Unit 1 Films 1.1 outdoor [adj] ανοιχτού χώρου (εδώ) θερινό 1.2 differ [v] διαφέρω 1.3 indoor [adj] κλειστού χώρου (εδώ) χειμερινό 1.4 improve [v] βελτιώνω 1.5 attract [v] έλκω 1.6 mention [v] αναφέρω (κάτι σύντομα) 1.7 annoying [adj] ενοχλητικός 1.8 advert [n] διαφήμιση 1.9 local [adj] τοπικός 1.10 multi-screen [adj] με πολλές αίθουσες προβολής 1.11 preference [n] προτίμηση 1.12 consider [v] υπολογίζω 1.13 choice [n] επιλογή 1.14 financial [adj] οικονομικός 1.15 aspect [n] παράγοντας 1.16 comfort [n] άνεση, κονφόρ 1.17 addition [n] πρόσθεση 1.18 appropriate [adj] κατάλληλος 1.19 western [adj] δυτικός 1.20 comedy [adj] κωμωδία 1.21 science fiction [adj] επιστημονική φαντασία 1.22 thriller [adj] θρίλλερ 1.23 horror [adj] τρόμος 1.24 crime [adj] έγκλημα 1.25 action [adj] πράξη 1.26 script [n] σενάριο 1.27 weak [adj] αδύναμος 1.28 impressed [adj] εντυπωσιασμένος 1.29 effects [n] εφέ 1.30 predictable [adj] προβλέψιμος 1.31 production [n] παραγωγή 1.32 on location [phr] στον τόπο διεξαγωγής (όχι σε στούντιο) 1.33 set [v] τοποθετώ 1.34 critic [n] κριτικός 1.35 review [n] κριτική (έργου) 1.36 intermission [n] διάλειμμα 1.37 buff [n] λάτρης 1.38 stunt man [n] κασκαντέρ 1.39 credit [n] οι τίτλοι στο τέλος μιας ταινίας 1.40 bit part [phr] πολύ μικρός ρόλος 1
1.41 extra [n] κομπάρσος 1.42 dreadful [adj] φρικτός 1.43 shoot [v] γυρίζω (ταινία) 1.44 stand in for [phr v] αντικαθιστώ 1.45 film set [n] σκηνικά του φιλμ 1.46 direct [v] σκηνοθετώ 1.47 offer [v] προσφέρω 1.48 overhear [v] ακούω κάτι κατά λάθος 1.49 blank [adj] κενός 1.50 exchange [n] διάλογος 1.51 lever [n] μοχλός 1.52 dial [n] καντράν 1.53 scriptwriter [n] σεναριογράφος 1.54 colleague [n] συνάδελφος 1.55 slightly [adv] ελαφρά 1.56 available [adj] διαθέσιμος 1.57 ridiculous [adj] γελοίος 1.58 imply [v] υπονοώ Skills for First Certificate Unit 2 Occupations 2.1 political [adj] πολιτικός 2.2 belief [n] πεποίθηση 2.3 religious [adj] θρησκευτικός 2.4 consist [v] αποτελούμαι 2.5 comprehensive [adj] γυμνάσιο (στο Αγγλικό σύστημα) 2.6 opinion [n] γνώμη 2.7 possibly [adv] πιθανά 2.8 hypothetical [adj] υποθετικός 2.9 full-time [adj] ολικής απασχόλησης 2.10 part-time [adj] μερικής απασχόλησης 2.11 salary [n] μισθός 2.12 commission [n] προμήθεια 2.13 application form [phr] αίτηση 2.14 physical [adj] σωματικός 2.15 manual [adj] χειρονακτικός 2.16 blue collar worker [phr] εργάτης 2.17 white collar worker [phr] εργαζόμενος σε γραφείο ή επιχείρηση 2.18 sack [n] απολύω 2.19 qualification [n] προσόν 2.20 bonus [n] δώρο 2.21 government [adj] κυβέρνηση 2
2.22 civil servant [phr] δημόσιος υπάλληλος 2.23 vocation [n] κλίση (προς μια δουλειά) 2.24 covering letter [phr] γράμμα που συνοδεύει αίτηση 2.25 pregnant [adj] έγγυος 2.26 ambassador [n] πρέσβυς 2.27 senior [adj] ανώτερος 2.28 diplomat [n] διπλωμάτης 2.29 redundant [adj] άνεργος (λόγω υπεράριθμου προσωπικού) 2.39 compare [v] συγκρίνω και βρίσκω ομοιότητες 2.31 contrast [v] συγκρίνω και βρίσκω διαφορές 2.32 currently [adv] κατά την παρούσα περίοδο 2.33 unemployed [adj] άνεργος 2.34 accountant [n] λογιστής 2.35 vet [n] κτηνίατρος 2.36 ambition [n] φιλοδοξία 2.37 establish [v] ιδρύω 2.38 satisfaction [n] ικανοποίηση Unit 3 Education 3.1 education [n] εκπαίδευση 3.2 in favour [phr] υπέρ 3.3 uniform [n] ποδιά, στολή 3.4 matter [v] πειράζει 3.5 playground [n] παιδική χαρά 3.6 staff room [phr] δωμάτιο προσωπικού 3.7 lecture hall [phr] αίθουσα διαλέξεων 3.8 worried [adj] ανήσυχος 3.9 nervous [adj] φοβισμένος, αγχωμένος 3.10 audience [adj] ακροατήριο 3.11 permission [n] άδεια (να κάνω κάτι) 3.12 thoughtless [adj] απερίσκεπτος 3.13 strict [adj] αυστηρός 3.14 rude [adj] αγενής 3.15 encouraging [adj] ενθαρρυντικός 3.16 critical [adj] κριτικός 3.17 chat [n] κουβεντούλα 3.18 gap year [phr] άδεια ενός έτους 3.19 professor [n] καθηγητής πανεπιστημίου 3.20 undergraduate [n] φοιτητής 3.21 PhD [n] Διδακτορικό 3.22 rewarding [adj] που προσφέρει ικανοποιήση 3
3.23 particular [adj] ιδιαίτερος 3.24 support [n] υποστήριξη 3.25 entertaining [adj] διασκεδαστικός 3.26 survive [v] επιζώ 3.27 grant [n] υποτροφία 3.28 expenses [n] έξοδα 3.29 similarity [n] ομοιότητα 3.30 A level [n] μαθήματα κατεύθυνσης 3.31 generous [adj] γενναιόδωρος 3.32 respectful [adj] ευλαβικός, που δείχνει σεβασμό 3.33 reject [v] απορρίπτω Unit 4 Sport 4.1 equipment [n] εξοπλισμός 4.2 introduce [v] πρωτοδιατυπώνω, λανσάρω 4.3 reason [n] λόγος, αιτία 4.4 result [n] αποτέλεσμα 4.5 express [v] εκφράζω 4.6 further [adv] περαιτέρω 4.7 recommend [v] συστήνω, προτείνω 4.8 golf course [n] γήπεδο γκολφ 4.9 parachuting [n] αλεξιπτωτισμός 4.10 hang-gliding [n] ανεμοπτερισμός 4.11 action replay [phr] ξαναβλέπω κάτι στο βίντεο 4.12 slow motion [phr] σε αργή κίνηση 4.13 kit [n] αθλητική στολή 4.14 referee [n] διαιτητής 4.15 umpire [n] διαιτητής στο τέννις και στο κρίκετ 4.16 track [n] στίβος (για αγωνίσματα δρόμου) 4.17 field [n] στίβος (για αγωνίσματα ρίψεων κλπ) 4.18 team [n] ομάδα 4.19 compete [v] συναγωνίζομαι 4.20 apparently [adv] προφανώς 4.21 snowboarding [n] σνόουμπορντ 4.22 bungee-jumping [n] μπάντζι-ντζάμπινγκ 4.23 P.E. [n] γυμναστική (μάθημα στο σχολείο) 4.24 racket [n] ρακέτα 4.25 fishing tackle [n] σύνεργα ψαρικής 4.26 weightlifting [n] άρση βαρών 4.27 ice-skating [n] πατινάζ στον πάγο 4.28 rink [n] παγοδρόμιο 4
4.29 licence [n] άδεια Unit 5 People 5.1 performer [n] ερμηνευτής 5.2 impressed [adj] εντυπωσιασμένος 5.3 shocked [adj] σοκαρισμένος 5.4 amused [adj] διασκεδασμένος 5.5 annoyed [adj] ενοχλημένος 5.6 disappointed [adj] απογοητευμένος 5.7 jealous [adj] ζηλιάρης 5.8 upset [adj] αναστατωμένος 5.9 grateful [adj] ευγνώμων 5.10 enthusiastic [adj] ενθουσιασμένος 5.11 embarrassed [adj] αμήχανος 5.12 impatient [adj] ανυπόμονος 5.13 population [n] πληθυσμός 5.14 billion [n] δισεκατομύριο 5.15 turn up [phr v] εμφανίζομαι 5.16 answering machine [n] τηλεφωνητής 5.17 cancel [v] ακυρώνω 5.18 wasted [adj] κάτι που πάει χαμένο 5.19 merely [adv] απλά 5.20 cut to the point [phr] με λίγα λόγια 5.21 relieved [adj] ανακουφισμένος 5.22 deceived [adj] εξαπατημένος 5.23 let someone down [phr v] απογοητεύω 5.24 social life [phr] κοινωνική ζωή 5.25 inconvenient [adj] άβολος, ακατάλληλος 5.26 purpose [n] σκοπός 5.27 furious [adj] εξαγριωμένος 5.28 horrible [adj] φρικτός 5.29 in tears [phr] με δάκρυα στα μάτια 5.30 face [v] αντιμετωπίζω 5.31 tone of voice [phr] τόνος φωνής 5.32 powerful [adj] ισχυρός 5.33 rearrange [v] ξανακανονίζω 5.34 report [v] αναφέρω 5.35 request [v] ζητώ, απαιτώ 5.36 mend [v] επιδιορθώνω 5.37 guilty [adj] ένοχος 5
Unit 6 Travel 6.1 interrupt [v] διακόπτω 6.2 get stuck [phr] κολλάω 6.3 challenging [adj] προκλητικός 6.4 in contrast to [phr] σε αντίθεση 6.5 unusual [adj] ασυνήθιστος 6.6 tiring [adj] κουραστικός 6.7 exotic [adj] εξωτικός 6.8 whereas [adv] ενώ, αντίθετα 6.9 customs [n] ήθη και έθιμα 6.10 illegal [adj] παράνομος 6.11 duty free [phr] χωρίς φόρο 6.12 tax [n] φόρος 6.13 visa [n] βίζα 6.14 permission [n] άδεια 6.15 route [n] διαδρομή 6.16 set off [phr v] ξεκινώ 6.17 charter [adj] πτήση τσάρτερ, ναυλωμένη 6.18 scheduled [adj] προγραμματισμένος 6.19 self-catering [adj] που φροντίζεις μόνος σου για διατροφή 6.20 perfume [n] άρωμα 6.21 map [n] χάρτης 6.22 rock climbing [n] σκαρφάλωμα σε βράχους 6.23 luggage [n] αποσκευές 6.24 active [adj] δραστήριος 6.25 abroad [n] στο εξωτερικό Unit 7 Food and Drink 7.1 foreign [adj] ξένος, από άλλη χώρα 7.2 spicy [adj] καυτερός 7.3 taste [v] γεύομαι, δοκιμάζω 7.4 cuisine [n] κουζίνα, μαγειρική 7.5 ingredients [n] υλικά συνταγής 7.6 particular [adj] συγκεκριμένος 7.7 chopsticks [n] ξυλάκια που χρησιμοποιούν οι κινέζοι 7.8 microwave [n] φούρνος μικροκυμάτων 7.9 crisps [n] πατατάκια 7.10 stew [n] βραστό 7.11 tradition [n] παράδοση 7.12 chillies [n] καυτερές πιπεριές 6
7.13 home-made [adj] φτιαγμένος στο σπίτι 7.14 demand [v] απαιτώ 7.15 preparation [n] προετοιμασία 7.16 appeal [v] έλκω 7.17 curry [n] κάρι 7.18 salty [adj] αλμυρός 7.19 research [n] έρευνα 7.20 counter [n] πάγκος, ταμείο 7.21 acquire [v] αποκτώ 7.22 slice [n] φέτα 7.23 specialise [v] ειδικεύομαι 7.24 politer [adj] πιο ευγενικός 7.25 busier [adj] με περισσότερο κόσμο 7.26 technique [n] τεχνική 7.27 viewer [n] τηλεθεατής 7.28 effort [n] προσπάθεια 7.29 imaginative [adj] αυτός που έχει μεγαλύτερη φαντασία 7.30 gradable [adj] που έχουν βαθμίδες 7.31 exhausted [adj] εξαντλημένος 7.32 fairly [adv] αρκετά Unit 8 The Media 8.1 media [n] μέσα μαζικής ενημέρωσης 8.2 reporter [n] ανταποκριτής 8.3 war zone [n] πολεμική ζώνη 8.4 balanced [adj] ισορροπημένος 8.5 certain [adj] σίγουρος 8.6 to a certain extent [phr] ως ένα βαθμό 8.7 partly [adv] μερικώς 8.8 surely [adv] σίγουρα 8.9 motivating [adj] ενδιαφέρον 8.10 debate [n] δημόσια συζήτηση 8.11 editor [n] εκδότης εφημερίδας 8.12 listings [n] πρόγραμμα τηλεόρασης 8.13 censorship [n] λογοκρισία 8.14 satellite [n] δορυφόρος 8.15 receive [v] λαμβάνω 8.16 signal [n] σήμα 8.17 space [n] διάστημα 8.18 celebrity [n] διασημότητα 8.19 sponsor [v] χορηγός 7
8.20 journalist [n] δημοσιογράφος 8.21 industry [n] βιομηχανία 8.22 host [v] παρουσιάζω τηλεοπτικό πρόγραμμα 8.23 stay tuned [phr] μένω συντονισμένος 8.24 morally [adv] ηθικά 8.25 approve [v] εγκρίνω 8.26 reach [v] φτάνω Unit 9 The Weather 9.1 forecast [n] πρόβλεψη 9.2 accurate [adj] ακριβής 9.3 temperature [n] θερμοκρασία 9.4 degree [n] βαθμός 9.5 humidity [n] υγρασία 9.6 bright [adj] ηλιόλουστος 9.7 presenter [n] παρουσιαστής 9.8 snowed in [phr] αποκλεισμένος από το χιόνι 9.10 flooding [n] πλημμύρες 9.11 spell [n] περίοδος 9.12 meteorologist [n] μετεωρολόγος 9.13 sophisticated [adj] εξελιγμένος, περίπλοκος 9.14 inside out [phr] το μέσα έξω 9.15 waterproofs [n] αδιάβροχα 9.16 hail [n] χαλάζι 9.17 drizzle [n] ψιχάλισμα 9.18 drainage system [phr] σύστημα αποστράγγισης 9.19 flow [v] κυλώ, ρέω 9.20 council [n] συμβούλιο 9.21 strengthen [v] ενισχύω 9.22 attempt [v] προσπαθώ 9.23 prevent [v] εμποδίζω, αποτρέπω 9.24 hooligan [n] χούλιγκαν 9.25 burst [v] σπάω 9.26 bank [n] όχθη 9.27 existence [n] ύπαρξη 9.28 global warming [n] αύξηση της θερμοκρασίας της γης 9.29 cause [v] αιτία 9.30 frog [n] βάτραχος 9.31 lizard [n] σαύρα 9.32 term [n] όρος 9.33 link [v] σύνδεσμος, λινκ στον ίντερνετ 8
9.34 flash [n] φλας Unit 10 The Environment 10.1 detached [adj] μονοκατοικία 10.2 terraced [adj] σπίτια στη σειρά που ακουμπούν το ένα το άλλο 10.3 bungalow [n] μπάνγκαλοου 10.4 semi-detached [adj] διπλοκατοικία 10.5 make out [phr v] διακρίνω 10.6 facility [n] εγκατάσταση 10.7 safari [n] σαφάρι 10.8 roam [v] περιδιαβαίνω 10.9 ban [v] απαγορεύω 10.9 cruel [adj] σκληρός, απάνθρωπος 10.10 eco-system [n] οικοσύστημα 10.11 extinct [adj] εκλείψας 10.12 diesel [n] ντήζελ 10.13 recycled [adj] ανακυκλωμένος 10.14 pump [v] αντλώ, διοχετεύω μέσω αντλίας 10.15 deodorant [n] αποσμητικό 10.16 tank [n] ρεζερβουάρ 10.17 exhaust fumes [n] καυσαέρια 10.18 household [adj] οικιακός 10.19 aware [adj] ενήμερος, που έχει επίγνωση 10.20 brand-new [adj] ολοκαίνουριος 10.21 noisy [adj] θορυβώδης 10.22 deduction [n] συμπέρασμα 10.23 obligation [n] υποχρέωση 10.24 depressed [adj] θλιμμένος Unit 11 Technology 11.1 function [n] λειτουργία, χρήση 11.2 second-hand [adj] μεταχειρισμένος 11.3 included [adj] συμπεριλαμβανόμενος 11.4 headphones [n] ακουστικά 11.5 earphones [n] ακουστικά μικρά 11.6 rechargeable [adj] επαναφορτιζόμενος 11.7 lower [adj] χαμηλότερος 11.8 answerphone [n] τηλεφωνητής 11.9 experiment [n] πείραμα 9
11.10 refer [v] αναφέρομαι 11.12 narcotics [n] ναρκωτικά 11.13 pharmaceuticals [n] φάρμακα 11.14 compatible [adj] συμβατός 11.15 receiver [n] ακουστικό τηλεφώνου 11.16 plug [n] πρίζα, βύσμα 11.17 socket [n] πρίζα, ρευματοδότης 11.18 adapter [n] αντάπτορας, προσαρμοστής 11.19 speakerphone [n] μεγάφωνο 11.20 run down [phr v] τελειώνει (μπαταρία) 11.21 caffeine [n] καφεϊνη 11.22 addictive [adj] που προκαλεί εξάρτηση 11.23 remote control [n] τηλεχειριστήριο 11.24 digital [adj] ψηφιακός 11.25 online [adv] συνδεδεμένος με σύστημα πολλών κομπιούτερ Unit 12 Health and Fitness 12.1 complex [adj] περίπλοκος 12.2 G.P [n] παθολόγος 12.3 surgeon [n] χειρούργος 12.4 swap [v] ανταλλάσσω 12.5 obsessed [adj] διακατέχομαι από εμμονή 12.6 in plaster [phr] στο γύψο 12.7 plaster [n] γύψος 12.8 consultant [n] ιατρικός σύμβουλος 12.9 sprain [v] στραμπουλώ, παθαίνω διάστρεμμα 12.10 sling [n] νάρθηκας 12.11 ward [n] πτέρυγα, θάλαμος 12.12 syringe [n] σύριγγα 12.13 stitch [n] ράμμα 12.14 anaesthetise [v] χορηγώ αναισθητικό 12.15 drill [v] χρησιμοποιώ τον τροχό του οδοντιάτρου 12.16 bandage [n] επίδεσμος Unit 13 Transport 13.1 insurance [n] ασφάλεια 13.2 lack [n] έλλειψη 13.3 roadworks [n] έργα οδοποιείας 13.4 awareness [n] επίγνωση 10
13.5 deduce [v] συμπεραίνω 13.6 brakes [n] φρένα 13.7 vehicle [n] όχημα 13.8 motorway [n] δρόμος ταχείας κυκλοφορείας 13.9 drink-driving [phr] οδηγώ μεθυσμένος 13.10 coach [n] πούλμαν 13.11 toll [n] διόδια 13.12 hydrofoil [n] ιπτάμενο δελφίνι 13.13 diversion [n] παράκαμψη 13.14 distract [v] αποσπώ την προσοχή 13.15 port [n] λιμάνι Skills for First Certificate Unit 14 Fashion 14.1 mumble [v] μουρμουρίζω 14.2 hesitation [n] διστακτικότητα 14.3 broom [n] σκούπα 14.4 fur [n] γούνα 14.5 flares [n] παντελόνι καμπάνα 14.6 ladder [n] σκάλα 14.7 comb [v] χτενίζω 14.8 incident [n] περιστατικό, συμβάν 14.9 tongue-twister [phr] γλωσσοδέτης 14.10 striped [adj] ριγέ 14.11 checked [adj] καρώ 14.12 chessboard [n] σκακιέρα 14.13 peer pressure [phr] πίεση από συνομίληκους 14.14 disguise [n] μεταμφίεση 14.15 dress up [phr v] φορώ τα καλά μου 14.16 inside out [phr] το μέσα έξω 14.17 outfit [n] σύνολο ρούχων και παπουτσιών 14.18 fad [n] πρόσκαιρη μόδα 14.19 vertically [adv] καθέτως 14.20 high time [phr] είναι καιρός 14.21 accent [n] προφορά 14.22 current [adj] τωρινός, επίκαιρος 14.23 trend [n] τάση, μόδα 11
Unit 15 Crime 15.1 stress [n] τόνος 15.2 intonation [n] επιτονισμός 15.3 on the outside [phr] απ έξω 15.4 criminal [n] εγκληματίας 15.5 deterrent [n] φόβητρο, αποτρεπτικό μέτρο 15.6 secure [adj] ασφαλής 15.7 stab [v] μαχαιρώνω 15.8 court [n] δικαστήριο 15.9 criminal record [n] ποινικό μητρώο 15.10 in trouble [phr] μπλεξίματα 15.11 victim [n] θύμα 15.12 witness [n] μάρτυρας 15.13 verdict [n] ετυμηγορία 15.14 offence [n] παράπτωμα 15.15 warning [n] προειδοποιήση 15.16 justice [n] δικαιοσύνη 15.17 accused [adj] κατηγορούμενος 15.18 severe [adj] εξαιρετικά αυστηρός 15.19 anticipate [v] προσδοκώ, προβλέπω 15.20 object [v] αντιτίθεμαι Unit 16 Shopping 16.1 reasonable [adj] λογικός 16.2 manufacturer [n] κατασκευαστής 16.3 under guarantee [phr] υπό εγγύηση 16.4 checkout [n] ταμείο 16.5 market stall [n] πάγκος σε αγορά 16.6 on offer [phr] προσφορά 16.7 instalments [n] δόσεις 16.8 charity [n] φιλανθρωπία 16.9 bargain [n] ευκαιρία 16.10 sell-by date [phr] ημερομηνία λήξης 16.11 toiletries [n] είδη καλλωπισμού ή τουαλέτας 16.12 pop [v] πετάγομαι 16.13 interact [v] συνεργάζομαι 16.14 credit [n] παραδοχή, αναγνώριση 12