Zogaris, S. (2008) The Ichthyofauna In: Biodiversity of the Tzoumerka-Peristeri Protected Area. Dimopoulos, P & Kati, V. (eds). University of Ioannina, Department of Environmental and Natural Resources Management. ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ ΙΙ Project. ΕΝ ΠΛΩ Press. Pp.139-172. [In Greek with Check-lists]. ISBN: 978-960-930948-6 1
8. IXΘΥΟΠΑΝΙΔΑ Του Σταμάτη Ζόγκαρη Ι) ΕΙΣΑΓΩΓΗ Τα ψάρια των γλυκών νερών είναι από τα πιο πολύτιμα στοιχεία της Ελληνικής φύσης. Η Ελλάδα έχει μία από τις πλουσιότερες ιχθυοπανίδες των Ευρωπαϊκών χωρών καθώς και το μεγαλύτερο ποσοστό ενδημικών ειδών ψαριών στην Ευρώπη (Crivelli and Maitland 1995). Έχουν καταγραφεί περίπου 135 είδη ψαριών στα Ελληνικά εσωτερικά ύδατα, τα 80 περίπου είδη διαβιώνουν αποκλειστικά σε γλυκά νερά και τουλάχιστον 54 είναι ενδημικά της Ελλάδας και των γειτονικών χωρών (Bobori & Economidis, 2006). Η μεγάλη ποικιλότητα των ψαριών στα Ελληνικά εσωτερικά ύδατα καθρεφτίζει και μια πολύ μεγάλη ποικιλία διαφορετικών τύπων υδάτινων οικοσυστημάτων. Οι κύριοι λόγοι για τους οποίους η Ελλάδα φιλοξενεί αυτό τον σπουδαίο ιχθυολογικό πλούτο σχετίζονται με την γεωγραφική θέση της ως «βιογεωγραφική γέφυρα» μεταξύ Εύξινου Πόντου, Δυτικής Ασίας και Μεσογειακής Ευρώπης, καθώς και με την πολύπλοκη γεωλογική ιστορία της. Πολλά υδάτινα συστήματα της Ελλάδας παρέμειναν μαζί με τα ψάρια τους απομονωμένα και αδιατάραχτα για εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια παρότι μεγάλες εκτάσεις της Ευρωπαϊκής ηπείρου διαταράχθηκαν έντονα από επάλληλες παγετωνικές περιόδους. Έτσι πολλές λεκάνες απορροής της Ελλάδας λειτούργησαν ως «παγετωνικά καταφύγια» για τα ψάρια γλυκού νερού που προφανώς δεν μπορούν να μετακινηθούν από μία λεκάνη στην άλλη δια μέσω της θάλασσας. Αυτές είναι ιδανικές συνθήκες για να εξελιχθούν ενδημικά είδη ψαριών του γλυκού νερού κάθε λεκάνη απορροής ή σύστημα λεκανών λειτούργησε έτσι σαν «νησί» για τα ψάρια των γλυκών νερών. Βέβαια δεν είναι μόνο ο ενδημισμός των ειδών που προσδίδει ιδιαιτερότητα, σημασία έχουν και οι ιδιόμορφες ενδημικές συναθροίσεις των ειδών ψαριών (ή οι ιχθυοκοινότητες) που απαντούν στους Ελληνικούς ποταμούς. Πολλά ορεινά ρέματα στην Ήπειρο για παράδειγμα, συγκροτούν σχετικά μικρό αριθμό ειδών ψαριών αλλά οι 2
«κοινότητες» ειδών που απαντούν εδώ είναι μοναδικές σε παγκόσμιο επίπεδο. Παρά αυτόν τον εκπληκτικό βαθμό «μοναδικότητας» ελάχιστα γνωρίζουμε για την φυσική ιστορία των ψαριών στα ορεινά νερά της Ελλάδας. Η έρευνα της ιχθυοπανίδας υποστηρίζει την βασική γνώση της δομής και λειτουργίας των υδάτινων οικοσυστημάτων και είναι προϋπόθεση για την διατήρηση της βιοποικιλότητας, καθώς και τη χρήση βιολογικών ενδεικτών στην εκτίμηση της κατάστασης «υγείας» των υδάτινων οικοσυστημάτων. Η Ευρωπαϊκή Οδηγία Πλαίσιο για τα Ύδατα (2000/60/ΕΚ) θεωρεί τα ψάρια κύριους ενδείκτες της οικολογικής ποιότητας των επιφανειακών νερών και τα ορίζει ως ένα από τα τέσσερα «στοιχεία βιοτικής ποιότητας» με τα οποία θα πρέπει να ελέγχεται η οικολογική κατάσταση των υδάτινων οικοσυστημάτων. Τέλος, τα ψάρια έχουν και ξεχωριστή σημασία ως στοιχείο που σχετίζεται με την πολιτισμική κληρονομιά και την αισθητική των ορεινών ποταμών και ρεμάτων. Ανέκαθεν αποτελούσαν τροφικό πόρο για τον άνθρωπο ενώ σήμερα υπάρχει μια αναπτυσσόμενη ερασιτεχνική αλιεία που τρέφει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα ψάρια που διαβιούν στα ψυχρά ορεινά νερά. Ένα ρέμα με υγιείς ιχθυοπληθυσμούς αποτελεί σημαντική φυσική κληρονομιά που την αντιλαμβάνονται οι τοπικές κοινωνίες. Η κοινωνία γενικότερα κατανοεί ότι ο ιχθυοπληθυσμός είναι ιδιαίτερα ευάλωτος σε μυριάδες ανθρωπογενείς πιέσεις που επηρεάζουν το υδάτινο περιβάλλον. Τα τελευταία χρόνια αυξάνεται και η ζήτηση για περιβαλλοντική εκπαίδευση, εκλαΐκευση της επιστημονικής γνώσης, και έμπρακτη κοινωνική συμμετοχή στην προστασία των φυσικών ρεμάτων και ποταμών. Τα ψάρια μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην αναγνώριση και κατανόηση της ανάγκης προστασίας των υδάτινων οικοσυστημάτων. Σκοπός της Έρευνας Η παρούσα έρευνα στοχεύει στην αρχική σκιαγράφηση της γεωγραφικής κατανομής των ψαριών καθώς και την ταξινόμηση και αξιολόγηση των κυριότερων τύπων ενδιαιτημάτων τους στην περιοχή του υπολεκανών του Άνω Αράχθου και Άνω Αχελώου στους ορεινούς όγκους των Τζουμέρκων και Περιστερίου. Αυτό περιλαμβάνει την 3
συστηματοποίηση βασικών πληροφοριών με σκοπό μια προκαταρκτική περιγραφή των ειδών και των φυσικών σχηματισμών. Παρουσιάζονται και στοιχεία για τις σημαντικότερες ανθρωπογενείς πιέσεις στην ιχθυοπανίδα καθώς και συγκεκριμένες προτάσεις που αφορούν την προώθηση της διατήρησης της ιχθυοπανίδας και των σημαντικότερών φυσικών υδάτινων σχηματισμών της περιοχής μελέτης. ΙΙ) ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΙΙ.1 Έρευνα Πεδίου - Πληροφορίες Βάσης Ελάχιστα έχουν δημοσιευθεί για την ιχθυοπανίδα της ευρύτερης περιοχής Αράχθου- Τζουμέρκων-Περιστερίου. Οι πιο πρόσφατες σημαντικές βιβλιογραφικές πηγές που αφορούν και ορεινά τμήματα του Αράχθου και Αχελώου αναπτύχθηκαν στα πλαίσια προγραμμάτων του Ινστιτούτο Εσωτερικών Υδάτων του ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε. στην ευρύτερη περιοχή (Οικονόμου κ.α. 1998, 2001, 2007). Συνεισφορά προς την ανάπτυξη μιας πληρέστερης εικόνας της ιχθυοπανίδας της περιοχής μελέτης είχε και η εμπλοκή του γράφοντα σε πρόγραμμα δειγματοληψιών στα πλαίσια Διδακτορικού (Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων από το 2003) καθώς και στην Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη της περιοχής (Ήπειρος Α.Ε. 2006). Παραπέρα ο γράφων είχε την τύχη να συνεργαστεί στο πεδίο με έμπειρους ιχθυολόγους που προσέφεραν ειδική τεχνογνωσία καθώς και την άποψη τους για την ιχθυοπανίδα της συγκεκριμένης περιοχής. Οι ακόλουθοι ιχθυολόγοι ερευνητές συμμετείχαν σε πολυήμερες αποστολές στην περιοχή μελέτης: Αλκιβιάδης Οικονόμου (ΕΛΚΕΘΕ 2002-2007), Uwe Dussling (Γερμανία 2004-2006), Klaus Blasel (Γερμανία 2004-2006), και William Beaumont (Center for Ecology and Hydrology, Βρετανία 2004). Χωρίς την έμπρακτη συνεισφορά αυτών των ερευνητών δεν θα ήταν δυνατό να αναπτυχθεί μια βασική αντίληψη για την ιχθυοπανίδα και τα προβλήματα της στην περιοχή. 4
Σχήμα 1. Χάρτης Ευρύτερης Περιοχής με την οριοθέτηση περιοχής μελέτης της ιχθυολογικής έρευνας. Σχήμα 2. Οι 65 θέσεις ιχθυολογικών δειγματοληψιών/ αυτοψιών είναι με κύκλο. Τα υδάτινα σώματα (με αριθμούς) αναφέρονται στην χωρική κατανομή των ψαριών (βλ. Πίνακα 1). Σχήμα 1. Σχήμα 2. ΙΙ.2 Δειγματοληψίες - Αυτοψίες Ταχεία ανασκόπηση (Rapid Assessment) Το ερευνητικό έργο στηρίζεται στην παραδοχή ότι μία εκτατική μορφή ανασκόπησης με τεχνικές «ταχείας εκτίμησης» μπορεί να συνεισφέρει γρήγορα και άμεσα στον καθορισμό της πρώτης αδρής εικόνας της ιχθυοπανίδας μιας μεγάλης και δύσβατης περιοχής. Έτσι η έρευνα πεδίου επεκτάθηκε σε εύρος όχι σε βάθος, δηλαδή κυρίως στην 5
αναζήτηση «χωρικής» πληροφορίας. Ειδικά σε έρευνα για την σύνταξη προτάσεων διατήρησης της βιοποικιλότητας, η ταχεία εκτίμηση είναι δόκιμη και διαδεδομένη πρακτική (Sayer et. al. 2000). Όμως υπάρχουν σαφέστατα περιορισμοί και αδυναμίες επειδή η ανασκόπηση αυτή προφανώς δεν αποτελεί ολοκληρωμένη ιχθυολογική έρευνα. Πραγματοποιήθηκαν συνολικά 65 δειγματοληψίες/αυτοψίες στην περιοχή κατά την θερινή περίοδο (Ιούνιο-Σεπτέμβριο). Οι περισσότερες δειγματοληψίες ψαριών έγιναν με την χρήση συσκευής φορητής ηλεκτραλιείας Hans Grassl GmbH Model IG200-2 (1,5 ΚW, 35-100 Hz, 850 V) ενώ σποραδικά χρησιμοποιήθηκαν και άλλα μοντέλα πιο ισχυρών ηλεκτραλιείων (συμβολή των Γερμανών ερευνητών και του ΕΛΚΕΘΕ). Οι περισσότερες καταγραφές ακολουθούσαν καθιερωμένες πρακτικές της Ευρωπαϊκής ομάδας ιχθυολογικής έρευνας FAME CONSORTIUM (2005), όμως η έκταση που αλιεύτηκε σε κάθε σταθμό καθώς και η αλιευτική προσπάθεια δεν ήταν παρόμοιες. Σε κάθε θέση όπου έγινε μια «ταχεία δειγματοληψία» καλύφθηκαν όλα τα ενδιαιτήματα για τουλάχιστον τριάντα μέτρα μήκους ποταμού με σκοπό τον εντοπισμό όλων των ειδών ψαριών στο συγκεκριμένο σημείο. Τα ψάρια προσδιορίστηκαν σε επίπεδο είδους επιτόπου, μετρήθηκαν (με ομαδοποίηση σε «κλάσεις μεγεθών») και αφέθηκαν ελεύθερα στον ποταμό. Συλλέχθηκαν τρεις βασικές ιχθυολογικές πληροφορίες: 1) παρουσία ψαριών, 2) αριθμός ειδών, και 3) ένδειξη σχετικής αφθονίας κάθε είδους. Εκεί που δεν ήταν δυνατή η χρήση της ηλεκτραλιείας απλά έγινε αυτοψία του χώρου («παρατήρηση ψαριών» και μετρήσεις των γνωρισμάτων των ενδιαιτημάτων) και αναζητήθηκαν πληροφορίες από έμπειρους ντόπιους κατοίκους ή ερασιτέχνες ψαράδες της περιοχής. Πολλά δύσβατα σημεία του Αράχθου και το Καλαρίτικου ερευνήθηκαν με την βοήθεια φουσκωτού σκάφους τύπου ραφτ και στα μέρη αυτά δεν ήταν δυνατό να διεξαχθούν δειγματοληψίες με ηλεκτεραλιεία. Στον Αχελώο όπου τα νερά έχουν ιδιαίτερη διαύγεια έγιναν και καταδύσεις με μάσκα, όπου παρατηρήθηκε η συμπεριφορά των ψαριών και πάρθηκαν υποβρύχιες φωτογραφίες. Συλλέχθηκαν με ειδικά προτόκολα περιβαλλοντικοί παράμετροι σε κάθε θέση όπου έγιναν ταχείες δειγματοληψίες και αυτοψίες. 6
ΙI.3 Προκαταρκτική Ταξινόμηση Υδατίνων Σχηματισμών Είναι ελάχιστες οι αναφορές στην ταξινόμηση τύπων υδάτινων σχηματισμών (ή υδάτινων ενδιαιτημάτων) που αφορούν στα ρέοντα ύδατα στην Ελληνική ιχθυολογική βιβλιογραφία (Οικονόμου et al. 2004). Aκόμα και οι τύποι οικοτόπων που ορίζονται από την Κοινοτική Οδηγία 92/43/ΕΚ αναδεικνύουν κυρίως χερσαίους σχηματισμούς, πολύ λίγοι είναι καθαρά υδάτινοι οικότοποι στα ρέοντα ύδατα (Δημόπουλος et al. 2005). Υπάρχει όμως μια εντυπωσιακή ποικιλία διακριτών υδάτινων σχηματισμών και θα μπορούσαν να περιγραφούν και να χαρτογραφηθούν για τις ανάγκες της διατήρησης της βιοποικιλότητας. Σημαντικές περιβαλλοντικοί παράμετροι που μπορούν να συλλεχθούν τάχιστα και που βοηθούν στην ταξινόμηση διαφορετικών τύπων ποταμών και ρεμάτων είναι οι εξής: θερινή θερμοκρασία υδάτων, υψόμετρο, μορφολογία κοιλάδας, κλίση ποτάμιας κοίτης, γεωλογία λεκάνης, θέση στο υδρολογικό δίκτυο, φυσική συνεκτικότητα-φυσικά εμπόδια, πλάτος υδάτινου δίαυλου, μέσο και μέγιστο θερινό βάθος, και στοιχεία υδρολογικού καθεστώτος. Παραπέρα πολλές προσπάθειες ταξινόμησης επιφανειακών ρεόντων υδάτων χρησιμοποιούν είδη-ενδείκτες διότι τα έμβια όντα ενός συγκεκριμένου υδάτινου σώματος καθρεφτίζουν τις επικρατούσες φυσικοχημικές και υδρομορφολογικές συνθήκες. Συνεπώς η χωρική κατανομή ορισμένων ειδών ψαριών βοηθά στην οριοθέτηση διαφορετικών τύπων υδάτινων συστημάτων. Ορισμένα είδη και οι συναθροίσεις ειδών προσφέρουν πολύ σημαντικές πληροφορίες για τις συνθήκες και τους πόρους που χαρακτηρίζουν τα ενδιαιτήματα ή σε μακροκλίμακα, τους υδάτινους σχηματισμούς στους οποίους ζουν. Εδώ επιχειρείται μια προκαταρκτική αναγνώριση και ταξινόμηση των φυσικών υδάτινων σχηματισμών, καθοδηγούμενη από τα κύρια χαρακτηριστικά των αβιοτικώνφυσιογραφικών σχηματισμών και τις χαρακτηριστικές συναθροίσεις ενδεικτικών ή κυρίαρχων ειδών ψαριών. Αυτή η «περιγραφική» ταξινόμηση που αναπτύσσεται 7
προσφέρει μια προκαταρκτική «γενικευμένη όψη» για να υποστηρίξει τη συνολική αξιολόγηση περιοχών και μορφών υδάτινων σχηματισμών 1. ΙΙ.4 Ανάλυση και παρουσίαση δεδομένων Από τα δεδομένα που απορρέουν από την συγκεκριμένη έρευνα αναπτύσσεται μια περιγραφή των ειδών ψαριών της περιοχής (χωρική κατανομή, στοιχεία ανθρωπογενών απειλών και πιέσεων) και μια προκαταρκτική περιγραφική ταξινόμηση των υδάτινων σχηματισμών που συγκροτούν ιχθυοπληθυσμούς. Παραπέρα επιχειρείται και μια προσπάθεια υποκειμενικής αξιολόγησης των διαφορετικών τύπων ρεόντων υδάτινων σχηματισμών καθώς και ο προσδιορισμός σημαντικών περιοχών για την άμεση προώθηση της διατήρησης της υδρόβιας βιοποικιλότητας της περιοχής. ΙΙΙ) ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ III.1 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΙΧΘΥΟΠΑΝΙΔΑΣ Στην έρευνα πεδίου και στις συνεντεύξεις καταγράφηκαν 8 είδη ψαριών στην ευρύτερη περιοχή. Εδώ παρουσιάζονται στοιχεία τοπικής οικολογίας και ανθρωπογενών απειλών για αυτά τα είδη. Οι ελληνικές ονομασίες ακολουθούν τον Οικονομίδη (1991) και αναφέρονται και ορισμένες τοπικές ονομασίες που καταγράφηκαν στις συνεντεύξεις με ντόπιους. Συγκεντρωτικά παρουσιάζονται στοιχεία χωρικής κατανομής στον Πίνακα εξάπλωσης (Πίνακα 1). 1 Διεθνή παραδείγματα απλών αλλά αποτελεσματικών μορφών «περιγραφικής» ταξινόμησης υδάτινων σχηματισμών με σκοπό την επιστημονική αξιολόγηση αναφέρονται στους Moyle and Ellison (1991) και Moyle and Randall(1998). Οι εργασίες του Μoyle ήταν το πρότυπο με το οποίο αναπτύχθηκε και ο παρόν προσδιορισμός τύπων υδάτινων σχηματισμών. 8
Άνω Αχελώος Μέσω Αχελώος Κάτω Αχελώος Άνω Άραχθος Χαράδρα Αράχθου Κάτω Άραχθος Μουτσαρίτικος Χίστρας Ραφτανίτης Καταρράκτης Καλαρίτικο Άνω Καλαρίτικο Μελισσουριγιώτικος Γκούρας Περιστερίου Μέσω Μετσοβίτικος Ρόνα Σαραντάπορος Πίνακας 1. Καθεστώς κατανομής και σχετικής αφθονίας Ιχθυοπανίδας Ευρύτερης Περιοχής. Τα υδάτινα σώματα χαρτογραφούνται στο Σχήμα 2. Υδάτινο Σώμα: 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 Χέλι? Ποταμοσαλιάρα Στροσίδι? Χαμοσούρτης Ασπρίτσα Λιάρα?? Πέστροφα???? Ιριδίζουσα Πέστροφα????? ΥΠΟΜΝΗΜΑ Υδάτινα σώματα: 1. = Άνω Αχελώος (από τα Τρία Ποτάμια συμβολή Κρανιώτικου ως το Χαλίκι) 2. = Μεσαίο τμήμα Άνω Αχελώου (Από Μεσοχώρα ως Τρία Ποτάμια) 3. = Κατώτερο τμήμα Άνω Αχελώου (Από Μεσοχώρα ως τα Τερπνά) 4. = Άνω Άραχθος (Από Γέφυρα Παπαστάθη ως Γέφυρα Μπαλτούμας) 5. = Χαράδρα Αράχθου (Από Γέφυρα Παπαστάθη ως Γέφυρα Πλάκας) 6. = Κάτω Άραχθος (Από Γέφυρα Πλάκας ως Γέφυρα Τζαρή) 7. = Μουτσαρίτικος (Από συμβολή με Αχελώο ως το Φαράγγι ανάντι Αθαμανίας) 8. = Χίστρας (Από συμβολή με Αχελώο ως τα Θεοδώριανα) 9. = Ραφτανίτης (Μέσω ρου ποταμού) 10. = Ρύακας Καταράκτης (Από το ύψος του χωριού Μηλιά και κατάντη) 11. = Καλαρίτικο (Από συμβολή με Μελισσουργιώτικο ως συμβολή Αράχθου) 12. = Άνω Καλαρίτικο (Από συμβολή με Μελισσουργιώτικο και ανάντη ως Καλαρίτες). 13. = Μελισσουργιώτικο (Από Μελισσουργούς ως συμβολή με Καλαρίτικο) 14. = Γκούρας Περιστερίου (Παραπόταμος Μετσοβίτικου πλησίον χωριού Μεγάλο Περιστέρι) 15. = Μέσο ρου Μετσοβίτικου (Από Γέφυρα Περιστερίου έως συμβολή Ρέμα Ρόνας) 16. = Ρέμα Ρόνας (Παραπόταμος Μετσοβίτικου) 17. = Σαραντάπορος (Περιοχή Παλιοκάτουνο) 9
Κωδικοί σχετικής αφθονίας / καθεστώς παρουσίας Κοινό και διαδεδομένο = έχει παρατηρηθεί κατά τα τελευταία δύο χρόνια σε υψηλές πληθυσμιακές πυκνότητες ή υπάρχουν ενδείξεις ότι το είδος είναι άφθονο στο συγκεκριμένο υδάτινο σώμα. Παρόν = έχει παρατηρηθεί κατά τα τελευταία χρόνια στην περιοχή ή υπάρχει επιβεβαιωμένη αναφορά του είδους από ντόπιους ψαράδες / φαίνεται ότι το είδος δεν είναι άφθονο στο συγκεκριμένο υδάτινο σώμα. Σπάνιο = έχουν παρατηρηθεί ελάχιστα άτομα ή υπάρχουν αναφορές από ψαράδες ή άλλα πιστά πρόσωπα. Εξαφανισθέν = υπάρχει βιβλιογραφική πηγή ή μαρτυρίες από πιστά πρόσωπα που έχουν αναφέρει την παρουσία του είδους τα τελευταία 20 χρόνια, σήμερα το είδος έχει επιβεβαιωθεί ότι δεν υπάρχει πια στο συγκεκριμένη περιοχή.? Αβέβαιο καθεστώς = όπου υπάρχει αβεβαιότητα πληροφοριών αναφέρεται, αν το σύμβολο αυτό παρουσιάζεται μόνο του αναφέρεται ότι υπάρχει ανεπιβεβαίωτη πληροφορία για την παρουσία ενός είδους σε μια περιοχή. 1. Salmo cf. trutta 2 (Linnaeus, 1758 ) Πέστροφα Τοπική Ονομασία: Πέστροφα Η πέστροφα της Ευρώπης Salmo trutta είναι ποικιλόμορφο και γενετικά ετερογενές είδος με διάφορους μορφολογικούς τύπους (Laikre et. al. 1999). Μέχρι πρόσφατα οι πιο διαδεδομένες πέστροφες των ρεμάτων της Μεσογειακής λεκάνης ονομάζονταν Salmo macrostigma και έτσι αναφέρεται το είδος που απαντά στην Ελλάδα στους καταλόγους της Κοινοτικής Οδηγίας 92/43/ΕΚ. Το επίθετο macrostigma όμως θεωρείται παρωχημένο επειδή οι μορφές πέστροφας της δυτικής Μεσογείου που είχαν αρχικά αυτό το όνομα έχουν αναδιαρθρωθεί (Kottelat 1997, Laikre 1999) και έχει αποδειχθεί ότι υπάρχει υψηλή γενετική ποικιλότητα εντός των Μεσογειακών πληθυσμών (Apostolidis et. al. 1996). Η πέστροφα της δυτικής πλευράς της Ελλάδας θεωρείται τουλάχιστον ως μια ξεχωριστή μορφή πέστροφας αν όχι ξεχωριστό «είδος» (Kottelat 1997, Bobori and Economidis 2006) 3. Τέτοιοι διαφοροποιημένοι-απομονωμένοι πληθυσμοί συνήθως 2 Εδώ δίνεται η βασική ονομασία Salmo trutta διότι δεν έχει διευκρινιστεί με σαφήνεια η συστηματική κατάσταση της άγριας πέστροφας των Νοτιοδυτικών Βαλκανίων. Η τάση για μια συντηρητική προσέγγιση στην ονοματολογία όπου το αρχικό όνομα S. trutta εφαρμόστικε και σε πρόσφατες ευρωπαϊκές έρευνες (Laikre 1999, Fame 2005). 3 Κατά τον Kottelat (1997) οι πληθυσμοί της Δυτικής Ελλάδας ανήκουν σε είδος συγγενικό της Salmo trutta. Πρόσφατες απόψεις υσχηρίζουν οτι οι Ελληνικοί πληθυσμοί της Δυτικής Ελλάδας δεν θα πρέπει να ονομάζονται S. macrostigma που είναι η παλιότερη ονομασία για σχεδόν όλες τις πέστροφες στην Μεσόγειο (Kottelat 1997, Apostolidis et. al. 1996). 10
αναγνωρίζονται ως εξελικτικά σημαντικές ταξινομικές μονάδες 4. Στον βαθμό που δεν υπάρχουν ακόμη ολοκληρωμένες έρευνες για την συστηματική θέση και συνάφεια μεταξύ των διαφόρων γηγενών πληθυσμών, πολλοί ιχθυολόγοι υποστηρίζουν ότι θα πρέπει αυτοί να θεωρούνται ως «εν δυνάμει χωριστές ταξινομικές μονάδες» (Μπόμπορη και Οικονομίδης 1996, Kottelat 1997). Συνεπώς, οι γενετικά «αγνοί» πληθυσμοί του Άνω Αχελώου και Αράχθου είναι σημαντικοί για τη διατήρηση της φυσικής ποικιλότητας της πέστροφας σε υπερτοπικό επίπεδο. Οι άγριοι πληθυσμοί πέστροφας της Ελλάδας θεωρούνται απειλούμενοι, καθώς και τοπικά υπό το καθεστώς «Κινδυνεύον-Τρωτό-Σπάνιο» (Οικονομίδης 1991). Επειδή η πέστροφα της δυτικής Ελλάδας/Ηπείρου αποτελεί γενετικά απομονωμένη ταξινομική μονάδα είναι πολύ σημαντική υπόθεση η προστασία των τοπικών πληθυσμών. Λόγω της ευαισθησίας στην γενετική μόλυνση, η προστασία αυτών των ψαριών πρέπει να γίνει στο επίπεδο τοπικών πληθυσμών ως βασική μονάδα διατήρησης και διαχείρισης (Laikre 1999). Αξιολόγηση Εμφανιζόμενου Πληθυσμού: Πληθυσμοί του Άραχθου: Το είδος βρέθηκε σε υψηλές πυκνότητες σε πολύ λίγα τμήματα της λεκάνης απορροής του Άνω Αράχθου. Στα ακόλουθα τμήματα παραποτάμων αναγνωριστήκαν υγιείς πληθυσμοί 5 τους καλοκαιρινούς μήνες: 1) Μελισσουργιώτικο (πλησίον χωριού Μελισουργών), 2) Καλαρίτικος (ανάντη συμβολής με Μελισσουργιώτικο περιοχή Μονής Κιπίνας), 3) Χρούσιας (ανάντη γέφυρας Μονής Κιπίνας-Καλαρίτες), και 4) Άνω Μετσοβίτικος- Ρέμα Ρόνας. Σε άλλους παραποτάμους το είδος φαίνεται ότι σπανίζει ή 4 Εξελικτικά σημαντική μονάδα (Evolutionary Significant Unit): «πληθυσμός ή ομάδα πληθυσμών που (1) είναι αρκετά αναπαραγωγικά απομονωμένη από άλλους συγγενικούς πληθυσμούς και (2) αντιπροσωπεύει σημαντικό μερίδιο του εξελικτικού κληροδοτήματος του είδους» (Laikre 1999). Ως «εξελικτικό κληροδότημα» αναφέρεται η γενετική ποικιλότητα που είναι προϊον σημαντικών εξελικτικών συμβάντων και αντιπροσωπεύει το υπόβαθρο για μελλοντική εξέλιξη του είδους. 5 Εδώ η εκλαϊκευμένη φράση «υγιείς πληθυσμοί» αναφέρεται στην παρουσία ψαριών σε σχετικά υψηλές πυκνότητες περιλαμβάνοντας και την παρουσία διάφορων κλάσεων ηλικίας καθώς και νεαρά ιχθύδια (δηλ. απόδειξη επιτυχημένης αναπαραγωγής). 11
διατηρεί σχετικά μικρούς πληθυσμούς κατά τους θερμούς καλοκαιρινούς μήνες, κάτι που επιβεβαιώνουν και ερασιτέχνες ψαράδες. Για παράδειγμα ένας πολύ μικρός πληθυσμός εντοπίστηκε στο ανώτερο τμήμα του ρέματος «Καταράκτη» 5 χλμ ανάντη του οικισμού της Σγάρας Τζουμέρκων. Το είδος απουσιάζει από πολλά τμήματα ρυάκων όπου γενικά φαίνεται ότι υπάρχουν κατάλληλα ενδιαιτήματα. Όμως πιθανότατα να μην επιβιώνει σε πολλά μικρά ρέματα των Τζουμέρκων επειδή η περιοχή χαρακτηρίζεται από έντονη διάβρωση, πολύ θολερά νερά, και σχετικά υψηλές θερινές θερμοκρασίες. Επίσης, φαίνεται ότι δεν υπάρχουν καλά πεδία αναπαραγωγής σε πολλά ρέματα της δυτικής όψης των Τζουμέρκων διότι η πρόσβαση σε μεγαλύτερα υψόμετρα όπου τα νερά είναι ψυχρότερα είναι αδύνατη επειδή οι ρύακες έχουν πολλές υδατοπτώσεις (τύπου «τσουλήθρες»). Εξαιρετική σημασία για την αναπαραγωγή της πέστροφας στην ευρύτερη περιοχή των Τζουμέρκων έχει η Άνω Χαράδρα του Καλαρίτικου που περιλαμβάνει τον κύριο κλάδο του Καλαρίτικου και του Χρούσια στην περιοχή Μονής Κιπίνας-Καλαρίτες. Αναμφισβήτητα αυτή η μικρή περιοχή αποτελεί το σημαντικότερο «πεστροφοποτάμι» σε ολόκληρη την δυτική πλευρά Λάκμου-Κακαρδίτσας-Τζουμέρκων. Επίσης, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η πέστροφα απαντά και σε τμήματα του κύριου σκέλους της χαράδρας του Άραχθου (ιδιαίτερα μέσα στα στενά φαράγγια ανάντι της Γέφυρας Πλάκας και του Καλαρίτικου). Μέσα στα στενά φαράγγια όπου το βάθος του ποταμού φθάνει συχνά τα 3 ή 4 μέτρα και υπάρχουν σημαντικές εκφορτίσεις ψυχρών πηγαίων νερών, το είδος μπορεί να βρίσκει θερμικά καταφύγια κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Μεγαλόσωμες πέστροφες (4 έως 6 κιλά) υποστηρίζεται ότι έχουν πρόσφατα αλιευτεί στην έξοδο του Φαραγγιού του Αράχθου (περιοχή Γέφυρας Πλάκας). Πληθυσμοί του Αχελώου: Οι πληθυσμιακές πυκνότητες πέστροφας είναι πολύ υψηλότερες στον Αχελώο και στους παραπόταμους του σε σύγκριση με τους μικρούς θερμότερους παραποτάμους του Άραχθου. Πέστροφες κυριαρχούν σε μεγάλο μήκος των υψηλότερων παραποτάμων 12
καθώς και σε μεγάλο μήκος του άνω ρου του Αχελώου (ανάντη της περιοχής Τρία Ποτάμια στον κύριο ρου). Απειλές Ανθρωπογενείς Πιέσεις: Είναι βέβαιο ότι οι Ελληνικοί πληθυσμοί της πέστροφας έχουν μειωθεί σε πολλούς ποταμούς (Οικονομίδης 1992). Ορισμένοι πληθυσμοί βρίσκονται σε υποχώρηση κυρίως λόγω της μείωσης της παροχής νερού από απολήψεις και γεωτρήσεις για άρδευση και ύδρευση. Το είδος είναι εξαιρετικά ευάλωτο και στην έντονη λαθραλιεία. Αναγνωρίστηκαν οι εξής σημαντικές απειλές στην ευρύτερη περιοχή μελέτης: Α) Γενετική μόλυνση: Το είδος διασταυρώνεται εύκολα με άλλες «φυλές» ή συγγενικά «είδη» πέστροφας που μπορούν να έχουν εισαχθεί από άλλο ποτάμι, και έχουν πολύ διαφορετικά μορφολογικά ή γενετικά χαρακτηριστικά (Apostolidis et. al. 1996, Laikre 1999). Συνεπώς λόγω της έντονης διάθεσης των τοπικών κοινωνιών για νέους εμπλουτισμούς για την «τόνοση» των πληθυσμών πέστροφας, ο κίνδυνος γενετικής αλλοίωσης των ιθαγενών πληθυσμών είναι πολύ σοβαρός. Ακόμη και ο «εμπλουτισμός» ιχθυδίων από γειτονικές λεκάνες (π.χ. από Αχελώου σε Άραχθο) δεν θα πρέπει να γίνεται διότι μολύνει και αλλοιώνει το φυσικό χαρακτήρα των πληθυσμών του αποδέκτη 6. Ένας από τους λόγους που οι φυσικοί πληθυσμοί πέστροφας της περιοχής έχουν τόσο μεγάλο ενδιαφέρον στηρίζεται στο γεγονός ότι διατηρούνται γενετικά «καθαρές» και αυτό έχει επισημανθεί από όλους τους ιχθυολόγους-ερευνητές που έχουν εξετάσει τα ψάρια της περιοχής μελέτης στα πλαίσια αυτής της έρευνας. Άλλο σημαντικό πρόβλημα είναι το ρίσκο γενετικής μόλυνσης από ψάρια των πεστροφοτροφείων. Αυτές οι επιχειρήσεις μπορούν να ελευθερώνουν ξενικούς κλώνους Salmo trutta στο περιβάλλον ή να μολύνουν τους ιθαγενείς πληθυσμούς με ξενικές ασθένειες. Παραδείγματα 6 Το ζήτημα των εμπλουτισμών δεν έχει ερευνηθεί στην περιοχή μελέτης. Οι περισσότεροι εμπλουτισμοί γίνονται στο ανώτερο τμήμα του Αχελώου (παραπόταμοι Καπραλίας, Χαλικιώτικο, Κρανιώτικο, Σκλινιατσιώτικο κ.α.) από τον Ιχθυογενετικό Σταθμό Κουκουφλί (Κρανιώτικο, Άνω Αχελώος). Οι πυκνότητες πέστροφας μεταξύ των χωριών Χαλίκι και Ανθούσα είναι ιδιαίτερα αυξημένες λόγω των εμπλουτισμών αυτών. Σε αυτή την περιοχή παρατηρήθηκαν αρκετά νεαρά ιχθύδια πέστροφας με παραμορφώσεις στα πτερύγια και στο ρύγχος γνωστές επιπτώσεις ψαριών που είναι μεγαλωμένα σε ιχθυογενετικές εγκαταστάσεις (K.Blasel, προσωπική επικοινωνία). Τα τελευταία χρόνια γίνονται και εμπλουτισμοί με πέστροφες του Αχελώου και στο σύστημα του Αράχθου, όπως στο ρέμα του Ματσουκίου (ανάντη του χωριού), ενώ το 2005 έγιναν εμπλουτισμοί στο Χρούσια (μεταξύ Συρράκο και Καλαρίτες). Όλοι οι εμπλουτισμοί φαίνεται ότι γίνονται από τον ιχθυογενετικό Σταθμό Κουκουφλί. 13
απελευθέρωσης ξενικών ευρωπαϊκών υποειδών πέστροφας που μορφολογικά μοιάζουν αρκετά διαφορετικά από τα γιγενή ψάρια έχουν εντοπιστεί στον Αλφειό και στον Αλιάκμονα (Α. Οικονόμου, προσωπική παρατήρηση), όμως δεν παρατηρήθηκαν στην περιοχή μελέτης. Β) Υποβάθμιση και απώλεια ενδιαιτημάτων: σοβαρή πίεση σε φυσικούς πληθυσμούς αποτελούν τα μικρά και μεγάλα υδροηλεκτρικά έργα που δημιουργούν εμπόδια στην ελεύθερη επικοινωνία πληθυσμών και μπορούν να αποκόψουν την κίνηση της πέστροφας από και προς τους τόπους ωοτοκίας. Δεν γνωρίζει κανείς την αποτελεσματικότητα των τεχνιτών ιχθυοδιαδρόμων. Επίσης οι απολήψεις νερού για υδρευτικούς ή και αρδευτικούς λόγους προκαλεί ορατή απώλεια κατάλληλων ενδιαιτημάτων και σίγουρα έχει συμβάλει σε κάποια τοπική συρρίκνωση της φυσικής εξάπλωσης της πέστροφας. Παραδείγματα όπου τους θερινούς μήνες αφαιρείται νερό από παραποτάμους που μπορούσαν να συντηρήσουν πέστροφες υπάρχουν πολλά (π.χ. ρεματιά Τζούρτζιας ανάντη χωριού Αγίας Παρασκευής Τρικάλων, μικρά ρέματα κοντά στο Μεγάλο Περιστέρι Μετσοβίτικου). Γ) Υπεραλίευση/Λαθραλιεία: σημαντικό και διαδεδομένο πρόβλημα που μάλλον αυξάνεται με την επέκταση του ορεινού οδικού δικτύου. Σε ορισμένες περιοχές πιθανότατα η λαθραλιεία έχει μειώσει τοπικούς πληθυσμός και φαίνεται ότι η χρήση δειχτών και ψαροντούφεκου είναι διαδεδομένη και στις δύο λεκάνες απορροής. Είναι έντονα αισθητή η απουσία μεγαλόσωμων ψαριών στα περισσότερα συστήματα και αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό αποτέλεσμα της λαθραλιείας (U. Dussling, προσωπική επικοινωνία). Στις συνεντεύξεις με ντόπιος συχνά αναφέρθηκαν κρούσματα λαθραλιείας και είναι προφανές ότι η πάταξη της από τις αρχές δεν είναι αποτελεσματική. 2. Barbus peloponnesius (Valenciennes 1842) Χαμοσούρτης Τοπική ονομασία: Μπριάνα (Αχελώος), Μουστάκι (Άραχθος) Ενδημικό είδος της ευρύτερης περιοχής της Δυτικής και της κεντρικής Βαλκανικής. Η παγκόσμια κατανομή του είδους δεν είναι απόλυτα σαφής λόγω της συγγένειας του με αλλά είδη ή υποείδη της Ανατολικής Ευρώπης. Αν όμως αναφερθούμε στο υποείδος 14
Barbus peloponnesius peloponnesius έχουμε μια ταξινομική μονάδα περιορισμένης παγκόσμιας κατανομής (ποτάμια δυτικής Ελλάδας και δυτικής Πελοποννήσου) που στην περιοχή απαντά στον Άνω Αχελώο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η πληροφορία ότι ο Άραχθος έχει άλλο υποείδος, το Barbus peloponnesius rebeli που απαντά σε ρέματαποτάμια της νοτιοδυτικής βαλκανικής (Economidis et. al. 2003). Τα δύο αυτά υποείδη μοιάζουν μορφολογικά πάρα πολύ μεταξύ τους. Αξιολόγηση Εμφανιζόμενου Πληθυσμού: Κοινό και διαδεδομένο είδος σε πολλούς και διαφορετικούς υδάτινους σχηματισμούς στην περιοχή. Αποτελεί ένα από τα κοινότερα είδη ψαριών και συχνά σε ορισμένους ταχύρωους ημιορεινούς ποταμούς είναι το κυρίαρχο είδος ψαριού. Απειλές Ανθρωπογενείς πιέσεις: Ουσιαστικά το είδος δεν απειλείται παρά μόνο τοπικά, κυρίως στις πολύ μικρές λεκάνες απορροής. Σε μικρές υπολεκάνες, η τοπική συρρίκνωση των πληθυσμών του είναι κάτι που είναι αναπόφευκτο μετά την αλλοίωση του χαρακτήρα διαρκούς ροής μικρών ρυάκων. Οι τεχνητές υδατοπτώσεις και οι απολήψεις νερού επιδρούν αρνητικά στο είδος (έργα υδρονομίας, δρόμοι, αναβαθμίδες, μικρά φράγματα, έργα απολήψεων νερού κ.α.) (Οικονόμου et. al. 1999). 3. Barbus albanicus (Steindachner, 1870) Στροσίδι Τοπική ονομασία: Κιπούρι (Άνω Αχελώος), Στροσίδι (Άρτα, Λούρος, Αμβρακικός, Δέλτα Αχελωόυ), Μουστακάς (Περιοχή Παλιοκάτουνο, Αράχθου) Γενικά το είδος είναι από τα σημαντικότερα ενδημικά ψάρια της Ελλάδας και παρά το επιστημονικό όνομα (που παραπέμπει στην Αλβανία) φαίνεται ότι περιορίζεται αποκλειστικά σε λεκάνες απορροής στην Ήπειρο και της Δυτική Ελλάδας. Το είδος έχει την πιο περιορισμένη παγκόσμια κατανομή σχετικά με το σύνολο των ψαριών που απαντούν στην περιοχή μελέτης. Συνεπώς ο Άραχθος και ο Αχελώος είναι σημαντικές περιοχές στην παγκόσμια εξάπλωση αυτού του μεγαλόσωμου είδους βάρβου (που φθάνει 15
και ξεπερνά τα 80 cm). Το είδος είναι καταχωρημένο στους καταλόγους του ΠΔ 67/1981 και στην Οδηγία 92/43/ΕΚ (παραρ. ΙΙ ως Barbus capito) (Οικονομίδης et. al. 1996). Αξιολόγηση Εμφανιζόμενου Πληθυσμού: Χαρακτηρίζεται από μεγάλες μετακινήσεις ή μεταναστεύσεις κατά μήκος των ποταμών. Αφθονεί στις φραγματικές λίμνες ή όταν εισάγεται σε άλλες καθαρές λίμνες. Είναι κοινό στο κάτω τμήμα του Αράχθου καθώς και στα μεγάλα τμήματα του κύριου σκέλους του ποταμού ως την Γέφυρα Μπαλντούμα (όπου και βρέθηκε μεγάλος πληθυσμός από νεαρά άτομα και ιχθυδια σηματοδοτώντας αναπαραγωγή στο σημείο αυτό). Σε ορισμένα μέρη εισέρχεται και στους μεγάλους παραπόταμους (κάτω ρου Καλαρίτικου, Σαραντάπορος Αράχθου). Στον Αχελώο είναι αρκετά κοινό στον κύριο ρου σε βαθύτερα σημεία. Η κατανομή του φθάνει μέχρι το φράγμα της Μεσοχώρας, τεκμηριώθηκε η παρουσία του στην περιοχή γέφυρας Τερπνών το 2004. Απειλές Ανθρωπογενείς πιέσεις: Το είδος απειλείται μόνο τοπικά ενώ τα φράγματα μπορούν να σχηματίσουν σοβαρά εμπόδια στις μετακινήσεις του. Ένα τέτοιο έργο-εμπόδιο για το είδος είναι η κατασκευή του υψηλού φράγματος στην Μεσοχώρα όπου το ποτάμι περνάει τα τελευταία χρόνια μέσα από υπόγεια σήραγγα για να παρακάμψει το σημείο κατασκευής του φράγματος. Αυτή είναι η πιο πιθανή αιτία για την πρόσφατη εξαφάνιση του είδους στα τμήματα του ποταμού ανάντη της θέσης κατασκευής του φράγματος όπου έχει βεβαιωθεί η απουσία του (Ζόγκαρης et. al 2004). Ως πρόσφατα το είδος θεωρείτο «κοινό σε όλο του μήκος του ποταμού, με εξαίρεση τις πηγές» (Π. Οικονομίδης, στον Βαβίζο et. al. 1997). Οι Βαβίζος και συνεργάτες (1997) γράφουν ότι το είδος αυτό «αποτελεί το δεύτερο σημαντικό είδος του άνω ρου του Αχελώου, όπου σχηματίζει διάσπαρτους πληθυσμούς, ιδίως με μεγάλα άτομα, κατά προτίμηση στα βαθύτερα σημεία». Πολλοί ντόπιοι ψαράδες επιβεβαιώνουν ότι το είδος σταμάτησε να εισέρχεται στον άνω Αχελώο μετά το 2000, κατά το διάστημα των έργων κατασκευής του φράγματος της Μεσοχώρας. Φαίνεται ότι το είδος δεν μπορεί να περάσει πλέον την τεχνητή σήραγγα στη θέση του φράγματος (υπόγεια σήραγγα μήκους 800 μέτρων με μεγάλες ταχύτητες ροής). Όπως ισχυρίζονται οι 16
ντόπιοι, λόγω της σήραγγας και άλλα είδη (π.χ. ποταμοσαλιάρα) δε μπορούν να ανεβούν ανάντι της θέσης του φράγματος. 4. Squalius peloponnensis (Πρώην Leuciscus cephalus Heckel & Kner, 1858) «Ασπρίτσα» Τοπική ονομασία: Ασπρίτσα (Αχελώος), Αφρόψαρο ή Ασπρόψαρο (Άραχθος), Δροσίνα (Λούρος, Άρτα), κεφάλι ή ποταμίσιος κέφαλος (διάφορες τοποθεσίες). Μέχρι πρόσφατα υπήρξε σύγχυση για την συστηματική ταξινόμηση αυτού τού κοινού και διαδεδομένο ψαριού της δυτικής Ελλάδας- συχνά το είδος είχε αναφερθεί ως Leuciscus cephalus ή ακόμη και Leuciscus svallize. Το είδος είναι βέβαια συγγενικό με το γνωστό και διαδεδομένο «ποταμίσιο κέφαλο» Leuciscus cephalus της Ευρώπης, όμως τελικά πρόκειται για νέο ενδημικό είδος της δυτικής Ελλάδας-Ηπείρου, κάτι που διευκρινίστηκε σε έρευνες πολύ προόσφατα (Zardoya et. al. 1999) και θεωρείται πλέον έγκυρο απο την IUCN (Smith and Darwall 2006). Η παγκόσμια κατανομή αυτού του νέου είδους δεν είναι γνωστή, αλλά μάλλον περιορίζεται στο σύνολο της κατανομής των Squalius στην δυτική Ελληνικη χερσόνησο. Αξιολόγηση Εμφανιζόμενου Πληθυσμού: Το είδος είναι πολύ κοινό στα κατότερα τμήματα των δύο μεγάλων ποταμών αλλά και σε μεγάλους παραπόταμους καθώς και στις φραγματικές λίμνες. Στους μεγάλους ποταμούς, σε μεσαία και σχετικά χαμηλα υψόμετρα το είδος συνήθως αφθονεί. Σε σχέση με την πέστροφα, τον χαμοσούρτη και τη λιάρα, το είδος προτιμά νερά λιγότερα ταχύροα, και πιθανόν για αυτό το λόγο δεν απαντά σε μεγάλα υψόμετρα (για παράδειγμα λείπει από τον άνω ρου σχεδόν όλων των κύριων ποταμών και δεν απαντά στον Μετσοβίτικο (τμήμα Μεγάλο Περιστέρι- περιοχή Βοτονοσίου). Επίσης στον άνω ρου του Άραχθου κατανέμεται μόνο ως την περιοχή Τρία Ποτάμια, και δεν απαντά στο μέσω ή άνω ρου σε κανέναν από τους κύριους παραπόταμους (Μουτσαρίτικο, Γκούρα, Καμναϊτικο, Κρανιώτικο). 17
Απειλές Ανθρωπογενείς πιέσεις: Είναι πολύ πιθανό ότι το είδος περιορίζεται από την διακοπή της συνέχειας των ποταμών ειδικά εκεί που υπάρχουν τεχνητές υδατοπτώσεις λόγω έργων (φράγματα, γέφυρες, αναβαθμίδες, διαβάσεις δρόμων και άλλα έργα ορεινής υδρονομίας). Αυτό επισημάνθηκε στην γέφυρα Γκόγκου (ποταμός Καλαρίτικος) που φαίνεται ότι η υδατόπτωση που σχηματίζεται κάτω από τις βάσεις της γέφυρας είναι τεχνητό εμπόδιο για αυτό το είδος καθώς και για άλλα (π.χ. Barbus albanicus). Η έρευνά μας επιβεβαιώνει ότι το είδος διεξάγει αρκετά μακρινές μετακινήσεις μέσα στα ποτάμια (π.χ. τουλάχιστον δεκάδες χιλιόμετρα) κάτι που είναι προφανές από την ύπαρξη εντελώς διαφορετικών πυκνοτήτων ψαριών σε σημεία του μέσου Μελισσουργιώτικου ποταμού (πλησίον του χωριού Χρηστοί) σε δειγματοληψίες δύο διαφορετικών χρόνων. 5. Telestes pleurobipunctatus (Stephanidis, 1939) Λιάρα Τοπική ονομασία: «Μικρή ασπρίτσα» (Αχελώος), Πλατίτσα;; Γκέλπα;; (Άραχθος). Αυτό το ιδιόμορφο μικρό ψάρι έχει εξαιρετικό βιογεωγραφικό ενδιαφέρον διότι περιορίζεται μόνο σε ορισμένα ποτάμια που εκβάλουν στο Ιώνιο πέλαγος. Και εδώ υπήρχε ως πρόσφατα πρόβλημα με την ταξινόμηση του είδους - κατά το παρελθόν το είδος έχει καταταχτεί στα γένη Phoxinellus και Leuciscus, σχετικά πρόσφατα κατατάσσεται πλέον στο γένος Telestes (Kottelat 1997). Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι το είδος συγγενεύει και έχει πολλές ομοιότητες με το Telestes souffia, ένα διαδεδομένο μικρό ψάρι σε ορεινά ρέματα στην ευρύτερη περιοχή των Άλπεων και των βόρειων Αδριατικών ρεμάτων (Greenhalgh 1999, U. Dussling προσωπική επικοινωνία). Καθεστώς απειλής: Η παγκόσμια κατανομή του είδους περιορίζεται σε λίγες λεκάνες απορροής στη Δυτική Ελλάδα, σε λίγα ρέματα της Κέρκυρας και στο νοτιότερο άκρο της Αλβανίας. Τονίζουμε ότι αυτό το είδος είναι καταχωρημένο ως προστατευόμενο είδος στους καταλόγους του ΠΔ 67/1981 και της Οδηγίας 92/43/ΕΚ (παρ. ΙΙ ως «Phoxinellus sp. ) (Οικονομίδης et. 18
al. 1996). Έχει δηλαδή, μαζί με το Barbus albanicus ένα από τα πιο ισχυρά νομικά υπόβαθρα προστασίας. Αξιολόγηση Εμφανιζόμενου Πληθυσμού: Το είδος είναι σχετικά κοινό έως και κοινό στην περιοχή. Συνήθως απαντά μαζί με άλλα είδη κυπρινοειδών, ενώ δείχνει προτίμηση σε μικροενδιαιτήματα με πολλά φυτά (υδρόβια φυτά ή ελόφυτα) ή ριζώματα και κλαδιά που προσφέρουν καλή κάλυψη. Απειλές Ανθρωπογενείς πιέσεις: Πρόβλημα μπορεί να είναι τα ανθρωπογενής εμπόδια διότι είναι βέβαιο ότι το είδος μεταναστεύει αρκετά (Α. Οικονόμου, προσωπική επικοινωνία), πολύ συχνά φθάνοντας αρκετά ψηλά σε μικρούς παραποτάμους. Συνεπώς τα εμπόδια που ισχύουν και για το Squalius peloponnensis είναι προβλήματα για την επιβίωση και φυσική εξάπλωση αυτού του είδους. 6. Anguilla anguilla (Linnaeus, 1758) Χέλι Τοπική ονομασία: Χέλι. Είναι κατάδρομο είδος που μεταναστεύει στη θάλασσα των Σαργασών για να αναπαραχθεί. Οι πληθυσμοί του έχουν μειωθεί στην Ευρώπη πιθανόν λόγω υπεραλίευσης ή και άλλων ανθρωπογενών πιέσεων όπως από την δημιουργία εμποδίων στις μεταναστευτικές μετακινήσεις του (φράγματα). Αξιολόγηση Εμφανιζόμενου Πληθυσμού: Το είδος έχει πρόσφατα εξαφανιστεί από την περιοχή μελέτης. Το φράγμα των Κρεμαστών φράζει από την δεκαετία του 60 την μετακίνηση χελιών προς τον Άνω Αχελώο. Το φράγμα Πουρναριού φράζει από τις αρχές της δεκαετίας του 80 την εισροή χελιών στο μεγαλύτερο μέρος της λεκάνης του Αράχθου. Οι τελευταίες παρατηρήσεις χελιών στον Άραχθο ήταν πριν περίπου 5 χρόνια. Τα χέλια στον Άραχθο έφθαναν αρκετά ψηλά όπως για παράδειγμα σε μικρούς παραπόταμους στο ρέμα της Σκούρας κοντά 19
στο Μεγάλο Περιστέρι (παραπόταμος Μετσοβίτικου). Μαρτυρίες ντόπιων ψαράδων αναφέρουν ότι σε αρκετά σημεία του κύριου ρου του Αράχθου το χέλι ήταν άφθονο και σημαντικό για την ερασιτεχνική αλιεία. Απειλές Ανθρωπογενείς πιέσεις: Μοναδικό ανυπέρβλητο εμπόδιο στην φυσική μετακίνηση των χελιών στην περιοχή είναι τα υψηλά φράγματα. 7. Salaria fluviatilis (Asso, 1801) Ποταμοσαλιάρα Τοπικές ονομασίες: Γωβός, Σγουδιός, Γλωσσίτσα; (Αχελώος). Διαδεδομένο είδος σε πολλούς ποταμούς και παράκτιες λίμνες της Μεσογείου, σχετικά κοινό αλλά με τοπική εξάπλωση σε χαμηλά συνήθως υψόμετρα στην Ελλάδα. Συνήθως καταλαμβάνει σχετικά μεγάλο φάσμα διαφορετικών μικροενδιατημάτων και φαίνεται ότι τα ενήλικα άτομα μετακινούνται ανάντη του ρεύματος φθάνοντας αρκετά ψηλά στο μέσω ρου των ορεινών ποταμών ή ρυάκων (προσωπικές παρατηρήσεις στον Μέσω Αχελώο). Σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Μεσογείου έχει παρατηρηθεί μείωση των πληθυσμών που αποδίδεται κυρίως στην διακοπή της φυσικής συνεκτικότητας των ποταμών λόγων των μεγάλων αριθμών φραγμάτων αλλά και άλλων υδρομορφολογικών αλλαγών (π.χ. έντονες χαλικοληψίες στην Ισπανία, για παράδειγμα). Αξιολόγηση Εμφανιζόμενου Πληθυσμού: Το είδος δεν εντοπίστηκε πουθενά στην περιοχή μελέτης στην παρούσα έρευνα. Ενώ είναι σχετικά κοινό σε πολλά σημεία στο μέσω και κάτω ρου του Αχελώου οι πληθυσμοί στον Άνω ρου φαίνεται ότι έχουν εξαφανιστεί ανάντη του φράγματος της Μεσοχώρος (κάτι που επιβεβαιώνουν και ντόπιοι ψαράδες). Οι ντόπιοι ψαράδες της περιοχής Μεσοχώρας Φορτώσι - Παλιοχώρι ισχυρίζουν ότι το είδος υπήρχε ως πολύ πρόσφατα στον άνω ρου του ποταμού Αχελώου βόρεια μέχρι το ύψος της γέφυρας του Γαρδικίου. Δεν εντοπίστηκε το είδος στον Άραχθο, και εκεί το καθεστώς του είδους παραμένει ανεπιβεβαίωτο. 20
Απειλές Ανθρωπογενείς πιέσεις: Προσπάθειες εύρεσης του είδους στον άνω Αχελώο (ανάντη του Φράγματος της Μεσοχώρας) το 2004, 2005 και 2006 ήταν άκαρπες. Πιθανότατα να μην μπορεί να ολοκληρώσει τον αναπαραγωγικό του κύκλο στα ταχύροα τμήματα του άνω ρου του ποταμού και το είδος να μην μπορεί πλέον να εποικήσει την περιοχή ανάντη του νέου φράγματος. Ανυπέρβλητο τεχνητό εμπόδιο πρέπει να είναι η υπόγεια σήραγγα εκτροπής που υπάρχει στην θέση κατασκευής του φράγματος της Μεσοχώρας. Oncorhynchus mykiss (Walbaum, 1792) Ιριδίζουσα Πέστροφα Αυτό το ξενικό είδος από την Δυτική Βόρεια Αμερική είχε εισαχθεί κατά το παρελθον στην περιοχή (π.χ. ρύακας Ματσουκιώτικο, Γκούρας-Μετσοβίτικος, Βάρδας) αλλά ως γνωστόν δεν αναπαράγεται στην Ελληνική φύση. Είναι το πιο δεδομένο είδος ξενικού σαλμονοειδούς στην Ελλάδα. Τακτικοί ή συστηματικοί εμπλουτισμοί με το είδους στην περιοχή δεν φένεται να πραγματοποιούνται πλέον, εκτός από τυχαίες ελευθερώσεις από ιχθυοτροφία σε τοπικό επίπεδο. Πεστροφοτροφεία με το είδος υπάρχουν σε αρκετά σημεία (π.χ. στους ακόλουθους ποταμούς: Μετσοβίτικος, Βάρδας Αράχθου, Ρέμα Ζόρι- Γρεβενίτης Ζαγωρίου, Καταράκτης Τζουμέρκων, Μουτσαρίτικο Αχελώου). Τέλος, ο εμφανιζόμενος πληθυσμός του είδους είναι πολύ μικρός και τοπικός και δεν φένεται να υπάρχει πρόβλημα όχλησης σε γηγενείς πληθυσμούς ψαριών από την σημειακή παρουσία αυτού του ξενικού είδους στην περιοχή. 21
ΙIΙ.2 Προστατευόμενα και απειλούμενα είδη Από τα 8 είδη ψαριών που εντοπίστηκαν στην ευρύτερη περιοχή, τα έξι περιλαμβάνονται στους καταλόγους των προστατευόμενων ειδών σύμφωνα με την ελληνική, ευρωπαϊκή κοινοτική νομοθεσία και τις πιο σημαντικές διεθνείς συμβάσεις (βλ. Πίνακα). Παρά την ιδιαίτερη σημασία αυτών των ειδών ως προστατευόμενα είδη και το γεγονός ότι τουλάχιστον τρία από αυτά είναι ενδημικά είδη με χωρική κατανομή που περιορίζεται παγκοσμίως στην Δυτική Ελλάδα-Ήπειρο, δεν απειλούνται με εξαφάνιση. Το IUCN σε πρόσφατη αξιολόγηση καταχωρεί πέντε είδη που απαντούν στην περιοχή σε καθεστώς «Least Concern» - κατηγορία που «δεν προσδίδει άμεση ανάγκη ενεργειών για την διασφάλιση των ειδών από την εξαφάνιση» (Smith and Darwall 2006). Ωστόσο σε τοπικό επίπεδο υπάρχουν μαρτυρίες από πολλούς ντόπιους κάτοικους οτι τρία είδη έχουν χωρικά περιοριστεί κυρίως λόγω σύγχρονων έργων αξιοποίησης υδάτων (φράγματα) και άλλες ανθρωπογενείς ενέργειες που υποβαθμίζουν τα φυσικά υδάτινα ενδιαιτήματα. Ένα είδος, το χέλι έχει πρόσφατα εξαφανισθεί εξ ολοκλήρου από την περιοχή. Παρότι τα είδη επιβιώνουν σε μεγάλο μέρος της φυσικής τους κατανομής, οι φυσικές ιχθυοκοινότητες έχουν σίγουρα αλλοιωθεί σε πολλά σημεία λόγω των πρόσφατων έργων υδατικής αξιοποίησης, των εμπόδιων στην μετακίνηση ψαριών ή/και λόγω των εκτεταμένων απολήψεων νερού από παρά πολλά σημεία. Συνεπώς κάτι που έχει πράγματι αλλοιωθεί είναι η φυσική κατάσταση των ιχθυοκοινοτήτων σε ορισμένα τμήματα της περιοχής. Πίνακας 2. Καθεστώς προστασίας αυτόχθονης ιχθυοπανίδας της ευρύτερης περιοχής 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 Οικογένεια Είδος Κοινό Όνομα Καθε στώς Ενδ. 67/80 RED 92/43 BER N IUCN Ενδ. Κατα νομής 1 Anguilidae Anguilla anguilla Χέλι - ** 2 Blennidae Salaria fluviatilis Ποταμοσαλιάρα - ΙΙΙ LC * 3 Cyprinidae Barbus albanicus Στροσίδι ** * +/V V LC * 4 Barbus Χαμοσούρτης * V V III LC? peloponnesius 5 Squalius peloponnensis Ασπρίτσα ** III LC 22
6 Telestes pleurobipunctatus Λιάρα ** * +/V II LC 7 Salmonidae Salmo trutta Πέστροφα * R/V/ II? E 8 Oncorhynchos mykiss Ιριδίζουσα Πέστροφα Χ Υπόμνημα: 1. Αύξοντας αριθμός 2. Οικογένεια 3. Είδος 4. Κοινή καθιερωμένη ονομασία (Economidis, 1991) 5. Καθεστώς Ενδημισμού: - Διαδεδομένο είδος, * Ενδημικό Υποείδος της ιχθυοπεριφέριειας Ιωνίου (Δυτική Ελλάδα-Ήπειρος), **Ενδημικό Είδος ιχθυοπεριφέριειας Ιωνίου (Δυτική Ελλάδα- Ήπειρος), Χ: ξενικό είδος. 6. 67/80: Προεδρικό Διάταγμα 67/ 29-11-1980: * 7. RED: Κόκκινο Βιβλίο των απειλούμενων σπονδυλοζώων της Ελλάδας, 1992 (Ε: Κινδινεύοντα είδη, V: Τρωτά είδη, R: Σπάνια είδη, Ι: Απροσδιόριστα είδη, + Είδη ενδημικά της Ελλάδας. 8. 92/43: Κοινοτική Οδηγία 92/43 ΕΟΚ για την διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΙΙ: είδη του Παραρτήματος ΙΙ, V: Είδη του παραρτήματος V). 9. Συνθήκη της Βέρνης (Παράρτημα ΙΙΙ): ΙΙΙ 10. IUCN. Είδος σε καθεστώς Least Concern (Smith and Darwall 2006): LC. 11. Ένδειξη τάσεις χωρικής κατανομής στην ευρύτερη περιοχή μελέτης.? Ανεπιβεβαίωτες ενδείξεις πιθανής μείωσης σημειακά, * = Ενδείξεις μείωσης περιορισμένης αλλά επιβεβαιωμένης μείωσης στην περιοχή **: Ενδείξεις μείωση άνω των 50% της πρώην χωρικής κατανομής τους είδους στην περιοχή. ΙΙI.3 Προκαταρκτική Ταξινόμηση Υδάτινων Σχηματισμών Η περιοχή έρευνας έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μεγάλη ποσότητα και ποικιλία επιφανειακών νερών και το υψηλό ποσό κατακρημνίσεων. Επίσης, λόγω της εναλλαγής αδιαπέρατων περατών πετρωμάτων, δημιουργείται ένα καλειδοσκόπιο διαφορετικών επιφανειακών υδάτινων σχηματισμών, όπως έντονες πηγαίες εκφορτήσεις και πολλοί θεαματικοί καταρράκτες. Παρακάτω περιγράφονται οι κύριοι φυσικοί τύποι ρεόντων υδάτων «διαρκούς ροής» που συγκροτούν ιχθυοπληθυσμούς στην περιοχή. 23
Σχήμα 3. Προκαταρκτική Χαρτογράφηση Τύπων Υδάτινων Σχηματισμών που συντηρούν ιχθυοπληθυσμούς Υπόμνημα Απεικονίζονται διαδοχικά: Σκούρα μπλέ γραμμή= ορεινή ρύακες «άνω ζώνη της πέστροφας», Μπλέ με στίγματα= Μεγάλοι ορεινοί ρύακες «ζώνη της πέστροφας», Μπλέ γραμμές με χ = Μεγάλοι ορεινοί ρύακες «ζώνη πέστροφας-χαμοσούρτη», Άσπρη με μπλε στίγματα= Περιοχή μικτής πέστροφας Αχελώου, Πορτοκαλί με κάθετες γραμμές= Ημιορεινοί ρύακες μικτών κυρπινοειδών, Σημειακά με το σύμβολο πορτοκαλί αστέρι = ημιορεινή ρύακες με χαμοσούρτη «ζώνη του χαμοσούρτη», Πορτοκαλί οριζόντιες γραμμές= Ημιορεινή ποταμοί μικτών κυπρινοειδών Αράχθου. ΙΙI.3.1. Μικροί ορεινοί ρύακες «άνω ζώνη της πέστροφας» Περιλαμβάνουν μόνο μικρούς ρύακες που χαρακτηρίζονται από ψυχρά νερά (συνήθως με θερινές θερμοκρασίες <16 C) που συνήθως απαντούν άνω των 500 μέτρων υψόμετρο. Χαρακτηρίζονται από μεγάλες κλίσεις της ποτάμιας κοίτης και την παρουσία συχνών υδατοπτώσεων, ενώ πολλές φορές τα νερά τους κυριαρχούνται από ταχύροα τμήματα με σχηματισμούς «ράπιντ» (μικρές υδάτινες κλίμακες και χαμηλοί καταρράκτες). Συνήθως τα ρέματα αυτά έχουν πλάτος υγρού δίαυλου μικρότερο από τέσσερα μέτρα. Εδώ απαντά μόνο ένα είδος ψαριού, η πέστροφα. Οι πυκνότητες της πέστροφας μπορεί να είναι πολύ 24
χαμηλές επειδή εξαιτίας των υδατοπτώσεων καταφέρνουν και φθάνουν εδώ σχετικά λίγα άτομα (συνήθως ψάρια μεσαίου μεγέθους). Η πέστροφα φαίνεται ότι δεν αναπαράγεται στα περισσότερα τμήματα αυτού του τύπου ρέματος διότι δεν βρίσκει κατάλληλα μικροενδιαιτήματα και μεταναστεύει σε άλλους μεγαλύτερους κλάδους για να αναπαραχθεί. Αυτό ο ποτάμιος τύπος είναι διαδεδομένος στον άνω ρου του Αχελώου. Τυπικά παραδείγματα αυτού του τύπου στην περιοχή: 1) το ρέμα Χαλικιώτικο ανάντη του χωριού Χαλίκι (Άνω Αχελώος), 2) ρέμα Μουτσαρίτικο, στο ομώνυμο φαράγγι τρία χλμ. ανάντη του χωριού Αθαμανία (Άνω Αχελώος), 3) ρέμα Ματσουκιότικο μόλις κατάντη του ομώνυμου χωριού και μετά την συμβολή του ρέματος Κρυμμένο Ποτάμι (παραπόταμος Καλαρίτικου), 4) ρέμα Γκούρας Περιστερίου (περίπου δύο χλμ. ανάντη συμβολής με Μετσοβίτικου). ΙΙI.3.2. Μεγάλοι ορεινοί ρύακες «ζώνη της πέστροφας» Περιλαμβάνονται μεγάλοι ρύακες και ορεινά τμήματα ποταμών, τα οποία διατηρούν πολύ ψυχρά νερά καθ όλη τη διάρκεια του χρόνου και το πλάτος τους είναι συνήθως μεγαλύτερο από 3 μέτρα τους καλοκαιρινούς μήνες. Διαφέρουν από τους μικρότερους, και συχνά πιο απότομους ρύακες λόγω των πιο «σταθερών» υδρομορφολογικών συνθηκών που διατηρούν, καθώς και από την παρουσία μεγαλύτερων και βαθύτερων μικρολιμνών (pools). Χαρακτηρίζονται από πιο ποικιλόμορφα μικροενδιαιτήματα και συχνά χαμηλότερες κλίσεις της ποτάμιας κοίτης από τους ρύακες της «άνω ζώνης της πέστροφας». Εδώ η πέστροφα διατηρεί μεγάλες πυκνότητες με πολλές ηλικιακές κλάσεις, ενώ απαντώνται και νεαρά ιχθύδια του ίδιου είδους. Σε ορισμένες περιπτώσεις απαντά και μικρό ποσοστό χαμοσούρτη στη σύνθεση των ψαριών, ενώ συνήθως δεν αναπαράγεται το είδος αυτό σε αυτές τις περιοχές. Τυπικά παραδείγματα: 1) το άνω τμήμα του Αχελώου (από το ύψος του ρέματος Ανθούσας/Νέγκρι έως το Χαλίκι), 2) το κάτω τμήμα του Καλαρίτικου στην άνω χαράδρα του Καλαρίτικου (π.χ. στο ύψους Μονής Κιπίνας), 3) Το ρέμα Χρούσιας κοντά στους Καλαρίτες, 4) το άνω ρου του Μετσοβίτικου στο ρέμα Ρόνας, 5) το Ρέμα Γκούρας κατάντη των Θεωδόριανων. 25
ΙΙI.3.3. Μεγάλοι ορεινοί ρύακες «ζώνη πέστροφας-χαμοσούρτη» Δεν έχει ερευνηθεί η ακριβής κατανομή αυτού του τύπου στην περιοχή αλλά φαίνεται ότι είναι χωρικά περιορισμένος στην ευρύτερη περιοχή μελέτης. Συνήθως συναντάται σε μεταβατικές καταστάσεις μεταξύ της «ζώνης της πέστροφας» και της «ζώνης των μικτών κυπρινοειδών». Εμφανίζει πολλές ομοιότητες με τα τυπικά ενδιαιτήματα της «ζώνης της πέστροφας», δηλαδή παρουσιάζει εκτεταμένα ταχύροα τμήματα όπου κυριαρχούν αρκετά ψυχρά νερά. Για διάφορους λόγους όμως τους καλοκαιρινούς μήνες τα νερά θερμαίνονται αισθητά περισσότερο από την «ζώνη της πέστροφας» (συχνά αγγίζουν ή μόλις ξεπερνούν τους 20 C). Αυτό μπορεί να οφείλεται συνήθως στην απότομη μείωση των ποσοτήτων νερού το καλοκαίρι, την αρκετά μεγάλη απόσταση από πηγαία νερά, ή και στην ύπαρξη συνήθως πλατιάς κοίτης με κροκάλες και ελάχιστη σκίαση από παρακείμενο παραποτάμιο δάσος. Συνήθως, αυτοί οι ποταμοί έχουν διευρυμένες κοίτες επειδή βρίσκονται σε γεωμορφολογικές «ζώνες απόθεσης» όπου χαρακτηριστικά δημιουργείται διακλαδιζόμενος τύπος ποταμού. Τους θερινούς μήνες υπάρχουν στον τύπο αυτό πολλοί χαμοσούρτες (Barbus peloponnesius) που ξεπερνούν και τον αριθμό πέστροφας σε ποσοστιαία συμμετοχή. Λόγω των μεγάλων ή μεσαίων κλίσεων της κοίτης, την παρουσία μερικών απότομων υδατοπτώσεων και των περιορισμένων ενδιαιτημάτων αναπαραγωγής δεν εισέρχονται συνήθως άλλα είδη κυπρινοειδών (όμως μπορεί και να απαντούν λίγα Squalius peloponnensis καθώς και Telestes pleurobipunctatus). Τυπικά σημεία με αυτόν τον τύπο είναι οι εκτεταμένες περιοχές διακλαδιζόμενου ποταμού στον μέσο και άνω ρου του Μετσοβίτικου καθώς και σε μικρό τμήμα του Καλαρίτικου μεταξύ της συμβολής Μελισσουργιώτικου και της γέφυρας Γκόγκου. ΙΙI.3.4. Περιοχή «μικτής πέστροφας» Αχελώου Ένα τμήμα του Άνω Αχελώου (στα ανατολικά όρια της περιοχής μελέτης) είναι ιδιόμορφος και δεν απαντά πουθενά αλλού στην ευρύτερη περιοχή. Χωρικά περιορίζεται μόνο μεταξύ του ύψους «Τρία Ποτάμια» (συμβολή Κρανιώτικου) ως λίγο κατάντη του 26
σημείου του Φράγματος της Μεσοχώρας (περιοχή Κορυφής). Μεγάλο μέρος της περιοχής αυτής έχει παρόμοιο φυσιογραφικό χαρακτήρα διότι ρέει σε σχετικά χαμηλή κλίση ποτάμιας κοίτης για δεκάδες χιλιόμετρα, και ο υγρός δίαυλος του ποταμού είναι πολύ πλατύς (~ 15 έως 30 μ.) και σε πολύ μεγάλο υψόμετρο για Ελληνικό ποτάμι (υψόμετρα από 600 έως 800 μέτρα περίπου). Σε αυτήν την περιοχή τοπικά είναι πολύ κοινή η πέστροφα αλλά συνυπάρχει με άλλα τρία είδη κυπρινοειδών. Τα νερά διατηρούνται αρκετά ψυχρά για μεγάλο διάστημα του χρόνου παρότι ο ποταμός εμφανίζεται αρκετά διευρυμένος και ρέει κατά διαστήματα σε πολύ φαρδιά κοίτη με «κροκαλόστρωτη» ζώνη πλημμυρών. Πολλά θερμικά καταφύγια για την πέστροφα υπάρχουν σε στροφές του ποταμού ή σε στενά, όπου το πλάτος του υγρού διαύλου στενεύει και το βάθος του συχνά ξεπερνά τα δύο ή τρία μέτρα. Τους θερμούς καλοκαιρινούς μήνες συγκεντρώνεται η πέστροφα κυρίως σε αυτά τα βαθύτερα σημεία του ποταμού. Πολλά μικρά ψυχρά ρυάκια συμβάλλουν στον κυρίως ποταμό προσθέτοντας πιο ψυχρά νερά. ΙΙI.3.5. Ημιορεινοί ρύακες «ζώνης χαμοσούρτη» Οι μικροί ημιορεινοί ρύακες διαρκούς ροής στην περιοχή των Τζουμέρκων είναι ποικιλόμορφοι και απαντούν σε μεγάλο υψομετρικό εύρος (από 150 μ. έως 800 μ. υψόμετρο περίπου). Χαρακτηρίζονται από μικρούς υδάτινους σχηματισμούς (1,5 μ. έως 4 μ. πλάτους) και έχουν λίγο νερό και σχετικά υψηλές θερμοκρασίες κατά το θέρος (συνήθως >20 C). Πολλοί από τους μικρούς ρύακες στις δυτικές και νότιες υπώρειες των Τζουμέρκων διατηρούν θολερά νερά για μεγάλο μέρος του έτους διότι τα πετρώματα του φλύσχη όπου συνήθως απαντώνται, προσδίδουν μεγάλες ποσότητες φερτών υλικών. Αυτές οι συνθήκες προφανώς δεν ευνοούν την πιο ψυχρόφιλη πέστροφα που συνήθως απουσιάζει εντελώς. Εδώ κυριαρχεί και συνήθως απαντά μόνο ένα είδος ψαριού, ο χαμοσούρτης (Barbus peloponnesius) που είναι είδος ιδιαίτερα ανθεκτικό στις συνθήκες ποικίλων ροών και υψηλών θερμοκρασιών κατά το θέρος (Οικονόμου et al. 1999). Η διάκριση αυτού του τύπου από τους ρύακες περιοδικής ροής που συνήθως δεν τρέφουν 27
ιχθυοπληθυσμούς είναι καμιά φορά δύσκολη7. Ένα παράδειγμα αυτού του τύπου ρέματος στα Τζουμέρκα (ο μοναδικός όπου έγινε δειγματοληψία) είναι ένα μικρό ρέμα νότια του χωριού Ράμια. ΙΙI.3.6. Ημιορεινοί ρύακες μικτών κυπρινοειδών Αυτά τα πλατιά θερμότερα ρέματα είναι συνήθως σαν μεταβατική ζώνη μεταξύ της «ζώνης του χαμοσούρτη» και της «ζώνης των μικτών κυπρινοειδών». Μοιάζουν πολύ με την ζώνη μικτών κυπρινοειδών αλλά είναι μικροί και αβαθείς ρύακες όχι ποτάμια. Συνήθως βρίσκονται σε περιοχές με περισσότερο ποικίλες μορφές υδάτινων ενδιαιτημάτων και γενικά με πλατιά κοίτη, σε χαμηλότερα υψόμετρα (150-300 μ.). Εδώ συνυπάρχουν σε μεγάλες ποσότητες τρία είδη κυπρινοειδών (Barbus peloponnesius, Squalius peloponnensis, Telestes pleurobipunctatus), όμως συνήθως λείπει το Barbus albanicus που συνήθως αναζητά βαθύτερα νερά. Τυπικό παράδειγμα τέτοιου ρέματος αποτελεί ο Ραφτανίτης (κοντά στην Πλάκα Τζουμέρκων) καθώς και ο κάτω ρους του ρέματος Καταράκτη. Παρόμοια πανίδα αλλά και χαρακτήρα έχουν και άλλοι ρύακες που συμβάλουν στην ανατολική όχθη του Αράχθου κατάντη της γέφυρας Πλάκας. ΙΙI.3.7. Ημιορεινοί ποταμοί μικτών κυπρινοειδών Αράχθου Αντίθετα με τον Άνω Αχελώο, που βρίσκεται στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος, ο μέσος ρους του Αράχθου εντοπίζεται σε πολύ χαμηλότερα υψόμετρα (180-350 μ.) και χαρακτηρίζεται από πολύ διαφορετικά υδάτινα ενδιαιτήματα. Από την Γέφυρα Τζαρί ως την Μπαλντούμα το ποτάμι ειναι «ημιορεινό» επειδή βρίσκονται σε μεγάλη στενή κοιλάδα με έντονο ανάγλυφο αλλά είναι ήδη σε χαμηλό υψόμετρο με πολύ θερμότερα νερά κατά το θέρος. Σε αυτή την ποικιλόμορφη περιοχή υπάρχουν ποικίλες υδρομορφολογικές συνθήκες λόγω του έντονα εναλλασσόμενου ανάγλυφου (φαράγγια, 7 Εδώ αναφερόμαστε μόνο σε ρύακες διαρκούς ροής. Οι περισσότεροι ανεξάρτητοι ρύακες περιοδικής ροής δεν συντηρούν ιχθυοπληθυσμούς. Ορισμένα τμήματα των ρυάκων που έχουν περιοδική ροή, δηλαδή τα επιφανειακά νερά εξαφανίζονται για ένα σχετικά μικρό διάστημα του χρόνου (π.χ. 2 έως 4 μήνες) συντηρούν ενίοτε και ψάρια, συνήθως αποκλειστικά χαμοσούρτες. Όμως οι ρύακες αυτοί ενδέχεται κατά το θέρος -όταν στερεύει ένα μεγάλο τμήμα τους- να διατηρούν λιμνίσκους όπου μπορεί να βρίσκουν καταφύγιο τα ψάρια. 28