Το φύλο και η στάση απέναντι στους Η/Υ Καραπατσούδη Δήμητρα Εκπαιδευτικός ΠΕ20-60 ΜΔΕ dikarapa@gmail.com Περίληψη Παρόλο που η ψηφιακή τεχνολογία αποτελεί πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας, παρατηρείται σε πολλές περιπτώσεις διαφορά μεταξύ των δύο φύλων ως προς τη στάση τους απέναντι στη τεχνολογία και ειδικότερα στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές (Cooper & Weaver, 2003). Στην παρούσα έρευνα αξιοποιείται η περιγραφική σε συνδυασμό με τη συσχετιστική προσέγγιση για την απάντηση των ερευνητικών ερωτημάτων. Το δείγμα που επιλέγεται προέρχεται από μαθητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ, τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι δεν υπάρχει διαφορά στη στάση ως προς τους Η/Υ μεταξύ των δύο φύλων, δεν υπάρχει διαφορά ως προς τις γνώσεις που φαίνεται να έχουν τα δυο φύλα, στο σεβασμό που δείχνουν απέναντι στους Η/Υ και στη δυσκολία ως προς τη χρήση τους. Ωστόσο, προέκυψε από την έρευνα ότι τα αγόρια έχουν θετικότερα συναισθήματα ως προς τους Η/Υ. Λέξεις κλειδιά: φύλο, στάσεις, Η/Υ, στερεότυπα Εισαγωγή - Προσδιορισμός του Θέματος Η τεχνολογία είναι παρούσα σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητας, στην επικοινωνία, στη ψυχαγωγία, στις κοινωνικές σχέσεις, στις συναλλαγές, στην εκπαίδευση, στις μεταφορές, στην παραγωγή προϊόντων, ακόμα και στην έκφραση συναισθημάτων. Ως κοινωνία αλλάζουμε και εξαρτόμαστε όλο και περισσότερο από τα τεχνολογικά και ηλεκτρονικά μέσα. Ωστόσο, αν δεν αξιοποιεί το άτομο όλες τις δυνατότητες του υπολογιστή, που σχετίζονται με την επίλυση προβλημάτων, την ανάπτυξη ιδεών και τη δημιουργικότητα, κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ψηφιακά αναλφάβητος. Για τους λόγους που προαναφέρθηκαν η τεχνολογία των υπολογιστών και οι εφαρμογές τους έχουν ενταχθεί στα αναλυτικά προγράμματα της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Κασσώτη, 2011). Παρόλο που όλα τα παιδιά από μικρή ηλικία έχουν πρόσβαση μέσω του σχολείου σε ηλεκτρονικά μέσα και που έννοιες όπως «δημοκρατία» και «ίση συμμετοχή» θεωρούνται αυτονόητες, παρατηρείται το λεγόμενο «ψηφιακό χάσμα», το οποίο αφορά στο κενό που δημιουργείται μεταξύ ατόμων που ωφελούνται από τις νέες τεχνολογίες και σε εκείνους που δεν ωφελούνται εξαιτίας κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων (Basu, 2010). Όταν μιλάμε για «έμφυλο ψηφιακό χάσμα»
εννοούμε τη διαφορά που παρατηρείται μεταξύ των δυο φύλων ως προς τη χρήση των ηλεκτρονικών μέσων (Cooper & Weaver, 2003). Η διαφορά αυτή με την πάροδο του χρόνου διαφοροποιείται και έτσι ενώ παλιότερα μιλούσαμε για διαφορά στην πρόσβαση στα ηλεκτρονικά μέσα μεταξύ των δύο φύλων, σήμερα μιλάμε για διαφορά στο τρόπο που τα δυο φύλα τα χρησιμοποιούν (Κασσώτη, 2011). Οι παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη του χάσματος σχετίζονται με τις στάσεις των ατόμων απέναντι στην τεχνολογία και τους υπολογιστές, οι οποίες έχουν αναλυθεί από τους ερευνητές σε μια ποικιλία πλαισίων, από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον (συνολικά την κοινωνία με ότι αυτή περιλαμβάνει, δηλαδή φορείς, μέσα ενημέρωσης κλπ.), ως τα στενότερα περιβάλλοντα της ζωής των παιδιών (οικογένεια, τάξη, παρέα κλπ.) (Κανταρτζή, 2003). Η έννοια του φύλου Για το σκοπό της παρούσας εργασίας, όταν αναφερόμαστε στην έννοια του «φύλου» εννοούμε το κοινωνικό φύλο που αναφέρεται σύμφωνα με τον Johnson (2000) στις προσδοκίες για συγκεκριμένες συμπεριφορές, στάσεις, χαρακτηριστικά, σεξουαλικούς προσανατολισμούς που συσχετίζονται με τα ανατομικά και βιολογικά χαρακτηριστικά. Πώς δομείται όμως το κοινωνικό φύλο; Υπάρχει η βιολογική θεωρία που λέει ότι οι διαφορές ανάμεσα στα φύλα βασίζονται στη φύση και είναι αμετάβλητα τμήματα της φυσικής σειράς. Δηλαδή, τα χρωμοσώματα και οι ορμόνες είναι οι αιτιατοί παράγοντες για τις διαφορές σε στάσεις, αξίες και τρόπους συμπεριφοράς ανάμεσα στα δύο φύλα. Η θεωρία της κοινωνικής μάθησης από την άλλη δέχεται ότι η κοινωνικοποίηση συμβαίνει μέσω της ταύτισης με τα κοινωνικά μοντέλα. Η θεωρία αυτή είναι σε στενή σχέση με τις συμπεριφορικές θεωρίες μόνο που η πορεία της ταύτισης και η διαμόρφωση της συμπεριφοράς εδώ, θεωρούνται πιο πολύπλοκες. Έτσι λοιπόν η θεωρία της κοινωνικής μάθησης δίνει στο παιδί έναν περισσότερο ενεργητικό ρόλο καθώς αυτό μιμείται τα μοντέλα ρόλων. Με άλλα λόγια το παιδί μαθαίνει ποια συμπεριφορά είναι αποδεκτή για το φύλο του, μέσω της ενίσχυσης και της τιμωρίας αλλά και μέσω της παρατήρησης των ζωντανών (γονείς) και συμβολικών μοντέλων (ΜΜΕ, βιβλία). Η θεωρία της γνωστικής ανάπτυξης υποστηρίζει πως το άτομο συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωση των εμπειριών του και στον καθορισμό των απόψεων του για τα δυο φύλα δίνοντας έμφαση στο τρόπο που σκέφτεται το παιδί, θεωρείται δηλαδή ότι τα παιδιά αυτό-κοινωνικοποιούνται. Τέλος η ψυχαναλυτική θεωρία με θεμελιωτή το Freud δέχεται ότι η ανθρώπινη προσωπικότητα διαμορφώνεται καθώς περνά μέσα από διάφορα ψυχοσεξουαλικά στάδια (στοματικό, πρωκτικό και φαλλικό). Ο γενετήσιος ερωτισμός του φαλλικού σταδίου και η σημασία την οποία αποδίδουν τα παιδιά στη διαφορά των σεξουαλικών οργάνων επηρεάζει τη συμπεριφορά τους και την προσωπικότητα τους στη μετέπειτα ζωή τους (Kανταρτζή, 2003 Μαραγκουδάκη, 2005). Στην παρούσα εργασία θα εστιάσουμε στη θεωρία της κοινωνικής κατασκευής του φύλου σύμφωνα με την οποία, το κοινωνικό φύλο προσεγγίζεται όχι ως κάτι που
υπάρχει στην κοινωνία ως φυσική κατηγορία, αλλά ως κάτι που κατασκευάζεται στο πλαίσιο της αλληλεπίδρασης. Τα έμφυλα στερεότυπα Όλες οι θεωρίες δόμησης του ρόλου των φύλων έχουν ως κοινή αφετηρία τη παραδοχή ότι η κοινωνία είναι οργανωμένη με έμφυλο διαχωρισμό και ότι τα παιδιά από πολύ μικρή ηλικία βλέπουν τους ανθρώπους κατά αυτό τον τρόπο. Όταν οι δραστηριότητες και τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων ταυτίζονται με κάποια από αυτές τις έμφυλες κατηγορίες τότε αποκτώνται έμφυλα στερεότυπα (Biemat, Manis & Nelson, 1991). Συγκεκριμένα τα άτομα μαθαίνουν ποια συμπεριφορά θεωρείται κατάλληλη για το φύλο τους μέσα από την πορεία της κοινωνικοποίησης. Οι φορείς της κοινωνικοποίησης (οικογένεια, ομάδες συνομηλίκων, σχολείο) έχουν στερεότυπες αντιλήψεις σχετικά με τα χαρακτηριστικά που αποδίδονται στο κάθε φύλο και η κοινωνικοποίηση του ρόλου των φύλων αντανακλά τις προσδοκίες που βασίζονται στις απόψεις αυτές. Επίσης οι απόψεις των φορέων κοινωνικοποίησης για το πώς πρέπει να είναι και να συμπεριφέρονται τα δυο φύλα βασίζονται στα στερεότυπα, και άρα επηρεάζουν και το τρόπο κοινωνικοποίησης του φύλου. Επομένως αν το στερεότυπο του ρόλου του φύλου «επιβάλλει» στο φύλο μια στάσησυμπεριφορά απέναντι στους υπολογιστές και την τεχνολογία το άτομο στη συνέχεια της ζωής του δρα με βάση αυτή τη συμπεριφορά που είναι κατάλληλη για το φύλο του (Κανταρτζή, 2003). Στάση απέναντι στους υπολογιστές Η στάση απέναντι στους υπολογιστές ή όπως εμφανίζεται στην αγγλική βιβλιογραφία computer attitude ορίζεται ως η γενική αξιολόγηση ή το αίσθημα ευμενούς ή δυσμενούς διάθεσης ενός ατόμου απέναντι στη τεχνολογία των υπολογιστών ή σε συγκεκριμένες δραστηριότητες με τη χρήση αυτών (Σιώζος & Παλαιγεωργίου & Κωνσταντάκης, 2004). Ο ψυχολογικός όρος «στάση» δηλώνει μια νοητική κατάσταση της προσωπικότητας σύμφωνα με την οποία το άτομο συμπεριφέρεται σε μια κατηγορία ανθρώπων, μια κατάσταση, ένα αντικείμενο, ένα θεσμό, ή μια έννοια με ένα συγκεκριμένο τρόπο (Παντούλη& Παπαδόπουλος, 2006).
Βιβλιογραφική Επισκόπηση Σε έρευνα (Durndell & Haag, 2002) που πραγματοποιήθηκε με δείγμα 150 φοιτητές του πανεπιστημίου της Ρουμανίας διαπιστώθηκε ότι τα αγόρια τείνουν να έχουν περισσότερα συναισθήματα αυτόαποτελεσματικότητας ως προς τον υπολογιστή και λιγότερο άγχος ως προς τη χρήση του. Επιπλέον τα αγόρια χρησιμοποιούν το διαδίκτυο περισσότερο από τα κορίτσια (και επομένως και τον υπολογιστή ή κάποιο άλλο ψηφιακό μέσο) και έχουν θετικότερη στάση απέναντι του. Αντίθετα η έρευνα της Vekiri (2010) που έλαβε χώρα στην Ελλάδα και συμμετείχαν 301 μαθητές δημοτικού έδειξε ότι τα αγόρια δεν έχουν μεγαλύτερη αυτόαποτελεσματικότητα και θετικές απόψεις ως προς τις τεχνολογίες της πληροφορικής, ωστόσο έδειξε ότι οι αντιλήψεις των αγοριών και των κοριτσιών επηρεάζονται διαφορετικά από τους γονείς και τους δασκάλους τους. Σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο φύλων ως προς την εμπιστοσύνη που δείχνουν απέναντι στα ψηφιακά μέσα και ως προς τις στερεοτυπικές απόψεις για τους χρήστες των ηλεκτρονικών υπολογιστών έδειξε η έρευνα των Shashaani & Khalili (2001). Συγκεκριμένα οι γυναίκες πιστεύουν ότι και τα δύο φύλα έχουν τις ίδιες ικανότητες ως προς τη χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών αλλά έδειξαν χαμηλή εμπιστοσύνη στον εαυτό τους ως προς την ικανότητα τους να δουλέψουν με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Επιπλέον η έρευνα έδειξε ότι και τα δύο φύλα δείχνουν συμπάθεια ως προς τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και έχουν τις ίδιες αντιλήψεις ως προς τη χρησιμότητα τους. Επιπρόσθετα οι ερευνητές Bebetsos & Antoniou (2009) στην έρευνα τους με δείγμα 165 φοιτητές, διαπίστωσαν ότι υπάρχουν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο φύλων με τους άνδρες μαθητές να είναι πιο θετικοί στην ιδέα να χρησιμοποιήσουν τον υπολογιστή και να έχουν πιο θετικά συναισθήματα απέναντι του. Οι Colley & Comber (2003) σε έρευνα τους που πραγματοποιήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο με δείγμα 939 συνολικά μαθητές με ηλικίες 11-12 χρονών και 15-16 χρονών. Συγκεκριμένα, τα αγόρια δείχνουν περισσότερη συμπάθεια προς τους υπολογιστές, έχουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση ως προς τη χρήση τους και χρησιμοποιούν τους υπολογιστές περισσότερο εκτός σχολείου κυρίως για να παίζουν ηλεκτρονικά παιχνίδια. Επίσης διαπιστώθηκε ότι τα μεγαλύτερα κορίτσια έχουν λιγότερο θετική στάση ως προς τον υπολογιστή και αυτό εξηγείται από τους ερευνητές ότι οφείλεται στις «πιέσεις» που δέχονται από το περιβάλλον να διατηρήσουν το στερεότυπο του φύλου.
Σε αντίθεση με τα παραπάνω, η έρευνα των Oosterwegel, Littleton & Light (2004) στην Ολλανδία οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν αξιοσημείωτες διαφορές μεταξύ των δυο φύλων ως προς τη στάση τους απέναντι στους υπολογιστές. Πιο ειδικά και τα 73 παιδιά (ηλικίας 12-13 ετών) είχαν θετική στάση απέναντι στα ψηφιακά μέσα, ωστόσο παρατηρήθηκαν κάποιες διαφορές μεταξύ των δύο φύλων ως προς το πώς χρησιμοποιούν τον υπολογιστή. Στόχος και Σκοποί της Εργασίας Δεδομένου ότι η χρήση των τεχνολογικών μέσων και ειδικά του Η/Υ είναι αρκετά διαδεδομένη, σύμφωνα με τον Davis (1993), η αποτελεσματική εφαρμογή τους εξαρτάται από το κατά πόσο οι χρήστες έχουν θετική στάση απέναντί τους. Επομένως, ο στόχος της παρούσας εργασίας είναι η διερεύνηση της στάσης των μαθητών απέναντι στους Η/Υ και κατά πόσο αυτή σχετίζεται με το φύλο τους. Επιμέρους σκοποί της εργασίας είναι: α) η δημιουργία ενδιαφέροντος για τη μελέτη του φύλου ως παράγοντα που επηρεάζει τη στάση του ατόμου απέναντι στα ηλεκτρονικά μέσα, β) η χρήση της εργασίας αυτής από μελλοντικούς ερευνητές για περαιτέρω έρευνα στο θέμα. Ερευνητικά Ερωτήματα και Ερευνητικές Υποθέσεις Η ερευνητική υπόθεση της παρούσας εργασίας είναι ότι το κοινωνικό φύλο είναι παράγοντας που επηρεάζει τη στάση που έχουν τα άτομα απέναντι στους υπολογιστές και στην τεχνολογία γενικότερα. Συγκεκριμένα, υποστηρίζεται ότι το κοινωνικό περιβάλλον (οικογένεια, φίλοι, παρέες, σχολείο) διαμορφώνει στερεότυπες εικόνες, για τη στάση του κάθε φύλου απέναντι στους υπολογιστές, δηλαδή προσχηματισμένες και υπεραπλουστευμένες αντιλήψεις αναφορικά με τη στάση των ατόμων απέναντι στην τεχνολογία και τους υπολογιστές απλώς και μόνο βάση του φύλου τους. Διαμορφώνονται επομένως τα ερευνητικά ερωτήματα: α) Τα αγόρια ή τα κορίτσια έχουν θετικότερη στάση ως προς τους Η/Υ; β) Ποια είναι η στάση των μαθητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης απέναντι στους Η/Υ; γ) Τα αγόρια ή τα κορίτσια έχουν θετικότερα συναισθήματα ως προς τους Η/Υ; δ) Τα αγόρια ή τα κορίτσια φαίνεται να έχουν περισσότερες γνώσεις γύρω από θέματα των Η/Υ; ε) Τα αγόρια ή τα κορίτσια φαίνεται να έχουν καλύτερη συμπεριφορά και σεβασμό ως προς τη χρήση των Η/Υ; στ) Τα αγόρια ή τα κορίτσια φαίνεται να δυσκολεύονται ως προς τη χρήση των Η/Υ; Μεθοδολογία/Στρατηγική Στην παρούσα εργασία χρησιμοποιείται η περιγραφική προσέγγιση έρευνας σε συνδυασμό με τη συσχετιστική ώστε να καταγραφούν οι στάσεις των ατόμων απέναντι στους Η/Υ αλλά και να γίνει συσχέτιση της σύνθετης μεταβλητής «στάση» με τη μεταβλητή «φύλο». Η συγκέντρωση των δεδομένων γίνεται μέσω ερωτηματολογίου που δίνεται στους μαθητές. Η παρέμβαση του ερευνητή με τη μέθοδο αυτή είναι σχεδόν ανύπαρκτη, εξάλλου, ο στόχος της έρευνας αυτής είναι η
καταγραφή του φαινομένου και όχι η ερμηνεία του. Τόσο η περιγραφική όσο και η συσχετιστική προσέγγιση δεν επιτρέπει την ανάδειξη αιτιωδών σχέσεων μεταξύ των μεταβλητών «φύλο» και «στάση». Συμμετέχοντες Το δείγμα αποτελείται από μαθητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 16-19 ετών. Πρόκειται για δείγμα «ευκολίας» που αποτελείται από 32 άτομα (19 αγόρια και 13 κορίτσια) και τα αποτελέσματα της έρευνας που προκύπτουν αφορούν στο συγκεκριμένο δείγμα και σε καμιά περίπτωση δε μπορούν να γίνουν γενικεύσεις καθώς δεν αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα του πληθυσμού-στόχου. Εργαλεία και διαδικασία διεξαγωγής της έρευνας Το ερωτηματολόγιο που χορηγήθηκε στην παρούσα έρευνα είναι το «16-19 Computer Attitude Scale» του Selwyn(1997) το οποίο μεταφράστηκε και ελέγχθηκε από τους Αντωνίου, Πάτση, Μπεμπέτσος και Υφαντίδου (2006).Το συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο απευθύνεται σε άτομα ηλικίας 16-19 ετών και αποτελείται από τέσσερις υποκλίµακες: α) Επίδραση (συναισθήματα για τους υπολογιστές) που αποτελείται από 6 ερωτήσεις, β) Γνώση (απόψεις και πληροφορίες όσον αφορά τους υπολογιστές) που αποτελείται από 5 ερωτήσεις, γ) Παρόρµηση ή Συµπεριφορά (προθέσεις και πράξεις, στις οποίες υπάρχει σεβασµός προς τον υπολογιστή) που αποτελείται από 6 ερωτήσεις και δ) Αντιλαμβανόμενη Συμπεριφορά Ελέγχου (αντιλαμβανόμενη ηρεμία ή δυσκολία στη χρήση των υπολογιστών) που αποτελείται από 4 ερωτήσεις. Οι μαθητές καλούνται να απαντήσουν σε πεντάβαθμη κλίμακα τύπου Likert. Το σκορ υπολογίζεται µε την κατανομή αριθμητικής αξίας στις απαντήσεις: «Συμφωνώ απόλυτα» (βαθμολογείται µε 5), «Συμφωνώ» (βαθμολογείται µε 4), «Δεν ξέρω» (βαθμολογείται µε 3), «ιαφωνώ» (βαθμολογείται µε 2) και «ιαφωνώ απόλυτα» (βαθμολογείται µε 1). Δέκα από τις ερωτήσεις του ερωτηματολογίου (1,5,6,8,10,11,13,14,16,20) είναι αρνητικά φορτισμένες και προκειμένου να υπολογιστεί το σκορ, οι απαντήσεις σε αυτές τις ερωτήσεις αντιστρέφονται. Πρόκειται για ένα εργαλείο το οποίο έχει ήδη χρησιμοποιηθεί σε έρευνες μεγάλης κλίμακας όπως αυτή του Selwyn(1997) και έχει ελεγχθεί για την αξιοπιστία και την εγκυρότητα του. Συγκεκριμένα, η αξιοπιστία του ελέγχθηκε υπολογίζοντας το Cronbach s alpha για όλους τους παράγοντες και η εξέταση της δοµικής εγκυρότητας του ερωτηματολογίου, έγινε µέσω της διερευνητικής παραγοντικής ανάλυσης (Αντωνίου και συν., 2006). Επιπλέον, το ερωτηματολόγιο του Selwyn(1997) ελέγχθηκε και βρέθηκε ότι έχει υψηλή εσωτερική αξιοπιστία με συντελεστή 0,90, αξιοπιστία επαναληπτικών μετρήσεων με συντελεστή 0,93 και σημαντική δομική εγκυρότητα(p <0,001).
Λειτουργικοποίηση των όρων Το συνολικό σκορ του ερωτηματολογίου προκύπτει από το μέσο όρο των επιμέρους σκορ σε κάθε υποκλίµακα και δηλώνει τη μεταβλητή «στάση». Οι μεταβλητές «συναισθήματα», «γνώση», «σεβασμός», «δυσκολία» προκύπτουν από τους μέσους όρους των απαντήσεων στις αντίστοιχες υποκλίμακες του ερωτηματολογίου. Συγκεκριμένα η μεταβλητή «συναισθήματα» προκύπτει από το μέσο όρο των απαντήσεων στις ερωτήσεις 1, 16, 8, 20, 12, η μεταβλητή «γνώση» προκύπτει από το μέσο όρο των απαντήσεων στις ερωτήσεις 2,21,17,13,6, η μεταβλητή «σεβασμός» προκύπτει από το μέσο όρο των απαντήσεων στις ερωτήσεις 3,9,15,7,11,19 και η μεταβλητή «δυσκολία» προκύπτει από το μέσο όρο των απαντήσεων στις ερωτήσεις 4,14,10,18 (Αντωνίου και συν., 2006). Αποτελέσματα-Συζήτηση Για την απάντηση στα ερευνητικά ερωτήματα 1, 3, 4, 5 και 6 πραγματοποιείται σύγκριση μέσων όρων δύο πληθυσμών (αγοριών και κοριτσιών). Βασική προϋπόθεση είναι ότι τα δεδομένα από κάθε πληθυσμό πρέπει να ακολουθούν την κανονική κατανομή. Για να τις ερευνητικές μας υποθέσεις πρέπει πρώτα να πραγματοποιηθεί έλεγχος κανονικότητας, με χρήση Kolmogorov-SmirnovTest, ξεχωριστά για κάθε πληθυσμό. Από την στατιστική ανάλυση προκύπτει ότι η τιμή p για κάθε μεταβλητή και στα αγόρια και στα κορίτσια είναι >0,05 άρα ισχύει η μηδενική υπόθεση που λέει ότι η κατανομή των δεδομένων είναι κανονική και για τους δύο πληθυσμούς. Στη συνέχεια πραγματοποιείται έλεγχος διασπορών ώστε να γίνει επιλογή της τιμής p του δίπλευρου ελέγχου και μετά, υπολογίζεται η τιμή p του μονόπλευρου ελέγχου, με αξιοποίηση της τιμής t του κριτηρίου ελέγχου, και ελέγχεται αν ο μέσος όρος του ενός πληθυσμού είναι μεγαλύτερος από το μέσο όρο του άλλου πληθυσμού. Από την ανάλυση φάνηκε ότι δεν υπήρχαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ αγοριών και κοριτσιών στις στάσεις προς τους υπολογιστές. Ωστόσο φάνηκε ότι τα αγόρια έχουν θετικότερα συναισθήματα απέναντι στους υπολογιστές, πράγμα που έρχεται σε συμφωνία με αντίστοιχη ερευνητική μας υπόθεση. Όπως στην έρευνα των Shashaani & Khalili (2001), έτσι και στην παρούσα έρευνα φαίνεται ότι τα κορίτσια αισθάνονται περισσότερο ανασφαλείς όταν τους ζητείται να κάνουν χρήση των Η/Υ πράγμα που επιβεβαιώνεται και από τη βιβλιογραφία που λέει ότι το στερεότυπο του φύλου καθορίζει τη συμπεριφορά τους (Κανταρτζή, 2003). Πιθανόν το σχολείο, ως φορέας κοινωνικοποίησης αναπαράγει το στερεότυπο ότι τα αγόρια είναι περισσότερο ικανά στη χρήση Η/Υ και επομένως ακόμα και αν τα ίδια τα κορίτσια έχουν τις δεξιότητες χρήσης των Η/Υ, διστάζουν να τους χρησιμοποιήσουν παρά μόνο αν τους επιβάλλεται. Σε ο,τι αφορά τις απόψεις και τις πληροφορίες που κατέχουν, τις προθέσεις και τις πράξεις τους στις οποίες υπάρχει σεβασμός στον Η/Υ και τέλος την ηρεμία ή δυσκολία που βιώνουν τα παιδιά ως προς τη χρήση των Η/Υ, δεν παρατηρούνται διαφορές μεταξύ των δύο φύλων. Οι μαθητές έρχονται πλέον σε
καθημερινή επαφή με τα νέα τεχνολογικά μέσα και έχουν αποκτήσει δεξιότητες και γνώσεις που οι παλιότερες γενιές δεν έχουν. Είναι εύλογο πως η στάση των νέων απέναντι στους Η/Υ είναι θετική μιας και ο Η/Υ ως εργαλείο είναι πλέον οικείος. Θα είχε ενδιαφέρον να εξετάσουμε σε μια μελλοντική εργασία πώς διαφοροποιούνται οι στάσεις των δύο φύλων απέναντι στους Η/Υ ανάλογα με πώς το κάθε φύλο χρησιμοποιεί τον υπολογιστή. Με άλλα λόγια, οποιαδήποτε μελλοντική εργασία διερευνά το ζήτημα του φύλου και της στάσης απέναντι στους υπολογιστές πρέπει να αναγνωρίσει τα διαφορετικά πλαίσια και τις μορφές χρήσης των υπολογιστών, που αποτελούν καθημερινή εμπειρία των παιδιών με την τεχνολογία Μόνο τότε θα καταλάβουμε πώς συγκεκριμένες εφαρμογές και λειτουργίες των Η/Υ έχουν έμφυλη ταυτότητα, πράγμα βέβαια που προϋποθέτει μια πιο αναλυτική μεθοδολογία και ένα πιο εξελιγμένο εργαλείο διερεύνησης στάσεων. Βιβλιογραφία Αντωνίου, Π., Πάτση, Χ., Μπεμπέτσος, Ε. &Υφαντίδου, Γ. (2006). Εγκυρότητα Κλίµακας και Αξιολόγηση Στάσεων Μαθητών Έναντι των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών. Σύγκριση µε Στάσεις ως προς τη Φυσική Αγωγή και τη Φυσική ραστηριότητα των Μαθητών. Αναζητήσεις στη Φυσική Αγωγή & τον Αθλητισµό. 4(1), 114-124. Basu, S. (2010).Special Issue on Digital Divide (Two Issues). Ανακτήθηκε από: http://works.bepress.com/subhajitbasu/55 Bebetsos, E. & Antoniou, A. (2009). Gender diffrences on attitudes, computer use and physical activity among Greek university students. The Turkish Online Journal of Educational Technology. 8(2), 63-67. Biemat, M., Manis, M. & Nelson, T. E. (1991). Stereotypes and standards of judgment. Journal of Personality and Social Psychology. 60(4), 485-499. Colley, A. & Comber, C. (2003). Age and gender differences in computer use and attitudes among secondary school students: What has changed? Educational Research. 2(45), 155-165. Cooper, J.& Weaver, K. D. (2003).Gender and computers. Understanding the digital divide. New York: Erlbaum. Davis, F. (1993). User acceptance of information technology: system characteristics, user perceptions and behavioral impacts. International Journal of Man-Machine Studies. 38(3), 475-487. Durndell, A. & Haag, Z. (2002). Computer self efficacy, computer anxiety, attitudes towards the Internet and reported experience with the Internet, by gender, in an East European sample. Computers in Human Behavior. 18(5), 521-535. Johnson, A. (2000). Dictionary of Sociology. Comwall: Blackwell.
Κανταρτζή, Ε. (2003). Τα Στερεότυπα του Ρόλου των Φύλων στα Σχολικά Εγχειρίδια του Δημοτικού Σχολείου. Θεσσαλονίκη: Εκδοτικός οίκος αδελφών Κυριακίδη. Κασσώτη, Ο. (2011). Φύλο και αξιοποίηση του νέου τεχνολογικά εμπλουτισμένου περιβάλλοντος το οποίο διαμορφώνεται με την εισαγωγή των υπολογιστών στην ελληνική πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Ρόδος. Μαραγκουδάκη, Ε. (2005). Εκπαίδευση και διάκριση των φύλων. Αθήνα: Εκδόσεις Οδυσσέας. Oosterwegel, A., Littleton, K. & Light, P. (2004). Understanding computer-related attitudes through an idiographic analysis of gender- and self-representations. Learning and Instruction. 14(2), 215-233. Παντούλη, Ο. & Παπαδόπουλος, Γ. (2006). Παρουσίαση της ελληνικής προσαρμογής της κλίμακας μέτρησης στάσεων απέναντι στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές (ComputerAttitudeScale). Επιστήμες της Αγωγής. 2, 75-84. Σιώζος, Π., Παλαιγεωργίου, Γ. &Κωνσταντάκης, Ν. (2004). Η Στάση απέναντι στους υπολογιστές: θεωρητική προσέγγιση και µια καταγραφή της σε πρωτοετείς φοιτητές ενός τμήματος Πληροφορικής. Πρακτικά 4 ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Ε.Τ.Π.Ε., Αθήνα, 191-200. Selwyn, N. (1997). Students' attitute toward computers: Validation of a computer attitude scale for 16-19 education. Computers & Education. 28, 35-41. Shashaani, L. & Khalili, A. (2001). Gender and computers: similarities and differences in Iranian college students attitudes toward computers. Computers & Education. 37, 363-375. Vekiri, I. (2010). Boys and girls ICT beliefs: Do teachers matter?. Computers & Education. 55(1), 16-23