2 η Παράδοση Μέθοδοι της παιδαγωγικής επιστήμης 1\Ερμηνευτική, 2\Φαινομενολογική 1\Ερμηνευτική: η λέξη ερμηνευτική παράγεται από το ρήμα «ερμηνεύω» και αναφέρεται στην ικανότητα να διευκρινίζουμε το δύσκολο και ακατανόητο, ώστε να γίνει κατανοητό. Ο φιλόσοφος Schleiermacher συστηματοποίησε την ερμηνευτική μέθοδο 1. Η ερμηνευτική μέθοδος εδράζεται στην αντίληψη ότι ανάμεσα σε οποιαδήποτε έκφραση του ανθρώπινου πνεύματος γραπτή, προφορική κλπ.- και στην κατανόηση της οποίας είναι απαραίτητο να διαμεσολαβήσει μία πνευματική διεργασία, μια διαδικασία, που θα οδηγήσει το νοούν υποκείμενο στην κατανόηση του αντικειμένου. Η συστηματική οργάνωση αυτής της πνευματικής συνεργασίας, η οποία θα οδηγήσει στην εκπλήρωση του στόχου, αποτελεί έργο της ερμηνευτικής μεθόδου. Επομένως, ερμηνευτική είναι η μέθοδος συστηματικής οργάνωσης της πνευματικής διεργασίας που μεσολαβεί ανάμεσα στην έκφραση του ανθρώπινου δημιουργήματος και την κατανόησή του. Ο ερμηνευτής επιστρατεύει τις γνώσεις του, για να κατανοήσει το κείμενο. Η ερμηνευτική κυριάρχησε τον 19 ο αι.-το ήμισυ του 20 ου αι.. Η κυριαρχία της οφείλεται στην σημασία, η οποία έγκειται στην σύλληψη της σχέσης μεταξύ της εκπαίδευσης και της κοινωνίας. Ιστορική ερμηνευτική: μελετά ιστορικά τεκμήρια (κείμενα, κλπ.). Για να γίνει η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού, ιστορικού υλικού απαιτείται η σφαιρική γνώση όλων των πτυχών της περιόδου που εντάσσεται 2. Στάδια της διεργασίας 1\Συλλογή και εξακρίβωση του ιστορικού υλικού. Ο ιστορικός της παιδαγωγικής συγκεντρώνει τα κείμενα και αναλύει τις συνθήκες, που επέδρασαν στην διαμόρφωσή τους. 2\Αξιολόγηση του υλικού: το άψυχο υλικό γίνεται ζωντανή πραγματικότητα. Το ουσιώδες διακρίνεται από το επουσιώδες. Επιλέγονται τα στοιχεία, που συγκροτούν την εκπαιδευτική πραγματικότητα, διασταυρώνονται οι πληροφορίες και γίνεται η ανασύνθεσή τους σε ενιαίο όλο. Χρησιμοποιείται για την έρευνα των σκοπών και των επιδιώξεων της αγωγής και στην κατανόηση των προβλημάτων της καθημερινής εκπαιδευτικής πράξης. 1 Ι. Πυργιωτάκης, Εισαγωγή στην Παιδαγωγική Επιστήμη, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σ. 101. 2 Ι. Πυργιωτάκης, Εισαγωγή στην Παιδαγωγική Επιστήμη, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σ. 107.
2\Φαινομενολογική μέθοδος: Εκπρόσωπος της Φαινομενολογίας υπήρξε ο φιλόσοφος E. Husserl (1858-1938). Η λέξη προέρχεται από τις λέξεις φαινόμενο και λόγος, υπονοώντας αυτό που υποπίπτει στην αντίληψή μας και γίνεται αντικείμενο λογικής εξέτασης. Το συγκεκριμένο φιλοσοφικό ρεύμα επιδιώκει την επανασύνδεση του ανθρώπου με την αρχέγονη θέαση των πραγμάτων, του ανθρώπου χωρίς προγενέστερες εμπειρίες και γνώσεις, πράγμα που σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν κινδυνεύει να παρασυρθεί από προϋπάρχουσες γνώσεις και πλάνες. Αρνείται όλες τις μεταφυσικές θεωρίες και επεδίωξε να συλλάβει την ουσία των πραγμάτων 3. Η διαδικασία της φαινομενολογικής παρατήρησης ακολουθεί μία τριπλή αναγωγή: α\ εξουδετέρωση των προκαταλήψεων, των συναισθηματικών καταστάσεων και των προγενέστερων απόψεων του ερευνητή, ώστε να απαλλαγεί από κάθε υποκειμενικό στοιχείο και να προσεγγίσει περισσότερο την αντικειμενικότητα. β\άρνηση όλων των σχετικών θεωριών και των προηγούμενων γνώσεων. γ\παραγκωνισμό ακόμη και της ιστορικής παράδοσης ως πηγής για αυθεντική γνώση. Η φαινομενολογική μέθοδος μεταφέρει την μελέτη του ερευνητή στην σχολική αίθουσα, παρακολουθεί τον δάσκαλο και αναλόγως με τα ουσιώδη χαρακτηριστικά, που υποπίπτουν στην παρατήρηση του ερευνητή, τον κατατάσσει σε κατηγορίες ή τύπους. Βεβαίως, η διάκριση του ουσιώδους από το επουσιώδες είναι προβληματική, αφού είναι δύσκολο να τεθούν κριτήρια για μία αντικειμενική διάκριση. Οι δύο μέθοδοι θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν ως αλληλοσυμπληρούμενες. Μέθοδοι εμπειρικής παιδαγωγικής 1\Παρατήρηση: α\αυτοπαρατήρηση, ομιλούμε για την ενδοσκόπηση, είναι υποκειμενική και δεν αντιλαμβάνεται την προσωπικότητα ως σύνολο, αφού την διασπά σε παρατηρητή και παρατηρούμενο. β\ετεροπαρατήρηση: η συνείδηση στρέφεται σε αντικείμενα ή φαινόμενα που βρίσκονται έξω από το υποκείμενο. Τα πλεονεκτήματα είναι: 1\το αντικείμενο της έρευνας μπορεί να παρατηρηθεί από πολλούς παρατηρητές. 2\υπάρχει καταγραφή της παρατήρησης από πολλά μέσα. 2\το πείραμα: το πείραμα προέκυψε από την αδυναμία της παρατήρησης να απομονώσει τις μεταβλητές, τους παράγοντες που ενδιαφέρουν και να τους φέρει σε 3 Ι. Πυργιωτάκης, Εισαγωγή στην Παιδαγωγική Επιστήμη, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σ. 116.
συστηματική μεταξύ τους συνάφεια, για να διαπιστωθεί κατά πόσο η μεταβολή που επιχειρείται στην μία μεταβλητή επιφέρει αντίστοιχη μεταβολή στην άλλη 4. Το πείραμα έχει τρεις ιδιότητες: δυνατότητα προγραμματισμού, δυνατότητα επανάληψης και δυνατότητα σκόπιμης μεταβολής μία τουλάχιστον μεταβλητής. Η τελευταία μεταβλητή διαφοροποιεί το πείραμα από τις άλλες μεθόδους 5. Λάθη κατά την ερευνητική διαδικασία Μορφασμοί του ερευνητή έχουν ως συνέπεια να καθοδηγήσουν το υποκείμενο της έρευνας. Επίσης, ο ερευνητής καταγράφει ό,τι επαληθεύει την υπόθεσή του. Ακόμη, ο ερευνητής μπορεί να ασκήσει ψυχολογική επίδραση, θετική ή αρνητική επηρεάζοντας τα αποτελέσματα. Για την αποφυγή των λαθών καλό είναι να μην ενημερώνονται οι μαθητές ότι διεξάγεται πείραμα και να μην κουράζονται τα υποκείμενα. 3\ Συνέντευξη: ο ερευνητής έρχεται σε προφορική επικοινωνία και προσπαθεί να συλλέξει τις πληροφορίες. 4\Ερωτηματολόγιο: δεν είναι δαπανηρή μέθοδος και ερευνώνται πολλά υποκείμενα. Το μειονέκτημα είναι ότι ο ερευνητής δεν έρχεται σε άμεση επαφή με το υποκείμενο. 5\τεστ: υπάρχουν πολλών ειδών τεστ βάσει των οποίων διαπιστώνουμε αυτό που μας ενδιαφέρει. 4 Ι. Πυργιωτάκης, Εισαγωγή στην Παιδαγωγική Επιστήμη, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σ. 126. 5 Ι. Πυργιωτάκης, Εισαγωγή στην Παιδαγωγική Επιστήμη, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σ. 131.
- Είδη της διδασκαλίας 6 - Η διδασκαλία ανάλογα με τα σημεία στα οποία δίνει έμφαση, παρουσιάζει τα ακόλουθα είδη: 1\ Δασκαλοκεντρική διδασκαλία, η οποία παλαιότερα συνδεόταν με την παθητικότητα και την αυταρχικότητα του παραδοσιακού σχολείου και στην οποία δίνεται ιδιαίτερη σημασία στον δάσκαλο ή τον καθηγητή και δευτερεύουσα στον μαθητή και το γνωστικό αντικείμενο. Όμως, η υποβοήθηση των μαθητών στην ενεργό συμμετοχή τους στη μαθησιακή διαδικασία προσδίδει στην δασκαλοκεντρική μορφή βασικά στοιχεία, τα οποία είναι απαραίτητα για τη λειτουργία των παιδοκεντρικών. 2\ Μαθητοκεντρική διδασκαλία, στην οποία αναβαθμίζεται η θέση του μαθητή, έναντι των δυο άλλων παραγόντων, του δασκάλου ή καθηγητή και του γνωστικού αντικειμένου. Στην μαθητοκεντρική διδασκαλία κρίνεται απαραίτητη η υποβοήθηση του μαθητή για την πρόσληψη των δεξιοτήτων εκείνων που θα συμβάλλουν στην από μέρους του ελεύθερη διερεύνηση. 3\ Γνωσιοκεντρική διδασκαλία, όπου αναβαθμίζεται η θέση του γνωστικού (διδακτικού) αντικειμένου έναντι του δασκάλου ή καθηγητή και του μαθητή. 4\ Ομαδοκεντρική διδασκαλία, κατά την οποία επιχειρείται μια αλληλοσυσχέτιση των παραγόντων διδασκαλίας (δάσκαλος ή καθηγητής-μαθητής-γνωστικό αντικείμενο) μέσα από την ανάδειξη ενός διδακτικού πλαισίου, στο οποίο αναδεικνύεται το πλέγμα των διαπροσωπικών σχέσεων και το ψυχολογικό κλίμα. Για την επιτυχία της ομαδοκεντρικής διδασκαλίας δεν αρκεί απλά και μόνο ο χωρισμός των μαθητών σε ομάδες. Βασικές προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί αυτή πετυχημένη είναι: α\ανομοιογένεια: Για τον χωρισμό των ομάδων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ανομοιογένεια τόσο ως προς το φύλο (αγόρια μαζί με κορίτσια) όσο και ως προς το γνωστικό επίπεδο των μαθητών (δυνατοί μαζί με αδύναμους μαθητές). β\αλληλεξάρτηση: Αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για την επιτυχία της ομαδοσυνεργατικής διδασκαλίας. γ\αποκέντρωση εξουσίας: Η εξουσία και όλες οι αρμοδιότητες θα πρέπει να μεταβιβάζονται από τον δάσκαλο στις ομάδες και από τους ομάδες στα μέλη της. Έρευνες έχουν δείξει ότι αδύναμοι μαθητές μέσα στην ομάδα σημειώνουν σημαντική πρόοδο και η συμμετοχή τους στη μαθησιακή διαδικασία είναι περισσότερο ενεργή απ ότι στην μετωπική-δασκαλοκεντρική διδασκαλία. -Τάσεις της Παιδαγωγικής Επιστήμης 7-6 Α. Πολίτης, Σημειώσεις του Μαθήματος Παιδαγωγικά, σ. 8. 7 Α. Πολίτης, Σημειώσεις του Μαθήματος Παιδαγωγικά, σ. 6.
Ο τρόπος αντιμετώπισης των προβλημάτων της Παιδαγωγικής επιστήμης δεν είναι ήταν ενιαίος, αλλά ήταν σύμφυτος προς τις ανάγκες και τα ιδεώδη των συγκεκριμένων κοινωνιών και εποχών. Οπότε διαπιστώνονται τρείς τάσεις, την παλαιότερη, την νεότερη και την σύγχρονη. Παλαιότερη Παιδαγωγική Η Παλαιότερη Παιδαγωγική εκκινεί ως αυτόνομη στα τέλη του 18ου αρχές 19ου έχοντας ως κυρίαρχη αντίληψη τον δασκαλοκεντρισμό, πράγμα που σημαίνει ότι: ο δάσκαλος ευρίσκεται στο επίκεντρο. Ο δάσκαλος εμφανίζεται ως αυθεντία. Ο μαθητής ευρίσκεται σε μειονεκτικότερη θέση από τον δάσκαλο. Ο δάσκαλος χρησιμοποιεί ως τρόπο διδασκαλίας τον μονόλογο. Ο δάσκαλος είναι αυταρχικός προς τους μαθητές. Νεότερη Παιδαγωγική Η Νεότερη Παιδαγωγική επιδιώκει να αναπτύξει στο παιδί το ενδιαφέρον Τα στοιχεία που την χαρακτηρίζουν είναι: Παιδοκεντρικότητα Το παιδί αναπτύσσεται ελεύθερα χωρίς περιορισμούς ή επιβολές. Το σχολείο βασίζεται στους μαθητές και επιδιώκει να ανταποκριθεί στις ανάγκες τους. Οι μαθητές έχουν ενεργητική συμμετοχή κατά την εκπαιδευτική διαδικασία. Στους μαθητές δίδεται η δυνατότητα της αυτενέργειας και ο μαθητής αναλαμβάνει πρωτοβουλίες. Το σχολείο είναι προέκταση της οικογένειας. Ως εκ τούτου, πρέπει να καλλιεργεί: το κοινωνικό ένστικτο (κοινωνικές σχέσεις, συνομιλία κλπ) το κατασκευαστικό ένστικτο (παιχνίδι, χειροτεχνία κλπ) το ερευνητικό ένστικτο (συνεργασία έρευνας με κατασκευή και γνώση) το ένστικτο της τέχνης (δηλαδή την ελεύθερη έκφραση) Σύγχρονη Παιδαγωγική Η Σύγχρονη Παιδαγωγική βασίζεται στην επικοινωνία μεταξύ του δασκάλου και του μαθητή. Επομένως, τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την διδασκαλία είναι: το ομαδοκεντρικό πνεύμα. η συνεργασία σε ομάδες είτε μεταξύ των μαθητών ή ανάμεσα σε μαθητές και δασκάλους. Ανάπτυξη διαπροσωπικών σχέσεων μαθητή δασκάλου σε σχέση με το περιβάλλον. Στην δασκαλοκεντρική θεώρηση της διδασκαλίας ο δάσκαλος θεωρείται ως «παιδαγωγική αυθεντία», την οποία ο μαθητής δεν μπορεί να αμφισβητήσει. Αυτό επιφέρει ως συνέπεια: 1\ το μάθημα να περιορίζεται στην παράδοση, ενώ περιορίζεται και ο διάλογος. 2\ Άλλη συνέπεια είναι η αρχιτεκτονική διάταξη της σχολικής αίθουσας, όπου στο κέντρο τοποθετείται η έδρα του δασκάλου, ενώ το οπτικό πεδίο των μαθητών είναι περιορισμένο. Αυτή η διάταξη εμποδίζει τον διάλογο ή την συνεργασία μεταξύ των μθητών. Στην μαθητοκεντρική θεώρηση της διδασκαλίας ο δάσκαλος θεωρείται σύμβουλος και βοηθός του μαθητή στην αναζήτηση της γνώσης. Αυτό επιφέρει ως
συνέπεια: 1\ την ενεργή συμμετοχή των μαθητών στην εκπαιδευτική διαδικασία. Ο διάλογος μεταξύ του μαθητή και του δασκάλου θεωρείται ως αναγκαία προϋπόθεση πραγμάτωσης και ολοκλήρωσης του εκπαιδευτικού έργου. 2\ Άλλη συνέπεια είναι η αρχιτεκτονική διάταξη της σχολικής αίθουσας. Τα θρανία είτε τοποθετούνται σε θέση Π, όπου επιτρέπεται η συνεργασία μεταξύ των μαθητών. Είτε δεν υπάρχουν καθόλου θρανία, αλλά μικρά τραπέζια με καρέκλες. Ο εκπαιδευτικός δεν είναι ο πρωταγωνιστής και ευνοείται η ομαδοσυνεργατική διδασκαλία. Ο δάσκαλος εποπτεύει τις εργασίες των μαθητών. -Παράγοντες που συμμετέχουν στην παιδαγωγική διαδικασία- Το φαινόμενο της αγωγής συνιστούν, κυρίως, τέσσερις παράγοντες: 1\ ο παιδευόμενος, 2\ ο παιδεύων, 3\ το περιεχόμενο της παιδείας, 4\ η κατάλληλη μέθοδος μεταδόσεως του περιεχομένου της παιδείας. Αναλυτικότερα, ο όρος παιδευόμενος αναφέρεται στο ον, το οποίο υφίσταται το έργο της αγωγής. Η αγωγή είναι στενή και ευρεία, δηλαδή αυτή που συντελείται στην κοινωνία και αυτή που πραγματοποιείται στο σχολείο. Η ανθρώπινη μάθηση διαφέρει από του ζώου, επειδή εγκλείει την δυνατότητα να χρησιμοποιεί την αποκτηθείσα εμπειρία και γνώση κατόπιν της αγωγής. Ο όρος παιδεύων έχει στενή και ευρεία σημασία. Οι γονείς, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι. τα κοινωνικά ιδρύματα κλπ. ασκούν παιδευτικό έργο. Υπό την στενή έννοια ο όρος παιδεύων αναφέρεται στην οργανωμένη εκπαίδευση και συγκεκριμένα στους δασκάλους 8. Στην διαδικασία της μαθήσεως έχουν τεθεί διάφορα προβλήματα, όπως για τον τρόπο με τον οποίον αποκτούμε τις γνώσεις, ουσιαστικώς για τον τρόπο που μαθαίνουμε. Κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί ποικίλες απόψεις, οι οποίες θα εξεταστούν κάτωθι. 8 Κ. Βουδούρη, Φιλοσοφία της Παιδείας, Αθήνα, σσ. 29-30.