Η Επικοινωνιακή Ικανότητα όπως παρουσιάζεται μέσα από την Πραγματολογική Γνώση κατά την ανάγνωση γραπτών κειμένων Γκαραβέλας Κωνσταντίνος Διδάκτορας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων e-mail: me01095@cc.uoi.gr kosgar21@yahoo.gr 1. Εισαγωγή Η επικοινωνία πραγματώνεται μόνο μέσα στα πλαίσια της κοινωνίας και συνεπώς είναι ανώφελο να διερευνηθεί μεμονωμένα και ανεξάρτητα από τους παράγοντες εκείνους που της δίνουν το χαρακτήρα της κοινωνικής διαδικασίας. Σε κάθε μορφή επικοινωνίας εκτός από την ύπαρξη ενός πομπού, ενός μηνύματος, ενός δέκτη, συμβάλλει και η κοινή εμπειρία, η πομπού-δέκτη, η του κώδικα, η ύπαρξη κάποιου σκοπού. Είναι σημαντικό λοιπόν, όταν γίνεται προσπάθεια να αναλυθεί η επικοινωνιακή διαδικασία, να εξετάζεται παράλληλα με το φυσικό πλαίσιο, το κοινωνικό και το πολιτισμικό. Η μελέτη της επικοινωνίας, σύμφωνα με την Τοκατλίδου 1, ενδιαφέρεται για το ποιος επικοινωνεί με ποιον, με ποια μέσα, για ποιο σκοπό, υπό ποιες συνθήκες, με ποια διαδικασία, με ποιο αποτέλεσμα και εξετάζει τον τρόπο δόμησης μηνυμάτων, καθώς και τη σχέση τους με τα «συμφραζόμενα» και το πολιτισμικό περιβάλλον αναφοράς τους, που καθορίζουν και τη σημασία των συναλλαγών, καθώς και την εξέλιξη τους. Από τα παραπάνω γίνεται φανερό πως η επικοινωνία αποτελεί μια σύνθετη διαδικασία η οποία απαιτεί σκέψη και προγραμματισμό. Ο ομιλητής, έχοντας έναν στόχο, επιλέγει τις κατάλληλες λέξεις- προτάσεις τις οποίες συνδέει κατάλληλα για να μεταδώσει την πληροφορία που θέλει. Από την άλλη, η πρόσκτηση και κατανόηση της πληροφορίας απαιτεί μια πολύπλοκη νοητική δραστηριότητα έτσι ώστε να γίνει επεξεργασία και ερμηνεία της σημασίας του μηνύματος. 2. Τι είναι επικοινωνιακή ικανότητα Από τα τέλη της δεκαετίας του 70 έκανε στη διδακτική των γλωσσών την εμφάνιση της η έννοια της επικοινωνιακής ικανότητας, η οποία αναπτύχθηκε στα πλαίσια ανθρωπιστικών επιστημών όπως είναι η εθνογραφία της επικοινωνίας, η ψυχολογία, η κοινωνιογλωσσολογία, η κοινωνική ανθρωπολογία, η φιλοσοφία της γλώσσας κ.α.. Η νέα αυτή τάση οδήγησε σε διαφοροποίηση του τρόπου διδασκαλίας των «ζωντανών»γλωσσών» 2. Ενώ παλαιότερα η γλώσσα προσδιοριζόταν ως ένα σύστημα αποτελούμενο από λέξεις και γραμματική, στο επίκεντρο βρίσκεται πλέον η λειτουργία του συστήματος αυτού και η χρήση του από τον ομιλητή. Αυτό σημαίνει πως η διδασκαλία μιας γλώσσας βασίζεται σ ένα πλάνο χρήσης της γλώσσας σε περιπτώσεις γλωσσικών συναλλαγών. Επομένως, συνυπάρχει η της γλώσσας με τη χρήση της γλώσσας. Όπως ανέφερε μάλιστα χαρακτηριστικά ο Saussure 3 η γλώσσα είναι εργαλείο για την ομιλία και προϊόν της ομιλίας, κάτι που δείχνει ότι η χρήση είναι δυνατή χάρη στην ύπαρξη του συστήματος ενώ και αυτό με τη σειρά του διαμορφώνεται από τη χρήση. Αυτό επιβεβαιώνει και την άποψη του 1 Τοκατλίδου, 2003, σελ. 66 2 Ο όρος προέρχεται από το βιβλίο της: Τοκατλίδου Βάσω: Εισαγωγή στη διδακτική των ζωντανών γλωσσών, Οδυσσέας, 1986 3 Saussure F. de.1916, σελ. 49. 1
Χαραλαμπόπουλου και Χατζησαββίδη 4, ότι η δομή και η χρήση της γλώσσας είναι αλληλένδετες και αλληλοεπηρεάζονται. Ο Αθανασίου 5 με τη σειρά του εξηγεί πως της γλώσσας είναι η ικανότητα ενός ατόμου να γνωρίζει την γραμματική, το συντακτικό, την ετυμολογία, την παραγωγή κ.τ.λ. μιας γλώσσας. Χρήση της γλώσσας είναι η ικανότητα του ατόμου να αξιοποιεί αυτές τις γνώσεις για επικοινωνιακούς σκοπούς σε ποικίλες περιστάσεις. Η Τοκατλίδου 6 αντίστοιχα αναφέρει πως η επικοινωνιακή δεξιότητα έχει μία γλωσσική διάσταση, έχει όμως και μία εξωγλωσσική. Επομένως, όπως τονίζει η ίδια, δεν ενδιαφέρει απλώς η «κανονική» χρήση του γλωσσικού τύπου, δηλαδή η κατάκτηση του συστήματος, αλλά ο κατάλληλος επιλεγμένος τύπος για τη συγκεκριμένη περίσταση, δηλαδή η εφαρμογή του συστήματος αυτού για επικοινωνία. Σύμφωνα με τον Habermas 7 «επικοινωνιακή ικανότητα είναι το να κατέχει κάποιος ένα σύστημα από κανόνες, βάσει το οποίο αλλά και με τη βοήθεια πραγματικών καθολικών να δημιουργεί από προτάσεις εκφράσεις, και να τις μετατρέπει σε άλλες εκφράσεις. Μ αυτόν τον τρόπο ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις ώστε να δημιουργηθούν διαπροσωπικές σχέσεις». Αντίθετα η Warm 8 θεωρεί πως ο συγκεκριμένος ορισμός δεν αρκεί αφού το να παράγει κανείς γλωσσικές εκφράσεις δεν αρκεί για να μπορεί να επικοινωνήσει. Η ίδια εξηγεί τι σημαίνει επικοινωνιακή ικανότητα την οποία μάλιστα την αναφέρει ως επικοινωνιακή ικανότητα δράσης (Kommunikative Handlungskompetenz) τονίζοντας έτσι τη λειτουργική χρήση της γλώσσας. Αναφέρει λοιπόν πως «επικοινωνιακή ικανότητα δράσης είναι η ικανότητα για κοινωνική δράση ως συνειδητή, κριτική, αμοιβαία συμμετοχή σε μια δραστηριότητα με ανταλλαγή από σημεία, σήματα και σύμβολα, αυτό σημαίνει με συμβολή της γλωσσικής ικανότητας και της ικανότητας συμπεριφοράς ως επικοινωνίας η οποία οδηγεί σε στοχευμένες ενέργειες». 3. Η θέση της ς ς στα πλαίσια της επικοινωνιακής προσέγγισης Με την επικοινωνιακή ικανότητα ασχολήθηκε και το συμβούλιο της Ευρώπης (ΣτΕ) το οποίο τα τελευταία χρόνια δραστηριοποιήθηκε ιδιαιτέρως στη διδακτική των ζωντανών γλωσσών 9. Σύμφωνα με τους ειδικούς του ΣτΕ η επικοινωνιακή γλωσσική ικανότητα περιλαμβάνει τρεις παράγοντες: τον γλωσσικό, τον κοινωνιογλωσσικό, και τον πραγματολογικό. Ο πρώτος αναφέρεται στη λεξικολογική, φωνολογική και συντακτική αλλά και σε κάθε διάσταση που σχετίζεται με τη ως σύστημα. Ο κοινωνιογλωσσικός παράγοντας απ την άλλη εκφράζεται μέσα από τους κανόνες της κάθε κοινωνίας, τα ήθη, τα έθιμα τις σχέσεις των φύλλων, των τάξεων, των κοινωνικών ομάδων, αλλά και τον τρόπο που κωδικοποιούνται θεμελιώδης αρχές για τη λειτουργία μιας κοινωνίας. 4 Χαραλαμπόπουλος Αγαθοκλής, Χατζησαββίδης Σωφρόνης, 1997 5 Αθανασίου, σελ.68 6 Τοκατλίδου, σελ.91 7 Habermas, J. / Luhman, N, 1971 B, σελ. 101 8 Warm, U, 1981, σελ. 156 9 Οι συγκεκριμένες πληροφορίες προέρχονται από την σελίδα του ΣτΕ στο διαδίκτυο η οποία σχετίζεται με την διδασκαλία των ζωντανών γλωσσών στη διεύθυνση http:// culture,coe.fr/lang. 2
Ο τρίτος παράγοντας, στον οποίο επικεντρώνεται και η παρούσα εργασία, είναι ο πραγματολογικός ο οποίος συμπεριλαμβάνει τους κανόνες που σχετίζονται με την λειτουργική χρήση της γλώσσας. Η ικανότητα αφορά τρεις επιμέρους ικανότητες: 1. την ικανότητα συνομιλίας (discourse competence, Diskurskompetenz) 2. την λειτουργική ικανότητα (functional competence, functionale Kompetenz) 3. την ικανότητα χρήσης καθορισμένων σχημάτων διάδρασης (schematic design competence, Schemakompetenz) Η ικανότητα συνομιλίας σχετίζεται με την ικανότητα των χρηστών της γλώσσας να δημιουργούν τέτοιες ακολουθίες προτάσεων, ώστε να δημιουργούνται κείμενα με γλωσσική συνάφεια. Αυτό απαιτεί ικανότητα για σωστή θεματική οργάνωση, για συνοχή και συνάφεια του κειμένου, για λογική διάταξη των πληροφοριών, για ικανότητα αποτελεσματικής παρουσίασης των λεχθέντων, ευελιξία και σωστή επιλογή ύφους. Η λειτουργική ικανότητα αφορά την ικανότητα χρήσης προφορικού ή γραπτού λόγου για επικοινωνία με συγκεκριμένους λειτουργικούς σκοπούς. Αυτή περιλαμβάνει την ικανότητα ενός χρήστη της γλώσσας να ανταποκριθεί σε μικρολειτουργίες (Microfunctions, Mikrofunktionen) και μακρολειτουργίες (Macrofunctions, Makrofunktionen). Οι πρώτες είναι κατηγορίες για τη λειτουργική χρήση μικρών μεμονωμένων εκφράσεων μέσα από τις οποίες συνήθως πραγματώνεται η αλληλεπίδραση. Τέτοιες είναι για παράδειγμα φράσεις που χρησιμοποιούνται για να πείσει κανείς κάποιον, να δομήσει μια συζήτηση, να ρωτήσει κάτι ή να ενημερώσει για κάτι. Αντίθετα οι μακρολειτουργίες είναι κατηγορίες που χρησιμοποιούνται για την λειτουργική χρήση προφορικού ή γραπτού λόγου και οι οποίες αποτελούνται από μια σειρά από προτάσεις. Τέτοιες είναι για παράδειγμα η περιγραφή, η διήγηση και η επιχειρηματολογία. Η ικανότητα χρήσης καθορισμένων σχημάτων διάδρασης, τέλος, περιλαμβάνει την των σχημάτων (κοινωνικών δομών δράσης) στην οποία βασίζεται η επικοινωνία αλλά και την ικανότητα για την σωστή χρησιμοποίησή τους. Στην πιο απλή τους μορφή αυτά τα σχήματα δημιουργούν ζεύγη όπως είναι: ερώτηση απάντηση χαιρετισμός αντίδραση έκφραση γνώμης συμφωνία/διαφωνία κ.τ.λ. 4. Περιγραφή της έρευνας Η συγκεκριμένη έρευνα διενεργήθηκε με σκοπό να εξεταστεί η επικοινωνιακή ικανότητα μαθητών που τελειώνουν την υποχρεωτική εκπαίδευση (τρίτη γυμνασίου) στην κατανόηση γραπτών κειμένων, στο μάθημα της μητρικής γλώσσας (ελληνική) σε σχέση με παράγοντες όπως είναι το φύλο, την κοινωνική προέλευση 10, τον τόπο διαμονής και τη χρήση άλλης γλώσσας στο σπίτι τους για να επικοινωνήσουν εκτός από τα ελληνικά. Η έρευνα διεξήχθη τα σχολικά έτη 2004-05 και 2005-06 σε σχολεία, τα οποία λειτουργούν σε μία μεγαλούπολη (Θεσσαλονίκη-πόλη από 1000000 κατοίκους και πάνω), σε αστικό κέντρο πρωτεύουσα κάποιου νομού με πληθυσμό που κυμαίνεται περίπου στις 100000 κατοίκους (Ιωάννινα), αλλά και σε περιφερειακά επαρχιακά σχολεία περιοχών με πληθυσμό μικρότερο των 5000 κατοίκων (γυμνάσια του νομού 10 Στη συγκεκριμένη έρευνα καθορίζεται από το μορφωτικό επίπεδο και το επάγγελμα των γονέων. 3
Ιωαννίνων). Δεδομένου ότι μέχρι τη στιγμή που έγινε η συγκεκριμένη έρευνα δεν υπήρξε αντίστοιχη, που να αφορά το τέλος της υποχρεωτικής εκπαίδευσης (τέλος γ γυμνασίου) στο ελληνικό σχολείο και να αξιολογεί αποκλειστικά την επικοινωνιακή ικανότητα των μαθητών 11 μέσα από καθημερινά γραπτά κείμενα, χρειάστηκε να κατασκευαστεί ένα καινούριο μέσο αξιολόγησης, ένα γλωσσικό τεστ, με βάση το οποίο διερευνήθηκαν οι υποθέσεις έρευνας. Αυτό αποτελείται από έξι κείμενα από τον περιοδικό τύπο στα οποία αναφέρονται 25 ερωτήματα κλειστού (18) και ανοικτού τύπου (7). Το ανώνυμο αυτό γλωσσικό τεστ διανεμήθηκε στα γυμνάσια των παραπάνω περιοχών κατά τη διάρκεια λειτουργίας των σχολείων, αποκλειστικά από τον ίδιο τον ερευνητή, συμπληρώθηκε με την παρουσία του ιδίου μέσα σε δύο σχολικές ώρες και η συλλογή του έγινε αμέσως μόλις ολοκλήρωσαν τις απαντήσεις οι μαθητές από τον ίδιο, για να διασφαλιστεί η εγκυρότητα της έρευνας. Στη συνέχεια, συγκεντρώθηκαν τα συμπληρωμένα τεστ και ακολούθησε ποσοτική επεξεργασία των δεδομένων με τη βοήθεια του στατιστικού πακέτου επεξεργασίας δεδομένων SPSS 12. 5. Αποτελέσματα Η αποτέλεσε στοιχείο προς εξέταση στην παρούσα έρευνα με 11 ζητούμενα. Αξιοσημείωτο είναι πως όλα τα ερωτήματα ανοικτής απάντησης, εκτός από το 10 και το 14, αφορούσαν τη συγκεκριμένη κάτι που ίσως να επηρέασε αρνητικά την επίδοση των μαθητών αφού οι ανοικτού τύπου ερωτήσεις τους δυσκόλεψαν σε γενικές γραμμές περισσότερο. Η συνολική μέση επίδοση των μαθητών, όπως φαίνεται και στον πίνακα Α2, που ακολουθεί, ανήλθε στο 6.17 (Τ.Α.=1,99) με ελάχιστη τιμή το 1 και μέγιστη το 11, που ήταν και μεγαλύτερος δυνατός βαθμός. Πίνακας Α2: Μέσος όρος επίδοσης στην Ν Μέση Τυπική Ελάχιστη Μέγιστη τιμή Απόκλιση τιμή τιμή 369 6.17 1.99 1 11 Στους παρακάτω πίνακες ελέγχθηκε η διαφοροποίηση της επίδοσης στην σε σχέση με το φύλο, την κοινωνική θέση, την περιοχή διαμονής των μαθητών και τη γλώσσα που μιλούν στο σπίτι τους (ελληνικά ή και άλλη). 11 Η έρευνα PISA είναι μια ευρύτερη συγκριτική έρευνα ανάμεσα στις χώρες που ανήκουν στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.) Σ αυτήν στο επίκεντρο βρίσκεται η αναγνωστική δεξιότητα των μαθητών με την ευρύτερη έννοια αφού περιλαμβάνει και την ικανότητα αντιμετώπισης λογοτεχνικών και θεατρικών αποσπασμάτων, διαγραμμάτων πινάκων κ.τ.λ.. 4
Πίνακας Α2α: Μέσος όρος επίδοσης στην με βάση το φύλο, την κοινωνική θέση και την περιοχή Φύλο Παράγοντες Ν Μέση τιμή Τυπική Απόκλιση Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Αγόρια 160 6.07 1.99 1 11 Κορίτσια 208 6.25 1.99 2 10 Κοινωνική θέση Χαμηλή 120 5.63 1.84 2 9 Μεσαία 133 5.95 2.05 1 10 Ανώτερη 116 6.97 1.84 3 11 Θες/νικη 123 6.34 2.08 2 10 Περιοχή Μιλάνε άλλη γλώσσα Ιωάννινα 132 6.47 1.99 2 11 Νομός Ιωαννίνων 114 5.63 1.82 1 9 Ναι 45 5.73 1.67 2 9 Όχι 324 6.23 2.03 1 11 Πίνακας Α2β: Μέσοι όροι ιεράρχησης, Mann-Whitney U και σημαντικότητα διαφορών μεταξύ αγοριών και κοριτσιών ως προς την ικανότητα Αγόρια Κορίτσια Mann- p Μέσο όρο ιεράρχησης Whitney U 179.38 188.44 15821.50 0.413 Πίνακας Α2γ: Μέσοι όροι ιεράρχησης, Mann-Whitney U και σημαντικότητα διαφορών μεταξύ των παιδιών που μιλάνε άλλη γλώσσα εκτός από την Ελληνική σε σχέση με τα παιδιά που δεν μιλούν άλλη γλώσσα ως προς την ικανότητα Ναι Όχι Mann- p Μέσο όρο ιεράρχησης Whitne U 160.27 188.44 6177.00 0.093 5
Πίνακας Α2δ: Μέσοι όροι ιεράρχησης, Kruskal-Wallis και σημαντικότητα διαφορών της ς ικανότητας των παιδιών ως προς την περιοχή διαμονής των παιδιών Θες/νικη Ιωάννινα Ν.Ιωαννίνων Kruskalp Μέσος όρος ιεράρχησης Wallis 194.25 200.77 156.76 12.068 0.002 Πίνακας Α2ε: Μέσοι όροι ιεράρχησης, Kruskal-Wallis και σημαντικότητα διαφορών της ς ικανότητας των παιδιών ως προς την κοινωνική θέση της οικογένειας των παιδιών Χαμηλή Μέτρια Υψηλή Kruskal P Μέσος όρος ιεράρχησης -Wallis 155.58 175.42 226.41 28.307 <0.001 Από τα δεδομένα των παραπάνω πέντε πινάκων μπορεί να καταλήξει κανείς στα ακόλουθα συμπεράσματα: α) Ο τόπος διαμονής και το κοινωνικό επίπεδο επηρεάζουν στατιστικά σημαντικά την επίδοση των παιδιών στα ζητήματα του συγκεκριμένου γλωσσικού τεστ που αφορούν την. Αντίθετα το φύλο και η χρήση άλλης γλώσσας στο σπίτι εκτός από τα ελληνικά δείχνουν να μην επηρεάζουν στον ίδιο μεγάλο βαθμό την επίδοση των παιδιών. β) Οι μαθητές της ανώτερης κοινωνικής τάξης παρουσιάζουν την υψηλότερη μέση τιμή με 6,97 (Τ.Α.=1,84), έπονται αυτοί της μεσαίας με 5,95 (Τ.Α.=2,05) ενώ στην τελευταία θέση βρίσκονται τα παιδιά της χαμηλής με την μέση τιμή να ανέρχεται στο 5,63 (Τ.Α.=1,84). γ) Οι μαθητές των δύο πόλεων παρουσιάζουν τις υψηλότερες επιδόσεις στην με τους μαθητές των Ιωαννίνων να υπερτερούν ελαφρώς (6,47 έναντι 6,34). Με σημαντική διαφορά έπονται οι μαθητές του ευρύτερου νομού με την μέση επίδοση τους να φτάνει μόλις το 5,63. δ) Παρατηρούνται οι μικρές τάσεις τα κορίτσια να παρουσιάζουν και σε αυτή την περίπτωση κάπως καλύτερη μέση επίδοση από τα αγόρια όπως επίσης και οι μαθητές που δεν χρησιμοποιούν άλλη γλώσσα στο σπίτι να υπερτερούν κάπως σε σχέση με τους υπόλοιπους που μιλάνε και κάποια άλλη. 6
Βιβλιογραφία Αθανασίου Λεωνίδας,1998. Γλώσσα Γλωσσική Επικοινωνία και Διδασκαλία στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, Ιωάννινα, σελ.68. Europarat, 2001. Gemeinsamer europäischer Referenzrahmen für Sprachen: lernen, lehren, beurteilen. Langenscheid,, σελ. 103-130. Habermas, J. / Luhman, N., 1971. Theorie der Gesellschaft oder Sozialtechnologie, Frankfurt / M,, σελ. 101. OECD, 2001. Measuring Student Knowledge and Skills. A new Framework for Assessment Saussure F. de.1916. Cours de linguistiqe générale (ελλ. Μετ. Φ. Δ. Αποστολόπουλος 1979. Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας. Αθήνα. Παπαζήσης, σελ. 49. Συμβούλιο της Ευρώπης στη διεύθυνση http:// culture,coe.fr/lang. Τοκατλίδου Βάσω, 1986. Εισαγωγή στη διδακτική των ζωντανών γλωσσών, Οδυσσέας. Τοκατλίδου Βάσω, 2003. Γλώσσα, επικοινωνία και γλωσσική εκπαίδευση, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα. Χαραλαμπόπουλος Α., Χατζησαββίδης Σ., 1997. Η διδασκαλία της λειτουργικής χρήσης της Γλώσσας: Θεωρία και πρακτική εφαρμογή, Κώδικας, Θεσσαλονίκη. Warm, U., 1981. Rollenspiel in der Schule, Max Niemeyer Verlag, Tupingen,, σελ. 156. 7