Ε.β ΑΡΧΈΣ ΠΟΙΟΤΙΚΉΣ ΑΝΆΛΥΣΗΣ ΜΕ ΈΜΦΑΣΗ ΣΤΙΣ ΝΕΏΤΕΡΕΣ ΕΞΕΛΊΞΕΙΣ: ΕΜΠΕΙΡΙΚΆ ΘΕΜΕΛΙΩΜΈΝΗ ΘΕΩΡΊΑ (GROUNDED THEORY), ΤΟ ΠΡΌΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΓΕΝΊΚΕΥΣΗΣ, Κ. Ά. Γιώργος Τσιώλης Σκοπός Η παρουσίαση της αναλυτικής διαδικασίας ποιοτικών δεδομένων που περιλαμβάνεται στην ευρύτερη μεθοδολογία της Εμπειρικά Θεμελιωμένης Θεωρίας (Grounded Theory). Η ανάδειξη τύπων γενίκευσης που είναι συμβατοί με τη λογική της ποιοτικής έρευνας. Προσδοκώμενα Αποτελέσματα Να γνωρίσει ο εκπαιδευόμενος τη μεθοδολογία της Εμπειρικά Θεμελιωμένης Θεωρίας (Grounded Theory) και ειδικότερα: (α) τον τρόπο που διαρθρώνεται η ερευνητική διαδικασία, (β) τα τρία στάδια της διαδικασίας κωδικοποίησης, (γ) τη συγγραφή υπομνημάτων, (δ) τη λογική της θεωρητικής δειγματοληψίας και του θεωρητικού κορεσμού. Να γνωρίσει ο εκπαιδευόμενος τους διαφορετικούς τύπους γενίκευσης που δύνανται να εφαρμοστούν στα ευρήματα ποιοτικών ερευνών. Έννοιες-Κλειδιά Εμπειρικά Θεμελιωμένη Θεωρία (Grounded Theory), υποθετικο-παραγωγικό υπόδειγμα, επαγωγικός συλλογισμός, απαγωγικός συλλογισμός, θεωρητική ευαισθητοποίηση, κωδικοποίηση, ανοικτή κατ άξονα επιλεκτική κωδικοποίηση, σύνταξη υπομνημάτων, θεωρητική δειγματοληψία, θεωρητικός κορεσμός, εμπειρική και θεωρητική γενίκευση, η λογική της μεταφερσιμότητας, μετριασμένες γενικεύσεις. Στην παρούσα ενότητα θα παρουσιάσουμε αρχικά (1.) μια ιδιαίτερα δημοφιλή μεθοδολογία στο πεδίο της ποιοτικής έρευνας, την Εμπειρικά Θεμελιωμένη Θεωρία (ΕΘΘ), καθώς και τη διαδικασία ποιοτικής ανάλυσης που προτείνεται στο πλαίσιο της εν λόγω μεθοδολογικής πρότασης. Στο δεύτερο μέρος της ενότητας (2.) θα συζητηθεί η δυνατότητα γενίκευσης των ευρημάτων ποιοτικών ερευνών. 1
1. Η εμπειρικά θεμελιωμένη θεωρία Η εμπειρικά θεμελιωμένη θεωρία αποτελεί μια μεθοδολογική πρόταση που αποσκοπεί στην παραγωγή θεωρίας (μέσου βεληνεκούς) σχετικά με το εκάστοτε ερευνώμενο αντικείμενο μια θεωρία που θεμελιώνεται σε εμπειρικά δεδομένα, τα οποία συλλέγονται και αναλύονται με συστηματικό τρόπο. Σύμφωνα με την εν λόγω μεθοδολογία, η θεωρία αναπτύσσεται σταδιακά κατά τη διάρκεια της εμπειρικής έρευνας και μέσω της συνεχούς αλληλοτροφοδότησης των διαδικασιών της ανάλυσης και της παραγωγής δεδομένων. Η μεθοδολογία της ΕΘΘ συναρθρώνει οργανικά την παραγωγή θεωρίας και τη διεξαγωγή κοινωνικής εμπειρικής έρευνας ως τις δύο όψεις της ίδιας διαδικασίας. Η ΕΘΘ προτάθηκε αρχικά στα μέσα της δεκαετίας του 60 ως εναλλακτική πρόταση προς το κυρίαρχο υποθετικο-παραγωγικό υπόδειγμα. [Υποθετικο-παραγωγικό υπόδειγμα, καλείται η λογική σύμφωνα με την οποία η επιστημονική εργασία οφείλει να ακολουθεί την εξής διαδρομή: από ένα συγκεκριμένο θεωρητικό πλαίσιο συνάγονται ερευνητικές υποθέσεις σχετικά με το εξεταζόμενο αντικείμενο και εν συνεχεία διεξάγεται με συστηματικό τρόπο μια εμπειρική έρευνα που σκοπό έχει να ελέγξει (να επαληθεύσει ή να διαψεύσει) αυτές τις εκ των προτέρων διατυπωμένες υποθέσεις. Με αυτό τον τρόπο επικυρώνεται η θεωρία στο συγκεκριμένο πεδίο εφαρμογής της και διασφαλίζεται η εγκυρότητα των επιστημονικών αποφάνσεων]. Οι εισηγητές της ΕΘΘ (A. Strauss & B. Glaser) αντιτάχθηκαν με την πρότασή τους σε εκείνες τις παγιωμένες αντιλήψεις της εποχής τους που (α) επεφύλασσαν στην εμπειρική έρευνα τον περιορισμένο ρόλο του ελέγχου (της επιβεβαίωσης ή της διάψευσης) προδιατυπωμένων υποθέσεων, (β) πρέσβευαν ότι η ποιοτική έρευνα αποτελεί μια ελαχίστως συστηματική διαδικασία, που βασίζεται κυρίως στη διαίσθηση και στην απλή καταγραφή των εντυπώσεων του ερευνητή και μπορεί να αξιοποιηθεί μόνο ως «προπομπός» της ποσοτικής έρευνας, (γ) υποστήριζαν ότι η ποιοτική έρευνα περιορίζεται σε περιγραφικές και ιδιογραφικές μελέτες, χωρίς καμιά δυνατότητα θεωρητικοποίησης, αφαίρεσης και γενίκευσης. Για την ιστορική πλαισίωση της εμπειρικά θεμελιωμένης θεωρίας, βλ. Τσιώλης (2014:74-75). 2
1. Ο τρόπος διαπλοκής της θεωρίας και της εμπειρικής έρευνας κατά την ερευνητική διαδικασία η διάρθρωση της ερευνητικής διαδικασίας. Ο τρόπος με τον οποίο εμπλέκονται οι θεωρητικές προκατανοήσεις του ερευνητή στην ερευνητική διαδικασία αποτελεί κομβικό ζήτημα της ποιοτικής προσέγγισης. Μετά από σημαντικές εσωτερικές μετατοπίσεις, η ΕΘΘ προτείνει ως εναλλακτική εκδοχή στο δίπολο υποθετικο-παραγωγικό και επαγωγικό μοντέλο, την απαγωγική λογική, η οποία συστηματοποιεί τις διαδικασίας της «ανακάλυψης» και της θεωρητικοποίησης καινοφανών εκδοχών της εξεταζόμενης πραγματικότητας. Σύμφωνα με αυτήν τη λογική, η διαδικασία ξεκινά από μια εμπειρική παρατήρηση. Η προσπάθεια ερμηνείας της παρατήρησης με βάση τις υπάρχουσες θεωρητικές γνώσεις και προκατανοήσεις αποτυγχάνει. Καταδεικνύονται έτσι τα όριά τους και ξεκινά μια διαδικασία δημιουργικού τους μετασχηματισμού. Κατασκευάζονται με τον τρόπο αυτό νέα θεωρητικά πλαίσια που είτε συλλαμβάνουν καινοφανείς πτυχές του εξεταζόμενου φαινομένου είτε προσφέρουν νέους τρόπους κατανόησης του φαινομένου αυτού. Σε αυτήν τη διαδικασία αξιοποιούνται οι θεωρητικές προκατανοήσεις του ερευνητή και οι προηγούμενες θεωρητικές του γνώσεις χωρίς ωστόσο να «επιβάλλονται» στα δεδομένα ούτε να περιορίζουν το αναλυτικό του πρίσμα. Αξιοποιούνται ως ευρετικά εργαλεία για την κατασκευή εννοιών που γίνονται εν συνεχεία αντικείμενο επεξεργασίας και τροποποίησης βάσει της ανάλυσης των εμπειρικών δεδομένων. Κατ αντιστοιχία και η ερευνητική διαδικασία εξελίσσεται με ευέλικτο και σπειροειδή τρόπο: όλα τα ζητήματα μπορούν να αναθεωρούνται υπό το φως των νέων δεδομένων και ευρημάτων η ερευνητική διαδικασία εξελίσσεται ως ένας διαρκής διάλογος μεταξύ του διαμορφούμενου και μετασχηματιζόμενου θεωρητικού πλαισίου και της εμπειρικής διερεύνησης (παραγωγής και ανάλυσης δεδομένων). Για τον τρόπο διαπλοκής της θεωρίας και της εμπειρικής έρευνας κατά την ερευνητική διαδικασία και τη διάρθρωση της ερευνητικής διαδικασίας, βλ. Τσιώλης (2014:79-98). 2. Η αναλυτική επεξεργασία των δεδομένων σύμφωνα με την ΕΘΘ. Στις ποιοτικές έρευνες παράγεται κατά κανόνα μεγάλος όγκος υλικού. Ο ερευνητής οφείλει να διαχειριστεί αυτό τον όγκο των δεδομένων, να απομειώσει την 3
πολυπλοκότητά του, να οργανώσει ένα σύνολο στοιχείων που εξαρχής φαντάζει χαοτικό. Η διαχείριση των δεδομένων αποτελεί μία από τις πρώτες ενέργειες της αναλυτικής διαδικασίας. Πυρήνα, ωστόσο, κάθε αναλυτικής διαδικασίας στην ποιοτική έρευνα αποτελεί η μετάβαση από τα εμπειρικά δεδομένα σε θεωρητικές έννοιες και κατηγορίες. Αυτή η διαδικασία μετάβασης επιτυγχάνεται μέσω των διαφορετικών σταδίων της διαδικασίας κωδικοποίησης. Σύμφωνα με τους εκπροσώπους της ΕΘΘ, κωδικοποίηση καλείται εκείνη η αναλυτική διαδικασία μέσω της οποίας τα δεδομένα (κείμενα, μετεγγραμμένες συνεντεύξεις και συνομιλίες, καταγραφές παρατήρησης, οπτικά τεκμήρια) τεμαχίζονται, ονοματίζονται, ταξινομούνται, εννοιολογούνται και ενσωματώνονται εντός ενός θεωρητικού πλαισίου. Η κωδικοποίηση, ως αφαιρετική διαδικασία μετάβασης από τα δεδομένα στις θεωρητικές κατηγορίες, διακρίνεται σε τρία στάδια: στην ανοικτή κωδικοποίηση (open coding), στην κατ άξονα κωδικοποίηση (axial coding) και στην επιλεκτική κωδικοποίηση (selective coding). Η ανοικτή κωδικοποίηση αποτελεί το αρχικό στάδιο της κωδικοποίησης και εξυπηρετεί την παραγωγή εννοιών σε μια πρώτη προσωρινή (και όχι ακόμη θεωρητικά πλήρως επεξεργασμένη και αναπτυγμένη) μορφή. Εξυπηρετεί το άνοιγμα της θεωρητικής διαπραγμάτευσης του εξεταζόμενου φαινομένου. Πραγματοποιείται μέσω μιας εντατικής, μικροσκοπικής ανάλυσης που γίνεται σειρά προς σειρά (line by line). Στην κατ άξονα κωδικοποίηση, σκοπός είναι να εμπλουτιστούν οι παραγόμενες από την ανάλυση του εμπειρικού υλικού κατηγορίες και να οργανωθούν γύρω από λίγους κομβικούς θεωρητικούς άξονες. Μέσω της διασύνδεσης και του συσχετισμού των κατηγοριών επιδιώκεται η εξήγηση του εξεταζόμενου φαινομένου με την ανάδειξη των συνθηκών εμφάνισής του και των συνεπειών του. Στο στάδιο της επιλεκτικής κωδικοποίησης επιδιώκεται η ολοκλήρωση (integration) της (εμπειρικά θεμελιωμένης) θεωρίας, η οικοδόμηση δηλαδή ενός συνεκτικού θεωρητικού συστήματος, που θα αξιοποιεί και θα ενσωματώνει τις βασικές κατηγορίες και το πλέγμα των παραγόμενων σχέσεων, για να συλληφθεί το εξεταζόμενο φαινόμενο. Επιδιώκεται, επίσης, να παρουσιαστεί η θεωρία με έναν εύλογο και συνεκτικό τρόπο. 4
(2014:99-123). Για την αναλυτική επεξεργασία των δεδομένων σύμφωνα με την ΕΘΘ, βλ. Τσιώλης 3. Η σύνταξη υπομνημάτων (memoing). Σύμφωνα με την ΕΘΘ, η θεωρητική επεξεργασία δεν αποτελεί μια διακριτή φάση που τοποθετείται στα τελευταία στάδια της αναλυτικής διαδικασίας. Οι θεωρητικές σκέψεις και ιδέες, που γεννώνται στον ερευνητή κατά το διάλογό του με τα δεδομένα, καταγράφονται από τα πρώτα στάδια της ανάλυσης. Αυτό λαμβάνει χώρα μέσω της σύνταξης θεωρητικών υπομνημάτων (memo-writing) σε όλη τη διάρκεια της αναλυτικής διαδικασίας. Οι καταγραφές αυτές μπολιάζουν την αναλυτική διαδικασία αλλά και τις αποφάσεις σχετικά με την επιλογή των περιπτώσεων και την παραγωγή των δεδομένων. Λαμβάνει χώρα συνεπώς μια αμοιβαία κίνηση αλληλεπίδρασης μεταξύ της ανάλυσης των δεδομένων, της συγγραφής των υπομνημάτων και της παραγωγής των δεδομένων. Για τη σύνταξη υπομνημάτων, βλ. Τσιώλης (2014:124-127). 4. Η λογική της θεωρητικής δειγματοληψίας. Οι εκπρόσωποι της ΕΘΘ εισηγήθηκαν έναν συστηματικό τρόπο επιλογής περιπτώσεων, τη στρατηγική της θεωρητικής δειγματοληψίας. Σύμφωνα με την κεντρική λογική της θεωρητικής δειγματοληψίας, οι περιπτώσεις επιλέγονται με βάση την εν δυνάμει συνεισφορά τους στην παραγωγή της θεωρίας. Κύρια χαρακτηριστικά της στρατηγικής της θεωρητικής δειγματοληψίας είναι τα εξής: Τα κριτήρια επιλογής του δείγματος δεν είναι προσδιορισμένα από την αρχή της ερευνητικής διαδικασίας. Διαμορφώνονται κατά τη διάρκεια της έρευνας. Ο αριθμός των περιπτώσεων δεν είναι εκ των προτέρων γνωστός. Η δειγματοληψία λαμβάνει χώρα σε διαφορετικές χρονικές φάσεις και παράλληλα με τη διαδικασία επεξεργασίας των δεδομένων. Η αναζήτηση περιπτώσεων λαμβάνει τέλος όταν επιτευχθεί ο θεωρητικός κορεσμός. Για τη λογική και τα κριτήρια της θεωρητικής δειγματοληψίας, βλ. Τσιώλης (2014:127-131). Για παραδείγματα θεωρητικής δειγματοληψίας, βλ. Τσιώλης (2014:132-135). 5
5. Θεωρητικός κορεσμός. Η διαδικασία κωδικοποίησης και αναζήτησης περιπτώσεων σταματά όταν επέλθει ο θεωρητικός κορεσμός (theoretical saturation) όταν, δηλαδή, η αντιπαραβολή των νέων δεδομένων, που παράγονται στο ερευνητικό πεδίο, με τις θεωρητικές κατηγορίες, τις ιδιότητές τους και το πλέγμα των μεταξύ τους σχέσεων δεν προσφέρει καινούργιες θεωρητικές προοπτικές ούτε δημιουργεί την ανάγκη για το μετασχηματισμό της ήδη παραχθείσας εμπειρικά θεμελιωμένης θεωρίας. Για το θεωρητικό κορεσμό, βλ. Τσιώλης (2014:135-137). Ένα συνολικό παράδειγμα εφαρμογής των διαδικασιών ανάλυσης (κωδικοποίησης) σύμφωνα με τις αρχές της ΕΘΘ θα βρείτε στο Τσιώλης (2014:143-196). 2. Τύποι γενίκευσης στην ποιοτική έρευνα Στο ερώτημα κατά πόσο τα ευρήματα μιας ποιοτικής έρευνας μπορούν να γενικευτούν (να έχουν δηλαδή ισχύ πέρα από τις περιπτώσεις ή το πλαίσιο που εξετάστηκαν) η συνήθης απάντηση που δίνεται είναι αρνητική. Ο μικρός αριθμός περιπτώσεων που εξετάζονται (κατά κανόνα) στο πλαίσιο μιας ποιοτικής έρευνας και ο «μη αντιπροσωπευτικός» τρόπος επιλογής τους θεωρήθηκε ότι εμποδίζει την αναγωγή των ευρημάτων σε ευρύτερους πληθυσμούς. Η ποιοτική έρευνα είχε χαρακτηριστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα ως «ιδιογραφική» ως ενδεδειγμένη για τη μελέτη του ιδιαίτερου, του μεμονωμένου, του ξεχωριστού, χωρίς να εγείρεται η αξίωση εξαγωγής συμπερασμάτων με ευρύτερη ισχύ. Έχουν, ωστόσο, διατυπωθεί εναλλακτικές απαντήσεις στο παραπάνω κρίσιμο ερώτημα, οι οποίες εκκινούν από διαφορετικές κατανοήσεις της έννοιας της γενίκευσης. Μια ενδιαφέρουσα απάντηση στο ερώτημα της γενίκευσης δίνει η Mason, η οποία διακρίνει μεταξύ δύο τύπων γενίκευσης, της εμπειρικής και της θεωρητικής. Σύμφωνα με την εμπειρική γενίκευση η ανάλυση ενός εμπειρικού συνόλου (του δείγματος) επιτρέπει να γενικεύσουμε τα ευρήματά μας σε έναν ευρύτερο πληθυσμό με την προϋπόθεση ότι το δείγμα είναι από στατιστικής άποψης αντιπροσωπευτικό του ευρύτερου πληθυσμού τον οποίο αφορούν οι γενικεύσεις μας. Οι ποιοτικές έρευνες δεν διεκδικούν μια τέτοια δυνατότητα στο βαθμό που δεν χρησιμοποιούν ως δειγματοληπτική στρατηγική τη δειγματοληψία πιθανοτήτων. 6
Ο τρόπος γενίκευσης, που είναι συμβατός με την ποιοτική προσέγγιση, καλείται θεωρητική γενίκευση και συναντάται σε δύο διαφορετικές εκδοχές: Τα ευρήματα που έχουν προκύψει από τη λεπτομερή και ολιστική ανάλυση ενός συγκεκριμένου πλαισίου μπορούν να βρουν εφαρμογή σε άλλα κοινωνικά πλαίσια που εκλαμβάνονται ως ομοειδή (μεταφερσιμότητα). Τα ευρήματα μιας συγκεκριμένης έρευνας μπορεί να είναι καθοριστικά για την ανάπτυξη μιας ευρύτερης θεωρίας. Έχουν διατυπωθεί και άλλες προτάσεις προς την ίδια κατεύθυνση που απαντούν με πιο εκλεπτυσμένη επιχειρηματολογία στο ζήτημα της δυνατότητας γενίκευσης των ευρημάτων μιας ποιοτικής μελέτης (π.χ. η θέση περί των «μετριασμένων γενικεύσεων»). Για τους τύπους γενίκευσης στην ποιοτική έρευνα βλ. Τσιώλης (2014:361-376). Βιβλιογραφία (σχολιασμένη): Τσιώλης, Γ. (2014) Μέθοδοι και τεχνικές ανάλυσης στην ποιοτική κοινωνική έρευνα. Αθήνα: Κριτική. Το κεφάλαιο Β1: Η παραγωγή εμπειρικά θεμελιωμένης θεωρίας: Η μεθοδολογία της Grounded Theory (Σελ. 73-196). Στο κείμενο παρουσιάζεται ενδελεχώς η μεθοδολογία της εμπειρικά θεμελιωμένης θεωρίας (Grounded Theory). Αρχικά παρουσιάζεται το ιστορικό πλαίσιο, καθώς και οι κυρίαρχες τάσεις της εποχής στις οποίες θέλησαν να αντιταχθούν οι εισηγητές της ΕΘΘ, B. Glaser και A. Strauss. Εν συνεχεία συζητιέται το κομβικό ζήτημα του ρόλου του θεωρητικού προϊδεασμού και των προκατανοήσεων στην ερευνητική διαδικασία. Το κέντρο βάρους του κειμένου δίνεται στην παρουσίαση των τριών σταδίων της κωδικοποίησης, βάσει των οποίων επιτυγχάνεται με συστηματικό και μεθοδικά ελεγμένο τρόπο η μετάβαση από τα πρωτογενή εμπειρικά δεδομένα στις έννοιες, τις κατηγορίες, τις υποθέσεις και εντέλει στη διατύπωση μιας εμπειρικά θεμελιωμένης θεωρίας. Στο κείμενο αναπτύσσονται όλες οι σημαντικές λειτουργίες της εν λόγω μεθοδολογίας, όπως η σύνταξη θεωρητικών υπομνημάτων, η στρατηγική της θεωρητικής δειγματοληψίας, η αναγνώριση του σημείου θεωρητικού κορεσμού, καθώς και η μετάβαση από τις περιεχομενικές στις τυπικές θεωρίες. Για να εμπεδώσει ο αναγνώστης τις περιγραφόμενες διαδικασίες και τεχνικές αλλά και να κατανοήσει τους τρόπους με τους οποίους μπορούν να εφαρμοστούν στην πράξη, παρατίθεται ένα εκτενές παράδειγμα. 7
Φραγκιαδάκη, Ε. (2010). «Θεμελιωμένη Θεωρία: Ανασκόπηση των σύγχρονων προσεγγίσεων και μεθοδολογικά ζητήματα». Στο: Πουρκός, Μ. και Δαφέρμος, Μ. (επιμ.), Ποιοτική Έρευνα στις Κοινωνικές Επιστήμες. Επιστημολογικά, Μεθοδολογικά και Ηθικά Ζητήματα (σσ. 413-434). Αθήνα: Τόπος. Στο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα κύρια μοντέλα και οι τεχνικές που συναντιώνται στη βιβλιογραφία της ΕΘΘ. Ξεκινάει με μια ιστορική αναδρομή. Εν συνεχεία γίνεται αναφορά στον ερευνητικό σχεδιασμό σύμφωνα με την εν λόγω μεθοδολογία. Αναπτύσσονται οι τεχνικές συλλογής, ανάλυσης και κωδικοποίησης των δεδομένων και η διαδικασία διαμόρφωσης των κατηγοριών. Τέλος παρουσιάζονται ζητήματα αξιοπιστίας καθώς και οι περιορισμοί της ΕΘΘ. Babbie, E. (2008/2011). Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα (επιμ. Κ. Ζαφειρόπουλος, μτφρ. Γ. Βογιατζής). Αθήνα: Κριτική. Το Κεφάλαιο 12: Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων. (Σελ. 515-563). Στο κεφάλαιο παρουσιάζεται η ΕΘΘ ως κεντρική στρατηγική ανάλυσης ποιοτικών δεδομένων. Συνοπτική αναφορά γίνεται στη σύνδεση θεωρίας και ανάλυσης, στην κωδικοποίηση και στον υπομνηματισμό. Η αναφορά διανθίζεται με παραδείγματα. Τσιώλης, Γ. (2014) Μέθοδοι και τεχνικές ανάλυσης στην ποιοτική κοινωνική έρευνα. Αθήνα: Κριτική. Το κεφάλαιο Γ1: Τύποι γενίκευσης στην ποιοτική έρευνα. (Σελ. 361-376). Στο κεφάλαιο διερευνάται η δυνατότητα γενίκευσης των ευρημάτων μιας ποιοτικής έρευνας. Υποστηρίζεται πως η εμπειρική (στατιστική) γενίκευση, στην οποία προσβλέπει η ποσοτική έρευνα, αποτελεί έναν τύπο γενίκευσης που δεν είναι συμβατός με την ποιοτική λογική. Παρατίθενται, ωστόσο, εναλλακτικοί τρόποι κατανόησης της έννοιας της γενίκευσης και εκφράζεται η άποψη πως η ποιοτική έρευνα δύναται να προβεί σε συνεπαγόμενες ή θεωρητικές γενικεύσεις. Ερωτήματα ελέγχου: Ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της Εμπειρικά Θεμελιωμένης Θεωρίας; 8
Ποιες παγιωμένες της εποχής τους σχετικά με την ποιοτική έρευνα θέλησαν να ανασκευάσουν οι A. Strauss & B. Glaser με την πρόταση της ΕΘΘ; Ποιος ρόλος επιφυλάσσεται στους θεωρητικούς προϊδεασμούς και προκατανοήσεις του ερευνητή σύμφωνα με την ΕΘΘ; Με ποιον τρόπο διαρθρώνεται και εξελίσσεται η ερευνητική διαδικασία σύμφωνα με την ΕΘΘ; Τι ορίζεται «κωδικοποίηση» στο πλαίσιο της μεθοδολογικής πρότασης της ΕΘΘ; Σε τι διαφέρει από αντίστοιχες διαδικασίες κωδικοποίησης σε στρατηγικές όπως η ανάλυση περιεχομένου; Ποια είναι τα στάδια της διαδικασίας κωδικοποίησης σύμφωνα με την ΕΘΘ και τι προβλέπεται για το καθένα; Γιατί αποδίδεται τόση μεγάλη σημασία στη σύνταξη των υπομνημάτων από τους εισηγητές της ΕΘΘ; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της θεωρητικής δειγματοληψίας; Πότε μπορεί να επικαλεστεί ο ερευνητής ότι έχει φθάσει σε σημείο θεωρητικού κορεσμού; Ποια χαρακτηριστικά των ποιοτικών ερευνών επικαλούνται όσοι υποστηρίζουν ότι τα ευρήματα αυτών των ερευνών δεν μπορούν να γενικευτούν; Πώς ορίζει η J. Mason τη θεωρητική γενίκευση; Τι καλείται «μεταφερσιμότητα»; Τι ορίζουμε «μετριασμένες γενικεύσεις»; 9