English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard McKirahan, Pomona College 2015

Σχετικά έγγραφα
Προτασιακή Λογική. Τμήμα Μηχανικών Πληροφορικής ΤΕ ΤΕΙ Ηπείρου Γκόγκος Χρήστος

Συστήματα Γνώσης. Θεωρητικό Κομμάτι Μαθήματος Ενότητα 2: Βασικές Αρχές Αναπαράστασης Γνώσης και Συλλογιστικής

ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ. Ενότητα 9: Προτασιακή λογική. Ρεφανίδης Ιωάννης Τμήμα Εφαρμοσμένης Πληροφορικής

ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Λογική. Προτασιακή Λογική. Λογική Πρώτης Τάξης

Υπολογιστικά & Διακριτά Μαθηματικά

Τεχνητή Νοημοσύνη (ΥΠ23) 6 ο εξάμηνο Τμήμα Πληροφορικής και Τηλεματικής Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Ουρανία Χατζή

Διακριτά Μαθηματικά ΙΙ Χρήστος Νομικός Τμήμα Μηχανικών Η/Υ και Πληροφορικής Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 2018 Χρήστος Νομικός ( Τμήμα Μηχανικών Η/Υ Διακριτά

ΘΕΩΡΊΕς ΜΆΘΗΣΗς ΚΑΙ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΆ

Lecture 2. Soundness and completeness of propositional logic

Κατηγορηματικός Λογισμός (ΗR Κεφάλαιο )

Επιστημονική Εξήγηση. 26 Οκτ. 2016

Εισαγωγή στις Βάσεις Δεδομζνων II

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Σύνολα, Σχέσεις, Συναρτήσεις

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Λογικοί πράκτορες. Πράκτορες βασισµένοι στη γνώση

EΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

ΠΑΣ/ΠβΑΣ Λίστα Δεξιοτήτων (5 η Έκδοση)

Οι Διαισθήσεις ως το εργαστήριο της Φιλοσοφίας

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ ( )

Η παρατήρηση της τάξης των μαθηματικών και ο αναστοχασμός ως εργαλεία επαγγελματικής μάθησης και ανάπτυξης

Λογική. Μετά από αυτά, ορίζεται η Λογική: είναι η επιστήμη που προσπαθεί να εντοπίσει και να αναλύσει τους καθολικούς κανόνες της νόησης.

4. Ο,τιδήποτε δεν ορίζεται με βάση τα (1) (3) δεν είναι προτασιακός τύπος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Μηχανική Μάθηση

Ηθική & Τεχνολογία Μάθημα 12 ο Τεχνητή Νοημοσύνη & Ηθική. Μετανθρωπισμός: 27/1/2015

ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ

Κεφάλαιο 8. Βασικές Αρχές Αναπαράστασης Γνώσης και Συλλογιστικής. Τεχνητή Νοηµοσύνη - Β' Έκδοση

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ. Λογική. Ενότητα 1: Εισαγωγή. Δημήτρης Πλεξουσάκης Τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών

παράγραφος Εκταση Περιεχόμενο Δομή Εξωτερικά στοιχεία 8-10 σειρές Ολοκληρωμένο νόημα Οργανωμένη και λογική Εμφανή και ευδιάκριτα

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 1. Βασικές αρχές 1-1

, για κάθε n N. και P είναι αριθμήσιμα.

Εισαγωγή: ΑυτοοργΑνωση, AνΑδυση και ΠολυΠλοκοτητΑ κεφάλαιο 1: ΜοριΑκη BιολογιΑ και EΠιστηΜΕσ τησ ΠληροφοριΑσ

ΛΟΓΙΚΟ-ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ & ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ ΚΑΝΟΝΑΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ. Λογική. Δημήτρης Πλεξουσάκης

mail:

Αναπαράσταση και μεθοδολογικοί φόβοι

Συλλογιστική εξαγωγής συμπερασμάτων από συγκεκριμένες υποθέσεις δοθείσα μεθοδολογία διαδικασία της σκέψης, πρέπει να «συλλογιστεί» υπόθεση/παραγωγή

Αναπαράσταση Γνώσης και Συλλογιστικές

Θεωρία Υπολογισμού και Πολυπλοκότητα

Οργανωσιακή μάθηση. Εισηγητής : Δρ. Γιάννης Χατζηκιάν

Περιεχόμενα. Προλογικό Σημείωμα... 17

Ηθική & Τεχνολογία Μάθημα 1 ο Εισαγωγή στις Βασικές Έννοιες

ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ - ΟΔΗΓΙΕΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ

Ελληνο-Αγγλικό Γλωσσάριο Φιλοσοφικών Όρων Richard McKirahan, Pomona College 2015

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

ΚΕΙΜΕΝΑ Ι 1. 1 Τα κείμενα που ακολουθούν συνοδεύουν και υποβοηθούν τη μελέτη των αντίστοιχων

Δημιουργώντας μια Συστηματική Θεολογία

Τεχνητή Νοημοσύνη ( )

Η ΔΙΚΑΙΙΚΗ ΘΕΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ. Αλέξης ΤΑΤΤΗΣ, Δ.Ν. Μάιος 2013

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ

Ευχαριστίες Δύο λόγια από την συγγραφέα... 17

ΗΥ Λογική. Διδάσκων: Δημήτρης Πλεξουσάκης Καθηγητής

ΣΧΕΔΙΟ ΕΠΟ 22 2 ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. Βασικές Αρχές. Καθηγητής Α. Καρασαββόγλου Επίκουρος Καθηγητής Π. Δελιάς

Λογική. Φροντιστήριο 3: Συνεπαγωγή/Ισοδυναμία, Ταυτολογίες/Αντινομίες, Πλήρης Αλγόριθμος Μετατροπής σε CNF

ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ

ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: 2

Θεωρία Υπολογισμού και Πολυπλοκότητα Μαθηματικό Υπόβαθρο

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ Ή ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ

ΛΟΓΙΣΜΟΣ ΜΙΑΣ ΜΕΤΑΒΛΗΤΗΣ, ΕΣΠΙ 1

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ. Ενότητα 9: Η σχέση μεταξύ νόμου και ελευθερίας. Παρούσης Μιχαήλ. Τμήμα Φιλοσοφίας

II29 Θεωρία της Ιστορίας

ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΑΓΓΛΩΝ ΕΜΠΕΙΡΙΣΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΓΝΩΣΗ

Απόκριση σε Μοναδιαία Ωστική Δύναμη (Unit Impulse) Απόκριση σε Δυνάμεις Αυθαίρετα Μεταβαλλόμενες με το Χρόνο. Απόστολος Σ.

Η Θεωρία του Piaget για την εξέλιξη της νοημοσύνης

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΓΝΩΣΗΣ. ΤΕΙ ΑΜΘ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΣ Γεώργιος Θερίου

Σημειώσεις Λογικής I. Εαρινό Εξάμηνο Καθηγητής: Λ. Κυρούσης

II29 Θεωρία της Ιστορίας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΓΝΩΣΗ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΑΠO ΤΟ ΑΙΣΘΗΤO ΣΤΟ ΝΟΗΤO

ΕΙ ΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΧΑΡΤΗΣ ΧΡΗΣΗ ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. β. φιλιππακοπουλου 1

Μάθημα: Δ3. Δίκτυα Γνώσης και Σημασιολογικός Ιστός. Διάλεξη 01 & 02. Δρ. Γεώργιος Χρ. Μακρής

ΒΑΣΕΙΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ - ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΒΔ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Περιεχόμενα 1 Πρωτοβάθμια Λογική Χρήστος Νομικός ( Τμήμα Μηχανικών Η/Υ Διακριτά και Πληροφορικής Μαθηματικά Πανεπιστήμιο ΙΙ Ιωαννίνων ) / 60

Πρόλογος. Πρόλογος 13. Πώς χρησιμοποείται αυτό το βιβλίο 17

Υποθετικές προτάσεις και λογική αλήθεια

Ιστοεξερευνήσεις Στοχοθετημένη διερεύνηση στο Διαδίκτυο. Τ. Α. Μικρόπουλος

Αναλυτική Στατιστική

Αναπαράσταση Γνώσης. Αναπαράσταση Γνώσης με Λογική. Προτασιακή Λογική Λογική Πρώτης Τάξης

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος των συγγραφέων για την ελληνική έκδοση... xxiii ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Κεφάλαιο 1. Παρουσίαση της ψυχολογίας της ανάπτυξης...

Εννοιολογική χαρτογράφηση: Διδακτική αξιοποίηση- Αποτελέσματα για το μαθητή

Δεύτερη Συνάντηση ΜΑΘΗΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Κάππας Σπυρίδων

Σύµφωνα µε την Υ.Α /Γ2/ Εξισώσεις 2 ου Βαθµού. 3.2 Η Εξίσωση x = α. Κεφ.4 ο : Ανισώσεις 4.2 Ανισώσεις 2 ου Βαθµού

Υπολογιστική Λογική και Λογικός Προγραμματισμός

Τεχνητή Νοημοσύνη (ΥΠ23) 6 ο εξάμηνο Τμήμα Πληροφορικής και Τηλεματικής Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Ουρανία Χατζή

Θέμα: «Η ιστορική μέθοδος ερμηνείας» Υπεύθυνος καθηγητής: κ. Ανδρέας Δημητρόπουλος

Ισότητα, Αλγεβρικές και Αναλυτικές Ιδιότητες Πραγματικών Ακολουθιών

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Ασφαλή Συστήματα Μέθοδοι ελέγχου και εξακρίβωσης ορθής λειτουργίας

Κωνσταντίνος Π. Χρήστου

Αριθμητική Ανάλυση και Εφαρμογές

HMY 795: Αναγνώριση Προτύπων

710 -Μάθηση - Απόδοση

710 -Μάθηση - Απόδοση

ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΑ ΔΙΚΤΥΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΘΕΩΡΙΑΣ ΣΥΝΟΡΘΩΣΕΩΝ

Αρχές Φιλοσοφίας Β Λυκείου Τράπεζα Θεμάτων: 2 ο κεφάλαιο «Κατανοώντας τα πράγματα»

Transcript:

English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard McKirahan, Pomona College 2015

A a fortiori κατά μείζονα λόγο a posteriori α ποστεριόρι, εκ των υστέρων a priori α πριόρι, εκ των προτέρων abduce απάγω abduction απαγωγή absolute (adj.) απόλυτος absolute (n.) απόλυτο absorb απορροφώ absorption απορρόφηση abstract (adj.) αφηρημένος abstract (v.) αφαιρώ abstraction αφαίρεση acceptance αποδοχή, παραδοχή access πρόσβαση accident συμβεβηκός accidental κατά συμβεβηκός, συμπτωματικός, τυχαίος accidentalism τυχαιοκρατία accuracy ακρίβεια accurate ακριβής, επακριβής acosmism ακοσμισμός acquaintance γνωστική επαφή, εξοικείωση acquaintance: knowledge by acquaintance γνώση εξ άμεσου γνωριμίας acquainted: be acquainted γνωρίζω, έχω εξοικείωση, έχω γνωριμία acquire αποκτώ acquired επίκτητος acquisition απόκτηση, πρόσκτηση act πράξη act: purposive act σκόπιμη ενέργεια, σκόπιμη πράξη action δράση, ενέργεια, πράξη activate ενεργοποιώ activation ενεργοποίηση active ενεργητικός, ενεργός actual αληθινός, ενεργεία, ενεργός, πραγματικός actualism ενεργειοκρατία adapt προσαρμόζω, προσαρμόζομαι adaptation προσαρμογή adapted προσαρμοσμένος adaptive προσαρμόσιμος, προσαρμοστικός add προσθέτω addition πρόσθεση, προσθήκη additive προσθετικός additivity προσθετικότητα

adequacy επάρκεια adequate επαρκής adherence εμμονή, πίστη, προσκόλληση, υπακοή adherent θιασώτης, οπαδός, υπερασπιστής, υπέρμαχος, υποστηρικτής adiaphoristic αδιαφοριστικός, θεολογικά αδιάφορος adjunction προσάρτηση, πρόσζευξη adventitious συμπτωματικός adverb επίρρημα adverbial επιρρηματικός adverbialism επιρρηματικοποίηση adversative αντιθετικός, εναντιωματικός aesthete αισθητής aesthetic αισθητικός aestheticism αισθητισμός aesthetics αισθητική affair: state of affairs κατάσταση πραγμάτων affirm βεβαιώνω, καταφάσκω affirmation βεβαίωση, κατάφαση affirmative επιβεβαιωτικός, καταφατικός affirmative action επιβεβαιωτική πράξη, θετική δράση affirming the consequent επιβεβαίωση της επομένης after-image μετείκασμα afterlife μετά θάνατον ζωή, μεταθανάτια ζωή agent δρων, δρων υποκείμενο, πράττων agent intellect δρων νους, ποιητικός νους aggregate (adj.) αθροιστικός, συνολικός aggregate (n.) σύμπλεγμα, σύνολο aggregate (v.) αθροίζω, συμπεριλαμβάνω agnosticism αγνωσιαρχία, αγνωστικισμός akrasia ακρασία alethic modality αληθειακή τροπικότητα algorithm αλγόριθμος alienation αλλοτρίωση, αποξένωση allowable επιτρεπτός alogical εξωλογικός alteration μετατροπή alternate (adj.) έκ περιτροπής, εναλλακτικός, εναλλάξ alternate (v.) εναλλάσσομαι alternation αλληλοδιαδοχή, εναλλαγή alternative εναλλακτικός altruism αλτρουισμός, φιλαλληλία ambiguity αμφισημία, διφορούμενο, ομωνυμία ambiguity: scope ambiguity αμφισημία εμβέλειας ambiguous αμφίβολος, αμφίσημος, ασαφής, διφορούμενος amphiboly αμφιβολία, αμφιλογία

analogous ανάλογος analogy αναλογία analyse αναλύω analysis ανάλυση analytic αναλυτικός analytical αναλυτικός analyticity αναλυτικότητα anaphora αναφορά anaphorism αναφορικότητα anarchism αναρχισμός anomalism ανώμαλος χαρακτήρας anomalous ανώμαλος anomaly ανωμαλία anosognosia ανοσογνωσία antecedent (n.) ηγούμενη, ηγούμενο, προγενέστερο, προηγούμενο, προκείμενη antecedent: denying the antecedent άρνηση της ηγούμενης anthropomorphism ανθρωπομορφισμός anticipation προάγγελος, προαναγγελία, πρόληψη anticipatory προληπτικός, προνοητικός anti-essentialism αντι-ουσιοκρατία anti-factualist αντι-πραγματιστής anti-holism αντι-ολισμός antilogism αντιλογισμός antinomianism αντινομισμός antinomy αντινομία antiphasis αντίφαση antirealism αντιρεαλισμός antisymmetrical αντισυμμετρικός anxiety άγχος, αγωνία anxious αγχομένος aphasia αφασία apodeictic αποδεικτικός apodosis απόδοση appearance εμφάνιση, φαινόμενο appearing εμφάνιση apperception επαναντίληψη, κατάληψη applicative εφαρμοστικός approbation επιδοκιμασία appropriate (adj.) κατάλληλος, πρέπον appropriate (v.) ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι arational άλογος, ανορθολογικός, μη ορθολογικός arbitrary αυθαίρετος, τυχαίος archetype αρχέτυπο argument επιχείρημα argument (of a function) όρισμα

argument: deductive argument παραγωγή, παραγωγικό argument: sound argument ορθό επιχείρημα argumentation επιχειρηματολογία argumentative επιχειρηματολογικός arithmetization αριθμητικοποίηση articulate αρθρωμένος artifact τεχνούργημα artificial τεχνητός ascetic ασκητικός asceticism ασκητική ζωή, ασκητισμός ascribe αποδίδω ascription απόδοση ascriptivism καταλογισμός aspect όψη, πλευρά, πτυχή assert βεβαιώνω, ισχυρίζομαι assertability βεβαιωσιμότητα assertion απόφανση, βεβαίωση, επιβεβαίωση, ισχυρισμός assertive βεβαιωτικός, κατηγορηματικός assertoric βεβαιωτικός assessment αποτίμηση association προσεταιρισμός, συνειρμός, συσχέτιση, συσχετισμός associationism θεωρία του συνειρμού, συνειρμισμός associative προσεταιριστικός, συνειρμικός associativity προσεταιριστικότητα, συνειρμικότητα assume υποθέτω assumption άποψη, θέση, παραδοχή, προϋπόθεση, υπόθεση asyllogistic ασυλλογιστικός asymmetric ασύμμετρος asymmetrical ασυμμετρικός asymmetry ασυμμετρία atomism ατομική θεωρία, ατομισμός attention προσοχή, σημασία attitude διάθεση, στάση attitude: propositional attitude προτασιακή στάση attribute (n.) απόδοση, γνώρισμα, ιδιότητα, κατηγόρημα, κατηγορούμενο, χαρακτηριστικό attribute (v.) αποδίδω attribution απόδοση, κατηγόρηση atttribution: belief attribution απόδοση πεποίθησης attunement συντονισμός authentic αυθεντικός authenticate πιστοποιώ την αυθεντικότητα authenticity αυθεντικότητα authoritarian απολυταρχικός, αυταρχικός authoritarianism απολυταρχία, αυταρχισμός

authority αυθεντία authority: first person authority πρωτοπρόσωπη αυθεντία autonomous αυτεξούσιος, αυτόνομος autonomy αυτονομία avenge εκδικούμαι avowal αναγνώριση, αποδοχή, επιβεβαίωση, παραδοχή aware: be aware έχω συνείδηση awareness επίγνωση axiom αξίωμα axiom: pairing axiom αξίωμα ζεύγους axiomatic αξιωματικός axiomatization αξιωματικοποίηση axiomatize αξιοματικοποιώ

B backward balance (n.) balance (v.) bare particular base basic basic statement basis bayesian Bayesianism bearer bearer: truth bearer begging the question behavior behavior: purposive behavior behaviorism being being: nonbeing belief belief attribution biconditional binary binding variable bioethics bivalence bivalent Boolean function borderline bound (adj.) bound (n.) bound: greatest lower bound bound: least upper bound bound: lower bound bound: upper bound bound variable boundary (adj.) boundary (n.) bounded bracket (n.) οπισθοδρομικός, οπισθόδρομος, πίσω ισορροπία ισορροπώ γυμνό επιμέρους, γυμνό καθέκαστο, σκέτο επιμέρους, σκέτο καθέκαστο βάση βασικός, θεμελιώδης βασική δήλωση βάση μπεϋζιανός μπεϋζιανισμός φορέας φορέας αληθείας λήψη του ζητουμένου, ψευδώνυμος συλλογισμός παρά την λήψιν του ζητουμένου συμπεριφορά σκόπιμη συμπεριφορά θεωρία της συμπεριφοράς, μπιχεβιορισμός, συμπεριφορισμός είναι, ον μη είναι, μη ον πεποίθηση, πίστη απόδοση πεποίθησης αμφίδρομη συνεπαγωγή, διπλή συνεπαγωγή, ισοδυναμία διθέσιος, διμελής, διπλός, δυαδικός δεσμεύουσα μεταβλητή βιοηθική δισθένεια δισθενής συνάρτηση Μπουλ συνοριακός δεσμευμένος, συνδεδεμένος όριο, πέρας, σύνδεση, φράγμα, φραγμός μέγιστο κάτω φράγμα, μέγιστος κάτω φραγμός ελάχιστο άνω φράγμα, ελάχιστος άνω φραγμός κάτω φράγμα, κάτω φραγμός άνω φράγμα, άνω φραγμός δεσμευμένη μεταβλητή οριακός όριο, πέρας, σύνορο οριακός αγκύλη

bracket (v.) θέτω εντός παρενθέσεως, θέτω σε παρένθεση bundle theory θεωρία δέσμης

C calculus calculus: predicate calculus calculus: propositional calculus calculus: sentential calculus canon canonical capitalism cardinal cardinal number cardinality case case: is the case casuistry categorematic categorical categoricity category category mistake catharsis causal causality causation cause (n.) cause: efficient cause cause: final cause censor (v.) censorship censure central central state (adj.) certain certainty chain argument chain of being challenge (n.) challenge (v.) chance change (n.) change (v.) characteristic (adj.) characteristic (n.) λογισμός κατηγορηματικός λογισμός, κατηγορικός λογισμός προτασιακός λογισμός αποφαντικός λογισμός, προτασιακός λογισμός κανόνας κανονικός, κανονιστικός καπιταλισμός, κεφαλαιοκρατία απόλυτος, βασικός, θεμελιώδης, κύριος πληθικός αριθμός πληθικότητα περίπτωση ισχύει καζουιστική, περιπτωσιοκρατία κατηγορηματικός κατηγοριακός, κατηγορικός κατηγορικότητα κατηγορία κατηγοριακό σφάλμα κάθαρση αιτιακός, αιτιώδης αιτιατό, αιτιότητα αιτιακή σύνδεση, αιτιότητα, αιτιώδης-αιτιακή επενέργεια αιτία, αίτιο ποιητικό αίτιο τελικό αίτιο λογοκρίνω λογοκρισία επικρίνω, επιπλήττω κεντρικός κεντρικών καταστάσεων βέβαιος βεβαιότητα αλυσιδωτό επιχείρημα αλυσίδα του είναι, αλυσίδα του όντος αμφισβήτηση, πρόκληση αμφισβητώ, προκαλώ τύχη αλλαγή, μεταβολή αλλάζω, αλλάσσω, αλλοιώνω, μεταβάλλω, τροποποιώ χαρακτηριστικός χαρακτηριστικό

charity γενναιοδωρία choice αίρεση, επιλογή choose διαλέγω, επιλέγω choosing (n.) επιλογή circle κύκλος circle: vicious circle φαύλος κύκλος circuit κύκλωμα, περιοδεία circumstance περίπτωση, περίσταση circumstantial περιστασιακός claim (n.) αξίωση, ισχυρισμός clarity διαύγεια, ενάργεια, καθαρότητα, σαφήνεια class κατηγορία, κλάση, σύνολο, τάξη, ταξινόμηση class: equivalence class κλάση ισοδυναμίας classification κατάταξη, ταξινόμηση classificatory ταξινομητικός, ταξινομικός classify ταξινομώ clear πρόδηλος, σαφής, φανερός clearness ενάργεια, σαφήνεια closed κλειστός closure κλείσιμο, κλειστότητα cluster δέσμη, ομάδα, πλέγμα, σύνολο coenaesthesis συναίσθηση coextensionality συνεκτασιμότητα coextensive ιδίας εκτάσεως, ισόκυρος, ομοεκτατός, συνεκτασιακός cognition αντίληψη, γνώση, γνωστικές διεργασίες cognitive γνωσιακός, γνωστικός cognitivism γνωσιοκρατία cognitivism: noncognitivism μη γνωσιοκρατία cognitivist (adj.) γνωσιαρχικός, γνωσιοκρατικός cognitivist (n.) γνωσιοκράτης cognitivist: noncognitivist (adj.) μη γνωσιοκρατικός cognitivist: noncognitivist (n.) μη γνωσιοκράτης cognize αντιλαμβάνομαι, γνωρίζω cohere έχω συνοχή, συνενώνομαι coherence συνοχή coherent συνεκτικός coherentism συνεκτικισμός cohesion συνοχή coincide συμπίπτω coincidence σύμπτωση co-instantiation συνέκφανση, ταυτόχρονη εκδήλωση collection συλλογή, συναγωγή collectivity συλλογικότητα combination συνδυασμός combinatorial συνδυαστικός combinatory logic συνδυαστική λογική

combine συνδυάζω, συνδυάζομαι communitarian κοινοτικός communitarianism κοινοτικό πνεύμα, κοινοτισμός commutation αντιμεταθεση, εναλλαγή, μετάθεση, συμμετάλλαξη commutative αντιμεταθετικός commutativity αντιμεταθετικότητα, μεταθετικότητα compact (adj.) συμπαγής compactness συμπάγεια comparability συγκρισιμότητα comparable συγκρίσιμος comparative συγκριτικός compatibilism συμβατοκρατία compatibility συμβατότητα compatible συμβατός complement (n.) συμπλήρωμα complement (v.) συμπληρώνω complementary συμπληρωματικός complete (adj.) ολόκληρος, πλήρης complete (v.) συμπληρώνω completeness πληρότητα complex (adj.) περίπλοκος, πολύπλοκος, πολυσύνθετος, σύνθετος complex (n.) σύμπλεγμα, σύνθεση complexity πολυπλοκότητα, συνθετότητα component (n.) συνθετικό, συνιστώσα, συστατικό composite (adj.) σύνθετος composite (n.) σύνθεση composition σύνθεση compositionality συνθεσιακότητα compossible από κοινού δυνατόν compound (adj.) συμμιγής, σύνθετος compound (v.) συνδυάζω, συνθέτω comprehend καταλαβαίνω, κατανοώ comprehension συμπερίληψη comprehensive διεξοδικός, ευρύς, περιεκτικός, συνεκτικός computability υπολογισιμότητα computable υπολογίσιμος computation υπολογισμός computational υπολογιστικός compute υπολογίζω computing υπολογιστικός conation ενόρμηση conative ενορμικός conceivability νοητικότητα conceivable διανοητός conceive διανοούμαι, συλλαμβάνω concentrate συγκεντρώνω

concentration συγκέντρωση concept έννοια conception σύλληψη conceptual εννοιολογικός conceptualism εννοιοκρατία conclude καταλήγω στο συμπέρασμα, συμπεραίνω, τελειώνω conclusion αποτέλεσμα, συμπέρασμα concomitant επακόλουθος, συνακόλουθος concrete (adj.) συγκεκριμένος concretism συγκεκριμενοκρατία, συγκεκριμενοποίηση condition συνθήκη condition: truth condition συνθήκη αληθείας conditional (adj.) δεσμευτικός, κατά συνθήκη, υποθετικός conditional (n.) υπόθεση, υποθετική πρόταση, υποθετικό conditional: counterfactual conditional αντιγεγονικός υποθετικός λόγος conditional: material conditional υλικός υποθετικός conditionalization συνθηκοποίηση conditioning εξαρτημένη μάθηση conduct συμπεριφορά confidence αξιοπιστία configuration σχηματισμός confinement περιορισμός confirm επιβεβαιώνω, επικυρώνω confirmation επιβεβαίωση, επικύρωση confused συγκεχυμένος conjecture (n.) εικασία conjecture (v.) εικάζω conjoin συζευγνύω, συναρμόζω, συνδέω conjunct σύζευγμα, συζευκτικό μέρος conjunction σύζευξη, σύνδεση, σύνδεσμος conjunctive συζευκτικός connate συμφυής, σύμφυτος connected συνεκτικός connection επαφή, σύνδεση, συνοχή connectionism συνδετισμός connective (n.) σύνδεσμος, συνδετικό connotation συνδήλωση connotative παραδηλωτικός, συνδηλωτικός conscience συνείδηση conscious συνειδητός conscious: non-conscious μη συνειδητός consciousness συνειδέναι, συνείδηση consecutive διαδοχικός consensus κοινή συγκατάνευση, ομοφωνία consensus συναίνεση consent (n.) συναίνεση

consent (v.) δέχομαι, συγκατατίθεμαι, συναιvώ consequence ακόλουθο, επίπτωση, συνέπεια consequence: material consequence υλική συνέπεια consequent (adj.) ακόλουθος, επόμενος, συνακόλουθος consequent (n.) διαιρέτης, επόμενη, επόμενο consequent: affirming the consequent επιβεβαίωση της επομένης consequentialism συνεπειοκρατία consequently κατά συνέπεια, εν συνέχεια conservation διατήρηση, συντήρηση conservatism συντηρητισμός consist συνίσταμαι consistency συνέπεια consistent συνεπής constant (adj.) σταθερός constant (n.) σταθερά constant: individual constant ατομική σταθερά constant: primitive constant πρωταρχική σταθερά constate διαπιστώνω constative διαπίστωση, διαπιστωτικός constituent συστατικό constitute συνιστώ constitution συγκρότηση, σύνταγμα, σύσταση constitutional συνταγματικός, συστατικός constitutionalism συνταγματισμός constrain αναγκάζω, εξαναγκάζω, περιορίζω constrained περιορισμένος constraining περιοριστικός constraint καθορισμός, καταναγκασμός, περιορισμός constraint: soft constraint ήπιος περιορισμός construct (n.) κατασκευή, σχεδιασμός construct (v.) κατασκευάζω constructability κατασκευασιμότητα, κατασκευοκρατία construction κατασκευή constructive δημιουργικός, κατασκευαστικός constructivism εποικοδομητισμός, κατασκευασιοκρατία construe εκλαμβάνω, ερμηνεύω consummation ολοκλήρωση contemplate θεάζομαι contemplation ενατένιση, θέαση, θεώρηση contents (n.) περιεχόμενο context πλαίσιο, πλαίσιο αναφοράς, συμφραζόμενα (τα), σύμφραση contextual πλαισιακός, συμφραστικός contextualism πλαισιοκρατία, συμφρασιοκρατία continental ηπειρωτικός contingency ενδεχομενικότητα, ενδεχόμενο

contingent (adj.) ενδεχόμενος contingent (n.) ενδεχομενικό (n.) continuant (n.) συνεχές continuity συνέχεια continuous συνεχής continuum συνεχές contract (n.) συμβόλαιο contract: social contract κοινωνικό συμβόλαιο contractarianism συμβολαιοκρατία contractualism συμβολαιοκρατία contradict αντικρούω, διαψεύδω contradiction αντίφαση contradiction: noncontradiction μη αντίφαση contradiction: noncontradiction, principle of αρχή της μη αντίφασης contradictory αντιφατικός contraposition αντιθετοαναστροφή, αντιμετάθεση contrapositive (adj.) αντιθετικός, contrapositive (n.) αντιθετοανάστροφο, αντίστροφο του αντιστρόφου contraries αντίθετα contrary αντίθετος contrary to fact (adj.) αντιπραγματικός contrast αντίθεση contrast (n.) αντιπαραβολή contrast (v.) αντιπαραβάλλω controversial αμφιλεγόμενος, επίμαχος controversion αντιδρομή controversy αντιγνωμία, διαμάχη, έριδα controvert διαμφισβητώ convention σύμβαση conventional συμβατικός conventionalism συμβασιοκρατία converge συγκλίνω convergence σύγκλιση convergent συγκλίνουσα, συγκλίνων conversation διάλογος, συζήτηση, συνομιλία conversational συνομιλιακός converse (adj.) αντίστροφος converse (n.) αντίστροφο converse (v.) συζητώ, συνδιαλέγομαι, συνομιλώ conversion αντιστροφή, μεταστροφή, μετατροπή convert μετατρέπω convert (n.) προσήλυτος convert (v.) προσηλυτίζω convertibility μετατρεψιμότητα convince πείθω coordinate (adj.) συντεταγμένος

copula συνδετικό copulative συνδετικός corner γωνία corollary απόρροια, πόρισμα, συνέπεια corporeal ενσώματος, σωματικός, υλικός, υλομορφικός correct (adj.) ορθός correct (v.) διορθώνω correction διόρθωση correctness ορθότητα correlate (n.) αντίστοιχος σχετικός όρος correlate (v.) συσχετίζω correlation συσχέτιση, συσχετισμός correspond ανταποκρίνομαι, αντιστοιχώ correspondence αντιστοιχία correspondence: many-one correspondence αντιστοιχία πολλά-εν correspondence: one-many correspondence αντιστοιχία εν-πολλά, αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία, αντιστοιχία έν προς έν corresponding αντίστοιχος corrigibility μη διορθωσιμότητα cosmic κοσμικός cosmogony κοσμογονία cosmological κοσμολογικός cosmology κοσμολογία count noun αριθμητό ουσιαστικό countability αριθμησιτότητα countable αριθμήσιμος counterexample αντιπαράδειγμα counterfactual (adj.) αντιγεγονικός counterfactual conditional αντιγεγονικός υποθετικός λόγος counterfactual implication αντιγεγονική συνεπαγωγή counterinstance αντιπαράδειγμα counterpart αντίστοιχο, ομόλογο count noun αριθμητό ουσιαστικό courage ανδρεία courageous ανδρείος co-variation συμπαραλλαγή co-variational συμπαραλλακτικός covering law επικαλύπτων νόμος create δημιουργώ creation δημιουργία creationism δημιουργισμός creative δημιουργικός creativity δημιουργικότητα criteriology κριτηριολογία criterion κριτήριο critical κρίσιμος, κριτικός

criticism κριτική criticize ασκώ κριτική cumulative αθροιστικός, σωρευτικός custom έθιμο, συνήθεια customary εθιμικός, συνήθης cybernetics κυβερνητική cynic (adj.) κυνικός cynical κυνικός cynicism κυνισμός

D data: sense data datum: sense datum datum: sense datum theory decadence decadent decidability decidable decide deciding (n.) decision declaration declarative declarative: non-declarative declare decomposition deconstruct deconstruction deconstructionism deduce deducible deduction deductive deductive-nomological deductive-statistical deductive argument deductive: hypothetico-deductive deep grammar default defeasibility defeasible defect definability definable define definiendum definiens definism definist definite definite description definition definition: domain of a definition αισθητηριακά δεδομένα αισθητηριακό δεδομένο θεωρία αισθητηριακών δεδομένων παρακμή παρακμαίος αποκρισιμότητα, αποφασισιμότητα, ελεγξιμότητα αποκρίσιμος, αποφασίσισμος αποφασίζω απόφαση, αποφασίζειν απόφαση δήλωση δηλωτικός μη δηλωτικός δηλώνω ανάλυση αποδομώ αποδόμηση αποδόμηση παράγω παραγώγιμος παραγωγή παραγωγικός, συμπερασματικός παραγωγικό-νομολογικός παραγωγικό-στατιστικός παραγωγή, παραγωγικό επιχείρημα υποθετικο-παραγωγικός βαθιά γραμματική (δομή) προεπιλογή ακυρωσιμότητα, κατανικησιμότητα ακυρώσιμος, κατανικήσιμος ατέλεια, ελάττωμα, μειονέκτημα ορισιμότητα ορίσιμος, που μπορεί να οριστεί, που μπορεί να προσδιοριστεί, προσδιορίσιμος ορίζω, προσδιορίζω οριζόμενο ορίζον ορισιμότητα, ορισμικότητα οριστής ορισμένος, οριστικός όριστική περιγραφή ορισμός πεδίο ορισμού

definition: real definition πραγματικός ορισμός deflationary συσταλτικός deflationism συσταλτικότητα degree βαθμός degrees of truth βαθμοί αληθείας deism ντεϊσμός deliberate (v.) διαβουλεύομαι deliberation διαβούλευση demiurge δημιουργός demonstrate αποδεικνύω, δείχνω, φανερώνω demonstration απόδειξη demonstrative (adj.) αποδεικτικός demonstrative (n.) δεικτική έκφραση, δεικτικό denial άρνηση denial: joint denial σύζευξη αρνήσεων denominative προσηγορικός denotation καταδήλωση denotative καταδεικτικός, καταδηλωτικός denote δηλώνω, καταδεικνύω, καταδηλώνω denoting καταδηλωτικός dense πυκνός densely ordered πυκνά διατεταγμένος density πυκνικότητα denumerable αριθμήσιμος deny αρνούμαι denying the antecedent άρνηση της ηγούμενης deontic δεοντικός deontological δεοντοκρατικός, δεοντολογικός deontologism δεοντολογισμός deontology δεοντοκρατία, δεοντολογία dependency εξάρτηση dependent εξαρτημένος derivability δυνατότητα παραγωγής, παραγωγή, παραγωγικότητα derivable παραγώγιμος, που μπορεί να παραχθεί, που μπορεί να προκύψει, που παράγεται derivation απόδειξη, παραγωγή derivative (adj.) παράγωγος derive παράγω, συμπεραίνω, συνεπάγομαι derived επαγόμενος, προκύπτων descending απορρέων, φθίνων describe περιγράφω description περιγραφή description: definite description όριστική περιγραφή description: knowledge by description γνώση μέσω περιγραφής

description: proper description κατάλληλη περιγραφή, κύρια περιγραφή, ορθή περιγραφή, σωστή περιγραφή descriptional περιγραφικός descriptionalism περιγραφισμός descriptive περιγραφικός descriptivism περιγραφιοκρατία, περιγραφισμός descriptivism: nondescriptivism μη περιγραφισμός descriptor περιγραφέας design (n.) σχεδιασμός, σχέδιο design (v.) σχεδιάζω designate υποδεικνύω designation αναφορά, καταδήλωση, προσδιορισμός, χαρακτηρισμός designator καταδηλωτής designator: rigid designator άκαμπτος καταδηλωτής desire (n.) επιθυμία desιre (v.) επιθυμώ detach αποσπώ detachment απόσπαση detensed αποχρονικοποιημένος determinable (adj.) προσδιορίσιμος determinable (n.) προσδιορίσιμο determinacy καθορισιμότητα, προσδιοριστικότητα determinate (adj.) καθορισμένος, προσδιορισμένο determinate (n.) προσδιορισμένο determination καθορισμός, προσδιορισμός determine καθορίζω, προσδιορίζω determined καθορισμένος determinism αιτιοκρατία, ντετερμινισμός deviant αποκλίνων, παρεκκλίνων diagnose διαγιγνώσκω diagnostic διαγνωστικός diagonal proposition διαγώνια πρόταση diagram: Venn diagram διάγρμμα Venn diagramming κατασκευή διαγραμμάτων dialectic (n.) διαλεκτική dialectical διαλεκτικός dichotomy διχοτομία diction εκφώνηση, προφορά, ρήση difference διαφορά difference: specific difference ειδοποιός διαφορά differentia ειδοποιός διαφορά differential διαφορικός differentiate διαφορίζω differentiation διαφόριση difficult δύσκολος

difficulty δυσκολία dignity αξιοπρέπεια dilation διαστολή, εύρυνση dilemma δίλημμα dimension διάσταση dimensionality διάσταση direct άμεσος disagreement ασυμφωνία, διαφωνία disanalogy δυσαναλογία discontinuity ασυνέχεια discontinuous ασυνεχής discourse (n.) διάλογος, λόγος, πραγματεία, συζήτηση discourse: indirect discourse πλάγιος λόγος discourse: universe of discourse κόσμος του λόγου, πεδίο ομιλίας, πεδίο του λόγου, σύμπαν ομιλίας, σύμπαν του λόγου discrete διακεκριμένος, διακριτός discreteness διακριτότητα discriminate διακρίνω discrimination διάκριση disembodied αποσωματωμένος, ασώματος, εξαϋλομένος disinterestedness ανιδιοτέλεια disjoint ασυνάρτητος, ασύνδετος, ξένος disjunction διάζευξη, διαχωρισμός disjunctive διαζευτικός displacement μετατόπιση disposition προδιάθεση dispositional προδιαθεσιακός dispositionalism προδιαθετικότητα disproof αναίρεση disprove διαψεύδω dispute (v.) αμφισβητώ, λογομαχώ disquotational απεισαγωγικός disquotationalism απεισαγωγικότητα, απεισαγωγισμός dissemination διάδοση dissonance ασυμφωνία distance απόσταση distinct διακριτός, ευκρινής distinction διάκριση distinctness διακριτότητα distortion διαστρέβλωση, παραμόρφωση, παραποίηση distribute διανέμω, κατανέμω distributed κατανεμημένος distribution επιμερισμός, καταμερισμός, κατανομή distributive διανεμητικός, επιμεριστικός distributivity επιμεριστικότητα diverge αποκλίνω

divergence απόκλιση divergent αποκλίνων, διιστάμενος divide διαιρώ divisibility διαιρετότητα division διαίρεση docetism δοκητισμός doctrine of the mean θεωρία της μεσότητας, θεωρία του μέσου dogma δόγμα dogmatism δογματισμός domain πεδίο domain of a definition πεδίο ορισμού domain of a relation σχεσιακό πεδίο dominate κυριαρχώ domination επιβολή, κυριαρχία doubt (n.) αμφιβολία doubt (v.) αμφιβάλλω, αμφισβητώ doxastic δοξαστικός dualism διαρχία, δυϊσμός dualist (adj.) δυϊστικός dualist (n.) δυϊστής duality δυαδικότητα dummy βουβός duration διάρκεια duty καθήκον dyadic δυαδικός dynamic δυναμικός dynamical δυναμικός dynamics (n.) δυναμική dynamism δυναμισμός

E earth: twin earth eclectic eclecticism ecstasy eduction effect (n.) effective effectiveness efficient cause egalitarian (adj.) egalitarianism ego egocentric egoism egoist element elementary eliminability eliminate elimination eliminative eliminativism emanate emanation emanationism embodiment embody emerge emergence emergent emergentism emotion emotional emotive emotivism empathy empirical empiricism empiriocriticism empty enantiomorphic end end: kingdom of ends δίδυμη γη εκλεκτικός, εκλεκτιστικός εκλεκτικισμός έκσταση εξαγωγή αποτέλεσμα αποτελεσματικός αποτελεσματικότητα ποιητικό αίτιο ισοκρατικός εξισωτισμός, θεωρία της ισότητας, ισότητα εγώ εγωκεντρικός εγωισμός εγωιστής στοιχείο στοιχειώδης εξάλειψη εκμηδενίζω, εξαλείφω απαλοιφή, εξάλειψη εξαλειπτικός εξαλειπτισμός απορρέω απορροή θεωρία της απορροής ενσάρκωση, ενσωμάτωση, πραγμάτωση ενσωματώνω αναδύομαι ανάδυση αναδυόμενος, αναδυτιστικός αναδυτισμός συγκίνηση, συναίσθημα συγκινησιακός, συναισθηματικός συγκινησιακός συγκινησιοκρατία ενσυναίσθηση εμπειρικός εμπειρισμός εμπειριοκριτικισμός, εμπειριοκριτισμός άδειος, κενός εναντιόμορφος σκοπός, τέλος βασίλειο των σκοπών

energetic ενεργητικός energeticism ενεργητικισμός energy ενέργεια enjoy απολαμβάνω enjoyment απόλαυση enlightened διαφωτισμένος, πεφωτισμένος, φωτισμένος enlightenment διαφωτισμός enounce εξαγγέλλω entail κατεπάγομαι entailment κατεπαγωγή entelechy εντελέχεια entheism ενθεϊσμός enthymeme ενθύμημα entity οντότητα entropy εντροπία enumerable αριθμήσιμος enumerate απαριθμώ enumeration απαρίθμηση, αρίθμηση, καταμέτρηση enunciative εξαγγελτικός epiphenomenalism επιφαινομενισμός epistemic επιστημικός epistemology γνωσιοθεωρία, γνωσιολογία equal ισοδύναμος, ίσος equality ισότητα equalize εξισώνω equate εξισώνω equation εξίσωση equational εξισωτικός equilibrium ισορροπία equilibrium: reflective equilibrium αναστοχαστική ισορροπία equipollence ισοσθένεια equipollent ισοπληθικός equiprobable ισοπίθανος equity επιείκεια, ισότητα equivalence ισοδυναμία equivalence class κλάση ισοδυναμίας equivalence: material equivalence υλική ισοδυναμία equivalent ισοδύναμος equivocal αμφίσημος equivocate γράφω αμφίσημα, μιλώ αμφίσημα equivocation αμφιλογία, αμφισημαντότητα, αμφισημία equivocity αμφισημία eristic (adj.) εριστικός eristic (n.) εριστική, εριστική τέχνη erotetic (n.) ερωτητική error λάθος, πλάνη, σφάλμα

eschatology εσχατολογία essence ουσία, ουσιότητα essential ουσιώδης essentialism ουσιοκρατία essentialism: anti-essentialism αντι-ουσιοκρατία essentialism: pan-essentialism παν-ουσιοκρατία established: pre-established προδιατεταγμένος, προκαθορισμένος estimate (v.) εκτιμώ estimation εκτίμηση eternal αιώνιος eternity αιωνιότητα ethics ηθική ethics: virtue ethics αρεταϊκή ηθική, αρετολογική ηθική ethnocentrism εθνοκεντρισμος etiology αίτια, αιτιολογία eudaemonism ευδαιμονισμός eugenics ευγονική euthanasia ευθανασία evaluate εκτιμώ evaluation αξιολόγηση, αποτίμηση, εκτίμηση event γεγονός, συμβάν evidence απόδειξη, μαρτυρία, τεκμήριο evident έκδηλος evidential αποδεικτικός evidentialism τεκμηριοκρατία evolution εξέλιξη evolutionary εξελικτικός evolutionism εξελικτικισμός, εξελικτισμός evolve εξελίσσομαι exact ακριβής exception εξαίρεση excess υπερβολή exclude αποκλείω excluded middle αποκλειόμενος μέσος, αποκλειόμενος τρίτος excluded: law of the excluded middle νόμος του αποκλειόμενου μέσου, νόμος του αποκλειόμενου τρίτου exclusive αποκλειστικός, ασυμβίβαστος exclusive: mutually exclusive αμοιβαία αποκλειόμενος exemplarism παραδειγματικοκρατία exemplification δειγματισμός exemplify αποτελώ παράδειγμα, δίνω παράδειγμα exist υπάρχω existence ύπαρξη existence: non-existence ανυπαρξία, μη υπάρχειν existence: pre-existence προϋπαρξη existent υπαρκτός

existent: non-existent ανύπαρκτος, μη υπαρκτός existential υπαρκτικός existentialism υπαρξισμός expansiveness διασταλτικότητα, επεκτατικότητα experience (n.) εμπειρία experience (v.) βιώνω experience: sense experience αισθητηριακή εμπειρία experientialism εμπειριαρχία experiment (n.) πείραμα experiment (v.) δοκιμάζω, κάνω ένα πείραμα experimental πειραματικός experimentalism πειραματική μέθοδος experimentation πείραμα, πειραματισμός explain εξηγώ explanandum εξηγητέο explanans εξηγούν explanation εξήγηση explanatory εξηγητικός explicature επεξήγηση explicit προφανής, ρητός exponible εκθετός export εξάγω exportation εξαγωγή expression έκφραση expression: referring expression αναφορική έκφραση expressionism εξπρεσιονισμός expressive εκφραστικός expressiveness εκφραστικότητα extend εκτείνω, εκτείνομαι extension έκταση, επέκταση, εύρος, πλάτος extensional εκτασιακός extensionalism εκτασιοκρατία extensionalist εκστασιοκρατικός extensionality εκτασιακή αντίληψη, εκτασιακότητα, εκτασιοκρατία extensive εκτασιακός external εξωτερικός externalism εξτερναλισμός extreme ακραίος, άκρος, οριακός extremism εξτρεμισμός extrinsic εξωγενής, εξωτερικός

F fact fact: contrary to fact fact: matters of fact facticity factitious factor factual factualist factualist: anti-factualist fair (adj.) fairness fallacious fallacy fallacy: pathetic fallacy fallibilism fallible false falsehood falsifiability falsification falsity family resemblance fantastic fascism fascist (adj.) fascist (n.) fatalism fatalist fatalistic fate faultless faultlessness feature feedback feeling (n.) fiction fictional fictionalism fideism field field theory field: visual field γεγονός αντιπραγματικός γεγονότα, γεγονότα της πραγματικότητας γεγονικότητα, γεγονότητα πλασματικός, τεχνητός παράγοντας, συντελεστής γεγονικός, γεγονοτικός, πραγματικός, πραγματολογικός πραγματιστής αντι-πραγματιστής αμερόληπτος, δίκαιος ακριβοδικία εσφαλμένος παραλογισμός, πλάνη, σόφισμα, σφάλμα συναισθηματική πλάνη φαλλιμπιλισμός υποκείμενος σε σφάλματα εσφαλμένος, ψευδής ψεύδος διαψευσιμότητα διάψευση ψεύδος οικογενειακή ομοιότητα φαντασιακός φασισμός φασιστικός φασίστας μοιρολατρία, φαταλισμός μοιρολάτρης, φαταλιστής μοιρολατρικός, φαταλιστικός ειμαρμένη, μοίρα αλάνθαστος, άψογος απουσία σφάλματος γνώρισμα ανάδραση, ανατροφοδότηση αίσθημα, συναίσθημα μυθοπλασία μυθοπλαστικός, πλασματικός μυθοπλασιοκρατία, φιξιοναλισμός πιστιοκρατία, φιντεϊσμός πεδίο θεωρία πεδίου οπτικό πεδίο

final cause τελικό αίτιο fine structure ακριβής δομή, άρτια δομή, καλή δομή, λεπτή δομή finitary πεπερασμένος, περατοκρατικός finite (adj.) πεπερασμένος finite (n.) πεπερασμένο finitism περατοκρατία finitistic περατοκρατικός first order πρώτη τάξη, πρώτης τάξεως first person authority πρωτοπρόσωπη αυθεντία firstness πρωτότητα fixed σταθερός flux ροή focal εστιακός focus (n.) εστία focus (v.) εστιάζω focusing (n.) εστίαση following: rule following ακολουθία κανόνων, τήρηση κανόνων force (n.) βία, δύναμη, ισχύς, ροπή forced εξαναγκασμένος forcing (n.) εξαναγκασμός, μέθοδος επιβολής form είδος, ιδέα, μορφή, φόρμα formal ειδητικός, μορφικός, τυπικός, τυποκρατικός, τυποποιημένος formal language τυπική γλώσσα formal system τυπικό σύστημα formalism φορμαλισμός formalizability δυνατότητα τυποποίησης formalization τυποποίηση formalize τυποποιώ formalized τυποποιημένος formation σχηματισμός formation rule κανόνας σχηματισμού formed: well formed καλοσχηματισμένος formula τύπος foundationalism θεμελιοκρατία foundations θεμέλια frame πλαίσιο frame of reference σύστημα αναφοράς framing (n.) πλαισίωση free occurrence of a variable ελεύθερη εμφάνιση μιας μεταβλητής free variable ελεύθερη μεταβλητή free will ελεύθερη βούληση free: quantifier free ελεύθερος από ποσοδείκτες, χωρίς ποσοδείκτη free: value free αξιακά ουδέτερος, μη αξιολογικός freedom ελευθερία fulfillment εκπλήρωση

fulfillment: wish fulfillment εκπλήρωση επιθυμίας, εκπλήρωση ευχής function λειτουργία, συνάρτηση function: Boolean function συνάρτηση Μπουλ function: natural sign function φυσικο-σημειακή λειτουργία, φυσικο-σημειακή συνάρτηση function: propositional function προτασιακή συνάρτηση function: Sheffer stroke function γραμμή λειτουργίας Σέφφερ function: truth function αληθοσυνάρτηση functional λειτουργικός, συναρτησιακός functional: truth functional αληθοσυναρτησιακός functionalism λειτουργισμός, φανξιοναλισμός fundamental βασικός fusion συγχώνευση, συνένωση, σύντηξη future (n.) μέλλον fuzzy logic ασαφής λογική

G game: language game general generality generalization generalize genetic genetics genus genus: proximum genus gnostic (adj.) gnostic (n.) gnosticism goal goal-directed golden rule good (n.) good: nonintrinsic good grace grammar grammar: deep grammar grammar: surface grammar greatest lower bound group group theory grouping guarantee (n.) guaranteed guilt guilty guise γλωσσικό παίγνιο, γλωσσικό παιχνίδι γενικός γενικότητα γενίκευση γενικεύω γενετικός γενετική γένος εγγύτατο γένος, πλησιέστερο γένος γνωστικιστικός, γνωστικός γνωστικιστής γνωστικισμός στόχος προσανατολισμένος σε κάποιο στόχο, στοχο-κατευθυνόμενος, στοχο-προσηλωμένος χρυσός κανόνας, χρυσούς κανών αγαθό μη εγγενές αγαθό χάρη, χάρις γραμματική βαθιά γραμματική (δομή) επιφανειακή γραμματική (δομή) μέγιστο κάτω φράγμα, μέγιστος κάτω φραγμός ομάδα, σύμπλεγμα θεωρία ομάδων κατηγοριοποίηση, ομαδοποίηση εγγύηση εγγυημένος ενοχή ένοχος αμφίεση

H haecceity happiness harmonious harmony harrass harrassment hedonic hedonism hedonist henological henology henotheism hereditary heredity heresy hermeneutic (adj.) hermeneutics hermetic hermeticism hermeticism heuristics hierarchy historicism historicity holism holism: anti-holism holistic homogeneity homogeneous homomorphism homonym homonymity homonymous homuncular homunculus horned syllogism how: knowing how human (adj.) human (n.) humane humanism humanity αυτότητα ευδαιμονία, ευτυχία αρμονικός αρμονία παρενοχλώ ενόχληση, παρενόχληση ηδονικός ηδονισμός, ηδονοκρατία ηδονιστής ενολογικός ενολογία ενοθεϊσμός κληρονομικός κληρονομικότητα αίρεση ερμηνευτικός ερμηνευτική ερμητικός ερμητική διδασκαλία ερμητισμός ευρετική ιεραρχία ιστορικισμός ιστορικότητα ολισμός αντι-ολισμός ολιστικός ομογένεια ομογενής ομομορφισμός ομώνυμο ομωνυμία ομώνυμος ανθρωπάκος, ανθρωπάκι ανθρωπάριο κερατίτης (λόγος), κερατίνης συλλογισμός γνωρίζω πώς ανθρώπινος άνθρωπος ανθρώπινος, ανθρωπιστικός ανθρωπισμός, ουμανισμός ανθρωπιά, ανθρώπινη φύση, ανθρωπισμός, ανθρωπότητα

humanity ανθρώπινη φύση hylomorphic υλομορφικός hylomorphism υλομορφισμός hylozoic υλοζωικός hylozoism υλοζωισμός hyperintensional υπερεντασιακός hypostasis υπόσταση, υποστασιοποίηση hypothesis υπόθεση hypothesize υποθέτω hypothetical (adj.) υποθετικός hypothetical: mixed hypothetical syllogism μεικτός υποθετικός συλλογισμός hypothetico-deductive υποθετικο-παραγωγικός

I I and thou iconic iconoclastic id idea ideal (adj.) ideal (n.) idealism idealist (adj.) idealist (n.) idealization ideation ideational idempotence idempotency identical identity (n.) identity (adj.) identity of indiscernibles identity statement identity: partial identity ideology ideomotor idiolect iff (if and only if) I-it relationship illative illicit illocutionary illocutionary act illumination illuminationism illusion illusionism image (n.) image (v.) image: after-image imagery imagery: mental imagery imaginary imitate εγώ κι εσύ εικονικός εικονοκλαστικός αυτό είδος, ιδέα ιδανικός, ιδεατός, ίδεώδης ίδανικό, ιδεώδες, ίνδαλμα, ιδεαλισμός, ιδεοκρατία ιδεαλιστικός ιδεαλιστής εξιδανίκευση ιδεασμός, ιδεατό ιδεαλιστικός, ιδεοποιητικός ταυτοδυναμία ταυτοδυναμία ίδιος, ταυτιζόμενος ταυτότητα ταυτοτικός ταυτότητα των αδιακρίτων, ταυτότητα των μη διακρίσιμων δήλωση ταυτότητας μερική ταυτότητα ιδεολογία ιδεοκινητικός ιδιόλεκτος ανν (εάν και μόνο εάν) σχέση εγώ-αυτό συμπερασματικός αθέμιτος ελλεκτικός, ενδολεκτικός ενδολεκτικό ενέργημα έλλαμψη, φώτιση, φωτισμός θεωρία της φώτισης αυταπάτη, ψευδαίσθηση ιλουζιονισμός απείκασμα, είδωλο, εικόνα, ίνδαλμα απεικονίζω μετείκασμα απεικόνιση, εικόνες, εικονολογία, σχηματισμός εικόνων νοητικά σχήματα φανταστικός μιμούμαι

imitation μίμημα, μίμηση imitationism μιμησιοκρατία immanence εμμένεια immanent εμμενής immaterial άϋλος immaterialism αντιυλισμός, αϋλοκρατία immediacy αμεσότητα immediate άμεσος immutability αναλλοίωτο immutable ακίνητος, αμετάβλητος, αναλλοίωτος, απαράλλαχτος, άτρεπτος impanation εναρτισμός impartial αμερόληπτος impartiality αμεροληψία imperative προστακτική impetus ορμή impetus: vital impetus ζωτική ορμή implicate υποσημαίνω implication προκύπτουσα πρόταση, συνεπαγωγή, υποδήλωση implication: counterfactual implication αντιγεγονική συνεπαγωγή implication: material implication υλική συνεπαγωγή implication: strict implication αυστηρή συνεπαγωγή implicature υπονόηση implicit έμμεσος, ενδιάθετος, μη ρητός, πεπλεγμένος, σιωπηρός, υπόρρητος imply συνεπάγομαι, υπαινίσσομαι, υποδηλώνω, υπονοώ import (n.) αξία, βαρύτητα, δέσμευση, σημασία, σπουδαιότητα, συνέπεια imposition επιβολή impredicative μη κατηγορηματικός, μη κατηγορικός impression: sense impression αισθητηριακή εντύπωση imprinting αποτύπωση improvisation αυτοσχεδιασμός improvise αυτοσχεδιάζω inclination έφεση, κλίση, παρόρμηση, προδιάθεση, πρόθεση, ροπή, τάση include περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω inclusion εγκλεισμός, ένταξη, συμπερίληψη inclusive περιεκτικός, συμπεριλαμβανόμενος, συμπεριλαμβάνων incoherence ασυνεκτικότητα, έλλειψη συνοχής incoherent ανακόλουθος, ασυνάρτητος, ασυνεκτικός incommensurability ασυμμετρία incommensurable ασύμμετρος incompatibility ασυμβατότητα incompatible ασύμβατος, μη συμβατός

incompletability μη πληρότητα incomplete ατελής incompleteness μη πληρότητα inconsistency ασυνέπεια inconsistent ασυμβίβαστος, ασυνεπής, μη συνεπής incontinence ακρασία incorporeal ασώματος, άϋλος, μη σωματικός incorporeality ασώματη φύση, ασωματότητα, μη σωματικό, μη σωματικότητα incorrigibility αδυναμία διόρθωσης, αδυνατότητα διόρθωσης, ανεπίδεκτο διόρθωσης, μη διορθωσιμότητα, μη επιδεχόμενο διόρθωση incorrigible μη επιδεχόμενος διόρθωση increment αύξηση indefinable απροσδιόριστος, μη ορίσιμος indefinite ακαθόριστος, αόριστος, απροσδιόριστος independence ανεξαρτησία independent ανεξάρτητος indeterminacy απροσδιοριστία indeterminate ακαθόριστος, αόριστος, απροσδιόριστος indeterminism απόρριψη του ντετερμινισμού, απροσδιοριστία index δείκτης, ευρετήριο, κατάλογος, πίνακας indexical (n.) δεικτική έκφραση, δεικτικό indexicality δεικτικότητα indicate υποδεικνύω indication δήλωση, ένδειξη indicative δηλωτικός, ενδεικτικός, οριστική indicative mood οριστική έγκλιση indicator δείκτης indicator: premise indicator δείκτης προκείμενης indifference αδιαφορία indifferent αδιάφορος indirect έμμεσος indirect discourse πλάγιος λόγος indirect proof πλάγια απόδειξη indiscernibility απαραλλαξία, μη διακρισιμότητα indiscernible μη διακρίσιμος indiscernible: identity of indiscernibles ταυτότητα των αδιακρίτων, ταυτότητα των μη διακρίσιμων individual ατομικός, άτομο, επιμέρους, καθέκαστον, individual constant ατομική σταθερά individualism ατομικισμός, ατομισμός individuality ατομικότητα, ιδιοπροσωπία individuation εξατομίκευση indubitability αδιαμφισβήτητο indubitable αδιαμφισβήτητος, αναμφίβολος, αναμφισβήτητος

induction επαγωγή inductive επαγωγικός inductivism επαγωγισμός ineffable (adj.) ανείπωτος, ανέκφραστος, απόρρητος, άρρητος, άφραστος ineffable (n.) άρρητο inequality ανισότητα inertia αδράνεια infallibility αλάθητο, αλάνθαστο infallible αδιάψευστος, αλάθητος, αλάνθαστος infer συμπεραίνω, συνάγω inferability συναγωγιμότητα inference συμπέρασμα, συμπερασμός, συναγωγή inference: mediate inference έμμεση συναγωγή inferential συναγωγικός inferential justification συναγωγική δικαιολόγηση inferential: non-inferential μη συμπερασματικός, μη συναγωγικός infima species ειδικότατο είδος, κατώτατο είδος infinitary απειροκρατικός infinite (adj.) άπειρος infinite (n.) άπειρο infinitesimal απειροελάχιστος, απειροστικός, απειροστός infinitude απειρία, άπειρο, απεραντοσύνη infinity άπειρον, απειρότητα informal άτυπος informatics πληροφορική information πληροφορία informational πληροφοριακός informative ενημερωτικός, πληροφοριακός, πληροφορικός ingenuity επινοητικότητα, ευφυΐα, εφευρετικότητα inhere ενυπάρχω inherent εγγενής, έμφυτος inhibit αναστέλλω, εμποδίζω, κωλύω, παρακωλύω inhibition αναστολή, αποτροπή innate εγγενής, έμφυτος innateness έμφυτη φύση, έμφυτο, έμφυτος χαρακτήρας innatism εμφυτοκρατία, ύπαρξη έμφυτης γνώσης inner εσωτερικός, εσώτερος inner sense εσωτερική αίσθηση, εσωτερική σημασία input εισαγωγή, είσοδος, εισροή inquiry διερεύνηση, έρευνα inquiry: meta-inquiry μετα-έρευνα inscribe εγγράφω inscription αναφορά, επίγραμμα, επιγραφή, καταγραφή inscriptional επιγραφικός inscrutability ανεξιχνίαστο, μη ανιχνεύσιμο

inscrutable ανεξιχνίαστος insight αντίληψη, βαθύνοια, διαίσθηση, διαισθητική άποψη, διόραση, διορατικότητα, ενόραση, ιδέα, κατανόηση, οξυδέρκεια, σύλληψη inspiration έμπνευση inspire εμπνέω instance δείγμα, παράδειγμα, περιστατικό, στιγμιότυπο instant (adj.) στιγμιαίος instant (n.) βαθμίδα, στιγμή, χρονική στιγμή instant: point-instant στιγμιαίο σημείο instantaneous στιγμιαίος instantiability πραγμάτωση παραδειγματική, πραγματώσιμος παραδειγματικά instantial πραγματώσιμος instantiate συγκεκριμενοπιώ instantiation συγκεκριμενοποίηση instinct ένστικτο instinctive ενστικτώδης instruction διδασκαλία, διδαχή, εκπαίδευση, καθοδήγηση, οδηγία instrumental εργαλειακός instrumentalism εργαλειοκρατία insufficient ανεπαρκής integral (adj.) αναπόσπαστος, ενσωματωμένος, ενύπαρκτος, ολοκληρωτικός, ολοκληρωμένος integral (n.) ολοκλήρωμα integrate ενσωματώνω, ολοκληρώνω integration ενσωμάτωση, ολοκλήρωση integrity ακεραιότητα, ολοκλήρωση integrity: with integrity ακέραιος intellect διάνοια, νόηση, νους intellect: agent intellect δρων νους, ποιητικός νους intellectual διανοητικός, διανοούμενος, νοερός, νοητικός, πνευματικός intelligence διάνοια, ευφυΐα, νοημοσύνη, νόηση, νους, πνεύμα intelligibility δυνατότητα κατανόησης, κατανόηση, κατανοησιμότητα, κατανοητότητα, νοητό, νοητότητα intelligible διανοητικός, καταληπτός, κατανοήσιμος κατανοητός, νοήμων, νοητικός, νοητός, πνευματικός intend έχω την πρόθεση, σκοπεύω intended model κύριο μοντέλο intension βάθος, ένταση intensional logic εντασιακή λογική intensity ένταση

intention προαίρεση, πρόθεση intention: second intention δεύτερη πρόθεση intentional αποβλεπτικός, προθεσιακός, προθετικός, σημασιακός intentionality αποβλεπτικότητα, προθεσιακότητα, προθετικότητα intention based semantics πρόθεση βασισμένη στην σημασιολογία, σημασιολογία βασισμένη στην πρόθεση interact αλληλεπιδρώ interaction αλληλεπίδραση, διάδραση interactionism θεωρία της αλληλεπίδρασης interchange ανταλλαγή, αντικατάσταση, συναλλαγή interchangeability αμοιβαία ανταλλαξιμότητα, εναλλαξιμότητα interdependent αλληλοεξαρτώμενος interest (n.) ενδιαφέρον, όφελος, συμφέρον intermediate (adj.) ενδιάμεσος internal εγγενής, εσωτερικός internalism εσωτερικισμός, ιντερναλισμός internalist (adj.) ιντερναλιστικός internalist (n.) ιντερναλιστής internality εσωτερικότητα internationalism διεθνισμός interpret ερμηνεύω, μεταφράζω interpretation ερμηνεία interpretationist ερμηνευτής interpreted διερμηνευμένος, ερμηνευμένος interpreter διερμηνέας interrogate ανακρίνω, υποβάλλω σε εξέταση interrogation ερώτημα, ερώτηση interrogative ερωτηματικός intersect (v.) τέμνω intersection σημείο τομής, τομή intersubjectivity διυποκειμενικότητα intertext διακείμενο intertextuality διακειμενικότητα interval (adj.) ενδιάμεσος interval (n.) διάκενο, διάστημα, μεσοδιάστημα intervening παρεμβαίνων intolerance αδιαλλαξία, έλλειψη ανεκτικότητας intransitive μη μεταβατικός intransitivity αμεταβατότητα, μη μεταβατικότητα intrinsic εσωτερικός intrinsic: nonintrinsic good μη εγγενές αγαθό intrinsics ενδογενείς ιδιότητες intrinsics: temporary intrinsics χρονικά ενδογενείς, χρονικά εσωτερικά introspection ενδοσκόπηση introspectionism ενδοσκοπισμός

introspective ενδοσκοπικός introversion ενδοστρέφεια, εσωστρέφεια introvert εσωστρεφής intuit διαισθάνομαι intuition ενόραση, εποπτεία intuitionalism ενορασιοκρατία, θεωρία της ενόρασης, ιντουισιονισμός intuitionism ενορασιοκρατία, ιντουισιονισμός intuitive ενορατικός invalid άκυρος invalidate ακυρώνω invalidity ακυρότητα invariance αμεταβλητότητα, αναλλοίωτο, μη μεταβλητότητα invariant αμετάβλητος, αναλλοίωτος, μη μεταβλητός, σταθερός inverse (adj.) αντίστροφος inversion αναστροφή, αντιστροφή inverted ανεστραμμένος, αντεστραμμένος involuntary ακούσιος irrational άλογος, ανορθολογικός, ανορθόλογος irrational άρρητος, παράλογος irrationalism αλογοκρατία, ανορθολογισμός, αντιορθολογισμός, ιρασιοναλισμός irrationality αλογία, άλογο, ανορθολογικότητα irreducible μη ανάγωγος irreflexive αντιανακλαστικός, μη ανακλαστικός irreflexivity μη ανακλαστικότητα irregular μη κανονικός irrelevance έλλειψη συνάφειας irrelevant άσχετος, μη συναφής irreversible μη αναστρέψιμος is the case ισχύει isolate απομονώνω isolated μεμονωμένος isolation απομόνωση isolationism απομονωτισμός isomorphic ισόμορφος isomorphism ισομορφισμός isosthenia ισοσθένεια iterate επαναλαμβάνω iterated επαναλαμβανόμενος iteration επανάληψη iterative επαναληπτικός itself: thing in itself πράγμα καθ εαυτό

J joint κοινός, συνδυαστικός joint denial σύζευξη αρνήσεων judge (v.) κρίνω judgment κρίση judgment: suspension of judgment αναστολή της απόφασης; αναστολή της κρίσης, έφεκτικότητα judgment: value judgment αξιολογική κρίση judicative δικαστικός, κριτικός judicial δικαιικός, δικανικός, δικαστικός, νομολογικός juridical δικαιικός, δικανικός jurisprudence νομική επιστήμη justice δικαιοσύνη justification δικαιολόγηση, δικαίωση justification: inferential justification συναγωγική δικαιολόγηση justificational δικαιολογητικός justified δικαιολογημένος justify δικαιολογώ

K kairological kind kind term kind: natural kind kinematics kinetic energy kingdom of ends kinship know knowable knowing how knowing that knowledge by acquaintance knowledge by description καιρολογικός είδος ειδητικός όρος φυσικό είδος κινηματική κινητική ενέργεια βασίλειο των σκοπών συγγένεια γνωρίζω, ξέρω γνώσιμος γνωρίζω πώς γνωρίζω ότι γνώση εξ άμεσου γνωριμίας γνώση μέσω περιγραφής

L language language game language: formal language language: ordinary language latency latent law of the excluded middle law: natural law lawlike learnability least action least upper bound legal legalism legitimacy leisure lemma level (n.) level-numbers levels theory lexical liberal liberal arts liberalism liberation liberation theology libertarianism liberty likelihood limit (adj.) limit (n.) limit number limitation limitative limited limiting linear linear ordering linguistic literal literalism literalness γλώσσα γλωσσικό παίγνιο, γλωσσικό παιχνίδι τυπική γλώσσα καθημερινή γλώσσα, κοινή γλώσσα λανθάνουσα κατάσταση, λανθάνουσα περίοδος λανθάνων νόμος του αποκλειόμενου μέσου, νόμος του αποκλειόμενου τρίτου φυσικό δίκαιο, φυσικός νόμος νομοειδής δυνατότητα εκμάθησης, ικανότητα για μάθηση ελάχιστη δράση ελάχιστο άνω φράγμα, ελάχιστος άνω φραγμός νομικός νομικισμός εγκυρότητα, νομιμότητα άνεση, ελεύθερος χρόνος λήμμα επίπεδο αριθμοί επιπέδου θεωρία επιπέδων λεκτικός, λεξικογραφικός, λεξικός φιλελεύθερος ελευθέριες τέχνες φιλελευθερισμός απελευθέρωση θεολογία της απελευθέρωσης ελευθεριασμός, ελευθεριοκρατία, ελευθεροκρατία ελευθερία πιθανοφάνεια οριακός όριο, πέρας περιορισμένος αριθμός περιορισμός περιοριστικός πεπερασμένος, περιορισμένος οριακός γραμμικός γραμμική διάταξη γλωσσικός κυριολεκτικός κυριολεκτισμός, κυριολεξία κυριολεξία

literalness: non-literalness μη κυριολεξία locutionary λεκτικός logic λογική logic: combinatory logic συνδυαστική λογική logic: fuzzy logic ασαφής λογική logic: intensional logic εντασιακή λογική logic: three-valued logic λογική τριών τιμών, τρίτιμη λογική logic: two-valued logic δίτιμη λογική logical λογικός logicism λογικισμός logistic (adj.) λογιστικός logocentrism λογοκεντρισμός lower bound κάτω φράγμα, κάτω φραγμός

M macrocosm major premise major term Manichaeism manifestation manner many-one correspondence many valued mark: quotation marks marxism mass (adj.) mass (n.) mass term material (adj.) material (n.) material conditional material consequence material equivalenc material implication materialism materialist (adj.) materialist (n.) matrix matter matters of fact maxim maximal mean (adj.) mean (n.) mean: doctrine of the mean meaning meaningless means mechanical mechanistic mediate inference medium meliorism member membership memory mental mental imagery μακρόκοσμος μείζων προκείμενη μείζων όρος Μανιχαϊσμός εκδήλωση, εμφάνιση, φανέρωση ήθος, τρόπος αντιστοιχία πολλά-εν πλειότιμος, πολύ-τιμος εισαγωγικά μαρξισμός μαζικός μάζα μαζικός όρος υλικός ύλη υλικός υποθετικός υλική συνέπεια υλική ισοδυναμία υλική συνεπαγωγή ματεριαλισμός, υλισμός υλιστικός υλιστής μήτρα, πίνακας ύλη γεγονότα, γεγονότα της πραγματικότητας απόφθεγμα, αφορισμός, γνώμη σε μέγιστο βαθμό μεσαίος, μέσος μέσο, μεσότητα θεωρία της μεσότητας, θεωρία του μέσου νόημα, σημασία χωρίς νόημα, χωρίς σημασία μέσα μηχανικός μηχανιστικός έμμεση συναγωγή μέσο βελτιοδοξία μέλος ιδιότητα μέλους μνήμη νοητικός νοητικά σχήματα

mental representation νοητική αναπαράσταση mentalese νοητική mentalism νοησιαρχία mentalist (adj.) νοησιαρχικός mentalistic νοησιαρχικός mereological μερεολογικός, μερολογικός mereology μερεολογία, μερολογία meritarian αξιοκράτης meritocracy αξιοκρατία meta-inquiry μετα-έρευνα metacriticism μετακριτική metaethical μεταηθικός metaethics μεταηθική metalanguage μεταγλώσσα metamathematics μεταμαθηματικά metaphor μεταφορά metaphysical μεταφυσικός metaphysics μεταφυσική metatheorem μεταθεώρημα metatheory μεταθεωρία methexis μέθεξη method μέθοδος methodological μεθοδολογικός metontology μεταοντολογία metrical μετρικός microcosm μικρόκοσμος micro-reduction μικρο-αναγωγή middle μέσος middle term μέσος όρος middle: excluded middle αποκλειόμενος μέσος, αποκλειόμενος τρίτος middle: law of the excluded middle νόμος του αποκλειόμενου μέσου, νόμος του αποκλειόμενου τρίτου mimesis μίμηση minimalism μινιμαλισμός minimalization ελαχιστοποίηση minor premise ελάσσων προκείμενη minor term ελάσσων όρος misrepresentation σφαλερή αναπαράσταση mixed hypothetical syllogism μεικτός υποθετικός συλλογισμός mistake σφάλμα mistake: category mistake κατηγοριακό σφάλμα mnemic μνημικός modal τροπικός modality τροπικότητα modality: alethic modality αληθειακή τροπικότητα modality: nested modality ένθετη τροπικότητα

mode τρόπος model μοντέλο, πρότυπο model: intended model κύριο μοντέλο model: standard model καθιερομένο πρώτυπο modularity αρθρωτότητα moment στιγμή momentary στιγμιαίος monad μονάδα monadic μοναδιαίος, μοναδικός monadology μοναδολογία monism μονισμός monotheism μονοθεϊσμός monotonic μονοτονικός monotony μονοτονία mood διάθεση, έγκλιση, τρόπος mood: indicative mood οριστική έγκλιση mood: optative mood ευκτική έγκλιση moral (adj.) ηθικός moral (n.) επιμύθιο, ηθική, ηθικό δίδαγμα moral sense ηθική αίσθηση moralism ηθικισμός morality ηθική, ηθικότητα, ήθος motion κίνηση motionless ακίνητος motivation κίνητρο, παρακίνηση motivational κινητήριος, παρακινητικός motive (adj.) κινητήριος, κινητικός motive (n.) κίνητρο multiculturalism πολυπολιτισμικότητα multidimensional πολυδιάστατος multifunctionalism πολυλειτουργικότητα multivocal πολύσημος, πολψσήμαντος mutual αμοιβαίος mutualism αμοιβαιότητα mutually exclusive αμοιβαία αποκλειόμενος