ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΤΕΧΝΗ

Σχετικά έγγραφα
ΚΥΚΛΑΔΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Οι αρχαίοι πύργοι της Σερίφου Οι αρχαίοι πύργοι, αυτόνομες οχυρές κατασκευές αποτελούν ιδιαίτερο τύπο κτιρίου με κυκλική, τετράγωνη ή ορθογώνια

ΤΟ ΝΗΣΙΩΤΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ 3η ΧΙΛΙΕΤΙΑ π.χ. «Η οικιστική αρχιτεκτονική της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού στις Κυκλάδες και το αμυντικό της σύστημα»

ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ

Ι. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ( π.Χ.) 3. Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. - Η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη... εποχή.

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Η Παλαιοανακτορική Κρήτη (ΜΜΙΒ ΜΜΙΙΙΑ)

Ο Οικισμός Σκάρκος της Ίου

Κατάλογος εικόνων. Εικ. 1. Χάρτης Αιγαίου (υπό Κατ. Μπούρα). Εικ. 2. Χάρτης της Αμοργού με τις αρχαίες πόλεις (υπό Σ. Δασκαλάκη).

Μινωικός Πολιτισμός σελ

Κυριότερες πόλεις ήταν η Κνωσός, η Φαιστός, η Ζάκρος και η Γόρτυνα

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Το ανάκτορο της Ζάκρου

Η προϊστορική ακρόπολη στο Κορφάρι των Αμυγδαλιών του Πανόρμου της Νάξου

ΒΙΩΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Κυκλαδική τέχνη και σύγχρονη αφηρημένη τέχνη

ΙΔΡΥΜΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ & ΝΤΟΛΛΗΣ ΓΟΥΛΑΝΔΡΗ ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

Το σύνολο των βραχογραφιών και κάτω λεπτομέρεια

Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης. Γιώργος Πρίμπας

Αναρτήθηκε από τον/την Δρομπόνης Σωτήριος Πέμπτη, 18 Απρίλιος :48 - Τελευταία Ενημέρωση Πέμπτη, 18 Απρίλιος :49

Η3η χιλιετία π.χ., περίοδος γνωστή και ως Πρώιμη Εποχή του Χαλκού ή ως Πρώιμη Χαλκοκρατία,

Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ. Χρωματίστε τη γραμμή του χρόνου Α.. Β.. Γ...

ΣΥΝΤΟΜΟ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΕΩΣ ΤΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ. Χρονολογία ως ως Νεότερη

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Μινωικοί ιεροί χώροι

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟÏΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

TA ΠΚ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΑ ΣΤΗ ΝΑΞΟ: ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ, ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΑΦΗΣ

ΙΑ02 ΠΡΩΙΜΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ

Συντάχθηκε απο τον/την Administrator Τετάρτη, 05 Νοέμβριος :39 - Τελευταία Ενημέρωση Τετάρτη, 05 Νοέμβριος :09

Το Μουσείο ταξιδεύει! Οι Μουσειοσκευές σε σχολεία της Ελλάδας ΤΜΗΜΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ

ΤΟ ΠΑΛΑΜΑΡΙ ΤΗΣ ΣΚΥΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΙ ΜΕΣΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ

Προνεολιθική και Νεολιθική Κύπρος

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ. Χ ώ ρο ς Π.ΕΛΛΑΣ. Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού Εφορεία Αρχαιοτήτων Πέλλας

Γιώργος Πρίμπας Ααύγουστος 2017

ΛΟΡΔΟΣ ΚΟΛΙΝ ΡΕΝΦΡΙΟΥ

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ. διαιρεί τη δράση του ανθρώπου σε: (πριν τη χρήση γραφής) Β. Εποχή των μετάλλων. μέταλλα. Εποχή του χαλκού

Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού

Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού

Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2015)

ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗ ΜIΝΩΙΚΗ ΚΡΗΤΗ. Η περίπτωση του νεκροταφείου των Αρχανών

Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2016)

ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΛΙΝΔΟΥ ΣΟΦΙΑ ΒΑΣΑΛΟΥ ΒΠΠΓ

Καστρί Σύρου. Τμήμα Ιστορίας- Αρχαιολογίας Τομέας Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης Μάθημα: Το νησιωτικό Αιγαίο κατά την 3 η χιλιετία π.χ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΑΥΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΟΥ, Αλέξανδρος Μπαξεβανάκης, ΒΠΠΓ

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Ύστερη Χαλκοκρατία ή Υστεροκυπριακή περίοδος: 1650/ /1050 π.χ.

Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης;

Κύπρος Ένα νησί ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση

ΜΗΛΟΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΥΛΑΚΩΠΗΣ

ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΚΑΣΤΕΛΛΙΑΝΩΝ «Ο ΚΕΡΑΜΟΣ»

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

σε δράση Μικροί αρχιτέκτονες Όνομα μαθητή Εκπαιδευτικό πρόγραμμα Εκπαιδευτικό πρόγραμμα για μαθητές Γυμνασίου

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα

ΤΑΦΟΣ-ΙΕΡΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΜΙΝΩΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΝΑ ΓΑΡΔΙΚΙΩΤΗ

Μυκηναϊκός πολιτισμός η τέχνη Η μυκηναϊκή τέχνη διαμορφώθηκε υπό την άμεση επίδραση του μινωικού πολιτισμού. Μετά την παρακμή της μινωικής Κρήτης

Όνομα: Άντρη Σάββα Τμήμα: Α 1 Σχ. Έτος:

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. - Γενική Εισαγωγή Iστορική αναδρομή Περιγραφή του χώρου Επίλογος Βιβλιογραφία 10

1.ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ. Μουσείο της Ακρόπολης

Προανακτορική Κρήτη (ΠΜΙ - ΠΜΙΙ ΠΜΙΙΙ ΜΜΙΑ 3650/ π.χ. περίπου)

Παλαιολιθική και Μεσολιθική εποχή στην Ελλάδα

ΜΑΝΩΛΙΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ, ΒΠΠΓ

Greither Elias. "Icarus" Fresco Munchen 1616

Ακολούθησέ με... στον οικισμό του Ακρωτηρίου της Θήρας

2ο Γυμνάσιο Αγ.Δημητρίου Σχολικό έτος ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ "ΣΠΑΡΤΗ" ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ ΘΟΔΩΡΗΣ ΤΜΗΜΑ Γ 5 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Η Αρχαία Τήνος, Συνέντευξη με την Καθηγήτρια του ΕΚΠΑ Νότα Κούρου

ΤΑΞΗ Ε. Pc8 ΝΤΙΝΟΣ & ΒΑΣΙΛΙΚΗ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ

Η Αμοργός κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού: Πρωτοκυκλαδικά νεκροταφεία και ειδώλια

Ανάβρυτα Συντελεστές: Αγγελάκης Άγγελος Αδαμάκης Παύλος Τσαντά Ιωάννα Σωτηροπούλου Κωνσταντίνα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Εργασία Ιστορίας. Ελένη Ζέρβα

Αλέξανδρος Νικολάου, ΒΠΠΓ

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα - Νεότερη και Τελική Νεολιθική (5300 π.χ π.χ.)

Η θεώρηση και επεξεργασία του θέματος οφείλει να γίνεται κυρίως από αρχιτεκτονικής απόψεως. Προσπάθεια κατανόησης της συνθετικής και κατασκευαστικής

ΣΤΟ ΚΑΣΤΡO ΤΗΣ ΚΩ Η ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ

Τα θέατρα της Αμβρακίας. Ανδρέας Μαυρίκος, ΒΠΠΓ

<< ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΤΩΝ ΜΥΚΗΝΩΝ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΩΦΕΛΕΙΕΣ >>

Μυκηναϊκή θρησκεία. 3. Από την ανασκαφή θρησκευτικών κτηρίων στα ανάκτορα και ιερών σε οικίες

Ακολούθησέ με... στο ανάκτορο της Φαιστού

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ «ΠΛΑΤΙΑΝΑΣ» 1 Μ Α Ρ Ι Α Μ Α Γ Ν Η Σ Α Λ Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Ε.Μ.Π. MSc Ε.Μ.Π.

ΚΕΡΑΜΙΚΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΕΧΝΗ

ΙΑ02 ΥΣΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Προϊστορική οικία από το Ακρωτήρι Θήρας (16ος αι. π.χ.)

Μετάβαση από Χαλκολιθική σε Εποχή του Χαλκού ή Πολιτισμός της Φιλιάς: /2300 π.χ. Πρώιμη Χαλκοκρατία ή Πρωτοκυπριακή Περίοδος: π.χ.

Προανακτορική Κρήτη Γιάννης Παπαδάτος

ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ: Η ΠΡΩΙΜΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ (3 η χιλιετία π.χ.)

Η Βοιωτία θεωρείται από αρχαίους και συγχρόνους ιστορικούς καθώς και γεωγράφους, περιοχή ευνοημένη από τη φύση και τη γεωπολιτική θέση της.

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ : Π.Χ. ΥΣΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ

Παράταση του χρόνου υποβολής των αιτήσεων. για 728 θέσεις του Υπουργείου Πολιτισμού

Ακολούθησέ με... στο ανάκτορο της Φαιστού

Συντάχθηκε απο τον/την Administrator Τρίτη, 04 Νοέμβριος :10 - Τελευταία Ενημέρωση Τετάρτη, 04 Φεβρουάριος :32

Σωσάνδρα ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Η ΙΜΒΡΟΣ ΚΑΙ Η ΤΕΝΕΔΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ

ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΥΓΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΕΣ ΡΑΣΕΙΣ 2014

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα

Κέρος, Απρόσμενα αρχαιολογικά ευρήματα ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ. Αθήνα, 24 Ιανουαρίου 2018 ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Προϊστορικό Σπήλαιο Θεόπετρας

Ο αρχαιολογικός χώρος του Καλαμωτού βρίσκεται 2 χλμ. νότια του χωριού και είναι γνωστός στους κατοίκους του με την ονομασία Τούμπες ή Καστέλλια.

Transcript:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΤΕΧΝΗ Κυκλαδικός πολιτισµός

ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΤΕΧΝΗ Την ονοµασία Κυκλάδες χρησιµοποίησαν οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς για να χαρακτηρίσουν το πυκνό σύµπλεγµα των µικρών νησιών στο κέντρο του Αιγαίου πελάγους, τα οποία φαίνονταν να σχηµατίζουν έναν νοητό κύκλο γύρω από το ιερό νησί τους και τόπο λατρείας του Απόλλωνα, τη Δήλο. Όντας µικρά κοµµάτια γης που περιβάλλονται από θάλασσα και είναι εκτεθειµένα στους ανέµους, και έχοντας περιορισµένους υδάτινους πόρους και περιορισµένες δυνατότητες καλλιέργειας της γης και ανάπτυξης της κτηνοτροφίας, τα νησιά των Κυκλάδων δεν αποτελούν εκ πρώτης όψεως έναν ιδιαίτερα φιλόξενο τόπο για εγκατάσταση. Εντούτοις υπήρξαν το λίκνο ενός σηµαντικού πολιτισµού που άνθησε κατά την 3η χιλιετία π.χ. και τον οποίο ο αποκαλούµενος πατέρας της ελληνικής προϊστορίας Χρήστος Τσούντας, αναγνωρίζοντας την ιδιαιτερότητά του έναντι των άλλων σύγχρονων αιγαιακών πολιτισµών, ονόµασε κυκλαδικό πολιτισµό. Τρεις είναι οι λόγοι που συνέτειναν στη γένεση και στην ανάπτυξη πολιτισµού στις Κυκλάδες κατά τους αρχαιότατους αυτούς χρόνους. Πρώτον, η στρατηγική γεωγραφική τους θέση, η οποία τις καθιστά γέφυρα επικοινωνίας της ηπειρωτικής Ελλάδας µε τη Μικρασιατική χερσόνησο και του βόρειου Αιγαίου µε την Κρήτη δεύτερον, οι περιορισµοί του φυσικού τους περιβάλλοντος, οι οποίοι ανάγκασαν τους νησιώτες να στραφούν εξαρχής προς τη θάλασσα προκειµένου να προσποριστούν τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους τρίτον, ο αξιοσηµείωτος για τα δεδοµένα της εποχής ορυκτός τους πλούτος, συγκεκριµένα ο οψιανός ή οψιδιανός της Μήλου, η σµύριδα της Νάξου, ο µόλυβδος και ο άργυρος της Σίφνου, ο χαλκός της Κύθνου και της Σερίφου και, τέλος, η κατεξοχήν πρώτη ύλη των νησιών, το µάρµαρο. Έτσι, προσφέροντας όσα διέθεταν προκειµένου να αποκτήσουν εκείνα που δεν είχαν, οι Κυκλαδίτες εξελίχθηκαν µε την πάροδο του χρόνου σε έµπειρους και τολµηρούς θαλασσοπόρους που ανέλαβαν τη διεξαγωγή του διαµετακοµιστικού εµπορίου στο Αιγαίο, επιτυγχάνοντας κατ αυτόν τον τρόπο να έρθουν σε επαφή µε άλλους πολιτισµούς και να αποτελέσουν τους ενδιαµέσους στη διακίνηση γνώσεων, ιδεών, πρώτων υλών και προϊόντων τεχνογνωσίας από τη µία άκρη του αρχιπελάγους έως την άλλη. Η ναξιακή σµύριδα, βαρύ και σκληρό ορυκτό, υπήρξε ιδιαί- Στο κυκλαδικό σύµπλεγµα οι µικρές αποστάσεις µεταξύ των

Φυσικό περιβάλλον Τα νησιά των Κυκλάδων αποτελούν τις κορυφές των βουνών της Αιγηίδας, της συµπαγούς δηλαδή µάζας ξηράς, η οποία πριν από περίπου 20 εκατοµµύρια χρόνια κάλυπτε τον σηµερινό ελληνικό χώρο, από το Ιόνιο πέλαγος έως τη Μικρά Ασία και τα νότια της Κρήτης, και πριν από περίπου 12 έως 2 εκατοµµύρια χρόνια κατακερµατίστηκε και καταποντίστηκε λόγω έντονης σεισµικής και ηφαιστειακής δραστηριότητας. Οι Κυκλάδες, µαζί µε την Αττική και τη νότια Εύβοια, ανήκουν στη λεγόµενη Αττικοκυκλαδική µάζα, µία από τις αρχαιότερες τεκτονικές ενότητες του ελλαδικού χώρου. Τα νησιά που βρίσκονται νοτιοανατολικά της Αττικής και της Εύβοιας, όπως η Άνδρος, η Τήνος, η Μύκονος, η Νάξος, η Πάρος και η Σέριφος, αποτελούνται από µια ποικιλία αρχαίων κρυσταλλικών πετρωµάτων, όπως ο γρανίτης, ο γνεύσιος, το µάρµαρο και διάφοροι σχιστόλιθοι. Τα νότια νησιά, αντίθετα, δηλαδή η Μήλος, η Κίµωλος, η Πολύαιγος, η Φολέγανδρος και η Θήρα, είναι ηφαιστειογενή και µαζί µε την Κω, τη Νίσυρο, το Γυαλί, την Αίγινα, τον Πόρο και τα Μέθανα σχηµατίζουν το ηφαιστειακό τόξο του νότιου Αιγαίου που εκτείνεται µέχρι τη Μαγνησία της Θεσσαλίας. Λόγω της µεγάλης ποικιλίας που παρουσιάζει η γεωλογία των νησιών, αξιοσηµείωτη είναι και η ποικιλία του ορυκτού τους πλούτου. Κυρίαρχο στοιχείο του κυκλαδικού τοπίου είναι το µάρµαρο, κοιτάσµατα του οποίου βρίσκονται σε διάφορα κυκλαδικά νησιά. Ο οψιανός το σκληρό ηφαιστειογενές πέτρωµα µε την υαλώδη µορφή που χρησιµοποιήθηκε ευρύτατα κατά την προϊστορική περίοδο για την κατασκευή όπλων και εργαλείων βρίσκεται σε αφθονία στη Μήλο. Από τη Μήλο προέρχεται επίσης ο καολίνης, ένα ορυκτό λευκού χρώµατος ιδιαίτερα χρήσιµο στην αγγειοπλαστική, ενώ τόσο στη Μήλο όσο και στη Θήρα αφθονούν οι µυλόπετρες για το άλεσµα των καρπών και η ελαφρόπετρα. Η σµύριδα, ένα ιδιαίτερα βαρύ, σκληρό και µεγάλης πυκνότητας πέτρωµα κατάλληλο για διάφορες χρήσεις, βρίσκεται στη Νάξο και στη Σίκινο. Σηµαντικά για τα δεδοµένα της εποχής ήταν επίσης τα µεταλλοφόρα κοιτάσµατα των Κυκλάδων. Από τα κοιτάσµατα αργυρούχου µολύβδου της Σίφνου παραγόταν µε τη µέθοδο της κυπέλλωσης ο άργυρος, ενώ κοιτάσµατα χαλκού υπήρχαν στην Κύθνο και ίσως στη Σέριφο. Είναι όµως πιθανόν κοιτάσµατα χαλκού που πλέον έχουν εξαντληθεί να υπήρχαν και σε άλλα Κυκλαδονήσια.

Τα νησιά των Κυκλάδων είναι κατά το µεγαλύτερο τµήµα τους βραχώδη, άγονα και άνυδρα, υπάρχουν όµως και κοµµάτια µε οµαλό και εύφορο έδαφος. Η µορφολογία του εδάφους παραλλάσσει σηµαντικά, όχι µόνο από το ένα νησί στο άλλο αλλά και σε κάθε νησί ξεχωριστά. Οι ακτές άλλοτε είναι απόκρηµνες και άλλοτε σχηµατίζουν ευλί- µενους όρµους, προσφέροντας ασφαλές αγκυροβόλιο. Το κλίµα είναι γενικά ήπιο, µε έντονη ηλιοφάνεια και ελάχιστες βροχοπτώσεις. Τα αρχαιολογικά δεδοµένα µαρτυρούν ότι από νωρίς καλλιεργήθηκαν η ελιά, το αµπέλι, η συκιά, η αµυγδαλιά, το κριθάρι, οι φακές, τα µπιζέλια και η φάβα. Βασικό είδος της κτηνοτροφίας αποτελούσαν τα αιγοπρόβατα και οι χοίροι, και σε πολύ µικρότερο ποσοστό τα βοοειδή. Τη δίαιτα των νησιωτών συµπλήρωναν το κυνήγι µικρών ζώων και αποδηµητικών πτηνών και η κατανάλωση ψαριών και θαλασσινών. Ορολογία και χρονολόγηση Ο όρος κυκλαδικός πολιτισµός, τον οποίο ο Χρήστος Τσούντας χρησιµοποίησε µε γεωγραφική και χρονολογική σηµασία, είναι συνώνυµος των νεότευκτων όρων Πρωτοκυκλαδικός πολιτισµός ή Πρώιµη εποχή του Χαλκού ή Πρωτοχαλκή εποχή ή Πρώιµη Χαλκοκρατία στις Κυκλάδες. Με τους όρους αυτούς προσδιορίζεται η πρώτη από τις τρεις περιόδους στις οποίες διακρίνεται συµβατικά η εποχή του Χαλκού στα νησιά των Κυκλάδων, η εποχή δηλαδή κατά την οποία παρατηρείται γενίκευση της χρήσης των µετάλλων, κυρίως του χαλκού, για την εξυπηρέτηση των αναγκών της καθηµερινής ζωής. Η εποχή αυτή καλύπτει περίπου δύο χιλιετίες, δηλαδή το διάστηµα από το 3200 έως το 1100 π.χ., και διακρίνεται σε Πρώιµη ή Πρωτοκυκλαδική, Μέση ή Μεσοκυκλαδική και Ύστερη ή Υστεροκυκλαδική. Η τριµερής αυτή διαίρεση της εποχής του Χαλκού στις Κυκλάδες έγινε κατ αναλογία του τριµερούς διαχωρισµού της στους δύο άλλους, παράλληλους µε τον κυκλαδικό, πολιτισµούς του Αιγαίου: στον µινωικό πολιτισµό της Κρήτης, όπου διακρίνεται σε Πρωτοµινωική, Μεσοµινωική και Υστεροµινωική εποχή, και στον ελλαδικό πολιτισµό της ηπειρωτικής Ελλάδας, όπου διακρίνεται σε Πρωτοελλαδική, Μεσοελλαδική και Υστεροελλαδική ή Μυκηναϊκή εποχή. Η Πρωτοκυκλαδική εποχή καλύπτει το διάστηµα περίπου από το 3200 έως το 2000 π.χ. και µε βάση την οικιστική εξέλιξη και τις τεχνικές κατακτήσεις διακρίνεται µε τη σειρά της σε τρεις περιόδους: την Πρωτοκυκλαδική Ι (περίπου 3200-2800/2700 π.χ.),

την Πρωτοκυκλαδική ΙΙ (περίπου 2800/2700-2400/2300 π.χ.) και την Πρωτοκυκλαδική ΙΙΙ (περίπου 2400/2300-2000 π.χ.). Τη δεκαετία του 1970 προτάθηκε η αντικατάσταση των τριών αυτών αριθµητικά προσδιοριζόµενων περιόδων µε τρεις πολιτισµικές ενότητες, οι οποίες ονοµάστηκαν από τις θέσεις ή τα νησιά που θεωρήθηκαν ως τα πλέον αντιπροσωπευτικά της καθεµίας. Έτσι, η Πρωτοκυκλαδική Ι µετονοµάστηκε σε πολιτισµική ενότητα Γρόττας-Πηλού ή Πηλού-Λακκούδων, η Πρωτοκυκλαδική ΙΙ σε πολιτισµική ενότητα Κέρου-Σύρου και η Πρωτοκυκλαδική ΙΙΙ σε πολιτισµική ενότητα της Πρώτης Πόλης της Φυλακωπής. Με βάση την τυπολογική εξέλιξη των διαφόρων κατηγοριών ευρηµάτων, οι πολιτισµικές αυτές ενότητες διακρίθηκαν στη συνέχεια σε οκτώ τοπικές οµάδες ή φάσεις, που επίσης ονοµάστηκαν από τις πιο αντιπροσωπευτικές της καθεµίας θέσεις ή τα κατεξοχήν αντιπροσωπευτικά νησιά. Οι οµάδες ή φάσεις αυτές µε χρονολογική σειρά είναι οι εξής: Λακκούδων, Πηλού, Πλαστηρά, Κάµπου, Σύρου, Αµοργού, Καστριού και Φυλακωπής Ι. Οι τρεις πρώτες ανήκουν στην πρώτη πολιτισµική ενότητα, οι οµάδες ή φάσεις Σύρου και Αµοργού στη δεύτερη και η οµάδα ή φάση της Φυλακωπής Ι στην τρίτη. Από τις άλλες δύο που αποµένουν, η οµάδα ή φάση του Κάµπου εκπροσωπεί τη µετάβαση από την Πρωτοκυκλαδική Ι στην Πρωτοκυκλαδική ΙΙ περίοδο (περίπου 2800-2700 π.χ.), ενώ η οµάδα ή φάση του Καστριού τη µετάβαση από την Πρωτοκυκλαδική ΙΙ στην Πρωτοκυκλαδική ΙΙΙ περίοδο (περίπου 2400-2300 π.χ.). Όµως, η νέα αυτή ορολογία θεωρήθηκε ότι προκαλεί σύγχυση και γι αυτό δεν έγινε οµόφωνα αποδεκτή. Παρ όλα αυτά εξακολουθεί να χρησιµοποιείται από αρκετούς µελετητές. Ο αρχαιολόγος Χρήστος Τσούντας. Οι πρόδροµοι του κυκλαδικού πολιτισµού Οι βάσεις για την ανάπτυξη του κυκλαδικού πολιτισµού τέθηκαν από πολύ παλαιότερες εποχές. Ο µηλιακός οψιανός που βρέθηκε σε στρώµατα της Ανώτερης Παλαιολιθικής και της Μεσολιθικής εποχής στο σπήλαιο Φράγχθι της Αργολίδας όχι µόνο µαρτυρεί ότι ήδη από την 11η χιλιετία π.χ. η Μήλος ήταν γνωστή για την πολύτιµη πρώτη ύλη που διέθετε αλλά επίσης αποτελεί αδιαµφισβήτητη απόδειξη ναυσιπλοΐας στο Αιγαίο κατά τους αρχαιότατους αυτούς χρόνους. Δεδοµένου ότι ενδείξεις τόσο πρώι- µης εγκατάστασης στη Μήλο δεν έχουν εντοπιστεί, συνήθως θεωρείται ότι οι κάτοικοι της ηπειρωτικής Ελλάδας επισκέπτονταν το νησί για να προµηθευτούν τον µηλιακό

οψιανό. Το γεγονός όµως ότι στον Μαρουλά της Κύθνου η ανασκαφική σκαπάνη τα τελευταία χρόνια έφερε στο φως πέντε ταφές και ένα λιθόστρωτο κτίσµα, µαζί µε λίθινα εργαλεία και ζωολογικά κατάλοιπα που χρονολογούνται στη Μεσολιθική εποχή (9η χιλιετία π.χ.), δεν αποκλείει την πιθανότητα µελλοντικού εντοπισµού ανάλογων εγκαταστάσεων και σε άλλα κυκλαδικά νησιά, κάτι που θα µπορούσε να σηµαίνει ότι η διακίνηση του οψιανού της Μήλου γινόταν από τους ίδιους τους Κυκλαδίτες ήδη από την εποχή αυτή, όπως ακριβώς φαίνεται να συµβαίνει κατά τη Νεότερη Νεολιθική περίοδο και την Πρώιµη εποχή του Χαλκού. Από τα πρώτα στάδια της Νεολιθικής εποχής (7η χιλιετία π.χ.) ο οψιανός και ο καολίνης της Μήλου και µυλόπετρες από τα Κυκλαδονήσια βρίσκονταν σε διάφορες θέσεις της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Κρήτης, κατοίκηση όµως στις Κυκλάδες κατά την εποχή αυτή µαρτυρείται, σύµφωνα µε τα µέχρι στιγµής δεδοµένα, µόνο µε την έναρξη της τελευταίας φάσης της, δηλαδή της Νεότερης Νεολιθικής περιόδου, η οποία διήρκεσε περίπου από το 5300 έως το 3200 π.χ. Η περίοδος αυτή διαιρείται σε δύο υποπεριόδους, τη Νεότερη Νεολιθική Ι (περίπου 5300-4300 π.χ.) και τη Νεότερη Νεολιθική ΙΙ (περίπου 4300-3200 π.χ.), η οποία ονοµάζεται και Τελική Νεολιθική ή Χαλκολιθική, από το γεγονός ότι µέχρι πρόσφατα επικρατούσε η εντύπωση ότι οι πρώτες ενδείξεις για χρήση των µετάλλων στον αιγαιακό χώρο εµφανίστηκαν κατά τη φάση αυτή. Νεότερα όµως ευρήµατα από τη Φτελιά της Μυκόνου τοποθετούν την έλευση της µεταλλουργίας στο Αιγαίο στην αρχή της Νεότερης Νεολιθικής. Εκτός από τη Μύκονο, ενδείξεις κατοίκησης των Κυκλάδων κατά την περίοδο αυτή έχουν εντοπιστεί και σε διάφορα άλλα νησιά, ειδικότερα όµως στη νησίδα Σάλιαγκος µεταξύ Πάρου και Αντιπάρου, στην Κεφάλα της Κέας και στον Στρόφιλα της Άνδρου, θέσεις που, εκτός από τα ποικίλα κινητά ευρήµατα, σώζουν σηµαντικά αρχιτεκτονικά λείψανα από οικισµούς. Στην Κεφάλα βρέθηκε το µόνο µέχρι στιγµής γνωστό νεκροταφείο της περιόδου αυτής. Ο Σάλιαγκος και η Φτελιά εντάσσονται στη Νεότερη Νεολιθική Ι περίοδο, ενώ η Κεφάλα και ο Στρόφιλας στη Νεότερη Νεολιθική ΙΙ. Σηµαντικά είναι επίσης τα ευρήµατα από το Σπήλαιο του Ζα, που βρίσκεται στην πλαγιά του οµώνυµου όρους της κεντρικής Νάξου και κατοικήθηκε και κατά τις δύο φάσεις της Νεότερης Νεολιθικής, όπως και κατά την Πρώιµη εποχή του Χαλκού. Οι νεολιθικοί οικισµοί των Κυκλάδων βρίσκονταν τόσο σε παράκτιες θέσεις και χαµη- Χρυσό έλασµα από το σπήλαιο του Ζα (Μουσείο Χώρας

λούς λόφους κοντά στη θάλασσα όσο και σε φύσει οχυρές θέσεις στην ενδοχώρα των νησιών. Τα σπίτια ήταν ορθογώνια, κυκλικά ή αψιδωτά και αποτελούντο από µεγαλύτερα ή µικρότερα και περισσότερα του ενός δωµάτια. Είχαν λιθόκτιστη κρηπίδα (δηλαδή θεµέλια και βάση των τοίχων), ενώ το ανώτερο τµήµα των τοίχων ήταν άλλοτε λιθόκτιστο και άλλοτε πλινθόκτιστο. Στα λιθόκτιστα τµήµατα εφαρµοζόταν συχνά η τεχνική της ξερολιθιάς, ενώ άλλοτε γινόταν χρήση συνδετικού πηλού. Σε κάποιες περιπτώσεις το πάχος των εξωτερικών τοίχων υποδηλώνει ότι τα κτίρια ήταν διώροφα. Τα δάπεδα ήταν είτε από πατηµένο πηλό είτε από χώµα και πέτρες ή λιθόστρωτα, ενώ σε µία περίπτωση το δάπεδο αποτελούσε ο ίδιος ο φυσικός βράχος κατάλληλα λαξευµένος. Κάποιοι οικισµοί ήταν οχυρωµένοι: ο Σάλιαγκος περιβαλλόταν από τείχος που πιθανώς διέθετε και κυκλικό προµαχώνα, ενώ ο Στρόφιλας προστατευόταν από ισχυρό οχυρω- µατικό τείχος µε καµπύλους προµαχώνες και προτείχισµα, παρόµοιο µε τα τείχη των ακροπόλεων της Πρωτοκυκλαδικής εποχής. Οι κάτοικοι ζούσαν από την καλλιέργεια σιτηρών, κυρίως κριθαριού, από την εκτροφή αιγοπροβάτων, χοίρων και βοοειδών, από το κυνήγι πτηνών και µερικές φορές ελαφιών, και από την αλιεία. Στη διατροφή τους περιλαµβάνονταν ακόµη φακές, µπιζέλια, φάβα, σύκα, άγρια κορόµηλα και άγριο σταφύλι, τα οποία καλλιεργούσαν. Τα αποτυπώ- µατα από ύφασµα και ψάθα στις βάσεις των αγγείων και τα σφονδύλια των αδραχτιών φανερώνουν ότι ασχολούνταν µε την αγγειοπλαστική, την καλαθοπλεκτική και την υφαντική, ενώ τα υπολείµµατα σκωριών χαλκού, τα θραύσµατα από πήλινες χοάνες µεταλλουργίας και τα χάλκινα αντικείµενα (πελέκεις, εγχειρίδια, σπάτουλες, σµίλες, οπείς ή σουβλιά, βελόνες, περόνες, τριχολαβίδες) µαρτυρούν τον ενεργό τους ρόλο στη µεταλλουργία και στη µεταλλοτεχνία. Τα κοσµήµατα από πηλό, όστρεα, χαλκό και διάφορους λίθους φανερώνουν την ενασχόλησή τους µε τη µικροτεχνία, ενώ τα µεµονωµένα χρυσά κοσµήµατα από τη Φτελιά, το σπήλαιο του Ζα και τον Στρόφιλα µαρτυρούν τις επαφές τους µε το βόρειο Αιγαίο και τη Βαλκανική. Τα πήλινα αγγεία που χρησιµοποιούσαν στην καθηµερινή τους ζωή ήταν στην πλειονότητά τους αποθηκευτικά και χονδροειδή οικιακά σκεύη, συχνά µε ανάγλυφη ή εγχάρακτη διακόσµηση. Δεν έλειπαν όµως και τα λεπτότερα αγγεία µε πιο περίτεχνη και λιγότερο ανθεκτική διακόσµηση, τα οποία προφανώς προορίζονταν για ειδικές χρήσεις. Χαρακτηριστική της πρώτης φάσης της Νεότερης Νεολιθικής περιόδου είναι η Φυλλόσχηµες αιχµές βελών από οψιανό από το σπήλαιο του Ζα Βιολόσχηµο ειδώλιο από τον Σάλιαγκο (Μουσείο Παροικιάς

κεραµική µε διακόσµηση από λευκόχρωµα γραµµικά µοτίβα που ζωγραφίζονταν επάνω στη σκοτεινόχρωµη επιφάνεια του αγγείου µετά τη στίλβωση, ενώ η δεύτερη φάση της χαρακτηρίζεται από την κεραµική µε στιλβωτή διακόσµηση, όπου η επιφάνεια του αγγείου καλύπτεται από οµάδες λεπτών στιλβωτών ταινιών. Μια τρίτη κατηγορία αποτελεί η κεραµική µε αλοιφωτή διακόσµηση, η οποία απαντά και κατά τις δύο φάσεις στην περίπτωση αυτή η σκοτεινόχρωµη στιλβωµένη επιφάνεια του αγγείου καλυπτόταν µετά την όπτηση µε παχύ λευκό και κόκκινο επίχρισµα. Τα σκεύη που χρησιµοποιούσαν για την προπαρασκευή της τροφής (µυλόπετρες, τριβεία και γουδιά) ήταν λίθινα, ενώ τα εργαλεία τους (οπείς, κοπίδια, τριπτήρες, σφύρες, πελέκεις, δρεπάνια) ήταν κυρίως λίθινα αλλά και οστέινα. Χαρακτηριστικές της λιθοτεχνίας της εποχής είναι οι αιχµές βελών από οψιανό, τριγωνικές µε µίσχο ή φυλλόσχηµες. Τον οψιανό έφερναν κυρίως από τη Μήλο και τον κατεργάζονταν επιτόπου. Είχαν ακόµη εργαλεία από πυριτόλιθο, σµύριδα της Νάξου, µάρµαρο, γνεύσιο, χαλαζία και αιµατίτη. Τα νεολιθικά ειδώλια είναι κατασκευασµένα από πηλό και µάρµαρο και αποτελούν τους µακρινούς προγόνους των κυκλαδικών ειδωλίων της Πρώιµης εποχής του Χαλκού. Σε αυτά περιλαµβάνονται αφενός σχηµατικά ειδώλια του βιολόσχηµου και του βοτσαλόσχηµου τύπου, που έχουν δηλαδή περίγραµµα βιολιού ή βότσαλου, και αφετέρου όρθιες ή καθιστές γυναικείες µορφές µε ιδιαίτερα παχείς γλουτούς, δηλαδή στεατοπυγικές. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει τη συνύπαρξη της σχηµατικής και της φυσιοκρατικής τάσης στην κυκλαδική τέχνη από τη Νεολιθική ακόµη εποχή. Οι ανδρικές µορφές είναι σπάνιες ένα µικρό πήλινο ειδώλιο ανδρικής ιθυφαλλικής µορφής προέρχεται από την Κεφάλα της Κέας. Η συνύπαρξη της σχηµατικής και της φυσιοκρατικής τάσης µαρτυρείται και από τις εκτεταµένες βραχογραφίες που τα τελευταία χρόνια ήρθαν στο φως στον Στρόφιλα της Άνδρου. Πρόκειται για παραστάσεις που έχουν σκαλιστεί στην επιφάνεια του βράχου µε τη βοήθεια αιχµηρού εργαλείου που θα µπορούσε να είναι και ένα κοµµάτι σµύριδας από τη Νάξο. Ο χαρακτήρας των παραστάσεων είναι άλλοτε νατουραλιστικός και αφηγηµατικός, µε θέµατα εµπνευσµένα από την αγροτική ζωή, το κυνήγι και τις ναυτικές εξορµήσεις των νησιωτών, και άλλοτε σχηµατικός και συµβολικός. Τα ταφικά έθιµα, όπως µαρτυρούνται από το νεκροταφείο της Κεφάλας, παρουσιάζουν

πολλές οµοιότητες µε εκείνα της Πρωτοκυκλαδικής εποχής. Το νεκροταφείο βρισκόταν στις πλαγιές του υψώµατος όπου αποκαλύφθηκε ο οικισµός. Οι τάφοι ήταν στην πλειονότητά τους χτισµένοι µε πέτρες, µερικές φορές και µε τη χρήση συνδετικού πηλού. Το σχήµα τους εσωτερικά ήταν συνήθως ορθογώνιο, και σπανιότερα κυκλικό ή ελλειψοειδές. Κατά κανόνα ήταν µικρού µεγέθους και καλύπτονταν από µεγάλες σχιστολιθικές πλάκες, πάνω στις οποίες υπήρχαν µερικές φορές κτιστές εξέδρες οι οποίες προφανώς εξυπηρετούσαν λατρευτικούς σκοπούς, όπως την πραγµατοποίηση σπονδών και την τοποθέτηση προσφορών προς τους νεκρούς. Η διάταξη των τάφων ήταν συνήθως πυκνή και µερικές φορές ο ένας επικάλυπτε τον άλλο. Εκτός από τους κτιστούς, βρέθηκαν δύο πολύ µικροί κιβωτιόσχηµοι τάφοι παιδιών µε τις πλευρές τους επενδεδυµένες µε πλάκες, καθώς και τέσσερις ταφές βρεφών σε πίθους (εγχυτρισµοί). Διαχωριστικοί τοίχοι χώριζαν το νεκροταφείο σε τοµείς κατά οικογένειες ή καθόριζαν τα όρια µεµονωµένων τάφων. Οι νεκροί ήταν τοποθετηµένοι στο ένα πλευρό, σε συνεσταλµένη στάση και επάνω σε στρώση από χαλίκια ή µικρές πέτρες. Σε µία περίπτωση το κεφάλι του νεκρού βρισκόταν επάνω σε µικρή πλάκα που χρησίµευε ως προσκέφαλο. Οι περισσότεροι τάφοι περιείχαν τα λείψανα ενός µόνο ατόµου, βρέθηκαν όµως και κάποιοι, προφανώς οικογενειακοί, που περιείχαν από δύο έως και δεκατρείς νεκρούς. Οι διαδοχικές ταφές διακρίνονταν πολλές φορές µεταξύ τους µε στρώσεις από χαλίκια ή µικρές πέτρες. Κτερίσµατα, δηλαδή αντικείµενα που συνόδευαν τον νεκρό, βρέθηκαν σε µερικούς µόνο τάφους και µόνο σε έναν τάφο ήταν περισσότερα από ένα. Τα κτερίσµατα ήταν κυρίως πήλινα αγγεία και µόνο σε δύο περιπτώσεις µαρµάρινα. Τα πήλινα αυτά αγγεία ήταν ίδια µε εκείνα που χρησιµοποιούνταν στον οικισµό και εποµένως δεν κατασκευάζονταν ειδικά για τους τάφους. Από την περιοχή του νεκροταφείου αλλά έξω από τους τάφους προήλθαν πέντε κορµοί και τρία κεφάλια πήλινων ειδωλίων. Η µορφή των οχυρώσεων, οι τύποι των τάφων, τα ταφικά έθιµα, τα χαρακτηριστικά των ειδωλίων, τα µαρµάρινα αγγεία και οι βραχογραφίες της Νεότερης Νεολιθικής περιόδου τη συνδέουν άµεσα µε τις εξελίξεις της Πρωτοκυκλαδικής εποχής, ενώ η κεραµική και τα µετάλλινα ευρήµατα µαρτυρούν τις επαφές των Κυκλαδιτών µε τον ευρύτερο αιγαιακό χώρο και τον ενεργό τους ρόλο στη ναυσιπλοΐα και στο διαµετακοµιστικό εµπόριο ήδη από τους νεολιθικούς χρόνους. Μαρµάρινο στεατοπυγικό ειδώλιο από τη Νάξο (Μουσείο

Ο ΠΡΩΤΟΚΥΚΛΑΔΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Οι διαδοχικές φάσεις της Πρώιµης εποχής του Χαλκού Οι γνώσεις µας για την Πρωτοκυκλαδική Ι περίοδο προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από νεκροταφεία. Οι οικισµοί της φάσης αυτής είναι ελάχιστα γνωστοί, αλλά ένας τουλάχιστον φαίνεται να είναι οχυρωµένος. Οι τάφοι είναι κιβωτιόσχηµοι και συνήθως φιλοξενούν έναν µόνο νεκρό. Οι τύποι των αγγείων και των ειδωλίων και ο αριθµός των µετάλλινων (µπρούντζινων) αντικειµένων είναι σχετικά περιορισµένοι σε αριθµό. Περιορισµένες είναι και οι επαφές των Κυκλάδων µε τον υπόλοιπο αιγαιακό χώρο. Κατά τη φάση της µετάβασης από την Πρωτοκυκλαδική Ι στην Πρωτοκυκλαδική ΙΙ περίοδο εµφανίζονται νέοι τύποι αγγείων και ειδωλίων και νέες τεχνικές στην αγγειοπλαστική, που στη συνέχεια αποτελούν τα κατεξοχήν χαρακτηριστικά γνωρίσµατα της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙ περιόδου. Τα µετάλλινα αντικείµενα της φάσης αυτής παρουσιάζουν µεγαλύτερη ποικιλία και οι επαφές των Κυκλαδιτών µε τις άλλες περιοχές του Αιγαίου εντείνονται. Η Πρωτοκυκλαδική ΙΙ περίοδος αποτέλεσε την εποχή της ακµής του κυκλαδικού πολιτισµού. Τα κτιριακά λείψανα και τα νεκροταφεία της φάσης αυτής είναι πολύ περισσότερα, εποµένως και οι πληροφορίες µας πλουσιότερες. Αρκετοί οικισµοί φαίνεται να οχυρώθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, άλλοι όµως δεν έχουν παρουσιάσει ενδείξεις ύπαρξης οχυρώσεων. Οι κιβωτιόσχηµοι τάφοι χρησιµοποιούνται τώρα για πολλαπλές διαδοχικές ταφές, ενώ στη Σύρο επιχωρίασε ο τύπος του µικρού κτιστού θαλαµοειδούς τάφου που χρησιµοποιήθηκε για την ταφή ενός µόνο νεκρού. Η εποχή χαρακτηρίστηκε από την άνθηση της αγγειοπλαστικής και της µαρµαρογλυπτικής, τόσο από πλευράς τεχνικής όσο και από πλευράς τυπολογίας, γεγονός που δεν είναι άσχετο µε τη µεγάλη ανάπτυξη της µεταλλουργίας και της µεταλλοτεχνίας. Ευρύτατες ήταν επίσης οι επαφές και οι ανταλλαγές των νησιών µε τον υπόλοιπο αιγαιακό χώρο, γεγονός που σχετίζεται άµεσα µε την παράλληλη ανάπτυξη της ναυπηγικής τέχνης και τη χρήση µονόξυλων κωπήλατων πλοίων. Η µετάβαση από την Πρωτοκυκλαδική ΙΙ στην Πρωτοκυκλαδική ΙΙΙ περίοδο, που είναι γνωστή και ως φάση του Καστριού, υπήρξε εποχή αναστατώσεων και ανακατατάξεων Ο αυλητής της Κέρου (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο,

στον ευρύτερο αιγαιακό χώρο. Η φάση αυτή χαρακτηρίζεται από την εµφάνιση στα νησιά του Αιγαίου και στα ανατολικά παράλια της ηπειρωτικής Ελλάδας µιας σειράς νέων τύπων αγγείων, που φαίνεται να έλκουν την καταγωγή τους από τη Μικρά Ασία. Η έλευση των νέων αυτών κεραµικών τύπων συµπίπτει µε την εισαγωγή της χρήσης του κεραµικού τροχού και µε την εµφάνιση µετάλλινων αντικειµένων από κασσιτερούχο µπρούντζο στις περιοχές αυτές. Οι οικισµοί της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙ περιόδου πέρασαν οµαλά στη φάση του Καστριού, αλλά κατά τη διάρκειά της κάποιοι από αυτούς καταλήφθηκαν έπειτα από εχθρική επιδροµή και οι περισσότεροι εγκαταλείφθηκαν, τουλάχιστον προσωρινά. Παρόµοια είναι η τύχη αρκετών σύγχρονων οικισµών της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Μικράς Ασίας. Οι ελάχιστοι γνωστοί τάφοι της φάσης αυτής είναι είτε κιβωτιόσχηµοι (στη Σίφνο) είτε κτιστοί θαλαµοειδείς (στη Σύρο), ενώ στη Μήλο εµφανίζεται τώρα το έθιµο ταφής σε υπόγειους λαξευτούς θαλάµους. Οι εµπορικές επαφές των Κυκλαδιτών µε το υπόλοιπο Αιγαίο παρουσίασαν κάµψη και ελαχιστοποιήθηκαν, ενώ παράλληλα η µαρµαρογλυπτική τέχνη παρακµάζει και σχεδόν σταµάτησε. Η άφιξη των νέων επείσακτων στοιχείων φανερώνει στενές επαφές των νησιών του Αιγαίου µε τη Μικρά Ασία, ενώ η ταραγµένη ατµόσφαιρα µέσα στην οποία η φάση αυτή έληξε είναι πιθανόν να αντανακλά τη διαµάχη µεταξύ των πληθυσµών του ευρύτερου αιγαιακού χώρου για τον έλεγχο των πηγών ή των οδών διακίνησης νέων περιζήτητων µετάλλων (π.χ. ο κασσίτερος) και για την απόκτηση της γνώσης νέων τεχνολογιών (π.χ. η χρήση του κεραµικού τροχού). Στο πλαίσιο της γενικότερης αναταραχής δεν αποκλείεται να έλαβαν χώρα και µετακινήσεις πληθυσµών. Οι γνώσεις µας για την Πρωτοκυκλαδική ΙΙΙ περίοδο προέρχονται από έναν πολύ µικρό αριθµό θέσεων που ανήκουν κυρίως σε οικισµούς και, µε εξαίρεση την κεραµική, είναι πολύ περιορισµένες. Οι οικισµοί της φάσης αυτής θεωρείται ότι είναι µεγαλύτεροι και καλύτερα οργανωµένοι απ ό,τι κατά τις προηγούµενες φάσεις. Οι τάφοι είναι υπόγειοι λαξευτοί θάλαµοι που χρησιµοποιούνται για πολλαπλές διαδοχικές ταφές, ενώ η ταφή των παιδιών γινόταν σε πίθους µέσα στον οικισµό. Η κεραµική αποτελεί κατά ένα µεγάλο µέρος συνέχεια και εξέλιξη εκείνης της προηγούµενης φάσης, ενώ παράλληλα εµφανίζονται νέοι τύποι αγγείων και διακόσµησης. Στη φάση αυτή φαίνεται να ανήκει και ένας τύπος σχηµατικού ειδωλίου που αποτελεί εξέλιξη εκείνων της Πρωτοκυκλαδικής Ι περιόδου, αλλά κατά τα άλλα η µαρµαρογλυπτική τέχνη έχει διακοπεί. Οι επαφές Πήλινα αγγεία από τα πρωτοκυκλαδικά νεκροταφεία στις θέσεις Πρωτοκυκλαδική διπλή πυξίδα (2300-2000 π.χ.) από φλεβωτό

των Κυκλάδων µε τις άλλες περιοχές του αιγαιακού χώρου έχουν σε έναν βαθµό αποκατασταθεί µετά τις αναστατώσεις της φάσης του Καστριού, τίποτα όµως δεν θυµίζει πια την έντονη κινητικότητα της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙ περιόδου. Το ιστορικό της έρευνας του κυκλαδικού πολιτισµού Οι πρώτοι που εκδήλωσαν ενδιαφέρον για τον κυκλαδικό πολιτισµό και τις δηµιουργίες του ήταν οι Ευρωπαίοι περιηγητές, οι οποίοι από τα τέλη του 18ου αιώνα και σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του 19ου επισκέπτονταν την Ελλάδα και τα νησιά των Κυκλάδων. Πρώτος ο Pasch van Krienen το 1771 και στη συνέχεια οι Robert Walpole (1817), Friedrich von Thiersch (1835), Karl Gustav Fiedler (1841) και Ludwig Ross (1840, 1855), γοητευµένοι από τα µαρµάρινα αγαλµατάκια µε την αλλόκοτη όψη που έβλεπαν κατά τη διάρκεια των περιοδειών τους στα νησιά, αναφέρθηκαν σε αυτά χαρακτηρίζοντάς τα ως είδωλα, ειδώλια ή sigillaria, τα περιέγραψαν, τα απεικόνισαν σχεδιαστικά και προσπάθησαν να τα χρονολογήσουν και να τα ερµηνεύσουν. Το µεγάλο ενδιαφέρον των µουσείων και των συλλεκτών της Ευρώπης για τα µαρµάρινα κυκλαδικά ειδώλια ώθησε κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα κάποιους Ευρωπαίους µελετητές να ασχοληθούν µε την έρευνα του κυκλαδικού πολιτισµού. Το 1884 ο Άγγλος περιηγητής James Theodore Bent δηµοσίευσε τα αποτελέσµατα των ανασκαφών του σε πρωτοκυκλαδικά νεκροταφεία της Αντιπάρου και ο Γερµανός αρχαιολόγος Ulrich Köhler παρουσίασε τα δύο περίφηµα ειδώλια µουσικών από έναν τάφο της Κέρου. Το 1886 ο Γερµανός µελετητής Ferdinand Dümmler δηµοσίευσε τα ευρή- µατα των ανασκαφών του σε πρωτοκυκλαδικούς τάφους της Αµοργού και το 1891 ένας άλλος Γερµανός, ο Paul Wolters, δηµοσίευσε το κεφάλι ενός µαρµάρινου πρωτοκυκλαδικού αγάλµατος από το ίδιο νησί. Το 1896 άρχισαν οι ανασκαφές του προϊστορικού οικισµού της Φυλακωπής και του πρωτοκυκλαδικού νεκροταφείου του Πηλού στη Μήλο από τη Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών. Την περίοδο αυτή ήρθε στο προσκήνιο ο θεµελιωτής της συστηµατικής έρευνας και µελέτης του κυκλαδικού πολιτισµού, ο Έλληνας αρχαιολόγος Χρήστος Τσούντας, ο οποίος µε τις εκτεταµένες και συστηµατικές ανασκαφές που διεξήγαγε από το 1894 έως το 1898 στα νησιά Αµοργό, Πάρο, Αντίπαρο, Δεσποτικό, Σίφνο και Σύρο υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας αποκάλυψε εκατοντάδες πρωτοκυκλαδικούς τάφους και κάποιους σηµαντικούς Ο «τριγωνιστής» της Κέρου (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο,

οικισµούς της εποχής αυτής, ενώ υπήρξε ο πρώτος που επιχείρησε να σκιαγραφήσει την πρωτοκυκλαδική κοινωνία. Η έντονη αρχαιολογική δραστηριότητα στα νησιά των Κυκλάδων εξακολούθησε και κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Τα έτη 1903-1910 ο ανθρωπολόγος Κλων Στέφανος ανέσκαψε εκ µέρους της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 18 πρωτοκυκλαδικά νεκροταφεία και αποκάλυψε εκατοντάδες τάφων και δύο συνοικισµούς στη Νάξο, αλλά οι µόνες πληροφορίες που µας άφησε για τη δράση του αυτή είναι οι σύντοµες ετήσιες ανασκαφικές εκθέσεις του. Το 1904 δηµοσιεύτηκαν τα αποτελέσµατα των ανασκαφών των Άγγλων στη Φυλακωπή της Μήλου και η στρωµατογραφική µελέτη των φάσεων του οικισµού από τον Duncan Mackenzie, συνεργάτη του Arthur Evans στις ανασκαφές της Κνωσού, έθεσε τις βάσεις της χρονολόγησης της εποχής του Χαλκού στις Κυκλάδες. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν µέχρι το τέλος του Β Παγκοσµίου πολέµου η αρχαιολογική έρευνα στα νησιά ατόνησε. Το 1926 δηµοσιεύτηκαν τα αποτελέσµατα της ανασκαφής µερικών πρωτοκυκλαδικών τάφων στον Κάµπο της Πάρου από την Ειρήνη Βαρούχα. Τα έτη 1925 και 1928 δηµοσιεύτηκαν κατάλογοι των αγγείων και των γλυπτών του Βρετανικού Μουσείου, µεταξύ των οποίων και αρκετά κυκλαδικά. Το 1930 ο Gabriel Welter αποκάλυψε νεολιθικά και πρωτοκυκλαδικά λείψανα στη Γρόττα της Νάξου, ενώ το 1935 δηµοσιεύτηκε στην πολωνική γλώσσα η πρώτη συστηµατική µελέτη της κυκλαδικής ειδωλοπλαστικής από τον Kazimierz Majewski. Εκτός Κυκλάδων, οι αρχαιολογικές έρευνες κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα στον Μόχλο, στην πεδιάδα της Μεσαράς στην Κρήτη και στον Άγιο Κοσµά της Αττικής έφεραν στο φως πήλινα αγγεία και µαρµάρινα ειδώλια που παρουσιάζουν έντονες κυκλαδικές επιδράσεις και πιστοποιούν τις στενές επαφές των Κυκλάδων µε τις άλλες περιοχές του Αιγαίου. Το τέλος του Β Παγκοσµίου πολέµου σηµατοδότησε την έναρξη µιας περιόδου ζωηρού και αδιάπτωτου ενδιαφέροντος για τη µελέτη του κυκλαδικού πολιτισµού. Το 1949 άρχισαν οι ανασκαφές του Νικολάου Κοντολέοντα στη Γρόττα της Νάξου. Από τις ανασκαφές αυτές, που διήρκεσαν µέχρι τον θάνατο του Κοντολέοντα το 1975, ήρθαν στο φως ο προϊστορικός οικισµός και το νεκροταφείο του στη γειτονική θέση των Απλω- µάτων, το οποίο έδωσε πληθώρα µαρµάρινων αγγείων και σπάνιων τύπων µαρµάρινων ειδωλίων. Το 1957 εκδόθηκε µνηµειώδης τόµος για την τέχνη των Κυκλάδων, γραµµέ- Κεφάλι µαρµάρινου κυκλαδικού αγάλµατος από την Αµοργό

νος στη γαλλική γλώσσα από τον Christian Zervos. Το 1960 ο Νικόλαος Ζαφειρόπουλος ανέσκαψε πρωτοκυκλαδικούς τάφους στο Δεσποτικό και εντόπισε έναν οικισµό της Νεότερης Νεολιθικής περιόδου στη νησίδα Σάλιαγκος, µεταξύ Πάρου και Αντιπάρου. Η δεκαετία του 1960 ήταν η εποχή της έντονης ανασκαφικής δραστηριότητας στις Κυκλάδες και της ραγδαίας ανάπτυξης της µελέτης του κυκλαδικού πολιτισµού. Παράλληλα µε τη συνέχιση των ανασκαφών του Κοντολέοντα στη Γρόττα της Νάξου άρχισαν οι ανασκαφές στην Κεφάλα και στην Αγία Ειρήνη της Κέας από την Αµερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, στον Σάλιαγκο της Αντιπάρου από τη Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών και στον σηµαντικό προϊστορικό οικισµό του Ακρωτηρίου Θήρας από τον Σπυρίδωνα Μαρινάτο, ενώ επαναλήφθηκαν οι ανασκαφές στο Καστρί της Σύρου από τους Γερµανούς. Επιπλέον, η Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, µε εκπροσώπους της τον Χρίστο Ντούµα, τη Φωτεινή Ζαφειροπούλου και τον Κωνσταντίνο Τσάκο, εντόπισε και ανέσκαψε πλήθος πρωτοκυκλαδικών θέσεων κυρίως νεκροταφείων στη Νάξο, στην Πάρο, στην Κέρο, στα Κουφονήσια, στην Ηρακλειά, στη Μήλο και στα Χριστιανά της Θήρας. Εκτός από το πλήθος των νέων πληροφοριών για τον κυκλαδικό πολιτισµό, που η έντονη αυτή αρχαιολογική δραστηριότητα έφερε στο φως, κατέδειξε επίσης ότι οι Κυκλάδες κατοικούνταν ήδη από τις αρχές της Νεότερης Νεολιθικής εποχής. Παράλληλα µε την ανασκαφική δραστηριότητα, άρχισε κατά την περίοδο αυτή η δηµοσίευση κυκλαδικών αντικειµένων που είτε προέρχονται από την επίσηµη αρχαιολογική έρευνα είτε βρίσκονται σε συλλογές µουσείων και ιδιωτών του εξωτερικού. Τα νέα στοιχεία που ήρθαν στο φως σε συνδυασµό µε τα αποτελέσµατα των ερευνών κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 στην Κρήτη (πεδιάδα Μεσαράς, Αρχάνες, σπήλαιο Πλατυβόλας, Λεβήνα), στην Πελοπόννησο (Λέρνα, Ηλεία), στην Αττική (Άγιος Κοσµάς, Ραφήνα, Ασκηταριό) και στην Ιασό, στη δυτική ακτή της Μικράς Ασίας, έδωσαν τη δυνατότητα σε µια σειρά µελετητών να αναγνωρίσουν επιµέρους χρονολογικές φάσεις µέσα στην κυκλαδική πολιτισµική ενότητα, να µελετήσουν την τυπολογική και χρονολογική εξέλιξη των κυκλαδικών ευρηµάτων, να διατυπώσουν τις απόψεις τους για την ερµηνεία των ειδωλίων και να αναφερθούν στις σχέσεις των Κυκλάδων µε τον υπόλοιπο αιγαιακό κόσµο και στη συµβολή τους στην εξέλιξη της τεχνολογίας και στην ανάπτυξη του εµπορίου και της ναυσιπλοΐας.