Για παραπομπή : Κατσιαμπούρα Γιάννα,, 2002, Περίληψη : Μέλος της αριστοκρατίας της εποχής των Παλαιολόγων, γεννήθηκε περί το 1240 στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας και πέθανε το 1300 στην Κωνσταντινούπολη. Άτομο με ποικίλα ενδιαφέροντα, συγγραφέας, μέλος του κύκλου των λογίων της Παλαιολόγειας Αναγέννησης, διατηρούσε βιβλιογραφικό εργαστήριο στη μονή του Αγίου Ανδρέα που η ίδια είχε αναστηλώσει, ενώ επιπλέον συμμετείχε ενεργά στις πολιτικές και εκκλησιαστικές έριδες της εποχής. Άλλα Ονόματα Θεοδώρα Κομνηνή Καντακουζηνή Παλαιολογίνα Ραούλαινα, Θεοδώρα Καντακουζηνή Παλαιολογίνα Ραούλαινα, Θεοδώρα Καντακουζηνή, Θεοδώρα Κομνηνή Καντακουζηνή Τόπος και Χρόνος Γέννησης περί το 1240, Αυτοκρατορία Νίκαιας Τόπος και Χρόνος Θανάτου 1300, Κωνσταντινούπολη Κύρια Ιδιότητα πρωτοβεστιάρισσα 1. Βιογραφικά στοιχεία Η Θεοδώρα γεννήθηκε περί το 1240 στην επικράτεια της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Ήταν κόρη του Ιωάννη Καντακουζηνού, μεγάλου δομέστικου, και της Ειρήνης Παλαιολογίνας, αδελφής του μετέπειτα αυτοκράτορα Μιχαήλ Η Παλαιολόγου. Είχε τρεις αδερφές, την Άννα, τη Μαρία και την Ευγενία. Η οικογένειά της ανήκε στον κύκλο της αυτοκρατορικής αυλής. Η Θεοδώρα πρέπει να εκπαιδεύτηκε στο σπίτι, όπως όλες οι γυναίκες της αριστοκρατίας της εποχής, πιθανότατα με οικοδιδάσκαλο. 1 Το 1256 η Θεοδώρα παντρεύτηκε τον Γεώργιο Μουζάλωνα, μεγάλο δομέστικο, μεγάλο στρατοπεδάρχη και πρωτοβεστιάριο, γόνο νεοανερχόμενης οικογένειας, καθ υπόδειξη του αυτοκράτορα Θεoδώρου Β Λασκάρεως. 2 Ο Μουζάλων, ως αντιπρόσωπος του νεαρού βασιλιά Ιωάννη Δ Λασκάρεως, δολοφονήθηκε το 1258, στη μονή της Σωσάνδρας, από τους ξένους μισθοφόρους του Μιχαήλ Παλαιολόγου. 3 Έπειτα από τη δολοφονία του Μουζάλωνα, η Θεοδώρα παντρεύτηκε τον Ιωάννη Ραούλ Κομνηνό Δούκα Άγγελο Πετραλίφα, μέλος αριστοκρατικής οικογένειας, πρωτοβεστιάριο του Μιχαήλ Η Παλαιολόγου. Έκτοτε η Θεοδώρα αποκαλείται Καντακουζηνή Παλαιολογίνα Ραούλαινα και της αποδίδεται ο τίτλος της πρωτοβεστιάρισσας. Ενστερνιζόμενη την τάση ματαιοδοξίας που χαρακτηρίζει πολλές φορές τα μέλη της βυζαντινής αριστοκρατίας, η ίδια αυτοαποκαλείται «Θεοδώρα, ανιψιά του αυτοκράτορα των Ρωμαίων, Θεοδώρα των οικογενειών Καντακουζηνών, Αγγέλων, Δουκών, Κομνηνών, Παλαιολόγων, και σύζυγος του Ιωάννη Ραούλ Δούκα Κομνηνού, του πρωτοβεστιαρίου». Από το γάμο αυτόν υπήρξαν δύο κόρες, η Ειρήνη Ραούλαινα, μετέπειτα σύζυγος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου του Πορφυρογέννητου, και η Άννα. 4 Η Θεοδώρα έμεινε για δεύτερη φορά χήρα πριν από το 1274, με το θάνατο του Ιωάννη Ραούλ. Πέθανε το 1300 στην Κωνσταντινούπολη, στη μονή του Αγίου Ανδρέα. 2. Θρησκευτική και πολιτική δραστηριότητα Ήδη πριν από το θάνατο του δεύτερου άνδρα της η Θεοδώρα φαίνεται να έχει αναπτύξει σχέσεις με εξέχουσες προσωπικότητες της πολιτικής και πνευματικής ζωής της Κωνσταντινούπολης, όπως αποδεικνύεται από την παρηγορητική επιστολή που της απηύθυνε ο Μανουήλ Ολόβωλος, αξιωματούχος (ρήτωρ) του Πατριαρχείου. 5 Μετά το θάνατο του συζύγου της, ακολουθώντας το παράδειγμα της μητέρας της, που ήταν ήδη μοναχή με το όνομα Ευλογία, εκάρη και η ίδια μοναχή και Δημιουργήθηκε στις 9/1/2017 Σελίδα 1/7
Για παραπομπή : Κατσιαμπούρα Γιάννα,, 2002, η δημόσια παρουσία της έγινε εντονότερη. Η Θεοδώρα ήταν σφοδρή αντίπαλος της πολιτικής του Μιχαήλ Η Παλαιολόγου για την ένωση των εκκλησιών. Μετά τη Β Σύνοδο της Λυών (1274), μαζί με τη μητέρα της, η οποία ήταν σφόδρα ανθενωτική, στρέφονται κατά του αυτοκράτορα, προσπαθώντας να παρεμποδίσουν την εφαρμογή της πολιτικής του. 6 Στην ίδια κίνηση πρωτοστατούν και οι Μανουήλ και Ισαάκιος Ραούλ, αδερφοί του τέως συζύγου της Ιωάννη. Εξαιτίας αυτής της στάσης της, η Θεοδώρα εξορίζεται με τη μητέρα της στο φρούριο του Αγίου Γρηγορίου, στις ακτές του Εύξεινου Πόντου. Μετά το θάνατο του Μιχαήλ (1282), ο διάδοχός του Ανδρόνικος Β ακολουθεί εντελώς αντίθετη εκκλησιαστική και θρησκευτική πολιτική, οπότε η Θεοδώρα και η μητέρα της επιστρέφουν στην Κωνσταντινούπολη. Παρότι φέρεται ως οπαδός του πρώην πατριάρχη Αρσενίου Αυτωρειανού, η στάση της στην έριδα των αρσενιατών ήταν μετριοπαθής και δεν αποδεικνύει στενή σχέση με το αρσενιατικό κίνημα. Πάλι με τη μητέρα της έλαβαν μέρος στη Σύνοδο του Αδραμμυτίου (1284), σε μια αποτυχημένη προσπάθεια κατευνασμού των διαμαχών. Στο μεταξύ είχε αναπτύξει σχέσεις με τον νέο πατριάρχη Γεώργιο Κύπριο (πατριάρχης Γρηγόριος, 1283-1289), του οποίου θεωρείται πνευματικό τέκνο. Περί το 1284, η Θεοδώρα ανακαίνισε το μοναστήρι του Αγίου Ανδρέα εν Κρίσει 7 και το μετέτρεψε σε γυναικεία μονή, όπου πέρασε την υπόλοιπη ζωή της. Στη μονή, σε ένα παρεκκλήσιο που ίδρυσε για το σκοπό αυτό, μετέφερε με την άδεια του Ανδρόνικου Β τα λείψανα του Αρσένιου Αυτωρειανού από την Αγία Σοφία. Στην ίδια μονή κατέφυγε και ο Γεώργιος Κύπριος μετά την παραίτησή του από τον πατριαρχικό θρόνο (1289), στο μονύδριο των Αριστηνών. Η τελευταία δημόσια δραστηριότητα της Θεοδώρας Ραούλαινας σημειώνεται το 1295, όταν με τον αδερφό του πρώην άνδρα της Ισαάκιο Ραούλ στάλθηκαν από τον Ανδρόνικο Β να διαπραγματευθούν με τον Αλέξιο Φιλανθρωπηνό, που είχε στασιάσει στη Μικρά Ασία, έπειτα από τις νικηφόρες εκστρατείες του κατά των Οθωμανών. Δυστυχώς η μεσολάβησή της απέτυχε και ο Φιλανθρωπηνός, αφού η στάση του καταπνίγηκε, υπέστη την τιμωρία της τύφλωσης. 3. Πνευματική δραστηριότητα Η Θεοδώρα ήταν μια γυναίκα με ιδιαίτερη καλλιέργεια και ευρυμάθεια, γεγονός που την καθιστούσε ξεχωριστή μεταξύ των υπολοίπων της εποχής της. Οι γνώσεις και τα ενδιαφέροντά της δεν περιορίζονταν σε έναν τομέα, αντίθετα επεκτείνονταν και στο κοσμικό (θύραθεν) και στο θρησκευτικό πεδίο: αναδείχθηκε ως αντιγραφέας, κατείχε μια σημαντική βιβλιοθήκη, διατηρούσε σχέσεις με τις σημαντικότερες προσωπικότητες των γραμμάτων και συνέγραψε και πρωτότυπο έργο. Πρωτότυπο έργο της Θεοδώρας ήταν ο βίος των αδερφών Θεόδωρου και Θεοφάνους των «Γραπτών», 8 ομολογητών της εκκλησίας, που πήραν μέρος στην Εικονομαχία με την πλευρά των εικονολατρών και τιμωρήθηκαν από τον αυτοκράτορα Θεόφιλο. Η Θεοδώρα πιθανόν να ασχολήθηκε με τη δική τους ιστορία είτε λόγω της συνωνυμίας της με την αυτοκράτειρα Θεοδώρα, που ακύρωσε την εικονομαχική πολιτική του συζύγου της, είτε επειδή ταύτισε τους αδερφούς Γραπτούς με τους αδερφούς του άνδρα της Μανουήλ και Ισαάκιο Ραούλ, που υπέστησαν διώξεις για θρησκευτικούς λόγους (ως ανθενωτικοί). Ο βίος φανερώνει την ευρυμάθεια της συγγραφέως του και τη μεγάλη εξοικείωσή της με την κλασική γραμματεία. Στο κείμενο υπάρχουν αναφορές στον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Αισχύλο και τον Ευριπίδη, τον Ηρόδοτο, τον Πλάτωνα και τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα. Επίσης παρατίθενται συχνά αποσπάσματα των Γραφών, κυρίως των έργων των προφητών και της Παλαιάς Διαθήκης, δεν υπάρχουν όμως αναφορές στους Πατέρες της Εκκλησίας. Τέλος, πολλές φορές συναντώνται παροιμιακές εκφράσεις. Το αντιγραφικό έργο της Θεοδώρας ήταν επίσης αξιόλογο. Αρκετά χειρόγραφα συνδέονται με το όνομά της. Ένα εξ αυτών, ιδιόχειρο, περιέχει τους Λόγους (Orations) του Αίλιου Αριστείδη 9 και τώρα βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του Βατικανού (Cod. Vat. gr. 1899). 10 Ένα δεύτερο χειρόγραφο που της αποδίδεται είναι ένα αντίγραφο των σχολίων του Σιμπλίκιου στα Φυσικά του Αριστοτέλη. 11 Δημιουργήθηκε στις 9/1/2017 Σελίδα 2/7
Για παραπομπή : Κατσιαμπούρα Γιάννα,, 2002, Η Θεοδώρα κατείχε μεγάλη προσωπική βιβλιοθήκη, την οποία έφερε μαζί της στη μονή του Αγίου Ανδρέα, όπου και την εμπλούτισε. Ανάμεσα στα έργα που βρίσκονταν στη βιβλιοθήκη της ήταν και ένας τόμος με έργα του Θουκυδίδη, 12 καθώς και ένα χειρόγραφο του 12ου αιώνα με τα τέσσερα Ευαγγέλια σχολιασμένα από τον Θεοφύλακτο Οχρίδας, 13 το οποίο δώρισε στη μονή της Μεγάλης Λαύρας, στον Άθω, το 1300. 14 Φέρεται επίσης να συντηρούσε ως χορηγός ένα εργαστήριο αντιγραφής, από το οποίο βρέθηκαν στην κατοχή της δεκαπέντε κώδικες. Το εργαστήριο αυτό είναι γνωστό ως «εργαστήριο της Παλαιολογίνας». 15 Η Θεοδώρα αναγνωριζόταν ως ισότιμη συνομιλήτρια από έναν κύκλο που περιλάμβανε τις σημαντικότερες προσωπικότητες των γραμμάτων της εποχής της, με τους οποίους αντάλλασσε απόψεις και διατηρούσε αλληλογραφία. Δε διασώθηκαν δικές της επιστολές, αν και ο Μάξιμος Πλανούδης αναφέρεται με θαυμασμό στο επιστολογραφικό ύφος της. Ο Πλανούδης, ένας από τους λογίους του στενού της περιβάλλοντος, της αφιέρωσε τρία επιγράμματα, όπου αναφέρεται σε αυτή ως «πάσαις ενί θηλυτέρησι σοφή Θεοδώρα». 16 Σώζεται μάλιστα και μία επιστολή του Πλανούδη στη Θεοδώρα, με αντικείμενο συζήτησης ένα αντίγραφο αρμονικής. Ο Γεώργιος Κύπριος της απηύθυνε αρκετές επιστολές, ενώ έπαιξε σημαντικό ρόλο και στη διαμόρφωση της πνευματικής της εξάρτυσης. Ο Κύπριος θεωρούνταν ο πνευματικός της πατέρας και πιθανόν με τη βοήθειά του να απέκτησε τις γνώσεις της επί των κλασικών και να διεύρυνε τα πνευματικά της ενδιαφέροντα. Έτσι μπορεί να απαντηθεί και το ερώτημα πώς μια γυναίκα που δεν παρακολούθησε ανώτερες σπουδές μπόρεσε να σταθεί σε έναν κύκλο διανοουμένων και να παραγάγει πνευματικό έργο. Διασώζονται επίσης δύο επιστολές που της απηύθυνε ο Νικηφόρος Χούμνος, ο οποίος την αποκαλούσε «σοφή». 17 Τέλος, ο Γρηγοράς την περιγράφει ως γυναίκα που αγαπούσε εξαιρετικά τη μόρφωση. 18 1. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τον διδάσκαλό της. Το συμπέρασμα προκύπτει εξ υστέρου, με βάση τη μετέπειτα παρουσία της στο χώρο των γραμμάτων. 2. Ο γάμος αυτός είναι ενδεικτικός της πολιτικής που ακολουθούσε ο Θεόδωρος, της ανάδειξης σε ισχυρές θέσεις, και μέσω επιγαμιών, μελών μη επιφανών αριστοκρατικών οικογενειών. Βλ. Failler, A. (ed.), Georges Pachymérès Relations historiques 1, Corpus Fontium Historiae Byzantinae 24/1-2 (Paris 1984), σελ. 41. 3. Κατά τη διήγηση του Παχυμέρη, η Θεοδώρα ήταν η μόνη γυναίκα που δεν πανικοβλήθηκε και αντιτάχθηκε στους μισθοφόρους, προκαλώντας τη μήνιν του θείου της Μιχαήλ. Βλ. Failler, A. (ed.), Georges Pachymérès Relations historiques 1, CFHB 24/1-2 (Paris 1984), σελ. 63-89. 4. Ο Παπαδόπουλος θεωρεί ότι από τον πρώτο της γάμο με τον Γεώργιο Μουζάλωνα η Θεοδώρα είχε αποκτήσει έναν γιο, τον Θεόδωρο Μουζάλωνα, μεγάλο λογοθέτη του Ανδρόνικου Β. Βλ. Papadopulos, A.Th., Versuch einer Genealogie der Palaiologen 1259-1453 (Munich 1938), σελ. 20. 5. Βλ. «Επιστολή του σοφωτάτου ρήτορος παραμυθητική προς την πανευγενεστάτην κυράν Θεοδώραν Παλαιολογίναν την Ραούλαιναν, ότε τον θάνατον υπεδέξατο ο ευγενέστατος αυτής ανήρ, ο πρωτοβεστιάριος», στο Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Α., Ιεροσολυμιτική Βιβλιοθήκη Ι, (Αγία Πετρούπολη 1891-1899), σελ. 345. 6. Για τη στάση της Θεοδώρας και τα προβλήματα που δημιούργησε στον Μιχαήλ Η Παλαιολόγο όσον αφορά την ένωση των εκκλησιών, βλ. Loenertz, R.-J., Mémoire d Ogier, protonotaire, pour Marco et Marchetto nonces de Michel VIII Paléologue auprès du Pape Nicholas III. 1278 printemps-été, Orientalia Christiana Periodica 31 (1965), σελ. 374-408. Επίσης, Nicol, D.M., The Greeks and the union of the Churches: The report of Ogerius, protonotarius of Michael VIII Paleologos, στο Nicol, D.M., Collected Studies I: Byzantium: its ecclesiastical history and relations with the western world (London 1972). 7. Επρόκειτο για ερειπωμένη μονή, αφιερωμένη στον Άγιο Ανδρέα της Κρήτης, η οποία βρισκόταν στην περιοχή της Κωνσταντινούπολης που ονομαζόταν Κρίση. Βλ. Janin, R., La géographie ecclésiastique de l empire byzantin 2 I ( Paris 1969), σελ. 28, 31. 8. Βλ. Papadopoulos-Kerameus, A. (ed.), Vita Ss Theophanis et Theodori, στο Ανάλεκτα Ιεροσολυμιτικής Σταχυολογίας 4 (Jerusalem 1897), σελ. 185- Δημιουργήθηκε στις 9/1/2017 Σελίδα 3/7
Για παραπομπή : Κατσιαμπούρα Γιάννα,, 2002, 223, και 5 (Jerusalem 1898), σελ. 397-399 [= Halkin, F., Bibliotheca Hagiographica Graeca 3, αρ. 1793). 9. Ο Αίλιος Αριστείδης (117 ή 129 έως 189) ήταν ρήτορας που ανήκε στο ρεύμα της β σοφιστικής. Στη συζήτηση αναφορικά με την αξία της φιλοσοφίας και της ρητορικής, πήρε θέση εναντίον του Πλάτωνος, υποστηρίζοντας την προτεραιότητα της ρητορικής. Αυτή του η θέση ίσως τον έκανε δημοφιλή στο Βυζάντιο, οπότε τα έργα του αντιγράφονταν και σχολιάζονταν. Ιδιαίτερα χρησιμοποιήθηκε από τους λογίους της Υστεροβυζαντινής εποχής, μεταξύ άλλων από τον Μάξιμο Πλανούδη, τον Θωμά Μάγιστρο και τον Χορτασμένο. 10. Το χειρόγραφο αυτό φέρει την έμμετρη επιγραφή: «και την Αριστείδου δε τήνδε την βίβλον/ γραφείσαν ίσθι παρά της Θεοδώρας/ καλώς εις άκρον γνησίως εσκεμμένην/ Ρώμης νέας άνακτο(ς) αδελφής τέκος/ Καντακουζηνής εξ ανάκτων Αγγέλων/ Δουκών φυείσης Παλαιολόγων φύτλης/ Ραούλ δάμαρτος Δούκα χαριτωνύμου/ Κομνηνοφυούς πρωτοβεστιαρίου». Βλ. Turyn, A., Codices Graeci Vaticani saeculis XIII et XIV scripti annorumque notis instructi (Vatican City 1964), σελ. 63-65 Λάμπρος, Σπ., «Σύμμικτα», Νέος Ελληνομνήμων 10 (1913), σελ. 347-8 Λάμπρος, Σπ., «Επιγράμματα Μαξίμου Πλανούδη», Νέος Ελληνομνήμων 13 (1916), σελ. 414-21. 11. Σήμερα ο κώδικας αυτός βρίσκεται στο Ιστορικό Μουσείο της Μόσχας. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Fonkić, B.L., Zametki o grečeskich rukopisjach Sovietskich chranilišč, Vizantijskij Vremennik 36 (1974), σελ. 134. 12. Σήμερα ο κώδικας αυτός βρίσκεται στο Μόναχο (Monac. gr. 430). 13. Λόγιος αρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας στα τέλη του 11ου αιώνα. 14. Σήμερα ο κώδικας βρίσκεται στο Παρίσι (Coislin. gr. 128). 15. Η ομάδα αυτή περιλαμβάνει εφτά Ευαγγέλια, τρεις Συνόψεις, τρία Ψαλτήρια, μία Καινή Διαθήκη και έναν Πραξαπόστολο. Βλ. Buchthal, H. Belting, H., Patronage in Thirteenth-Century Constantinople: An Atelier of Late Byzantine Book Illumination and Calligraphy (Washington D.C. 1978), σελ. 100-121. 16. Λάμπρος, Σπ., «Επιγράμματα Μαξίμου Πλανούδη», Νέος Ελληνομνήμων 13 (1916), σελ. 414-421. 17. Boissonade, F., Anecdota nova (1844), επανέκδοση Hildesheim 1962, σελ. 91-92. 18. Schopen, L. (ed.), Nicephori Gregorae Byzantina Historia 1, CSHB (Bonn 1829), σελ. 178. Βιβλιογραφία : Janin R., La géographie ecclésiastique de l empire byzantin, Ι. Le Siège de Constantinople et le Patriarcat Oecuménique 3: Les églises et les monastères, 2, Paris 1969 Constantinides C.N., Higher Education in Byzantium in the Thirteenth and Early Fourteenth Centuries (1204-ca. 1310), Nicosia 1982 Γεώργιος Παχυμέρης, Συγγραφικαί Ιστορίαι, Failler, A. (ed.), Georges Pachymérès. Relations historiques 1-2, Corpus Fontium Historiae Byzantinae 24/1-2, Paris 1984 Nicol D.M., The Byzantine Family of Kantakouzenos (Cantacuzenus) ca. 1100-1460. A Genealogical and Prosopographical Study, Washington 1968 Νικηφόρος Γρηγοράς, Ρωμαϊκή ιστορία, Bekker, I. Schopen, L. (eds.), Nicephori Gregorae historiae Byzantinae, I-ΙΙΙ, Corpus scriptorum historiae Byzantinae, Bonn I: 1829, II: 1830, III: 1855 Γουναρίδης Π., Το κίνημα των Αρσενιατών (1261-1310). Ιδεολογικές διαμάχες την εποχή των πρώτων Δημιουργήθηκε στις 9/1/2017 Σελίδα 4/7
Για παραπομπή : Κατσιαμπούρα Γιάννα,, 2002, Παλαιολόγων, Αθήνα 1999 Μάξιμος Πλανούδης, Επιστολαί, Treu, M. (ed.), Maximi monachi Planudis epistulae, Breslau 1890, ανατύπωση Amstelodamum 1960 Belting H., Buchthal H., Patronage in Thirteenth-Century Constantinople: An Atelier of Late Byzantine Book Illumination and Calligraphy, Washington D.C. 1978 Fassoulakis S., The Byzantine Family of Raoul-Ral(l)es, Athens 1973 Turyn A., Codices Graeci Vaticani saeculis XIII et XIV scripti annorumque notis instructi, Vatican City 1964 Maxwell K., "Another Lectionary of the Atelier of the Palaiologina, Vat. gr. 352", Dumbarton Oaks Papers, 37, 1983, 47-54 Nicol D.M., "Theodora Raoulaina, nun and scholar, c.1240-1300", Nicol D.M. (ed.), The Byzantine Lady: Ten Portraits 1250-1500, Cambridge 1994, 33-47 Nicol D.M., "The Greeks and the Union of the Churches. The Report of Ogerius, Protonotarius of Michael VIII Palaiologos, in 1280", Proceedings of the Royal Irish Academy, 63.3, I, 1962, 14-15 Talbot A.M., "Bluestocking Nuns: Intellectual Life in the Convents of Late Byzantium", Harvard Ukrainian Studies [= Okeanos. Essays presented to Ihor Sevcenko on his Sixtieth Birthday by his Colleagues and Students], 7, 1983, 604-618 Talbot A.M., "Raoulaina Theodora", A. Kazhdan (ed.), The Oxford Dictionary of Byzantium, 3, New York- Oxford 1991, 1772 Κουγέας Σ., "Zur Geschichte der Münchener Thukydideshandschrift", Byzantinische Zeitschrift, 16, 1907, 588-609 Λάμπρος Σπυρίδων, "Σύμμικτα", Νέος Ελληνομνήμων, 10, 1913, 347-348 Λάμπρος Σπυρίδων, "Επιγράμματα Μαξίμου Πλανούδη", Νέος Ελληνομνήμων, 13, 1916, 414-421 Γλωσσάριo : αρσενιάτες, οι Οπαδοί και υποστηρικτές του πατριάρχη Αρσένιου Αυτωρειανού, ο οποίος είχε αφορίσει το Μιχαήλ Η Παλαιολόγο. Ο Μιχαήλ κατόρθωσε το 1265 να απαλλαγεί από τον Αρσένιο έκτοτε οι οπαδοί του Αρσενίου βρίσκονταν σε ρήξη με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και δεν αναγνώριζαν τους διαδόχους του στον πατριαρχικό θρόνο. Πολιτικά ήταν οπαδοί της δυναστείας των Λασκάρεων και αντίπαλοι της δυναστείας των Παλαιολόγων. Η έριδα λύθηκε το 1284, με τη μεταφορά των λειψάνων του Αρσενίου στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης από τον Ανδρόνικο Β Παλαιολόγο. μέγας δομέστικος, ο Ανώτατος στρατιωτικός διοικητής. Το αξίωμα του μεγάλου δομεστίκου αντικατέστησε σε απροσδιόριστο χρόνο το αξίωμα του δομεστίκου των σχολών της Μέσης Βυζαντινής περιόδου. Κατά τον 11ο-12ο αιώνα ο μέγας δομέστικος διοικούσε τα ξεχωριστά στρατεύματα της Ανατολής και της Δύσης. Το 13ο αιώνα, ωστόσο, ο διαχωρισμός αυτός είχε εκλείψει. Ιεραρχικά τοποθετείται μετά τον πρωτοβεστιάριο και το μέγα στρατοπεδάρχη, ενώ το 14ο αιώνα μετά τον καίσαρα. Ως ανώτατος τίτλος δινόταν επίσης σε στενούς συγγενείς του αυτοκράτορα. μέγας στρατοπεδάρχης, ο Υψηλό στρατιωτικό αξίωμα που δημιουργήθηκε επί Θεοδώρου Β Λασκάρεως και αφορούσε κυρίως τον εξοπλισμό και τις προμήθειες των στρατιωτικών δυνάμεων της αυτοκρατορίας. Με το αξίωμα αυτό τιμήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 13ου αιώνα ο Γεώργιος Μουζάλων. Το 14ο και 15ο αιώνα ο μέγας στρατοπεδάρχης ήταν επικεφαλής στρατιωτικών μονάδων. Στην Aυτοκρατορία της Τραπεζούντας δήλωνε τον αρχηγό των Δημιουργήθηκε στις 9/1/2017 Σελίδα 5/7
Για παραπομπή : Κατσιαμπούρα Γιάννα,, 2002, πεζικών δυνάμεων. πρωτοβεστιάριος, ο (και πρωτοβεστιαρίτης) Ανώτερος αυλικός, υπεύθυνος του βασιλικού βεστιαρίου, της βασιλικής ιματιοθήκης. Το αξίωμα απονεμόταν σε ανώτατους αξιωματούχους και μελλοντικούς αυτοκράτορες. Αρχικά ο πρωτοβεστιάριος ήταν υπεύθυνος για το αυτοκρατορικό ιματιοφυλάκιο. Από τον 9ο έως τον 11ο αιώνα, οπότε το αξίωμα εξελίσσεται σε τιμητικό τίτλο, ο ρόλος του πρωτοβεστιαρίου μεταβάλλεται: εμφανίζεται πλέον ως επικεφαλής στρατευμάτων, ως υπεύθυνος για τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων με σκοπό την υπογραφή ειρήνης, καθώς και για τη διερεύνηση υποθέσεων συνωμοσίας κατά του αυτοκράτορα. Το 14ο αιώνα ο τίτλος παραχωρείται ιεραρχικά ανάμεσα σε αυτούς που έχουν τα υψηλότερα αξιώματα. Πηγές Παπαδόπουλος Κεραμεύς, Α., Ιεροσολυμιτική Βιβλιοθήκη Ι (Αγία Πετρούπολη 1891 1899), σελ. 345 («Επιστολή του σοφωτάτου ρήτορος παραμυθητική προς την πανευγενεστάτην κυράν Θεοδώραν Παλαιολογίναν την Ραούλαιναν, ότε τον θάνατον υπεδέξατο ο ευγενέστατος αυτής ανήρ, ο πρωτοβεστιάριος»). Λάμπρος, Σπ., «Επιγράμματα Μαξίμου Πλανούδη», Νέος Ελληνομνήμων 13 (1916), σελ. 414 21. Failler, A. (ed.), Georges Pachymérès Relations historiques 1, Corpus Fontium Historiae Byzantinae 24/1 2 (Paris 1984), σελ. 41. Schopen, L. (ed.), Nicephori Gregorae Byzantina Historia 1, Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae (Bonn 1829). Treu, M. (ed.), Maximi monachi Planudis epistulae (Breslau 1890). Boissonade, F. (ed.), Anecdota nova (1844 επανέκδ. Hildesheim 1962), σελ. 91 92. Παραθέματα Επίγραμμα του Μάξιμου Πλανούδη για το ναό του Αγίου Ανδρέα που ανακαίνισε η Θεοδώρα Ραούλαινα Στίχοι εις τον ναόν του Αγίου Ανδρέου ον ανήγειρεν η πρωτοβεστιαρία ηρωελεγείοι Μαξίμου του Πλανούδη Πειθομένη σε δόμοισιν εν ουρανίοισιν αληθώς ψυχή ναιετάειν, Ανδρέα κλεινότατε, και τω σώματι σείο νεών εδομήσατο τόνδε, κάλλεσιν ουρανίοις εν χθονί λαμπόμενον, η πάσαις ενί θηκυτέρησι σοφή Θεοδώρα αμφοτέρων τε λόγων κύδος αναψαμένη. Η γενέτης μεν έην Καντακουζηνός Ιωάννης, μήτηρ δ Ευλογίη αξίη ευλογίης, σύγγονος ούσα Παλαιολόγου Μιχαήλ βασιλήος, ου γόνος Ανδρόνικος πλείον άνακτος άναξ, κοινωνός βιότου δε Ραούλ πέλεν Ιωάννης, τιμήν ειληφώς πρωτοβεστιαρίου. Αύτη χηροσύνην έστερξεν αμέμπτως. έτρεφε νωλεμέως Χριστόν εν ενδεέσι, δόγματος ορθοτόμοιο χάριν πάθεν άλγεα πολλά, τίμα και φιλίην ει τις εφημερίων. Τοίη τω τοιώδε τοιόνδε σοι είσατο νηόν, Ανδρέα, και συ χάριν πλούσιον αντιμέτρει. Λάμπρος, Σπ., «Επιγράμματα Μαξίμου Πλανούδη», Νέος Ελληνομνήμων 13 (1916), σελ. 414 21. Δημιουργήθηκε στις 9/1/2017 Σελίδα 6/7
Για παραπομπή : Κατσιαμπούρα Γιάννα,, 2002, Χρονολόγιο 1240 (περίπου): Γέννηση Θεοδώρας 1256: Γάμος με τον Γεώργιο Μουζάλωνα 1258: Δολοφονία του Μουζάλωνα από μισθοφόρους του Μιχαήλ Παλαιολόγου περί το 1260: Γάμος της Θεοδώρας με τον Ιωάννη Ραούλ Κομνηνό Δούκα Άγγελο Πετραλίφα 1274: Θάνατος του Ιωάννη Ραούλ μετά το 1274: Η Θεοδώρα γίνεται μοναχή μετά το 1274: Εξορία της Θεοδώρας στο φρούριο του Αγίου Γρηγορίου στον Εύξεινο Πόντο 1282: Επιστροφή της Θεοδώρας στην Κωνσταντινούπολη 1284: Συμμετοχή της Θεοδώρας στη Σύνοδο του Αδραμυττίου 1284: Ανακαίνιση της μονής του Αγίου Ανδρέα εν κρίσει 1289: Καταφυγή του Γεωργίου Κυπρίου στη μονή 1295: Μέλος αυτοκρατορικής αντιπροσωπείας προς τον Αλέξιο Φιλανθρωπηνό 1300: Θάνατος της Θεοδώρας Βοηθ. Κατάλογοι Εργογραφία Papadopoulos Kerameus, A. (ed.), Vita Ss Theophanis et Theodori, στο Ανάλεκτα Ιεροσολυμιτικής Σταχυολογίας 4 (Jerusalem 1897), σελ. 185 223, και 5 (Jerusalem 1898), σελ. 397 399 [= Halkin, F., Bibliotheca Hagiographica Graeca 3, αρ. 1793) Δημιουργήθηκε στις 9/1/2017 Σελίδα 7/7