Κεφάλαιο 15 Ανεργία και Σύζευξη στην Αγορά Εργασίας

Σχετικά έγγραφα
Ανεργία και Τριβές στην Αγορά Εργασίας. Καθ. Γιώργος Αλογοσκούφης

Ανεργία και Τριβές στην Αγορά Εργασίας. Ένα Υπόδειγμα Αναζήτησης και Σύζευξης στην Αγορά Εργασίας

Κεφάλαιο 16 Ανεργία και Σύζευξη στην Αγορά Εργασίας

Κεφάλαιο 8 Ένα Δυναµικό Υπόδειγµα Επενδύσεων

Πληθωρισμός, Ανεργία και Αξιοπιστία της Νομισματικής Πολιτικής. Το Πρόβλημα του Πληθωρισμού σε ένα Υπόδειγμα με Υψηλή Ανεργία Ισορροπίας

Κεφάλαιο 14 Αξιοπιστία, Πληθωρισµός και Νοµισµατική Πολιτική

Η Νέα Κλασσική Θεώρηση των Οικονομικών Διακυμάνσεων

Κεφάλαιο 8 Οικονοµική Μεγέθυνση και Ισοζύγιο Πληρωµών σε Μία Μικρή Ανοικτή Οικονοµία

Το Βασικό Κεϋνσιανό Υπόδειγμα και η Σταδιακή Προσαρμογή του Επιπέδου Τιμών. Καθ. Γιώργος Αλογοσκούφης

ΑΝΕΡΓΙΑ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΟΣΟΣΤΟ

Το Βασικό Κεϋνσιανό Υπόδειγμα και η Σχέση Μεταξύ Ανεργίας και Πληθωρισμού. Καθ. Γιώργος Αλογοσκούφης

Το Βασικό Κεϋνσιανό Υπόδειγμα και η Σχέση Μεταξύ Ανεργίας και Πληθωρισμού

Κεφάλαιο 6 Η Νοµισµατική Προσέγγιση

Κεφάλαιο 9 Μακροοικονοµική Πολιτική και Βραχυχρόνια Αλληλεξάρτηση στην Παγκόσµια Οικονοµία

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΘΕΩΡΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ ΧΡΗΣΕΩΝ ΓΗΣ

Κεφάλαιο 7 Νοµισµατική και Συναλλαγµατική Πολιτική σε µια Μικρή Ανοικτή Οικονοµία

Νομισματική και Συναλλαγματική Πολιτική σε μια Μικρή Ανοικτή Οικονομία. Σταθερές ή Κυμαινόμενες Ισοτιμίες;

Το Νέο Κεϋνσιανο Υπόδειγμα. Ένα Δυναμικό Στοχαστικό Υπόδειγμα Γενικής Ισορροπίας με Κεϋνσιανά Χαρακτηριστικά

Υποδείγματα Επαλλήλων Γενεών

Βασική θεωρία Ολιγοπωλιακού ανταγωνισµού

Υποδείγματα Συσσώρευσης Ανθρωπίνου Κεφαλαίου, Ιδεών και Καινοτομιών και Ενδογενούς Μεγέθυνσης

Κεφάλαιο 12 Ορθολογικές Προσδοκίες και Σταδιακή Προσαρµογή Μισθών

Υποδείγματα Ενδογενούς Οικονομικής Μεγέθυνσης. Εξωτερικότητες από τη Συσσώρευση Φυσικού Κεφαλαίου στην Αποδοτικότητα της Εργασίας

Κεφάλαιο 17 Ένα Υπόδειγµα Δηµοσιονοµικών Κρίσεων

Κεφάλαιο 7 Το Κλασσικό Υπόδειγµα Πραγµατικών Οικονοµικών Κύκλων

Ενα Νέο Κλασσικό Υπόδειγμα Χωρίς Κεφάλαιο. Μακροοικονομικές Διακυμάνσεις και Νομισματικοί Παράγοντες

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Η Διαχρονική Προσέγγιση στο Ισοζύγιο Πληρωμών

Το Πρότυπο Ανταγωνιστικό Υπόδειγμα του Διεθνούς Εμπορίου με Συναρτήσεις Παραγωγής και Χρησιμότητας Cobb Douglas. Καθ. Γιώργος Αλογοσκούφης

Κεφάλαιο 9 Μακροοικονοµική Πολιτική και Βραχυχρόνια Αλληλεξάρτηση στην Παγκόσµια Οικονοµία

ΕΚΠΑ Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Ακ. Ετος

Εξειδικευμένοι Συντελεστές Παραγωγής και Διανομή του Εισοδήματος. Το Υπόδειγμα των Jones και Samuelson

13 Το απλό κλασικό υπόδειγμα

ΛΥΜΕΝΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΣΤΟ 2 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Μαθηµατικό Παράρτηµα 5 Επίλυση Υποδειγµάτων µε Ορθολογικές Προσδοκίες

Κεφάλαιο 11 Το Κεϋνσιανό Υπόδειγµα και η Σχέση µεταξύ Πληθωρισµού και Ανεργίας

Μικροοικονομική Ι. Ενότητα # 7: Αγορά εργασίας Διδάσκων: Πάνος Τσακλόγλου Τμήμα: Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών

Κεφάλαιο 14 Ατελής Ανταγωνισµός, Κλιµακωτή Προσαρµογή των Τιµών και Μακροοικονοµικές Διακυµάνσεις

Χρήμα και Οικονομική Μεγέθυνση. Προσφορά Χρήματος, Πληθωρισμός και Οικονομική Μεγέθυνση

(1β) Μη Χωροθετικά Υποδείγματα Διαφοροποιημένου Προϊόντος με Ενδογενές Πλήθος Επιχειρήσεων

Άριστες κατά Pareto Κατανομές

ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ & ΜΙΣΘΟΙ ΣΕ ΜΗ ΠΛΗΡΩΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ & ΑΓΟΡΑ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ

Περιφερειακή Ανάπτυξη

Η Νέα Κλασσική Θεώρηση των Οικονομικών Διακυμάνσεων. Το Υπόδειγμα των Πραγματικών Οικονομικών Κύκλων

Φυσική ανεργία φ σ υ ικό ό π ο π σ ο οσ ο τό τ ό α νε ν ργί γ ας

Ενα Νέο Κεϋνσιανό Υπόδειγμα με Περιοδικό Καθορισμό των Ονομαστικών Μισθών. Καθορισμός των Ονομαστικών Μισθών και Ανεργία

Μονοψωνιακή Ισορροπία

Κεφάλαιο 10 Το Βασικό Υπόδειγµα Πραγµατικών Οικονοµικών Κύκλων

1. ΑΝΟΙΚΤΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ

Κεφάλαιο 5 Το Υπόδειγµα Mundell Fleming

Η οικονοµία στη Βραχυχρόνια Περίοδο

Διάλεξη 3. Οικονομικά της ευημερίας. Οικονομικά της ευημερίας 3/9/2017. Περίγραμμα. Εργαλεία δεοντολογικής ανάλυσης

3. ΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΟ: ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ HECKSCHER-OHLIN

Διάλεξη 11. Μεγιστοποίηση κέρδους. Οικονοµικό κέρδος. Η ανταγωνιστική επιχείρηση

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΠΟΛΛΑΠΛΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ Αρ. Απάντηση Αρ. Απάντηση Ερώτησης 1. A 6. C 2. C 7. A 3. A 8. E 4. B 9. A 5. E 10. C

Παράρτηµα 3 Εξισώσεις Διαφορών και Στοχαστικές Διαδικασίες

Κεφάλαιο 4 Η Διαχρονική Προσέγγιση στο Ισοζύγιο Πληρωµών

2. Διαφήμιση σε Αγορές όπου υπάρχουν πολλές Επιχειρήσεις

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «OIKONOMIKH»

Κεφάλαιο 4 Διαχρονικές Επιπτώσεις της Δηµοσιονοµικής Πολιτικής

Το Υπόδειγμα του Αντιπροσωπευτικού Νοικοκυριού

4.1 Ζήτηση για Ασφάλιση. Πλήρη κάλυψη.

ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

3. Παίγνια Αλληλουχίας

Σύντομος πίνακας περιεχομένων

Το φυσικό ποσοστό της ανεργίας

Ισορροπία σε Αγορές Διαφοροποιημένων Προϊόντων

Η Μεγάλη Μεγάλη Ύφεση Ύφεση

Ανεργία, Πληθωρισμός και Ορθολογικές Προσδοκίες. Καθ. Γιώργος Αλογοσκούφης

Σύντομος πίνακας περιεχομένων

Η οικονοµία στην Μακροχρόνια Περίοδο Τι είναι το κλασσικό υπόδειγµα;

9 Η αγορά εργασίας στο κεϋνσιανό υπόδειγμα

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΜΙΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ο ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

Ερώτηση Α.1 (α) (β)

Η προσδοκώµενη χρησιµότητα του κέρδους όταν η πιθανότητα η τιµή του προϊόντος Ρ1 είναι ψ, χ το επίπεδο παραγωγής και c(x) η συνάρτηση κόστους, είναι

ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

Κεφάλαιο 13 Το Ζήτηµα της Αξιοπιστίας της Αντιπληθωριστικής Πολιτικής

Επαναληπτικές ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής: Κεφάλαιο 1 ο

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΟ Ι ΡΥΜΑ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ ΣΧΟΛΗ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Επίλυση Υποδειγμάτων με Ορθολογικές Προσδοκίες. Το Πρωτοβάθμιο και Δευτεροβάθμιο Υπόδειγμα

2.10. Τιμή και ποσότητα ισορροπίας

ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ Γ' ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΠΙΛΟΓΗΣ 2006 ΕΚΦΩΝΗΣΕΙΣ ΟΜΑ Α Α

θυσιάζονται, όταν παράγεται μία επιπλέον μονάδα από το αγαθό Α. Μονάδες 3

Οικονομική Πολιτική Ι: Σταθερές Συναλλαγματικές Ισοτιμίες χωρίς Κίνηση Κεφαλαίου

Philip McCann Αστική και περιφερειακή οικονομική. 2 η έκδοση. Chapter 1

Διάλεξη 3. Οικονομικά της ευημερίας 2/26/2016. Περίγραμμα. Εργαλεία δεοντολογικής ανάλυσης. Αποτελεσματικότητα κατά Pareto: ορισμός. ορισμός.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (Μακροοικονομική) Mankiw Gregory N., Taylor Mark P. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΖΙΟΛΑ

H Βραχυχρόνια Καμπύλη Συναθροιστικής Προσφοράς - Μακροχρόνια περίοδος: Κατακόρυφη καμπύλη Συναθροιστικής Προσφοράς (Υ=Υ f ), δηλαδή σταθερή παραγωγή

8 Το εισόδημα και το επιτόκιο

Κεφάλαιο 4 Υποδείγµατα Επαλλήλων Γενεών

5 Ο προσδιορισμός του εισοδήματος: Εξαγωγές και εισαγωγές

Κεφάλαιο 4 Ειδικοί συντελεστές παραγωγής και διανομή εισοδήματος

ΣΥΝΘΕΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Α5. Όταν η ζήτηση για ένα αγαθό είναι ελαστική, τότε πιθανή αύξηση της τιµής του, θα οδηγήσει σε µείωση της καταναλωτικής δαπάνης για αυτό το αγαθό

Μαθηµατικό Παράρτηµα 2 Εξισώσεις Διαφορών

ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ (ΝΕΟ ΣΥΣΤΗΜΑ) ΕΠΙΛΟΓΗΣ (ΠΑΛΑΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ) 25 ΜΑΪΟΥ 2016 ΕΚΦΩΝΗΣΕΙΣ ΟΜΑ Α ΠΡΩΤΗ

ΕΡΓΑΣΙΕΣ 4 ου ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ. 1 η Ομάδα: Ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής

Ζήτηση, Προσφορά και Ισορροπία στην Ανταγωνιστική Αγορά

Μακροοικονομική Κεφάλαιο 3 Παραγωγικότητα, Προϊόν και Απασχόληση

Transcript:

Γιώργος Αλογοσκούφης, Δυναµική Μακροοικονοµική, Αθήνα 2015 Κεφάλαιο 15 Ανεργία και Σύζευξη στην Αγορά Εργασίας Σε µία πλήρως ανταγωνιστική αγορά εργασίας, χωρίς αβεβαιότητα και τριβές, οι εργοδότες είναι αδιάφοροι για το αν κάποιος εργαζόµενος εγκαταλείψει τη δουλειά του, δεδοµένου ότι µπορούν να τον αντικαταστήσουν άµεσα και χωρίς κόστος, και στον ίδιο ανταγωνιστικό µισθό, µε κάποιον άλλο εργαζόµενο. Αντίστοιχα, ένας εργαζόµενος είναι αδιάφορος για το αν χάσει τη δουλειά του, δεδοµένου ότι µπορεί άµεσα να βρει µια άλλη αντίστοιχη, στον ίδιο ανταγωνιστικό µισθό. Επιπλέον, σε µία τέτοια αγορά δεν µπορεί να υπάρχει αθέλητη ανεργία, διότι η υπερβάλλουσα προσφορά εργαζοµένων θα προκαλούσε µείωση των πραγµατικών µισθών η οποία θα οδηγούσε σε εξάλειψη της ανεργίας. Είναι όµως γνωστό, ότι σε όλες σχεδόν τις οικονοµίες υπάρχει ένα σηµαντικό ποσοστό ανεργίας ακόµη και σε περιόδους οικονοµικής άνθησης. Υπάρχουν πολλοί άνεργοι οι οποίοι αναζητούν δουλειές παρόµοιες µε αυτές που έχουν εργαζόµενοι µε αντίστοιχα χαρακτηριστικά, σε µισθούς αντίστοιχους µε αυτούς που επικρατούν στην αγορά εργασίας. Η ύπαρξη και οι διακυµάνσεις της ανεργίας είναι ένα από τα κεντρικά ζητήµατα της µακροοικονοµικής. Υπάρχουν δύο βασικά ερωτήµατα. Πρώτον, τι προσδιορίζει το µέσο ποσοστό ανεργίας σε µία οικονοµία, και αν αυτό το ποσοστό ανεργίας αντιπροσωπεύει ατέλειες των αγορών εργασίας. Το δεύτερο βασικό ερώτηµα αφορά τη συµπεριφορά της αγοράς εργασίας κατά τη διάρκεια του οικονοµικού κύκλου. Μετακινήσεις της ζήτησης εργασίας κατά τη διάρκεια του οικονοµικού κύκλου φαίνεται ότι οδηγούν σε µεγάλες διακυµάνσεις της απασχόλησης και των ποσοστών ανεργίας, και σχετικά µικρές διακυµάνσεις των πραγµατικών µισθών. Τα σχετικά υψηλά µέσα ποσοστά ανεργίας, αλλά και η κυκλική συµπεριφορά της απασχόλησης αποτελούν ισχυρές αντενδείξεις τόσο για τις πλήρως ανταγωνιστικές θεωρίες της αγοράς εργασίας, όσο και τη νέα κεϋνσιανή προσέγγιση, και ευνοούν θεωρίες που βασίζονται σε επιπλέον ατέλειες της αγοράς εργασίας σε σχέση µε το τυπικό νέο κεϋνσιανό υπόδειγµα. 1 15.1 Εναλλακτικές Θεωρήσεις της Αγοράς Εργασίας και Ανεργία Ισορροπίας Υπάρχουν πολλές εναλλακτικές θεωρήσεις της αγοράς εργασίας που διαφέρουν από το ανταγωνιστικό υπόδειγµα ή το υπόδειγµα του µονοπωλιακού ανταγωνισµού. Όλες αυτές οι θεωρήσεις προσφέρουν µία εναλλακτική εξήγηση του γιατί, παρά την ύπαρξη ανεργίας, οι πραγµατικοί µισθοί δεν µειώνονται ώστε να απορροφηθούν οι άνεργοι και να εξαλειφθεί η ανεργία. Για συγκριτικές εµπειρικές αναλύσεις του προσδιορισµού της ανεργίας στις βιοµηχανικές χώρες βλ. Bean, Layard and 1 Nickell (1986), Blanchard and Summers (1986), Newell and Symons (1987), Alogoskoufis and Manning (1988), Layard, Nickell and Jackman (1991).

Μία κατηγορία θεωριών, είναι η κατηγορία των µισθών αποτελεσµατικότητας (efficiency wages). Σύµφωνα µε τις θεωρίες αυτές, οι οποίες βασίζονται στην ασύµµετρη πληροφόρηση, οι επιχειρήσεις προσφέρουν µισθούς πάνω από τη µέση παραγωγικότητα των υποψηφίων εργαζόµενων, είτε για να προσελκύσουν εργαζοµένους µε παραγωγικότητα µεγαλύτερη του µέσου όρου, είτε για να κινητροδοτούν τους εργαζοµένους τους να εργάζονται πιο αποτελεσµατικά. Κατά συνέπεια δεν είναι διατεθειµένες να µειώσουν τους µισθούς που προσφέρουν ή και να αντικαταστήσουν τους ήδη εργαζοµένους σε αυτές µε ανέργους που προσφέρονται να εργασθούν µε χαµηλότερους µισθούς. 2 Μία δεύτερη κατηγορία θεωριών είναι οι θεωρίες των µακροχρόνιων συµβάσεων εργασίας. Οι συµβάσεις αυτές εµποδίζουν τις επιχειρήσεις να δεχθούν µεταβολές των µισθών, διότι κάτι τέτοιο αντίκειται στη µακροχρόνια σύµβαση. Οι συµβάσεις µπορεί να είναι ρητές, όπως για παράδειγµα οι συλλογικές, κλαδικές και ατοµικές συµβάσεις εργασίας, είτε άτυπες (implicit contracts). 3 Τέλος, υπάρχουν θεωρίες που τονίζουν το κόστος αναζήτησης µιας κατάλληλης θέσης εργασίας εκ µέρους των ανέργων και ενός κατάλληλου εργαζοµένου εκ µέρους των επιχειρήσεων. Στις θεωρίες αυτές, απαιτείται µία κοστοβόρος διαδικασία αναζήτησης, προκειµένου να υπάρξει µία σύζευξη των υποψηφίων εργαζοµένων µε τις κατάλληλες κενές θέσεις εργασίας και να δηµιουργηθεί µία νέα θέση εργασίας. Οι θεωρίες αυτές καλούνται θεωρίες αναζήτησης ή σύζευξης στην αγορά εργασίας. Η βασική ιδέα των υποδειγµάτων αναζήτησης ή σύζευξης στην αγορά εργασίας είναι ότι η αγορά εργασίας λειτουργεί αποκεντρωµένα και χωρίς συντονισµό και ότι η δηµιουργία νέων θέσεων εργασίας είναι µία διαδικασία που απαιτεί χρόνο και κόστος τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τους υποψήφιους εργαζοµένους. Κατά συνέπεια, οι θέσεις εργασίας συνεπάγονται και την ανάλογη πρόσοδο (rent), κάτι που δεν συµβαίνει στα υποδείγµατα πλήρους ανταγωνισµού στην αγορά εργασίας. Στη συνέχεια θα επικεντρωθούµε σε ένα από τα σηµαντικότερα υποδείγµατα της τελευταίας αυτής κατηγορίας, το υπόδειγµα του Pissarides. 15.2 Η Συνάρτηση Σύζευξης Η βασική υπόθεση αυτής της κατηγορίας υποδειγµάτων είναι ότι ο αριθµός των θέσεων εργασίας που δηµιουργούνται σε κάθε χρονική στιγµή είναι θετική συνάρτηση του αριθµού των επιχειρήσεων που ψάχνουν για εργαζοµένους και του αριθµού των υποψήφιων εργαζοµένων που ψάχνουν για δουλειά. Τα αποτελέσµατα της διαδικασίας αυτής περιγράφονται από τη λεγόµενη συνάρτηση σύζευξης (matching function). Ο αριθµός των θέσεων εργασίας που δηµιουργούνται σε κάθε χρονική στιγµή δίδεται από, 2 Βλ. Weiss (1980), Shapiro and Stiglitz (1984) για τα δύο σηµαντικότερα υποδείγµατα αυτής της κατηγορίας. Για τις αρχικές θεωρίες ατύπων συµβάσεων, βλ. Azariadis (1975), Baily (1974) και Gordon (1974). Για θεωρίες που 3 βασίζονται σε ρητές διαπραγµατεύσεις βλ. McDonald and Solow (1981). Για θεωρίες που διακρίνουν µεταξύ των ήδη εργαζοµένων (insiders) και των υποψηφίων εργαζοµένων (outsiders) βλ. Lindbeck and Snower (1986), Blanchard and Summers (1986), Gregory (1986), Gottfries (1992). Το υπόδειγµα που χρησιµοποιήσαµε στο κεφάλαιο 12, όπου ο ονοµαστικός µισθός προσδιορίζεται από µία περιοδική σύµβαση µεταξύ εργοδοτών και εργαζοµένων, είναι ένα απλό υπόδειγµα αυτής της τελευταίας κατηγορίας. N2

N ml = m(ul,vl) (15.1) όπου, L u v m µέγεθος του εργατικού δυναµικου ποσοστό ανεργίας ως προς εργατικό δυναµικό ποσοστό κενών θέσεων ως προς εργατικό δυναµικό ποσοστό νέων θέσεων εργασίας ως προς εργατικό δυναµικό Η συνάρτηση σύζευξης υποτίθεται ότι είναι αύξουσα στον κάθε ένα από τους προσδιοριστικούς της παράγοντες, κοίλη και οµογενής πρώτου βάθµου (έχει δηλαδή σταθερές αποδόσεις κλίµακας). Είναι οι ίδιες ακριβώς υποθέσεις που κάνουµε και για τη νεοκλασσική συνάρτηση παραγωγής. Όσο περισσότεροι είναι οι άνεργοι που ψάχνουν για δουλειά και όσο περισσότερες είναι οι κενές θέσεις εργασίας, τόσο περισσότερες νέες θέσεις εργασίας δηµιουργούνται. Αν διπλασιαστεί ό αριθµός των ανέργων και των κενών θέσεων, θα διπλασιαστεί και ο αριθµός των νέων θέσεων εργασίας. Με την υπόθεση ότι όλες οι κενές θέσεις εργασίας έχουν την ίδια πιθανότητα να πληρωθούν, η πιθανότητα πλήρωσης µιά κενής θέσης εργασίας ισούται µε τον αριθµό των θέσεων εργασίας που δηµιουργούνται διά το σύνολο των κενών θέσεων που υπάρχουν. Αν ορίσουµε αυτή την πιθανότητα ως q, τότε η πιθανότητα πλήρωσης µιας κενής θέσης εργασίας ορίζεται από, N q = m(ul,vl) = m u (15.2) vl v,1 Εδώ υποτίθεται ότι το ποιος άνεργος θα βρει δουλειά, ή το ποια κενή θέση θα πληρωθεί είναι τυχαίο. Όλοι έχουν την ίδια πιθανότητα. Έχουµε συνεπώς µία κατανοµή συχνοτήτων Poisson. Από την (15.2), η πιθανότητα πλήρωσης µία κενής θέσης εργασίας είναι συνάρτηση µόνο του λόγου των ανέργων προς τις κενές θέσεις εργασίας. Αυτό οφείλεται στην υπόθεση ότι η συνάρτηση σύζευξης είναι οµογενής πρώτου βαθµού. Όσο περισσότεροι είναι οι άνεργοι ανά κενή θέση εργασίας, τόσο µεγαλύτερη θα είναι η πιθανότητα πλήρωσης µιας κενής θέσης εργασίας. Ορίζουµε ώς θ, τον λόγο των κενών θέσεων προς τους ανέργους. N θ = v (15.3) u Το θ µετρά το βαθµό στενότητας (tightness) στην αγορά εργασίας. Όσο περισσότερες είναι οι κενές θέσεις εργασίας σε σχέση µε του ανέργους, τόσο µεγαλύτερη στενότητα υπάρχει στην αγορά εργασίας. Μπορούµε συνεπώς να γράψουµε την (15.2) ως συνάρτηση της στενότητας στην αγορά εργασίας. N q = q(θ) (15.4) Από τις ιδιότητες της συνάρτησης σύζευξης, N q (θ) 0, N 1 < η(θ) = θ q (θ) q(θ) < 0 N3

N Γιώργος Αλογοσκούφης, Δυναµική Μακροοικονοµική, Αθήνα 2015 Κεφάλαιο 15 όπου η(θ) είναι η ελαστικότητα του q ως προς το θ. Όσο µεγαλύτερη είναι η στενότητα στην αγορά εργασίας, τόσο µικρότερη είναι η πιθανότητα πλήρωσης µιας κενής θέσης εργασίας. Αξίζει να σηµειωθεί ότι η µέση προσδοκώµενη διάρκεια µιας κενής θέσης είναι το αντίστροφο του q, και είναι θετική συνάρτηση του θ. Αντιστοίχως, η πιθανότητα εύρεσης εργασίας από έναν άνεργο ισούται µε, m(ul, vl) N = v m(ul, vl) = θq(θ) (15.5) ul u vl Από την (15.5), η ελαστικότητα της πιθανότητας εύρεσης εργασίας σε σχέση µε το θ, δίνεται από, 1 η(θ) > 0 Συνεπώς, όσο µεγαλύτερη είναι η στενότητα στην αγορά εργασίας (όσο µεγαλύτερο είναι το θ), τόσο µεγαλύτερη είναι η πιθανότητα ενός ανέργου να βρει δουλειά. Η µέση προσδοκώµενη διάρκεια της ανεργίας δίνεται από 1/θq(θ) και είναι αρνητική συνάρτηση του θ. Αξίζει να σηµειωθεί ότι στα υποδείγµατα αυτού του τύπου, ο µηχανισµός των τιµών δεν µπορεί να οδηγήσει την πιθανότητα πλήρωσης µιας θέσης ή εύρεσης εργασίας στη µονάδα, καθώς η αγορά εργασίας δεν προσαρµόζεται µόνο µέσω του µηχανισµού των τιµών, αλλά και µέσω του βαθµού στενότητας της αγοράς εργασίας, που προσδιορίζει τις πιθανότητες πλήρωσης των κενών θέσεων ή της εύρεσης εργασίας από ανέργους. Αυτές οι εξωτερικές επιδράσεις της αναζήτησης έχουν µεγάλη σηµασία για τις ιδιότητες της ανεργίας ισορροπίας που προβλέπουν αυτά τα υποδείγµατα. 15.3 Ανεργία και Σύζευξη στην Αγορά Εργασίας Η καταστροφή θέσεων εργασίας, και η ροή προς την ανεργία, οφείλεται σε διαταραχές που επηρεάζουν αρνητικά υφιστάµενες θέσεις εργασίας και οδηγούν στον τερµατισµό τους. Υποτίθεται ότι σε κάθε χρονική στιγµή, η πιθανότητα καταστροφής µιας θέσης εργασίας είναι ίση µε λ, όπου το λ είναι µια εξωγενής παράµετρος. Από την άλλη, η δηµιουργία θέσεων εργασίας λαµβάνει χώρα όταν µία επιχείρηση και ένας εργαζόµενος συµφωνούν να υπογράψουν µία σύµβαση, µε µισθό που αποτελεί το αποτέλεσµα διαπραγµάτευσης. Συνεπώς, σε κάθε χρονική στιγµή υπάρχουν δύο ροές στην αγορά εργασίας. Η µία ροή είναι από υφιστάµενες θέσεις εργασίας που καταστρέφονται προς την ανεργία, και η άλλη από την ανεργία προς θέσεις εργασίας που δηµιουργούνται. Η µεταβολή της ανεργίας περιγράφεται από, N u = λ(1 u) θq(θ)u (15.6) N4

Η µεταβολή του ποσοστού ανεργίας σε κάθε χρονική στιγµή εξαρτάται από τη διαφορά του ποσοστού των θέσεων εργασίας που καταστρέφονται, από τις θέσεις εργασίας που δηµιουργούνται. Στη ισορροπία, το ποσοστό ανεργίας θα είναι σταθερό. Συνεπώς, το ποσοστό ανεργίας προσδιορίζεται από τη συνθήκη, N λ(1 u) = θq(θ)u (15.7) που συνεπάγεται, λ N u = (15.8) λ +θq(θ) H (15.8) είναι η πρώτη βασική εξίσωση του υποδείγµατος αυτού. Το ποσοστό ανεργίας ισορροπίας εξαρτάται θετικά από το λ, το εξωγενές ποσοστό των θέσεων εργασίας που καταστρέφονται. Το ποσοστό ανεργίας εξαρτάται αρνητικά από την στενότητα στην αγορά εργασίας θ, η οποία όµως είναι ενδογενής µεταβλητή, και η οποία πρέπει µε τη σειρά της να προσδιοριστεί. Η αρνητική σχέση που συνεπάγεται η (15.8), µεταξύ του ποσοστού ανεργίας και της στενότητας στην αγορά εργασίας θ, ή µεταξύ του ποσοστού ανεργίας και του ποσοστού των υφιστάµενων κενών θέσεων, ονοµάζεται καµπύλη Beveridge. 4 15.4 Οι Εργοδότες και η Δηµιουργία Θέσεων Εργασίας Έχουµε δηµιουργία µιας νέας θέσης εργασίας όταν ένας υποψήφιος εργοδότης και ένας υποψήφιος εργαζόµενος συναντώνται και συµφωνούν σε µία σύµβαση απασχόλησης. Πριν βεβαίως συµβεί κάτι τέτοιο, ο υποψήφιος εργοδότης πρέπει να δηµιουργήσει µία κενή θέση και να ψάξει για εργαζόµενο, και ο υποψήφιος εργαζόµενος θα πρέπει να ψάξει για κενή θέση. Όλα αυτά συνεπάγονται χρόνο και κόστος. Υποθέτουµε ότι η αξία του προϊόντος µιας θέσης εργασίας είναι ίση µε p > 0. Όταν η θέση παραµένει κενή, ο υποψήφιος εργοδότης ψάχνει, και αυτό του κοστίζει pc>0 σε κάθε χρονική στιγµή. Κατά τη διάρκεια της αναζήτησης, ο εργοδότης αντιµετωπίζει πιθανότητα να βρει τον κατάλληλο εργαζόµενο ίση µε q(θ), η οποία είναι όµως ανεξάρτητη από τις ενέργειες του. Ο αριθµός των θέσεων εργασίας είναι ενδογενής και καθορίζεται από τη µεγιστοποίηση των κερδών. Οποιοσδήποτε εργοδότης µπορεί να δηµιουργήσει µία κενή θέση εργασίας και να ψάξει για τον κατάλληλο εργαζόµενο. Η µεγιστοποίηση των κερδών µε ελεύθερη δηµιουργία κενών θέσεων συνεπάγεται ότι το προσδοκώµενο κέρδος από την οριακή κενή θέση θα πρέπει να ισούται µε το µηδέν. Αλλοιώς, θα συνεχίσουν να δηµιουργούνται κενές θέσεις. Ορίζουµε ως J την παρούσα αξία των κερδών µιας επιχείρησης από µία συµπληρωµένη θέση εργασίας και ως V την παρούσα αξία των κερδών από µία κενή θέση εργασίας. Υποθέτοντας µια τέλεια αγορά κεφαλαίου και άπειρο χρονικό ορίζοντα, η V ικανοποιεί την εξίσωση Bellman, N rv = pc + q(θ)(j V ) (15.9) 4 Βλ. Beveridge (1944). N5

Μια κενή θέση εργασίας είναι ένα περιουσιακό στοιχείο του εργοδότη. Σε µία τέλεια αγορά κεφαλαίου η απόδοση του περιουσιακού αυτού στοιχείου, θα πρέπει να ισούται µε το κόστος ευκαιρίας του, το οποίο ισούται rv. Η απόδοση είναι η διαφορά µεταξύ J και V επί την πιθανότητα πλήρωσης της κενής θέσης, µείον το κόστος συντήρησης της κενής θέσης pc. Στην ισορροπία µε ελεύθερη δηµιουργία κενών θέσεων, όλες οι ευκαιρίες κέρδους από τη δηµιουργία κενών θέσεων θα αξιοποιηθούν, και η πρόσοδος από τη δηµιουργία µιας επιπλέον κενής θέσης θα ισούται µε το µηδέν. Άρα στην ισορροπία, V=0. Αυτό, από την (15.9) συνεπάγεται ότι, N J = pc (15.10) q(θ) Αυτή είναι µία δεύτερη σηµαντική εξίσωση του υποδείγµατος. Στην ισορροπία, η παρούσα αξία µιας συµπληρωµένης θέσης εργασίας ισούται µε το προσδοκώµενο κόστος πρόσληψης ενός εργαζοµένου. Αυτό ισούται µε το στιγµιαίο κόστος διατήρησης της κενής θέσης pc επί την προσδοκώµενη διάρκεια της κενής θέσης 1/q(θ). Ο ανταγωνισµός για τη δηµιουργία κενών θέσεων εργασίας µειώνει τις προσόδους από µία θέση εργασίας στο επίπεδο του προσδοκωµένου κόστους της πρόσληψης ενός εργαζοµένου. Η παρούσα αξία J, µιας θέσης εργασίας για τον εργοδότη, ικανοποιεί επίσης τη συνθήκη, N rj = p w λj (15.11) Το κόστος ευκαιρίας της θέσης εργασίας ισούται µε rj. Στην αγορά εργασίας η θέση εργασίας αποδίδει p-w και υπάρχει σε κάθε χρονική στιγµή και µία πιθανότητα λ καταστροφής της θέσης εργασίας. Από την (15.10) και την (15.11), συνάγεται ότι, (r + λ)pc N w = p (15.12) q(θ) Η (15.12) είναι η συνθήκη δηµιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Αντιστοιχεί στη συνθήκη για το οριακό προϊόν της εργασίας στα ανταγωνιστικά υποδείγµατα. Το οριακό προϊόν της εργασίας p, µείον το τρέχον κόστος της προσληψης ισούται µε τον πραγµατικό µισθό w. Όσο µεγαλύτερη είναι η στενότητα στην αγορά εργασίας θ, τόσο µικρότερος είναι ο πραγµατικός µισθός που διατίθενται να πληρώσουν οι εργοδότες, καθώς η µέση διάρκεια µιας κενής θέσης, άρα και το τρέχον κόστος πρόσληψης, αυξάνονται. 15.5 Η Συµπεριφορά των Εργαζοµένων Η (15.8) και η (15.12) δεν επαρκούν για να προσδορίσουµε τις τρεις ενδογενείς µεταβλητές, u, w και θ. Πρέπει τώρα να δούµε και τη συµπεριφορά των υποψηφίων εργαζοµένων. N6

N N Γιώργος Αλογοσκούφης, Δυναµική Μακροοικονοµική, Αθήνα 2015 Κεφάλαιο 15 Ο τυπικός εργαζόµενος κερδίζει µισθό w όταν απασχολείται, και ψάχνει για δουλειά όταν είναι άνεργος. Κατά τη διάρκεια της αναζήτησης ο εργαζόµενος έχει ένα εισόδηµα z, που εξαρτάται από το επίδοµα ανεργίας (και το τυχόν εισόδηµα ή ικανοποίηση που έχει από τη χρήση του ελεύθερου χρόνου του). Ορίζουµε ως U και W την παρούσα αξία του προσδοκωµένου εισοδήµατος ενός ανέργου και ενός απασχολούµενου αντίστοιχα. Ο άνεργος έχει ένα πραγµατικό εισόδηµα z ανά χρονική στιγµή και µία πιθανότητα εύρεσης εργασίας θq(θ). Κατά συνέπεια, η παρούσα αξία του προσδοκωµένου εισοδήµατός του ικανοποιεί, ru = z + θq(θ)(w U) (15.13) Από την (15.13), η απόδοση του περιουσιακού στοιχείου U, του ανθρωπίνου κεφαλαίου του ανέργου, συνίσταται από το εισόδηµα της ανεργίας z και το προσδοκώµενο κέρδος του ανέργου από την εύρεση εργασίας. Η (15.13) ορίζει το µόνιµο εισόδηµα ενός ανέργου. Ο απασχολούµενος έχει ένα πραγµατικό εισόδηµα w, τον µισθό του, αλλά αντιµετωπίζει και τον κίνδυνο, µε πιθανότητα λ, να χάσει τη δουλειά του. Η απόδοση συνεπώς του ανθρωπίνου κεφαλαίου W, ενός απασχολουµένου, είναι, N rw = w + λ(u W ) (15.14) Η (15.14) ορίζει το µόνιµο εισόδηµα ενός απασχολουµένου. Οι εξισώσεις (15.13) και (15.14) µπορούν να επιλυθούν για το µόνιµο εισόδηµα των ανέργων και των εργαζοµένων αντίστοιχα. ru = (r + λ)z + θq(θ)w r + λ + θq(θ) (15.15) λz + [r + θq(θ)]w N rw = (15.16) r + λ + θq(θ) Εάν w z, τότε W U, και το µόνιµο εισόδηµα ενός απασχολουµένου δεν µπορεί να είναι µικρότερο από το µόνιµο εισόδηµα ενός ανέργου. Κατά συνέπεια, κανένας απασχολούµενος δεν έχει κίνητρο να αφήσει οικειοθελώς τη δουλειά του και να καταστεί άνεργος, και όλοι άνεργοι επιθυµούν να βρουν δουλειά το ταχύτερο. Η ανεργία έχει µεγαλύτερο κόστος για εκείνους που την βιώνουν, παρά για εκείνους που είναι απασχοληµένοι, έστω και αν µε κάποια πιθανότητα οι τελευταίοι µπορεί να χάσουν τη δουλειά τους και να βιώσουν την ανεργία στο µέλλον. 15.6 Ο Προσδιορισµός των Μισθών Ο µισθός για µία θέση εργασίας προσδιορίζεται από µία διαπραγµάτευση µεταξύ ενός υποψήφιου εργοδότη και ενός υποψήφιου εργαζοµένου. Επειδή όλες οι δουλειές είναι το ίδιο παραγωγικές και όλοι οι εργαζόµενοι αποδίδουν την ίδια αξία στον ελεύθερο χρόνο τους, ο µισθός που N7

προσδιορίζεται από µία ατοµική διαπραγµάτευση καταλήγει να είναι ο ίδιος για το σύνολο της οικονοµίας. Από τις υποθέσεις που κάναµε για την παραγωγικότητα και τις οικονοµικές διαταραχές, ένας οποιοσδήποτε εργοδότης και ένας οποιοσδήποτε εργαζόµενος, όταν συναντηθούν µέσω της διαδικασίας της σύζευξης, θα δηµιουργήσουν οπωσδήποτε µία θέση εργασίας. Αλλοιώς τόσο ο εργοδότης όσο και ο εργαζόµενος θα πρέπει να συνεχίσουν να ψάχνουν, µε επιπλέον κόστος για τον καθένα. Μία σύµβαση εργασίας µεταξύ ενός εργοδότη και ενός εργαζοµένου ορίζεται από ένα µισθό, και την πρόβλεψη ότι η απασχόληση θα λήξει αν υπάρξει µία διαταραχή που θα καταστήσει τη θέση εργασίας ασύµφορη. Για ένα επίπεδο πραγµατικού µισθού wi, η προσδοκώµενη απόδοση για τον εργοδότη και τον εργαζόµενο αντίστοιχα είναι, N rj i = p w i λj i (15.17) N rw i = w i + λ(u W i ) (15.18) Στην (15.17) έχουµε κάνει χρήση της υπόθεσης ότι ο ανταγωνισµός έχει µειώσει την αξία µιας κενής θέσης V στο µηδέν, και το ότι η παρούσα αξία της ανεργίας U εξαρτάται µόνο από τους µισθούς στην υπόλοιπη οικονοµία. Ο µισθός προσδιορίζεται από µία (γενικευµένη) διαπραγµάτευση Nash, η οποία µεγιστοποιεί το σταθµισµένο γινόµενο του πλεονάσµατος του εργοδότη και του εργαζοµένου, από την επίτευξη συµφωνίας. Η επίτευξη συµφωνίας σηµαίνει ότι ο εργοδότης κερδίζει Ji-V και ο εργαζόµενος Wi-U. Έτσι, ο πραγµατικός µισθός για αυτή την θέση εργασίας ικανοποιεί, N w i = argmax(w i U) β (J i V ) 1 β, 0 β 1 (15.19) Η παράµετρος β είναι ένα µέτρο της σχετικής διαπραγµατευτικής δύναµης του εργαζοµένου, επιπλέον αυτής που προκύπτει από τα «σηµεία απειλής» U και V. Σε συµµετρικές διαπραγµατεύσεις, όπως αυτή που αναλύουµε, µια λογική τιµή για το β είναι ½ αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητο. Η συνθήκη πρώτης τάξης για τη µεγιστοποίηση της (15.19) συνεπάγεται, N W i U = β(j i + W i V U) (15.20) Έτσι, σε αυτό το υπόδειγµα, το β είναι το µερίδιο του εργαζοµένου στο συνολικό πλεόνασµα (πρόσοδο) που δηµιουργεί µία νέα θέση εργασίας. Χρησιµοποιώντας τις (15.17) και (15.18), και επιβάλλοντας τη συνθήκη V=0, έχουµε, N w i = ru + β(p ru) (15.21) N8

Από την (15.21), ο εργαζόµενος λαµβάνει ως µισθό το µόνιµο εισόδηµα της ανεργίας ru, συν ένα ποσοστό β της διαφοράς της παραγωγικότητας από το µόνιµο εισόδηµα της ανεργίας. Από την (15.21) είναι φανερό ότι οι πραγµατικοί µισθοί θα είναι ίδιοι για το σύνολο της οικονοµίας, καθώς η δεξιά της πλευρά δεν εξαρτάται από το i. Από την (15.20) και την (15.10), για V=0 και αγνοώντας πλέον το i, έχουµε, N W U = β (15.22) 1 β J = β pc (1 β)q(θ) Από την (15.13) και την (15.22), N ru = z + θq(θ)(w U) = z + β (15.23) 1 β pcθ Χρησιµοποιώντας τις (15.22) και (15.23) για να αντικαταστήσουµε για το ru στην (15.21), N w = (1 β)z + β p(1+ cθ) = z + β(p z) + β pcθ (15.24) Η εξίσωση (15.24) είναι η πιο βολική και εύκολα εξηγήσιµη µορφή της εξίσωσης προσδιορισµού των µισθών στο υπόδειγµα αυτό. Το p είναι η παραγωγικότητα της εργασίας και το pcθ είναι το µέσο κόστος πρόσληψης ανά άνεργο. Ο πραγµατικός µισθός υπερβαίνει την αµοιβή της ανεργίας z. Η υπέρβαση αυτή αντανακλά τη διαφορά της παραγωγικότητας από την αµοιβή της ανεργίας z κατά το ποσοστό (β) της σχετικής διαπραγµατευτικής δύναµης του εργαζοµένου, καθώς και ένα ποσοστό β, του µέσου κόστους πρόσληψης ανά άνεργο. Όσο µεγαλύτερη είναι η στενότητα στην αγορά εργασίας (θ), τόσο υψηλότερος είναι ο πραγµατικός µισθός, καθώς αυτό αυξάνει το µέσο κόστος πρόσληψης ανά άνεργο, και έτσι αυξάνει τη διαπραγµατευτική θέση των υποψηφίων εργαζοµένων απέναντι στους υποψηφίους εργοδότες. Η συνάρτηση µισθών (15.24) παίζει το ρόλο της συνάρτησης προσφοράς εργασίας στα παραδοσιακά νεοκλασσικά υποδείγµατα της αγοράς εργασίας. 15.7 Ισορροπία στην Αγορά Εργασίας και το Ποσοστό Ανεργίας Το υπόδειγµα αυτό προσδιορίζει τις τρεις ενδογενείς µεταβλητές (u, θ, w) που ικανοποιούν την συνθήκη ισορροπίας των ροών εντός και εκτός της ανεργίας (15.8), τη συνθήκη δηµιουργίας νέων θέσεων εργασίας (15.12) και τη συνάρτηση µισθών (15.24). λ N u = (15.8) λ + θq(θ) (r + λ)pc N p w = 0 (15.12) q(θ) N w = (1 β)z + β p(1+ cθ) (15.24) N9

Βλέπουµε από την (15.12) και την (15.24), ότι µπορούµε να λύσουµε για το επίπεδο των πραγµατικών µισθών w και την στενότητα στην αγορά εργασίας θ, χωρίς αναφορά στο ποσοστό ανεργίας u. Η συνθήκη δηµιουργίας θέσεων εργασίας και η συνάρτηση µισθών αρκούν για να προσδιοριστούν τόσο οι πραγµατικοί µισθοί όσο και η στενότητα στην αγορά εργασίας. Αφού προσδιοριστεί το θ, µπορούµε να πάµε στην καµπύλη Beveridge (15.8) και να επιλύσουµε για το ποσοστό ανεργίας. Ο προσδιορισµός της ισορροπίας παρουσιάζεται στο Διάγραµµα 15.1. Η συνάρτηση µισθών (15.24) συνδέει θετικά τον µισθό µε την στενότητα στην αγορά εργασίας, ενώ η συνθήκη δηµιουργίας θέσεων εργασίας είναι µία αρνητική κυρτή συνάρτηση µεταξύ πραγµατικού µισθού και στενότητας στην αγορά εργασίας. Η ισορροπία προσδιορίζεται στην τοµή των δύο αυτών γεωµετρικών τόπων. Η συνάρτηση µισθών έχει θετική κλίση διότι όσο µεγαλύτερη είναι η στενότητα στην αγορά εργασίας, τόσο µεγαλύτερους µισθούς µπορούν να διασφαλίζουν οι εργαζόµενοι από τους εργοδότες. Η συνθήκη δηµιουργίας θέσεων εργασίας έχει αρνητική κλίση διότι οι υψηλότεροι µισθοί κάνουν τη δηµιουργία κενών θέσεων εργασίας λιγότερο επικερδή, και έτσι µειώνεται η δηµιουργία κενών θέσεων σε σχέση µε τους εργαζοµένους. Βλέπουµε επίσης ότι ο προσδιορισµός των πραγµατικών µισθών και της στενότητας στην αγορά εργασίας δεν εξαρτάται από το ποσοστό ανεργίας. Αυτό οφείλεται στην υπόθεση των σταθερών αποδόσεων κλίµακας στη συνάρτηση σύζευξης. Ας δούµε όµως τώρα πως ο προσδιορισµός του θ προσδιορίζει το ποσοστό ανεργίας. Μαθηµατικά, αντικαθιστούµε για το θ στην εξίσωση (15.8) και λύνουµε για το ποσοστό ανεργίας. Διαγραµµατικά µπορούµε να δούµε τον προσδιορισµό του ποσοστού ανεργίας (και του ποσοστού των κενών θέσεων εργασίας) µε το διάγραµµα του Beveridge. Αυτό παρουσιάζεται στο Διάγραµµα 15.2. Στο Διάγραµµα 15.2, η ευθεία γραµµή έχει κλίση που προσδιορίζεται από το θ, το λόγο των κενών θέσεων προς τους ανέργους, και το οποίο έχει προσδιορισθεί από την ισορροπία στο Διάγραµµα 15.1. Η καµπύλη Beveridge είναι η γεωµετρική αναπαράσταση της εξίσωσης (15.8), που προκύπτει από την ισότητα των ροών από και προς την ανεργία. Όταν υπάρχουν περισσότερες κενές θέσεις, η ανεργία είναι µικρότερη διότι οι άνεργοι βρίσκουν δουλειές πιο εύκολα. Η καµπύλη είναι κυρτή λόγω των ιδιοτήτων της συνάρτησης σύζευξης. Το ποσοστό ανεργίας και το ποσοστό κενών θέσεων στην ισορροπία προσδιορίζεται στην τοµή της καµπύλης Beveridge µε την ευθεία που ορίζεται από τη στενότητα στην αγορά εργασίας. 15.8 Επιπτώσεις Μεταβολών των Παραµέτρων του Υποδείγµατος Μπορούµε τώρα να χρησιµοποιήσουµε το πλήρες υπόδειγµα για να εξετάσουµε πως επηρεάζονται οι πραγµατικοί µισθοί, το ποσοστό ανεργίας και το ποσοστό των κενών θέσεων από µεταβολές στις παραµέτρους του. 15.8.1 Επιπτώσεις µια Αύξησης στην Παραγωγικότητα της Εργασίας Αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας αυξάνει το p και, στο Διάγραµµα 15.3, θα µετακινεί τόσο τη συνθήκη δηµιουργίας νέων θέσεων εργασίας προς τα δεξιά όσο και τη συνάρτηση µισθών προς τα επάνω. Από τη στιγµή που β<1, η µετακίνηση της συνθήκης δηµιουργίας νέων θέσεων εργασίας είναι µεγαλύτερη, και έτσι, στη νέα ισορροπία Α, αυξάνονται τόσο οι µισθοί όσο και η N10

στενότητα της αγοράς εργασίας. Η αύξηση της στενότητας της αγοράς εργασίας συνεπάγεται, από το Διάγραµµα 15.2, αύξηση του ποσοστού των κενών θέσεων και µείωση του ποσοστού ανεργίας. Η επίδραση αυτή της παραγωγικότητας της εργασίας παρουσιάζεται λόγω της υπόθεσης ότι το εισόδηµα των ανέργων z είναι σταθερό και δεν εξαρτάται από την παραγωγικότητα της εργασίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσµα ούτε οι πραγµατικοί µισθοί να αντανακλούν πλήρως τις αυξήσεις της παραγωγικότητας της εργασίας. Έτσι, όταν αυξάνεται η παραγωγικότητα, τα κέρδη από τη δηµιουργία νέων κενών θέσεων εργασίας αυξάνονται, δηµιουργούνται νέες κενές θέσεις εργασίας και η ανεργία µειώνεται. Ωστόσο, σε πολλές χώρες το επίδοµα ανεργίας είναι συνήθως συνάρτηση των πραγµατικών µισθών. Επιπλέον, αν ίσχυε η πρόβλεψη ότι η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας µειώνει το ποσοστό ανεργίας, τότε µακροχρόνια η ανεργία θα έπεφτε σταδιακά στο µηδέν λόγω της συνεχούς αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας που συνεπάγεται η οικονοµική µεγέθυνση. Ωστόσο, αυτή η πρόβλεψη δεν είναι συµβατή µε την εµπειρία. Αν υποθέσουµε ότι το εισόδηµα των ανέργων είναι κάποιο ποσοστό του πραγµατικού µισθού ρ < 1, τότε έχουµε z = ρw. Το ρ ονοµάζεται ποσοστό αναπλήρωσης του πραγµατικού µισθού από το επίδοµα ανεργίας. Η νοµοθεσία των περισσοτέρων βιοµηχανικών χωρών προβλέπει ότι το επίδοµα ανεργίας είναι κάποιο ποσοστό του µισθού που ελάµβανε ο άνεργος στην τελευταία του εργασία, ή κάποιο ποσοστό του κατώτατου µισθού, οπότε η υπόθεση αυτή είναι αρκετά ρεαλιστική. Στην περίπτωση αυτή, η συνάρτηση µισθών (15.24) µετατρέπεται σε, β(1+ cθ) N w = (15.25) 1 (1 β)ρ p Η (15.25) προβλέπει ότι οι πραγµατικοί µισθοί είναι ανάλογοι της παραγωγικότητας της εργασίας p. Ο συντελεστής αναλογικότητας εξαρτάται θετικά από τη διαπραγµατευτική δύναµη των υποψήφιων εργαζοµένων β, από τη στενότητα στην αγορά εργασίας θ, από το κόστος διατήρησης µιας κενής θέσης εργασίας c, και από το ποσοστό αναπλήρωσης του πραγµατικού µισθού για τους ανέργους ρ. Μία αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας οδηγεί σε αύξηση των πραγµατικών µισθών κατά το ίδιο ποσοστό. Με αυτή την εξίσωση µισθών, η συνθήκη δηµιουργίας νέων θέσεων εργασίας (15.12) µετατρέπεται σε, β(1+ cθ) (r + λ)c N 1 = 0 (15.26) 1 (1 β)ρ q(θ) Η (15.26) συνεπάγεται ότι στην ισορροπία η στενότητα στην αγορά εργασίας είναι ανεξάρτητη από την παραγωγικότητα της εργασίας. Κατά συνέπεια, και το ποσοστό ανεργίας ισορροπίας θα είναι επίσης ανεξάρτητο από την παραγωγικότητα της εργασίας. Η περίπτωση αυτή αναλύεται στο Διάγραµµα 15.3. Μια αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας µετακινεί τη συνάρτηση µισθών και τη συνθήκη δηµιουργίας θέσεων εργασίας κατά το ίδιο ποσοστό, µε συνέπεια να αυξάνονται οι πραγµατικοί µισθοί, αλλά να µην υπάρχει επίπτωση στο βαθµό στενότητας της αγοράς εργασίας. Κατά συνέπεια, ούτε και το ποσοστό ανεργίας επηρεάζεται από την παραγωγικότητα της εργασίας. N11

Η ανεξαρτησία του ποσοστού ανεργίας ισορροπίας από τη µέση παραγωγικότητα της εργασίας είναι µακροχρόνια συµβατή µε την εµπειρία, καθώς το ποσοστό ανεργίας δεν επιδεικνύει µία µακροχρόνια τάση που να εξαρτάται από τη διαχρονική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. 15.8.2 Επιπτώσεις µιας Αύξησης του Επιδόµατος Ανεργίας Μπορεί επίσης να δείξει κανείς ότι µια αύξηση του επιδόµατος ανεργίας z (ή αύξηση του ποσοστού αναπλήρωσης του πραγµατικού µισθού ρ, εάν z=ρw), προκαλεί αύξηση των πραγµατικών µισθών, αλλά µείωση της στενότητας στην αγορά εργασίας και αύξηση του ποσοστού ανεργίας. Στο Διάγραµµα 15.4, µε αύξηση του z (ή του ρ στην περίπτωση z=ρw), η συνάρτηση µισθών µετακινείται προς τα επάνω, καθώς οι υποψήφιοι εργαζόµενοι απαιτούν υψηλότερους µισθούς δεδοµένου ότι το κόστος της ανεργίας για τους ανέργους είναι µικρότερο. Με υψηλότερους µισθούς οι επιχειρήσεις δηµιουργούν λιγότερες θέσεις εργασίας. Κατά συνέπεια, το ποσοστό ανεργίας αυξάνεται και το ποσοστό των κενών θέσεων εργασίας µειώνεται. Μία αύξηση του β, της διαπραγµατευτικής δύναµης των εργαζοµένων, έχει τις ίδιες επιπτώσεις για αντίστοιχους λόγους. Οι πραγµατικοί µισθοί αυξάνονται και η στενότητα στην αγορά εργασίας µειώνεται. Κατά συνέπεια, αυξάνεται το ποσοστό ανεργίας και µειώνεται το ποσοστό των κενών θέσεων. 15.8.3 Επιπτώσεις µιας Αύξησης των Πραγµατικών Επιτοκίων Στο Διάγραµµα 15.5 αναλύονται οι επιπτώσεις µιας αύξησης των πραγµατικών επιτοκίων. Μία αύξηση του πραγµατικού επιτοκίου, µετακινεί την συνθήκη δηµιουργίας θέσεων εργασίας στο Διάγραµµα 15.5 προς τα αριστερά, καθώς αυξάνει το κόστος διατήρησης κενών θέσεων εργασίας. Μειώνονται τόσο οι πραγµατικοί µισθοί όσο και η στενότητα της αγοράς εργασίας. Ο λόγος είναι ότι µε υψηλότερο πραγµατικό επιτόκιο, τα προσδοκώµενα µελλοντικά έσοδα από τη δηµιουργία µιας νέας θέσης εργασίας έχουν µικρότερη παρούσα αξία, ενώ το κόστος της δηµιουργίας της πληρώνεται άµεσα. Συνεπώς υπάρχει µικρότερο κίνητρο δηµιουργίας µιας νέας θέσης για δεδοµένο βαθµό στενότητας και δεδοµένο πραγµατικό µισθό. Η µείωση της στενότητας στην αγορά εργασίας οδηγεί σε αύξηση του ποσοστού ανεργίας. 15.8.4 Επιπτώσεις µιας Αύξησης της Συχνότητας Τερµατισµού Θέσεων Εργασίας Αντίστοιχες επιπτώσεις έχει και µία αύξηση του λ, της εξωγενούς πιθανότητας τερµατισµού µιας θέσης εργασίας. Η περίπτωση αυτή αναλύεται στο Διάγραµµα 15.6. Μια αύξηση του λ οδηγεί σε µείωση των πραγµατικών µισθών και της στενότητας στην αγορά εργασίας, διότι µειώνει το προσδοκώµενο έσοδο από τη δηµιουργία µιας νέας θέσης εργασίας. Κατά συνέπεια, δηµιουργούνται λιγότερες κενές θέσεις εργασίας, µειώνεται η στενότητα στην αγορά εργασίας και µειώνονται οι ροές από την ανεργία προς θέσεις εργασίας. Αυτό οδηγεί σε αύξηση του ποσοστού ανεργίας. Η ανεργία αυξάνεται επίσης διότι µία αύξηση του λ µετακινεί την καµπύλη Beveridge προς τα αριστερά, καθώς αυξάνονται και οι ροές από θέσεις εργασίας προς την ανεργία. Κατά συνέπεια, η ανεργία ισορροπίας αυξάνεται τόσο λόγο της αύξησης των ροών από θέσεις εργασίας προς την ανεργία που συνεπάγεται η αύξηση του λ, όσο και λόγο της έµµεσης επίπτωσής του στη στενότητα της αγοράς εργασίας, που συνεπάγεται µείωση των ροών από την ανεργία σε θέσεις εργασίας. Οι επιπτώσεις µιας αύξησης του λ στο ποσοστό κενών θέσεων ισορροπίας είναι αµφίβολες, καθώς εξαρτώνται από τις υπόλοιπες παραµέτρους του υποδείγµατος. N12

15.8.5 Προσοµοιώσεις του Υποδείγµατος για Διαφορετικές Τιµές των Παραµέτρων Προκειµένου να αποκτήσουµε µία αίσθηση του σε ποιο βαθµό οι διάφορες παράµετροι του υποδείγµατος επηρεάζουν το ποσοστό ανεργίας ισορροπίας, τους πραγµατικούς µισθούς και τη στενότητα της αγοράς εργασίας, αξίζει να προσοµοιώσουµε το υπόδειγµα για διαφορετικές τιµές των παραµέτρων. Στην προσοµοίωση αυτή υποθέτουµε ότι η συνάρτηση σύξευξης έχει τη µορφή Cobb Douglas µε σταθερές αποδόσεις κλίµακας, δηλαδή προσδιορίζεται από, N ml = M (ul) µ (vl) 1 µ (15.27) όπου Μ>0 είναι η αποτελεσµατικότητα της διαδικασίας της σύζευξης, και 0<µ<1 η ελαστικότητα των νέων θέσεων εργασίας ως προς την ανεργία. Από την (15.27), η πιθανότητα πλήρωσης µιας κενής θέσης εργασίας προσδιορίζεται από, µ N q(θ) = ml (15.28) vl = M u v = Mθ µ Αντικαθιστώντας τη (15.28) στην καµπύλη Beveridge (15.8) και στη συνάρτηση δηµιουργίας θέσεων εργασίας (18.12), το υπόδειγµα έχει τη µορφή, λ N u = (15.8 ) λ + Mθ 1 µ (r + λ)pc N w = p = 0 (15.12 ) Mθ µ N w = (1 β)z + β p(1+ cθ) (15.24) Υποθέτουµε τις εξής αρχικές τιµές των παραµέτρων: λ=5%, Μ=1, µ=1/2, p=1, c=1/3, r=3%, z=1/2, β=1/2. Προσοµοιώνοντας το υπόδειγµα για τις τιµές αυτές των παραµέτρων προκύπτει ότι w=0,97, θ=1,32, u=4,2%, v=5,5%. Ο πραγµατικός µισθός είναι το 97% της παραγωγικότητας και το ποσοστό ανεργίας είναι σχετικά χαµηλό στο 4,2%. Αν η πιθανότητα τερµατισµού των θέσεων εργασίας λ αυξηθεί στο 8%, τότε προκύπτει w=0,96, θ=1,25, u=6,7%, v=8,3%. Αν η πιθανότητα τερµατισµού των θέσεων εργασίας λ αυξηθεί στο 25%, τότε προκύπτει w=0,91, θ=0,95, u=20,4%, v=19,4%. N13

Σε σχέση µε την αρχική ισορροπία, ο πραγµατικός µισθός πέφτει κατά 6,2%, στο 91% της παραγωγικότητας, και το ποσοστό ανεργίας πενταπλασιάζεται στο 20,4%. Αν το επίδοµα ανεργίας z αυξηθεί από το αρχικό 0,5 στο 0,7 (αύξηση κατά 40%), τότε προκύπτει w=0,98, θ=0,49, u=6,7%, v=3,3%. Σε σχέση µε την αρχική ισορροπία, ο πραγµατικός µισθός αυξάνεται κατά περίπου 1%, και το ποσοστό ανεργίας αυξάνεται κατά 2,5 εκατοστιαίες µονάδες, στο 6,7%. Με σταθερό εργατικό δυναµικό αυτό ισοδυναµεί µε αύξηση του αριθµού των ανέργων κατά 60%. Τέλος, αν το πραγµατικό επιτόκιο r διπλασιαστεί από το αρχικό 3% στο 6%, προκύπτει ότι w=0,96, θ=1,25, u=4,3%, v=5,4%. Σε σχέση µε την αρχική ισορροπία, ο πραγµατικός µισθός µειώνεται κατά περίπου 1%, και το ποσοστό ανεργίας αυξάνεται κατά 0,1 εκατοστιαίες µονάδες, στο 4,3%. Με σταθερό εργατικό δυναµικό αυτό ισοδυναµεί µε αύξηση του αριθµού των ανέργων κατά 2,4%. Βλέπουµε από τις προσοµοιώσεις αυτές, και για τις συγκεκριµένες τιµές των παραµέτρων, ότι µεταβολές στην πιθανότητα τερµατισµού θέσεων εργασίας, καθώς και το επίδοµα ανεργίας έχουν σχετικά µεγάλες επιπτώσεις στο ποσοστό ανεργίας ισορροπίας και σχετικά µικρές επιπτώσεις στους πραγµατικούς µισθούς. Από την άλλη, µεταβολές στο πραγµατικό επιτόκιο έχουν σχετικά µικρές επιπτώσεις τόσο στους πραγµατικούς µισθούς όσο και στο ποσοστό ανεργίας. 15.9 Συµπεράσµατα Στο κεφάλαιο αυτό εξετάσαµε τον προσδιορισµό της ανεργίας ισορροπίας σε ένα υπόδειγµα σύζευξης στην αγορά εργασίας. Στο υπόδειγµα αυτό οι εργοδότες επενδύουν προκειµένου να δηµιουργήσουν κενές θέσεις εργασίας και η διαδικασία της πλήρωσης µιας κενής θέσης εργασίας προϋποθέτει τη σύζευξη µιας επιχείρησης, η οποία έχει δηµιουργήσει την κενή θέση, µε έναν άνεργο. Σε κάθε χρονική στιγµή υπάρχουν δύο ροές από και προς την ανεργία. Κάποιοι εργαζόµενοι χάνουν τη δουλειά τους, διότι καταργούνται οι θέσεις εργασίας τις οποίες κατέχουν, και κάποιοι άνεργοι βρίσκουν δουλειά µέσω της διαδικασίας της σύζευξης µε επιχειρήσεις οι οποίες έχουν δηµιουργήσει κενές θέσεις εργασίας. Η πιθανότητα κατάργησης µιας θέσης εργασίας είναι εξωγενής και εξαρτάται από διαταραχές διαρθρωτικού ή κυκλικού χαρακτήρα που πλήττουν την οικονοµία και οδηγούν σε καταστροφή θέσεων εργασίας. Η πιθανότητα πλήρωσης µιας κενής θέσης εργασίας, όπως και η πιθανότητα ενός ανέργου να βρει δουλειά, είναι ενδογενείς µεταβλητές στο υπόδειγµα αυτό, και είναι συνάρτηση του βαθµού στενότητας στην αγορά εργασίας. Η στενότητα στην αγορά εργασίας ορίζεται ως ο λόγος των κενών θέσεων προς τους ανέργους. Όσο µεγαλύτερη είναι η στενότητα στην αγορά εργασίας τόσο µεγαλύτερη είναι η πιθανότητα ενός ανέργου να βρει δουλειά, και τόσο µικρότερη είναι η πιθανότητα µιας επιχείρησης να συµπληρώσει µία κενή θέση εργασίας. N14

Στην ισορροπία, οι ροές από και προς την ανεργία εξισώνονται, και το ποσοστό ανεργίας ισορροπίας εξαρτάται θετικά από την εξωγενή πιθανότητα κατάργησης µιας θέσης εργασίας και αρνητικά από την ενδογενή πιθανότητα ενός ανέργου να βρει δουλειά. Το ποσοστό ανεργίας ισορροπίας εξαρτάται κατά συνέπεια αρνητικά από τη στενότητα στην αγορά εργασίας, η οποία όµως προσδιορίζεται ενδογενώς. Η αρνητική σχέση µεταξύ του ποσοστού ανεργίας και του ποσοστού κενών θέσεων που συνεπάγεται η εξάρτηση αυτή, είναι γνωστή ως καµπύλη Beveridge. Επιχειρήσεις και άνεργοι λαµβάνουν τις αποφάσεις τους ορθολογικά, µεγιστοποιώντας την παρούσα αξία του εισοδήµατός τους. Οι επιχειρήσεις δηµιουργούν κενές θέσεις όσο τα προσδοκώµενα κέρδη από την επένδυση που απαιτείται για τη δηµιουργία κενών θέσεων είναι θετικά. Η συνθήκη για την πλήρωση µιας κενής θέσης εργασίας είναι ότι ο πραγµατικός µισθός θα πρέπει να ισούται µε την παραγωγικότητα της εργασίας µείον το κόστος δηµιουργίας και διατήρησης µιας κενής θέσης. Από την πλήρωση µιας κενής θέσης µία επιχείρηση θα πρέπει να καλύπτει τόσο το µισθολογικό κόστος της, όσο και το κόστος της επένδυσής της για τη δηµιουργία της κενής θέσης. Η συνθήκη για την πλήρωση µιας κενής θέσης εργασίας προϋποθέτει µία αρνητική σχέση µεταξύ του µισθού που είναι διατεθειµένη να πληρώσει µία επιχειρήση, και της στενότητας στην αγορά εργασίας, διότι όσο µεγαλύτερη είναι η στενότητα στην αγορά εργασίας, τόσο µικρότερη είναι η πιθανότητα πλήρωσης µιας κενής θέσης, και τόσο µεγαλύτερο είναι το συνολικό κόστος διατήρησης µιας κενής θέσης, δεδοµένου ότι οι κενές θέσεις παραµένουν κενές για µεγαλύτερο διάστηµα. Από την άλλη, ένας άνεργος θα δεχθεί να αναλάβει εργασία, εάν η παρούσα αξία του προσδοκώµενου εισοδήµατος ενός εργαζοµένου είναι µεγαλύτερη από την παρούσα αξία του εισοδήµατος ενός ανέργου. Η συνθήκη αυτή ικανοποιείται στο υπόδειγµα αυτό, καθώς ο πραγµατικός µισθός είναι µεγαλύτερος από το εισόδηµα του ανέργου (επίδοµα ανεργίας). Οι πραγµατικοί µισθοί ισορροπίας προσδιορίζονται αποκεντρωµένα, από διαπραγµατεύσεις µεταξύ επιχειρήσεων που έχουν κενές θέσεις εργασίας και ανέργων που ψάχνουν για δουλειά. Ο πραγµατικός µισθός ισορροπίας είναι αποτέλεσµα της διαπραγµάτευσης αυτής, και εξαρτάται θετικά από τη σχετική διαπραγµατευτική δύναµη των ανέργων, το ύψος του επιδόµατος ανεργίας, την παραγωγικότητα της εργασίας, το κόστος διατήρησης µιας κενής θέσης εργασίας εκ µέρους των επιχειρήσεων, και τη στενότητα στην αγορά εργασίας. Η θετική σχέση µεταξύ µισθού και στενότητας στην αγορά εργασίας που προκύπτει από τη διαπραγµάτευση µεταξύ επιχειρήσεων και ανέργων, και η αρνητική σχέση µεταξύ µισθού και στενότητας που προβλέπει η συνθήκη για τη δηµιουργία θέσεων εργασίας, προσδιορίζουν από κοινού το µισθό ισορροπίας και τη στενότητα στην αγορά εργασίας. Με τη σειρά της, η στενότητα στην αγορά εργασίας, µέσω της της αρνητικής σχέσης µεταξύ ποσοστού ανεργίας και ποσοστού κενών θέσεων που συνεπάγεται η καµπύλη Beveridge, προσδιορίζει το ποσοστό ανεργίας ισορροπίας. Στην ισορροπία αυτού του υποδείγµατος, οι άνεργοι είναι σε χειρότερη οικονοµική κατάσταση από τους εργαζοµένους. Κατά συνέπεια η ανεργία είναι µια µη επιθυµητή κατάσταση για τους ανέργους, και όχι αποτέλεσµα επιλογής τους, όπως στα ανταγωνιστικά υποδείγµατα της αγοράς εργασίας χωρίς τριβές. N15

Εάν το επίδοµα ανεργίας είναι ένα σταθερό ποσοστό του πραγµατικού µισθού, τότε η παραγωγικότητα της εργασίας δεν επηρεάζει το ποσοστό ανεργίας ισορροπίας στο υπόδειγµα αυτό. Ωστόσο, όσο µεγαλύτερο είναι το ποσοστό του πραγµατικού µισθού που πληρώνεται ως επίδοµα ανεργίας, τόσο υψηλότεροι είναι οι πραγµατικοί µισθοί στην ισορροπία και τόσο µεγαλύτερο είναι το ποσοστό ανεργίας. Ο λόγος είναι ότι µειώνονται τα κίνητρα πλήρωσης, άρα και δηµιουργίας, κενών θέσεων εργασίας, µε αποτέλεσµα να µειώνεται η στενότητα στην αγορά εργασίας και να αυξάνεται το ποσοστό ανεργίας. Μία αύξηση των πραγµατικών επιτοκίων επίσης έχει θετική επίπτωση στην ανεργία, διότι αυξάνει το κόστος διατήρησης µιας κενής θέσης εργασίας, µε αποτέλεσµα να δηµιουργούνται λιγότερες κενές θέσεις εργασίας. Η εξωγενής πιθανότητα τερµατισµού µιας θέσης εργασίας έχει θετική επίπτωση στην ανεργία, διότι αυξάνονται οι ροές από θέσεις εργασίας προς την ανεργία και επίσης µειώνονται τα προσδοκώµενα κέρδη από τη δηµιουργία και την πλήρωση µιας κενής θέσης εργασίας, µε αποτέλεσµα να δηµιουργούνται λιγότερες κενές θέσεις και να µειώνονται και οι ροές από την ανεργία προς θέσεις εργασίας. Στο υπόδειγµα αυτό, η ανεργία ισορροπίας εξαρτάται τόσο από κυκλικούς όσο και από διαρθρωτικούς παράγοντες. Επιπλέον, σε αντίθεση µε το νέο κλασσικό υπόδειγµα των πραγµατικών οικονοµικών κύκλων, αλλά και ορισµένες εκδοχές του νέου κεϋνσιανού υποδείγµατος, η ανεργία είναι ακούσια, µε την έννοια ότι οι άνεργοι θα προτιµούσαν να βρίσκονται σε θέσεις εργασίας, καθώς η παρούσα αξία του εισοδήµατος των εργαζοµένων είναι υψηλότερη από την παρούσα αξία του εισοδήµατος των ανέργων. N16

Διάγραµµα 15.1 Ο Προσδιορισµός των Μισθών και της Στενότητας στην Αγορά Εργασίας w Συνάρτηση Μισθών w E E Δηµιουργία Θέσεων Εργασίας θ E θ N17

Διάγραµµα 15.2 Ο Προσδιορισµός της Ανεργίας και των Κενών Θέσεων Εργασίας v Στενότητα Αγοράς Εργασίας v Ε E Καµπύλη Beveridge θ Ε u Ε u N18

Διάγραµµα 15.3 Επιπτώσεις Αύξησης Παραγωγικότητας της Εργασίας w Συνάρτηση Μισθών w E' w Α E' Α w E E Δηµιουργία Θέσεων Εργασίας θ E θ Α θ N19

N Γιώργος Αλογοσκούφης, Δυναµική Μακροοικονοµική, Αθήνα 2015 Κεφάλαιο 15 Διάγραµµα 15.4 Επιπτώσεις Αύξησης του Επιδόµατος Ανεργίας ή του Ποσοστού Αναπλήρωσης του Πραγµατικού Μισθού w Συνάρτηση Μισθών w Ε' E' w Ε E Δηµιουργία Θέσεων Εργασίας θ Ε' θ Ε θ v Στενότητα Αγοράς Εργασίας θ Ε Ε θ Ε' Ε Καµπύλη Beveridge u Ε u Ε' u N20

N N Γιώργος Αλογοσκούφης, Δυναµική Μακροοικονοµική, Αθήνα 2015 Κεφάλαιο 15 Διάγραµµα 15.5 Επιπτώσεις Αύξησης των Πραγµατικών Επιτοκίων w Συνάρτηση Μισθών w Ε w Ε' E' E Δηµιουργία Θέσεων Εργασίας θ Ε' θ Ε θ v Στενότητα Αγοράς Εργασίας θ Ε Ε θ Ε' Ε Καµπύλη Beveridge u Ε u Ε' u N21

N Γιώργος Αλογοσκούφης, Δυναµική Μακροοικονοµική, Αθήνα 2015 Κεφάλαιο 15 Διάγραµµα 15.6 Επιπτώσεις Αύξησης Πιθανότητας Τερµατισµού Θέσεων Εργασίας w Συνάρτηση Μισθών w Ε w Ε' E' E Δηµιουργία Θέσεων Εργασίας θ Ε' θ Ε θ v Στενότητα Αγοράς Εργασίας θ Ε θ Ε' E E' Καµπύλη Beveridge u u N E u E' N22

Παραποµπές Alogoskoufis G. and Manning A. (1988), On the Persistence of Unemployment, Economic Policy, 7, pp. 427-469. Azariadis C. (1975), Implicit Contracts and Underemployment Equilibria, Journal of Political Economy, 83, pp. 1183-1202. Baily M.N. (1974), Wages and Employment under Uncertain Demand, Review of Economic Studies, 41, pp. 37-50. Bean C.R., Layard R. and Nickell S.J. (1986), The Rise in Unemployment: A Multi-Country Study, Economica, 53, pp. S1-S22. Beveridge W.H. (1944), Full Employment in a Free Society, London, George Allen and Unwin. Blanchard O.J. and Summers L.H. (1986), Hysteresis and the European Unemployment Problem, NBER Macroeconomics Annual, 1, pp.15-78. Gordon D. (1974), A Neoclassical Theory of Underemployment, Economic Inquiry, 12, pp. 432-459. Gottfries N. (1992), Insiders, Outsiders and Nominal Wage Contracts, Journal of Political Economy, 100, pp. 252-270. Gregory R.G. (1986), Wages Policy and Unemployment in Australia, Economica, 53, pp. S53- S74. Layard R., Nickell S. and R. Jackman (1991), Unemployment: Macroeconomic Performance and the Labour Market, Oxford University Press, Oxford. Lindbeck A. and Snower D. (1986), Wage Setting, Unemployment and Insider-Outsider Relations, American Economic Review, 76, pp. 235-239. McDonald I.M. and Solow R.M. (1981), Wage Bargaining and Unemployment, American Economic Review, 71, pp. 896-908. Mortensen D.T. (1986), Job Search and Labor Market Analysis, in Ashenfelter O. and Layard R. (eds), Handbook of Labor Economics, Vol. 2, pp. 849-919, Elsevier, Amsterdam. Mortensen D.T. and Pissarides C. (1994), Job Creation and Job Destruction in the Theory of Unemployment, Review of Economic Studies, 61, pp. 397-415. Newell A. and Symons J.S.V. (1987), Corporatism, Laissez Faire and the Rise in Unemployment, European Economic Review, 31, pp.567-601. Pissarides C. (1985), Short Run Dynamics of Unemployment, Vacancies and Real Wages, American Economic Review, 75, pp. 676-690. Pissarides C. (2000), Equilibrium Unemployment Theory, MIT Press, Cambridge Mass. Shapiro C. and Stiglitz J. (1984), Equilibrium Unemployment as a Worker Discipline Device, American Economic Review, 74, pp. 433-444. Weiss A. (1980), Job Queues and Layoffs in Labor Markets with Flexible Wages, Journal of Political Economy, 88, pp. 526-538. N23