There are more things. Τριγωνοποίηση και Mixed methods σε κοινωνικές έρευνες μεγάλης κλίμακος

Σχετικά έγγραφα
ΕΘΝΙΚΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΕΣΠΑ «ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ» ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΡΓΟΥ

Ποιοτικοί μέθοδοι έρευνας. Μυλωνά Ιφιγένεια

ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.)

Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ. Γεράσιμος Παπαναστασάτος, Ph.D. Αθήνα, Σεπτέμβριος 2016

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων

Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ Α ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Ε Κ Θ Ε Σ Η Α Π Ο Τ Ε Λ Ε Σ Μ Α Τ Ω Ν Ε Ρ Ε Υ Ν Α Σ Σ Τ Α Π Λ Α Ι Σ Ι Α Τ Ο Υ Ε Ρ Γ Ο Υ :

ΥΠΟΕΡΓΟ 4: Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

Δελτίο Τύπου ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ & ΙΝΕ ΓΣΕΕ. Αθήνα, 24/1/2013

(Δεκέμβριος 2015) 1. Ταυτότητα της έρευνας

Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας στη ΜΕ

Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΜΕΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΣΤΟΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ

Ερωτηματολόγιο. Τρόποι χορήγησης: α) Με αλληλογραφία β) Με απευθείας χορήγηση γ) Τηλεφωνικά

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. Ανάλυση Ποιότικών Δεδομένων. Καθηγητής Α. Καρασαββόγλου Επίκουρος Καθηγητής Π. Δελιάς

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας:

ΠΟΙΟΤΙΚΟΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΙΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ. Αναστασία Κ. Καδδά Δρ.Κοινωνιολογίας Υγείας Μsc Διοίκηση Μονάδων Υγείας

Media Monitoring. Ενότητα 2: Η ανάλυση περιεχομένου. Σταμάτης Πουλακιδάκος Σχολή ΟΠΕ Τμήμα ΕΜΜΕ

Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Ερευνας στη ΜΕ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜEΡOΣ A : ΓNΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜOΝΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ. 1.1 Σκοπός Έρευνας

Συγγραφή ερευνητικής πρότασης

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. Ι. Δημόπουλος, Καθηγητής, Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών-ΤΕΙ Πελοποννήσου

Μαρία Φιλιοπούλου. Η ταυτότητα της έρευνας

Εκπαιδευτική Μονάδα 8.1: Επαγγελματικοί ρόλοι και προφίλ για την παρακολούθηση και την εποπτεία.

24/4/19. Τύποι έρευνας ανάλογα με τη φύση του προβλήματος ΕΡΕΥΝΑ ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ

Περιεχόμενα. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Κατευθύνσεις στην έρευνα των επιστημών υγείας. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Έρευνα και θεωρία

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών

ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

εισήγηση 8η Είδη Έρευνας ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΑΣ (#Ν151)

Κεφάλαιο 9. Μέθοδοι ποιοτικής έρευνας

ΜΑΘΗΜΑ: ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ ΠΡΟΙΌΝΤΩΝ ΞΥΛΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΠΛΟΥ ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ

Περιεχόμενα. Πρόλογος στην πέμπτη έκδοση... 13

ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

Συµφιλίωση εργασιακής και οικογενειακής ζωής

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. 1 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών. ΤΕΙ Πελοποννήσου

Media Monitoring. Ενότητα 2: Ερευνητικές Μεθοδολογίες και Media Monitoring. Σταμάτης Πουλακιδάκος Σχολή ΟΠΕ Τμήμα ΕΜΜΕ

Έστω λοιπόν ότι το αντικείμενο ενδιαφέροντος είναι. Ας δούμε τι συνεπάγεται το κάθε. πριν από λίγο

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ. Επιστημονικός Υπεύθυνος Έρευνας : Καθηγητής Επαμεινώνδας Πανάς

ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΚΑΘΟΔΗΓΟΥΝ ΣΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΜΙΑΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ Πρώτη εβδομάδα μαθημάτων:

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ

Θεμελιώδεις αρχές επιστήμης και μέθοδοι έρευνας

ΕΙΣΟ ΟΣ ΝΕΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΗΓΕΤΙΚΟΥ ΣΤΥΛ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ ΣΤΙΣ ΕΠΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΣΧΟΛΕΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Εκπαιδευτική Μονάδα 1.1: Τεχνικές δεξιότητες και προσόντα

Α. Τηλεοπτικές συνήθειες-τρόπος χρήσης των Μ.Μ.Ε.

Προσεγγίζοντας την «εξαέρωση»: διδακτικές επιλογές των νηπιαγωγών και αναλυτικό πρόγραμμα

Ιδιότητες και Τεχνικές Σύνταξης Επιστημονικού Κειμένου Σχολιασμός ερευνητικής πρότασης

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ

Στάσεις και αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στους μετανάστες

Ταυτότητα της έρευνας

Τριγωνοποίηση: Σύντομη θεωρητική εισαγωγή και υποδειγματικές εφαρμογές. Μαρία Καλλέρη και Άννα Σπύρτου

Εισαγωγή. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και Διδασκαλία

Ενότητα 1: Εισαγωγή. ΤΕΙ Στερεάς Ελλάδας. Τμήμα Φυσικοθεραπείας. Προπτυχιακό Πρόγραμμα. Μάθημα: Βιοστατιστική-Οικονομία της υγείας Εξάμηνο: Ε (5 ο )

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 6. Δειγματοληψία 6-1

Μάθημα: «Μεθοδολογία έρευνας» Μορφές επικοινωνίας μεταξύ νηπιαγωγείου και οικογένειας

Μέθοδοι Γεωργοοικονομικής & Κοινωνιολογικής Έρευνας

Εκπαιδευτική Έρευνα: Μέθοδοι Συλλογής και Ανάλυσης εδομένων. Επιμέλεια: Άγγελος Μάρκος, Λέκτορας ΠΤ Ε, ΠΘ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Μέθοδοι έρευνας και μεθοδολογικά προβλήματα της παιδαγωγικής επιστήμης

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 9. Έρευνα πεδίου 9-1

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΜΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ. ΜΑΝΟΥΣΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ, ΒΙΟΛΟΓΟΣ, PhD ΙΑΤΡΙΚHΣ

Περιεχόμενα. Πρώτος πρόλογος Δεύτερος Πρόλογος Αντί Προλόγου Εισαγωγικό σημείωμα επιμελητών... 25

θα δημιουργήσει ανοικτό μητρώο εκπαιδευτών ενηλίκων για τα ακόλουθα αντικείμενα κατάρτισης:

Μεθοδολογία έρευνας ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΚΟΠΟΣ/ΕΙΔΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Public Issue Πολιτικό Βαρόμετρο 169, Φεβρουάριος Στάσεις απέναντι στη συμφωνία των Πρεσπών ΓΝΩΜΗ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΠΡΕΣΠΩΝ

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΡΕΥΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ Ο ΒΑΘΜΟΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΗΘΥΣΜΟ PCO CONVIN ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ

Τεχνικές Έρευνας. Εισήγηση 10 η Κατασκευή Ερωτηματολογίων

Ερευνητικές Εργασίες

Σεμινάριο ΕΚΠ65 ιπλωματικές Εργασίες Αθήνα, 11 Οκτωβρίου 2009

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ

ΕΓΧΕΙΡΙ ΙΟ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗΣ YΠΟΨΗΦΙΩΝ ΘΕΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ

Πληροφορίες σχετικά με την παρούσα πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος στο τηλέφωνο ή στην ηλεκτρονική δ/νση

ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΠΟΥ ΕΠΙ ΡΟΥΝ ΣΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΟΥ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ 1. ΜΕΡΟΣ Α - ΕΡΕΥΝΑ ΑΠΟΣΑΦΗΝΙΣΗ ΠΕΔΙΟΥ 2. ΜΕΡΟΣ Β ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ - ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ 3. ΜΕΡΟΣ Γ ΑΝΑΛΥΣΗ-ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ

ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ

ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ. Ματσάγκος Ιωάννης-Μαθηματικός

Μελέτη απορρόφησης αποφοίτων του Α.Π.Θ. στην αγορά εργασίας

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1 H διαπλοκή θεωρίας, μεθόδων και δεδομένων. 2 Θεωρητικές έννοιες, μεταβλητές και μέτρηση

Αξιολόγηση Προγράμματος Αλφαβητισμού στο Γυμνάσιο Πρώτο Έτος Αξιολόγησης (Ιούλιος 2009)

«Έρευνα για το φαινόμενο του Σεισμού»

Μάθημα:υμβουλευτική στη Δια Βίου Ανάπτυξη. Καθηγήτρια: Ρ. Καλούρη

12/11/16. Τι είναι «ερευνητικό πρόβλημα» 1/2. Τι είναι «ερευνητικό πρόβλημα» 2/2

Σχεδιαςμόσ & Εκπόνηςη Εκπαιδευτικήσ Έρευνασ

Περιεχόμενα. Πρόλογος... 15

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΣΧΕΔΙΟΥ ΔΟΜΗΜΕΝΗΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗΣ (1)

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ. Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Τμήμα Μηχανικών Παραγωγής & Διοίκησης Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET05: ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΝΕΡΓΙΑΣ

Εργαλεία Έρευνας. Α. Αθανασόπουλος

«Μαθησιακές δυσκολίες και παραβατική συμπεριφορά»

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Α Φάση Δι.Με.Π.Α. 2ο μάθημα: Μέθοδοι Παρατήρησης της διδασκαλίας

Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΔΥΝΑΜΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΓΙΑ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ: ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Transcript:

ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΙΑΚΏΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ Συνέδριο: 1st Data Workshop «Data Driven World» There are more things. Τριγωνοποίηση και Mixed methods σε κοινωνικές έρευνες μεγάλης κλίμακος Νίκος Παπαδάκης Καθηγητής Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης, Πανεπιστήμιο Κρήτης Αν. Διευθυντής Κέντρου Ερευνών και Μελετών Πανεπιστημίου Κρήτης/ ΚΕΜΕ Team Leader of the EEA- funded Neets2 Project International Expert at the ETF πρ. Special Adviser to the European Commission 1

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η παρούσα εισήγηση διερευνά τις συγκροτησιακές συνιστώσες του ισόρροπου ολισμού ποιοτικής και ποσοτικής κοινωνικής έρευνας, εστιάζοντας στην εφαρμογή μεικτών μεθόδων στο πλαίσιο μιας έρευνας μεγάλης κλίμακος. Ανακινεί λοιπόν μια σειρά από κρίσιμα ζητήματα που αφορούν στη σύγχρονη χρήση ποιοτικών και ποσοτικών μεθόδων (mixed methods) στην κοινωνική έρευνα και επιχειρεί ως εκ τούτου να συμβάλει στο σχετικό επιστημονικό διάλογο. Αρχικά παρουσιάζονται τα συστατικά στοιχεία και οι δυνατότητες εφαρμογής της τριγωνοποίησης (triangulation) στην κοινωνική έρευνα. Στη συνέχεια παρέχονται οι απαραίτητες προοιμιακές επισημάνσεις, για την σύνθεση ποιοτικών και ποσοτικών μεθόδων στη μεθοδολογική στρατηγική στην περίπτωση μιας έρευνας μεγάλης κλίμακος, μαζί με εννοιολογικές διασαφήσεις και θεωρητικούς προιδεασμούς αναφορικά με το φαινόμενο. Μετά η εισήγηση εστιάζει στην ίδια την εφαρμογή της σύνθεσης στο πλαίσιο της συγκεκριμένης έρευνας και συνακόλουθα στην τριγωνοποίηση Μεθόδων Έρευνας και Συλλογής Δεδομένων. Έτσι: αναφορικά με την ποσοτική έρευνα, παρουσιάζεται η ταυτότητα της έρευνας, η δειγματοληψία και η διαστρωμάτωση Δείγματος, οι μεθοδολογικοί περιορισμοί και η δομή και ο σχεδιασμός του ερωτηματολογίου, με στόχο την πολυεπίπεδη κάλυψη του υπό έρευνα φαινομένου αναφορικά με την ποιοτική έρευνα, παρουσιάζεται η ταυτότητα της έρευνας, η θεωρητική δειγματοληψία, ο τρόπος αξιοποίησης αρχών της Θεμελιωμένης Θεωρίας (Grounded Theory) στην Έρευνα Πεδίου και στη σχέση ποσοτικής και ποιοτικής έρευνας στο πλαίσιο του συγκεκριμένου Έργου και οι τεχνικές Συλλογής Ποιοτικών Δεδομένων (ημι-δομημένη και αφηγηματική συνέντευξη). Με βάση όλα τα προαναφερθέντα, η μελέτη κλείνει με τις ερευνητικά θεμελιωμένες καταληκτικές επισημάνσεις για τη συνεξέλιξη ποιοτικής και ποσοτικής έρευνας (εντός του πλαισίου της τριγωνοποίησης). 2

Ι. Περί του ισόρροπου ολισμού ποιοτικών και ποσοτικών τεχνικών: Η συμβολή της τριγωνοποίησης. Όπως είναι δηλαδή γνωστό η έντονη συζήτηση, και κάποιες φορές η σφοδρή αντιπαράθεση για τις μεθόδους έρευνας στις κοινωνικές επιστήμες ταλάνισε για πολλά χρόνια τόσο την παραγωγικότητα όσο και την εγκυρότητα της έρευνας. Σήμερα, η εν λόγω αντιπαράθεση έχει ξεπεραστεί εν πολλοίς, καθώς όλο και πιο συχνή είναι η σύνθεση διαφορετικών μεθόδων και ερευνητικών προσεγγίσεων. Και προς την κατεύθυνση αυτή συνέβαλλε σημαντικά η άμβλυνση της αντιπαράθεσης μεταξύ θετικισμού και ερμηνευτισμού (βλ. Denzin 1978). Πρόκειται για άμβλυνση που «διεύρυνε» την ερευνητική σκέψη και κατάφερε να ανασυγκροτήσει την υφιστάμενη ερευνητική κουλτούρα, η οποία απομακρύνθηκε από τον επιστημολογικό δογματισμό των προηγούμενων δεκαετιών. Μέσα από αυτήν την λογική αναπτύχθηκαν οι πολυμεθοδικές ερευνητικές διαδικασίες ή αλλιώς τριγωνοποιήσεις (βλ. ενδεικτικά Patton 2002, Crewswell 1998, Thurmond, 2001: 254-256). H ιδέα των D. Campbell και D. Fiske περί «πολλαπλού λειτουργισμού» (Campbell & Fiske 1959: 81-105) ίσως αποτέλεσε την πρώτη έμμεση αναφορά στις πολυμεθοδικές ερευνητικές προσεγγίσεις. Η πρώτη όμως αναφορά στην τριγωνοποίηση έγινε το 1966 από τους E. Webb, D. Campbell, R. Schwartz, και L. Sechrest (Webb, Campbell, Schwartz, Sechrest 1966). Ο N. Denzin ονομάζει τριγωνοποίηση τον συνδυασμό διαφορετικών μεθοδολογιών για την μελέτη του ίδιου φαινομένου (βλ. Denzin 1978: 291). 3

Ο N. Denzin παρουσίασε μια τυπολογία των μορφών της τριγωνοποίησης ανάλογα με τους όρους συγκρότησης της μεθοδολογικής στρατηγικής (βλ. Denzin 1970: 297-313): 1. Χρονική τριγωνοποίηση: αυτός ο τύπος τριγωνοποίησης προσπαθεί να λάβει υπόψη του παράγοντες αλλαγής και εξέλιξης, χρησιμοποιώντας διατμηματικούς και διαχρονικούς σχεδιασμούς έρευνας. 2. Τοπική τριγωνοποίηση: αυτός ο τύπος προσπαθεί να ξεπεράσει τους περιορισμούς που έχουν οι μελέτες οι οποίες διεξάγονται στην ίδια χώρα ή μέσα στην ίδια πολιτισμική υπό-ομάδα χρησιμοποιώντας διαπολιτισμικές τεχνικές. 3. Συνδυασμένα επίπεδα τριγωνοποίησης: αυτός ο τύπος χρησιμοποιεί περισσότερα από ένα επίπεδα ανάλυσης, προερχόμενα από τα τρία κύρια επίπεδα που χρησιμοποιούνται στις κοινωνικές επιστήμες, δηλαδή το ατομικό επίπεδο, το επίπεδο αλληλεπίδρασης (ομάδες) και το επίπεδο των συλλογικών δραστηριοτήτων (οργανωτικό, πολιτισμικό ή κοινωνικό). 4. Θεωρητική τριγωνοποίηση: αυτός ο τύπος κινείται σε εναλλακτικές ή ανταγωνιστικές θεωρίες κατά προτίμηση, αντί να χρησιμοποιεί μία μόνο άποψη. 5. Ερευνητική τριγωνοποίηση: αυτός ο τύπος χρησιμοποιεί περισσότερους από έναν ερευνητές (παρατηρητές). 6. Μεθοδολογική τριγωνοποίηση: αυτός ο τύπος χρησιμοποιεί είτε (α) την ίδια μέθοδο σε διαφορετικές περιπτώσεις είτε (β) διαφορετικές μεθόδους στο ίδιο αντικείμενο ή στην ίδια μελέτη. 4

Μια διαφορετική τυπολογία για την τριγωνοποίηση, προτείνει τρεις εκδοχές (α) Tριγωνοποίηση των πηγών προέλευσης των δεδομένων: στην περίπτωση αυτή τα δεδομένα προέρχονται από διαφορετικές πηγές. Μπορεί να έχουν συλλεχθεί με την χρήση διαφορετικών εργαλείων συλλογής δεδομένων, να προέρχονται από διαφορετικές ομάδες κοινωνικών υποκειμένων και να είναι ποσοτικά ή ποιοτικά. Μπορούν να είναι ποσοτικά δεδομένα, αρχεία, φωτογραφίες, δεδομένα από συνεντεύξεις κ.ά. (β) Μεθοδολογική τριγωνοποίηση: στην περίπτωση αυτή χρησιμοποιούμε διαφορετικές μεθόδους έρευνας, ερευνητικούς σχεδιασμούς, εργαλεία συλλογής δεδομένων σε διαφορετικές χρονικές στιγμές ή και σε διαφορετικά κοινωνικά υποκείμενα. (γ) Θεωρητική τριγωνοποίηση: χρησιμοποιούμε διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις που συνδυάζονται ή συγκρούονται κριτικά για να ερευνήσουμε κάποιο εκπαιδευτικό φαινόμενο (βλ. Cohen & Manion 2002). 5

Τα μείζονα πλεονεκτήματα της τριγωνοποίησης (triangulation) εντοπίζονται κυρίως στην παροχή, στην έρευνα, μιας «υποτυπώδους» εξασφάλισης αναφορικά με τα επιστημολογικά πλαίσια αναφοράς της και στο συνδυασμό των πλεονεκτημάτων διαφορετικών μεθοδολογικών προσεγγίσεων σε μια ολοκληρωμένη ερευνητική προσπάθεια. Η επιλογή μίας και μόνης μεθόδου ενέχει τον κίνδυνο της παραποίησης της εικόνας του υπό εξέταση φαινομένου (βλ. Lin 1976) ή την επικράτηση της αντίληψης περί «μεθοδολογικού περιορισμού» (Denzin 1970 και Smith 1975, στο Cohen & Manion 2002: 326), ενώ παράλληλα είναι δυνατό να περιορίσει τόσο την ποσότητα όσο και την ποιότητα των δεδομένων που είναι σε θέση να περιγράψουν επαρκώς το υπό έρευνα ζήτημα (βλ. Anderson 1990). Στην πραγματικότητα ωστόσο η αποδοχή της τριγωνοποίησης από την επιστημονική κοινότητα δεν έχει εκβάλει και σε πλήρη αξιοποίησή της, όπως θα περίμενε κανείς, με αποτέλεσμα συχνά η μεθοδολογική στρατηγική μιας έρευνας να επικυριαρχείται από μονομεθοδική τεχνική (βλ. Cohen & Manion 2002). Ωστόσο δεν μπορεί να αγνοηθεί η εξελισσόμενη τάση για όλο και μεγαλύτερη αξιοποίηση mixed methods στην κοινωνική έρευνα 6

Η χρήση mixed methods, απαιτεί: προσεκτικό σχεδιασμό, είναι «σχετικά ακριβή» αφού απαιτεί την εμπλοκή μεγαλύτερου απ ότι συνήθως αριθμού ερευνητών, συλλογή και επεξεργασία μεγαλύτερου όγκου δεδομένων και φυσικά σύνθετες αναλύσεις και πιο πολύπλοκες ερμηνείες. Τέλος, απαιτεί καλή γνώση πολλών μεθόδων και σχετικές δεξιότητες κατά τη διαδικασία συνδυασμού τους. Σε κάθε περίπτωση δεν μπορούν να αγνοηθούν τα κρίσιμα πλεονεκτήματα που προσφέρει, η τριγωνοποίηση, στην έρευνα: (α) Παρέχει μια μορφή «πληροφοριακού πλουραλισμού» και συνακόλουθα δίνει τη δυνατότητα στους ερευνητές να είναι πιο «σίγουροι» για τα αποτελέσματα των ερευνητικών προσπαθειών τους αφού προσφέρει πληθώρα και πολλαπλότητα δεδομένων, συνδυασμό μεθόδων και αυξάνει τη δυνατότητα συγκρίσεων και «επιβεβαιώσεων». (β) Διευκολύνει την εμβάθυνση και την πολυπρισματική προσέγγιση ενός φαινομένου- προβλήματος, καθώς παρέχει στους ερευνητές τη δυνατότητα να αποκαλύψουν ενδεχόμενες «αποκλίσεις» ενός φαινομένου, αφού η πολλαπλότητα των δεδομένων και των αναλύσεων μπορεί να αποκαλύψει αποκλίσεις από παγιωμένες θεωρίες και να αναδείξει νέες πτυχές. (γ) Δίνει τη δυνατότητα υιοθέτησης διαφορετικών θεωρητικών προσεγγίσεων, ακόμα και συγκρουόμενων, στην ίδια ερευνητική προσπάθεια (βλ. LeVine & Campbell 1972). (δ) Διευρύνει την συμβολή των ποιοτικών δεδομένων, αφού αυτά μπορούν να συνδυαστούν με ποσοτικά δεδομένα και να ενισχυθεί εν τοις πράγμασι ο ρόλος τους εντός της υλοποίησης μιας μεθοδολογικής στρατηγικής. 7

Μερικά αρνητικά στοιχεία της τριγωνοποίησης είναι: η αδυναμία επανάληψης του ερευνητικού σχεδιασμού όταν περιλαμβάνει ποιοτικές τεχνικές, η δυσλειτουργικότητά της όταν τα ερευνητικά ερωτήματα και ο σκοπός της έρευνας έχουν διατυπωθεί λανθασμένα και η αδυναμία της να εφαρμοστεί σε κάθε ερευνητική προσπάθεια (βλ. Phillips 1971). 8

ΙΙ. Λίγα λόγια την Θεμελιωμένη Θεωρία (Grounded Theory) Grounded Theory Θεωρητική ευελιξία πριν από την εμπειρική έρευνα & σταδιακή «ανάδυση» ή «κατασκευή» της θεωρίας ταυτόχρονα με τη συλλογή και την ανάλυση των ποιοτικών δεδομένων. Στόχος της θεμελιωμένης προσέγγισης δεν είναι η επιβεβαίωση ή η διάψευση υποθέσεων στο ερευνητικό πεδίο αλλά η διατύπωση θεωρητικών προτάσεων (που για άλλα ερευνητικά εγχειρήματα μπορούν να αποτελέσουν υποθέσεις), οι οποίες ερμηνεύουν κοινωνικές διαδικασίες και φαινόμενα μέσα σε συγκεκριμένα χωρικά, κοινωνικά και πολιτισμικά πλαίσια και προκύπτουν άμεσα από τα εμπειρικά δεδομένα (Böhm, 2004). - Νίκος Παπαδάκης - 9

ΙΙI. Στρατηγικές και διαδικασίες ανάλυσης δεδομένων. Η συμβολή της ποιοτικής έρευνας Συνεχής Σύγκριση (constant comparison): Η μέθοδος της συνεχούς σύγκρισης στοχεύει ως επί το πλείστον στην παραγωγή θεωρίας (theory building) και θεωρητικών υποθέσεων. Διατρέχει όλες τις φάσεις μίας ποιοτικής έρευνας, η οποία επηρεάζεται από τη θεμελιωμένη οπτική. Η συνεχής σύγκριση περιλαμβάνει δύο βασικές πλευρές (Glaser & Strauss 1967): i. Η πρώτη σχετίζεται με τη συνεχή σύγκριση «περιστατικών» (incidents), γεγονότων, διαδικασιών και ιδεών μεταξύ τους με σκοπό τη σταδιακή τους ένταξη σε ξεχωριστές κατηγορίες (categories). ii. Η δεύτερη πλευρά της μεθόδου συνίσταται στη σύγκριση των περιστατικών, των γεγονότων, των διαδικασιών και των ιδεών με τις διαφορετικές διαστάσεις (dimensions) των κατηγοριών με στόχο την ένταξή τους σε κάποια από αυτές. Κατά συνέπεια, η πρώτη διαδικασία αποβλέπει στη γενική κατηγοριοποίηση του ποιοτικού υλικού, ενώ η δεύτερη διαδικασία αποβλέπει στον ακριβή προσδιορισμό των διαφορετικών διαστάσεων (π.χ. μερικές πιθανές διαστάσεις της γενικής κατηγορίας «αιτίες μακροχρόνιας ανεργίας» μπορεί να είναι «ατομικά χαρακτηριστικά», «κυβερνητική πολιτική», διαρθρωτικές αλλαγές στην οικονομία» κ.ά. Αν και εδώ αναφέρεται ξεχωριστά η μέθοδος της συνεχούς σύγκρισης, για περιγραφικούς λόγους, δεν είναι δυνατόν να λάβει χώρα ξέχωρα από τη διαδικασία της κωδικοποίησης των ποιοτικών δεδομένων. - Νίκος Παπαδάκης - 10

Κωδικοποίηση (coding) Ανοιχτή κωδικοποίηση (open coding) Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει τη λεπτομερή, και συνήθως την κατά σειρά (line by line) απόδοση ιδιοτήτων και νοήματος στα ποιοτικά δεδομένα με σκοπό τη σταδιακή κατηγοριοποίησή τους. ο κάθε κωδικός είναι στην ουσία ένα «αναλυτικό εργαλείο» τμηματοποίησης των ποιοτικών δεδομένων ανά θεματικές περιοχές, οι οποίες αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες κατηγορίες. Κωδικοποίηση άξονα (axial coding) Η κωδικοποίηση άξονα περιλαμβάνει κυρίως τη συσχέτιση των κατηγοριών με τις υποκατηγορίες τους. Οι υποκατηγορίες αποτελούν στην ουσία τις ειδικές διαστάσεις (dimensions) των γενικών κατηγοριών, ο εντοπισμός των οποίων είναι απαραίτητος για τη σταδιακή κατασκευή και δόμηση της θεωρίας (Ιωσηφίδης, 2006) Επιλεκτική κωδικοποίηση (selective coding) Στη φάση της επιλεκτικής κωδικοποίησης τα δεδομένα μετατρέπονται σταδιακά σε θεωρητικές προτάσεις μέσα από τον εντοπισμό της κεντρικής κατηγορίας (core category). Η κεντρική κατηγορία αποτελεί μία θεωρητική κατασκευή, που συμβάλλει στην ερμηνεία του νοητικού γρίφου της έρευνας απαντώντας σε ικανοποιητικό βαθμό στα ερευνητικά ερωτήματα (Ιωσηφίδης, 2006, Τσιώλης 2014, Papadakis & Taha 2002). - Νίκος Παπαδάκης - 11

Τα κριτήρια επιλογής καθώς επίσης και τα χαρακτηριστικά της κεντρικής κατηγορίας (core category) είναι τα ακόλουθα: Η κατηγορία αυτή θα πρέπει να είναι κεντρική. Δηλαδή όλες οι άλλες θα πρέπει να σχετίζονται με αυτή με άμεσο ή με έμμεσο τρόπο. Η κατηγορία αυτή θα πρέπει να εμφανίζεται συχνά στα δεδομένα και σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις (cases). Ο τρόπος συσχέτισης των κατηγοριών μεταξύ τους, ο οποίος οδηγεί στη διατύπωση της κεντρικής κατηγορίας, θα πρέπει να είναι λογικός & συστηματικός. Ο τίτλος ή το όνομα αυτής της κατηγορίας θα πρέπει να είναι ικανοποιητικά αφηρημένος έτσι ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε άλλες περιπτώσεις με στόχο την ανάπτυξη μίας πιο γενικής θεωρίας. η κατηγορία αυτή θα πρέπει να μπορεί να ερμηνεύει παραλλαγές (variations) του υπό έρευνα φαινομένου (Strauss & Corbin, 1998:147). - Νίκος Παπαδάκης - 12

ΙV. Εισαγωγικά για την εφαρμογή της σύνθεσης στη μεθοδολογική στρατηγική της έρευνας για τους Neets. Ο ισόρροπος ολισμός ποιοτικών και ποσοτικών τεχνικών συλλογής και επεξεργασίας δεδομένων αποτέλεσε όρο συγκρότησης της μεθοδολογικής στρατηγικής της Έρευνας «Βαρόμετρο Απόντων: Οι Neets (2011-2013). Όπως έχει ήδη καταστεί σαφές, οι δυο κομβικοί πυλώνες της ερευνητικής διαδικασίας ήταν η ποσοτική έρευνα και η ποιοτική έρευνα. Γιατί όμως ποιοτική έρευνα σε μια ερευνητική διαδικασία, στην οποία διενεργείται εκτεταμένη ποσοτική έρευνα και μάλιστα με ένα ιδιαίτερα αναλυτικό ερωτηματολόγιο (βάσει του οποίου γίνονται οι τηλεφωνικές συνεντεύξεις)? Τι μπορεί να προσφέρει περισσότερο η ποιοτική έρευνα? Και τελικά πώς διαμορφώνεται η μεθοδολογική στρατηγική όχι μόνο της ποιοτικής έρευνας (έρευνα πεδίου) αλλά συνολικά της ερευνητικής διαδικασίας στο έργο? 13

Η συμπληρωματικότητα ποιοτικής και ποσοτικής έρευνας θεωρείται conditio sine qua non για την κοινωνική έρευνα. Οι ποιοτικές έρευνες αποτελούν αναγκαία εργαλεία και στην ανάλυση ποσοτικών στοιχείων, όσο και στην περαιτέρω εμβάθυνση σε ζητήματα πολυδιάστατα (βλ. αναλυτικά Βιτσιλάκη- Σορωνιάτη 1998: 260). Πόσο μάλλον σε μια έρευνα που γίνεται σε «αχαρτογράφητα νερά» και αφορά μια κατηγορία κοινωνικής ευπάθειας με δυο βασικά μεθοδολογικά προβλήματα: i. είναι ήκιστα διερευνημένη (ειδικά στην ελληνική περίπτωση ήταν, μέχρι και την ολοκλήρωση του «Βαρόμετρου Απόντων», καθόλου διερευνημένη) ii. αφορά στην ουσία ένα πληθυσμό «εξαφανισμένο» από όλες τις δομές του Κοινωνικού Κράτους. Ας μιλήσουμε όμως λίγο για την συγκεκριμένη κοινωνικά ευπαθή ομάδα και το ίδιο το Έργο, πριν προχωρήσουμε εκ νέου και αναλυτικότερα σε ζητήματα Μεθόδου. Η ολοένα αυξητική τάση, που σημειώνουν τα τελευταία χρόνια, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τα ποσοστά της «νεοεμφανιζόμενης» κοινωνικά ευπαθούς κατηγορίας των NEETs (Young People Not in Education, Employment or Training), δηλαδή αυτής της «ειδικής κατηγορίας» Νέων, που δεν συμμετέχουν ούτε στην Εκπαίδευση, ούτε στην Απασχόληση, ούτε στην Κατάρτιση, κατέστησε επιτακτική την ανάγκη, από πλευράς των κυβερνήσεων των κρατών-μελών, για ανίχνευση, καταπολέμηση και εξάλειψη - στο μέγιστο δυνατό βαθμό - αυτής της νέας μορφής κοινωνικής ευπάθειας 14

Το συγκεκριμένο κοινωνικό φαινόμενο δεν έχει αφήσει ανεπηρέαστη και την Ελλάδα, στην οποία ωστόσο δεν υπήρχαν σαφείς εκτιμήσεις και μετρήσεις τόσο για την έκταση όσο και για την ένταση του εν λόγω κοινωνικού φαινομένου, πριν την υλοποίηση του Έργου Βαρόμετρο Απόντων. Μέχρι τότε τα μόνα σχετικά αξιόπιστα στοιχεία τα παρείχε η μελέτη του Eurofound, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα ανήκει στο cluster των χωρών με υψηλό ποσοστό Neets (βλ. Πίνακα 1), με έμφυλη διάσταση, ανενεργοί, χωρίς εργασιακή εμπειρία, υψηλής μόρφωσης και ιδιαίτερα αποθαρρυμένοι (Eurofound 2012: 40). Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι πάνω από το 25% των Ελλήνων Neets σύμφωνα πάντα με το Eurofound είναι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό Μ.Ο. να κυμαίνεται στο 10% (Eurofound 2012: 34). Την πραγματική όμως αποτίμηση της έκτασης και των ποιοτικών χαρακτηριστικών αυτού του φαινομένου επιχείρησε η έρευνα με τίτλο Βαρόμετρο Απόντων. Πιο συγκεκριμένα: Το έργο «Βαρόμετρο Απόντων. Ανίχνευση, κατηγοριοποίηση και εμπειρική θεμελίωση προτάσεων πολιτικής για την καταπολέμηση μίας νέας μορφής κοινωνικής ευπάθειας: NEETs (Young People Not in Education, Employment or Training) υλοποιήθηκε από το ΚΕΑΔΙΚ του Πανεπιστημίου Κρήτης, το ΚΑΝΕΠ της ΓΣΕΕ, τη GPO και το ΙΗΔΛ του ΙΤΕ και χρηματοδοτήθηκε από την ΓΓΕΤ. 15

Περιλάμβανε 9 ενότητες εργασίας και 23 παραδοτέα. Η υλοποίηση τους συνέβαλε στο να επιτευχθούν οι τρεις μείζονες στοχεύσεις, που είχαν ήδη τεθεί εξαρχής και συγκεκριμένα: η δόμηση συγκεκριμένου πολυπαραμετρικού δείκτη για τους Neets σε ελληνικό επίπεδο, η καταγραφή, αποτύπωση και χαρτογράφηση της νέας κατηγορίας κοινωνικής ευπάθειας, δηλαδή των Neets η ανάπτυξη εμπειρικά θεμελιωμένων προτάσεων πολιτικής για την αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού των NEETS και την πολυεπίπεδη και βιώσιμη ενσωμάτωσή τους. Η όλη μεθοδολογική στρατηγική είχε χαρακτήρα back n forth με διαρκή ανατροφοδότηση των επιμέρους Ε.Ε. και τη συνεξέλιξη ερευνητικών διαδικασιών, ενώ αξιοποιήθηκε εκτεταμένα η διεθνής εμπειρία σε σχέση με το φαινόμενο των Neets. Πραγματοποιήθηκαν δυο φάσεις ποσοτικής και δυο φάσεις ποιοτικής έρευνας σε ασυνήθιστα μεγάλο αριθμό δειγμάτων για κοινωνική έρευνα (800 και 3500 υποκείμενα στις δυο φάσεις της ποσοτικής έρευνας και συνολικά 144 ημιδομημένες και αφηγηματικές συνεντεύξεις στην ποιοτική έρευνα). Στη βάση των ευρημάτων της έρευνας θεμελιώθηκε ο πολυπαραμετρικός δείκτης (Neets composite indicator), αναπτύχθηκε ολοκληρωμένο πλαίσιο προτάσεων πολιτικής (με πλέγμα παρεμβάσεων σε διάφορα επίπεδα δημόσιων πολιτικών και με διαφορετικά σενάρια εφαρμογής), συγκροτήθηκε Ηλεκτρονική Χαρτοθήκη (Neets GIS), δομήθηκε road map ολοκληρωμένης αντισταθμιστικής παρέμβασης για την αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού των NEETs (με δράσεις που αποτελούν το στρατηγικό περιβάλλον της παρέμβασης και αυτές που λειτουργούν συγκειμενικά και συνιστούν το παραμετρικό περιβάλλον) παρέχοντας στην πραγματικότητα ένα εφαρμόσιμο μείγμα πολιτικής (με διαφορετικές εκδοχές του). 16

Συγχρόνως, αφού επισκοπήθηκε η διεθνής κατάσταση των πραγμάτων (βλ. Παπαδάκης 2013: 15-75), αποτυπώθηκαν τα βασικά χαρακτηριστικά, οι επείγουσες διαστάσεις της βιογραφίας των Neets και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, αναλύθηκαν δημογραφικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά τους, εξετάστηκαν σε βάθος οι παράγοντες που επιδρούν, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, στην υπαγωγή ενός νέου ανθρώπου στην κατηγορία Neet (φύλο, ηλικία, αστικότητα, μορφωτικό επίπεδο, οικογενειακό εισόδημα, εθνοπολιτισμική προέλευση βλ. αναλυτικότερα Drakaki, Papadakis, Kyridis & Papargyris 2014: 240-254, Παπαδάκης & Κυρίδης 2014, Papadakis, Kyridis, Papargyris 2015), αναλύθηκαν διεξοδικά οι απόψεις και οι στάσεις τους για την εκπαίδευση, την κατάρτιση, την απασχόληση, το κοινωνικό κράτος και το πολιτικό σύστημα (βλ. και Κοτρόγιαννος κ.ά. 2013) όσο και οι στρατηγικές τους για την έξοδο από την κατάσταση στην οποία βρίσκονται και συνολικότερες προτάσεις τους για την ευρύτερη κατάσταση των πραγμάτων, διερευνήθηκαν οι επιπτώσεις σε οικονομία και κοινωνία από την διεύρυνση του φαινομένου των Neets, συγκροτήθηκαν ερευνητικά θεμελιωμένες ταξινομικές κατηγορίες και αναπτύχθηκε το προφίλ του Έλληνα Neet (το οποίο δομήθηκε συγκριτικά με τα διαφορετικά προφίλ των Ευρωπαίων Neets- βλ. Δρακάκη, Παπαδάκης, Κυρίδης, Παπαργύρης 2013: 209-240) και επιχειρήθηκαν συνολικές ερμηνείες για το πολυπρισματικό και πολυσύνθετο αυτό φαινόμενο. 17

Ουσιαστικά οι Neets «χαρτογραφήθηκαν» τόσο ποσοτικά (πόσοι είναι συνολικά και με βάση το φύλο, την ηλικία, την αστικότητα, το μορφωτικό επίπεδο, το οικογενειακό εισόδημα, την εθνοπολιτισμική προέλευση, ποια τα βασικά χαρακτηριστικά τους, πως συσχετίζονται με διαστάσεις της βιογραφίας τους και με τις στάσεις, συμπεριφορικά πρότυπα και απόψεις τους και πως κατανέμονται ανά διοικητική περιφέρεια και νομό- βλ. Παπαργύρης 2013) όσο και ποιοτικά και εις βάθος. Σε μια χώρα που το ποσοστό των Neets άγγιζε, στις αρχές του 2013, το 16,9% (πράγμα που την τοποθετεί σε μια από τις πρώτες θέσεις στην Ευρώπη) και στην οποία τα βασικά χαρακτηριστικά των Neets διαφοροποιούνται σε αρκετά σημεία από αυτά πολλών άλλων εθνικών περιπτώσεων, το πρόβλημα των Neets δεν μπορεί άλλο να αγνοηθεί, όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα. Με βάση όλα τα προαναφερθέντα το Βαρόμετρο Απόντων αποτελεί ένα καινοτόμο έργο για τα ελληνικά δεδομένα, καθώς: i. συνιστά την πρώτη έρευνα βάσης εθνικής κλίμακας για το μείζον πρόβλημα των Neets (των νέων ανθρώπων που δεν «υπάρχουν πουθενά») και ii. μια από τις ελάχιστες αντίστοιχες έρευνες σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η ανάλυση ιεραρχικών παραμέτρων του βίου και βιογραφικών ρήξεων (εγκατάλειψη σχολείου, απώλεια εργασίας κ.ά) σε μια ήδη οδυνηρή βιοτική τροχιά προϋποθέτει εργαλεία, τα οποία μπορούν να εμβαθύνουν και να αποτυπώσουν είτε συμπληρωματικά είτε εκ νέου παραμέτρους, που έχουν ανακινηθεί και από την ποσοτική έρευνα. Η σκοπιμότητα της καταγραφής και στοιχειοθέτησης απόψεων και στάσεων των Neets (κρίσιμες παράμετροι στον πολυπαραμετρικό μας δείκτη) δεν θα μπορούσε να περιορίζεται στην παρουσίαση της υποκειμενικής πραγματικότητας του, αλλά οφείλει να εκτείνεται στη σχέση μεταξύ υποκειμενικής προσοικείωσης του πραγματικού και αντικειμενικής πραγματικότητας. Κάτι τέτοιο κατέστησε επιβεβλημένη την λειτουργική σύνθεση ποιοτικής και ποσοτικής έρευνας, στο συγκεκριμένο Έργο Μεγάλης Κλίμακος. 18

Πολλά κατέστησαν απαραίτητη τη συνέλιξη ποσοτικής και ποιοτικής έρευνας. Με βάση όλα τα προαναφερθέντα, επελέγη η μεθοδολογική στρατηγική της Έρευνας να εδράζεται στα 4 βασικά sets υποδεικτών-ερευνητικών παραμέτρων (δημογραφικά χαρακτηριστικά, κοινωνικά χαρακτηριστικά, βιογραφία και στάσεις, αξίες πεποιθήσεις), πάνω στα οποία δομείται ο πολυπαραμετρικός δείκτης, τον οποίο είχαμε αναπτύξει στο πλαίσιο του Έργου. Αναπτύσσεται δε με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελέσει τη μεθοδολογική «ομπρέλα» συνολικά του Έργου. Στο πλαίσιο δε της εμβάθυνσης που επιτρέπει η ποιοτική έρευνα, αποφασίσαμε να αναπτύξουμε εργαλεία που να συστρέφονται γύρω από μείζονες θεματικούς άξονες που περιλαμβάνουν: ζητήματα βιογραφίας, απόψεις για την εκπαίδευση (συμπεριλαμβανομένου του μορφωτικού κεφαλαίου των Neets), απόψεις για την απασχόληση και αιτίες που επιτείνουν τη δυσκολία ανεύρεσης εργασίας, απόψεις για την κατάρτιση και τις δομές εύρεσης εργασίας, οικονομική κατάσταση των Neets και αιτίες που τη διαμορφώνουν, κατάσταση σωματικής και ψυχικής υγείας, κοινωνικός αποκλεισμός, προτάσεις για την αλλαγή της κατάστασης των πραγμάτων και απόψεις για το μέλλον. 19

2. Συνθέτοντας Ποιοτική με Ποσοτική Έρευνα: Τριγωνοποίηση Μεθόδων Έρευνας και Συλλογής Δεδομένων Με βάση όλα τα προαναφερθέντα η έρευνα, λόγω της πολυπλοκότητας του μελετούμενου φαινομένου, της έλλειψης πρωτογενούς έρευνας και επαρκών θεωρητικών προτάσεων σε εθνικό επίπεδο για την υπό μελέτη μορφή κοινωνικής ευπάθειας αλλά και για την εξασφάλιση της εγκυρότητας και της αξιοπιστίας της έρευνας, διεξήχθη με τη χρήση μίας τριγωνοποιημένης μεθοδολογικής στρατηγικής (triangulation), τόσο σε επίπεδο μεθόδων έρευνας, όσο και σε επίπεδο συλλογής δεδομένων. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά στη μεθοδολογική τριγωνοποίηση, δηλαδή στο συνδυασμό ποιοτικών και ποσοτικών μεθόδων έρευνας (Robson, 2010) οι κύριες μέθοδοι έρευνας, οι οποίες συνιστούν και τους κεντρικούς άξονες της έρευνας πεδίου του Έργου, είναι: η Θεμελιωμένη Θεωρία (Grounded Theory) - ποιοτικό μέρος της έρευνας πεδίου - και η Δειγματοληπτική Έρευνα - ποσοτικό μέρος-. Η έρευνα λοιπόν πεδίου αξιοποιεί εργαλεία από την Grounded Theory (αφηγηματική συνέντευξη) όσο και πιο συμβατικά εργαλεία ποιοτικών μεθόδων και συγκεκριμένα την ημιδομημένη συνέντευξη. 20

Στην έρευνά μας χρησιμοποιούμε τον τύπο της "μεθοδολογικής τριγωνοποίησης", κατά τον οποίο είτε χρησιμοποιείται η ίδια μέθοδος σε διαφορετικές περιπτώσεις είτε διαφορετικές μέθοδοι στο ίδιο αντικείμενο ή στην ίδια μελέτη. Φυσικά την έρευνά μας αφορά η δεύτερη περίπτωση και μπορούμε να εξειδικεύσουμε το σχεδιασμό της μεθοδολογίας μας μέσα από τη χρήση διαφορετικών και όχι απολύτως συγγενών μεθόδων, των οποίων ο έλεγχος εγκυρότητας, σύμφωνα με τους D. Campell & D. Fiske (1959), πραγματοποιείται μέσω της σύγκλισης ανεξάρτητων μετρήσεων του ιδίου αντικειμένου. Γενικά, αξίζει να σημειώσουμε ότι η παράλληλη χρήση ερευνητικών εργαλείων κρίθηκε απαραίτητη για τους παρακάτω λόγους: Η μεθοδολογική τριγωνοποίηση εξυπηρετεί με προσφορότερο τρόπο το σκοπό και τους στόχους της έρευνας. Τα ερευνητικά εργαλεία που επιλέχτηκαν προσφέρουν τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά δεδομένα. Τα ευρήματα που αναμενόταν να προκύψουν από τη χρήση των επιλεχθέντων μεθόδων θα μπορούσαν να συνθέσουν ένα corpus δεδομένων, χρήσιμων για τη μελλοντική ανάπτυξη παρόμοιων ερευνών, και οι οποίες θα μπορούσαν να βασιστούν σε αυτά τα αρχικά ευρήματα. 21

Η έρευνα αντιστοιχεί σε δείγμα αντιπροσωπευτικό του ελληνικού πληθυσμού σε πανελλαδικό επίπεδο και αφορά νέους και νέες ηλικίας από 15 έως 24 ετών. Με βάση τη βιβλιογραφική αναφορά και την εμπειρική παρατήρηση που προέκυψε από πιλοτική έρευνα, διαπιστώθηκε ότι η συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα και οι ιδιότητες των ατόμων που την απαρτίζουν δεν παρουσιάζουν ομοιογένεια και ως εκ τούτου δεν μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα που να αφορούν το σύνολο της ομάδας. Ενώ στατιστικά και μεθοδολογικά η ομαδοποίηση ηλικιών ανά δεκαετία είναι η συνήθης πρακτική, η εξεταζόμενη ηλικιακή ομάδα εμφανίζει αρκετές ιδιομορφίες κυρίως λόγω της ηλικιακής σύνθεσης (εφηβεία μετεφηβική περίοδος) κατά την οποία παρατηρούνται στους νέους μεγάλες και ξαφνικές αλλαγές στις συμπεριφορές και τις αντιλήψεις Εξίσου διαφορετικό είναι και το πλαίσιο στο οποίο λειτουργούν οι υπο-ομάδες των ηλικιών 15-24, αφού όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό διαφορετικές είναι οι συνθήκες, οι ανησυχίες και τα συναισθήματα ενός/μίας νέου/ας ηλικίας 15 ετών που λειτουργεί μέσα στο σχολικό περιβάλλον και είναι ανήλικος και διαφορετικές για ένα/μία νέο/α ηλικίας 24 ετών που είναι πλέον ενήλικας πολίτης. Βάσει των παραπάνω κρίθηκε σκόπιμο να γίνει ένας διαχωρισμός στην υπό έρευνα ομάδα σε δύο επιμέρους κατηγορίες: α) τους νέους και τις νέες 15-18 που ως επί το πλείστον βρίσκονται στη Β θμια εκπαίδευση και β) τους νέους και τις νέες 19-24 που είτε σπουδάζουν, είτε δουλεύουν ή βρίσκονται σε αναζήτηση εργασίας. 22

3. Η Ποσοτική Έρευνα 3.1. Η ταυτότητα της έρευνας Η συγκεκριμένη ποσοτική έρευνα των NEETs αποτελεί ένα ιδανικό πεδίο μεταφοράς της θεωρητικής γνώσης στην εμπειρική παρατήρηση και την αποτύπωση των πραγματικών μεγεθών. Αποκαλύπτει με κάθε λεπτομέρεια τη δημογραφική και κοινωνική κατάσταση του εξεταζόμενου πληθυσμού, ενώ την ίδια στιγμή θέτει νέα ερωτήματα για μελλοντική ερευνητική δραστηριότητα του κοινωνικού φαινομένου των NEETs. Ο εξεταζόμενος πληθυσμός του δείγματος για την πρώτη φάση της έρευνας, η οποία έλαβε χώρα το Καλοκαίρι του 2012, είναι άτομα, τα οποία ανήκουν στην προαναφερθείσα ηλικιακή ομάδα (με βάση και τον ευρωπαϊκό δείκτη Neets- βλ. αναλυτικά Παπαδάκης 2013) στο σύνολο των 13 Διοικητικών Περιφερειών της Ελλάδος, ενώ το μέγεθος του δείγματος της βασικής έρευνας ήταν 800 νοικοκυριά και πραγματοποιήθηκαν 784 συνεντεύξεις με την μέθοδο των τηλεφωνικών συνεντεύξεων (βλ. αναλυτικότερα GPO & ΚΕΑΔΙΚ 2013) χρησιμοποιώντας γραπτό δομημένο ερωτηματολόγιο (σχετικά με τα προβλήματα διανομής των ερωτηματολογίων βλ. Belson 1986 και Hoinville. & Jowell 1978). Για τη δεύτερη φάση της έρευνας το δείγμα της έρευνας είναι 3.500 νοικοκυριά. Πραγματοποιήθηκαν 3.459 συνεντεύξεις στο σύνολο των Νομών της Χώρας, το χρονικό διάστημα Δεκέμβριος 2012, Φεβρουάριος Μάρτιος 2013. Η μέθοδος συλλογής στοιχείων ήταν τηλεφωνικές συνεντεύξεις με χρήση γραπτού δομημένου ερωτηματολογίου (βλ. GPO & ΚΕΑΔΙΚ 2013). Στην έρευνα εφαρμόστηκε στρωματοποιημένη δειγματοληψία βάσει της οποίας το δείγμα κατανεμήθηκε με τη μέθοδο των ποσοστώσεων, με αναλογία των νοικοκυριών στο σύνολο της χώρας. 23

Για να προκύψει το ποσοστό των ατόμων, που ανήκουν στην «ειδική» κατηγορία των NEETs, πραγματοποιήθηκε έρευνα στον συνολικό πληθυσμό της ηλικιακής ομάδας 15-24 ετών και, συγχρόνως, διερευνήθηκαν σε βάθος οι αντιλήψεις, οι πεποιθήσεις, οι απόψεις και οι ανάγκες αυτής της πληθυσμιακής ομάδας, η οποία συνιστά και το ερευνητικό αντικείμενο του Έργου. Τέλος, κρίνεται αναγκαίο να επισημανθεί, ότι τα στοιχεία της μέτρησης που προέκυψαν από τη διεξαγωγή της έρευνας, αποτελούν τις επικρατούσες τάσεις, έτσι όπως αυτές κατεγράφησαν τη δεδομένη χρονική περίοδο διεξαγωγής της έρευνας. 3.2. Δειγματοληψία. Πληθυσμός Στόχος Διαστρωμάτωση Δείγματος Μία έρευνα για να διεξάγει αντικειμενικά και αξιόπιστα αποτελέσματα, χρειάζεται η άντληση των πληροφοριών να γίνεται από βάσεις δεδομένων, οι οποίες πρέπει να αντανακλούν και να αντιπροσωπεύουν την πραγματική διάσταση και τη διαστρωμάτωση του πληθυσμού που μελετάται. Για την επίτευξη των τριών στόχων (βλ. παραπάνω) του εν λόγω Έργου, η ανάπτυξη ενός εργαλείου περιγραφικής στάθμισης των NEETs κρίθηκε απαραίτητη. Η μέθοδος που ακολουθήθηκε είναι η τυχαία στρωματοποιημένη επιλογή (stratified sampling). Η τυχαία στρωματοποιημένη επιλογή επιτρέπει τη δημιουργία δείγματος, το οποίο δεν προκύπτει μόνο από τυχαίες και γι αυτό το λόγο αδιάβλητες διαδικασίες, αλλά μπορεί να αποδώσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις διαφορετικές πτυχές συγκεκριμένων και ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του πληθυσμού. Τα κριτήρια, σύμφωνα με τα οποία πραγματοποιήθηκε η τυχαία στρωματοποιημένη καταγραφή, συμπίπτουν απόλυτα με αυτά που έχουν χρησιμοποιηθεί τόσο σε προηγούμενες έρευνες της GPO (Greek Public Opinion) όσο και σε στοιχεία της ΕΣΥΕ (Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος). 24

Αναφορικά με τη ποσοτική έρευνα στον γενικό πληθυσμό, περιοχή κάλυψης της έρευνας αποτελεί το σύνολο της Επικράτειας. Στην πρώτη φάση της έρευνας προέκυψε μέγεθος δείγματος 784 ατόμων στο σύνολο των 13 Διοικητικών Περιφερειών με ελάχιστο δείγμα ανά διοικητική περιφέρεια, ούτως ώστε να υπάρχει επαρκής αντιπροσώπευση από όλες τις πληθυσμιακές και δημογραφικές ομάδες του εξεταζόμενου πληθυσμού. Στη δεύτερη φάση της έρευνας προέκυψε μέγεθος δείγματος 3.459 ατόμων συνεντεύξεις στο σύνολο των Νομών της Χώρας με ελάχιστο δείγμα ανά Νομό, ούτως ώστε να υπάρχει επαρκής αντιπροσώπευση από όλες τις πληθυσμιακές και δημογραφικές ομάδες του εξεταζόμενου πληθυσμού. Η διεξαχθείσα έρευνα ήταν ποσοτική και πραγματοποιήθηκε με τη μέθοδο συλλογής δεδομένων των τηλεφωνικών συνεντεύξεων στα νοικοκυριά των ερωτώμενων και τη χρήση δομημένου ερωτηματολογίου με κλειστού τύπου ερωτήσεις, συμπεριλαμβανομένων και των βασικών δημογραφικών ερωτήσεων. Σχετικά με τη δειγματοληψία, η μέθοδος που εφαρμόστηκε, ήταν η πολυσταδιακή στρωματοποιημένη δειγματοληψία με χρήση quota και τυχαία επιλογή τηλεφώνων αναλογικά ως προς τον πληθυσμό της κάθε περιοχής, της αστικότητας, του φύλου και της ηλικίας. 25

Όσον αφορά στην κατανομή των δειγματοληπτικών μονάδων της έρευνας, αυτή έγινε βάσει των επίσημων στοιχείων της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδος και αναλύεται ως εξής: ΣΥΝΟΛΟ Άρρενες Θήλεις % ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & 91.327 51.495 39.832 5,8% ΘΡΑΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 102.454 54.593 47.861 6,6% ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 40.270 21.286 18.984 2,6% ΘΕΣΣΑΛΙΑ 98.143 50.702 47.441 6,3% ΗΠΕΙΡΟΣ 48.070 24.631 23.439 3,1% ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ 25.254 12.863 12.391 1,6% ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ 108.710 57.556 51.154 7,0% ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ 74.956 40.731 34.225 4,8% ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ 75.513 40.868 34.645 4,8% ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ 31.311 19.882 11.429 2,0% ΝΟΤΙΟ ΑΙΓΑΙΟ 44.424 25.103 19.321 2,8% ΚΡΗΤΗ 88.098 46.961 41.137 5,6% ΑΤΤΙΚΗ 563.054 286.002 277.052 36,1% ΝΟΜΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 170.053 84.845 85.208 10,9% 1.561.637 817.518 744.119 26

Η κάτωθι ανάλυση δύναται να εξηγήσει ποιο είναι το επιθυμητό μέγεθος (βλ. GPO & ΚΕΑΔΙΚ 2013). Όπως προαναφέρθηκε, σε κάθε υπολογισμό του έργου θα ενυπάρχει ένα σφάλμα εκτίμησης, το οποίο θα εξαρτάται από το μέγεθος του δείγματος που αναλύεται σε σχέση με το μέγεθος του πληθυσμού από τον οποίο αντλήθηκε το δείγμα. Η πλειονότητα των στοιχείων, τα οποία θα εξαχθούν από την εν λόγω έρευνα είναι με τη μορφή κατηγορικών απαντήσεων, στις οποίες επιθυμούμε να προσδώσουμε μία ποσοστιαία αντιπροσώπευση από τις μονάδες του δείγματος. Ο τύπος που καθορίζει το μέγιστο στατιστικό σφάλμα για την εκτίμηση ποσοστού είναι: όπου e είναι το μέγεθος του δείγματος και Ν είναι το μέγεθος του πληθυσμού από τον οποίο αντλήθηκε το δείγμα. Στη πλειονότητα των περιπτώσεων, ένα σφάλμα της τάξεως του 5% θεωρείται αρκετά ικανοποιητικό για εξαγωγή συμπερασμάτων. Βέβαια, δεν αποκλείονται και περιπτώσεις, στις οποίες επιδιώκεται μικρότερο στατιστικό σφάλμα. Με βάση τα παραπάνω προκύπτει ότι ακόμα και με το ελάχιστο βάθος στην ανάλυσή μας, το στατιστικό σφάλμα μπορεί να κυμανθεί σε αποδεκτά όρια. Συνεπώς, δεν συνιστάται ανάλυση σε παραπάνω από 1-2 επίπεδα για εξαγωγή αξιόπιστων συμπερασμάτων. Επίσης, άλλες παράμετροι που έτυχαν του ενδιαφέροντος για ανάλυση, όπως για παράδειγμα το εισόδημα, εμπεριέχονται στην έρευνα, δίχως όμως να καθορίζουν την καταλληλότητα επιλογής της δειγματικής μονάδας, κυρίως για λόγου δείγματος και χρόνου. Τέλος, γνωρίζοντας εκ των προτέρων τα δημογραφικά χαρακτηριστικά του υπό μελέτη πληθυσμού, για την εξασφάλιση της επιθυμητής δομής του δείγματος, μεριμνήσαμε στην κατάρτισή του από εξαρχής με περιορισμούς σε συγκεκριμένες δημογραφικές παραμέτρους, με το να γίνεται αντικατάσταση των μονάδων, οι οποίες δεν επιθυμούν να συμμετέχουν στη διεξαγωγή της έρευνας με άλλες, οι οποίες έχουν παρόμοια δημογραφικά χαρακτηριστικά. 27

3.3. Ερωτηματολόγιο Σε ό,τι αφορά το ερωτηματολόγιο της ποσοτικής έρευνας, βασικός στόχος στο στάδιο σχεδιασμού του ερωτηματολογίου ήταν η σαφήνεια των ερωτήσεων, η πολυεπίπεδη κάλυψη του υπό έρευνα φαινομένου των NEETs και οι απαντήσεις χωρίς ιδιαίτερο βαθμό δυσκολίας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το ερωτηματολόγιο συλλογής ποσοτικοποιημένων δεδομένων αποτελεί το περισσότερο χρησιμοποιημένο αλλά και το πιο παρεξηγημένο ερευνητικό εργαλείο. Και το γεγονός αυτό οφείλεται στην εσφαλμένη, αλλά ευρέως διαδεδομένη, άποψη ότι δεν υπάρχει ερευνητικό πεδίο στο οποίο να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Από την άλλη, το ερωτηματολόγιο θεωρείται το προσφορότερο εργαλείο για υβριδικές ερευνητικές προσπάθειες, αλλά και το εργαλείο με το οποίο είναι εξοικειωμένοι οι περισσότεροι από τους ερευνητές (Javeau,1996: 45-46). Ωστόσο, όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Μ. Βάμβουκας «το είδος, ο τύπος, η συντακτική πλοκή, η άρθρωση των ερωτήσεων, η έκταση και η παρουσίαση του ερωτηματολογίου, ασκούν καθοριστική επίδραση στις απαντήσεις και έχουν τεράστια σημασία για τα αποτελέσματα της έρευνας» (Βάμβουκας,1998: 247). Έτσι, εύκολα μπορούμε να αντιληφθούμε ότι η διάχυτη αντίληψη για την ευκολία κατασκευής και χρήσης του ερωτηματολογίου είναι λανθασμένη, αφού και τόσο η θεωρία όσο και η πρακτική έχει δείξει τα προβλήματα κατασκευής και χρήσης του (Labaw, 1980 DeVaus, 1986). Θεωρούμε ότι το ερωτηματολόγιο, αν κατασκευαστεί και χρησιμοποιηθεί σωστά, μπορεί να παρέχει χρησιμότατα και σημαντικότατα στοιχεία τόσο από πλευράς ποιότητας όσο και από πλευράς ποσότητας (Mucchielli, 1968), και θα είναι σε θέση να εξασφαλίσει, σε πολύ μεγάλο ποσοστό, την εγκυρότητα και την αξιοπιστία της έρευνας. 28

Στην παρούσα έρευνα επιλέξαμε το ερωτηματολόγιο ως ερευνητικό εργαλείο για τους παρακάτω λόγους: i. Το ερωτηματολόγιο προκαλεί εύκολα το ενδιαφέρον των ερωτώμενων και αυξάνει τη συμμετοχή στην ερευνητική διαδικασία (Javeau, 1996: 50). ii. iii. iv. Η αρχική απόφαση για την αναγκαιότητα χρησιμοποίησης μεγάλου δείγματος υποκειμένων και οι τεχνικές δυνατότητες της ερευνητικής ομάδας ευνοεί τη χρήση ερωτηματολογίου (Davidson, 1970). Το ερωτηματολόγιο προσφέρεται για τη συλλογή πληροφοριών σχετικά με αντιλήψεις και απόψεις υποκειμένων, οι οποίες δεν είναι εύκολο να παρατηρηθούν (Fraise & Piaget, 1970: 98). Το ερωτηματολόγιο ως ερευνητικό εργαλείο επιτρέπει συνεχείς δοκιμές και παρεμβάσεις ώστε να διαμορφωθεί με τον καταλληλότερο τρόπο (Javeau,1996: 148). Το ερωτηματολόγιο κατασκευάστηκε αποκλειστικά για τους σκοπούς της συγκεκριμένης έρευνας. Κρίθηκε σκόπιμο να ενσωματωθεί στο τέλος κλίμακα τύπου Likert (Κυρίδης, 2007), η οποία απεικονίζει τις στάσεις ομάδων πληθυσμού απέναντι στις λειτουργίες του κοινωνικού κράτους. Ο σχεδιασμός του πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις υποδείξεις του Javeau (1996) και των Selltiz, Wrightsman & Cook (1976). 29

Η δομή του ερωτηματολογίου παρουσιάζεται ακολούθως: 30

4. Η Ποιοτική Έρευνα 4.1. Η ποιοτική έρευνα στην πράξη (του Έργου) Όπως ήδη επισημάναμε -η ποσοτική- δειγματοληπτική έρευνα, διεξήχθη (σε δυο φάσεις) με τη μέθοδο των τηλεφωνικών συνεντεύξεων, ενώ για την ποιοτική έρευνα αξιοποιήθηκαν οι εξής τεχνικές συλλογής δεδομένων: ημι-δομημένες συνεντεύξεις και βιογραφικές-αφηγηματικές συνεντεύξεις. Τόσο η μεθοδολογική τριγωνοποίηση όσο και η τριγωνοποίηση των δεδομένων συνέβαλαν στη σφαιρική και εις βάθος μελέτη των NEETs στην Ελλάδα, στοχεύοντας στην περιγραφική στάθμιση αυτής της κατηγορίας ατόμων, στην καταγραφή τους, στην αποτύπωση των χαρακτηριστικών τους εκείνων που τους καθιστούν μία ιδιαίτερη κατηγορία ατόμων (κοινωνικό, μορφωτικό, πολιτισμικό κεφάλαιο) αλλά και στην αναζήτηση των αιτιωδών μηχανισμών αναπαραγωγής και εξάπλωσής τους. Πρέπει να επισημανθεί ότι αποφασίσαμε: να διενεργήσουμε μεγαλύτερο αριθμό ημιδομημένων συνεντεύξεων σε όλη την Ελλάδα από αυτές που είχαν αρχικά σχεδιαστεί, φτάνοντας τελικά στις 129 συνεντεύξεις με το στοιχείο της αντιπροσωπευτικότητας ανά περιοχή καθώς αποφασίστηκε να κατανεμηθούν, με βάση την πληθυσμιακή κατανομή της GPO που στηρίζεται στα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, να αντικαταστήσουμε τους αρχικά προβλεπόμενους θεματικούς πυρήνες διαλόγου με αφηγηματικές συνεντεύξεις καθώς οι δεύτερες παρέχουν πολύ μεγαλύτερο ερευνητικό και ερμηνευτικό βάθος και κυρίως είναι εξατομικευμένες και εγγύτερες στο προφίλ των Neets. 31

Αξίζει να σημειωθεί ότι: το σχέδιο ημιδομημένης συνέντευξης αποτελείτο από 65 ερωτήσεις κλειστού και κυρίως ανοικτού τύπου, πραγματοποιήθηκαν αρχικά 7 πιλοτικές ημιδομημένες συνεντεύξεις, των οποίων ο ρόλος εξαντλήθηκε στην οριστικοποίηση της μεθοδολογικής στρατηγικής, στην συμπληρωματικότητα ποσοτικού ερωτηματολογίου (τηλεφωνικής συνέντευξης) και ημιδομημένης συνέντευξης και στην τελική συγκρότηση του σχεδίου της ημιδομημένης συνέντευξης και συμπεριελήφθησαν στην τελική ανάλυση των επιπλέον 129 συνεντεύξεων, πραγματοποιήθηκαν και 15 αφηγηματικές συνεντεύξεις, πραγματοποιήθηκαν σεμινάρια προετοιμασίας για την επιμόρφωση των ερευνητών συνεντευκτών (σε Αθήνα και Ρέθυμνο). Ο μεγάλος αριθμός των ημιδομημένων συνεντεύξεων επέτρεψε μαζί με την ερμηνευτική ανάλυση τους και την ποσοτικοποίηση παραμέτρων τους, με χρήση της ανάλυσης περιεχόμενου. Σε καμία περίπτωση όμως αυτές οι ποσοτικές παράμετροι δεν υποκατέστησαν τα ευρήματα της ποσοτικής έρευνας, αλλά αντιθέτως λειτούργησαν συμπληρωματικά. Η επιλογή του δείγματος-ερευνητικών υποκειμένων έγινε με βάση τη θεωρητική δειγματοληψία (theoretical sampling) όπως αυτή προτείνεται από την Grounded Theory (βλ. Strauss & Corbin 1990: 176-193) και με έμφαση σε critical cases. Πρόκειται δηλαδή για δειγματοληψία στη βάση εννοιών που έχουν αποδεδειγμένη θεωρητική συνάφεια με την υπό ανάπτυξη- θεωρία και το διερευνώμενο φαινόμενο, με στόχο τη συλλογή δεδομένων για το τι κάνουν ή δεν κάνουν τα ερευνητικά υποκείμενα από την άποψη της δράσης/ αλληλεπίδρασης, την πολυποίκιλση- διακύμανση των συνθηκών που νοηματοδοτούν τη συμπεριφορά, την κατάσταση και τις απόψεις τους, πώς μεταβάλλονται οι συνθήκες που τους/ τις αφορούν, τις συνέπειες των συνθηκών και της κατάστασης τους (όσο και της δράσης τους) και τις επιτυχημένες ή μη (συμπεριλαμβανόμενων και των σχεδιαζόμενων) στρατηγικών τους (βλ. Strauss & Corbin 1990: 176-177). 32

Το ποιοι είναι οι Neets (χαρακτηριστικά τους), πώς αντιλαμβάνονται την κατάσταση τους, ποιες είναι οι παρελθούσες (π.χ. εμπειρία από την εκπαίδευση ή εργασιακή εμπειρία) και ποιες οι τωρινές συνθήκες (π.χ. οικονομική κατάσταση τους), ποιες οι απόψεις και οι στάσεις τους και ποιες είναι οι στρατηγικές αλλά και οι προτεραιότητες τους, δεν αποτελούν απλά απόρροια της εφαρμογής της Grounded Theory στην έρευνα πεδίου (βλ. αναλυτικότερα και επόμενο κεφάλαιο), αλλά και ζωτικές παραμέτρους για την εις βάθος διερεύνηση του προφίλ του Έλληνα Neet. Κλείνοντας οφείλουμε να επισημάνουμε ένα σοβαρό θεωρητικό και μεθοδολογικό ζήτημα που μας απασχόλησε κυρίως για την ποσοτική έρευνα, αλλά είχε και ανάκλαση στην ποιοτική έρευνα: Βρεθήκαμε λοιπόν ενώπιον ενός μεθοδολογικού διλλήματος, που έχει δυο διαστάσεις: μια θεωρητική και μια αναμενόμενη δειγματοληπτική. Όπως έχει αναφερθεί ο κυρίαρχος ορισμός για τους Neets αναφέρεται στην ηλικιακή ομάδα 15-24. Οι περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες, σύμφωνα με την πρόσφατη μελέτη του Eurofound, χρησιμοποιούν αυτόν τον ορισμό και βασίζονται σε στοιχεία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού (Labour Force Survey) για να μετρήσουν τους Neets (Eurofound 2012: 19-20). Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι το «Βαρόμετρο Απόντων» είναι μια από τις πρώτες, διεθνώς, έρευνες βάσης (πρωτογενείς) σε εθνική κλίμακα για το φαινόμενο των Neets. Όμως υπάρχουν και χώρες τόσο στην Ευρώπη όσο και χώρες του OECD (Νέα Ζηλανδία, Ιαπωνία, Κορέα κ.ά.) που προσαρμόζουν την ηλικιακή κατανομή στα δικά τους δεδομένα. Η Μεγάλη Βρετανία, η χώρα με την κατεξοχήν παράδοση στην διερεύνηση του φαινομένου των Neets (βλ. Παπαδάκης 2013) ξεκινάει από την ηλικιακή αφετηρία 16-18 (Eurofound 2012: 19). Η διαφορετικότητα των ορισμών κυρίως αποδίδεται σε ζητήματα που αφορούν στην κατάσταση απασχόλησης ή στη μετάβαση από την ολοκλήρωση της γενικής εκπαίδευσης στην ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η οποία ως γνωστόν ποικίλει σε χώρες της Ε.Ε. και του OECD (European Commission, 2011). Στην χώρα μας, η ηλικία μετάβασης από το Γυμνάσιο (lower secondary education) στο Λύκειο (upper secondary education) είναι μεταξύ 15 και 16 χρονών. 33

Η αφετηρία λοιπόν των 15 ετών κυρίως αφορά στην μέτρηση της σχολικής διαρροής, ενώ η αφετηρία των 16 δείχνει να είναι εγγύτερη στα χαρακτηριστικά της ιδιότητας Neet. Προσπαθώντας να επιλύσουμε το μεθοδολογικό-θεωρητικό ζήτημα της ηλικιακής αφετηρίας, που μετράμε στην ποσοτική έρευνα, λάβαμε υπόψη ένα κρίσιμο δειγματοληπτικό στοιχείο: που σωρεύεται ο νεότερος πληθυσμός που κινείται στο διάστημα 15-16. Σε κάθε περίπτωση και προκειμένου να μην αποκλίνει συνολικά η έρευνα από τον επικρατέστερο διεθνή ορισμό (αν και υπενθυμίζουμε ότι η νέα διεθνής τάση είναι στην κατεύθυνση της συγκειμενοποίησης του ορισμού των Neets, από ηλιακής απόψεως, στα δεδομένα της κάθε χώρας) αποφασίσαμε η ποιοτική έρευνα, η οποία άλλωστε κυρίως κινείται σε ερμηνευτικό βάθος, να κινηθεί ούτως ή άλλως στο πλαίσιο του 15-24, ώστε να μην υπάρξει κάποιο τμήμα της πραγματικότητας που να εκφύγει της ανάλυσής μας. Θεωρήσαμε κρίσιμο η Ελλάδα, όταν αποκτήσει συγκεκριμένη data policy στο ζήτημα των Neets (πράγμα στο οποίο ελπίζουμε ότι συμβάλλει το «Βαρόμετρο Απόντων), να αποφασίσει οριστικά για την ηλιακή αφετηρία. 34

4.2. Κάποιες επισημάνσεις για την αξιοποίηση αρχών της Θεμελιωμένης Θεωρίας στην Έρευνα Πεδίου και τη σχέση ποσοτικής και ποιοτικής έρευνας στο πλαίσιο του συγκεκριμένου Έργου. Η επιλογή της Grounded Theory (ή αλλιώς Θεμελιωμένη Θεωρία) ως μεθόδου έρευνας για τη διεξαγωγή της έρευνας πεδίου του Έργου κρίθηκε η πλέον κατάλληλη για την αποτύπωση των χαρακτηριστικών και την χαρτογράφηση ποιοτικώνβιογραφικών παραμέτρων των NEETs στην Ελλάδα, καθώς συνιστά μία μεθοδολογική στρατηγική που έχει ως στόχευση την ανάπτυξη μιας εμπειρικά θεμελιωμένης θεωρίας, δεδομένου του ευρετικού χαρακτήρα των εργαλείων που επιλέξαμε, για ένα συγκεκριμένο πολυεπίπεδο φαινόμενο (εν προκειμένω τη νέα μορφή κοινωνικής ευπάθειας, τους NEETs). Πιο συγκεκριμένα, η θεωρία «θεμελιώνεται» στα δεδομένα, που συλλέγονται κατά τη διάρκεια της έρευνας. Θεμελιώνεται κυρίως στις ενέργειες, στις αλληλεπιδράσεις και στις διαδικασίες των ατόμων που εμπλέκονται στην διεξαγωγή της έρευνας (Corbin & Strauss, 1990: 418-427 Robson, 2010). Με άλλα λόγια, η θεμελιωμένη θεωρία χρησιμοποιείται για ερευνητικά ζητήματα, που κατά κύριο λόγο παραμένουν «ανεξερεύνητα» και μελετώνται χωρίς να διατυπώνονται συγκεκριμένες θεωρητικές υποθέσεις εργασίας από την αρχή, οι οποίες να είναι σε θέση να συσχετίζουν δύο ή και περισσότερα φαινόμενα ή μεταβλητές μεταξύ τους, όπως γίνεται συνήθως στις ποσοτικές μεθόδους έρευνας. Oι θεωρητικές υποθέσεις δεν προηγούνται της εμπειρικής έρευνας. Αντιθέτως, έπονται και η κατασκευή της θεωρίας στηρίζεται και θεμελιώνεται στα εμπειρικά δεδομένα (Ιωσηφίδης, 2006). Όπως υποστηρίζουν οι Lacey και Luff η θεμελιωμένη θεωρία αποτελεί μία επαγωγική μέθοδο ποιοτικής έρευνας, η οποία έχει τη δυνατότητα να παράγει κοινωνική θεωρία από τα δεδομένα. Με άλλα λόγια, η θεωρία είναι «θεμελιωμένη» σε αυστηρή κοινωνική έρευνα, και η παραγωγή της δεν είναι αφηρημένη (Lacey & Luff, 2001). 35

Ουσιαστικά η ένθεση αρχών της Grounded Theory, μας οδηγεί σε μία μεθοδολογική στρατηγική δομημένη σε ικανοποιητικό βαθμό αλλά κατ εξοχήν ευέλικτη, η οποία δύναται να συνδυάζει και να χρησιμοποιεί συγχρόνως τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά δεδομένα όπως επίσης και τεχνικές συλλογής δεδομένων αντίστοιχα. (Glaser & Holton, 2004). Η επιλογή της grounded theory ως ποιοτικής μεθοδολογικής προσέγγισης της έρευνας πεδίου του Έργου, συνέβαλε στη διατύπωση θεωρητικών θέσεων (στη μορφή συμπερασμάτων), οι οποίες βασίζονται στην εμπειρική έρευνα του Έργου. Συγκεκριμένα, λόγω του ό,τι το φαινόμενο των ΝΕΕΤs στην Ελλάδα δεν είχε ούτε αποτυπωθεί, ούτε κατηγοριοποιηθεί και κατά συνέπεια δεν είχαν αναπτυχθεί προτάσεις πολιτικής για την άμβλυνση του φαινομένου και την καταπολέμησή του, η ανάπτυξη θεωρίας αλλά και η παραγωγή προτάσεων πολιτικής βασίστηκε στα εμπειρικά δεδομένα της έρευνας (τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά). Στην πραγματικότητα αντιμετωπίσαμε την Grounded Theory ως ένα πλαίσιο, που επιτρέπει στην ποιοτική έρευνα να συνομιλήσει με τα ευρήματα της ποσοτικής έρευνας. Με άλλα λόγια, η εφαρμογή της θεμελιωμένης θεωρίας στην έρευνα πεδίου για τους NEETs, στόχευσε εξαρχής στην παραγωγή θεωρίας (μη επαρκείς βιβλιογραφικές αναφορές σε ελλαδικό επίπεδο) και θεωρητικών προτάσεων, που να είναι σε θέση να αποτελέσουν το θεωρητικό και ερμηνευτικό υπόβαθρο αυτού του κοινωνικού φαινομένου σε κοινωνικοπολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο στην Ελλάδα. 36

4.3. Τεχνικές Συλλογής Ποιοτικών Δεδομένων 4.3.1. Ημι-Δομημένη Συνέντευξη Η ημι-δομημένη συνέντευξη αποτελεί μία μέθοδο συλλογής/ παραγωγής δεδομένων, η οποία χρησιμοποιείται ευρέως, όπως και η βιογραφική-αφηγηματική συνέντευξη, στις ποιοτικές μεθόδους έρευνας (Robson, 2010 Mason, 2003). Η δομή του συγκεκριμένου τύπου συνεντεύξεων σε μεγάλο βαθμό παρουσιάζει ομοιότητες με εκείνη των πλήρως δομημένων συνεντεύξεων λόγω του ό,τι και οι δύο τύποι περιλαμβάνουν προκαθορισμένες ερωτήσεις. Ωστόσο, οι ημι-δομημένες συνεντεύξεις χαρακτηρίζονται από περισσότερη ευελιξία καθώς η διάταξη των ερωτήσεων δύναται να τροποποιηθεί στην περίπτωση που ο ερευνητής το κρίνει σκόπιμο ως προς την βέλτιστη συλλογή ποιοτικών δεδομένων (Robson, 2010). Επιπλέον, η ημι-δομημένη συνέντευξη εδράζεται σε θεματικά πεδία και δίνει τη δυνατότητα και την ευελιξία στον ερευνητή να προβεί σε τροποποιήσεις τόσο ως προς το περιεχόμενο των ερωτήσεων όσο και ως προς την προσθαφαίρεση ερωτήσεων, ούτως ώστε να του δοθούν οι κατάλληλες αποκρίσεις από τον συνεντευξιαζόμενο (Ιωσηφίδης, 2003). Αναφορικά με την έρευνα πεδίου του Έργου, η επιλογή ημι-δομημένων συνεντεύξεων ως ένα από τα ποιοτικά εργαλεία συλλογής δεδομένων, αποσκοπούσε στην καταγραφή των ιδιαίτερων (κοινωνικών και δημογραφικών) χαρακτηριστικών των NEETs, δηλαδή εκείνων των χαρακτηριστικών που τους κατατάσσουν σε μία νεοεμφανιζόμενη κατηγορία κοινωνικά ευπαθούς ομάδας, όχι μόνο διεθνώς αλλά κυρίως σε εθνικό επίπεδο καθώς επίσης και στη διάγνωση των αναγκών τους, των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν στην ιδιωτική και δημόσια σφαίρα του βίου τους, των απόψεων τους και των προτάσεων τους για τη βελτίωση της κατάστασης. 37

Τα ποιοτικά δεδομένα, που παρήχθησαν από τη διεξαγωγή των ημι-δομημένων συνεντεύξεων, συνέβαλαν τόσο στην αποτύπωση του οικονομικό-κοινωνικού και μορφωτικού κεφαλαίου των NEETs στην Ελλάδα, όσο και στην καταγραφή στάσεων και πεποιθήσεων σε σχέση με την εκπαίδευση, την κατάρτιση, την εργασία και την κοινωνική πρόνοια - παράγοντες που επιδρούν καταλυτικά στην εμφάνιση και στον πολλαπλασιασμό των NEETs και κατά συνέπεια οδηγούν στον κοινωνικό αποκλεισμό τους -. Τέλος πρέπει να επισημάνουμε ότι η συγκρότηση των θεματικών πεδίων των ημι-δομημένων συνεντεύξεων και φυσικά ο σχεδιασμός των ερωτήσεων με βάση τα ήδη αναφερθέντα στο Κεφάλαιο για την Τριγωνοποίηση και τις τεχνικές συλλογής δεδομένων, πέραν του ό,τι έλαβε πολύ σοβαρά υπόψη τον πολυπαραμετρικό δείκτη (δηλαδή το Παραδοτέο 2.2 του Έργου), συγκλίνει και σε πολύ μεγάλο βαθμό με τους βασικούς θεματικούς άξονες της πολύ πρόσφατης συγκριτικής έρευνας σε όλη την Ε.Ε. του Eurofound. Το Eurofound όπως και το Βαρόμετρο Απόντων δίνει έμφαση σε συμπεριφορικά πρότυπα (κυρίως σε σχέση με στάσεις και απόψεις για το Κοινωνικό Κράτος, τις κρατικές δομές κ.ά.), σχέση των Neets με την εκπαίδευση και επίπεδο σπουδών (όπως και ζητήματα που συνδέονται με το ενδεχόμενο να είναι πρόωρα διαρρέοντες από το εκπαιδευτικό σύστημα), εργασιακές εμπειρίες και σχέση με θεσμούς και δομές της κατάρτισης και της απασχόλησης, επιπτώσεις στην βιογραφία τους από την κατάσταση στην οποία βρίσκονται (συμπεριλαμβανομένων και ζητημάτων υγείας), οικονομική κατάσταση των Neets και εναλλακτικές πηγές εισοδηματικής στήριξης, κοινωνικοποίηση και συμμετοχή, εμπιστοσύνη στους θεσμούς, προτάσεις και απόψεις για την επανένταξή τους και αντιμετώπιση των προβλημάτων τους που προκύπτουν από την υπαγωγή στην καταστασιακή κατηγορία Neet (βλ. αναλυτικά Eurofound 2012: 27-139). Βέβαια πρέπει να επισημανθεί ότι στην συγκρότηση της Μεθοδολογικής Στρατηγικής ελήφθη υπόψη ότι οι νέοι που δεν μετέχουν στην εκπαίδευση, την κατάρτιση ή την απασχόληση αποτελούν ένα φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από σχετικότητα, υπό την έννοια ότι οι μορφές και ο βαθμός του κοινωνικού αποκλεισμού διαφέρει από κοινωνία σε κοινωνία, από χώρα σε χώρα, ανάλογα με την κουλτούρα, τα πρότυπα, τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις, τις προσδοκίες, τους κανόνες, τους θεσμούς, τις ηθικές αξίες, το επίπεδο διαβίωσης και τον βαθμό κοινωνικο-οικονομικής και πολιτισμικής εξέλιξης. 38