Ιολογικές ασθένειες της αμπέλου Απόστολος Δ. Αυγελής 1, Βαρβάρα Ι. Μαλιόγκα 2 και Νικόλαος Ι. Κατής 2 1 Ηράκλειο Κρήτης (avgeapo@otenet.gr) 2 Α.Π.Θ., Γεωπονική Σχολή, Εργαστήριο Φυτοπαθολογίας, Θεσσαλονίκη (katis@agro.auth.gr, vmaliogk@agro.auth.gr) Το πρόβλημα των εκφυλιστικών (ιολογικών) ασθενειών της αμπέλου αποτελεί αντικείμενο μελέτης σε όλα τα αμπελουργικά κράτη λόγω των αρνητικών επιπτώσεών τους στην οικονομικότητα της αμπελοκαλλιέργειας. Η δυνατότητα παγκόσμιας διακίνησης αμπελουργικού πολλαπλασιαστικού υλικού επιβάλλει τη σωστή πληροφόρηση για τη φυτοϋγιειονομική κατάσταση των αμπελώνων προέλευσης. Τα νεότερα επιτεύγματα στην κατανόηση της σχέσης μεταξύ εκφυλιστικού παθογόνου, αμπελιού και περιβάλλοντος επιτρέπουν τη λήψη προληπτικών μέτρων για την αποφυγή εισόδου νέων ασθενειών και τον περιορισμό της εμφάνισης ενδημικών προσβολών. Η συνοπτική παρουσίαση του προβλήματος στο άρθρο αυτό θα είναι χρήσιμη στους ασχολούμενους με την αμπελουργία και την οινοποιία και ίσως βοηθήσει για την έναρξη ενός προγράμματος παραγωγής πιστοποιημένου πολλαπλασιαστικού υλικού αμπέλου αναγκαίου για τη βιωσιμότητα, εκσυγχρονισμό και ανάπτυξη της αμπελουργίας μας. 1 Εικόνα 1. Ιοσωμάτια ιών του γένους Nepovirus. Εικόνα 2. Κληματίδες πρέμνου, με τυπικές παραμορφώσεις, μολυσμένου από τον ιό του ριπιδωτού φύλλου της αμπέλου (Grapevine fan leaf virus, GFLV) (αριστερά υγιής). Εικόνα 3. Επίπτωση χρωμογόνoυ στέλεχους του ιού του ριπιδωτού φύλλου της αμπέλου (GFLV yellow strain) με χαρακτηριστικά συμπτώματα κίτρινου μωσαϊκού και νανισμό. Εικόνα 4. Σταφυλές ερυθρής οινοποιήσιμης ποικιλίας από πρέμνο μολυσμένο από τον ιό του ριπιδωτού φύλλου της αμπέλου (Grapevine fan leaf virus, GFLV). 2 3 4 Εισαγωγή Η ιστορία της καλλιέργειας της αμπέλου είναι στενά συνδεδεμένη με εκείνη της ανθρωπότητας και επομένως αντανακλά σχεδόν όλα τα θετικά και αρνητικά της ανθρώπινης πορείας μας. Εξαιτίας του αποκλειστικού αγενούς πολλαπλασιασμού, της παγκόσμιας διάδοσης και της αναγκαστικής λόγω φυλλοξήρας χρήσης αμερικάνικων υποκειμένων, η άμπελος (Vitis vinifera L.) φαίνεται να αποτελεί τον πλέον ελκυστικό ξενιστή ενός σημαντικού αριθμού ενδοκυτταρικών υποχρεωτικών παθογόνων που ευθύνονται για σοβαρές ζημιογόνες επιπτώσεις στην αμπελοκαλλιέργεια, πολλές από τις οποίες συχνά υποτιμούνται ή διαφεύγουν της προσοχής των αμπελοκαλλιεργητών και οινοποιών. Την τελευταία δεκαετία λόγω της ανάπτυξης αποτελεσματικής διαγνωστικής τεχνολογίας το ενδιαφέρον της έρευνας διεθνώς κατευθύνθηκε τόσο στη διευκρίνιση της αιτιολογίας ποικίλων εκφυλιστικών συνδρόμων, όσο και στην εφαρμογή μέτρων περιορισμού της επίπτωσης ή και εξάλειψης από το πολλαπλασιαστικό αμπελουργικό υλικό των υπεύθυνων παθογόνων. Από τα αποτελέσματα της πράγματι καρποφόρου αυτής προσπάθειας επιβεβαιώθηκαν προηγούμενα δεδομένα, διαπιστώθηκε το εύρος των προβλημάτων και προσεγγίστηκαν νέες δυνατότητες αντιμετώπισης. Στο παρόν δημοσίευμα περιγράφονται τα πλέον σημαντικά γνωρίσματα των εκφυλιστικών ασθενειών της αμπέλου που σχετίζονται κυρίως με την παρουσία ιδιόμορφων παθογόνων, των φυτικών ιών. Θα αναφερθούμε στις κυριότερες ιολογικές ασθένειες που ενδημούν στους αμπελώνες των σημαντικότερων αμπελουργικών κρατών (αξίζει να γνωρίζουμε τι αρνητικό θα μπορούσε να εισαχθεί στους αμπελώνες μας με δεδομένη την ελεύθερη μετακίνηση πολλαπλασιαστικού υλικού από χώρες της Ε.Ε. και την ανυπαρξία εθνικής θεσμοθετημένης διαδικασίας παραγωγής πιστοποιημένου πολλαπλασιαστικού υλικού αμπέλου) και στη συνέχεια θα παρατεθούν τα αποτελέσματα σχετικών μελετών στη χώρα μας. Α. Ιώσεις της αμπέλου παγκοσμίου ενδιαφέροντος Μέχρι πρόσφατα έχει αναφερθεί η παρουσία 65 ιών που καλύπτουν όλο το φάσμα των γονιδιωμάτων (ένας με ssd- NA, ένας με dsdna, τέσσερις με dsrna και 59 με +ssr- NA). Οι περισσότεροι έχουν μάλλον μικρό ενδιαφέρον και ανιχνεύθηκαν σε πρέμνα χωρίς την παρουσία συμπτωμάτων. Οι κυριότερες ιολογικές ασθένειες είναι οι εξής: Α1. Μολυσματικός εκφυλισμός Είναι η πρώτη εκφυλιστική ασθένεια της αμπέλου που έχει αναφερθεί, με παρουσία από το πολύ μακρινό παρελθόν και παγκόσμια διάδοση. Προκαλείται από σφαιρικούς ιούς (30 nm διάμετρο Εικόνα 1) του γένους Nepovirus (15 ιοί) και Sadwavirus (ένας) της οικογένειας Secoviridae. Ο πλέον γνωστός και αρκετά μελετημένος είναι ο ιός του ριπιδωτού φύλλου της αμπέλου (Grapevine fanleaf virus, GFLV), ενώ οι υπόλοιποι είναι δευτερεύουσας σημασίας, λόγω περιορισμένων προσβολών. Πρέπει να σημειωθεί ότι προκαλούν παρόμοιες συμπτωματολογικές αλλοιώσεις στα μολυσμένα πρέμνα, με ευδιάκριτες διαφοροποιήσεις εξαρτώμενες από το είδος και το στέλεχος του ιού και βέβαια την ποικιλία της αμπέλου. Χαρακτηριστικά συμπτώματα της ασθένειας εμφανίζονται στα φύλλα (ασυμμετρία του ελάσματος, κολπικό μίσχο ασυνήθιστα ευρύ ή στενό, οξείς οδόντες, νεύρα που τείνουν σε παράλληλη διάταξη-ριπίδιο, μικροφυλλία ή ποικιλόμορφο λαμπρό κίτρινο μεταχρωματισμό με διάσπαρτες κηλίδες, δακτυλίους και γραμμικά σχέδια, εκτεταμένες κίτρινες περιοχές των νεύρων ή μεταξύ των νεύρων και ολικό κιτρίνισμα του ελάσματος), στις κληματίδες (βραχυγονάτωση, ανισογονάτωση, διπλοί κόμβοι, δεσμίωση, διχάλωση, σχήμα τεθλασμένης γραμμής-zigzag), στις σταφυλές (μειωμένος αριθμός και μέγεθος, ανομοιόμορφη ωρίμανση, ανισοραγία, μικροραγία, μικροσπερμία και ασπερμία) και στις ρίζες (λιγοστές και με αυξημένο μήκος). Τα μολυσμένα πρέμνα έχουν θαμνώδη ανάπτυξη εξαιτίας της έντονης βραχυγονάτωσης των κληματίδων και της υπέρμετρης ανάπτυξης των πλάγιων βλαστών (Εικόνες 2, 3 και 4). Όλες οι ποικιλίες του V. vinifera και όλα τα είδη του Vitis και τα υβρίδιά τους που χρησιμοποιούνται ως υποκείμενα μολύνονται. Παρατηρείται προοδευτικός μαρασμός και ξήρανση των πρέμνων με περιορισμένη ποσοτικά και υποβαθμισμένη ποιοτικά παραγωγή, ενώ μειώνεται και η διάρκεια της παραγωγικής ζωής του πρέμνου. Η επιτυχία στους εμβολιασμούς με μολυσμένο υλικό είναι πολύ μικρή και τα μολυσμένα πρέμνα έχουν αυξημένη ευπάθεια στις αντίξοες κλιματολογικές συνθήκες. Η παραγωγή μειώνεται μέχρι και 50%, ενώ υφίστανται και περιπτώσεις με ακραίες επιπτώσεις που αγγίζουν το 75%. Ο μολυσματικός εκφυλισμός απόκτησε παγκόσμια διάδοση χάρις στη διακίνηση μολυσμένου πολλαπλασιαστικού υλικού. Σε μικρές αποστάσεις (μέσα στον αμπελώνα) η εξάπλωσή του επιτυγχάνεται με τη βοήθεια των νηματωδών Xiphinematinae [π.χ. ο Xiphinema index (Εικόνα 5) είναι ο φορέας του GFLV και ο Xiphinema diversicaudatum του Arabis mosaic virus ένας Nepovirus ενδημικός στην κεντρική Ευρώπη]. Ο ρυθμός εξάπλωσης της ασθένειας στον αμπελώνα από την αυτόνομη μετακίνηση των νηματωδών-φορέων είναι περίπου 1-1,5 μέτρα/έτος. Η μετάδοση του GFLV από το νηματώδη-φορέα επιτυγχάνεται με ήμι-έμμονο τρόπο. Η πρόσληψή του μπορεί να γίνει τόσο από τα προνυμφικά στάδια όσο και από τα ακμαία άτομα στη διάρκεια της τροφικής δραστηριότητας στις ρίζες μολυσμένων πρέμνων και μεταδίδεται με τον ίδιο τρόπο στις ρίζες υγιών πρέμνων. Ο X. index διατηρεί τη μολυσματική ικανότητα του GFLV από 12 μήνες έως τέσσερα χρόνια απουσία του πρέμνου, γεγονός που αποτρέπει τη φύτευση υγιών αμπελόφυτων σε εκριζωμένους μολυσμένους αμπελώνες. Ο μολυσματικός εκφυλισμός ιδίως σε προχωρημένο στάδιο διαπιστώνεται μάλλον εύκολα στον αμπελώνα. Όμως λόγω της ομοιότητας των συμπτωμάτων που προκαλούνται από ποικίλα βιοτικά και αβιοτικά αίτια, μια αξιόπιστη διάγνωση τόσο της ασθένειας όσο και του υπεύθυνου ιού προϋποθέτει την εκτέλεση εργαστηριακών εξετάσεων σε δείγματα ιστών με ορολογικές (ανοσοενζυμική ανοσοπροσροφητική δοκιμή ELISA) και μοριακές τεχνικές (RT- PCR, Real-time PCR). Εικόνα 5. Ο νηματώδης Xiphinema index, φυσικός φορέας του ιού του ριπιδωτού φύλλου της αμπέλου (Grapevine fan leaf virus, GFLV). 74 75
Σήμερα, μετά από δύο αιώνες μελετών για το πρόβλημα των ιών που προκαλούν το μολυσματικό εκφυλισμό της αμπέλου, έχουν προταθεί και αξιολογηθεί συγκεκριμένες επεμβάσεις που εάν εφαρμοσθούν πιστά αντιμετωπίζουν ριζικά την ασθένεια. Κύριο μέτρο που ισχύει για όλες τις εκφυλιστικές ασθένειες της αμπέλου και βασικά για εκείνες των οποίων τα παθογόνα δεν έχουν φυσικούς φορείς είναι η χρήση πιστοποιημένου πολλαπλασιαστικού υλικού (ΠΠΥ). Στις περιπτώσεις γενικευμένης μόλυνσης ορισμένων ποικιλιών έρχεται αρωγός η διαδικασία της εξυγίανσης με την εφαρμογή μεθοδολογιών θερμοθεραπείας, χημειοθεραπείας, in vitro πολλαπλασιασμού μεριστωματικών κορυφών και μικροεμβολιασμού τεχνικές εξυγίανσης που εφαρμόζονται και για τα άλλα εκφυλιστικά παθογόνα. Βέβαια πρέπει να σημειωθεί ότι σε παραδοσιακές αμπελουργικές περιοχές, όπου διαιωνίζονται οι νηματώδεις φορείς η χρήση του ΠΠΥ δεν αποτρέπει την εμφάνιση της ασθένειας μετά από ορισμένα χρόνια. Επειδή δεν εντοπίστηκε αποτελεσματική γενετική ανθεκτικότητα στο γένος Vitis έναντι ιών του γένους Nepovirus, η επίλυση θα δοθεί μάλλον με τη γενετική μηχανική αξιοποιώντας γονίδια μη συμβατικής ανθεκτικότητας και στοχεύοντας στη δημιουργία ανθεκτικών υποκειμένων μια προσπάθεια που εντατικοποιείται τα τελευταία χρόνια σε αρκετά Εργαστήρια Βιοτεχνολογίας του εξωτερικού. Α2. Συστροφή ή Καρούλιασμα των φύλλων της αμπέλου (Grapevine leafroll disease) Η ασθένεια ήταν γνωστή στην Ευρώπη από τις αρχές του περασμένου αιώνα, αλλά η πειραματική απόδειξη της μολυσματικής φύσης της έγινε πριν περίπου 50 χρόνια. 6 7 Εικόνα 6. Νηματόμορφος ιός του γένους Ampelovirus. Εικόνα 7. Πρέμνο ερυθρής οινοποιήσιμης ποικιλίας με χαρακτηριστικά συμπτώματα της ασθένειας «συστροφή των φύλλων». Εικόνα 8. Πρέμνο με ήπια συμπτώματα της ασθένειας «συστροφή των φύλλων». 8 Σήμερα θεωρείται από τις πλέον διαδομένες εκφυλιστικές ασθένειες διεθνώς, ακόμη και στις χώρες εκείνες όπου εδώ και πολλά χρόνια εφαρμόζονται προγράμματα κλωνικής επιλογής και παραγωγής ΠΠΥ. Συναντάται σε όλες τις καλλιεργούμενες ποικιλίες, καθώς και τα αμερικάνικα υποκείμενα του γένους Vitis. Είναι ασθένεια σύνθετης ιολογικής αιτιολογίας, με την οποία μέχρι πρόσφατα συνδέονταν τουλάχιστον 11 νηματόμορφοι ιοί (μήκος 1400 έως 2200 x 15 nm Εικόνα 6), της οικογένειας Closteroviridae: ένας του γένους Closterovirus (GLRaV-2), εννέα του γένους Ampelovirus (GLRaV-1, -3, -4, -5, -6, -9, -Pr, -De και -Car) και ένας του γένους Velarivirus (GLRaV-7). Πρόσφατα οι GLRaV-5, -6, -9, -Pr, -De και Car θεωρήθηκαν στελέχη του GLRaV-4 γεγονός που μειώνει τον αριθμό των ιών σε 5. Η εμφάνιση και η ένταση των συμπτωμάτων της ασθένειας εξαρτώνται από κλιματολογικούς παράγοντες, την ποικιλία της αμπέλου, το είδος του ιού και την ταυτόχρονη παρουσία άλλων ιών της αμπέλου. Το χαρακτηριστικό σύμπτωμα είναι η συστροφή (καρούλιασμα) της περιφέρειας του ελάσματος των φύλλων προς την κάτω επιφάνεια, που συνοδεύεται από χρωματικές αλλοιώσεις, εντονότερες προς το φθινόπωρο. Στις ερυθρές ποικιλίες εμφανίζεται ανθοκυάνωση περιφερειακά ή και μεσονεύρια του ελάσματος και συχνά απαντάται και στις νευρώσεις. Στις λευκές ποικιλίες το καρούλιασμα είναι λιγότερο εμφανές και συνοδεύεται από ήπιο αποχρωματισμό των φύλλων και μεσονεύρια χλώρωση, ενώ συχνά η μόλυνση είναι λανθάνουσα (π.χ. έντονα συμπτώματα εκδηλώνει η Chardonnay, ήπια ή πλήρως αποκρυπτόμενα η Sauvignon blanc). Οι σταφυλές των μολυσμένων πρέμνων συνήθως είναι μικρότερες και εκδηλώνουν οψίμιση και ανομοιόμορφη ωρίμανση (Εικόνες 7 και 8). Τα μολυσμένα πρέμνα παρουσιάζουν μια βαθμιαία μείωση σφρίγους και παραγωγής. Με εξαίρεση το Vitis riparia, τα αμερικάνικα είδη και υβρίδια, που αξιοποιούνται ως υποκείμενα, δεν εκδηλώνουν συμπτώματα. Οι επιπτώσεις της ασθένειας έχουν μελετηθεί επαρκώς τις τελευταίες δύο δεκαετίες συγκρίνοντας υγιείς με μολυσμένους αμπελώνες. Σε γενικές γραμμές αποτελεί σοβαρή ασθένεια και ευθύνεται για την ποιοτική υποβάθμιση των οίνων σε ψυχρές περιοχές καλλιέργειας αμπελιού. Προκαλεί μείωση της παραγωγής που κυμαίνεται από 10 έως 70%, μείωση της περιεκτικότητας των σταφυλιών σε σάκχαρα 0 έως 2,5 o Brix, αύξηση της οξύτητας (έως 1,5 gr/l), μείωση του ph του γλεύκους, σημαντική αλλοίωση στα πολυφαινολικά και αρωματικά συστατικά ερυθρών ποικιλιών, ενώ σχετίζεται με υψηλά ποσοστά αποτυχίας στους εμβολιασμούς και μειωμένη ριζοβολία των μοσχευμάτων. Στις λευκές και τις επιτραπέζιες ποικιλίες η ασθένεια έχει μικρότερες επιπτώσεις γενικά εμφανίζονται περισσότερο ανεκτικές. Επίσης θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η σημαντική καθυστέρηση της ωρίμανσης που σε αρκετές αμπελουργικές περιοχές ευνοεί την εγκατάσταση της φαιάς σήψης (Botrytis cinerea) λόγω της έλευσης των φθινοπωρινών βροχοπτώσεων. Οι 5 πλέον ιοί που σχετίζονται με τη συστροφή των φύλλων της αμπέλου (Grapevine leafroll associated viruses, GLRaVs) διαβιώνουν στο φλοίωμα των ασθενών πρέμνων και διαφέρουν ως προς την προκαλούμενη μακροσκοπική συμπτωματολογία. Από τους ιούς του γένους Ampelovirus οι GLRaV-3 και GLRaV-1 θεωρούνται άμεσα σχετιζόμενοι με το σύμπτωμα της συστροφής του φύλλου με διαβαθμίσεις της έντασης των αλλοιώσεων εξαρτώμενες και από την ύπαρξη πολλών στελεχών και παραλλαγών. Ο GLRaV-7 δεν προκαλεί συστροφή, ενώ στον GLRaV-2 αποδίδεται εκτός της συστροφής η εμφάνιση ασυμφωνίας εμβολίου-υποκειμένου (graft incompatibility condition) στο υποκείμενο Kober 5BB. Στο παρελθόν η διάδοση της ασθένειας αποδίδονταν αποκλειστικά στη χρήση μολυσμένου πολλαπλασιαστικού υλικού και ιδιαίτερα των αμερικάνικων υποκειμένων, που είναι λανθάνοντες φορείς. Σήμερα είναι πολύ καλά τεκμηριωμένο ότι, με εξαίρεση τους GLRaV-2 και GLRaV-7, οι ιοί του γένους Ampelovirus μεταδίδονται με αρκετά είδη κοκκοειδών (Homoptera: Sternorhyncha) που ανήκουν στις οικογένειες Pseudococcidae και Coccidae (Εικόνες 9 και 10). Για την πρόσληψη και μετάδοση του GLRaV-3 από νύμφες του Pseudococcus longispinus αρκεί τροφική δραστηριότητα των 90 λεπτών και η δυνατότητα μετάδοσης διατηρείται για τουλάχιστον 72 ώρες (μηχανισμός παρόμοιος του ημι-έμμονου τρόπου μετάδοσης). Πρόσφατη μελέτη όμως αναφέρει εντοπισμό του ιού στους σιελογόνους αδένες του εντόμου-φορέα, γεγονός που ισχυροποιεί την πρόταση για κυκλοφοριακό τρόπο μετάδοσης. Η συμπτωματολογία της ασθένειας, συστροφή και μεταχρωματισμός των φύλλων, δεν είναι αποκλειστικά ιολογικής αιτιολογίας. Παρόμοια συμπτώματα μπορεί να οφείλονται σε άλλα αίτια, όπως ακάρεα, τζιτζικάκια (Ceresa bubalus, Empoasca flavescens, Empoasca sp.), τροφοπενίες (Κ, B, Mg), ασθένειες Flavescence dorée ή μαύρο ξύλο (Φυτοπλάσματα), τοξικότητα από σκευάσματα φυτοπροστασίας (κυρίως εντομοκτόνα), καθώς και σε τραυματισμούς. Επιπλέον, η επίδραση του περιβάλλοντος και η αντίδραση της ποικιλίας (γενότυπος ξενιστή), που σε αρκετές περιπτώσεις εκφράζεται με λανθάνουσα μόλυνση, καθιστούν απαραίτητη την επιμελή εφαρμογή εξειδικευμένων διαγνωστικών τεχνικών, ιδιαίτερα μάλιστα στη διαδικασία δημιουργίας, παραγωγής και διάθεσης ΠΠΥ. Γενικώς, η διάγνωση της ασθένειας «συστροφή των φύλλων» της αμπέλου και ιδιαίτερα στην περίπτωση της δημιουργίας ΠΠΥ, εμφανίζεται ακόμη αρκετά προβληματική. Ο βιολογικός έλεγχος, εκτός του ότι παραμένει μια χρονοβόρα διαδικασία, δεν είναι εξειδικευμένος (δεν δίνει καμιά πληροφορία για τον αριθμό και το είδος του ιού, αλλά μπορεί μόνο να κάνει διάκριση μεταξύ υγιούς και μολυσμέ- Εικόνα 9. Άτομα Planococcus ficus φορέα ιών που σχετίζονται με την ασθένεια «συστροφή των φύλλων της αμπέλου» (Προσφορά Δρα Παναγιώτη Μυλωνά, Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο). Εικόνα 10. Άτομα Planococcus citri φορέα ιών που σχετίζονται με την ασθένεια συστροφή των φύλλων της αμπέλου (Προσφορά Δρα Παναγιώτη Μυλωνά, Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο). 76 77
νου), χαρακτηρίζεται από υποκειμενικότητα στο στάδιο της αξιολόγησης και εμφανίστηκε μάλλον αναξιόπιστος σε σύγκριση με τις ορολογικές και μοριακές τεχνικές ανίχνευσης. Ωστόσο, η παραγωγή υψηλού τίτλου αντιορού για τους ιούς αυτούς δεν είναι εύκολη, κυρίως εξαιτίας της δυσκολίας καθαρισμού τους, που συνδέεται με την παρουσία μικτών μολύνσεων και το χαμηλό τίτλο των ιών στους ιστούς της αμπέλου. Έτσι αρκετά από τα διαγνωστικά σκευάσματα που κυκλοφορούν για τη δοκιμή ELISA, μειονεκτούν ως προς την ευαισθησία και την επαναληψιμότητα. Επιπλέον, η ανομοιόμορφη κατανομή των ιών Closteroviridae της αμπέλου, τόσο στους ποώδεις βλαστούς κατά τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου όσο και στις κληματίδες του χειμώνα, δεν διευκολύνει την ανίχνευσή τους. Οι νέες μοριακές τεχνικές που έχουν αναπτυχθεί εδώ και χρόνια βελτίωσαν αισθητά την ανίχνευση των εμπλεκόμενων ιών και επιταχύνουν την επίτευξη του στόχου δημιουργίας γενετικού υλικού αμπέλου απαλλαγμένου από τα παθογόνα της ίωσης «καρούλιασμα των φύλλων». Ακόμη και σήμερα ο βιολογικός έλεγχος με εμβολιασμό φυτοδεικτών του γένους Vitis (ποικιλίες και υβρίδια), όπως Cabernet Frank, Cabernet Sauvignon, Barbera, Pinot noir, Merlot, Emperor, Baco 22A, Mission και LN33, εφαρμόζεται σε περιπτώσεις μελέτης γνωστών ή νέων εκφυλιστικών συνδρόμων στα περισσότερα ερευνητικά κέντρα. Η δοκιμή ELISA με τη χρήση πολυκλωνικών και μονοκλωνικών αντισωμάτων έχει ευρεία διάδοση, ενώ η ανάπτυξη μοριακών τεχνικών (RT-PCR, nested RT-PCR, Real-time PCR) τα τελευταία χρόνια έχει αυξήσει σημαντικά την ευαισθησία και το εύρος ανίχνευσης ενώ δίνει και τη δυνατότητα ταυτόχρονης διάγνωσης των ιών Closteroviridae της αμπέλου. Η αξιοποίηση των τεχνικών αυτών οδήγησε στη διαπίστωση της μεγάλης γενετικής παραλλακτικότητας εντός του είδους και επέτρεψε την προώθηση φυλογενετικών μελετών με επαρκή βιοχημικό και βιολογικό χαρακτηρισμό των παραλλαγών (variants). Η αντιμετώπιση της σημαντικής αυτής εκφυλιστικής ασθένειας της αμπέλου γίνεται διεθνώς αποκλειστικά με τη χρήση ΠΠΥ για την εγκατάσταση νέων αμπελώνων. Η in vitro καλλιέργεια μεριστωμάτων ή βλαστικών κορυφών σε συνδυασμό με τη θερμοθεραπεία επιτρέπει την εξυγίανση του μητρικού υλικού από ιούς Closteroviridae της αμπέλου Επιπλέον, η τεχνική της σωματικής εμβρυογένεσης και η αξιοποίηση νέων αντι-ιικών σκευασμάτων ενισχύει περαιτέρω τις δυνατότητες εξυγίανσης των μολυσμένων ποικιλιών. Ο περιορισμός των αρνητικών επιπτώσεων της ασθένειας «καρούλιασμα των φύλλων» στους υγιείς αμπελώνες επικεντρώνεται στην αποφυγή της διείσδυσης και διάδοσης της ασθένειας από τα έντομα φορείς με διαρκή επιμελή επισήμανση πρέμνων που εκδηλώνουν συμπτώματα της ασθένειας και τα οποία άμεσα εκριζώνονται και καταστρέφονται. Η εφαρμογή διασυστηματικών εντομοκτόνων σκευασμάτων στον αμπελώνα συστήνεται σε ορισμένα κράτη, αλλά τα θετικά αποτελέσματα που επιτυγχάνονται αδυνατούν να ισορροπήσουν τα εμφανή περιβαλλοντικά προβλήματα. Α3. Βοθρίωση του ξύλου της αμπέλου (Grapevine rugose wood) Το σύνδρομο της «βοθρίωσης του ξύλου» έχει παρατηρηθεί σχεδόν σε όλες τις αμπελουργικές περιοχές του κόσμου και σε όλα τα είδη του γένους Vitis, αλλά εμφανίζεται ιδιαίτερα ζημιογόνο στις ξηροθερμικές συνθήκες. Η ασθένεια είναι αρκετά σύνθετη, τόσο από την πλευρά της ποικιλότητας των συμπτωμάτων στα μολυσμένα πρέμνα και τους δείκτες του γένους Vitis, όσο και από τα είδη των σχετιζόμενων ιών. Η χαρακτηριστική αλλοίωση, που παρατηρείται κυρίως σε πρέμνα εμβολιασμένα σε αμερικάνικα υποκείμενα και πολύ σπάνια σε αυτόριζα, και καθίσταται ευκρινής μετά από αφαίρεση τμήματος φλοιού στην περιοχή του εμβολιασμού, είναι οι αυλακώσεις και βυθίσματα (βοθρία) επί του ξύλου του υποκειμένου ή του εμβολίου (Εικόνα 11) ή και των δύο, στα οποία αντιστοιχούν προεξοχές και εξογκώματα στην εσωτερική όψη του καμβίου του φλοιού αλλοιώσεις που προκαλούν σοβαρές δυσλειτουργίες στο αγγειακό σύστημα με επακόλουθο την ελλιπή θρέψη των ασθενών πρέμνων. Συχνά συνοδεύονται από αυξημένο πάχος του φλοιού σε όλο τον κορμό του πρέμνου ή λίγο πιο πάνω από το σημείο εμβολιασμού (Εικόνα 12), καθυστερημένη έκπτυξη των οφθαλμών καθώς και σημαντική διαφορά στη διάμετρο μεταξύ του υποκειμένου και του εμβολίου. Οι επιπτώσεις από την ασθένεια είναι ιδιαίτερα σοβαρές. Η ριζοβολία των υποκειμένων γίνεται με δυσκολία, η επιτυχία του εμβολιασμού είναι μικρή, ενώ η μείωση της παραγωγής συχνά είναι μεγαλύτερη από 50%. Πράγματι τα ασθενή πρέμνα παράγουν πολύ λιγότερο και η βιωσιμότητα θίγεται καίρια συνήθως νεκρώνονται στην πρώτη δεκαετία (Εικόνα 13). Η κλασική ταξινόμηση του συνδρόμου της βοθρίωσης του ξύλου με βάση τη διαφορετική συμπτωματολογική αντίδραση ορισμένων δεικτών Vitis (LN33, V. rupestris και Kober 5BB) παραμένει σε ισχύ: η βοθρίωση του κορμού του Rupestris (Rupestris stem -pitting, RSP) λανθάνουσα στις ποικιλίες του Vitis vinifera, η αυλάκωση του κορμού του Kober 5BB (Kober stem grooving, KSG) συνοδεύεται από έντονη παραγωγή ρυτιδώματος στο φλοιό, ο φελλώδης φλοιός (corky bark, CB) οι περισσότερες ποικιλίες του V. vinifera δεν εκδηλώνουν συμπτώματα της ασθένειας και η αυλάκωση του κορμού του LN33 (LN33 stem grooving, LNSG). Τα εμπλεκόμενα ιικά παθογόνα στο σύμπλοκο της βοθρίωσης του ξύλου είναι είδη της οικογένειας Betaflexiviridae. Οι έξι νηματόμορφοι ιοί (800 x 12 nm - Εικόνα 14) ανήκουν στα γένη: Vitivirus με πέντε είδη (Grapevine virus A, B, D, E, F, - GVA, GVB, GVD, GVE, GVF) και Foveavirus με ένα είδος (Grapevine rupestris stem pitting associated virus GRSPaV). Μέχρι σήμερα έχει διευκρινισθεί επαρκώς ο ρόλος στην πρόσκληση συγκεκριμένων συμπτωμάτων μόνο ορισμένων από τους έξι ιούς Betaflexiviridae της αμπέλου. O GVA είναι υπεύθυνος της συμπτωματολογίας «βοθρίωση του κορμού του Kober 5BB» και ο GVB του «φελλώδη φλοιού». O GRSPaV φαίνεται να ευθύνεται, εκτός της «βοθρίωσης του κορμού του Rupestris» για τη «νέκρωση των νεύρων του 11 12 13 υποκειμένου 110 Richter» (vein necrosis on 110 Richter) και πιθανώς για την «παρακμή της ποικιλίας Syrah» (Syrah decline). Πρόσφατες μελέτες διαπίστωσαν τη μοριακή παραλλακτικότητα των ιών Betaflexiviridae της αμπέλου, που συσχετίσθηκε με την παρουσία στους αμπελώνες άκρως μολυσματικών και ήπιων απομονώσεων. Μολονότι ακόμη δεν είναι επακριβώς γνωστός ο ρόλος του κάθε ιού στην πρόσκληση της βοθρίωσης του ξύλου, οι ζημιογόνες επιπτώσεις που καταγράφονται σημαντικές μειώσεις της παραγωγής και νεκρώσεις (αποπληξία) των πρέμνων κυρίως στις ξηροθερμικές αμπελουργικές περιοχές αναγκάζουν τα περισσότερα αμπελουργικά κράτη να ενσωματώνουν την ασθένεια στη διαδικασία της πιστοποίησης. Η βοθρίωση του ξύλου μεταδίδεται κατά κύριο ρόλο με το μολυσμένο πολλαπλασιαστικό υλικό, ενώ στον αγρό οι ιοί που σχετίζονται με την ασθένεια μεταδίδονται με διάφορα είδη ψευδόκοκκων (Εικόνα 15) και κοκκοειδών (πολλά είδη από τα οποία μεταδίδουν και ιούς Closteroviridae της αμπέλου υπεύθυνα για την εκφυλιστική ασθένεια «συστροφή του φύλλου») με ημι-έμμονο τρόπο, με εξαίρεση τον GRSPaV. Η γενική όψη των μολυσμένων πρέμνων (καθυστερημένη έκπτυξη των οφθαλμών και καχεκτική ανάπτυξη των πρέμνων) μάλλον καθιστά εύκολη την επισήμανσή τους. Ο 14 15 Εικόνα 11. Αυλακώσεις και βυθίσματα επί του ξύλου του εμβολίου σε πρέμνο με την ασθένεια βοθρίωση του κορμού. Εικόνα 12. Άφθονη παραγωγή φλοιού σε πρέμνο όπου ανιχνεύθηκε ο GVA, υπεύθυνος για την εκδήλωση της ασθένειας «βοθρίωση του κορμού». Εικόνα 13. Επίπτωση της «βοθρίωση του κορμού» σε πρέμνο λευκής ποικιλίας βλέπε διαφορά διαμέτρου υποκειμένου-εμβολίου. Εικόνα 14. Νηματόμορφο ιοσωμάτιο του γένους Vitivirus. Εικόνα 15. Ψευδόκοκκοι σε κορμό πρέμνου μετά την αφαίρεση του ρυτιδώματος. μακροσκοπικός έλεγχος στην περιοχή του εμβολίου (παρουσία βοθρίων, υπερβολικού φλοιού και διαφοράς διαμέτρων υποκειμένου εμβολίου) επιβεβαιώνει την παρουσία της ασθένειας στον αμπελώνα. Όμως για την εξακρίβωση/ ταυτοποίηση των εμπλεκόμενων ιών η διάγνωση θα ολοκληρωθεί με εμβολιασμό φυτοδεικτών (LN33, Kober 5BB και V. Rupestris) ή για συντόμευση του χρόνου με πράσινο εμβολιασμό (green-grafting indexing) ή με in vitro μικροεμβολιασμό. Τα τελευταία χρόνια έχει καθιερωθεί η εφαρμογή ορολογικών δοκιμών (ELISA) με πολυκλωνικά και μονοκλωνικά αντισώματα με παράλληλη χρήση μοριακών τεχνικών (RT-PCR, nested PCR, real-time RT-PCR) που προσδίδουν πολλά πλεονεκτήματα, όπως αύξηση της ταχύτητας και μείωση του κόστους των ελέγχων, μέσω της δυνατότητας ταυτόχρονης ανίχνευσης των ιών που ανήκουν στα γένη Vitivirus (GVA, GVB, GVD, GVE, GVF) και Foreavirus (GR- SPaV) καθώς και αύξηση της ευαισθησίας και της αξιοπιστίας της διάγνωσης. Για την εξυγίανση μολυσμένων ποικιλιών τα καλύτερα αποτελέσματα φαίνεται να δίνει η καλλιέργεια μεριστωματικών κορυφών, από μόνη της ή σε συνδυασμό με θερμοθεραπεία ο πιο ανθεκτικός στις διαδικασίες εξάλειψης είναι ο GRSPaV και ακολουθεί ο GVA. Επίσης, έχει αξιοποιηθεί η τεχνική του μικροεμβολιασμού, της σωματικής εμβρυογένεσης και της χημειοθεραπείας (ριμπαβιρίνη) ταυτόχρονα με 78 79
16 17 18 Εικόνα 16. Φύλλο του Vitis rupestris Saint George με τυπικά συμπτώματα του ιού της κηλίδωσης της αμπέλου (Grapevine fleck virus, GFkV ). Εικόνα 17. Πρέμνο της ποικιλίας Syrah με συμπτώματα παρακμής (σε ελληνικό αμπελώνα). Εικόνα 18. Κρητικός αμπελώνας με ερυθρές οινοποιήσιμες ποικιλίες σε αμερικάνικα υποκείμενα με έντονη προσβολή από την ασθένεια «συστροφή των φύλλων». θερμοθεραπεία ή in vitro καλλιέργεια. Α4. Η κηλίδωση της αμπέλου (Grapevine fleck virus, GFkV ) Η κηλίδωση των φύλλων συναντάται σε λανθάνουσα κατάσταση (απουσία συμπτωμάτων) στις ποικιλίες του Vitis vinifera καθώς και στα αμερικάνικα υβρίδια. Εξαίρεση αποτελεί το Vitis rupestris Saint George, στα φύλλα του οποίου εκδηλώνεται αποχρωματισμός των νεύρων τρίτου και τετάρτου βαθμού με παραμορφώσεις του ελάσματος (Εικόνα 16). Η ασθένεια μειώνει το ποσοστό επιτυχίας του εμβολιασμού, τη ριζογένεση του V. rupestris και το σφρίγος ορισμένων αμερικάνικων υποκειμένων. Την ασθένεια προκαλεί ο ομώνυμος σφαιρικός ιός (30 nm διάμετρο) του γένους Maculavirus της οικογένειας Tymoviridae που διαβιώνει στα ηθμώδη αγγεία και μεταδίδεται με το πολλαπλασιαστικό υλικό (υποκείμενα και εμβόλια). Λόγω της λανθάνουσας κατάστασης έχει παγκόσμια διάδοση και η ανίχνευσή του γίνεται ή με βιολογικό έλεγχο σε V. rupestris Saint George ή με ορολογικές (ELISA) ή μοριακές τεχνικές (RT-PCR). Η χρήση ΠΠΥ αποτελεί τον πιο αποτελεσματικό τρόπο αντιμετώπισης της ασθένειας. Η εξυγίανση του πολλαπλασιαστικού υλικού μπορεί να επιτευχθεί με τη θερμοθεραπεία - μολονότι με δυσκολία και με την in vitro καλλιέργεια μεριστωματικών κορυφών. Εκτός του GFkV εντοπίσθηκαν και άλλοι τέσσερις ισοδιαμετρικοί ιοί των ηθμωδών αγγείων της αμπέλου της ίδιας οικογένειας. Συγκεκριμένα τρεις του γένους Maculavirus, ο ιός της ποικιλίας Redglobe (Grapevine Redglobe virus, GRGV), ο ιός του πτερωειδούς νεύρου της αμπέλου V. rupestris (Grapevine rupestris vein feathering virus, GRVFV), ο ιός 1 της ποικιλίας Syrah (Grapevine Syrah virus 1, GSV-1) και ένας του γένους Marafivirus, ο σχετιζόμενος ιός με το αστεροειδές μωσαϊκό της αμπέλου (Grapevine asteroid mosaic associated virus, GAMaV). Μολονότι όλοι σχετίζονται με χαρακτηριστικές αλλοιώσεις στους ιστούς της αμπέλου δεν έχει διευκρινισθεί η οικονομική επίπτωσή τους στον αμπελώνα. Α5. Εκφυλιστικές ασθένειες της ποικιλίας Syrah Στην κοσμοπολίτικη ερυθρή οινοποιήσιμη ποικιλία Syrah (συνώνυμο του Shiraz) με αξιοσημείωτη προσαρμοστικότητα σε ποικίλα εδαφο-κλιματολογικά περιβάλλοντα, έχει διαπιστωθεί η ανησυχητική εμφάνιση και διάδοση ορισμένων εκφυλιστικών συνδρόμων με σοβαρές επιπτώσεις στη ζωτικότητα και παραγωγικότητα των αμπελώνων. Η ασθένεια (ες) παρατηρήθηκαν και σε άλλες γνωστές ποικιλίες, όπως Merlot, Cabernet, Gamay κ.ά.. Επειδή στη χώρα μας ακολουθείται η τακτική της «βελτίωσης» των οίνων γηγενών με εισαγωγή ξενικών ποικιλιών, θεωρήθηκε χρήσιμο να γίνει μια σύντομη παρουσίαση των νέων αυτών ασθενειών. Η παρακμή του Syrah (Syrah decline disorder). Παρατηρήθηκε στη Γαλλία και την Καλιφόρνια των ΗΠΑ. Εκδηλώνεται με αύξηση της διαμέτρου και βοθριώσεις στον κορμό του Syrah στο σημείο εμβολιασμού, ερυθριάσεις των φύλλων, προοδευτική έλλειψη ζωτικότητας και ξήρανση μόνο του εμβολίου (Εικόνα 17). Στα ασθενή πρέμνα ανιχνεύθηκαν διάφοροι ιοί των γενών Vitivirus, Closterovirus, Marafivirus και Foveavirus. Η ασθένεια του Shiraz (Shiraz disease). Στη Νότιο Αφρική και Αυστραλία εμφανίστηκε μια καταστρεπτική εκφυλιστική ασθένεια, κυρίως στην ποικιλία Shiraz (=Syrah) και λιγότερο στις ποικιλίες Merlot, Malvec, Ruby Cabernet και Gamay. Τα προσβλημένα πρέμνα εμφανίζουν ερυθριάσεις και καρούλιασμα στα φύλλα, ανώριμες κληματίδες με επιμήκεις σχισμές και συνήθως ξηραίνονται σε 2-3 χρόνια. Με την ασθένεια σχετίσθηκαν διάφοροι ιοί των γενών Vitivirus, Closterovirus και Foveavirus. Β. στους ελληνικούς αμπελώνες Η διαχρονική αδιαφορία της πολιτείας για τον εκσυγχρονισμό του πρωτογενή τομέα ενδιαφέρθηκε μόνο για τις επιδοτήσεις επηρέασε αρνητικά και την αμπελοοινική δραστηριότητα. Συγκεκριμένα η δημιουργία γνώσης και αξιοποίησής της αφέθηκε στη φιλοτιμία ελάχιστων δημοσίων λειτουργών και οραματιστών επαγγελματιών. Την τελευταία εικοσαετία οι λιγοστοί αμπελουργικοί πυρήνες έρευνας, μελέτης και δημιουργίας, προοδευτικά εξαλείφθηκαν λόγω της μη κάλυψης των κενών σε προσωπικό και κυρίως λόγω της απουσίας εθνικής αμπελοοινικής πολιτικής. Επακόλουθο αυτού, η πληροφόρηση για τα εκφυλιστικά προβλήματα των ελληνικών αμπελώνων να είναι αποσπασματική και τα «παραδοτέα» των ερευνών να μην είναι αξιοποιήσιμα (χαμένες κλωνικές επιλογές και τράπεζες γενετικού υλικού αμπέλου). Στη χώρα μας το ενδιαφέρον για τα εκφυλιστικά προβλήματα των αμπελώνων παρουσιάσθηκε τη δεκαετία του 1980 χωρίς τον απαραίτητο συντονισμό και στόχο. Αρχικά περιορίζονται στην περιγραφή των συμπτωμάτων εκφυλιστικών συνδρόμων που παρατηρήθηκαν κυρίως σε νεοσυσταθέντες αμπελώνες με αντιφυλλοξηρικά αμερικάνικα υποκείμενα. Στη συνέχεια, με την αξιοποίηση σύγχρονων τεχνικών απομόνωσης και ταυτοποίησης άρχισε να ξεκαθαρίζει η κατάσταση που αφορούσε τις τρεις κυριότερες ασθένειες (ριπιδωτό φύλλο, βοθρίωση του ξύλου και συστροφή ή καρούλιασμα των φύλλων της αμπέλου) και έγινε έναρξη προγραμμάτων για την παραγωγή πιστοποιημένου πολλαπλασιαστικού υλικού χωρίς κεντρικό συντονισμό και σχέδιο αξιοποίησης του. Ο μολυσματικός εκφυλισμός εμφανίστηκε να έχει μεγάλη διάδοση τόσο σε αυτόχθονες αυτόριζες όσο και σε εμβολιασμένες σε αμερικάνικα υποκείμενα ποικιλίες. Από τους 16 ιούς που σχετίζονται με την ασθένεια στη χώρα μας διαπιστώθηκαν μόνο τρεις: ο ιός του ριπιδωτού φύλλου της αμπέλου (Grapevine fanleaf virus, GFLV) με ευρεία διάδοση (π.χ. στο σαμιώτικο αμπελώνα και σε γηρασμένους αμπελώνες διάσπαρτα στη χώρα μας), ο ιός του μωσαϊκού του Arabis hirsutα (Arabis mosaic virus, ArMV) σε λιγοστά δείγματα ποικιλιών αμπέλου της κεντρικής και βόρειας Eλλάδας και ο ιός των μαύρων δακτυλίων της ντομάτας (Tomato black ring virus, TBRV) που ανιχνεύθηκε σε πειραματικό αμπελώνα στην Πελοπόννησο και σε πρέμνο ποικιλίας Ξινόμαυρο χωρίς την παρουσία συμπτωμάτων. Η ευρεία διάδοση του GFLV στη χώρα μας διευκολύνθηκε από την επίσης ευρεία παρουσία του νηματώδη φορέα του, X. index. Μελέτες που έγιναν σε ορισμένες αμπελουργικές περιοχές για την παρουσία νηματωδών Xiphinematinae, έδειξαν μια σημαντική, επιδημιολογικά, παρουσία του: στο 27% των αμπελώνων του νομού Ηρακλείου Κρήτης, στο 15% στη Σάμο, στο 16% στην Πάρο, στο 7% στον Τύρναβο και 10% στη Ρόδο. Η συστροφή (καρούλιασμα) του φύλλου της αμπέλου παρατηρήθηκε για πρώτη φορά στις αμπελουργικές συλλογές του Ινστιτούτου Αμπέλου στη Λυκόβρυση στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Μετά από 30 χρόνια με ορισμένες περιορισμένου γεωγραφικού εύρους μελέτες προέκυψε ότι η ασθένεια έχει εντυπωσιακή διάδοση στους αμπελώνες που δημιουργήθηκαν με αντιφυλλοξηρικά αμερικάνικα υποκείμενα. Αντίθετα, σπανίως παρατηρούνται συμπτώματα στα αυτόριζα πρέμνα (μη φυλλοξηρικές περιοχές). Διάφορες μελέτες τεκμηρίωσαν την παρουσία των πιο κοινών ιών Closteroviridae που εμπέκονται με την ασθένεια: επικρατούν οι GLRaV-1 και GLRaV-3 και ακολουθεί με πολύ μικρότερη συχνότητα ο GLRaV-7. Επίσης, ανιχνεύθηκαν οι GLRaV-2 και οι τέως GLRaV-5 και GLRaV-6 σε εισαγόμενο πολλαπλασιαστικό υλικό. Σε σχετική μελέτη στα τέλη της δεκαετίας του 1990, σε 1200 δείγματα βρέθηκε ο GLRaV-1 στο 43%, ο GLRaV-3 στο 49%, ο GLRaV-7 στο 3,6%, ενώ απαλλαγμένο από ιούς Closteroviridae ήταν μόνο το 13,8%. Διάφορες μελέτες επισημαίνουν το γεγονός της εμφάνισης της ασθένειας αμέσως μετά την αναμπέλωση με αμερικάνικα υποκείμενα, με τυπικό παράδειγμα τους νέους αμπελώνες στην Κρήτη (Εικόνα 18). Στη χώρα μας, έξι τουλάχιστον είδη Coccidae και Pseudococcidae προσβάλλουν την άμπελο (Planococcus citri, P. ficus, Pulvinaria vitis, Heliococcus bohemicus, Pseudocossus longispinus και P. Viburni), τα οποία είναι φορείς των 80 81
ιών που σχετίζονται με την ασθένεια. Η βοθρίωση του ξύλου της αμπέλου εντοπίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 σε αυτόριζα πρέμνα της ποικιλίας Όψιμο Εδέσσης από τον ελληνοαμερικανό καθηγητή Agrios και λίγο αργότερα σε πρέμνα Κορινθιακής εμβολιασμένα σε Teleki 5BB και R99. Την επόμενη δεκαετία η βοθρίωση παρατηρήθηκε σε αρκετές αμπελουργικές περιοχές της χώρας, με εμβολιασμένες σε αμερικάνικα υποκείμενα και πολύ σπάνια σε αυτόριζες ποικιλίες. Σχετική μελέτη στα τέλη της δεκαετίας του 1990 για την παρουσία των GVA και GVB του γένους Vitivirus, σε 1466 δείγματα πρέμνων 120 ποικιλιών και κλώνων από τις κυριότερες αμπελουργικές περιοχές, έδειξε ευρεία παρουσία του GVA (29,5%) αλλά και αξιόλογη του GVB (6,1% των δειγμάτων). Αξίζει να σημειωθεί ότι ο GVA βρέθηκε μόνο σε τρία από 185 αυτόριζα πρέμνα, ενώ σε πρέμνα με συμπτώματα βοθρίωσης του ξύλου ο GVA ήταν παρών στο 45% (92/210), και μόνον δύο πρέμνα φιλοξενούσαν ταυτόχρονα τους GVA και GVB. Επίσης σημαντική ήταν η παρουσία (στο 80% των δειγμάτων) παραλλαγών του Foveavirus GRSPaV σε δείγματα πρέμνων που προήλθαν από κλωνική επιλογή, μετά από έλεγχο με RT-PCR. Νεότερες μελέτες σε υλικό από διαδικασία επιλογής έδειξαν την κυρίαρχη παρουσία του GVA στις τοπικές ποικιλίες αμπέλου της Κρήτης (67,5%) και στη βόρειο Ελλάδα επιβεβαιώθηκε η κυριαρχία του GRSPaV (79%), ενώ σε αμπελώνες εμβολιοληψίας τοπικών κρητικών οινοποιήσιμων ποικιλιών ο GVA ήταν παρών στα 227 από τα 414 πρέμνα του ελέγχου ( 55%). Φαίνεται ότι ο GVA έχει ευρεία διάδοση στους ελληνικούς αμπελώνες και μάλλον προϋπήρχε της Φυλλοξήρας και της χρήσης αμερικάνικων υποκειμένων αγνώστου φυτο-ιολογικής κατάστασης. Αυτή η υπόθεση ενισχύεται από τα αποτελέσματα μελέτης σε αμπελώνες με αυτόριζες τοπικές ποικιλίες των Κυκλάδων, όπου ο GVA ανιχνεύθηκε στο 38% των 145 ασυμπτωματικών πρέμνων του ελέγχου και στο 25% των 60 πρέμνων της ποικιλίας Μαυροτράγανο στη Σαντορίνη ενώ διαπιστώθηκε πλήρης απουσία του GVB. Θα πρέπει να αναλογισθούμε το μέγεθος του προβλήματος που θα προκύψει σε μια ενδεχόμενη αναμπέλωση λόγω Φυλλοξήρας με μη πιστοποιημένο πολλαπλασιαστικό υλικό στο ιδιόμορφο κυκλαδίτικο ξηροθερμικό περιβάλλον. Ένας μικρός αριθμός γηγενών ποικιλιών (Αηδάνι ερυθρό & λευκό, Καραμπραϊμι, Μαλουκάτο, Μαντηλαριά λευκή, Μονεμβασιά, Ποταμίσι) απαλλάχθηκαν από το GVA διαμέσου της in vitro θερμοθεραπείας. Η κηλίδωση της αμπέλου διαπιστώθηκε ευρύτατα (86% σε 1800 πρέμνα) μόνο σε εμβολιασμένα σε αμερικάνικα υποκείμενα πρέμνα (αδιαμφισβήτητος μάρτυρας της ποιότητας του πολλαπλασιαστικού υλικού) σε λανθάνουσα κατάσταση. Όσον αφορά τις άλλες ιώσεις της αμπέλου που ενδημούν στη χώρα μας, φαίνεται ότι δημιουργούν τοπικά προβλήματα μικρής σημασίας προς το παρόν. Το Αστεροϊδές μωσαϊκό (Grapevine asteroid mosaic disease) παρατηρήθηκε σε αμπελώνες Σουλτανίνας στην ορεινή Κορινθία στις αρχές της δεκαετίας του 1990 σε πρέμνα καχεκτικά με μικρή ή ελάχιστη παραγωγή. Η αιτιολογία της ασθένειας δεν έχει διευκρινισθεί. Δύο ιοί του γένους Marafivirus, οι Grapevine asteroid mosaic-associated virus (GAMaV) και Grapevine rupestris vein feathering virus (GRVFV) έχουν απομονωθεί σε συμπτωματικά πρέμνα στο εξωτερικό, αλλά αμφότεροι θεωρούνται ότι μολύνουν το V. vinifera σε λανθάνουσα κατάσταση. Το γωνιώδες μωσαϊκό εντοπίσθηκε στην αμπελουργική συλλογή του Ινστιτούτου Αμπέλου Αθηνών σε πρέμνα του υβριδίου Baresana x Baresana τέλη δεκαετίας του 1990. Τα φύλλα είναι παραμορφωμένα με ένα χαρακτηριστικό γωνιώδες μωσαϊκό. Ο υπεύθυνος ιός έχει παρασφαιρικά ιοσωμάτια διαμέτρου περίπου 29 nm και είναι παρόμοιος με τον ιό των γραμμώσεων της αμπέλου (Grapevine line pattern virus, GLPV) που ενδημεί στους αμπελώνες της Ουγγαρίας. Ονομάσθηκε Grapevine angular mosaic και εντάχθηκε στο γένος Ilarvirus. Η εξυγίανση υβριδίου έγινε δυνατή διαμέσου της θερμοθεραπείας και του μεριστωματικού πολλαπλασιασμού. Μέχρι σήμερα ο GAMV δεν έχει εντοπισθεί σε πρέμνα εμπορικών αμπελώνων, μολονότι εικάζεται δυνατότητα μετάδοσής του με τη γύρη. Ο Μεταχρωματισμός των φύλλων του Ροδίτη (Roditis leaf discolaration disease) παρατηρήθηκε σε αμπελώνες Ροδίτη στη Νέα Αγχίαλο Μαγνησίας στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και φαίνεται ότι είναι ενδημική της συγκεκριμένης αμπελουργικής περιοχής. Αργά την άνοιξη τα φύλλα εμφανίζουν κιτρινίσματα και ερυθριάσεις, τα πρέμνα έχουν καχεκτική όψη και οι λιγοστές σταφυλές εμφανίζουν αραιοραγία, ανισοραγία και ανομοιόμορφη ωρίμανση. Σε διαδοχικές επισκοπήσεις μια πλειάδα ιών της αμπέλου των γενών Nepovirus, Carmovirus, Ampelovirus, Vitivirus και Maculovirus ανιχνεύθηκαν από πρέμνα Ροδίτη (340) με τυπικά συμπτώματα της ασθένειας και η ασθένεια μεταδόθηκε στο δείκτη Mission. Ο GLRaV-3 ήταν παρών στο 100% των δειγμάτων και ακολουθούν οι GVA (84%), GVB (62%), GL- RaV-7 (60%), GFkV (43%) GFLV (12%) και Carnation mottle virus (CarMV) (0,6%). Με in vitro θερμοθεραπεία δημιουργήθηκαν υγιή πρέμνα Ροδίτη. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν πειστικά συμπεράσματα για την ακριβή αιτιολογία της ασθένειας. Γ. Παραγωγή πιστοποιημένου πολλαπλασιαστικού υλικού αμπέλου Η δυνατότητα διαιώνισης των ιών (καθώς και των ιοειδών και των ενδοκυτταρικών προκαρυωτικών παθογόνων) στο πολλαπλασιαστικό υλικό, αλλά και της μετάδοσής τους με φυσικούς φορείς (νηματώδεις και έντομα) συντελεί στην υποβάθμιση της φυτοϋγιεινής κατάστασης των αμπελώνων που έχει ως επακόλουθο την ποιοτική και ποσοτική επιβάρυνση της αμπελοοινικής παραγωγής. Η αδυναμία άμεσων θεραπευτικών επεμβάσεων στον αμπελώνα ή στο πολλαπλασιαστικό υλικό της αμπέλου, καθώς και η αναποτελεσματικότητα των συστημάτων καραντίνας (απαγόρευση της εισόδου και αποτροπή της εγκατάστασης) ασθενειών και παθογόνων που μεταφέρονται με το πολλαπλασιαστικό υλικό της αμπέλου, εξανάγκασε αρκετές χώρες να εφαρμόσουν μέτρα για την παραγωγή, διάθεση και εμπορία πολλαπλασιαστικού υλικού με επίπεδο φυτοϋγείας που να συμβιβάζεται με τα αναμενόμενα οικονομικά αποτελέσματα της αμπελοκαλλιέργειας. Η βελτίωση της φυτοϋγιεινής κατάστασης επιτυγχάνεται με την επιλογή και εξυγίανση, η οποία βέβαια εκπληρώνεται καλύτερα μέσα από τα προγράμματα πιστοποίησης του πολλαπλασιαστικού υλικού. Ως πιστοποίηση ορίζεται η διαδικασία στην οποία τα υποψήφια μητρικά φυτά που πρέπει να διαθέτουν εγγυήσεις γενετικής καθαρότητας και ικανοποιητικών φυτοτεχνολογικών χαρακτηριστικών για λήψη πολλαπλασιαστικού υλικού, υφίστανται ελέγχους φυτοϋγείας και επεμβάσεις που εγγυώνται την απουσία παθογόνων, όπως αυτή καθορίζεται από κανονισμούς που εγκρίνονται από αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες. Η Ε.Ε. κατανόησε τα πλεονεκτήματα που θα προκύψουν στην κοινοτική αμπελουργία από την ύπαρξη ποιοτικού πολλαπλασιαστικού υλικού και με μια σειρά οδηγιών (η πρώτη το 1968 και η τελευταία το 2005) το ταξινόμησε (βασικό, πιστοποιημένο και κοινό), καθόρισε τα χαρακτηριστικά φυτοϋγείας του και τους κανόνες της κλωνικής και φυτοϋγιεινής επιλογής. Στα κράτη-μέλη επικυρώθηκαν νόμοι σχετικοί με τις Οδηγίες και άρχισαν να εκτελούνται εθνικά προγράμματα Πιστοποίησης. Μολονότι δεν προβλέπεται η εφαρμογή ενός ενιαίου κοινού πρωτοκόλλου πιστοποίησης (με αποτέλεσμα να μη υφίσταται υγειονομική ομοιομορφία) οι κατεξοχήν αμπελουργικές χώρες, όπως η Γαλλία, Γερμανία και Ιταλία, παρέχουν εδώ και χρόνια πιστοποιημένο υλικό. Στη χώρα μας από το 1987 ψηφίσθηκαν σχετικοί νόμοι (Τεχνικός Κανονισμός Ελέγχου και Πιστοποίησης των υλικών αγενούς πολλαπλασιασμού αμπέλου) προσαρμοσμένοι στις εκάστοτε Οδηγίες. Πλην όμως ουδέποτε υλοποιήθηκε ένα εθνικό πρόγραμμα παραγωγής πιστοποιημένου πολλαπλασιαστικού υλικού. Προτάσεις και Μελέτες επιστημονικών επιτροπών (που συστάθηκαν με επίσημες εντολές), υποβλήθηκαν αλλά ουδεμία εγκρίθηκε με αποτέλεσμα να μην υφίσταται ΠΠΥ των γηγενών ποικιλιών και το πλεονεκτικό υλικό (ελεγμένο, εξυγιασμένο και μερικώς αξιολογημένο) που δημιουργήθηκε από μεμονωμένες δράσεις να αφανίζεται. Στη γειτονική Ιταλία η ανάλογη διαδικασία με τη στήριξη της πολιτείας ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1970 έδωσε αξιόλογα παραδοτέα. Πρόσφατα δόθηκαν πιστοποιημένες επιτραπέζιες ποικιλίες που εμφανίζουν σημαντικά αγρονομικά και εμπορικά χαρακτηριστικά (ομοιογενής βλάστηση, ταυτόχρονα φαινολογικά στάδια, ομοιομορφία σταφυλών, ασήμαντη συχνότητα μικροραγίας, μικρή αύξηση των σακχάρων και αυξημένη κατά περίπου 15% εμπορεύσιμη παραγωγή). Επιλεγμένη Βιβλιογραφία 1. Andret-Link P., Laporte C., Valat L., Ritzenthaler C., Demangeat G., Vigne E., et al., 2004. Grapevine fanleaf virus : still a major threat to the grapevine industry. Journal of Plant Pathology 86:183-195. 2. Boulila M. 2010. Selective pressure, putative recombination event and evolutionary relationships among members of the family Closteroviridae. A proposal for a new classification. Biochem. Syst. Ecology 38:1185-1192. 3. Cid M., Pereiro S., Cabaleiro C. and Segura A. 2010. Citrus mealybug (Hemiptera Pseudococcidae) movement and population dynamics in an arbor-trained vineyard. Journal of Economic Entomology 103:619-630. 4. Du Preez J., Stephan D., Mawassi M., and Burger J.T. 2011. The grapevine infecting vitiviruses, with particular reference to Grapevine virus A. Archives of Virology 156:1495-1503. 5. Freeborough M.J. and Burger J. 2006. Leaf roll economic implications. Wynboer. Accessed June 13, 2012 at http://www.wynboer.co.za/recentarticles/2008 12-leafroll.php3. 6. Goszcynski D.E., Du Preez J., Burger J.T. 2008. Molecular divergence of grapevine virus A (GVA) variants associated with Shiraz disease in South Africa. Virus Research 138:105-110. 7. Klaassen V.A., Sim S.T., Dangi G.S. et al., 2011. Vitis californica and Vitis californica x Vitis vinifera hybrids are host of grapevine leafroll-associated virus 2 and -3 and Grapevine virus A and B. Plant Disease 95:657-665. 8. Laimer M., Lemaire O., Herrbach E., Goldschmidt V., Minafra A., Bianco P. and Wetzel, T. 2009. Resistance to viruses, phytoplasmas and their vectors in the grapevine in Europe: a review. Journal of Plant Pathology 91:7-23. 9. Maliogka V.I., Dovas C.I. and Katis N.I. 2008. Evolutionary relationships of virus species belonging to a distinct lineage within Ampelovirus genus. Virus Research 135:125-135. 10. Martelli G.P. and Boudon-Padieu, E. 2006. Directory of infectious diseases of grapevines. Options Méditerranéennes, 55 :157-194. 11. Martelli G.P. et al., 2012. Taxonomic revision of the family Closteroviridae with special reference to the members of the genus Ampelovirus and the putative species unassigned to the family. Journal of Plant Pathology 94:7-19. 12. Proceedings of the 14 th Congress of ICVG, 2003. Locorotondo. Italy, 12-17 September, pp. 260. 13. Proceedings of the 15 th Congress of ICVG, 2006, Stelenbosh, South Africa, 3-7 April, pp. 273. 14. Proceedings of the 16 th Congress of ICVG, 2009, Dijon, France, 31 August- 4 September, pp. 361. 15. Proceedings of the 17 th Congress of ICVG, 2012. Davis, California, USA, 7-14 October, pp. 277. 16. Shady S.A., Gomez M.I., Fuchs M.F. and Martinson T.D. 2012. Economic impact of grapevine leafroll disease on Vitis vinifera cv. Cabernet Franc in Finger Lakes Vineyards of New York. American Journal of Enology and Viticulture 63: 73-79. 17. Walker J.T.S., Charles.G., Froud K.J. and Connolly, P. 2004. Leafroll virus in vineyards, modelling the spread and economic impact. Rep. New Zealand Winegrowers Ltd, HortResearch. http://www.nzwine.com/assets/laefroll_ virus_ economic_ impact.pdf. 82 83