Με τα προγράμματα νέων αγροτών που εφαρμόζει ολοκληρωμένα από το 1989 η ΕΕ, έχει σαν στόχο της, σύμφωνα με τις διακηρύξεις της, να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της γήρανσης του αγροτικού πληθυσμού που θεωρεί ότι αποτελεί ένα από τους βασικούς παράγοντες που εμποδίζουν την προώθηση των αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών στην κοινοτική γεωργία. Για να κατανοηθούν καλλίτερα τα προγράμματα των νέων αγροτών θα πρέπει να εξετασθεί το περιεχόμενο του στόχου που επιδιώκουν να υλοποιήσουν. Δηλαδή να αναλυθεί το περιεχόμενο των διαρθρωτικών αλλαγών που η ΕΕ θεωρεί αναγκαίες για την κοινοτική γεωργία. Σύμφωνα με τις διακηρύξεις της ΕΕ δύο είναι οι βασικοί διαχρονικοί στόχοι της κοινοτικής γεωργίας. Ο πρώτος αφορά στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς της, έτσι ώστε χωρίς ή με ελάχιστες επιδοτήσεις να μπορεί να ανταγωνισθεί στη διεθνή αγορά τα αγροτικά προϊόντα τρίτων χωρών. Και ο δεύτερος στην προσαρμογή της στις ανάγκες της κοινοτικής και διεθνούς αγοράς, όπως αυτή διαμορφώνεται από τον ΠΟΕ και όχι από τις διατροφικές ανάγκες των λαών. Οσον αφορά στον πρώτο στόχο, βασικό εμπόδιο στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της κοινοτικής γεωργίας η ΕΕ θεωρεί τη μικρή ιδιοκτησία μιας και ο μέσος όρος της ΕΕ των 15 είναι 184 στρέμματα ανά αγροτική εκμετάλλευση, ενώ στις ΗΠΑ είναι 2000 περίπου και στη χώρα μας, μόνο 45 στρέμματα ανά αγροτική εκμετάλλευση. Αυτό το σοβαρό διαρθρωτικό πρόβλημα η ΕΕ επιδιώκει να το λύσει με την παραπέρα καπιταλιστικοποίηση της κοινοτικής γεωργίας. Δηλαδή με το μαζικό ξεκλήρισμα της μικρομεσαίας αγροτιάς και τη συγκέντρωση της γης και της παραγωγής σε λίγους μεγαλοαγρότες επιχειρηματίες. Οσον αφορά στο δεύτερο στόχο, η ΕΕ εκτιμάει ότι οι ανάγκες της αγοράς σε τρόφιμα αυξάνονται με ετήσιο ρυθμό 1%, ενώ η παραγωγή τροφίμων με διπλάσιο ρυθμό 2%, πράγμα το οποίο δημιουργεί διαρθρωτικά πλεονάσματα, η εκποίηση των οποίων επιβαρύνει τον κοινοτικό προϋπολογισμό με υπέρογκα ποσά. Εξυπακούεται ότι οι ανάγκες της αγοράς σε τρόφιμα δεν υπολογίζονται με βάση τις διατροφικές ανάγκες των λαών, όπου πάνω από 850 εκατομμύρια άνθρωποι υποσιτίζονται ή λιμοκτονούν. Αλλά με βάση τις ποσότητες των τροφίμων που μπορούν να πουληθούν σε τιμές τέτοιες που να εξασφαλίζουν τα επιδιωκόμενα κέρδη στις βιομηχανίες τροφίμων. Για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος η ΕΕ με τις αλλεπάλληλες αναθεωρήσεις της ΚΑΠ και με βασικό όπλο τις ποσοστώσεις και τα πρόστιμα συνυπευθυνότητας, προσπαθεί να μειώσει τους ρυθμούς αύξησης της κοινοτικής γεωργίας, για να προσαρμοσθεί στα δεδομένα της αγοράς. Από τους παραπάνω στόχους φαίνεται ότι είναι λαθεμένη και ισοπεδωτική η άποψη που ισχυρίζεται ότι η ΕΕ καταστρέφει τη γεωργία, ότι δεν θέλει αγροτική παραγωγή. Αντίθετα, θέλει μια συγκεκριμένη αγροτική παραγωγή που εξασφαλίζει μεγαλύτερα κέρδη στους εμποροβιομήχανους. Ταυτόχρονα θέλει αυτή η παραγωγή να παράγεται από μεγαλοαγρότες επιχειρηματίες, για να έχει μειωμένο κόστος παραγωγής και να είναι ανταγωνιστική στη διεθνή αγορά, με χωρίς ή ελάχιστες επιδοτήσεις. Δηλαδή, η ΕΕ δεν θέλει να εξαφανίσει όλους τους αγρότες. Αλλά θέλει να τους μειώσει σημαντικά για να φτιάξει τους μεγαλοαγρότες επιχειρηματίες. Ταυτόχρονα θέλει αυτοί οι λίγοι μεγαλοαγρότες να είναι νέοι στην ηλικία για να έχουν τις βιολογικές προϋποθέσεις να αποσβέσουν τις επενδύσεις που χρειάζεται να κάνουν στις νέες γεωργικές τεχνολογίες που μειώνουν το κόστος παραγωγής. Με τα προγράμματα νέων αγροτών η ΕΕ δεν επιδιώκει γενικά και αόριστα να ανανεώσει ηλικιακά τον αγροτικό πληθυσμό που είναι γηρασμένος. Αλλά επιδιώκει μέσα από την ηλικιακή ανανέωση να δημιουργήσει τους επιχειρηματίες αγρότες των οποίων η εκμετάλλευσή τους από το ξεκίνημά της θα είναι πολύ μεγαλύτερη από τον σημερινό μέσο όρο. Η επιδίωξη αυτή επιβεβαιώνεται από τις προϋποθέσεις ένταξης στο πρόγραμμα νέων αγροτών και το ύψος Σελίδα 1 / 5
των κινήτρων που σχετίζεται άμεσα με το μέγεθος της αγροτικής εκμετάλλευσης που είναι υποχρεωμένος να δημιουργήσει σε μια πενταετία ο νέος αγρότης. Πιο συγκεκριμένα, για να ενταχθεί ένας νέος στο πρόγραμμα νέων αγροτών, εκτός των άλλων θα πρέπει μέσα σε μια πενταετία η αγροτική του εκμετάλλευση να είναι η βιώσιμη ανταγωνιστική, ή βιώσιμη μη ανταγωνιστική. Η έννοια βιώσιμη σημαίνει ότι η γεωργική εκμετάλλευση θα έχει καθαρό γεωργικό εισόδημα μεγαλύτερο από 15.000 ευρώ και μέγεθος τέτοιο που να απασχολεί τουλάχιστον μια Μονάδα Ανθρώπινης Εργασίας (ΜΑΕ), που σημαίνει ότι θα πρέπει να καλλιεργεί δικά του ή ενοικιαζόμενα 125 στρέμματα καλαμποκιού ή 100 στρέμματα βαμβακιού ή 875 στρέμματα σιταριού ή 22 στρέμματα βιομηχανικής τομάτας ή 30 στρέμματα αμπέλι ή 27 στρέμματα εσπεριδοειδή κ.ο.κ. ή ανάλογο συνδυασμό έτσι ώστε να βγαίνει μια ΜΑΕ. Η έννοια ανταγωνιστική σημαίνει ότι οι επιδοτήσεις θα είναι μικρότερες από 20% του συνολικού αγροτικού εισοδήματος και μη ανταγωνιστική όταν οι επιδοτήσεις είναι μεγαλύτερες από 20% του συνολικού εισοδήματος. Ποσοστό ιδιαίτερα μικρό αν λάβουμε υπόψη ότι σήμερα οι επιδοτήσεις αποτελούν κατά μέσο όρο το 40% του αγροτικού εισοδήματος. Το ύψος επιδότησης των κινήτρων και ειδικά το ύψος πριμοδότησης πρώτης εγκατάστασης που μπορεί να φθάσει μέχρι και 25.000 ευρώ διαβαθμίζεται ανάλογα με το μορφωτικό επίπεδο του δικαιούχου, το μέγεθος της αγροτικής εκμετάλλευσης, τον τρόπο δημιουργίας της εκμετάλλευσης, την ποιότητα παραγωγής κ.ά. Δηλαδή είναι μεγαλύτερο στους πτυχιούχους και μικρότερο σε όσους έχουν κατώτερη μόρφωση. Είναι μεγαλύτερο στις μεγάλες αγροτικές εκμεταλλεύσεις και μικρότερο στις μικρότερες. Είναι μεγαλύτερο όταν οι εκμεταλλεύσεις δημιουργούνται με ιδιόκτητα χωράφια και μικρότερο όταν δημιουργούνται με ενοικιαζόμενα κ.ο.κ. Από τις προϋποθέσεις και τη διαβάθμιση των κινήτρων φαίνεται ότι το πρόγραμμα νέων αγροτών ενισχύει μόνο τους νέους αγρότες που έχουν τις προϋποθέσεις να φτιάξουν αγροτική εκμετάλλευση πολύ μεγαλύτερη του μέσου όρου σε σύντομο χρονικό διάστημα, για να μπορούν να επιβιώσουν με λιγότερες επιδοτήσεις. Οι προϋποθέσεις αυτές αποκλείουν τους νέους που θέλουν να παραμείνουν στη γεωργία αλλά οι εκμεταλλεύσεις τους κινούνται στα επίπεδα του σημερινού μέσου όρου. Γιαυτό από τότε που άρχισαν αυτά τα κοινοτικά προγράμματα μέχρι και το 1999 εγκρίθηκαν 23.612 αιτήσεις νέων αγροτών και απορρίφθηκαν 11.000 αιτήσεις, ενώ πολλοί νέοι αγρότες δεν έκαναν αίτηση, επειδή ήξεραν ότι δεν είχαν τις προϋποθέσεις. Κάτι παρόμοιο ισχύει και για το αντίστοιχο πρόγραμμα του Γ ΚΠΣ, που από το 2000 μέχρι σήμερα (Απρίλης 2005) έχουν εγκριθεί 10.816 αιτήσεις (εκ των οποίων τα 2/3 αφορούν νέους αγρότες και το 1/3 νέες αγρότισσες) και έχουν απορριφθεί 2.926 αιτήσεις νέων αγροτών. Οι προϋποθέσεις αυτές αποτελούν ένα σημαντικό λόγο για τον οποίο τα προγράμματα αυτά δεν πέτυχαν το στόχο τους, με αποτέλεσμα το ποσοστό των απασχολούμενων στη γεωργία με φυσική ηλικία μικρότερη των 35 χρόνων από 20,3% το 1989, να πάει στο 20,0% το 2002. Σημαντικότερο όμως λόγο για αυτό το αποτέλεσμα έπαιξαν οι ποσοστώσεις που έχουν επιβληθεί σε όλα σχεδόν τα αγροτικά προϊόντα της χώρας μας και εμποδίζουν τους νέους να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις του κανονισμού, καθώς επίσης οι τιμές και οι επιδοτήσεις των αγροτικών προϊόντων που δεν διασφαλίζουν βιώσιμο αγροτικό εισόδημα, ακόμα και στις περιπτώσεις εκείνες που οι νέοι παίρνουν όλα τα κοινοτικά και εθνικά κίνητρα. Οι δύο αυτοί παράγοντες έχουν σαν αποτέλεσμα, ελάχιστοι νέοι να επιλέγουν το αγροτικό επάγγελμα και οι περισσότεροι να καταλήγουν σε αυτό σε μεγάλη σχετικά ηλικία, επειδή δεν βρήκαν κάποια εναλλακτική λύση. Γιαυτό το όριο ηλικίας των 40 ετών που χαρακτηρίζεται κάποιος νέος αγρότης είναι μεγάλο και υπήρχε προβληματισμός στην Ε.Ε. να αυξηθεί στα 45. Σελίδα 2 / 5
Η αγορά η ενοικίαση των ποσοστώσεων που θεσμοθετήθηκε από την ΕΕ, κοστίζει πολύ ακριβά, με αποτέλεσμα να μη φθάνει η πριμοδότηση πρώτης εγκατάστασης, πέρα από το γεγονός ότι είναι πολύ δύσκολο ένας νέος να βρει διαθέσιμες ποσοστώσεις. Για παράδειγμα στον καπνό Βιρτζίνια, η αγορά ποσόστωσης ενός τόνου ξεπερνάει τα 3000 ευρώ, όταν η πριμοδότηση πρώτης εγκατάστασης κυμαίνεται από 15.000-25.000 ευρώ. Δηλαδή επαρκεί για την αγορά 5-8 τόνων ποσόστωσης καπνού που δεν διασφαλίζει βιώσιμο εισόδημα. Το πρόβλημα αυτό θα οξυνθεί πιο πολύ με την ενδιάμεση αναθεώρηση της ΚΑΠ, επειδή μεγάλο μέρος των επιδοτήσεων αποσυνδέεται από την αγροτική παραγωγή και τα δικαιώματα στις επιδοτήσεις αυτές διαμορφώθηκαν με βάση την ιστορική περίοδο 2000-2002 που αποκλείουν τους νέους αγρότες. Η πρόβλεψη του σχετικού κανονισμού για ενοικίαση ή πώληση αυτών των δικαιωμάτων δεν λύνει το πρόβλημα, επειδή το κόστος θα είναι πολύ μεγαλύτερο από τη μέχρι σήμερα αγορά των ποσοστώσεων, πέρα από το γεγονός ότι κανένας δικαιούχος αγρότης δεν έχει κανένα λόγο να πουλήσει τα ιστορικά του δικαιώματα. Δεν λύνει επίσης το πρόβλημα η πρόβλεψη του σχετικού κανονισμού για περικοπή ποσοστού μέχρι 3% από τους δικαιούχους των ιστορικών δικαιωμάτων για να δημιουργηθεί το εθνικό απόθεμα από το οποίο το μεγαλύτερο ποσοστό και κατά προτεραιότητα θα δίνεται στους νέους αγρότες, πέρα από το γεγονός ότι η περικοπή αυτή είναι άδικη για τους δικαιούχους αγρότες. Και αυτό γιατί ακόμα και στην περίπτωση που η περικοπή εξαντλήσει τα όρια του κανονισμού και φθάσει στο 3%, δεν καλύπτει τις ανάγκες των νέων αγροτών, οι οποίοι για να ενεργοποιήσουν αυτή την παροχή θα πρέπει να βρουν και τα αντίστοιχα χωράφια. Το συνολικό ποσό επιδότησης επιτοκίου για δάνεια αντιμετώπισης των εξόδων πρώτης εγκατάστασης που δεν μπορεί να ξεπερνά τα 10.000 ευρώ με ποσοστό επιδότησης του επιτοκίου που κυμαίνεται από 60% έως 80%, ανάλογα με την περιοχή, μαζί με τα εθνικά κίνητρα, όπως φοροαπαλλαγή στην κληρονομιά ή αγορά γης, μειωμένα επιτόκια δανείων κ.ά., είναι δυσανάλογα μικρά σε σχέση με τα πραγματικά έξοδα που χρειάζεται ένας νέος για να αγοράσει τα μηχανήματα και να φτιάξει τις εγκαταστάσεις που χρειάζεται μια αγροτική εκμετάλλευση. Αποτέλεσμα αυτής της δυσαναλογίας είναι ο αποκλεισμός από τα κίνητρα όλων των νέων που δεν έχουν δικά τους κεφάλαια για το ξεκίνημα της αγροτικής εκμετάλλευσης. Ο αποκλεισμός αυτός ενισχύεται και από το γεγονός ότι μετά την ενδιάμεση αναθεώρηση της ΚΑΠ οι τιμές των αγροτικών προϊόντων και οι συνδεδεμένες με την παραγωγή επιδοτήσεις είναι πολύ μικρές και σε καμιά περίπτωση δεν καλύπτουν ούτε το κόστος παραγωγής. Γιαυτό κανένας νέος δεν θα χρεωθεί για να κάνει μια δραστηριότητα που όχι μόνο δεν του εξασφαλίζει κάποιο κέρδος, αλλά ούτε και το βασικό ημερομίσθιο και σε ορισμένες περιπτώσεις ούτε το κόστος παραγωγής. Από όλα τα παραπάνω φαίνεται ξεκάθαρα ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις λειτουργώντας στα πλαίσια της ΕΕ επιδιώκουν τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής γεωργίας μέσα από τη συγκέντρωση της γης σε λίγους μεγαλοαγρότες επιχειρηματίες, αν είναι δυνατό νέους στην ηλικία για να κάνουν τις απαιτούμενες επενδύσεις. Επιδιώκουν επίσης η συγκέντρωση αυτή να γίνεται στα πλαίσια μιας παρατεταμένης στασιμότητας της αγροτικής οικονομίας για να προσαρμόζεται στις συνθήκες της λεγόμενης παγκοσμιοποιημένης αγοράς, όπως αυτή καθορίζεται από τον ΠΟΕ. Ομως αυτές οι επιδιώξεις οδηγούν στο ξεκλήρισμα την μικρομεσαία αγροτιά και δημιουργούν αδιέξοδα στους νέους που θέλουν να παραμείνουν στην ύπαιθρο και να ασχοληθούν με τη γεωργία. Αδιέξοδα που επιδεινώνονται και από τα οξυμένα κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν, ιδιαίτερα οι νέοι στην ύπαιθρο. Οι βρεφονηπιακοί σταθμοί είναι ελάχιστοι στην ύπαιθρο, με συνέπεια να δυσκολεύουν τη ζωή της αγρότισσας. Σε πολλά χωριά δεν λειτουργούν ούτε Δημοτικά σχολεία, με αποτέλεσμα οι νέοι αγρότες να είναι αναγκασμένοι ή να φύγουν από τα χωριά τους και να μείνουν στις πλησιέστερες κωμοπόλεις, πράγμα το οποίο πολλές φορές είναι οικονομικά αδύνατο ή με δικά τους μεταφορικά μέσα, μιας και δεν υπάρχουν οι απαιτούμενες συγκοινωνίες να πηγαινοφέρνουν τα παιδιά τους στο σχολείο και στα φροντιστήρια. Σελίδα 3 / 5
Η υποβάθμιση της δημόσιας δωρεάν παιδείας επιβάλλει στους νέους αγρότες δυσβάσταχτα έξοδα, σε μια περίοδο που δίνουν τη μάχη να στήσουν το νοικοκυριό τους και ιδιαίτερες θυσίες για να μορφώσουν τα παιδιά τους. Τα ελάχιστα κέντρα υγείας και η λειψή στελέχωσή τους παρέχουν υποβαθμισμένες υπηρεσίες υγείας στον τόπο που ζουν και δουλεύουν οι νέοι αγρότες, που καμιά σχέση δεν έχουν με την πρωτοβάθμια περίθαλψη. Ενώ η λειψή στελέχωση των Νομαρχιακών νοσοκομείων τους αναγκάζει για συνηθισμένα περιστατικά να μετακινούνται στα περιφερειακά νοσοκομεία, με ιδιαίτερη οικονομική επιβάρυνση. Για δημιουργική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου των νέων στην ύπαιθρο δεν υπάρχει καμιά διέξοδος επειδή υπάρχει παντελής έλλειψη των απαιτούμενων πολιτιστικών και αθλητικών υποδομών. Τα κυρίαρχα ψυχαγωγικά μέσα για τους κατοίκους της υπαίθρου είναι η τηλεόραση με τα πολιτιστικά της υποπροϊόντα και τη χειραγωγημένη ενημέρωση κλπ., τα καφενεία για τους νέους, με αποτέλεσμα, ιδιαίτερα οι νέες, να μην θέλουν να παραμείνουν στο χωριό ακόμα και στις περιπτώσεις που μπορούν να λύσουν το βιοποριστικό τους πρόβλημα. Τα οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα που έχουν δημιουργήσει στους κατοίκους της υπαίθρου η ΚΑΠ με τα διάφορα προγράμματά της και οι αντιλαϊκές πολιτικές των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, έχουν σαν αποτέλεσμα τη γήρανση του αγροτικού πληθυσμού, την ερήμωση και το μαρασμό της υπαίθρου. Ομως αυτή η ζοφερή προοπτική δεν μπορεί να είναι μονόδρομος, όπως θέλουν να την παρουσιάσουν η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ. Μπορεί να υπάρξει βιώσιμη απασχόληση στη γεωργία για τους νέους και τους μικρομεσαίους αγρότες στα πλαίσια μιας αγροτικής πολιτικής που θα έχει σαν στόχο την ανάπτυξη της γεωργίας, σύμφωνα με τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας και τις διατροφικές ανάγκες του λαού μας. Ανάπτυξη που θα γίνεται από τους συνεταιρισμένους αγρότες σε παραγωγικούς συνεταιρισμούς που θα στηρίζονται πολύπλευρα από το κράτος και θα παράγουν υγιεινά και ασφαλή για τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον αγροτικά προϊόντα, επειδή κριτήριο παραγωγής δεν θα είναι το κέρδος αλλά οι ανάγκες του λαού. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής θα υπάρχουν οικονομικά και κοινωνικά κίνητρα για να μείνουν οι νέοι στη γεωργία και την ύπαιθρο. Ομως αυτή η πολιτική δεν μπορεί να υλοποιηθεί στα πλαίσια της ΕΕ από τις κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, που εκφράζουν τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Μπορεί να υλοποιηθεί από μια λαϊκή κυβέρνηση στα πλαίσια μιας συνολικότερης λαϊκής οικονομίας. Γιαυτό η συμβολή των μικρομεσαίων αγροτών, των νέων και ανέργων κατοίκων της υπαίθρου στη δημιουργία του λαϊκού μετώπου που θα διεκδικήσει τη λαϊκή εξουσία, αποτελεί μονόδρομο. Οι κομματικές και Κνίτικες οργανώσεις, η ΠΑΣΥ, οι αγροτικοί σύλλογοι και ομοσπονδίες, οι νέοι αγρότες την πάλη τους για ριζικότερες κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές, μπορούν και πρέπει να τη συνδέσουν με ένα διεκδικητικό πλαίσιο άμεσων αιτημάτων για τους νέους αγρότες, κυριότερα από τα οποία είναι: - Αλλαγή των προϋποθέσεων καταβολής των κοινοτικών και εθνικών κινήτρων για να έχουν πρόσβαση σ αυτά Σελίδα 4 / 5
και οι φτωχοί νέοι αγρότες που με τις υπάρχουσες προϋποθέσεις αποκλείονται. - Εξασφάλιση από το κράτος δωρεάν δικαιωμάτων παραγωγής και απαλλαγή τους από τα πρόστιμα συνυπευθυνότητας, ώσπου να καταργηθούν οι ποσοστώσεις. - Δωρεάν εκπαίδευση και επιστημονικοτεχνική στήριξή τους από δημόσιους οργανισμούς και ιδρύματα έρευνας, για ορθολογική χρήση των γεωργικών εφοδίων και εφαρμογή των νέων τεχνολογιών. - Κατάργηση του ΦΠΑ στην αγορά αγροτικών μηχανημάτων, απαραίτητων στο αγροτικό νοικοκυριό. - Σύστημα τιμών και επιδοτήσεων που να εξασφαλίζει βιώσιμο αγροτικό εισόδημα. - Ατοκα στεγαστικά δάνεια για απόκτηση πρώτης κατοικίας και χαμηλότοκα δάνεια για την αντιμετώπιση των εξόδων πρώτης εγκατάστασης. - Δημιουργία βρεφονηπιακών σταθμών στην ύπαιθρο και δωρεάν μεταφορά των μαθητών στα σχολεία. - Αποκλειστικά δημόσια δωρεάν συστήματα υγείας και παιδείας που θα παρέχουν σύγχρονες υπηρεσίες στους νέους αγρότες στον τόπο που ζουν και δουλεύουν. - Δημιουργία πολιτιστικών κέντρων και αθλητικών εγκαταστάσεων στην ύπαιθρο για να αξιοποιούν δημιουργικά τον ελεύθερο χρόνο οι νέοι αγρότες και γενικότερα οι κάτοικοι της υπαίθρου. Σελίδα 5 / 5