ΑΓΙΑΣ ΦΙΛΟΘΕΗΣ 19-21, 105 56 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ. 2103352364 FAX: 2103237654 www.iaath.gr, E-Mail: ipe.iaath@gmail.com ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ 3 Η ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΤΡΟΠΟΙ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ 8 Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΠΕΝΘΟΥΣ ΙΟΥΝΙΟΣ 2014 ΠΡΑΞΗ: «Προγράμματα Διά Βίου Εκπαίδευσης για την Ανάπτυξη των Κοινωνικών Δεξιοτήτων των Κληρικών και των Λαϊκών Στελεχών της Εκκλησίας» στον άξονα προτεραιότητας 8 του Ε.Π. «Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» με συγχρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο) και από εθνικούς πόρους.
8 Η ΕΝΟΤΗΤΑ Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΠΕΝΘΟΥΣ Στη νεότερη βιβλιογραφία αυξάνουν συνεχώς οι αναφορές σχετικά με το λεγόμενο αναμενόμενο πένθος, δηλαδή με όσα διαδραματίζονται στο ψυχολογικό επίπεδο του ασθενούς και των οικείων του, όταν ο ασθενής βρίσκεται στα τελικά στάδια της νόσου του και ο θάνατος είναι προ των θυρών. Ο τρόπος που οι συγγενείς, το ιατρικό νοσηλευτικό προσωπικό και οι κληρικοί θα διαχειριστούν τα συναισθήματα που προκύπτουν σε σχέση με όσα διαδραματίζονται στα τελικά στάδια της ζωής του καταληκτικού ασθενούς και το πώς θα βιώσει όλη αυτή τη διαδικασία ο ίδιος ο ασθενής που πεθαίνει προδιαγράφουν την ποιότητα και την υγιή διεργασία του πένθους που ήδη έχει αρχίσει να υφίσταται και που θα εξελιχθεί αναλόγως στη συνέχεια. Συνεπώς, η προσέγγιση του θνήσκοντος ασθενούς και η κατανόηση των ψυχολογικών και συναισθηματικών καταστάσεων που προκύπτουν από αυτή τη διαδικασία συνιστούν μια ειδική κατάσταση πένθους και ως τέτοια εξετάζεται στη συνέχεια. Το κείμενο που ακολουθεί στηρίζεται στην συνοπτική προσέγγιση του θέματος που ευγενικά παραχώρησε ο Δρ. Αθανάσιος Καρκανιάς, Ψυχίατρος Ψυχοθεραπευτής, (Δ/ντής Ε.Σ.Υ., Ψυχιατρικός Τομέας Γ.Ν. «Σωτηρία»). Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΑΡΡΩΣΤΟΥ ΠΟΥ ΠΕΘΑΙΝΕΙ Η αντιμετώπιση του αρρώστου που πεθαίνει, αποτελεί πρόκληση για τον γιατρό. Θεωρώντας τον άνθρωπο ως μία βιοψυχο-κοινωνική οντότητα, που βρίσκεται σε αλληλεξάρτηση και αλληλεπίδραση με τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του, η προσέγγισή μας γίνεται πολυεπίπεδη και εκτείνεται πέρα από τη διάγνωση και τη θεραπεία, στη γενικότερη φροντίδα του αρρώστου και της οικογένειάς του. Μέλημά μας επίσης είναι και η επίλυση των διαφόρων ηθικών και νομικών θεμάτων, που ανακύπτουν από τον επερχόμενο θάνατο. Εισαγωγή Συναισθήματα θλίψης, πένθους, απελπισίας, φόβου, άγχους, απώλειας και μοναξιάς είναι συνήθως παρόντα κάποιες στιγμές σχεδόν σε όλους τους αρρώστους που αντιμετωπίζουν το τέλος της ζωής τους. Εξάλλου η ιατρική εκπαίδευση είναι προσανατολισμένη στην προσπάθεια αναβολής και απομάκρυνσης του φυσικού θανάτου για το απώτερο μέλλον ενώ η φροντίδα του θεράποντος ιατρού στοχεύει στην ανακούφιση των συμπτωμάτων του αρρώστου και στην αποφυγή της ταλαιπωρίας του. 1
Μέσα από την διαπροσωπική σχέση γιατρού και ασθενούς δίνεται η δυνατότητα να κατανοήσουμε γνωστικά και συναισθηματικά την κατάσταση του θνήσκοντος και να εξασφαλίσουμε μια καλή συνεργασία με τον ασθενή, που θα μας επιτρέψει να «μοιραστούμε» και τα πιο δυσάρεστα μηνύματα κατά την πορεία του αρρώστου προς το τέλος του. Ανάλογα με την αναπτυξιακή φάση στην οποία βρίσκεται ο ασθενής, οι ψυχολογικές αντιδράσεις του διαφέρουν όταν αντιμετωπίζει τον θάνατο. Οι νεαροί ενήλικες π.χ. αισθάνονται θυμό και αδικία επειδή αρρώστησαν όπως και πόνο και θλίψη για τις εμπειρίες που δεν θα μπορέσουν να έχουν στη ζωή. Όταν πρόκειται για αρρώστους που είναι νέοι γονείς με μικρά παιδιά, η ανησυχία τους σχετίζεται με τον αντίκτυπο που θα έχει η ασθένεια και ο θάνατός τους στα παιδιά τους. Το δε ενδεχόμενο να μην δουν τα παιδιά τους να μεγαλώνουν, τους προξενεί θλίψη και πόνο. Όταν πρόκειται για μεγαλύτερους σε ηλικία ενήλικες, που τα ενδιαφέροντά τους συγκεντρώνονται περισσότερο στα προσωπικά και επαγγελματικά τους επιτεύγματα, το επερχόμενο τέλος συνοδεύεται από δυσφορία λόγω της ματαίωσης των στόχων τους. Εξάλλου, ασθενείς προχωρημένης ηλικίας μπορεί να αντιμετωπίσουν τον επικείμενο θάνατο είτε με ανακούφιση είτε όχι, ανάλογα με το είδος ζωής που έζησαν και την πληρότητα ή μη που αισθάνονται ως άνθρωποι. Αίτια ψυχιατρικής εξέτασης Τα συνηθέστερα αίτια ψυχιατρικής εξέτασης στους θνήσκοντες ασθενείς είναι: α) Κατάθλιψη. Πρόσφατες μελέτες που χρησιμοποίησαν δομημένη κλινική εξέταση κατά DSM-IV έδειξαν ότι 39% των ασθενών με προχωρημένο καρκίνο ή πληρούσαν τα κριτήρια μιας μείζονος ψυχιατρικής διαταραχής ή κατέφευγαν σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας για ψυχολογική υποστήριξη, μετά την αναγγελία των «κακών νέων». Το 12% αυτών των ασθενών πληρούσαν τα κριτήρια μείζονος ψυχιατρικής διαταραχής. 7% Μείζονος Καταθλιπτικής Διαταραχής, 3% Διαταραχής Γενικευμένου Άγχους, 5% Διαταραχής Πανικού και 2% Διαταραχής Στρες μετά Ψυχοτραυματισμό. Επιπροσθέτως ένα 11% των ασθενών πληρούσε τα κριτήρια Ελάσσονος Κατάθλιψης. Η κατάθλιψη σχετίζεται με μειωμένη συμμόρφωση στη θεραπεία, παρατεταμένη παραμονή στο νοσοκομείο και κακή ποιότητα ζωής. Ως εκ τούτου αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου αυτοκτονίας ή παρακλήσεως για υποβοηθούμενο θάνατο μεταξύ ασθενών τελικού σταδίου. 2
Ο Lloyd-Williams πραγματοποίησε μία μελέτη σε ασθενείς που βρισκόντουσαν σε τελικό στάδιο και λάμβαναν παρηγορητική φροντίδα και ήλεγξε την παρουσία αυτοκτονικών σκέψεων. Βρήκε ότι το 3% των ασθενών είχαν συχνά τέτοιες σκέψεις, το 10% το σκέπτονταν μερικές φορές, 17% ελάχιστες φορές και το 70% δεν είχε καθόλου αυτοκτονικό ιδεασμό. Πάντως οι νεότεροι σε ηλικία ασθενείς ανέφεραν πιο συχνά αυτοκτονικές σκέψεις. Θα πρέπει βεβαίως να επισημάνουμε ότι μερικές φορές είναι ιδιαίτερα δύσκολο να διακρίνουμε την κατάθλιψη από μια φυσιολογική «θλίψη» και πόνο σε έναν ασθενή που πεθαίνει. β) Delirium γ) Ψυχιατρικές εκδηλώσεις σχετιζόμενες με φάρμακα δ) Η ανησυχία ε) Η ανορεξία στ) Η αδυναμία ζ) Ο πόνος η) Σεξουαλικές δυσλειτουργίες Προβλήματα που αφορούν τον ίδιο τον ασθενή Πρώτη και βασική προϋπόθεση για την φροντίδα του θνήσκοντος ασθενούς είναι η εξασφάλιση άνετων συνθηκών νοσηλείας. Η αντιμετώπιση του πόνου, είναι βασικό στοιχείο σε κάθε πρόγραμμα παρηγορητικής φροντίδας και θα πρέπει να επιτυγχάνεται τουλάχιστον στο 90% των περιπτώσεων. Αν και ο έλεγχος του πόνου φαίνεται ότι είναι απλός, οι γιατροί δεν αντιμετωπίζουν σωστά το μεγάλο αυτό πρόβλημα, είτε πρόκειται για πόνο καρκινοπαθών, ασθενών με AIDS είτε αρρώστων που πεθαίνουν στην εντατική. Ο πόνος είναι ένα από τα πιο ισχυρά συμπτώματα κατά την διάρκεια της καταληκτικής ασθένειας. Στην περίπτωση ασθενών που πεθαίνουν από κάποια κακοήθη ασθένεια, το 70-90% υποφέρουν από πόνους και το 50% αυτών των ασθενών πεθαίνουν χωρίς να λάβουν ανακούφιση στον πόνο τους. Ο πόνος, συν τοις άλλοις, περιορίζει και τις διάφορες ψυχοκοινωνικές λειτουργίες, προκαλώντας άγχος και κατάθλιψη και περιορίζει την δυνατότητα του ανθρώπου να χαίρεται κατά το τέλος της ζωής του. 3
Η καλή κλινική εκπαίδευση στη χρήση συνδυασμού αναλγητικών φαρμάκων και επίτευξης της βέλτιστης δοσολογίας, καθώς επίσης η χρήση ψυχοτρόπων ουσιών και οι διάφορες συμπεριφορικές παρεμβάσεις μπορούν να βελτιώσουν την παρηγορητική φροντίδα. Όμως μεγάλο εμπόδιο στην εφαρμογή των μέσων που έχουμε για την ανακούφιση του πόνου, είναι οι λανθασμένες αντιλήψεις σχετικά με την εξάρτηση και τον εθισμό, κίνδυνοι που σχετίζονται με την υπερβολική κατανάλωση αυτών των ουσιών και τα διάφορα προβλήματα που σχετίζονται με την χρήση οπιοειδών. Εκτός από τον πόνο, στον θνήσκοντα άρρωστο καλούμεθα να αντιμετωπίσουμε και άλλα συμπτώματα όπως ναυτία, εμέτους, ανορεξία, δυσκοιλιότητα, δύσπνοια, βήχα, διαταραχές από το ουροποιητικό, δερματολογικά προβλήματα, αφυδάτωση, οιδήματα, ασκήτη, αδυναμία, φλεγμονές, πυρετό και πολλά άλλα συμπτώματα που η επιτυχής ή μη αντιμετώπισή τους έχει άμεσο αντίκτυπο στην ποιότητα της ζωής του. Μεγάλη, επίσης, ανακούφιση προσφέρει στον ασθενή η εξασφάλιση ικανοποιητικού ύπνου. Η χρήση βενζοδιαζεπινών (αγχολυτικών) και υπναγωγών συστήνονται στην περίπτωση αυτή. Η χορήγηση των αντικαταθλιπτικών, επίσης μπορεί να συμβάλλει τόσο στη βελτίωση του ύπνου όσο και στην αντιμετώπιση του πόνου. Η αντιμετώπιση της ανορεξίας, που πολλές φορές εκλαμβάνεται ως καταθλιπτικό σύμπτωμα, είναι ένα από τα πλέον συχνά συμπτώματα της καταληκτικής φάσης της αρρώστιας, και αποτελεί συχνή αιτία επίκλησης της ψυχιατρικής παρέμβασης στο πλαίσιο της Διασυνδετικής Ψυχιατρικής. Η οικογένεια κυρίως, αλλά και το νοσηλευτικό προσωπικό, στηρίζουν υπερβολικές προσδοκίες στην καλή διατροφή του αρρώστου, συνδέοντάς την με την επιθυμητή παράταση της ζωής. Η επικοινωνία με τον άρρωστο. Ένα πολύ σοβαρό ζήτημα, του οποίου η σημασία συχνά δεν λαμβάνεται υπόψη όσο πρέπει, είναι η επικοινωνία με τον άρρωστο. Είναι σημαντικό να αφιερώνουμε χρόνο για να ακούμε τον άρρωστο ανά τακτά διαστήματα. Όπως πολύ ωραία γράφει ο Saunders, «το πραγματικό ερώτημα δεν είναι τι λες στους ασθενείς αλλά τι τους αφήνεις να σου πούνε οι ίδιοι». Η επικοινωνία δεν πραγματοποιείται μόνο με λέξεις. Ένα χτύπημα στο χέρι, ένα νεύμα, ένα χαμόγελο μπορεί να είναι έντονα καθησυχαστικά. Η σιωπηλή παρουσία μας που συνοδεύεται από βλεμματική επαφή μπορεί να είναι πιο χρήσιμη από μια καλοπροαίρετη συμβουλευτική συνεδρία για τους περισσότερους ασθενείς. 4
Η σημασία των επισκέψεων των οικείων προσώπων. Άλλος σημαντικός παράγοντας είναι οι επισκέψεις των οικείων προσώπων, ακόμη και των μικρών παιδιών, εφόσον και τα ίδια το επιθυμούν. Αναμφίβολα ανακουφίζουν τον ασθενή και βοηθούν στην βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των μελών της οικογένειας και του ασθενούς και ελαφραίνουν το συναισθηματικό βάρος της αρρώστιας. Μεγάλη αξία έχει η ποιότητα της παρουσίας μας στον άρρωστο και όχι υποχρεωτικά η διάρκειά της. Η παρουσία ενός υγιούς δίπλα σε έναν θνήσκοντα ασθενή απαιτεί δύναμη εκ μέρους του υγιούς, για να μπορέσει να ακούσει όσα ο θνήσκων θέλει να πει. Η Kübler-Ross με την πολύχρονη ενασχόλησή της με τους θνήσκοντες επισημαίνει την ανάγκη που έχει ο άρρωστος να τακτοποιήσει διάφορες εκκρεμότητες πριν το τέλος, όπως: η συμφιλίωση με το περιβάλλον του και με τον Θεό, εφ όσον το επιθυμεί, η επίλυση των διαφορών του με άλλους και η επίτευξη στο χρόνο που του απομένει συγκεκριμένων στόχων που τυχόν επιθυμεί. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι χρειάζεται πολύ προσοχή και φροντίδα για να συντονίσουμε τις ενέργειές μας με τις επιθυμίες του ασθενή. Η εμπειρία μας με τους θνήσκονες υποδεικνύει ότι κάθε άρρωστος που πεθαίνει χρειάζεται να αντιμετωπίζεται ως μια ξεχωριστή περίπτωση. Ο κανόνας αυτός επιβάλλει καλή γνώση των αναγκών και των επιθυμιών του συγκεκριμένου ανθρώπου, σεβασμό της ελευθερίας του στο να αποφασίζει εφ όσον φυσικά είναι σε θέση να το πράττει. Είναι δικαίωμα κάθε ανθρώπου να μπορεί να ζει με αξιοπρέπεια και να πεθαίνει αξιοπρεπώς. Βεβαίως, δύσκολα μπορούμε να ορίσουμε τον «αξιοπρεπή» θάνατο, διότι η αντίληψη της έλλειψης αξιοπρέπειας συχνά συσκοτίζεται από διάφορους προσωπικούς φόβους και προκαταλήψεις. Ενημερώνοντας τον ασθενή Κεντρικό σημείο στην εξασφάλιση καλής ποιότητας ζωής στον καταληκτικό άρρωστο αποτελεί η λειτουργική επικοινωνία μεταξύ γιατρού, ασθενούς και οικογένειας. Η ειλικρίνεια είναι απαραίτητη προϋπόθεση αυτών των σχέσεων. Ο Osler είχε πει: «Ο άρρωστος όσο δικαίωμα έχει στην αλήθεια που υπάρχει στο μυαλό μου, άλλο τόσο έχει και στα φάρμακα που υπάρχουν στην τσάντα μου». Γενικά, οι εμπειρικές μελέτες υποστηρίζουν την ιδέα ότι η αλήθεια είναι επιθυμητή από τους ετοιμοθάνατους ασθενείς και συνήθως δεν τους βλάπτει. Όμως, στους θνήσκοντες η ανάγκη για ειλικρίνεια μπορεί να συνυπάρχει σε έντονο βαθμό με την τάση αποφυγή της αλήθειας, γι αυτό δεν πρέπει όλοι οι ασθενείς να αντιμετωπίζονται αδιακρίτως με την ίδια ευθύτητα. Η σχέση ασθενούς-ιατρού, είναι αυτή που στηρίζει το ηθικό του ασθενούς, μεταδίδοντάς του το αίσθημα της συνέχειας και της μη εγκατάλειψης μέχρι το 5
τέλος. Η σχέση αυτή κατέχει πιο σημαντική θέση από την ενημέρωση. Και όπως λέγουν και οι Mager and Andry Kowski σημασία δεν έχει τόσο η επικοινωνιακή ικανότητα του θεράποντος, όσο το εάν ο άρρωστος αισθάνεται ότι ο θεράπων τον κατανοεί. Ευθανασία - Υποβοηθούμενη Αυτοκτονία Υπάρχουν άνθρωποι, που στην τελική φάση της ζωής σκέπτονται την αυτοκτονία ή την ευθανασία ως τη «μόνη λύση». Σε μια έρευνα στην Ολλανδία, οι πιο συχνοί λόγοι που έκαναν τους αρρώστους να επιζητούν την ευθανασία, ήσαν: η απώλεια της αξιοπρέπειας (57%), ο πόνος (46%), ο φρικτός θάνατος (46%), η εξάρτηση από τους άλλους (33%) και η κούραση από τη ζωή (23%). Είναι σαφές ότι όλοι αυτοί οι λόγοι είναι ψυχοκοινωνικοί και όπως φαίνεται είναι ισχυρότεροι από την σωματική ταλαιπωρία. Συνεπώς απαιτούν δραστική παρέμβαση. Η ιατρική εκπαίδευση έχει εμποτίσει το γιατρό με αίσθημα ευθύνης για τη διατήρηση της ζωής και του καθήκοντος ανακούφισης από τον πόνο και την ψυχική και σωματική ταλαιπωρία. Οπότε αιτήματα από την πλευρά των αρρώστων για ευθανασία, βάζουν τον θεράποντα σε ηθικό δίλημμα. «Ευθανασία» στην κυριολεξία σημαίνει «καλός θάνατος». Στην κλινική πρακτική όμως, υπονοείται μια ενεργητική προσπάθεια διακοπής της ζωής του ασθενούς. Όταν ο γιατρός επιχειρεί να θανατώσει τον ασθενή που υποφέρει, αποσκοπεί στην ενεργητική ευθανασία. Στην περίπτωση πάλι που αποφεύγει να αντιμετωπίσει μια δυνητικά θεραπεύσιμη κατάσταση, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατο του καταληκτικού ασθενούς, πρόκειται για παθητική ευθανασία. Μια άλλη περίπτωση που πρέπει να εξετάζεται σοβαρά, είναι όταν το αίτημα του αρρώστου για ευθανασία εντάσσεται στα πλαίσια κλινικής κατάθλιψης με ιδέες αυτοκαταστροφής, ποσοστό που ανέρχεται στο 59%. Οι γιατροί συχνά παραβλέπουν τη διάγνωση της κατάθλιψης στους θνήσκοντες, διότι την θεωρούν αναμενόμενη και δικαιολογημένη κατάσταση, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο γιατρός που ενδίδει στο αίτημα του ασθενούς, ίσως επηρεασμένος και από την έννοια της «δικαιολογημένης αυτοκτονίας», θα πρέπει να έχει κατά νου ότι η πράξη της ενεργητικής ευθανασίας είναι μη αναστρέψιμη. Ο ρόλος των προσωπικών αξιών και της πίστης 6
Οι προσωπικές αξίες, η πίστη, η θρησκεία, η πνευματικότητα, αποτελούν σημαντικές πηγές δύναμης για κάποιους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν μια καταληκτική ασθένεια. Τα συστήματα αξιών που πηγάζουν από θρησκευτικά διδάγματα ή από προσωπική πνευματικότητα και καλλιέργεια, δίνουν συνήθως στους θνήσκονες ασθενείς τη δυνατότητα να κατανοήσουν καλύτερα το νόημα της ασθένειας και να αντιμετωπίσουν ειρηνικά την ταλαιπωρία και τα βάσανα του θνήσκειν. Αν και η γενική ψυχιατρική μας παιδεία, στέκεται αμήχανα, καχύποπτα ή ακόμη και εχθρικά απέναντι στο θέμα της πίστης, ο σύμβουλος ψυχίατρος οφείλει να στέκεται με σεβασμό και να ερευνά προσεκτικά το πεδίο της θρησκευτικής ζωής του θνήσκοντος. Οι ασθενείς (σε ποσοστό 41% με 94%), επιθυμούν οι γιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό, να υπολογίζουν τα πνευματικά τους ενδιαφέροντα και αισθάνονται ευγνώμονες όταν τους δίδεται η ευκαιρία να εκφράσουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, γύρω από την πίστη τους. Η οικογένεια του αρρώστου που πεθαίνει Το συναισθηματικό φορτίο της γνώσης του επερχόμενου θανάτου, και η εγκατάλειψη κάθε ελπίδας για θεραπεία, είναι ικανά να μεταβάλουν τη δυναμική της οικογένειας και να της φέρουν μεγάλες δυσκολίες στην καθημερινή της ζωή. Η οικογένεια, επωμίζεται σημαντικές ευθύνες όταν αναλαμβάνει την φροντίδα του ετοιμοθάνατου μέλους της. Υφίσταται σημαντικές οικονομικές απώλειες και εμφανίζει αυξημένα επίπεδα άγχους, κατάθλιψης και χρονίων ασθενειών. Αυτοί που φροντίζουν ένα δικό τους άρρωστο που πεθαίνει στο σπίτι, βιώνουν μια κατάρρευση της σωματικής και ψυχικής τους υγείας. Τα στοιχεία αυτά, επισημαίνουν ότι η φροντίδα μας πρέπει να είναι εξίσου στραμμένη και στον θνήσκοντα και στην οικογένειά του. Η οικογένεια χρειάζεται έγκαιρη, συχνή και συνεχή επικοινωνία με το γιατρό, ο οποίος θα πρέπει να αναγνωρίζει τις ανάγκες της, να την ενθαρρύνει στη λήψη αποφάσεων, να βοηθά στην επίλυση των ενδοοικογενειακών συγκρούσεων με τρόπο διακριτικό και στην απάλυνση του πένθους, να συντηρεί την ελπίδα μέχρι τέλους και να είναι διαθέσιμος οσάκις η οικογένεια τον χρειάζεται. Καθώς το αναπόφευκτο τέλος του αρρώστου πλησιάζει, η οικογένεια έχει ανάγκη για περισσότερη συναισθηματική υποστήριξη και συχνά ειδική βοήθεια για την αντιμετώπιση του θανάτου. Οφείλουμε να υπογραμμίσουμε, ότι η φροντίδα για την οικογένεια του θνήσκοντος, έχει συσχετισθεί θετικά με μειωμένα επίπεδα κατάθλιψης και καλύτερη αντιμετώπιση του αρρώστου που πεθαίνει. 7
Και ενώ οι ανάγκες του αρρώστου σταματούν με τον θάνατο, η οικογένεια θα χρειαστεί την φροντίδα και τη συμπαράστασή μας για αρκετό διάστημα και μετά τον θάνατο. Συμπεράσματα Η φροντίδα των ψυχολογικών προβλημάτων του καταληκτικού αρρώστου, αποτελεί πολυδιάστατη διαδικασία. Ο ψυχίατρος, ως σύμβουλος, παίζει σημαντικό ρόλο στη φροντίδα της ανακούφισης της ζωής του αρρώστου. Προς τούτο απαιτείται να προσεγγίζει τον άρρωστο με ενσυναίσθηση, κάνοντας προσεκτική εκτίμηση των προβλημάτων του και παρεμβαίνοντας επιδέξια. Με τον τρόπο αυτό μειώνει τον πόνο και την ταλαιπωρία και βελτιώνει την ποιότητα ζωής του. Η ανακούφιση, δεν περιλαμβάνει μόνο τις ιατρικές συνθήκες αλλά και τις ψυχιατρικές νόσους και τους ψυχοκοινωνικούς παράγοντες. Η θεραπεία στο τέλος της ζωής, δημιουργεί ανησυχίες και προβλήματα που θέτουν τον θεράποντα εμπρός σε ηθικά διλήμματα. Η οικογένεια του ασθενούς, πρέπει επίσης να γίνεται αντικείμενο της φροντίδας μας. Αν και το ενδιαφέρον μας, για τον άρρωστο που πεθαίνει είναι εντονότερο απ ότι στο παρελθόν, έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε για να βελτιώσουμε τις παρεμβάσεις μας στο κλινικό επίπεδο, να οργανώσουμε την έρευνά μας, για καλύτερη αξιολόγηση των παρεμβάσεών μας και να εκπαιδεύσουμε συστηματικότερα τους ειδικούς υγείας στα θέματα φροντίδας του καταληκτικού ασθενούς. 8