Ντετερµινισµός και τυχαιότητα στη διδασκαλία µη γραµµικών δυναµικών συστηµάτων

Σχετικά έγγραφα
Διερεύνηση της ένταξης των αλλαγών των ιδιοτήτων των υλικών σωμάτων σε επίπεδο νανοκλίμακας στο Γυμνάσιο

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ

ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΜΟΣ 2ης ΔΙΔΑΚΤΙΚΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ

περιλαμβάνει αντιδιαισθητικές έννοιες

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών

þÿ ÀÌ Ä º± µä À ¹ ¼ ½

Εποικοδομητική διδασκαλία μέσω γνωστικής σύγκρουσης. Εννοιολογική αλλαγή

Διερευνητική μάθηση We are researchers, let us do research! (Elbers and Streefland, 2000)

ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ ΑΓΙΩΝ ΟΜΟΛΟΓΗΤΩΝ

ΠΕ60/70, ΠΕ02, ΠΕ03, ΠΕ04)

Θέµατα αξιολόγησης εκπαιδευτικού λογισµικού

Η σχέση Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Επιστημών με την Εκπαίδευση στις Φυσικές Επιστήμες Κωνσταντίνα Στεφανίδου, PhD

þÿ ¼ ¼± Ä Â ÆÅùº  ÃÄ ½

ΣΧΕ ΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ή PROJECT

Ποιοτική μεθοδολογία έρευνας στη Διδακτική των Μαθηματικών Ενότητα 1: Η έρευνα στη Διδακτική των Μαθηματικών

Θεωρητικές και μεθοδολογικές προσεγγίσεις στη μελέτη της περιοδικότητας: Μια συστημική προσέγγιση. Δέσποινα Πόταρη, Τμήμα Μαθηματικών, ΕΚΠΑ

Γουλή Ευαγγελία. 1. Εισαγωγή. 2. Παρουσίαση και Σχολιασµός των Εργασιών της Συνεδρίας

Αναγκαιότητα - Χρησιμότητα

Παιδαγωγικές δραστηριότητες μοντελοποίησης με χρήση ανοικτών υπολογιστικών περιβαλλόντων

Περιεχόµενα ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ a. Γενικές αρχές b. Γενικοί σκοποί 13

ΠΕΡΙ ΦΥΣΗΣ ΚΑΙ ΜΑΘΗΣΗΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ. Μαρία Καλδρυμίδου

ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΜΟΣ 4ης ΔΙΔΑΚΤΙΚΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ

Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά. Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Μη γραμμικά δυμαμικά συστήματα στη διδασκαλία τωμ Φυσικώμ Επιστημώμ

Διδακτική των Φυσικών Επιστημών Ενότητα 2: Βασικό Εννοιολογικό Πλαίσιο

, α µα.., α α α, α µα.., α α α α α α α α α «α µα. α α µ «α α µα» α

ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ TIMSS

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΑΙ ΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗΣ ΦΑΚΕΛΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο Πανεπιστημίου Πατρών. Αθανασία Μπαλωμένου ΠΕ03 Βασιλική Ρήγα ΠΕ03 Λαμπρινή Βουτσινά ΠΕ04.01

Η ΧΡΗΣΗ «ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ» ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΩΝ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΑΠΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥΣ ΠΕ04 ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Έννοιες Φυσικών Επιστημών Ι

Σύµφωνα µε την Υ.Α /Γ2/ Εξισώσεις 2 ου Βαθµού. 3.2 Η Εξίσωση x = α. Κεφ.4 ο : Ανισώσεις 4.2 Ανισώσεις 2 ου Βαθµού

Π. Καριώτογλου. Παιδαγωγική Σχολή, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας

ΔΙΔΑΚΤΙΚΉ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΏΝ

Eκπαίδευση Εκπαιδευτών Ενηλίκων & Δία Βίου Μάθηση

ΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΤΩΝ ΥΟ ΦΥΛΩΝ ΣΤO ΠΛΑΙΣΙO THΣ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΝΟΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΜΙΚΟΥ ΣΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΤΗΣ Β/ΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠ/ΣΗΣ

Παιδαγωγικές εφαρμογές Η/Υ. Μάθημα 1 ο

ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΜΟΣ 1ης ΔΙΔΑΚΤΙΚΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ

Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε. Π.Μ.Σ. ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

ιπλωµατική εργασία: Νικόλαος Ματάνας Επιβλέπων Καθηγήτρια: Μπούσιου έσποινα

ΕΠΕΑΕΚ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΥ Τ.Ε.Φ.Α.Α.ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ

Η ΤΡΙΓΩΝΟΠΟΙΗΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ

Ανάλυση των δραστηριοτήτων κατά γνωστική απαίτηση

Ρετσινάς Σωτήριος ΠΕ 1703 Ηλεκτρολόγων ΑΣΕΤΕΜ

Προσεγγίζοντας την «εξαέρωση»: διδακτικές επιλογές των νηπιαγωγών και αναλυτικό πρόγραμμα

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΣΤΑΣΗΣ ΜΑΘΗΤΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ Ι ΑΣΚΑΛΙΑΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΜΕ Η ΧΩΡΙΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΟ ΛΟΓΙΣΜΙΚΟ

Η διδασκαλία στο εργαστήριο. Kώστας Χαρίτος - ΔιΧηΝΕΤ

Εφαρμογή στη σχολική πράξη της εποικοδομητικής προσέγγισης για τη διδασκαλία και μάθηση των Φ.Ε. από φοιτητές του Π.Τ.Δ.Ε.

ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΜΟΣ 2ης ΔΙΔΑΚΤΙΚΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ

ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΜΟΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ

Η ιδακτική των Φυσικών Επιστηµών και η Εφαρµογή Νέων Τεχνολογιών στην Εκπαίδευση. Λευκωσία 3-5 Μαΐου 2000 ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΟΥ ΤΟΜΟΣ ΙI

ΦΥΣΙΚΑ Ε & Στ ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΡΑΣΣΑΣ ΣΧΟΛΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ

Σενάριο µαθήµατος µε τίτλο: «Μελέτη του 2 ου νόµου του Newton στο περιβάλλον του Interactive Physics»

Μια καινοτομική διδακτική πρόταση για την τριβή, δομημένη σε στοιχεία από την Ιστορία της τριβής

Παραδοτέο Π.1 (Π.1.1) Εκθέσεις για προµήθεια εκπαιδευτικού υλικού

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. 1 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών. ΤΕΙ Πελοποννήσου

ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

«ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ» Μάθημα 6 «Βασικές μέθοδοι ποιοτικής & μικτής έρευνας»

1= <2 Ώρες, 2=2-4 Ώρες, 3=4-6 Ώρες, 4=6-8 Ώρες, 5= >8 Ώρες

Ποιες Νέες Τεχνολογίες; Εισαγωγή. 1841: Μαυροπίνακας. 1940: Κινούµενη Εικόνα. 1957: Τηλεόραση

Απόστολος Μιχαλούδης

Γνωριμία και παιχνίδι με το δυαδικό σύστημα

Προτιμήσεις εκπαιδευτικών στην επίλυση προβλημάτων με συμμετρία. Στόχος έρευνας


Να γνωρίσουν οι µαθητές όσο το δυνατό περισσότερες έννοιες

ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΜΟΣ 1ης ΔΙΔΑΚΤΙΚΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ

Πρώτο Κεφάλαιο Φάσεις & Μοντέλα ένταξης των ΤΠΕ στην Εκπαίδευση Εκπαιδευτική Τεχνολογία: η προϊστορία της πληροφορικής στην εκπαίδευση 14

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Ως εκπαιδευτικός... ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Οι μαθητές σας είχαν την ευκαιρία να...

ΤΟ ΠΡΟΣΗΜΟ ΤΟΥ ΤΡΙΩΝΥΜΟΥ

«Σύγχρονες προσεγγίσεις και πειράματα στη Διδασκαλία της Φυσικής και της Χημείας στη Δευτεροβάθμια και Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση».

Ηλεκτρονικό Εργαστήριο Φυσικής. ρακόπουλος Γρηγόρης, ΠΕ04, Ελληνογαλλική Σχολή Καλαµαρί,

εισήγηση 8η Είδη Έρευνας ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΑΣ (#Ν151)

Εκπαιδευτική Τεχνολογία και Θεωρίες Μάθησης

ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΜΟΣ 3ης ΔΙΔΑΚΤΙΚΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ

International Conference Quality and Equity in Education: Theories, Applications and Potentials

«ΝΕΟ ΣΧΟΛΕΙΟ (Σχολείο 21ου αιώνα) Πιλοτική Εφαρμογή, στους Άξονες Προτεραιότητας 1,2,3 -Οριζόντια Πράξη»

Εξ αποστάσεως υποστήριξη του έργου των Εκπαιδευτικών μέσω των δικτύων και εργαλείων της Πληροφορικής

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΕΠΙ ΟΣΗΣ ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ ΥΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΕΝΟΣ ΑΕΙ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΤΟΥΣ ΣΤΗ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗ

Γενικός προγραμματισμός στην ολομέλεια του τμήματος (διαδικασία και τρόπος αξιολόγησης μαθητών) 2 ώρες Προγραμματισμός και προετοιμασία ερευνητικής

Μαθηματικά και Πληροφορική. Διδακτική Αξιοποίηση του Διαδικτύου για τη Μελέτη και την Αυτο-αξιολόγηση των Μαθητών.

Έρευνες με χρήση φορητής μάθησης στα Μαθηματικά

ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΣΕΝΑΡΙΟΥ ΣΤΟ ΚΣΕ ΒΟΛΟΥ Α ΜΕΡΟΣ. ΣΧΕΔΙΑΣΗ

Μαθηµατική. Μοντελοποίηση

Δρ. Ράνια Πετροπούλου

(Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε.) ΠΑΡΑΔΟΤΕΟ Δ3-5_3 1 ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΕ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ. Vocational Technology Enhanced Learning (VocTEL) 2015

Copyright: ISBN: , gperdikis@kat.forthnet.gr ,,.2121/1993,. 100/1975., , /1993.

Εκπαιδευτικό λογισµικό µε φύλλα εργασίας µε θέµα το «φωτοηλεκτρικό φαινόµενο»

(Δεκέμβριος 2015) 1. Ταυτότητα της έρευνας

ΚΥΚΛΟΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Georgiou, Styliani. Neapolis University. þÿ ±½µÀ¹ÃÄ ¼¹ µ À»¹Â Æ Å

Έστω λοιπόν ότι το αντικείμενο ενδιαφέροντος είναι. Ας δούμε τι συνεπάγεται το κάθε. πριν από λίγο

Τo πρόγραμμα «Διάγραμμα Ροής» και η διδακτική του αξιοποίηση στην Διδασκαλία του προγραμματισμού

«Του καλού καιρού» Erasmus + Edmuse Project: Education and Museum: Cultural Heritage for Science Learning

Ποιοτική μεθοδολογία έρευνας στη Διδακτική των Μαθηματικών Ενότητα 5: Μελέτη αντιλήψεων και πεποιθήσεων

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Προγράμματος. Εκπαίδευση μέσα από την Τέχνη. [Αξιολόγηση των 5 πιλοτικών τμημάτων]

1. Οι Τεχνολογίες της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών στην εκπαιδευτική διαδικασία

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Transcript:

Ντετερµινισµός και τυχαιότητα στη διδασκαλία µη γραµµικών δυναµικών συστηµάτων ηµήτριος Σταύρου (*), Michael Komorek, Reinders Duit stavrou@ipn.uni-kiel.de, komorek@ipn.uni-kiel.de, duit@ipn.uni-kiel.de IPN - Πανεπιστήµο του Κιέλου, Γερµανία Θεµατική Ενότητα: Πρώιµες Φυσικές έννοιες, εναλλακτικές αντιλήψεις, εννοιολογική αλλαγή, συναισθηµατικοί παράγοντες στη ιδασκαλία των Φυσικών Επιστηµών Επίπεδο Εκπαίδευσης: Λύκειο Κατηγορία Εργασίας: Εµπειρική - Πειραµατική έρευνα Περίληψη: Μη γραµµικά δυναµικά συστήµατα χαρακτηρίζονται από µια εκλεπτυσµένη αλληλεπίδραση ντετερµινιστικών νόµων και τυχαιότητας, η οποία εξηγεί από τη µια τη περιορισµένη προβλεψιµότητα χαοτικών συστηµάτων και από την άλλη τις δοµές που εµφανίζονται σε φράκταλ σχηµατισµούς καθώς και σε συστήµατα αυτοοργάνωσης. Η διερεύνηση της σχέσης ντετερµινισµού και τυχαιότητας, ως ένα από τα κεντρικά σηµεία για την κατανόηση των µη γραµµικών δυναµικών συστηµάτων, τόσο από την επιστηµονική πλευρά όσο και από την πλευρά των µαθητών αποτελεί το αντικείµενο έρευνας της παρούσας εργασίας. Στα πλαίσια του µοντέλου της ιδακτικής Επανοικοδόµησης έγινε ανάλυση της δοµής του επιστηµονικού περιεχοµένου και ακολούθως πραγµατοποιήθηκε µια πιλοτική έρευνα σε µαθητές Λυκείου. Τα αποτελέσµατα δείχνουν, ότι οι µαθητές χρησιµοποιούν το τυχαίο µε πολλαπλές σηµασίες και εφαρµόζουν ποικίλα κριτήρια για το χαρακτηρισµό ενός γεγονότος ως τυχαίου, όταν εξηγούν διάφορα φυσικά φαινόµενα. Επιπλέον, φαίνεται δυνατή η ερµηνεία µη γραµµικών συστηµάτων από τους µαθητές, όταν τα εξετάζουν από τη σκοπιά της αλληλεπίδρασης ντετερµινισµού και τυχαιότητας. Λέξεις Κλειδιά: τυχαιότητα, ντετερµινισµός, θεωρία χάους, αυτοοργάνωση, φράκταλς, µη γραµµικά δυναµικά συστήµατα, αναπαραστάσεις / προ-αντιλήψεις µαθητών Abstract: Non-linear dynamic systems are characterized from a subtle interplay of deterministic laws and chance, which explains on the one hand the limited predictability of chaotic systems and on the other hand the structures that emerge in fractal formations and self-organized systems. The elaboration of the relationship of deterministic laws and chance, as one of the central points for understanding non-linear systems, from the point of view of science and from the children s point of view, is the subject of this work. In the frame of the model of educational reconstruction an analysis of the science content structure was done, and subsequently a pilot study in the secondary school took place. The results show, that students use chance with multiple meanings and employ varied criteria in order to characterize an event as random, when they explain physics phenomena. Additionally, it seems possible for students to interpret non-linear systems under the aspect of the interplay of determinism and chance. Εισαγωγή Τα µη γραµµικά δυναµικά συστήµατα αποτελούν εδώ και χρόνια πλέον ένα νέο πεδίο έρευνας στα πλαίσια των σύγχρονων Φυσικών Επιστηµών. Με τη µελέτη των συστηµάτων αυτών έννοιες όπως ντετερµινισµός, προβλεψιµότητα και τυχαιότητα απέκτησαν µια νέα διάσταση. Η νέα αυτή θεώρηση στην αντιµετώπιση των φυσικών φαινοµένων αποτελεί πρόκληση και για τη διδακτική των Φυσικών Επιστηµών, να ερευνήσει το νέο αυτό πεδίο σχετικά µε την εκπαιδευτική του αξία και την δυνατότητα διδασκαλίας του στα πλαίσια των µαθηµάτων Φυσικών Επιστηµών. Στο Ινστιτούτο Παιδαγωγικής των Φυσικών Επιστηµών (IPN Κίελο Γερµανίας) στα πλαίσια ενός ερευνητικού προγράµµατος για τη ιδακτική Επανοικοδόµηση Μη Γραµµικών υναµικών Συστηµάτων ερευνάται, µια δεκαετία σχεδόν τώρα, αν και κατά πόσο οι νέες ιδέες, όπως αυτές εκφράζονται στα πλαίσια της Θεωρίας Χάους, των Θεωριών Αυτοοργάνωσης και Φράκταλς, µπορούν και πρέπει να εισαχθούν στη διδασκαλία των Φυσικών Επιστηµών. Στις µέχρι τώρα εργασίες έχουν µελετηθεί οι διαδικασίες µάθησης των µαθητών σε βασικές έννοιες της Θεωρίας Χάους (Komorek, 1998) και Φράκταλς (Komorek, Duit, Bücker & Naujack, 2001), έχουν σχεδιαστεί και εφαρµοστεί δοκιµαστικά διδακτικές ενότητες για τη διδασκαλία βασικών ιδεών της Θεωρίας Χάους (Duit, Komorek & Wilbers, 1997), έχει διερευνηθεί ο ρόλος των αναλογιών στην κατανόηση των µη γραµµικών δυναµικών συστηµάτων (Wilbers, 2000), η διδασκαλία αυτών από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς (Komorek, Stavrou, Duit, 2001a), καθώς και η εκπαιδευτική τους αξία (Komorek, Wendorff, Duit, 2002). Οι έρευνες αυτές έδειξαν µεταξύ άλλων, ότι η αλληλεπίδραση της τυχαιότητας και ντετερµινιστικών νόµων, η οποία χαρακτηρίζει αυτά τα συστήµατα, αποτελεί ένα κεντρικό σηµείο για την κατανόηση αυτών από τους µαθητές. Η διερεύνηση αυτής της σχέσης ντετερµινισµού τόσο θεωρητικά όσο και εµπειρικά αποτελεί το στόχο της συνολικής ερευνητικής εργασίας. Στην παρούσα εργασία παρουσιάζονται τα αποτελέσµατα της θεωρητικής ανάλυσης καθώς και της πιλοτικής έρευνας, η οποία στόχευε σε µια πρώτη καταγραφή των απόψεων των µαθητών περί τυχαιότητας καθώς και του τρόπου, που οι µαθητές εφαρµόζουν αυτές στην ερµηνεία διαφόρων φυσικών φαινοµένων. 244

Το ερευνητικό πλαίσιο - Μεθοδολογία Πλαίσιο για την αναλυτική και εµπειρική έρευνα της παρούσας εργασίας αποτελεί το µοντέλο της ιδακτικής Επανοικοδόµησης (Kattman, Duit, Gropengießer, Komorek, 1997, Duit, 1998), το οποίο έχει δοκιµαστεί µε επιτυχία σε µια σειρά διδακτικών ερευνών (συγκρ. Komorek, Stavrou, Duit, 2001b). Το µοντέλο αυτό, το οποίο παρέχει ένα θεωρητικό πλαίσιο για διδακτική έρευνα και λαµβάνει εξίσου υπόψη το επιστηµονικό αντικείµενο, τις παιδαγωγικές θεωρήσεις και τις θεωρίες µάθησης, αποτελείται από τρεις συνιστώσες στενά συνδεδεµένες µεταξύ τους: ανάλυση της δοµής του επιστηµονικού περιεχοµένου, εµπειρική έρευνα των αντιλήψεων και των διαδικασιών µάθησης των µαθητών και το σχεδιασµό και την αξιολόγηση διδασκαλίας. Επιστηµολογική βάση του µοντέλου αλλά και αυτής της ερευνητικής εργασίας αποτελεί µια µετριοπαθή κονστρουκτιβιστική αντίληψη για τη διδασκαλία και τη µάθηση (Duit, 1995). Σχήµα 1: Το µοντέλο της Κεντρική παραδοχή του µοντέλου είναι, ότι η ανάλυση της δοµής ιδακτικής Επανοικοδόµησης του περιεχοµένου δεν πρέπει να στηρίζεται αποκλειστικά και µόνο στο αντικείµενο, αλλά να λαµβάνει υπόψη τους γενικούς στόχους της διδασκαλίας των Φυσικών Επιστηµών καθώς και τις αντιλήψεις των µαθητών για το επιστηµονικό περιεχόµενο. Η εµπειρική έρευνα των προ-αντιλήψεων καθώς και των διαδικασιών µάθησης των µαθητών έχει στα πλαίσια του µοντέλου διπλή λειτουργία. Από τη µια ελέγχει, αν αυτό, το οποίο από την ανάλυση της δοµής του επιστηµονικού περιεχοµένου κρίθηκε ως διδακτέο, είναι πράγµατι δυνατό να διδαχθεί. Από την άλλη συµβάλλει στην ανάλυση της δοµής του περιεχοµένου, το οποίο πλέον αναλύεται λαµβάνοντας υπόψη και τις αντιλήψεις των µαθητών για το επιστηµονικό περιεχόµενο. Με το σχεδιασµό και την αξιολόγηση πιλοτικών διδασκαλιών µελετώνται διαδικασίες µάθησης σε συνθήκες πραγµατικής τάξης. Τα αποτελέσµατα της διδασκαλίας επανατροφοδοτούν µε τη σειρά τους ξανά όλη τη διαδικασία της ιδακτικής Επανοικοδόµησης. Στα πλαίσια του µοντέλου της ιδακτικής Επανοικοδόµησης πραγµατοποιήθηκε πρώτα η ανάλυση της δοµής του επιστηµονικού περιεχοµένου και ακολούθως µια πιλοτική έρευνα, τα αποτελέσµατα της οποίας, ανατροφοδότησαν την ανάλυση του επιστηµονικού περιεχοµένου και αποτέλεσαν τη βάση για τη διεξαγωγή της κυρίως έρευνας. Η ανάλυση του επιστηµονικού περιεχοµένου Η ανάλυση του επιστηµονικού περιεχοµένου στόχευε σε µια αποσαφήνιση της έννοιας της τυχαιότητας και της σχέσης µε το ντετερµινισµό, όπως αυτή εµφανίζεται στην επιστηµονική βιβλιογραφία. Μια και η έννοια τυχαιότητα εκτείνεται και πέρα από τις Φυσικές Επιστήµες, η ανάλυση ασχολήθηκε καταρχήν µε την έννοια αυτή, όπως παρουσιάζεται και σε διάφορους άλλους τοµείς και κυρίως στην καθηµερινή ζωή και στη φιλοσοφία. Ακολούθως, εξετάστηκε η εννοιολογική σηµασία και ο ρόλος που παίζουν η τυχαιότητα και ο ντετερµινισµός στα πλαίσια των φυσικών θεωριών και ειδικότερα στα µη γραµµικά δυναµικά συστήµατα (Θεωρία Χάους, Αυτοοργάνωση, Φράκταλς). Τα κυριότερα αποτελέσµατα, τα οποία προκύπτουν από την ανάλυση του επιστηµονικού περιεχοµένου συνοψίζονται στα εξής: Πολλαπλές σηµασίες της έννοιας τυχαιότητα Η ανάλυση του επιστηµονικού περιεχοµένου έδειξε, ότι η έννοια τυχαιότητα είναι µια έννοια µε ποικίλες σηµασίες. Έτσι είναι δύσκολο να δοθεί ένας ενοποιηµένος ορισµός για την τυχαιότητα Η τυχαιότητα µπορεί να καθοριστεί µόνο σε σχέση µε κάτι, το οποίο αποτελεί και το σηµείο αναφοράς. Σηµείο αναφοράς µπορεί να αποτελεί για παράδειγµα το αίτιο, η προβλεψιµότητα, η πρόθεση, η προσδοκία κ.λ.π.. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις το τυχαίο εµφανίζεται µε αρνητική σηµασία, δηλ. ως το αναίτιο, το απρόβλεπτο κ.λ.π. Με ποιες από τις σηµασίες αυτές χρησιµοποιείται κάθε φορά η τυχαιότητα, εξαρτάται από την περιοχή ενδιαφέροντος του εκάστοτε τοµέα (επιστηµονικού ή µη) στον οποίο το τυχαίο παίζει κάποιο ρόλο. Για παράδειγµα στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό για τη Φιλοσοφία και Θεωρία της Επιστήµης (1996) κάτω από το λήµµα τυχαιότητα δίνονται οι εξής ορισµοί: Στην καθηµερινή ζωή χαρακτηρισµός για ένα γεγονός, το οποίο λαµβάνει χώρα χωρίς αναγκαιότητα ή χωρίς αναγνωρίσιµο λόγο ή χωρίς πρόθεση Στις Φυσικές Επιστήµες ο όρος τυχαιότητα υποδηλώνει την αντίθεση προς αιτιώδη ντετερµινιστικά και προβλέψιµα ή υπολογίσιµα γεγονότα Η έννοια τυχαιότητα χρησιµοποιείται επί το πλείστον στην καθηµερινή ζωή έχοντας ως επίκεντρο τον άνθρωπο. Οι ενέργειές του, οι προθέσεις του και οι προσδοκίες αποτελούν το σηµείο αναφοράς για τον καθορισµό του τυχαίου. Πολλές φορές γίνεται και µια αξιολόγηση του τυχαίου, το οποίο τότε εµφανίζεται ως τύχη, ατυχία, µοιραίο κ.λ.π. 245

Στις Φυσικές Επιστήµες η τυχαιότητα καθορίζεται επί το πλείστον σε σχέση µε το αίτιο αποτέλεσµα, τους φυσικούς νόµους και την επακόλουθη προβλεψιµότητα. Βέβαια µε αυτές τις σηµασίες η τυχαιότητα απαντάται και σε άλλους τοµείς. Στις Φυσικές Επιστήµες όµως για να χαρακτηριστεί κάτι ως τυχαίο, θα πρέπει να έχουν εξαντληθεί όλα τα περιθώρια διερεύνησης του φαινοµένου, ένα γεγονός, το οποίο δε συµβαίνει για παράδειγµα σε άλλους τοµείς όπως π.χ. στην καθηµερινή ζωή. Έτσι η σηµασία του τυχαίου, όταν χρησιµοποιείται για παράδειγµα για µια τυχαία ανακάλυψη, που έγινε στα πλαίσια των Φυσικών Επιστηµών ή µιας τυχαίας έκβασης στη διεξαγωγή ενός πειράµατος, δεν καλύπτει το τυχαίο, όπως αυτό νοείται στις Φυσικές Επιστήµες. Οντολογική Τυχαιότητα Επιστηµολογική Τυχαιότητα Στο ερώτηµα αν η τυχαιότητα είναι µια όψη της πραγµατικότητας ή όχι, ένα ερώτηµα µε φιλοσοφικές διαστάσεις και µε προεκτάσεις και στις Φυσικές Επιστήµες, οι απόψεις διίστανται. Υπάρχουν απόψεις που θεωρούν την τυχαιότητα ως µια όψη της πραγµατικότητας και εποµένως ως µια οντολογική κατηγορία και αντίθετες απόψεις, οι οποίες θεωρούν την τυχαιότητα ως µια επιστηµολογική κατηγορία και εποµένως ως αποτέλεσµα της ανθρώπινης άγνοιας. Στις φυσικές θεωρίες η τυχαιότητα εµφανίζεται τόσο ως επιστηµολογική όσο και ως οντολογική κατηγορία. Στα πλαίσια της Νευτώνειας Φυσικής η τυχαιότητα θεωρητικά αποκλείεται και όπου εµφανίζεται είναι αποτέλεσµα της ανθρώπινης άγνοιας (επιστηµολογικό επίπεδο). Στα πλαίσια της Κβαντικής Φυσικής η τυχαιότητα αποτελεί οντολογική κατηγορία (παρόλο που και εδώ υπάρχουν αντίθετες απόψεις). Τυχαιότητα και (Αιτιώδης) Ντετερµινισµός: Αντίθετες έννοιες Τυχαιότητα και (αιτιώδης) ντετερµινισµός καθώς και έννοιες που σχετίζονται µε αυτόν (αναγκαιότητα, αιτιώδεις νόµοι, προβλεψιµότητα βάση των αιτιωδών νόµων) είναι µεταξύ τους αντίθετες έννοιες. Οντολογική τυχαιότητα αποκλείει τον (αιτιώδη) ντετερµινισµό και καθολικός ντετερµινισµός επιτρέπει τo τυχαίο µόνο σε επιστηµολογικό επίπεδο. Στα µη γραµµικά δυναµικά συστήµατα, τα οποία κατά βάση υπακούουν σε ντετερµινιστικούς νόµους, µικρές τυχαίες αποκλίσεις (π.χ. στον καθορισµό των αρχικών συνθηκών ή λόγω εξωτερικών επιδράσεων ή από διαδικασίες στο εσωτερικό του συστήµατος) ενισχύονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε από τη µια να µην είναι δυνατή µια πρόβλεψη της λεπτοµερούς εξέλιξης του συστήµατος, και από την άλλη οδηγούν συνδυασµό µε ντετερµινιστικούς νόµους στο σχηµατισµό δοµών. Υπό αυτή την έννοια αυτή τα συστήµατα αυτά χαρακτηρίζονται από µια εκλεπτυσµένη αλληλεπίδραση ντετερµινιστικών νόµων και τυχαιότητας, η οποία εξηγεί από τη µια την περιορισµένη προβλεψιµότητα χαοτικών συστηµάτων και από την άλλη τις δοµές, που παρουσιάζονται σε φράκταλ σχηµατισµούς ή εµφανίζονται µέσω διαδικασιών αυτοοργάνωσης. Η εµπειρική έρευνα Για την αποτελεσµατικότερη διεξαγωγή της κυρίως έρευνας πραγµατοποιήθηκε πρώτα µια πιλοτική έρευνα, όπου διερευνήθηκαν οι αντιλήψεις των µαθητών περί τυχαιότητας καθώς και ο τρόπος, µε τον οποίο οι µαθητές εφαρµόζουν αυτές στην ερµηνεία φυσικών φαινοµένων γενικότερα και µη γραµµικών δυναµικών συστηµάτων ειδικότερα. Στην πιλοτική αυτή έρευνα, τα αποτελέσµατα της οποίας θα παρουσιαστούν στη συνέχεια, χρησιµοποιήθηκαν ένα ερωτηµατολόγιο και δύο σειρές συνεντεύξεων. Οι συνεντεύξεις αποτελούν παραλλαγή του teaching experiment (Steffe & D Ambrosio, 1996), οι οποίες αποτελούν ένα είδος συνέντευξης διδασκαλίας και παρέχουν δεδοµένα, τα οποία προσφέρονται για µοντελοποίηση των αντιλήψεων και των διαδικασιών µάθησης των µαθητών. Στόχος του ερωτηµατολογίου ήταν να αποκτηθεί µια πρώτη άποψη των αντιλήψεων των µαθητών για την τυχαιότητα γενικότερα και στις Φυσικές Επιστήµες ειδικότερα. Η πρώτη ατοµική συνέντευξη στόχευε στην περαιτέρω διερεύνηση των αντιλήψεων των µαθητών και των τρόπων ερµηνείας παραδειγµατικών για την τυχαιότητα φυσικών φαινοµένων. Αυτά τα φυσικά παραδείγµατα ήταν: α) µια µπίλια, η οποία πέφτει από έναν πύργο, εκτελεί ελεύθερη πτώση και αφήνει ένα αποτύπωµα σε ένα λευκό κοµµάτι χαρτί, το οποίο ήταν καλυµµένο µε καρµπόν (πείραµα 1), β) διάλυση µιας σταγόνας µελάνης σε ένα ποτήρι µε νερό, όπου παίρνει ακαθορίστου σχήµατος µορφές µέχρι την πλήρη διάλυσή της (πείραµα 2) και γ) µια σειρά φωτογραφιών, οι οποίες αναπαριστούν διαφορετικές χρονικές στιγµές ενός κουκουναριού, από το οποίο πετάγονται σπόροι ακανόνιστα (πείραµα 3). Στη δεύτερη συνέντευξη, στην οποία συµµετείχαν 2 µαθητές κάθε φορά, κλήθηκαν οι µαθητές να ερµηνεύσουν ένα πείραµα αυτοοργάνωσης (κυψελίδες Benard, Εικ.1) και ένα πείραµα σχηµατισµού φράκταλ δοµής (δενδρίτες, Εικ.2), εξετάζοντάς τα υπό το πρίσµα της αλληλεπίδρασης της τυχαιότητας και των ντετερµινιστικών νόµων, η οποία χαρακτηρίζει τα συστήµατα αυτά. Στόχος της συνέντευξης αυτής ήταν να εξεταστεί, αν και κατά πόσο µπορούν οι µαθητές να ερµηνεύσουν τα συστήµατα αυτά από τη σκοπιά της αλληλεπίδρασης της τυχαιότητας και των ντετερµινιστικών νόµων. 246

Εικόνα 1: Κυψελίδες Benard Εικόνα 2: ενδρίτες Η πιλοτική έρευνα πραγµατοποιήθηκε µε µαθητές της 11 ης τάξης γερµανικού Γυµνασίου (αντίστοιχης της Β τάξης ελληνικού Λυκείου). Τα ερωτηµατολόγια απαντήθηκαν από 35 µαθητές και στις συνεντεύξεις πήραν µέρος 12 µαθητές. Λόγω του διερευνητικού χαρακτήρα της έρευνας για την ανάλυση των δεδοµένων χρησιµοποιήθηκαν ποιοτικές µέθοδοι (Lamnek, 1993). Τα κυριότερα αποτελέσµατα, τα οποία προκύπτουν από την πιλοτική έρευνα συνοψίζονται στα εξής: Πολλαπλότητα ορισµών Η ανάλυση των ερωτηµατολογίων και των συνεντεύξεων έδειξε, ότι οι ορισµοί των µαθητών για το τυχαίο παρουσιάζουν µεγάλη ποικιλοµορφία. Υπό την έννοια τυχαιότητα καταλαβαίνουν για παράδειγµα. το µη προβλέψιµο, αυτό που δεν µπορεί να υπολογιστεί, αυτό που δεν υπακούει σε νόµους, το ακανόνιστο, το αναίτιο, το απροσδόκητο / αυτό που δεν περιµέναµε, αυτό που συµβαίνει απρογραµµάτιστα, αυτό που δε µπορεί να καθοριστεί, αυτό που δεν µπορούµε να επηρεάσουµε, αυτό που προκαλεί έκπληξη, αυτό που συµβαίνει ξαφνικά, αυτό που συµβαίνει χωρίς πρόθεση, αυτό που δεν µπορούµε να εξηγήσουµε. Εφαρµογή πολλαπλών κριτηρίων στον προσδιορισµό του τυχαίου Τα κριτήρια, τα οποία εφαρµόζουν οι µαθητές για να χαρακτηρίσουν ένα γεγονός ως τυχαίο, όταν καλούνται να εξηγήσουν φυσικά φαινόµενα, βασίζονται ουσιαστικά στις σηµασίες που αποδίδουν στην έννοια τυχαιότητα όπως και στη σύγκριση των αποτελεσµάτων της διαδικασίας, όταν αυτή επαναλαµβάνεται κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Τα κυριότερα κριτήρια είναι: Μη Προβλέψιµο: Το γεγονός ότι δεν µπορεί να προβλεφθεί ένα αποτέλεσµα, αποτελεί για τους µαθητές το πιο συνηθισµένο κριτήριο για το χαρακτηρισµό ενός γεγονότος ως τυχαίου. Π.χ Μαθητής 5 (Μ5) στο 2 ο Πείραµα: (είναι τυχαίο) το πώς διασκορπίζεται η σταγόνα µελάνης Αυτό είναι οπωσδήποτε µη προβλέψιµο, πώς θα είναι η µορφή της. Έλλειψη Κανονικότητας: Η έλλειψη κανονικότητας αποτελεί για τους µαθητές ένδειξη για το τυχαίο. Π.χ. Μ3 (1 ο Πείραµα) : Θα έλεγα, ότι είναι τυχαίο....(επειδή) δεν µπορούµε να διακρίνουµε κάποια κανονικότητα. Μη Υπολογίσιµο: Το γεγονός ότι το αποτέλεσµα δεν µπορεί να υπολογιστεί, θεωρείται από τους µαθητές ως ένδειξη τυχαιότητας. Π.χ. Μ8 (2 ο Πείραµα): (είναι τυχαίο, επειδή) δεν µπορεί να υπολογιστεί, ότι τόση µελάνη και τόσο νερό θα µας δώσει αυτή τη µορφή Μη Επηρεάσιµο: Εδώ αναφέρονται στο αν και κατά πόσο θα µπορούσε να επηρεαστεί η έκβαση µιας διαδικασίας. Π.χ. Μ3 (2 ο Πείραµα): θεωρεί ότι η κίνηση της µελάνης στο νερό είναι τυχαία επειδή δεν µπορούµε εµείς οι ίδιοι να το επηρεάσουµε. Μη Καθορίσιµο: Η µη δυνατότητα καθορισµού αποτελεί µια επιπλέον ένδειξη για το τυχαίο. Π.χ. Μ10 (2ο Πείραµα): (το τυχαίο παίζει ένα ρόλο) στο πώς προκύπτει αυτή η µορφή. Νοµίζω, ότι κάθε φορά είναι διαφορετικό και αυτό δεν µπορούµε να το καθορίσουµε, το πώς αυτό απλώνεται Μη ικανότητα εξήγησης: Το γεγονός, ότι µερικές φορές δεν µπορούν να δώσουν κάποια εξήγηση του φαινοµένου, χαρακτηρίζουν αυτό και ως τυχαίο. Π.χ. Μ2 (2 ο Πείραµα): Ναι, φαίνεται να είναι τυχαία (η κίνηση της µελάνης στο νερό), το ότι δεν µπορώ να το εξηγήσω, θέλω να το αποδίδω πάντα στην τυχαιότητα. Μη ακριβής επανάληψη: Αν το αποτέλεσµα σε µια επανάληψη της διαδικασίας, κάτω από τις ίδιες συνθήκες, δεν είναι το ίδιο, τότε αυτό αποτελεί ένδειξη τυχαιότητας. Π.χ. Μ12 (2 ο Πείραµα): Νοµίζω, αν το κάναµε πολλές φορές η σταγόνα είδαµε ότι κινήθηκε προς τα εκεί, θα µπορούσε όµως κινούνταν προς τα εκεί ή προς τη µέση. Αυτό θα ήταν το τυχαίο σε αυτό. 247

Τα κριτήρια αυτά εφαρµόζονται είτε µεµονωµένα είτε και σε συνδυασµό από τους µαθητές. Ποιο από τα κριτήρια αυτά εφαρµόζουν κάθε φορά φαίνεται να είναι αυθαίρετο. Πολλοί µαθητές εφαρµόζουν µάλιστα διαφορετικά κριτήρια ανάλογα µε την περίπτωση. Π.χ Μ4: χρησιµοποιεί ως κριτήρια για το χαρακτηρισµό του γεγονότος ως τυχαίου στο 1 ο πείραµα τη µη ακριβή επανάληψη, στο 2 ο την έλλειψη κανονικότητας και στο 3 ο τη µη πρόβλεψη. Για το αν τα παραπάνω κριτήρια ικανοποιούνται ή όχι για τους µαθητές, εξαρτάται από το γεγονός, σε ποιες όψεις της διαδικασίας αναφέρονται, από το πώς εκτιµούν το αποτέλεσµα και από το κατά πόσο θεωρούν, ότι οι παράγοντες, που οδήγησαν στο συγκεκριµένο αποτέλεσµα, είναι δυνατόν να καθοριστούν. Π.χ. Μ1 (1 ο Πείραµα) παρόλο που χρησιµοποιεί το κριτήριο της πρόβλεψης, εντούτοις όµως, επειδή δεν αναφέρεται στην πρόβλεψη ακριβώς του σηµείου που θα πέσει η µπίλια, αλλά στη δυνατότητα πρόβλεψης της έκβασης του πειράµατος γενικότερα (ότι κατά την επανάληψη η µπίλια δε θα πέσει στο ίδιο σηµείο) θεωρεί, ότι το γεγονός δεν είναι τυχαίο: το ότι το πρόβλεψα (ότι η µπίλια δεν θα πέσει στο ίδιο σηµείο) και τώρα επαληθεύτηκε, αυτό δεν είναι τυχαίο. Μ9 (1 ο Πείραµα): επειδή εκτιµά ότι το αποτέλεσµα είναι περίπου υπολογίσιµο, δε θα µιλούσε για τυχαιότητα, διότι µπορούµε να το υπολογίσουµε, τουλάχιστον κατά προσέγγιση. Μ6 (1 ο Πείραµα): επειδή εκτιµά, ότι µετά από συνεχείς επαναλήψεις τα αποτελέσµατα δε διαφέρουν σηµαντικά µεταξύ τους, δε θεωρεί ότι υπάρχει κάτι το τυχαίο, διότι δεν αποκλίνουν και πολύ (τα σηµεία) µεταξύ τους. Μ2 (3 ο Πείραµα), παρόλο που παραδέχεται, ότι δεν µπορεί να προβλεφθεί πιο κοµµάτι θα µπορούσε να αποκολληθεί την επόµενη στιγµή, εντούτοις δε χαρακτηρίζει το γεγονός ως τυχαίο επειδή: εξαρτάται από διάφορους παράγοντες (εξαρτάται από το πόσο έχει ωριµάσει το συγκεκριµένο κοµµάτι του κουκουναριού, από πια πλευρά φυσάει ο άνεµος, ) και αυτοί οι παράγοντες είναι σαφώς καθορισµένοι. Επίσης κάποιες γενικές παραδοχές που κάνουν για την τυχαιότητα φαίνεται να παίζει κάποιο ρόλο στο χαρακτηρισµό του τυχαίου. Για παράδειγµα, επειδή οι µαθητές θεωρούν, ότι τυχαιότητα και Φυσικές Επιστήµες δεν σχετίζονται µεταξύ τους, µερικοί από αυτούς θεωρούν, ότι δεν υπάρχει κάτι το τυχαίο στη διαδικασία, όταν εντάξουν αυτή στην περιοχή των Φυσικών Επιστηµών,. Π.χ. Μ11 (1 ο Πείραµα): εν θωρεί, ότι το πείραµα έχει κάποια σχέση µε την τυχαιότητα, διότι σχετίζεται περισσότερο µε τη Φυσική. Επίσης η Μ7 (2 ο Πείραµα): δεν θεωρεί, ότι το τυχαίο παίζει κάποιο ρόλο, διότι: σχετίζεται περισσότερο µε τη Χηµεία Γενικά µπορούµε να πούµε, ότι η ικανοποίηση ή µη των κριτηρίων για τον προσδιορισµό του τυχαίου στη διαδικασία, εξαρτάται κατά κύριο λόγο από φαινοµενολογικά χαρακτηριστικά της διαδικασίας, από την οπτική γωνία, µε την οποία οι µαθητές βλέπουν τη συγκεκριµένη διαδικασία καθώς και από εκτιµήσεις ή παραδοχές που κάνουν, οι οποίες είναι ουσιαστικά υποκειµενικού χαρακτήρα. Έτσι, λόγω έλλειψης κάποιας κανονικότητας, καθιστάται πολύ δύσκολη οποιαδήποτε πρόβλεψη για το ποιος µαθητής σε ποιο πλαίσιο χαρακτηρίζει ένα γεγονός ως τυχαίο. Ερµηνεία µη γραµµικών δυναµικών συστηµάτων Στα πειράµατα σχηµατισµού δοµών (κυψελίδες Benard και δενδρίτες), όπου το τυχαίο και το νοµοτελειακό αλληλεπιδρούν µεταξύ τους και εξηγούν το σχηµατισµό της δοµής, οι περισσότεροι µαθητές αναγνωρίζουν, ότι στη διαδικασία υπάρχει κάτι το νοµοτελειακό και κάτι τυχαίο. Και σε αυτά τα πειράµατα χρησιµοποιούν τα προαναφερθέντα κριτήρια για να χαρακτηρίσουν το τυχαίο. Συνήθως αναγνωρίζουν το νοµοτελειακό, στο ότι προκύπτει µια δοµή και το τυχαίο στην ακριβή µορφή αυτής. Υπάρχουν ωστόσο µαθητές, που θεωρούν, ότι η όλη διαδικασία είναι τυχαία, καθώς και αυτοί που πιστεύουν, ότι το τυχαίο είναι µόνο φαινοµενικό και κατά βάση η όλη διαδικασία είναι νοµοτελειακή. Αρκετοί µαθητές παραµένουν σε µια φαινοµενολογική περιγραφή της δοµής και δεν µπορούν να εξηγήσουν πώς προκύπτει η δοµή αυτή. Άλλοι προσδιορίζουν ακριβέστερα το νοµοτελειακό και το τυχαίο στη διαδικασία, χωρίς όµως να πετυχαίνουν να τα συνδέουν, έτσι ώστε να δίνουν µια συνεπή εξήγηση της δοµής. Για τους περισσότερους το τυχαίο είναι µια εξωτερική επίδραση, η οποία αλλοιώνει το αποτέλεσµα. Και βέβαια υπάρχουν και αυτοί, που δίνουν µια επιστηµονικά ικανοποιητική εξήγηση της δοµής, αναγνωρίζοντας το τυχαίο ως αποφασιστικής σηµασίας, το οποίο σε συνδυασµό µε το νοµοτελειακό καθορίζει και το σχηµατισµό της δοµής. Συµπεράσµατα - Προοπτικές Η παρούσα εργασία επιχείρησε να δώσει µια εικόνα των αντιλήψεων των µαθητών περί τυχαιότητας καθώς και του τρόπου, που οι µαθητές χρησιµοποιούν αυτές, όταν καλούνται να ερµηνεύσουν διάφορα φυσικά φαινόµενα. Από τα παραπάνω αποτελέσµατα φαίνεται, ότι για τους µαθητές ο όρος τυχαιότητα έχει πολλαπλές σηµασίες, αρκετές από τις οποίες χρησιµοποιούν και στη ερµηνεία φυσικών φαινοµένων. Τα κριτήρια που χρησιµοποιούν για το χαρακτηρισµό του τυχαίου, όταν καλούνται να ερµηνεύσουν φυσικά φαινόµενα, είναι και αυτά ποικίλα, βασιζόµενα στην εννοιολογική σηµασία του όρου τυχαιότητα καθώς και 248

στη σύγκριση των αποτελεσµάτων της διαδικασίας, όταν αυτή επαναλαµβάνεται κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Για το αν ικανοποιούνται αυτά τα κριτήρια ή όχι, φαίνεται να εξαρτάται και από άλλους παράγοντες, όπως φαινοµενολογικά χαρακτηριστικά της διαδικασίας, την οπτική γωνία, µε την οποία οι µαθητές βλέπουν τη διαδικασία καθώς επίσης και εκτιµήσεις ή παραδοχές που κάνουν, καθαρά υποκειµενικού χαρακτήρα. Αυτό δηµιουργεί την απαίτηση, σε µια ενασχόληση µε το τυχαίο στη διδασκαλία των Φυσικών Επιστηµών, για ένα καθορισµό των αποδεκτών από τις Φυσικές Επιστήµες σηµασιών της έννοιας τυχαιότητας, για τον επακριβή καθορισµό του τυχαίου γεγονότος καθώς και αναφορά στις προϋποθέσεις, κάτω από τις οποίες γίνεται λόγος για τυχαιότητα στις Φυσικές Επιστήµες. Στην ερµηνεία των µη γραµµικών συστηµάτων οι περισσότεροι µαθητές αναγνωρίζουν, ότι υπάρχει µια αλληλεπίδραση του τυχαίου µε το νοµοτελειακό στη διαδικασία. Ωστόσο πολλοί από αυτούς απέχουν από µια συνεπή εξήγηση της δοµής και φαίνεται να µην αξιολογούν σωστά το ρόλο του τυχαίου στην όλη διαδικασία. Οι απαιτήσεις, που τέθηκαν προηγούµενα σε µια ενδεχόµενη ενασχόληση µε το τυχαίο στη διδασκαλία των Φυσικών Επιστηµών, κατέχουν και στη µελέτη αυτών των συστηµάτων κεντρική θέση. Καθοριστικό σηµείο για την κατανόηση αυτής της αλληλεπίδρασης από τους µαθητές αποτελεί η ανάδειξη του ρόλου της ενίσχυσης των µικρών τυχαίων γεγονότων (οποιασδήποτε µορφής) µε αποτελέσµατα, που γίνονται ορατά µακροσκοπικά. Τα αποτελέσµατα της θεωρητικής ανάλυσης καθώς και οι απαιτήσεις που τέθηκαν από την πιλοτική έρευνα αποτέλεσαν τη βάση για το σχεδιασµό και τη διεξαγωγή της κυρίως έρευνας, η οποία στοχεύει στη διερεύνηση των διαδικασιών µάθησης των µαθητών, όταν αυτοί καλούνται να ερµηνεύσουν µη γραµµικά δυναµικά συστήµατα από τη σκοπιά της αλληλεπίδρασης του ντετερµινισµού και της τυχαιότητας. Συγκεκριµένα θα διερευνηθεί, αν και κατά πόσο είναι δυνατόν οι µαθητές να κατανοήσουν αυτή την αλληλεπίδραση, ποιες δυσκολίες παρουσιάζονται, καθώς και ποιες γενικότερες αντιλήψεις τους περί ντετερµινισµού και τυχαιότητας πιθανόν να επηρεάζουν την κατανόηση αυτής της σχέσης. Στην κυρίως έρευνα χρησιµοποιήθηκαν τα δύο πειράµατα σχηµατισµού δοµών (κυψελίδες Benard και δενδρίτης) της πιλοτικής έρευνας, καθώς και το µαγνητικό εκκρεµές, το οποίο σε ένα διδακτικό επίπεδο, επιτρέπει τη αναπαράσταση των βασικών ιδεών της Θεωρίας Χάους. Η κυρίως έρευνα βρίσκεται αυτή την περίοδο σε εξέλιξη. Βιβλιογραφία Duit, R. (1998). Ένα µοντέλο εκπαιδευτικής επανοικοδόµησης. Ένα πλαίσιο για την έρευνα και την ανάπτυξη στη ιδακτική των Φυσικών Επιστηµών. Στο: Π. Κουµαράς, Π. Καριώτογλου, Β. Τσελφές,. Ψύλλος (Επιµ.): Πρακτικά του 1 ου Πανελλήνιου Συνεδρίου: ιδακτική των Φυσικών Επιστηµών και Εφαρµογή Νέων Τεχνολογιών στην Εκπαίδευση. Θεσσαλονίκη 29-31 Μαΐου. Σελ. 30-34 Duit, R., Komorek, M. & Wilbers, J. (1997). Studies on educational reconstruction of chaos theory. Research in Science Education, 27 (3), 339-357 Duit, R. (1995). Zur Rolle der konstruktivistischen Sichtweise in der naturwissenschaftsdidaktischen Lehr- und Lernforschung. (Για το ρόλο της κονστρουκτιβιστικής θεώρησης στη έρευνα της ιδακτικής των Φυσικών Επιστηµών) Zeitschrift für die Pädagogik, 41, 905-923 Enzyklopädie Philisophie und Wissenschaftstheorie, Band 4. Sp-Z. (1996): Blase, Siegfried; Mittelstraß, Jürgen (Hrsg.), Stuttgart-Weimar: J.B. Metzler Kattmann, U., Duit, R., Gropengießer, H. & Komorek, M. (1997). Das Modell der Didaktischen Rekonstruktion Ein theoretischer Rahmen für naturwissenschaftsdidaktische Forschung und Entwicklung (Το µοντέλο της ιδακτικής Επανοικοδόµησης Ένα θεωρητικό πλαίσιο για διδακτική έρευνα και ανάπτυξη). Zeitschrift für Didaktik der Naturwissenschaften (3), 5, 3-22 Komorek, M., Wendorff, L. & Duit, R. (2002, προς δηµοσίευση). Expertenbefragung zum Bildungswert der nichtlinearen Physik. Zeitschrift für die Didaktik der Naturwissenschaften (ZfDN). Komorek, M., Duit, R., Bücker, N. & Naujack, B. (2001). Learning process studies in the field of fractals. In: H. Behrendt, H. Dahncke, R. Duit, W. Gräber, M. Komorek, A. Kross & P. Reiska (Eds.). Research in Science Education Past, Present and Future. Dordrecht (The Netherlands): Kluwer Academic Publishers, 95-100 Komorek, M., Stavrou, D., Duit, R. (2001a). Nonlinear Physics in Upper physics Classes: Educational Reconstruction as a Frame for Development and Research in a Study of Teaching and Learning Basic Ideas of Nonlinearity. In: D. Psillos, P. Kariotoglou, V. Tselfes, G. Bisdikian, G. Fassoulopoulos, E. Hatzikraniotis & M. Kallery (Eds.). Proceedings of the Third International Conference on Science Education Research in the Knowledge Based Society. Thessaloniki. 483-485 Komorek, M., Stavrou, D., Duit, R. (2001b). Unterricht zur nichtlinearen Physik: Ergebnis einer Kooperation von Schulpraxis und fachdidaktischer Forschung ( ιδασκαλία µη γραµµικής Φυσικής. Αποτέλεσµα µιας συνεργασίας σχολικής πρακτικής και διδακτικής έρευνας). Tagungs-CD der DPG Tagung in Bremen. (Πρακτικά σε CD του συνεδρίου της Γερµανικής Ένωσης Φυσικών στη Βρέµη). Komorek, M. (1998). Elementarisierung und Lernprozesse im Bereich des deterministischen Chaos (Αναγωγή στο στοιχειώδες και διαδικασίες µάθησης στη περιοχή του ντετερµινιστικού χάους). Kiel:IPN Lamnek, S. (1993). Qualitative Sozialforschung, Band 1&2. (Ποιοτική κοινωνική έρευνα, Τόµοι 1&2). Weinheim:Beltz Steffe, L.P. & D Ambrosio, B. (1996). Using teaching experiments to understand students mathematics. In: Treagust, Duit & Fraser (Eds.). Improving teaching and learning in science and mathematics (65-76). New York: Teacher College Press. Wilbers, J. (2000). Post-festum und heuristische Analogien im Physikunterricht. (Post- festum και ευριστικές αναλογίες στη διδασκαλία της Φυσικής) Kiel:IPN 249