3 η Παράδοση Η παιδαγωγική και η συνεργασία με τις υπόλοιπες επιστήμες. 1\ Παιδαγωγική και Φιλοσοφία Οι φιλόσοφοι ασχολήθηκαν πρώτοι με τον τρόπο διαπαιδαγώγησης των παιδιών. Η παιδαγωγική αποσπάσθηκε από την φιλοσοφία και ασχολήθηκε με τα πρακτικά ζητήματα του θέματος της εκπαίδευσης. Όμως, ανατρέχει στην φιλοσοφία για ζητήματα που αφορούν τους σκοπούς της εκπαίδευσης εν σχέσει προς τις επικρατούσες αξίες. Επίσης, τα διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα διαπερνούν την παιδαγωγική και την επηρεάζουν. Η παιδαγωγική λειτουργεί ως συνθετικός καταλύτης ανάμεσα στις φιλοσοφικές αναζητήσεις και τις παιδαγωγικές ανάγκες 1. 2\ Παιδαγωγική και ψυχολογία Η Παιδαγωγική με την ψυχολογία συνεργάζονται πολύ στενά. Η μία επιστήμη συμπληρώνει την άλλη. Η πρόοδος της ψυχολογίας οδήγησε στην πρόοδο της παιδαγωγικής, όπως η χρήση του πειράματος στην ψυχολογία οδήγησε στην εφαρμογή του στην παιδαγωγική. Η επιστημονική θεμελίωση της παιδαγωγικής δεν είναι εύκολη χωρίς τα πορίσματα της ψυχολογικής έρευνας, αφού απαιτείται η επιστημονική γνώση του υποκειμένου για το οποίο προορίζονται, δηλ. γνώση του εφήβου και του παιδιού, πράγμα που τα παρέχει η ψυχολογία. Από την άλλη η ψυχολογία αντλεί αντικείμενα έρευνας από την παιδαγωγική, έτσι προκύπτει ένας νέος κλάδος η παιδαγωγική ψυχολογία. Το πέρασμα από το παλιό στο νέο σχολείο, που στηρίζεται στην αναγνώριση και την αποδοχή της προσωπικότητας του παιδιού δεν ήταν δυνατόν να επιτευχθεί χωρίς την συνδρομή της ψυχολογικής έρευνας. Η έρευνα της εξέλιξης του παιδιού έκανε επίσης δυνατή την σωστή επιλογή της ύλης, των μεθόδων και των μέσων της αγωγής και συνέβαλε στην ανανέωση των σχολικών προγραμμάτων και των μεθόδων διδασκαλίας 2. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Frobel και της Montessori, που βασισμένοι σε μία νέα ψυχολογική αντίληψη για το παιδί έδωσαν στην προσχολική αγωγή μα διαφορετική όψη. Ανέπτυξαν την προσχολική παιδαγωγική και πρόσφεραν στα παιδιά της προσχολικής ηλικίας την δυνατότητα να αναπτύξουν τις ψυχοπνευματικές τους λειτουργίες και τις σωματικές τους ικανότητες μέσα στην ατμόσφαιρα χαράς και ενδιαφέροντος. Αντίστοιχα είναι τα φαινόμενα της Ειδικής (Θεραπευτικής) Παιδαγωγικής. Η μελέτη των ατομικών διαφορών βοήθησε να εντοπιστούν τα άτομα με αποκλίνουσα ανάπτυξη και έδωσε την 1 Ι. Πυργιωτάκης, Εισαγωγή στην Παιδαγωγική Επιστήμη, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σ. 71. 2 Ι. Πυργιωτάκης, Εισαγωγή στην Παιδαγωγική Επιστήμη, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σ. 72.
δυνατότητα στους παιδαγωγούς να επινοήσουν ειδικούς τρόπους αγωγής. Η εξέλιξη επομένως, της Ειδικής Παιδαγωγικής έγινε δυνατή μόνο με την βοήθεια της ψυχολογικής έρευνας. Η κάθεμία από τις δύο επιστήμες έχει το δικό της αντικείμενο, η ψυχολογία μελετά τις ψυχικές εκδηλώσεις για να αποκτήσει σωστή γνώση και αντίληψη για το παιδί και τον έφηβο. Η παιδαγωγική αποβλέπει στην πραγματοποίηση του φαινομένου της αγωγής. Συνεπώς, η ψυχολογία θέτει σκοπούς, ενώ η παιδαγωγική είναι το μέσο για την επιτυχία του δικού της σκοπού 3. 3\ Παιδαγωγική και κοινωνιολογία Η σημασία που έχει η κοινωνιολογία για την παιδαγωγική φαίνεται να ενισχύεται όλο και περισσότερο. Η συνεργασία των δύο επιστημών γίνεται όλο και στενότερη. Ο κίνδυνος να βρεθεί η παιδαγωγική υπό την κηδεμονία της κοινωνιολογίας δεν μπορεί να αποκλειστεί, αφού η κοινωνική διάσταση της αγωγής αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία. Η συνεργασία αυτή υπαγορεύεται και από την ανάγκη να διατηρηθεί η στενή σχέση του σχολείου με την κοινωνία. Το σχολείο δεν έχει δικαίωμα να παραμείνει απομονωμένο από το κοινωνικό σύνολο, αλλά οφείλει να τροφοδοτείται από αυτό, αφού αποτελεί μέρος του κοινωνικού οικοδομήματος. Από αυτήν την συνεργασία προέκυψε ο κλάδος κοινωνιολογία της εκπαίδευσης, ο οποίος ασχολείται με θέματα, όπως η εκπαιδευτική ανισότητα. Η μελέτη αυτών των στοιχείων βοηθά την παιδαγωγική να προβεί στις ανάλογες συσχετίσεις, να σχεδιάσει τα αντίστοιχα εκπαιδευτικά συστήματα. Επίσης, η έρευνα των διαπροσωπικών σχέσεων και των αλληλεπιδράσεων στην αίθουσα βοήθησε τον δάσκαλο να ρυθμίσει την συμπεριφορά του και να την εναρμονίσει τόσο με την σχολική τάξη όσο και με τον κάθε μαθητή χωριστά 4. Να τονίσουμε εκ νέου ότι η παιδαγωγικής με αυτές τις επιστήμες δεν αναιρεί την αυτονομία της. Εκπαίδευση και ανισότητα Η «θεωρία του μορφωτικού κεφαλαίου» - αναπτύχθηκε από τον Pierre Bourdieu και τον Jean-Claude Passeron- αναλύει τον τρόπο με τον οποίο οι πολιτιστικές ανισότητες επενεργούν καθοριστικά και εν μέρει αποκαλύπτει τον ρόλο της εκπαίδευσης στις διεργασίες της αναπαραγωγής. Για την καλλιέργεια 3 Ι. Πυργιωτάκης, Εισαγωγή στην Παιδαγωγική Επιστήμη, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σ. 73. 4 Ι. Πυργιωτάκης, Εισαγωγή στην Παιδαγωγική Επιστήμη, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σ. 74.
του πολιτιστικού στοιχείου απαιτούνται εξωτερικές επιρροές και εσωτερικές διεργασίες, οι οποίες προϋποθέτουν μακροχρόνιες επιδράσεις. 1\ Η αποτύπωση της κοινωνικής ανισότητας στην προσωπικότητα του παιδιού. Η διαμόρφωση της προσωπικότητας των ατόμων διαφοροποιείται εξαιτίας των διαφορετικών επιρροών και των κοινωνικών επιδράσεων του περιβάλλοντος. Αυτές οι ανισότητες αποτυπώνονται σε τρεις τουλάχιστον τομείς: στον κοινωνικό χαρακτήρα των ατόμων, στην εξέλιξη των ικανοτήτων τους και στο μορφωτικό κεφάλαιο που μέσα από τις επιρροές αυτές αποκομίζουν. α\ ο κοινωνικός χαρακτήρας των ατόμων Ο τρόπος ανατροφής του παιδιού εξαρτάται από το κοινωνικό και πολιτιστικό στρώμα, που προέρχεται. Οι κατώτερες κοινωνικά τάξεις βασίζουν την ανατροφή των παιδιών στην πειθαρχία και την υποταγή και αποβλέπουν στην συμμόρφωση των παιδιών τους. Οι ανώτερες τάξεις χρησιμοποιούν περισσότερο πρακτικές που βασίζονται στην αυτονομία και την ελεύθερη βούληση. Έρευνες έχουν καταδείξει ότι οι μητέρες της μεσαίας τάξης έχουν την τάση να ενδίδουν περισσότερο σε περιστασιακές επιθυμίες των παιδιών τους και σε γενικά θέματα, όπως η καθαριότητα, η γλωσσική συμπεριφορά, η ελευθερία κινήσεων έξω από το σπίτι κ.α 5. Μολονότι οι μητέρες αυτές είναι πιο συγκαταβατικές σε ό,τι αφορά τις καθημερινές επιθυμίες των παιδιών τους, έχουν μακροπρόθεσμους στόχους και τρέφουν υψηλότερες προσδοκίες γι αυτά τις οποίες μάλιστα δεν προτίθενται εύκολα να μεταβάλουν. Αξιώνουν από τα παιδιά τους να αναπτύσσουν μεγαλύτερη αυτονομία, συμμετοχή και περισσότερες πρωτοβουλίες. Σε ότι αφορά την πειθαρχία, οι μητέρες από τα χαμηλώτερα κοινωνικά στρώματα υιοθετούν εύκολα την απειλή και την σωματική τιμωρία, ενώ οι μητέρες της μεσαίας κοινωνικής τάξης κάνουν έκκληση στο φιλότιμο και προσφεύγουν περισσότερο στην λογική επιχειρηματολογία 6. Οι διαφορετικές μορφές συμπεριφοράς των γονέων προς τα παιδιά συνεπάγονται και την καλλιέργεια διαφορετικών ιδιοτήτων και την διαμόρφωση διαφορετικού κοινωνικού χαρακτήρα. Μορφές συμπεριφοράς, όπως αυτές των μητέρων της μεσαίας τάξης, οι οποίες συνδυάζουν την αποδοχή του παιδιού με την παροχή ελευθερίας ευνοούν την συμμετρική ανάπτυξη της προσωπικότητας, καλλιεργούν την συναισθηματική σταθερότητα, την αυτόνομη συμπεριφορά και την άνετη κοινωνική επικοινωνία. Σε τέτοιες οικογένειες το παιδί μαθαίνει από την προσχολική κιόλας ηλικία να επικοινωνεί και να συναναστρέφεται τους 5 Ι. Πυργιωτάκης, Εισαγωγή στην Παιδαγωγική Επιστήμη, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σ. 187. 6 Ι. Πυργιωτάκης, Εισαγωγή στην Παιδαγωγική Επιστήμη, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σ. 188.
μεγάλους και να μετέχει στις συζητήσεις τους, γεγονός που βοηθά στην επικοινωνία με τον δάσκαλο στο σχολείο. Τα παιδιά των χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων, που από το οικογενειακό περιβάλλον διδάχθηκαν να μην «μιλούν, όταν μιλούν οι μεγαλύτεροι» σιωπούν μπροστά στον δάσκαλο και οι αναστολές τους παρεμποδίζουν την προσωπική επικοινωνία. β\ Η ανάπτυξη των ικανοτήτων Πολλές φορές στο σχολείο γίνεται αναφορά στον δείκτη της νοημοσύνης, με τον οποίο συσχετίζεται η επιτυχία ή αποτυχία των παιδιών. Εκτός όμως από αυτόν υπάρχουν και άλλοι παράγοντες, οι οποίοι καθορίζουν την επίδοση των παιδιών στο σχολείο. Ο δείκτης νοημοσύνης αυξάνεται όσο ανεβαίνουμε ιεραρχικά και έδωσε αφορμές για διάφορες ερμηνείας, διότι θεωρήθηκε η νοημοσύνη απόρροια των κληρονομικών καταβολών. Πλέον επικρατεί η άποψη ότι αυτή η ιδιότητα εκφράζει τα κοινωνικά κεκτημένα του ανθρώπου. Αυτό σημαίνει ότι τα πολιτιστικά ερεθίσματα που δέχεται ή δεν δέχεται ένα άτομο είναι αποφασιστικής σημασίας για την ανάπτυξη της νοημοσύνης τους. Οι διαφορές στην νοητική εξέλιξη των παιδιών θα πρέπει να θεωρούνται υπαρκτές και κοινωνικά προσδιορισμένες 7. Οι ίδιες διαφορές παρατηρούνται και στην γλωσσική εξέλιξη των ατόμων. Ο Bernstein έπειτα από συστηματικές έρευνες έκανε λόγο για δυο διαφορετικούς γλωσσικούς κώδικες επικοινωνίας, τον καλλιεργημένο και τον περιορισμένο κώδικα. Τα παιδιά της εργατικής τάξης χρησιμοποιούν έναν περιορισμένο κώδικα επικοινωνίας με το περιβάλλον τους, λόγω των συνθηκών ζωής, αφού δεν έχουν την ευκαιρία να μάθουν τον καλλιεργημένο κώδικα επικοινωνίας. Αντιθέτως, τα παιδιά της μεσαίας κοινωνικής τάξης υπερτερούν γλωσσικά, επειδή ευρίσκονται σ ένα καλλιεργημένο γλωσσικά περιβάλλον. Τα πράγματα δεν μεταβάλλονται από την στιγμή που η εκπαιδευτική πρακτική δεν αλλάζει. Η κοινωνική δυναμική της γλώσσας εξακολουθεί να λειτουργεί με ευνοϊκό τρόπο για τα παιδιά της μεσαίας τάξης και να συμβάλλει στην αναπαραγωγή της ανισότητας μέσα από το σχολείο 8. γ\ Το μορφωτικό κεφάλαιο και η σημασία του Η περιρρέουσα κοινωνική και πολιτιστική ατμόσφαιρα των προνομιούχων στρωμάτων ασκεί σοβαρές μορφωσιογόνες επιδράσεις στα μέλη τους. Οι εμπειρίες που αποκτούν τα παιδιά από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα ανάγονται περισσότερο σε έννοιες και ιδέες και βρίσκονται σε 7 Ι. Πυργιωτάκης, Εισαγωγή στην Παιδαγωγική Επιστήμη, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σ. 189. 8 Ι. Πυργιωτάκης, Εισαγωγή στην Παιδαγωγική Επιστήμη, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σ. 190.
μεγαλύτερη συνάφεια με την σχολική γνώση από ό,τι οι πρακτικές εμπειρίες των από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Ομιλούμε για εμπεδωμένη γνώση, η οποία εντάσσεται αβίαστα στην καθημερινότητά τους 9. Β φάση: η κοινωνική ανισότητα μετασχηματίζεται σε εκπαιδευτική ανισότητα 1\ Άνισες ευκαιρίες κατά την ένταξη στο εκπαιδευτικό σύστημα Από τις προηγούμενες αναφορές καταλαβαίνουμε ότι οι μαθητές έχουν διαφορές τόσο ως προς την δομή της προσωπικότητας όσο και στις αντικειμενικές ικανότητες. Το σχολείο δεν έχει την ικανότητα να προσαρμοστεί στις διαφορές των παιδιών με βάση το επίπεδο της ανάπτυξής τους και να προσφέρει τα κίνητρα για περαιτέρω ανάπτυξη και εξέλιξη. Η κατασταση επιδεινώνεται στα εκπαιδευτικά συστήματα, όπου το μόνο κριτήριο της πρώτης εγγραφής είναι η χρονολογική ηλικία, όπου δεν αποδεικνύεται η πνευματική του ωριμότητα. Σ αυτά τα συστήματα το παιδί προσαρμόζεται στις απαιτήσεις και όχι το σχολείο στον μαθητή. Έτσι, η προγενέστερη ισότητα μετασχηματίζεται σε εκπαιδευτική ανισότητα. Χρήσιμο θα ήταν η θέσπιση ενισχυτικών τμημάτων αντισταθμιστικής εκπαίδευσης 10. Το σχολείο δεν διαθέτει μεθόδους προσαρμογής στο πολιτιστικό περιβάλλον των παιδιών από τις κατώτερες τάξεις, αλλά απευθύνεται στις απαιτήσεις και την κουλτούρα των μαθητών των ανώτερων τάξεων. Τα παιδιά επομένως από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα αντιμετωπίζουν προβλήματα ασυνέχειας ανάμεσα στο πολιτιστικό περιβάλλον της οικογένειας και το αντίστοιχο του σχολείου. Αυτό φαίνεται στην γλώσσα που χρησιμοποιεί ένας μαθητής χαμηλότερης κοινωνικής προέλευσης σε σχέση με την γλώσσα που χρησιμοποιεί κα επιβραβεύει το σχολείο. Αν ο μαθητής επιθυμεί να επιτύχει υψηλότερη βαθμολογία στο σχολείο είναι υποχρεωμένος να υποστεί μία μορφή γλωσσικής ανακοινωνικοποίησης, να εγκαταλείψει βαθμιαία τον γλωσσικό κώδικα του περιβάλλοντός του και να μάθει να εκφράζεται στον γλωσσικό κώδικα του σχολείου. Οι κοινωνικές ανισότητες καθίστανται άμεσα ορατές στον χώρο της εκπαίδευσης. Τα παιδιά, τα οποία προέρχονται από κατώτερα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα, διαπιστώνεται ότι περνούν από τον χώρο της εκπαίδευσης, δίχως να «αγγίξουν τίποτα». Ένα τέτοιο σχολείο είναι συντηρητικό και στην διαιώνιση της καταστάσεως μετέχει ο εκπαιδευτικός και η κοινωνία 11. 9 Ι. Πυργιωτάκης, Εισαγωγή στην Παιδαγωγική Επιστήμη, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σ. 191. 10 Ι. Πυργιωτάκης, Εισαγωγή στην Παιδαγωγική Επιστήμη, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σ. 192. 11 Π. Γιαννακάκη, Ο Εκπαιδευτικός Διαμεσολαβητής, εκδ. Βασδέκη, Αθήνα 1997, σσ. 187-188.
γ\ Ο ρόλος των εκπαιδευτικών Πολλές φορές το πρόβλημα της ανισότητας επιτείνεται από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι δείχνουν προτίμηση σε κάποιους μαθητές. Οι λόγοι μπορεί να είναι ψυχο-κοινωνιολογικοί, οι οποίοι δρούν με ασυνείδητο τρόπο. Αρκετοί εκπαιδευτικοί κατάγονται από κατώτερα κοινωνικά στρώματα και συνήθως οι άνθρωποι αυτοί επιλέγουν να συναναστρέφονται με άτομα υψηλότερου κοινωνικού υποβάθρου, θεωρώντας ότι αυξάνεται και το δικό τους κύρος. Άλλος σοβαρός παράγοντας είναι η συμπεριφορά των ίδιων των μαθητών, η οποία καθορίζει τις σχέσεις δασκάλου-μαθητή. Τα παιδιά από την αστική τάξη έχουν άνετη επικοινωνία με τον δάσκαλο και γλωσσική συμπεριφορά, γεγονός που μεταφράζεται ως ευφυία από αυτόν και δημιουργεί τις ανάλογες προσδοκίες. Αυτό το γεγονός επηρεάζει θετικά την επίδοσή τους και μέσα από την διαδικασία αμοιβαίας ανατροφοδότησης δασκάλου-μαθητή φτάνουν σε υψηλό βαθμό αυτοπραγμάτωσης μέσω του σχολείου 12. Γ φάση: Από την εκπαιδευτική στην κοινωνική ανισότητα Τα παιδιά που προέρχονται από την αστική τάξη αποτελούν και την πλειοψηφία του φοιτητικού πληθυσμού, γεγονός που σημαίνει ότι αυτά τα παιδιά έχουν τις μεγαλύτερες πιθανότητες να καταλάβουν μια υψηλή θέση και να ανέλθουν κοινωνικά. Κατ αυτόν τον τρόπο η εκπαιδευτική ανισότητα μετουσιώνεται σε κοινωνική ανισότητα. Το ερώτημα, που προκύπτει είναι το ακόλουθο: θα μπορούσε το σχολείο να παρέμβει με διαφορετικό τρόπο και να παρεμποδίσει τις αναπαραγωγικές αυτές διαδικασίες; Το σχολείο έχει μία σχετική αυτονομία και σε συνδυασμό με την ευαισθησία των εκπαιδευτικών θα μπορούσε να παρέμβει και να μεγιστοποιήσει το είδος και την ποιότητα της κοινωνικής δυναμικής 13. 12 Ι. Πυργιωτάκης, Εισαγωγή στην Παιδαγωγική Επιστήμη, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σσ. 194-195. 13 Ι. Πυργιωτάκης, Εισαγωγή στην Παιδαγωγική Επιστήμη, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σ. 195.