ΕΤΗΣΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ (Ε.Π.ΠΑΙ.Κ.) ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΡΟΟΔΟΥ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ «ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ»

Σχετικά έγγραφα
Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Προσωπο-κεντρική θεωρία (person-centred) [πρώην Πελατο-κεντρική θεωρία ]

Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΟΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ

Υπεύθυνη Επιστημονικού Πεδίου Χρυσή Χατζηχρήστου

Συγκεκριμένα, στο τέλος του μαθήματος, οι φοιτητές αναμένεται να έχουν επιτύχει τα εξής:

ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙΝΝΟΣΤΟΥΝΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ

Μοναδικά εκπαιδευτικά προγράμματα για τη συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών

Στυλιανός Βγαγκές - Βάλια Καλογρίδη. «Καθολικός Σχεδιασμός και Ανάπτυξη Προσβάσιμου Ψηφιακού Εκπαιδευτικού Υλικού» -Οριζόντια Πράξη με MIS

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΝΤΩΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Α. ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ

Κοινωνιογνωστική θεωρία Social Cognitive Theory

Κάθε επιλογή, κάθε ενέργεια ή εκδήλωση του νηπιαγωγού κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι σε άμεση συνάρτηση με τις προσδοκίες, που

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Ατομική Ψυχολογία. Alfred Adler. Εισηγήτρια: Παπαχριστοδούλου Ελένη Υπ. Διδάκτωρ Συμβουλευτικής Ψυχολογίας. Υπεύθυνη καθηγήτρια: Μ.

«ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ: Προσθέτει χρόνια στη ζωή αλλά και ζωή στα χρόνια»

ΓΝΩΣΤΙΚΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ

ΘΕΜΑΤΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ

Ορισμός της μετάβασης

Μάθηση σε νέα τεχνολογικά περιβάλλοντα

Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΜΕΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΣΤΟΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ

«ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ: ΣΧΕΣΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗ ΘΕΡΑΠΕΥΟΜΕΝΟΥ» ΕΙΣΑΓΩΓΗ Περιεχόμενο & Στόχοι Μαθήματος

ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ ΖΩΗΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ. Σακελλαρίου Κίμων Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΤΕΦΑΑ, Τρίκαλα

Παιδαγωγική προσέγγιση - Πρακτική Εφαρμογή Προγράμματος Πρόληψης και Προαγωγής της στοματικής υγείας στο μαθητικό πληθυσμό

Εκπαιδευτικά Προγράμματα και Δράσεις στη Δημοτική Εκπαίδευση

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ. Φιλία Ίσαρη Επίκουρη Καθηγήτρια Συμβουλευτικής Ψυχολογίας Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Το νέο Πρόγραμμα Σπουδών Φυσικής Αγωγής στο Λύκειο. Κωνσταντινίδου Ξανθή Σχολική Σύμβουλος Φυσικής Αγωγής Θράκης

Ψυχοκοινωνικές Διαστάσεις των Κινητικών Παιχνιδιών. ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ την ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ της ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ ενός ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ

Υ.Α Γ2/6646/ Επιµόρφωση καθηγητών στο ΣΕΠ και τη Επαγγελµατική Συµβουλευτική

Το νέο Πρόγραμμα Σπουδών Φυσικής Αγωγής στο Λύκειο. Δρ. Απόστολος Ντάνης Σχολικός Σύμβουλος Φυσικής Αγωγής

Ο ρόλος της οικογένειας στις εκπαιδευτικές και επαγγελματικές επιλογές των μαθητών

Ομάδες εφήβων. Ομάδα αυτογνωσίας εφήβων παραβατών

Κέντρο Πρόληψης των Εξαρτήσεων και Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας Περιφερειακής Ενότητας Κιλκίς «ΝΗΡΕΑΣ»

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΠΕΔΙΑ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΕΣΥΠ

Πρόγραμμα εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης E-Learning. Συναισθηματική - Διαπροσωπική Νοημοσύνη. E-learning. Οδηγός Σπουδών

ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ (ΥΣΕΑ)

ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ (Α & Β ΚΥΚΛΟΣ) ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟΥ

Ηγεσία. Ενότητα 8: Ηγεσία στις ομάδες. Δρ. Καταραχιά Ανδρονίκη Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής

Ευγενία Μαυρομάτη Παιδοψυχολόγος Δήμος Πειραιά

Πρόγραμμα εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης E-Learning. Συναισθηματική - Διαπροσωπική Νοημοσύνη. E-learning. Οδηγός Σπουδών

ΦΟΡΜΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΟΜΙΛΟΥ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ. Βαρβάρα Δερνελή ΕΚΠ/ΚΟΥ. Β Τάξη Λυκείου

α. η παροχή γενικής παιδείας, β. η καλλιέργεια των δεξιοτήτων του μαθητή και η ανάδειξη των

A μέρος Σεμιναρίου. Λευκωσία Οκτωβρίου 2008 Μαρία Παναγή- Καραγιάννη

Ο ρόλος του εκπαιδευτικού στην πρόληψη και καταπολέµηση του αλκοολισµού στην εφηβεία

Εισαγωγή. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και Διδασκαλία

Ανάπτυξη ψυχολογικών δεξιοτήτων μέσα από τον αθλητισμό. Ψούνη Λίνα ΚΦΑ, Ψυχολόγος. MSc, υποψήφια διδάκτωρ Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Εφαρμογή Προγράμματος Αγωγής Στοματικής Υγείας»

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΠΕΔΙΑ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΕΣΥΠ

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥΣ;

Μαθησιακά Αποτελέσματα Matrix Ελληνική Έκδοση

Άδειες Χρήσης. Μοντέλο προαγωγής προγραμμάτων αγωγής υγείας μέσω της φυσικής αγωγής. Χρηματοδότηση. Σκοποί ενότητας. Οι παρακάτω θεωρίες

ΜΕΘΟΔΟΙ & ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΑΚΡΟΑΣΗΣ ΙΙ «ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ: ΣΧΕΣΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗ ΘΕΡΑΠΕΥΟΜΕΝΟΥ»

Εισαγωγή στην Οδηγητική Συμβουλευτική. Γωγώ Κουμουνδούρου, Σύμβουλος Σταδιοδρομίας, MSc, Phd

Εφηβεία. Πώς επιδρά η σημερινή κοινωνία την ανάπτυξη του εφήβου; 21 ΓΕΛ ΑΘΗΝΑΣ ΤΜΗΜΑ Α1, ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Ν. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ ΑΕΡΙΝΗ ΠΟΛΗ

Η Ψυχική υγεία του παιδιού και ο ρόλος του ευρύτερου περιβάλλοντος

Επαγγελματική Μάθηση και ζητήματα επικοινωνίας, σχέσεων, συμπεριφοράς, κινήτρων των μαθητών/τριών

ΤΣΑΠΑΤΣΑΡΗ ε.

Το παιδί μου έχει αυτισμό Τώρα τι κάνω

Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Αθήνας

ΤΙΤΛΟΙ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

ΠΡΟΩΡΗ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΣΧΟΛΕΙΟΥ (Π.Ε.Σ.) ΠΡΑΓΑ 25-29/1/2016

Ο ρόλος του νοσηλευτή ως σύμβουλος στις μεθόδους αφαίρεσης. Γεωργία Γερογιάννη Λέκτορας Εφαρμογών Τμήμα Νοσηλευτικής Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής

Η Ψυχολογική Διάσταση της Κώφωσης. Ελενα Τρύφωνος Εκπαιδευτική Ψυχολόγος Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού

Αυθεντικό πλαίσιο μάθησης και διδασκαλίας για ένα σχολείο που μαθαίνει. Κατερίνα Κασιμάτη Επικ. Καθηγήτρια Παιδαγωγικού Τμήματος ΑΣΠΑΙΤΕ

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Προγράμματος. Εκπαίδευση μέσα από την Τέχνη. [Αξιολόγηση των 5 πιλοτικών τμημάτων]

Παρακάτω, έχετε μια λίστα με ερωτήσεις για κάθε θέμα, οι οποίες θα σας βοηθήσουν.

Συναισθηματική Νοημοσύνη

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗ Η ΟΜΑΔΑ ΜΑς : ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗ, ΚΟΛΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, ΚΟΤΤΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ, ΛΑΖΑΝΗ ΚΩΝ/ΝΑ Η ΥΠΕΥΘΥΝΗ

Ενότητα εκπαίδευσης και κατάρτισης για τις δεξιότητες ηγεσίας. Αξιολόγηση Ικανοτήτων

ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΒΙΩΣΗ ΑΞΙΩΝ ΣΤΟ ΝΕΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΠΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΜΕ

«Άγχος στην εφηβεία και ο ρόλος των γονέων»

φορείς από την Ελλάδα και το εξωτερικό.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Ψυχολογία Κινήτρων

Ε.Π.Α.Λ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ ΣΧ. ΕΤΟΣ

Το παιχνίδι της χαράς

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ΛΕΚΤΙΚΗ ΚΑΙ ΜΗ ΛΕΚΤΙΚΗ. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: 3. Δημιουργία και Βελτίωση Κοινωνικού Εαυτού

Αειφόρα σχολεία και προαγωγή της Υγείας


Ενίσχυση των σχέσεων και της συνεργασίας ανάμεσα στα σχολεία και στους εκπαιδευτικούς. Στηρίζεται στην ενεργητική παρουσία των συμμετεχόντων, στην

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

Από τη μεγάλη γκάμα των δεξιοτήτων ζωής που μπορεί κανείς να αναπτύξει παρακάτω παρουσιάζονται τρεις βασικοί άξονες.

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ

ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΒΒΑΔΙΑ Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ

Δημιουργικό Παιχνίδι ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΧΝΙΔΙΩΝ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ Φ.Α. Διάλεξη 3η

ΗΘΙΚΗ & ΗΘΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΣΤΟΝ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟ & ΣΤΗΝ Φ.Α.

ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΦΡΟΝΤΙΣΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ (Ο.Ε.Φ.Ε.) ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 2019 A ΦΑΣΗ

Είδαμε τη βαθμολογία των μαθητών στα Μαθηματικά της προηγούμενης σχολικής χρονιάς. Ας δούμε τώρα πώς οι ίδιοι οι μαθητές αντιμετωπίζουν τα Μαθηματικά.

Έφηβοι και αυτοεκτίμηση

ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Κατερίνα Κασιμάτη Επίκ. Καθηγήτρια, Γενικό Τμήμα Παιδαγωγικών Μαθημάτων Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε.

10 DaniEl GolEman PEtEr SEnGE

Συνδιαλλακτική Ανάλυση (Transactional Analysis - T.A.)

Η ανάπτυξη της κουλτούρας και του κλίματος του σχολείου

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ. Θεματική Ενότητα 6: Ανθρωπιστικές θεωρίες: Η θεωρία της ιεραρχίας των αναγκών του Abraham Maslow

ΑΣΠΑΙΤΕ ΕΠΠΑΙΚ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ. Δρ. Κατσιφή Χαραλαμπίδη Σπυριδούλα Σχολική Σύμβουλος

Ενημέρωση και Ευαισθητοποίηση μαθητών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας για την ενσωμάτωση παιδιών με αναπηρία: «Βήματα Ζωής ΕΛΕΠΑΠ»

Για να μπορέσουν να κατανοήσουν πλήρως τη νέα κατάσταση και να αποδεχτούν πως είναι οριστική, θα χρειαστεί να περάσουν αρκετοί μήνες.

Συμβουλευτική Ψυχολογία και Προσανατολισμός

Μια εισαγωγή στην έννοια της βιωματικής μάθησης Θεωρητικό πλαίσιο. Κασιμάτη Κατερίνα Αναπληρώτρια Καθηγήτρια ΑΣΠΑΙΤΕ

Transcript:

ΕΤΗΣΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ (Ε.Π.ΠΑΙ.Κ.) 2015-16 ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΡΟΟΔΟΥ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ «ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ» Σπουδαστής: Αριστομένης Μάγνης Τμήμα: Τ4 Υπεύθυνη Καθηγήτρια: Βασιλική Γιωτσίδη Μαρούσι, Μάϊος 2016

ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΡΟΟΔΟΥ Να αναπτύξετε με κριτικό τρόπο (δηλαδή, με παραδείγματα, σύνθεση και αξιολόγηση ιδεών/γνώσεων, συγκεκριμένες προτάσεις) τα παρακάτω ερωτήματα: 1) Πώς θα εφαρμόζατε στην πράξη την Συμβουλευτική στο εκπαιδευτικό πλαίσιο όπου (θα) εργάζεστε, αναφορικά με τους στόχους, το περιεχόμενο και τις προϋποθέσεις/δεξιότητες της Συμβουλευτικής; 2) Από τις βασικές προσεγγίσεις/θεωρίες Συμβουλευτικής που διδαχθήκατε έως σήμερα, διαλέξτε εκείνες τις δύο που σας έκαναν μεγαλύτερη εντύπωση και αναφέρετε πώς σκοπεύετε να ενσωματώσετε στην πράξη μέσα στο εκπαιδευτικό πλαίσιο τις βασικές τους αρχές και μεθόδους. Ο μέγιστος αριθμός σελίδων για την ανάπτυξη και των δύο ερωτήσεων είναι τρεις σελίδες Α4 1. Τελική ημερομηνία παράδοσης: Τρίτη 17/5/2016 1 Η υπέρβαση του ορίου των τριών σελίδων Α4 κρίθηκε αναγκαία προκειμένου τα υπό εξέταση θέματα να αναπτυχθούν με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια και πληρότητα. Η έκταση της παρούσας εργασίας είναι 5.232 λέξεις. ii

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Η ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ... σελ. 1 1.1. Γενικά... σελ. 1 1.2. Περιεχόμενο και προϋποθέσεις της Σχολικής Συμβουλευτικής.. σελ. 3 1.3. Εφαρμογή της Συμβουλευτικής στην εκπαίδευση και στη μάθηση... σελ. 5 2. ΘΕΩΡΙΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ... σελ. 8 2.1. Ανθρωπιστική Συμβουλευτική προσέγγιση...σελ. 10 2.1.1. Βασικές αρχές Ανθρωπιστικής Συμβουλευτικής προσέγγισης... σελ. 10 2.1.2. Η Ανθρωπιστική Συμβουλευτική στην εκπαίδευση... σελ. 13 2.2. Λογικο-συναισθηματική Συμβουλευτική προσέγγιση... σελ. 16 2.2.1. Βασικές αρχές της Λογικο-συναισθηματικής προσέγγισης... σελ. 16 2.2.2. Η Λογικο-συναισθηματική Συμβουλευτική στην εκπαίδευση... σελ. 17 2.3. Θετική Ψυχολογία... σελ. 19 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... σελ. 21 iii

1. Η ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ 1.1. Γενικά Στην εποχή μας, τα παιδιά και οι έφηβοι αντιμετωπίζουν σύνθετα προβλήματα και νέους τύπους συγκρούσεων οι οποίες σχετίζονται με ευρύτερες πολιτισμικές αλλαγές, όπως οι διαρκώς μεταβαλλόμενες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, η χαλάρωση των οικογενειακών δεσμών, η αλλαγή των ηθών, η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας, η πολυπολιτισμική κοινωνία, η μετανάστευση, η βία, η αυξημένη εγκληματικότητα κ.α. (Thompson, Rudolph, & Henderson, 2004). Στην Ελλάδα (παρόμοια με άλλες χώρες) το ποσοστό των παιδιών και των εφήβων που παρουσιάζουν προβλήματα ψυχικής υγείας κυμαίνεται μεταξύ 10-20% (Χατζηχρήστου, 2003β. Χατζηχρήστου, Λαμπροπούλου et al., 2004). Στα προβλήματα αυτά μπορεί να περιλαμβάνονται αγχώδεις και συναισθηματικές διαταραχές, διαταραχές συμπεριφοράς, δυσκολίες που σχετίζονται με το σχολείο και την επίδοση, δυσκολίες που σχετίζονται με την έκθεση σε συνθήκες φτώχειας ή σε βία, ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, χρήση ουσιών, παραβατικότητα, σχολική αποτυχία κ.α. (Brandenburg, Friedman & Silver, 1990. Friedman, 1994. Meltzer et al., 2000). Ταυτόχρονα, οι παραπάνω παράγοντες εμποδίζουν την εκπαιδευτική διαδικασία και επηρεάζουν αρνητικά τις ακαδημαϊκές επιδόσεις των παιδιών και εφήβων στο σχολείο. Η εκπαιδευτική διαδικασία προϋποθέτει την κοινωνική και συναισθηματική ευημερία των μαθητών/τριών, μια ασφαλή υποστηρικτική ατμόσφαιρα στο σχολείο και καλές διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ εκπαιδευτικών και μαθητών/τριών (Lapan et al., 2001. Μαλικιώση-Λοΐζου, 2001. McLaughlin, 1999). Αυτό σημαίνει ότι πρωταρχικό μέλημα του σχολείου θα έπρεπε να αποτελεί η ενίσχυση όχι μόνο των γνωστικών αλλά και των ψυχοκοινωνικών αναγκών των παιδιών και των εφήβων, ειδικά όταν πολλοί από τους μαθητές και τις μαθήτριες που αντιμετωπίζουν σοβαρά ψυχικά προβλήματα έχουν περιορισμένες δυνατότητες πρόσβασης σε τέτοιου είδους υπηρεσίες (Brown, 2006. Fox & Butler, 2007. Χατζηχρήστου, 2003β). 1

Η Συμβουλευτική 2 (counselling, guidance, orientation) σαν διαδικασία, επικεντρώνεται στην ατομική ή/και ομαδική συνεξέταση, με την παρουσία ενός ειδικού (που καλείται σύμβουλος), θεμάτων ή προβλημάτων που απασχολούν το άτομο ή/και τα άτομα (συμβουλευόμενος/οι) και την διευκόλυνση της ανεύρεσης λύσεων (Δημητρόπουλος, 2000). Κύριος στόχος της Συμβουλευτικής είναι να βοηθήσει το άτομο, αρχικά στην αποσαφήνιση, αναγνώριση και αποδοχή των σκέψεων, των συναισθημάτων και της συμπεριφοράς του, προκειμένου στη συνέχεια να κάνει τις κατάλληλες επιλογές και να αντιμετωπίζει με επιτυχία τα διλήμματα, τις συγκρούσεις και τις δυσκολίες που συναντά για το δικό του αλλά και για το γενικότερο όφελος (Μαλικιώση-Λοΐζου, 2011). Μια από τις σπουδαιότερες εφαρμογές της Συμβουλευτικής είναι αυτή στο χώρο της εκπαίδευσης. Μέσω της εκπαίδευσης δημιουργούμε την παρούσα και, κυρίως, τη μέλλουσα κοινωνία την οποία όλοι επιθυμούμε, μια κοινωνία υγιή, αρμονική, ευημερούσα και δημιουργική. Το σχολείο αποτελεί τον βασικότερο φορέα κοινωνικοποίησης μετά ή μαζί με την οικογένεια, καθώς μέσα από αυτό τα παιδιά διδάσκονται τις αξίες, τα ήθη, τα έθιμα, τις στάσεις, τις πεποιθήσεις, τη γνώση και τις δεξιότητες που χρειάζονται για να ενταχθούν στο κοινωνικό σύνολο. Ένα από τα βασικά συμπεράσματα των ερευνών που αφορούν τις ανάγκες των μαθητών και τους τρόπους κάλυψης και ικανοποίησής τους με στόχο την ολοκλήρωση και την αυτοπραγμάτωσή τους είναι η σημασία του συμβουλευτικού ρόλου του εκπαιδευτικού. Εκτός από καλοί δάσκαλοι, οι σύγχρονοι εκπαιδευτικοί οφείλουν να είναι ταυτόχρονα καλοί σύμβουλοι και εμψυχωτές. 2 Η Συμβουλευτική αποτελεί ένα ξεχωριστό διεπιστημονικό γνωστικό αντικείμενο, που διαρκώς εξελίσσεται και μπορεί να εφαρμοστεί από ειδικό (π.χ. εκπαιδευτικό) που έχει ειδικευτεί σ αυτήν την επιστημονική περιοχή, χωρίς να είναι απαραίτητα ψυχολόγος (Δημητρόπουλος, 1999α. Γεννηματά & Στάμου, 2005-2006). 2

1.2. Περιεχόμενο και προϋποθέσεις της Σχολικής Συμβουλευτικής Ανεξάρτητα από την προσωπικότητα, την ηλικία, το πολιτισμικό υπόβαθρο και τις αποτελεσματικότερες μεθόδους μάθησης, οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να βοηθούν τους μαθητές τους να γίνουν ενεργά μέλη της τάξης, του σχολείου και της κοινωνίας, να εξελιχθούν σε άτομα με θετικές αξίες, χρήσιμες ικανότητες και συνήθειες, και υψηλή και σταθερή αυτοεκτίμηση. Επιπλέον, οφείλουν να τους βοηθούν να αξιοποιήσουν τις δυνατότητές τους έτσι ώστε να επιτύχουν βαθμιαία την αυτοπραγμάτωσή τους, να αποκτήσουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και να αγωνιστούν οι ίδιοι για την κατάκτηση των στόχων τους (Μαλικιώση-Λοΐζου, 2011). Για να επιτευχθεί όμως αυτός ο στόχος, θα πρέπει να υπάρχει μια βοηθητική σχέση μεταξύ εκπαιδευτικών και μαθητών, με την έννοια ότι η συμπεριφορά των εκπαιδευτικών θα πρέπει να αποβλέπει στην προαγωγή της ολόπλευρης εξέλιξης των μαθητών. Επειδή εκπαιδευτικός και μαθητής έχουν καθημερινή επαφή και επικοινωνία για αρκετές ώρες κάθε μέρα, μπορεί να αναπτυχθεί μια σημαντική και ουσιαστική σχέση ανάμεσά τους. Αν ο εκπαιδευτικός καταφέρει να κερδίσει την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό του μαθητή, τότε θα είναι σε θέση να τον στηρίξει ψυχολογικά και να του προσφέρει ανεκτίμητη βοήθεια. Όλες οι θεωρίες Συμβουλευτικής (ψυχαναλυτικές, συμπεριφοριστικές, πρωσοποκεντρικές και άλλες θεωρητικές προσεγγίσεις) συμφωνούν ως προς τη σημασία που έχει η ενσυναίσθηση 3, η μη κτητική ζεστασιά και η αυθεντικότητα στη σχέση μεταξύ του συμβούλου (εδώ εκπαιδευτικού/παιδαγωγού) και του συμβουλευόμενου (εδώ εκπαιδευόμενου/μαθητή). Η Συμβουλευτική διαδικασία πρέπει να εκτυλίσσεται μέσα σε κλίμα αποδοχής, άνεσης, εμπιστοσύνης, σεβασμού, εκτίμησης, κατανόησης και ο συμβουλευόμενος 3 Η ικανότητα του συμβούλου να κατανοεί το εσωτερικό πλαίσιο αναφοράς του άλλου ατόμου με ακρίβεια και με τα συναισθηματικά και νοητικά στοιχεία που εμπεριέχονται, σαν ο σύμβουλος να ήταν το ίδιο άτομο, αλλά χωρίς να χάνει την ιδιότητα του «σαν να...» (Rogers, 1959). 3

(μαθητής) να μη νιώθει να απειλείται από απόρριψη, προσβολή, περιφρόνηση, ειρωνεία, χλευασμό ή και οίκτο (Παπακωνσταντινοπούλου Α., 2011). Η επιδεξιότητα των εκπαιδευτικών σε επικοινωνιακές και συμβουλευτικές ικανότητες φαίνεται να έχει θεμελιώδη σημασία σε αυτή την προσπάθεια. Η εκπαίδευση σε ζητήματα Συμβουλευτικής θα επιτρέψει στον εκάστοτε εκπαιδευτικό να αναγνωρίσει τα δικά του συναισθήματα καθώς και τα συναισθήματα των άλλων και θα κατορθώσει να μεταδώσει στους μαθητές του ικανότητες και δεξιότητες αυτεπίγνωσης, αυτοεκτίμησης, προσαρμοστικότητας, ευελιξίας, χαλιναγώγησης παρορμήσεων, ανοχή στις απογοητεύσεις της ζωής κ.α. Επιπλέον, η γνώση, η εξάσκηση και η κατοχή βασικών συμβουλευτικών δεξιοτήτων από τους εκπαιδευτικούς συμβάλλει στη δημιουργία ενός καλού (θετικού) κλίματος στην τάξη, το οποίο με τη σειρά του ευνοεί την αποτελεσματικότερη διδασκαλία και μάθηση. Οι κατάλληλα κατιρτισμένοι εκπαιδευτικοί μπορούν να λειτουργήσουν ως «ενδιάμεσοι σύμβουλοι» (mediator counselors) μεταξύ σχολικών ψυχολογικών υπηρεσιών και παιδιού (Perrez, Ischi, Party, & Buche, 1979). Η υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη 4 (αυτεπίγνωση, αυτοέλεγχος, κίνητρα συμπεριφοράς, ενσυναίσθηση και κοινωνικές δεξιότητες) των εκπαιδευτικών, ο διαρκής αναστοχασμός, η ανάπτυξη και εξέλιξη της προσωπικής τους ταυτότητας αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την επίτευξη των παραπάνω στόχων. Οι παιδαγωγοί θα πρέπει να βρίσκονται σε εσωτερική αρμονία με τον εαυτό τους (να συμφωνεί δηλαδή η εξωτερική τους συμπεριφορά και έκφραση με τα εσωτερικά τους συναισθήματα και σκέψεις) και να αποδέχονται, να συναισθάνονται και να διευκολύνουν την προσωπική αλλαγή του ατόμου που ζητά βοήθεια. Για να μπορεί ο σύμβουλος-εκπαιδευτικός να λειτουργεί αποτελεσματικά και να εφαρμόζει τις προαναφερόμενες αρχές της Συμβουλευτικής, θα πρέπει επίσης να αγαπάει και να ενδιαφέρεται για τον 4 Η συναισθηματική νοημοσύνη (emotional intelligence) μπορεί να αναπτυχθεί σε οποιαδήποτε ηλικία και να εξελιχθεί καθ όλη τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου. 4

συνάνθρωπό του, να είναι ενημερωμένος και ευαισθητοποιημένος με τα προβλήματα της ανθρωπότητας, να σέβεται τη διαφορετική γνώμη του άλλου, επομένως και τη διαφορετικότητά του, να είναι απαλλαγμένος από φανατισμούς, πάθη, έμμονες ιδέες και προκαταλήψεις και να έχει επίγνωση και υψηλό αίσθημα ευθύνης της αποστολής του ως παιδαγωγού (Μυλωνά- Καλαβά, 2001, όπως αναφέρεται στην Παπακωνσταντινοπούλου, 2011). 1.3. Εφαρμογή της Συμβουλευτικής στην εκπαίδευση και στη μάθηση Οι τρόποι εφαρμογής της Συμβουλευτικής που αναφέρονται στην παρούσα ενότητα, αν και αποτελούν κατ εξοχήν χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Ανθρωπιστικής συμβουλευτικής προσέγγισης την οποία θα δούμε αναλυτικότερα παρακάτω, η άποψη του συγγραφέα είναι πως μπορούν να ενσωματωθούν σε όλους τους τύπους/προσεγγίσεις της Σχολικής Συμβουλευτικής και θα πρέπει να αποτελούν θεμελιώδη χαρακτηριστικά όλων των προσεγγίσεων. Για τον λόγο αυτό επιλέχθηκε να αναφερθούν στο παρόν κεφάλαιο. Κατά την προσέγγιση των μαθητών ο εκπαιδευτικός θα πρέπει πάντοτε να λαμβάνει υπόψη του το αναπτυξιακό στάδιο στο οποίο βρίσκονται. Στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση οι κύριες λειτουργίες/στόχοι της Συμβουλευτικής συνοψίζονται στη σταδιακή ατομική ανάπτυξη του παιδιού, στην κοινωνική προσαρμογή του, στη διαμόρφωση μιας όσο το δυνατόν πληρέστερης αυτογνωσίας, θετικότερης αυτοαντίληψης και στάσης προς τη ζωή και τον κόσμο, στην ανάπτυξη βασικών δεξιοτήτων ζωής και στην ωρίμανση (Δημητρόπουλος και Μπακατσή, 1996). Γι αυτό τον σκοπό ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να δώσει ιδιαίτερη έμφαση στη διαφορετικότητα του κάθε παιδιού και την ίση μεταχείριση. Επιπλέον θα πρέπει να προωθεί την εμπέδωση συνεργατικού πνεύματος από τους μαθητές μέσω ομαδικών εργασιών, παιχνιδιών, δράσεων και δραστηριοτήτων. Θα πρέπει να ενθαρρύνει με χαμόγελο τις προσπάθειες των παιδιών και να αποφεύγει τη στείρα και αυστηρή 5

κριτική. Είναι πολύ σημαντικό ο εκπαιδευτικός να προσπαθεί να κατανοήσει τα συναισθήματα και τα κίνητρα των παιδιών και να επιλύει τα ποικίλα προβλήματα που πιθανόν να προκύπτουν με επικοινωνιακές δεξιότητες και πειθώ. Δεδομένου, επίσης, ότι οι ανάγκες και οι ευαισθησίες των παιδιών διαφέρουν ανάλογα με την ηλικία, το φύλο, το γνωστικό, κοινωνικό και συναισθηματικό αναπτυξιακό τους επίπεδο και τις εμπειρίες (όπως διαφέρει και το πόσο ευάλωτα είναι απέναντι σε διάφορες δυσκολίες), ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να γνωρίζει κάποια πράγματα για την οικογένεια του κάθε παιδιού και να επιδιώκει τακτικές συναντήσεις με τους γονείς τους. Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ο συμβουλευτικός ρόλος του εκπαιδευτικού επικεντρώνεται στην παροχή βοήθειας στους μαθητές προκειμένου αυτοί να ξεπεράσουν διάφορα προβλήματα, πολλά από τα οποία ενδέχεται να προέρχονται από τη μετάβασή τους στην εφηβεία. Οι έφηβοι αποτελούν μια ξεχωριστή ομάδα με τα δικά τους μοναδικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, τη δική τους προσωπικότητα, τις δικές τους σκέψεις, πεποιθήσεις, συναισθηματικές αντιδράσεις και συμπεριφορές. Συνήθως οι έφηβοι αντιδρούν έντονα στο ενδιαφέρον των ενηλίκων για την ευημερία τους. Γι αυτό ο εκπαιδευτικός που θα θελήσει να προσεγγίσει και να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους θα πρέπει να δείχνει γνήσιο ενδιαφέρον και ειλικρίνεια. Στην περίοδο της εφηβείας πάρα πολλοί νέοι βιώνουν εσωτερικές συγκρούσεις, οι οποίες συχνά τους οδηγούν σε επιθετική συμπεριφορά. Αυτό που κυρίως πρέπει να αποφύγει ο εκπαιδευτικός (εκεί όπου συχνά εγκλωβίζονται πολλοί εκπαιδευτικοί) είναι η ανοιχτή σύγκρουση και η επιβολή εξουσίας. Όταν ο μαθητής βιώνει μεγάλη ένταση, ο καθηγητής δεν χρειάζεται να μιλά αμέσως για το θέμα που ζητά επίλυση. Αντίθετα, θα πρέπει πρώτα να βοηθήσει τον μαθητή να ηρεμήσει, να του προσφέρει ένα φιλικό υποστηρικτικό περιβάλλον και να τον ακούσει προσεκτικά δίχως να παρεμβαίνει. Με αυτό τον τρόπο θα καταλάβει καλύτερα τον προβληματισμό του και τον επιδιωκόμενο στόχο του (Μαλικιώση-Λοΐζου, 2011). Από την άλλη πλευρά, όταν έχει να κάνει με μαθητές οι οποίοι προσπαθούν να επιβληθούν με επιθετικό τρόπο μέσα ή έξω από την τάξη, θα πρέπει με τη στάση του να τους δείξει ότι καταπατούν τα 6

δικά του δικαιώματα και εκείνα των συμμαθητών τους. Ένας καλός τρόπος αντίδρασης σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η έκφραση μέσω «μηνυμάτων Εγώ» (μηνύματα που επικεντρώνονται στον εαυτό και εκφράζουν τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις πράξεις του ομιλητή). Τα μηνύματα αυτά οδηγούν τους μαθητές να αναλάβουν οι ίδιοι την ευθύνη για την αλλαγή της συμπεριφοράς τους, αφού πρώτα λάβουν υπόψη τις ανάγκες του καθηγητή τους και των άλλων προσώπων που εμπλέκονται στην κατάσταση έντασης (Κλεφτάρας, 1997). Ένας άλλος τρόπος προσέγγισης των εφήβων, που συμπληρώνει όσα αναφέρθηκαν, είναι η «προδραστική» προσέγγιση την οποία προτείνουν οι Geldard και Geldard (2010). Στηρίζεται στην πεποίθηση ότι η συμβουλευτική σχέση με τους εφήβους πρέπει να είναι δυναμική και μπορεί να επιτευχθεί με τη συνεχή προσαρμογή των παρεμβάσεων του εκπαιδευτικού-συμβούλου ανάλογα με τη συμπεριφορά, τη διάθεση, τα προβλήματα και τις ανάγκες των εφήβων. Όταν οι εκπαιδευτικοί καλούν τους μαθητές να συμβάλλουν στη λύση ενός προβλήματος και δεν τους την επιβάλλουν, τότε οι μαθητές αισθάνονται ότι τους σέβονται και ότι η γνώμη τους έχει αξία. Έτσι έχουν μεγαλύτερο κίνητρο να ενεργήσουν υπεύθυνα. Όταν οι εκπαιδευτικοί σέβονται τους μαθητές τους και αφιερώνουν χρόνο για να τους ακούσουν και να τους καταλάβουν, τότε και οι δεύτεροι ενεργούν υπεύθυνα, αφού αισθάνονται ότι αντιμετωπίζονται ως άτομα ώριμα και άξια σεβασμού. Οι εκπαιδευτικοί οι οποίοι υϊοθετούν αυτή τη στάση απέναντι στους μαθητές τους είναι πιο αποτελεσματικοί στην παροχή βοήθειας και σε καλύτερη θέση να χρησιμοποιήσουν όλες τις δεξιότητες που κατέχουν, πάντοτε ανάλογα με το νοητικό και συναισθηματικό αναπτυξιακό στάδιο του μαθητή και την πηγή προβληματισμού του (Μαλικιώση-Λοΐζου, 2011). Τέλος, θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε στην εγγενή σχέση μεταξύ των διαφόρων μοντέλων διδασκαλίας και μάθησης (μοντέλα επεξεργασίας πληροφοριών, μοντέλα που δίνουν έμφαση στο πρόσωπο, κοινωνικά μοντέλα και συμπεριφοριστικά μοντέλα) και των διαφόρων θεωριών- 7

προσεγγίσεων Συμβουλευτικής (ψυχαναλυτικές, συμπεριφοριστικές, πρωσοποκεντρικές και άλλες θεωρητικές προσεγγίσεις), και στο πως ο έμπειρος και κατάλληλα κατιρτισμένος εκπαιδευτικός μπορεί να χρησιμοποιήσει τα πρώτα ως «εργαλεία» στην εφαρμογή της συμβουλευτικής προσέγγισης που έχει επιλέξει. Κάθε μέθοδος διδασκαλίας βασίζεται στη δική της φιλοσοφία σχετικά με την ανθρώπινη φύση και τον τρόπο ή τους τρόπους με τους οποίους μαθαίνουν οι άνθρωποι επιλέγει και «χρωματίζει» με τον δικό της τρόπο το περιεχόμενο που θα διδάξει και τη μεθοδολογία που θα ακολουθήσει προκειμένου να δείξει στους μαθητές τους τρόπους μάθησης. Παράλληλα, κάθε μέθοδος δημιουργεί ένα κοινωνικό κλίμα το οποίο θα επηρεάσει σημαντικά τη συμπεριφορά των μαθητών τόσο μεταξύ τους και προς τον διδάσκοντα, όσο και μελλοντικά απέναντι στους άλλους ανθρώπους. Ο έμπειρος και κατάλληλα κατιρτισμένος εκπαιδευτικός μπορεί να χρησιμοποιήσει εκείνο το μοντέλο διδασκαλίας (ή τον κατάλληλο συνδυασμό διαφόρων μεθόδων διδασκαλίας) που θα του επιτρέψει (επιτρέψουν) να επιτύχει καλύτερα αποτελέσματα στην εφαρμογή της συμβουλευτικής προσέγγισης που έχει επιλέξει να ακολουθήσει (π.χ. συνδυάζοντας την ανθρωπιστική συμβουλευτική με μοντέλα διδασκαλίας που δίνουν έμφαση στο πρόσωπο ή κοινωνικά μοντέλα διδασκαλίας). 2. ΘΕΩΡΙΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ Έχουν αναπτυχθεί ποικίλες θεωρίες συμβουλευτικής προσέγγισης μεταξύ των οποίων υπάρχουν πολλές ομοιότητες αλλά και πολλές διαφορές, οι οποίες οφείλονται στις διαφορετικές απόψεις των εμπνευστών των θεωριών αυτών για την ανθρώπινη φύση και επομένως για τη δομή και τη λειτουργία της ανθρώπινης προσωπικότητας. 8

Ο Frey (1972) επιχείρησε μια ταξινόμηση των θεωριών συμβουλευτικής βάσει των στόχων που αυτές θέτουν (ενόραση 5 ή δράση) και των διαδικασιών εκείνων (που βασίζονται στη λογική ή την έκφραση συναισθημάτων) μέσω των οποίων θα βοηθηθεί το άτομο να επιτύχει μια εποικοδομητική αλλαγή. Σύμφωνα με τον Frey οι θεωρίες συμβουλευτικής κατατάσσονται στις ακόλουθες τέσσερις κατηγορίες: α) Ενορατικές Συναισθηματικές θεωρίες/προσεγγίσεις (Ψυχαναλυτική, Ανθρωπιστική προσέγγιση): Υποστηρίζουν ότι ο άνθρωπος μπορεί να αποκτήσει ενόραση, η οποία θα τον οδηγήσει στην αλλαγή της συμπεριφοράς του, μόνο εφόσον εφόσον κατανοήσει τα συναισθήματά του και τα εσωτερικά του κίνητρα. β) Ενορατικές Λογικές θεωρίες/προσεγγίσεις (Συνδιαλεκτική, Λογικο-θυμική, Ατομική προσέγγιση): Υποστηρίζουν ότι ο άνθρωπος μπορεί να αποκτήσει ενόραση, η οποία θα τον οδηγήσει στην αλλαγή της συμπεριφοράς του, χρησιμοποιώντας τη λογική του σκέψη. γ) Δραστικές Λογικές θεωρίες/προσεγγίσεις (θεωρία Πραγματικότητας, Συμπεριφοριστική προσέγγιση): Δίνουν έμφαση σε λογικές διαδικασίες που οδηγούν σε συγκεκριμένες αλλαγές της συμπεριφοράς και υποστηρίζουν ότι πρέπει πρώτα να επέλθει τροποποίηση της συμπεριφοράς του ανθρώπου και κατόπιν να αλλάξουν τα συναισθήματά του. δ) Δραστικές Συναισθηματικές θεωρίες/προσεγγίσεις (Μορφολογική προσέγγιση): Τονίζουν την ενεργοποίηση του ατόμου για την τροποποίηση της συμπεριφοράς του μέσα από την κατανόηση των συναισθημάτων και των εσωτερικών του κινήτρων. 5 Η ικανότητα/δυνατότητα του ατόμου να εστιάζει μέσα του (ενδοσκόπηση) και να ανακαλύπτει τον πραγματικό ευατό του. 9

Αξίζει να σημειωθεί πως κάθε συμβουλευτική θεωρία/προσέγγιση έχει τα δικά της θετικά χαρακτηριστικά και για το λόγο αυτό ο σύμβουλος (ακόμα και αν πρόκειται για εκπαιδευτικό) θα πρέπει να τις γνωρίζει όλες και να εφαρμόζει ολόκληρες ή στοιχεία των θεωριών (συνθετική προσέγγιση των θεωριών), ανάλογα με την περίπτωση που αντιμετωπίζει και σύμφωνα με το προσωπικό μοντέλο συμβουλευτικής που έχει αναπτύξει. Στην παρούσα εργασία, λαμβάνοντας υπόψη μας ότι: i) αναφερόμαστε στη Σχολική Συμβουλευτική η οποία απευθύνεται σε μαθητές και συχνότερα σε εφήβους (μια ξεχωριστή ομάδα με τα δικά τους μοναδικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα), και επιπλέον συντελείται κάτω από τις ιδιαίτερες συνθήκες (χωρικοί και χρονικοί περιορισμοί) του σχολικού περιβάλλοντος, ii) η Συμβουλευτική διαδικασία διενεργείται από εκπαιδευτικούς στα πλαίσια του ψυχο-παιδαγωγικού τους ρόλου (οι οποίοι αν και κατιρτισμένοι δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τους σχολικούς ψυχολόγους), iii) τις σύγχρονες τάσεις/προσεγγίσεις στη Συμβουλευτική, επιλέξαμε να αναφερθούμε στις βασικές αρχές και τρόπους ενσωμάτωσης της Ανθρωπιστικής και της Λογικο-θυμικής (Λογικο-συναισθηματικής) συμβουλευτικής προσέγγισης στην εκπαιδευτική διαδικασία. 2.1. Ανθρωπιστική Συμβουλευτική προσέγγιση 2.1.1. Βασικές αρχές της Ανθρωπιστικής Συμβουλευτικής Η συγκεκριμένη προσέγγιση αναπτύχθηκε από τον Carl Rogers (1902-1987), επιφανή Αμερικανό ψυχολόγο και παιδαγωγό, ο οποίος θέτει στο επίκεντρο προσοχής του συμβούλου τον άνθρωπο ως πρόσωπο μοναδικό, ξεχωριστό και διαφορετικό από οτιδήποτε άλλο, το οποίο μπορεί να αλλάξει συμπεριφορά και να λειτουργήσει αποτελεσματικότερα όταν του δοθούν ο 10

σεβασμός και η αποδοχή που του αξίζουν ως ανθρώπινη ύπαρξη, και όχι εσωτερικές ή εξωτερικές δυνάμεις που ασκούνται πάνω του και καθορίζουν τη συμπεριφορά του (Χατζηχρήστου, 2011). Η αντίληψη αυτή εδράζεται στην υπόθεση πως ο άνθρωπος κατά βάση είναι καλοπροαίρετος και διαθέτει μια έμφυτη τάση αυτοπραγμάτωσης 6. Η ανθρωπιστική-προσωποκεντρική προσέγγιση θεωρεί πως η φύση του ανθρώπου χαρακτηρίζεται από υποκειμενικότητα και ελευθερία. Ο Rogers πίστευε πως ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα να επιλέγει τους δικούς του στόχους, έστω και αν είναι αντίθετοι με αυτούς του συμβούλου του (μη κατευθυντική συμβουλευτική). Η προσέγγιση αυτή είναι κατά κύριο λόγο φαινομενολογική, καθώς προσπαθεί να κατανοήσει την ανθρώπινη συμπεριφορά μέσα από τη σκοπιά του ίδιου του ατόμου. Ξεκινά με τη βασική υπόθεση ότι η εμπειρία είναι υποκειμενική, επομένως ότι βιώνει ο άνθρωπος αποτελεί μια πραγματικότητα περισσότερο ψυχολογική, παρά αντικειμενική. Τα προβλήματα των ανθρώπων κάνουν την εμφάνισή τους όταν η συμπεριφορά και η στάση τους δεν είναι σύμφωνη με την εικόνα που έχουν σχηματίσει για τον εαυτό τους. Η αυτοεικόνα ή ο εαυτός, που αποτελεί πολύ σημαντική έννοια για τη συγκεκριμένη προσέγγιση, είναι πιθανό να έχει διαμορφωθεί υπό τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων τα σημαντικά πρόσωπα (γονείς, εκπαιδευτικοι, κ. λπ.) έχουν προσφέρει την αγάπη τους. Στην περίπτωση που οι γονείς έχουν δείξει άνευ όρων (χωρίς αυτό να σημαίνει άνευ ορίων) αγάπη και αποδοχή, το παιδί είναι ελεύθερο να εκφράσει τα συναισθήματά του και να αποδεχτεί όλες τις πλευρές του εαυτού του. Τα παιδιά που έχουν αυτή τη μεταχείριση αποκτούν μια σημαντική 6 Η έμφυτη τάση του ανθρώπου να αναπτύσσει όλες τις ικανότητές του με τέτοιον τρόπο, ώστε να εξυπηρετούνται η διατήρηση και η πρόοδός του. Στόχος κάθε ατόμου είναι να επιτύχει τη μεγαλύτερη δυνατή κοινωνικοποίηση (επίτευξη σχέσεων αμοιβαίου σεβασμού με τους άλλους και ένταξη στην κοινωνική ζωή), αλλά και την ανεξαρτησία και ενσωμάτωση στο γίγνεσθαι (Χατζηχρήστου, 2011). Η αυτοπραγμάτωση χαρακτηρίζεται από ευκαμψία, δημιουργικότητα, ελεύθερη έκφραση και υπευθυνότητα (Μαλικιώση-Λοΐζου, 2011). 11

αίσθηση αυταξίας, αισθάνονται δηλαδή ότι είναι σημαντικά πρόσωπα με αναμφισβήτητη αξία. Στην αντίθετη περίπτωση, που η αγάπη αποσύρεται όταν το παιδί συμπεριφέρεται με ένα μη αποδεκτό από τους γονείς τρόπο, τότε το παιδί μαθαίνει να αυτοπροσδιορίζεται σύμφωνα με τις αξίες των γονέων, άρα δεν μπορεί να λειτουργήσει ελεύθερα με βάση τις δικές του ανάγκες. Το γεγονός αυτό προκαλεί σύγκρουση μεταξύ της αυτοαντίληψης του παιδιού και της εσωτερικής του εμπειρίας, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια συγκεχυμένη και αλληλοσυγκρουόμενη αίσθηση εαυτού, η οποία δεν επιτρέπει στο παιδί να είναι ανοιχτό σε εμπειρίες, να αποδέχεται τα ευχάριστα, αλλά και τα δυσάρεστα συναισθήματά του, να κάνει ελεύθερα τις επιλογές του, να μπορεί να εμπιστεύεται τους άλλους και να είναι δημιουργικό. Όταν ένα παιδί βιώνει την ασυμφωνία ανάμεσα στην εμπειρία του και την εικόνα του εαυτού του αισθάνεται ότι απειλείται και νιώθει έντονο άγχος. Για να μειώσει αυτή την ασυμφωνία, και το άγχος που τη συνοδεύει, επιστρατεύει ποικίλες άμυνες, όπως η διαστρέβλωση της αντίληψης και η άρνηση. Σημαντικός θεωρείται επίσης ο ιδανικός εαυτός, ο οποίος συμπίπτει με την εικόνα που το άτομο θα ήθελε να κατακτήσει. Κάθε άτομο προσπαθεί να φέρει σε συμφωνία το φαινομενολογικό πεδίο του δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύει τα πράγματα με τον εαυτό του, και να δρα, όσο αυτό είναι δυνατόν, σύμφωνα με τον ιδανικό εαυτό του. Εάν δεν κατορθώσει να φέρει σε συμφωνία τα τρία αυτά στοιχεία θα βιώσει αρνητικά συναισθήματα (Χατζηχρήστου, 2011). Στόχος του συμβούλου είναι να βοηθήσει το παιδί (όπως και τον ενήλικο) να κατανοήσει το φαινομενολογικό πεδίο του και να αναδιοργανώσει τις αντιλήψεις του, ώστε να έρθει σε συμφωνία με τον εαυτό και τον ιδανικό εαυτό. Σύμφωνα με την Προσωποκεντρική θεώρηση, ο άνθρωπος διαθέτει από μόνος του την ικανότητα για προσωπική ανάπτυξη και αυτοπραγμάτωση, επομένως θεωρείται ότι ο σύμβουλος θα είναι βοηθητικός αν βοηθήσει τον συμβουλευόμενο να αναγνωρίσει τις εσωτερικές του ικανότητες για αλλαγή και 12

ανάπτυξη και του επιτρέψει να βρει τις δικές του λύσεις στα δικά του προβλήματα. Η ποιότητα της σχέσης που θα αναπτυχθεί μεταξύ συμβούλου και συμβουλευόμενου θεωρείται καθοριστικής σημασίας στην επίτευξη του στόχου αυτού, καθώς θεωρείται το πλαίσιο (το «όχημα») μέσα στο οποίο (μέσω του οποίου) το άτομο θα διευκολυνθεί προκειμένου να φτάσει στην αυτοπραγμάτωση και την εξέλιξη. Απαραίτητες προϋποθέσεις γι αυτό είναι η ενσυναίσθητη κατανόηση (η ικανότητα δηλαδή του συμβούλου να κατανοεί τον κόσμο του συμβουλευόμενου έτσι όπως τον αντιλαμβάνεται ο ίδιος), η αυτογνωσία 7 και η γνησιότητα του συμβούλου (η ικανότητα δηλαδή του συμβούλου να έχει επίγνωση των προσωπικών του εμπειριών και να επιτρέπει να φαίνονται να είναι ο αληθινός εαυτός του και να μην προσποείται στη συμβουλευτική σχέση) και η χωρίς όρους θετική αναγνώριση του συμβουλευόμενου (αναφέρεται στο σεβασμό και στην αποδοχή του του συμβουλευόμενου απο τον ειδικό χωρίς να υπάρχει κανένας περιορισμός). 2.1.2. H Ανθρωπιστική Συμβουλευτική στην εκπαίδευση Η ανθρωπιστική προσέγγιση της συμβουλευτικής είναι πρακτική και χρήσιμη για την εκπαίδευση, επειδή μπορεί να επιλύσει προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μαθητές και δεν έχουν να κάνουν με το πρόγραμμα μαθημάτων. Για παράδειγμα, παρέχει έναν τρόπο κατανόησης και διευθέτησης ζητημάτων, αναφορικά με τις σχέσεις, τη συναισθηματική εξέλιξη και την ηθική συμπεριφορά, που φαίνεται να αποτελούν τη ρίζα των περισσότερων προβλημάτων στο σχολείο και την κοινωνία, εν γένει (Παπακωνσταντινοπούλου Α., 2011). 7 Αξίζει να αναφερθεί ότι σύμφωνα με τον Σωκράτη η αυτογνωσία δεν έχει αξία παρά μόνο όταν καταλήγει όχι σε μια καταγραφή των ικανοτήτων και των ελαττωμάτων, αλλά σε μια γνώση του προσώπου πέρα από το άτομο, μια γνώση που οδηγεί στον στοχασμό για την ψυχή και για το καλό. 13

Ο Rogers τοποθετεί τον εκπαιδευτικό στο ρόλο του συμβούλου που διευκολύνει τη μάθηση κυρίως μέσω μαθητοκεντρικών και ομαδοκεντρικών μοντέλων διδασκαλίας. Κύριος στόχος του εκπαιδευτικού είναι να βοηθήσει τους μαθητές να διερευνήσουν τα συναισθήματά τους, αλλά και να ευαισθητοποιηθούν στα συναισθήματα των άλλων, να κατανοήσουν τις ανάγκες και τις αξίες τους, έτσι ώστε να λάβουν οι ίδιοι αποφάσεις σχετικά με τη μόρφωσή τους και να κατευθύνουν ανάλογα την πορεία τους. Η ανθρωπιστική προσέγγιση της μάθησης στοχεύει στη δημιουργία ανθρώπων υπεύθυνων για τις πράξεις τους μέσα από τη γνωση του εαυτού, των συναισθημάτων και των δυνατοτήτων τους. Ο εκπαιδευτικός προσπαθεί να δει τον κόσμο μέσα από τα μάτια των μαθητών του, με στόχο να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα ενσυναίσθητης επικοινωνίας μέσα στην οποία ο μαθητής διευκολύνεται να αναπτυχθεί και να επιτύχει τη γνώση του εαυτού του. Η αποδοχή του μαθητή, των σκέψεων και των συναισθημάτων του, ακόμα και αυτών τα οποία ο ίδιος φοβάται, θεωρείται σημαντική για τη συναισθηματική του ανάπτυξη και την εξεύρεση θετικών λύσεων (Μαλικιώση-Λοΐζου, 2011). Η συνέντευξη είναι μια μέθοδος που χρησιμοποιείται τόσο κατ ιδίαν όσο και μέσα στην ταξη ως εμπειρία μάθησης. Το περιεχόμενό της δεν περιορίζεται σε προσωπικά προβλήματα. Αντίθετα, ο εκπαιδευτικός τη χρησιμοποιεί και με συμβουλευτικο τρόπο, όταν θέλει να προσεγγίσει ζητήματα προόδου των μαθημάτων, αξιολόγησης των εργασιών και διερεύνησης νέων θεμάτων τα οποία ενδεχομένως θα ενδιέφεραν το μαθητή. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ο εκπαιδευτικός υϊοθετεί τον ρόλο του διευκολυντή που επικεντρώνεται στα συναισθήματα του μαθητή. Η σχέση η οποία αναπτύσσεται μεταξύ παιδαγωγού και μαθητών είναι μια σχέση συμμαχίας. Στο πλαίσιο αυτής της σχέσης ο εκπαιδευτικός δεν προσπαθεί να λύσει το πρόβλημα που εκθέτει ο μαθητής, αλλά να ενθαρρύνει τον ίδιο να εκφράσει ελεύθερα τα συναισθήματά του για το σχολείο, τον εαυτό του ή τους καθηγητές του. Με αυτό τον τρόπο ο μαθητής διευκολύνεται να αποσαφηνίσει τις σκέψεις και 14

αντιλήψεις του, και συνακόλουθα να βρει τους κατάλληλους γι αυτόν τρόπους αλλαγής της κατάστασης (Μαλικιώση-Λοΐζου, 2011). Σύμφωνα με τον Rogers, μια θετική και εποικοδομητική ατμόσφαιρα συζήτησης διακρίνεται από τέσσερα στοιχεία: (α) ο δάσκαλος δείχνει ζεστασιά και ανταποδοτικότητα, εκφράζει ειλικρινές ενδιαφέρον και αποδέχεται τον μαθητή ως πρόσωπο (β) η συμβουλευτική σχέση χαρακτηρίζεται από αποδοχή, εμπιστοσύνη και επιτρέπει την έκφραση (αντανάκλαση 8 ) των συναισθημάτων (γ) ο μαθητής είναι ελεύθερος να εκφράσει τα συναισθήματά του, χωρίς αυτό να σημαινει ότι δεν ελέγχει και τις παρορμήσεις του και (δ) η συμβουλευτική σχέση είναι απαλλαγμένη από κάθε είδους πίεση ή εξαναγκασμό (Joyce & Weil, 1986). Επιπλέον ο σύμβουλος εκπαιδευτικός μπορεί να προχωρήσει και σε αυτοαποκάλυψη δεδομένων, σκέψεων και συναισθημάτων του εφόσον κρίνει ότι αυτό βοηθάει ουσιαστικά τον συμβουλευόμενο να νιώσει μεγαλύτερη αποδοχή και άνεση στην έκφραση των δικών του συναισθημάτων. Η προσωποκεντρική συμβουλευτική συνέντευξη κατευθύνεται προς τρεις κυρίως στόχους: 1. την κάθαρση, η οποία επιτυγχάνεται με την απελευθέρωση των συναισθημάτων που αποτελούν και την πηγή των προβλημάτων, 2. την ενόραση, η οποία οδηγεί σε αναδιοργάνωση του εαυτού και σε καλύτερη γνώση των συναισθημάτων και της συμπεριφοράς, 3. τη σύνθεση, η οποία ανφέρεται στην εποικοδομηική συνεργασία της απελευθέρωσης των συναισθημάτων με την ενόραση που οδηγεί σε θετικές ενέργειες. Αυτές με τη σειρά τους προσφέρουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και ανεξαρτησία στους μαθητές. 8 Αντανάκλαση συναισθημάτων είναι η απομάκρυνση των γνωστικών στοιχείων από την επικοινωνία με το συμβουλευόμενο και η απάντηση και ενίσχυση μόνο των υποκειμενικών αισθηματικών ή συναισθηματικών στοιχείων που υποβόσκουν (Ivey 1993). 15

Η ανωτέρω περιγραφή του ρόλου του εκπαιδευτικού-συβούλου προϋποθέτει εξύψωση της έννοιας του εαυτού, θετική σκέψη, παρρησία και εσωτερικό κέντρο ελέγχου 9, παράγοντες οι οποίοι βρίσκονται πίσω από συμπεριφορές που δείχνουν κοινωνική προσαρμογή, καλές διαπροσωπικές σχέσεις, θετικά κίνητρα, φυσική υγεία και ικανοποιητικά επίπεδα αποδοτικόττητας (Burns, 1982 Rosenberg, 1965). 2.2. Λογικο-συναισθηματική Συμβουλευτική προσέγγιση 2.2.1. Βασικές αρχές της Λογικο-συναισθηματικής προσέγγισης Η συγκεκριμένη προσέγγιση αναπτύχθηκε από τον Albert Ellis στα τέλη της δεκαετίας του 1950 στη Νέα Υόρκη. Στηρίζεται στην παραδοχή πως ο τρόπος σκέψης επηρεάζει τα συναισθήματα και κατ επέκταση τις αντιδράσεις του ατόμου. Η συμπεριφορά και τα συναισθήματα του ατόμου εξαρτώνται από το πως αντιλαμβάνεται το περιβάλλον του, τις πεποιθήσεις, τις προσδοκίες και τις αξίες του (Μαλικιώση-Λοΐζου, 1996). Κεντρική θέση στη λογικο-συναισθηματική θεωρία κατέχει η έννοια της μοναδικότητας του ατόμου. Κάθε άτομο σκέφτεται με τον δικό του τρόπο, λογικό ή παράλογο. Κατά τον Ellis, οι συναισθηματικές δυσκολίες/διαταραχές οφείλονται σε λανθασμένες και παράλογες δοξασίες (στον παράλογο τρόπο του «σκέπτεσθαι»). Τα άτομα με κάποιες ψυχολογικές διαταραχές επηρεάζονται από κάποια «παράλογα πιστεύω» και κάνουν παράλογους συλλογισμούς («εσωτερικές συνομιλίες») που επιδεινώνουν την κατάστασή τους. Η θεωρία χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια του ατόμου να αναγνωρίσει πως οι σκέψεις επηρεάζουν τα συναισθήματα, τις συμπεριφορές και γενικότερα τη λειτουργικότητά του στην καθημερινή ζωή. Αν το άτομο, αφού 9 Εσωτερικό κέντρο ελέγχου (internal locus of control) ονομάζεται η τάση του ατόμου να θεωρεί ότι η πορεία της ζωής του μπορεί να καθοριστεί από το ίδιο και όχι από άλλους εξωγενείς ή τυχαίους παράγοντες (εξωτερικό κέντρο ελέγχου). 16

συνειδητοποιήσει τη σχέση μεταξύ του προβλήματος και της σκέψης του, αλλάξει μετατρέψει την εσωτερική του συνομιλία έτσι ώστε να γίνει λογική (αυτό επιτυγχάνεται με τη δυναμική επέμβαση του συμβούλου, ο οποίος αμφισβητεί τα «πρέπει» του συμβουλευόμενου με λογικά επιχειρήματα), τότε θα αλλάξει και την αντίδρασή του και θα γίνει αποτελεσματικό και ευτυχισμένο. Η προσέγγιση αυτή είναι κατευθυντική (ο σύμβουλος επεμβαίνει δυναμικά και κατευθύνει τον συμβουλευόμενο), αλλά ταυτόχρονα βασίζεται και στην ενεργητική συμμετοχή του συμβουλευόμενου. 2.2.2. Η Λογικο-συναισθηματική Συμβουλευτική στην εκπαίδευση Η λογικο-συναισθηματική συμβουλευτική βρίσκει μεγάλη εφαρμογή στο χώρο της εκπάιδευσης και ιδιαίτερα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης όπου τα παιδιά περνούν πλέον στο στάδιο της εφηβείας. Η εφηβεία ως γνωστόν είναι μια πολύ ιδιαίτερη αναπτυξιακή φάση της ζωής του ατόμου όπου συμβαίνουν παράλληλα πολλές και σημαντικές αλλαγές στην κατάσταση του παιδιού σε σωματικό, συναισθηματικό και νοητικό επίπεδο. Ταυτόχρονα αλλάζει και διαφοροποιείται ο τρόπος με τον οποίο οι έφηβοι βλέπουν τον εαυτό τους και βάζουν τους προσωπικούς τους στόχους. Ακριβώς επειδή αυτή την περίοδο συντελούνται πολλές αλλαγές σε διαφορετικά επίπεδα, ο έφηβος νοιώθει και είναι πολύ ευάλωτος. Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά «φαινόμενα» της περιόδου αυτής είναι ο εφηβικός εγωκεντρισμός η αυτο-απορρόφηση/επικέντρωση δηλαδή στον εαυτό, κατά την οποία ο έφηβος αντιλαμβάνεται τον κόσμο από τη δική του μόνο οπτική γωνία. Οι έφηβοι έχουν την (παράλογη) πεποίθηση ότι αποτελούν το επίκεντρο της προσοχής και του ενδιαφέροντος των άλλων δημιουργούν ένα φανταστικό ακροατήριο όπου όλοι παρατηρούν τη συμπεριφορά τους, όπως κάνουν οι ίδιοι για τον εαυτό τους, και δημιουργούν τους προσωπικούς τους μύθους θεωρώντας πως ότι συμβαίνει σε αυτούς είναι μοναδικό (Γιωτσίδη, 2015). 17

Επίσης, δεν υπάρχει άλλη περίοδος στη ζωή του ατόμου, στην οποία η σχέση με τους συνομηλίκους να έχει τόσο μεγάλη σημασία όσο στην εφηβεία (Youniss & Haynie, 1992). Οι έφηβοι συγκρίνουν και αξιολογούν μεταξύ τους αντιλήψεις, ικανότητες, ακόμα και σωματικές αλλαγές. Ο έφηβος αξιολογεί τις δικές του ικανότητες και την κοινωνική του επιτυχία βάσει ενός συνόλου κανόνων και κριτηρίων για τους αποδεκτούς ρόλους/συμπεριφορές που προσφέρει η «ομάδα αναφοράς». Οι έφηβοι τείνουν να εσωτερικεύουν τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες τους, να μεγαλοποιούν τα προβλήματά τους, να εξιδανικεύουν τους άλλους και να μειώνουν ταυτόχρονα τον εαυτό τους. Όλα τα παραπάνω, δημιουργούν στους εφήβους άγχος, αγωνία, ανασφάλεια, χαμηλή αντοχή στη ματαίωση, ακόμα και κατάθλιψη. Πολλές φορές γίνονται βίαιοι και επιθετικοί. Ο σύμβουλος εκπαιδευτικός καλείται να βοηθήσει τους εφήβους να αναγνωρίσουν κατ αρχήν τις παράλογες ιδέες και πεποιθήσεις τους και στη συνέχεια, με χρήση κατάλληλων τεχνικών, να τις περιορίσουν και ει δυνατόν να τις εξαλείψουν. Εάν αυτό επιτευχθεί, τότε θα βελτιωθεί η ψυχική υγεία των εφήβων και θα αλλάξει προς το καλύτερο η συμπεριφορά τους και οι ακαδημαϊκές τους επιδόσεις. Όπως έχουμε προαναφέρει, συνήθως οι έφηβοι αντιδρούν έντονα στο ενδιαφέρον των ενηλίκων για την ευημερία τους. Γι αυτό ο εκπαιδευτικός που θα θελήσει να προσεγγίσει και να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους θα πρέπει να δείχνει γνήσιο ενδιαφέρον και ειλικρίνεια και να είναι κατάλληλα κατιρτισμένος. Οι τεχνικές της λογικο-συναισθηματικής τεχνικής περιλαμβάνουν συζήτηση και ανάλυση προβλημάτων (σε ατομικό και ομαδικό επίπεδο) μέσω παραδειγμάτων καθημερινής ζωής, προτάσεις αντιμετώπισης με βάση την εμπειρία του συμβούλου στα προβλήματα που παρουσιάζονται, με σκοπό την υϊοθέτηση λογικής-ρεαλιστικής σκέψης, καταλληλότερης συμπεριφοράς και υγιών συναισθημάτων για όλους τους συμβουλευόμενους. 18

Βασικός στόχος του συμβούλου είναι να μάθει στους συμβουλευόμενους το πως να αλλάζουν τις παράλογες-μη ρεαλιστικές σκέψεις που διαθέτουν σε λογικές-ρεαλιστικές. Για να το επιτύχει αυτό, διδάσκει στους συμβουλευόμενους την τεχνική της αμφισβήτησης, της βασικότερης τεχνικής της λογικο-συναισθηματικής προσέγγισης. Σύμφωνα με την τεχνική αυτή, οι συμβουλευόμενοι αρχικά μαθαίνουν να εντοπίζουν σε ατομικό επίπεδο τις σκέψεις (πεποιθήσεις) που τους μπλοκάρουν στη ζωή τους μαθαίνοντας να μην κατηγορούν τους άλλους για τα προβλήματά τους αλλά να εστιάζονται πρώτα στον εαυτό τους στη συνέχεια μαθαίνουν να τις εξετάζουν αναλυτικά ελέγχοντας αν αυτές οι πεποιθήσεις είναι ρεαλιστικές, λογικές και αν τους εξυπηρετούν στη ζωή τους. Μετά από τη διαδικασία αυτή, μαθαίνουν να υιοθετούν πιο λογικές, ρεαλιστικές και λειτουργικές πεποιθήσεις και να τις εφαρμόζουν σε συγκεκριμένες στιγμές στην καθημερινή τους ζωή. Όσο πιο πολύ τις εφαρμόζουν, τόσο περισσότερο θα αισθάνονται και θα συμπεριφέρονται καλύτερα. 2.3. Θετική ψυχολογία Κλείνοντας την παρούσα εργασία θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε συνοπτικά στην αξία της θετικής ψυχολογίας, μιας σύγχρονης προσέγγισης που διαμόρφωσε νέα οπτική όσον αφορά την παροχή σχολικών ψυχολογικών υπηρεσιών, και στα οφέλη που μπορούν να προκύψουν από το συνδυασμό της με άλλες μορφές συμβουλευτικών προσεγγίσεων. Η θετική ψυχολογία ορίζεται ως η επιστημονική μελέτη των δυνατοτήτων και των θετικών χαρακτηριστικών του ατόμου και επικεντρώνεται όχι μόνο στην αποκατάσταση των «αδυναμιών», αλλά κυρίως στην ενίσχυση των θετικών γνωρισμάτων του (Snyder & Lopez, 2002). Περιλαμβάνει τρεις ερευνητικούς τομείς: τα θετικά ατομικά χαρακτηριστικά, τις θετικές υποκειμενικές εμπειρίες, και τους παράγοντες που τις προάγουν (Seligman & Csikszentmihalyi, 2000). 19

Όπως αναφέρει ο Larson (2000) η αρνητική διάθεση που αναφέρουν ότι βιώνουν πολλοί μαθητές δεν αποτελεί απαραίτητα ένδειξη ψυχικής ασθένειας ή διαταραχής, αλλά μάλλον αντικατοπτρίζει την «έλλειψη εστίασης στη θετική ανάπτυξη του ατόμου» (Χατζηχρήστου, 2011). Η θετική ψυχολογία εστιάζει την προσοχή της στην αισιοδοξία και στα προτερήματα του ανθρώπου, προκαλώντας κατ αυτό τον τρόπο μια ριζική στροφή προς τη μελέτη των ανθρώπινων δυνατοτήτων και των θετικών συναισθημάτων. Οι έρευνες στο χώρο δείχνουν τις ευργετικές επιπτώσεις της καλής διάθεσης και των θετικών συναισθημάτων στην ανθρώπινη συμπεριφορά. (Μαλικιώση-Λοΐζου, 2011). Όπως φαίνεται, η καλή ψυχική διάθεση συνδέεται με αυξημένη δημιουργικότητα και ανώτερες νοητικές ικανότητες (Γαλανάκης & Σταλίκας, 2007 Fredrickson & Branigan, 2005 Ryan, 1995 Weinstein, 1998). Πρόσφατες έρευνες επίσης δείχουν ότι τα θετικά συναισθήματα, όπως είναι η αγάπη, η αφοσίωση και η χαρά, συνεισφέρουν κατά πολύ στις διαπροσωπικές σχέσεις. Αντίστοιχη είναι και η επίδρασή τους στην όλη συμβουλευτική διαδικασία (Μαλικιώση-Λοίζου, 2004 Σταλίκας & Μπούτρη, 2004 Stalikas & Fitzpatrick, 2008). Όπως γίνεται αντιληπτό, η μελέτη των παραγόντων που συμβάλλουν στην ανάπτυξη της θετικής ευεξίας και της ψυχικής υγείας των παιδιών είναι σημαντική για την κατανόηση του ευρύτερου φάσματος της εξέλιξης και της ανάπτυξης των παιδιών και των εφήβων (Gilman & Huebner, 2003). 20

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Γιωτσίδη, Β. (2016). Συμβουλευτική Ψυχολογία και Προσανατολισμός. Αδημοσίευτες σημειώσεις μαθήματος. Ετήσιο Πρόγραμμα Παιδαγωγικής Επάρκειας (Ε.Π.ΠΑΙ.Κ.), Ανώτατη Σχολή Παιδαγωγικής και Τεχνολογικής Επάρκειας (Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε.). Αθήνα. Γιωτσίδη, Β. (2015). Αναπτυξιακή Ψυχολογία Το στάδιο της εφηβείας. Αδημοσίευτες σημειώσεις μαθήματος Αναπτυξιακής Ψυχολογίας. Ετήσιο Πρόγραμμα Παιδαγωγικής Επάρκειας (Ε.Π.ΠΑΙ.Κ.), Ανώτατη Σχολή Παιδαγωγικής και Τεχνολογικής Επάρκειας (Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε.). Αθήνα. Δημητρόπουλος, Ε. (1999α). Συμβουλευτική -Προσανατολισμός. Τόμος Α: Συμβουλευτική και Συμβουλευτική Ψυχολογία.(4η εκδ.) Αθήνα: Μ. Π. Γρηγόρη. Δημητρόπουλος, Ε. (1992). Ο εκπαιδευτικός της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιαςεκπαίδευσης ως δάσκαλος και λειτουργός συμβουλευτικής: δυο προβλήματα, μιαλύση. Επιθεώρηση Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού, 22-23, 51-62. Μαλικιώση Μ., (2012). Η Συμβουλευτική Ψυχολογία στην Εκπαίδευση, Αθήνα: ΠΕΔΙΟ Μπρούζος, Α. (2004). Προσωποκεντρική συμβουλευτική. Αθήνα: Τυπωθήτω. Μυλωνά-Καλαβά, Ν. (2000). Ο εκπαιδευτικός στο ρόλο του συμβούλου. Επιθεώρηση Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού, 54-55, 97-101. Παπακωνσταντινοπούλου, Α. (2011). Συμβουλευτική και Πολυπολιτισμική Συμβουλευτική στο δημοτικό σχολείο: οι αντιλήψεις των εκπαιδευτικών (Δημοσιευμένη Μεταπτυχιακή Εργασία). Πανεπιστήμιο Πατρών. Χατζηχρήστου, Χ. (2011). Σχολική Ψυχολογία. Αθήνα: Τυπωθήτω. Χατζηχρήστου, Χ. (2003) Η σχολική Ψυχολογία ως επιστήμη και επάγγελμα: Σύγχρονες τάσεις και μελλοντικές προοπτικές στο διεθνή και ελληνικό χώρο, Ψυχολογία, Ειδικό Τεύχος θέματα Σχολικής και Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας, 10 (4), 415-436. 21