum BC, World Archaeology 24.3, 361-378 Σκέρλου 2004: Ε. Σκέρλου, Ένα ιερό της Γεωμετρικής και Αρχαϊκής περιόδου στην περιοχή Ηρακλής της Κω. Μια πρώτη προσέγγιση, Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου Το Αιγαίο στην Πρώϊμη Εποχή του Σιδήρου, Ρόδος, 1-4 Νοεμβρίου 2002, Αθήνα, 177-188 Stampolidis 2003: N. Stampolidis (ed.), Searoutes From Sidon to Houelva. Interconnections of people of the Mediterranean. 16 th -6 th c. B.C., Athens Σταμπολίδης: Ν. Σταμπολίδης, Α. Καρέτσου, Ανατολική Μεσόγειος. Καρέτσου 1998 : Κύπρος-Δωδεκάνησα, Κρήτη. 16 ος -6 ος αι. π. Χ., Ηράκλειο Villing 2002: A. Villing, For Whom Did the Bell Toll in Ancient Greece? Archaic and Classical Greek Bells at Sparta and Beyond, The Annual of the British School at Athens 97, 223-295 458