ΑΠΑΝΤΗΣΗ 1 ης ΕΡΩΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΑΣΕΠ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΘΕΟΛΟΓΩΝ ΠΕ 01 2009 1) Με αφορμή την αφήγηση του Διονυσίου Αλεξανδρείας (248 265) σχετικά με την λοιμώδη ασθένεια που ξέσπασε σε χριστιανούς και ειδωλολάτρες, ενώ ήταν ακόμα νωπή η ανάμνηση των διωγμών εναντίον των χριστιανών να αναπτύξετε: Ι. Πώς φαίνεται να αξιολογούν οι χριστιανοί της εποχής του Διονυσίου την ασθένεια, τον πόνο και τον θάνατο; Καταρχήν, ο ίδιος ο Διονύσιος Αλεξανδρείας στην Πασχάλια Επιστολή του, λέει ξεκάθαρα ότι οι χριστιανοί της εποχής του θεωρούν αυτές όλες τις δοκιμασίες, δηλαδή και τους διωγμούς και τα βασανιστήρια, αλλά και τις αρρώστιες και γενικότερα τον θάνατο, ως ένα είδος άσκησης. Είναι η δοκιμασία με την οποία έχουν τη δυνατότητα να δοκιμάσουν οι ίδιοι την πίστη τους, να δείξουν πόσο ισχυροί είναι εσωτερικά και ψυχικά και αυτό καθώς πλέον έχουν μέσα τους το Χριστό. Είναι με άλλα λόγια, μετά από το βάπτισμά τους, νέοι άνθρωποι, ανακαινισμένοι πνευματικά και ψυχικά και αυτό τους προσδίδει περρίσεια ηθική δύναμη και αντοχή. Εδώ χρειάζεται βέβαια να γίνει η εξής επεξήγηση. Όλα τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι καθίστανται μετά το βάπτισμά τους και όντας πια μέλη της Εκκλησίας του Χριστού, «υπεράνθρωποι». Δεν είναι ξαφνικά οντότητες εξωανθρώπινες, που δεν έχουν αισθήματα, που δεν συμμετέχουν στο δράμα, τις αγωνίες, τους πόνους, τις ελπίδες και τις προσδοκίες του ανθρώπινου γένους. Και αυτοί συνεχίζουν να πονούν, να αι 1
σθάνονται. Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, είναι «νέοι άνθρωποι» και αυτό με την έννοια, μεταξύ άλλων, ότι γίνονται πλέον μιμηταί Χριστού. Όπως δηλαδή ο Χριστός, απέδειξε και την υπακοή Του προς το θέλημα του Θεού Πατέρα και την Αγάπη Του προς το χειμαζόμενο από το θάνατο και το Διάβολο ανθρώπινο γένος, έτσι και αυτοί τώρα καλούνται με κάθε ευκαιρία να αποδείξουν ότι είναι Χριστιανοί, ότι είναι διατεθειμένοι να καταδείξουν την πίστη τους μέσα από έργα αγάπης, αφοσίωσης προς τον συνάνθρωπο, ασχέτως μάλιστα αν αυτός είναι άτομο διαφορετικών θρησκευτικών πεποιθήσεων ή ακόμα και ο ίδιος τους ο διώκτης. Ο ίδιος ο Διονύσιος Αλεξανδρείας προς το τέλος αυτού του αποσπάσματος, επισημαίνει ότι όλοι αυτοί οι χριστιανοί που χάθηκαν τότε, καθώς φρόντιζαν τους αρρώστους, επιδεικνύοντας αγάπη και φιλαδελφεία, είναι λαμπρά επαινούμενοι, αφού και αυτό το είδος θανάτου καθώς είναι αποτέλεσμα πολλής ευσέβειας και πίστης δεν θεωρήθηκε καθόλου υποδεέστερο του μαρτυρίου. Όλα αυτά λοιπόν καταδεικνύουν πώς βλέπει ο χριστιανός της εποχής του Διονυσίου Αλεξανδρείας τον πόνο και τον ίδιο το θάνατο. Δεν πρέπει εδώ άλλωστε να παραβλέπεται το ότι κατά τη συγκεκριμένη εποχή, καθώς ακόμα ο χριστιανισμός δεν είναι επισήμως και με κρατικές αποφάσεις αναγνωρισμένη θρησκείας, το να επικρατεί ένα αγωνιστικό πνεύμα στους κόλπους της αρχαίας Εκκλησίας. Ένα πνεύμα που συντηρείται σε μεγάλο ποσοστό και από τις αποκαλυπτικές ιδέες περί έλευσης της Β Παρουσίας και Τελικής Κρίσης, που διατυπώνονται για παράδειγμα ξεκάθαρα σε κάποιες από τις παύλειες επιστολές. Αυτή είναι η περίοδος, κατά την οποία κυριαρχεί το αγωνιστικό πνεύμα στην Εκκλησία, μια περίοδος όπου ακόμα δεν έχει συντελεστεί έντονη εκκοσμίκευση και παράλληλα οι χριστιανοί, όντας κάτω από ένα κλίμα διωγμών και έντονης αμφισβήτησης από το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο της εποχής, προσπαθούν σε κάθε ευκαιρία να καταδείξουν και την πίστη τους, αλλά και το ότι δεν αποτελούν απειλή για τον κοινωνικό ιστό και την επίσημη Πολιτεία. Άλλωστε, οι πράξεις τους, πρώτα και κύρια κατευθύνονται από τις βασικές και κυριάρχες ιδέες του Χριστιανισμού και της Εκκλησίας της οποίας είναι μέλη. Και είναι κάτι το φυσικό να επιδιώκουν να επιδεικνύουν συμπεριφορές όπως η αγάπη, η αλληλεγγύη, ο σεβασμός, η φιλαδελφεία και προς τον αλλόπιστο, καθώς όπως επισημάνθηκε πιο πάνω γίνονται «μιμηταί Χριστού» και αυτό αφού ο Χριστός είναι η κεφαλή αυτού του θεανθρώπινου οργανισμού που ονομάζεται Εκκλησία. 2
ΙΙ. Ποιες είναι οι θεολογικές προϋποθέσεις του κατά Χριστόν μαρτυρίου; Καταρχήν θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι το μαρτύριο δεν αποτελεί το αποτέλεσμα ενός νοσηρού, θρησκευτικού μυστικισμού, που απαρνιέται τη ζωή και τις χαρές της, από τη στιγμή μάλιστα που αυτά είναι δώρα ευλογημένα από τον ίδιο το Θεό προς το ανθρώπινο γένος. Δεν πρόκειται για μια στάση άρνησης της ζωής και της πραγματικότητας και περιφρόνησής τους. Είναι συνέπεια θερμής πίστης, που θέτει πάνω από κάθε άλλη αξία την αγάπη και την πίστη προς το Θεό. Οι μάρτυρες υπομένουν τα όποια βασανιστήρια και κακουχίες διότι εντάσσουν τις επίγειες αξίες στις υπερκείμενες συναρτήσεις του πνευματικού κόσμου και έχουν την εσωτερική ελευθερία και δύναμη για την οποία μιλά ο Απόστολος Παύλος στην Προς Φιλιππισίους Επιστολή του: «Πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ». Οι συνέπειες αυτής της ψυχολογικής κατάστασης είναι οι αποδείξεις πνεύματος και δυνάμεως, όπως λέει ο Παύλος στην Α Προς Κορινθίους Επιστολή του και οι ο ποίες συνοδεύουν το μαρτυριο. Πιο συγκεκριμένα, αυτές οι αποδείξεις πνεύματος και δυνάμεως είναι η λογική περίσκεψη, αφού έτσι και αλλοιώς ο μάρτυρας είναι στενά συνδεδεμένος στη ζωή του με τον Θεό Πατέρα και τον Χριστό που εκπροσωπούν τη λογική, τον ορθόν λόγον στον τελειότερο βαθμό, επίσης η ψυχική ηρεμία, το θάρρος, η ανδρεία, η ψυχική αγαλλίαση, ο δυναμισμός και ο ηρωϊσμός και η προσευχή και εκδήλωση συγγνώμης ακόμα και απέναντι στους δημίους και διώκτες, ως έσχατη έκφραση και βίωση της χριστιανικής Αγάπης σε όλο της το μεγαλείο. Ο μάρτυρας και αυτός είναι ένα ανθρώπινο ον που έχει να αντιμετωπίσει ενδοιασμούς, πειρασμούς, είναι ένα άτομο αντιμέτωπο με τους φόβους του, τις δικές του σκέψεις. Την ίδια στιγμή, όμως μέσα από την πίστη και την αγάπη πρώτα και κύρια προς τον ίδιο τον Κύριο, μέσα από το ολοκληρωτικό δόσιμό του και την αφιέρωσή του ψυχή τε και σώματι στο Θεό, κάτι άλλωστε που αποτελεί και τον απώτερο σκοπό του κάθε ανθρώπου όλων των εποχών, αποκτά εκείνη την ψυχοπνευματική «πανοπλία» και εκείνες τις προϋποθέσεις που του επιτρέπουν να φτάσει στο Μαρτύριο. Αυτή η προσέλευση στο Μαρτύριο δεν αποτελεί αυτοσκοπό, δεν είναι προσπάθεια προσωπικής προβολής και επίδειξης, καθώς τότε θα έπρεπε να μιλήσουμε για φαινόμενα αλαζόνείας και νοσηρού ατομισμού. Είναι το αποτέλεσμα της ολόθερμης πίστης και αγάπης προς το Θεό, την Εκκλησίαν και κατά προέκταση και προς τον πλησίον. 2) Mε βάση τις προηγούμενες απαντήσεις σας, να εκθέσετε με ποιους συγκεκριμένους τρόπους μπορεί να επιδράσει στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα η στάση που 3
αναδεικνύεται μέσα από το κείμενο του Διονυσίου Αλεξανδρείας απέναντι στον πλησίον, τον πόνο και το μαρτύριο. Είναι σαφές ότι και στη σημερινή εποχή η στάση που αναδεικνύεται μέσα από το συγκεκριμένο κείμενο είναι ιδιαίτερα επίκαιρη. Και αυτό, καθώς και σήμερα οι χριστιανοί καλούνται να ζήσουν αλλά και να δράσουν σε έναν κόσμο, όπου κυριαρχούν ο πόνος, ο πόλεμος, η αδικία, φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας, όπως η βία και η ε γκληματικότητα. Η δράση τους και με βάση μάλιστα τα όσα λέει για τη στάση των πρώτων χριστιανών ο Διονύσιος Αλεξανδρείας, μπορεί αναμφίβολα να αποτελέσει μια λύση και απάντηση στο πανανθρώπινο, εσωτερικό αίτημα για ελπίδα και ανακούφιση από τα τόσα δεινά που συνοδεύουν μεταπτωτικά το ανθρώπινο γένος. Και στη σημερινή εποχή, οι χριστιανοί μπορούν ενστερνιζόμενοι το παράδειγμα του ίδιου του Χριστού, να επιδείξουν σε κάθε περίπτωση αγάπη και πνεύμα φιλαδελφείας τόσο απέναντι στα μέλη της Εκκλησίας, όσο και απέναντι σε αλλόθρησκους αλλά και άθεους. Άλλωστε μια τέτοια συμπεριφορά είναι ιδιαίτερα σημαντική σε μια ε ποχή όπου και πάλι επιστρέφουν οι θρησκευτικοί φανατισμοί και οι συγκρούσεις μεταξύ ατόμων διαφορετικών θρησκευτικών πεποιθήσεων. Η στάση των χριστιανών, μια στάση που θα σημαδεύεται από κινήσεις και πράξεις ειλικρινείς και ανιδιοτελείς και με τις οποίες σκοπός δεν θα είναι η προσωπική προβολή, όπως προαναφέρθηκε, αλλά η υπηρεσία τόσο του Θεού όσο και των συνανθρώπων, μπορεί να αποτελέσει το νέο σπόρο για μια αλλαγή, για μια ποιοτική ανακαίνιση της κοινωνικής πραγματικότητας. Ο χριστιανός κατά το πρότυπο του Εσταυρωμένου Χριστού είναι διατεθειμένος να θυσιαστεί, να υποφέρει τα πάνδεινα, τις ταπεινώσεις, τον πόνο και τη χλεύη των ανθρώπων, απέναντι στους οποίους δεν είναι δυνατόν να καλλιεργεί σκέψεις και προθέσεις αντεκδίκησης και μίσους. Απεναντίας στόχος του είναι να προσεύχεται ακόμα και για τους χειρότερους διώκτες του. Να προσεύχεται και να καταδεικνύει στην πράξη την αγάπη του απέναντι και σε αυτά τα άτομα. Για να συμβεί αυτό, ο χριστιανός πρώτα και κύρια πρέπει να αγαπήσει βαθιά και με όλη τη δύναμη της ψυχής και του νου του το Θεό. Τότε, θα έχει τη δυνατότητα να αγαπήσει αληθινά και τον συνάνθρωπο και να αφιερώσει τη ζωή του στην υπηρεσία τόσο του ίδιου του Θεού όσο και των ανθρώπων. Στη σύγχρονη πραγματικότητα, όπου κυριαρχουν στοιχεία, όπως ο άκρατος υ λισμός, η κοσμικότητα, ο ατομισμός, η ιδεολογία του χρήματος και της δύναμης εις βάρος μάλιστα των πιο αδύναμων, το έργο αυτό του αληθινού χριστιανού είναι δύσκολο 4
και αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις. Είναι όμως και η ευκαιρία για την άθληση της ψυχής του, αφού ο χριστιανός μέσα από την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων που συνεπάγονται συχνά πόνο ψυχοσωματικό, μπορεί να δείξει στον κόσμο ότι είναι φορέας ανώτερων, και ποιοτικά διαφορετικών ιδεωδών και αξιών. Με αυτές τις αξίες είναι εφικτό σιγά σιγά, αλλά σταθερά να γονιμοποιηθεί το έδαφος στο οποίο θα ξεφυτρώσουν η αδελφοσύνη, η αλληλεγγύη, ο αλληλοσεβασμός και πρώτα και κύρια η μέγιστη χριστιανική αρετή και ιδιότητα. Η Αγάπη. 5
1.β 31. α 2.γ 32. γ 3.β 33. γ 4.γ 34. γ 5.β 35. β 6.β 36. β 7.δ 37. γ 8.β 38. γ 9.α 39. δ 10.γ 40. δ 11.β 41. γ 12.γ 42. β 13.α 43. δ 14.β 44. β 15.α 45. γ 16.δ 46. γ 17.β 47. γ 18.γ 48. γ 19.δ 49. β 20.δ 50. γ 21.α 51. α 22.α 52. γ 23.β 53. β 24.γ 54. δ 25.α 55. α 26.δ 56. γ 27.β 57. γ 28.γ 58. γ 29.β 59. α 30.β 60. β 6