14. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ: ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ, ΑΔΕΙΕΣ ΚΑΙ ΑΓΟΡΕΣ Στο κεφάλαιο αυτό εξετάζονται τα διάφορα οικονομικά εργαλεία που προτείνονται συνήθως ως μέσα για να ασχοληθούμε με τα προβλήματα κατανομής και ποιότητας νερού. Η δημοφιλής διοικητική μέθοδος κατανομής νερού μέσω μιας κεντρικής κυβερνητικής αρχής χρησιμοποιείται ως σημείο αναφοράς για τη σύγκριση με άλλες μεθόδους. Οι τιμές, οι αγορές, οι φόροι και οι άδειες θεωρούνται στη συνέχεια ως μέσα για τη βελτίωση της κατανομής και της ποιότητας του νερού. Στο κεφάλαιο αυτό περιλαμβάνονται επίσης δύο τμήματα που αναφέρονται σε πρακτικά προβλήματα: τις αγορές και τα συστήματα τιμολόγησης νερού. Η κυβερνητική συμμετοχή στην κατανομή του νερού Το νερό είναι ένας σπάνιος πόρος, πρωτίστως επειδή βρίσκεται συνήθως σε λάθος θέση ή είναι διαθέσιμο σε λάθος χρόνο σε σχέση με τη ζήτηση. Όταν οι υδατικοί πόροι είναι λιγοστοί, τα οικονομικά παίζουν σημαντικός ρόλο στον καθορισμό του καλύτερου τρόπου διάθεσης μιας δεδομένης ποσότητας νερού μεταξύ διαφορετικών χρηστών. Δύο σημαντικά προβλήματα υπάρχουν στην κατανομή του νερού αλλά και τα δύο συνδέονται και δένονται με τη γεωργία. Στις περισσότερες χώρες, ο γεωργικός τομέας καταναλώνει ένα μεγάλο μέρος των υδατικών πόρων. Όμως, αυτός είναι επίσης ο τομέας που συνήθως πληρώνει το ελάχιστο για το νερό, σε σχέση με άλλους σημαντικούς καταναλωτές όπως οι δημοτικοί και βιομηχανικοί χρήστες (Gibbons, 1986). Επιπλέον, οι χαμηλές χρεώσεις για το νερό είναι ένας από τους τρόπους που οι κυβερνήσεις επιχορηγούν το γεωργικό τομέα. Το πρώτο πρόβλημα στην κατανομή εμφανίζεται επειδή τα χαμηλά τέλη ή τιμές με τις οποίες χρεώνεται το νερό ενθαρρύνουν τους χρήστες νερού στον τομέα της γεωργίας, να καταναλώνουν περισσότερο νερό από την ποσότητα που κοινωνικά θεωρείται βέλτιστη για την παραγωγή συγκομιδής. Αυτό, στη συνέχεια, μπορεί να προκαλέσει υποβάθμιση της ποιότητας νερού και να αυξήσει επίσης το κόστος άντλησης (Rogers, 1986; Becker, 1995). Όταν το νερό δεν επαρκεί για την ικανοποίηση της ζήτησης στις χαμηλές αυτές τιμές μια λύση, που συχνά προτείνεται, είναι να επενδύσουμε σε νέες υψηλού κόστους πηγές νερού που επιχορηγούνται από την κυβέρνηση. Το δεύτερο πρόβλημα κατανομής προκύπτει, όχι γενικά από την κατάχρηση, αλλά από την λανθασμένη κατανομή του νερού μεταξύ των χρηστών, δεδομένου ότι η ποσότητα που λαμβάνει κάθε χρήστης είναι αποτέλεσμα διοικητικής κατανομής της ποσότητας ή κάποιου ιστορικά καθιερωμένου μη-εμπορεύσιμου δικαιώματος στο νερό. Θα μπορούσαν να ληφθούν μεγαλύτερα οικονομικά οφέλη από το νερό, εάν αυτό μπορούσε να είναι εμπορεύσιμο με τρόπο που να πείθει τους χρήστες. Αυτό, όμως, δεν είναι επιτρεπτό στις περισσότερες χώρες, δεδομένου ότι θα σήμαινε ότι οι αγρότες θα μπορούσαν να πωλήσουν επιδοτούμενο νερό για άρδευση και να οικειοποιούνται τα περισσότερα από τα οικονομικά μισθώματα που παράγονται από τις πωλήσεις νερού. Κατά συνέπεια, τα δύο προβλήματα συνδέονται: οι χαμηλές τιμές του νερού αναγκάζουν συχνά τις κυβερνήσεις να περιορίσουν τις εμπορικές συναλλαγές νερού (Anderson, 1983 - Frederick, 1986). Εκτός από τη βοήθεια προς το γεωργικό τομέα, υπάρχουν και διάφοροι άλλοι λόγοι για τους οποίους οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο έχουν εμπλακεί άμεσα στον τομέα του νερού. Ο πρώτος λόγος είναι η απουσία σαφώς-καθορισμένων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, ειδικότερα για τα υπόγεια νερά. Χωρίς δικαιώματα ιδιοκτησίας, υπάρχει η τάση τα 267
υπόγεια νερά να υπεραντλούνται. Αυτό είναι το πρόβλημα ανοικτής-πρόσβασης (openaccess) όπου εάν "εσύ δεν χρησιμοποιήσεις τον πόρο, κάποιος άλλος θα το κάνει. Ένας δεύτερος, αλλά συναφής λόγος για παρέμβαση του δημοσίου προκύπτει όταν πόροι ανοικτής-πρόσβασης παρέχουν υπηρεσίες που είναι μη ανταγωνιστικές η χαρακτηρίζονται από αδιαιρετότητα (nonrival ή nonsubtractable). Με άλλα λόγια, ένας άλλος χρήστης μπορεί να απολαύσει τον πόρο χωρίς κανένα πρόσθετο κόστος. Αυτοί οι πόροι ονομάζονται δημόσια αγαθά και δεν είναι κερδοφόροι όταν παρέχονται από τον ιδιωτικό τομέα. Ο τρίτος λόγος για τον οποίο οι κυβερνήσεις διαδραματίζουν συχνά έναν ρόλο στον τομέα του νερού είναι ότι τα αναπτυξιακά έργα αξιοποίησης νερού συνεπάγονται αυξημένα κέρδη στην κλίμακα (in scale). Δηλαδή, το κόστος ανά μονάδα παρεχόμενου νερού μειώνεται, καθώς τα έργα γίνονται μεγάλα. Αυτό, στη συνέχεια, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα φυσικό μονοπώλιο στο οποίο μόνο μια εταιρία ελέγχει την παροχή νερού (προμηθευτής με το χαμηλότερο κόστος) και χρεώνει το νερό με υψηλές τιμές (Mead, 1952; Lauria et al., 1977). Επιπλέον, σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες, το ιδιωτικό κεφάλαιο δεν επαρκεί για τέτοιες μεγάλες άμορφες επενδύσεις. Για να εκμεταλλευθούν οι κυβερνήσεις αναλογικά αυτές τις οικονομίες, διατηρώντας παράλληλα τις χαμηλές τιμές, έχουν οικοδομήσει και έχουν θέσει σε λειτουργία πολλά προγράμματα αξιοποίησης νερού. Αυτές οι κυβερνητικές επενδύσεις έχουν βοηθήσει στο να υπερνικηθούν οι κύριοι περιορισμοί, αλλά κατά την διαδικασία δημιούργησαν διάφορα άλλα προβλήματα όπως η κακή τοποθέτηση επενδυτικών κονδυλίων, αναζήτηση μισθώματος και η υπερδιεύρυνση των κυβερνητικών υπηρεσιών (Easter and Hearne, 1995). Ακόμη, οι κυβερνήσεις είναι τώρα και θα συνεχίσουν να είναι ένα αναπόφευκτο μέρος των μελλοντικών αποφάσεων στην κατανομή του νερού, τουλάχιστον όσον αφορά στον καθορισμό των "κανόνων του παιχνιδιού". Για την αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού ένα σημαντικό πρώτο βήμα είναι το πώς η κυβέρνηση μπορεί να βελτιώσει τη χρήση νερού χωρίς άσκηση του άμεσου διοικητικού ελέγχου. Για να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση αυτό το ζήτημα, ένα σημαντικό πρώτο βήμα είναι να καθοριστεί μια οικονομικά αποτελεσματική κατανομή των υδατικών πόρων. Χαρακτηριστικά της αξιοποίησης των υδατικών πόρων Καθώς πολλές επενδύσεις για την αξιοποίηση του νερού περιλαμβάνουν μεγάλες επενδύσεις κεφαλαίου με μεγάλες περιόδους χωρίς κέρδη, είναι δύσκολο να γίνει προσέλκυση ιδιωτών επενδυτών, ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες χώρες. Επιπλέον, τα έργα παροχής νερού και άρδευσης συνήθως επιδεικνύουν αυξημένα κέρδη στην κλίμακα και επομένως είναι επιρρεπή σε φυσικά μονοπώλια. Συνεπώς, χωρίς κυβερνητική παρέμβαση, μπορεί να υπάρξουν υποβαθμισμένες επενδύσεις στην παροχή νερού και μονοπωλιακή χρέωση. Επιπλέον, πολλοί υδατικοί πόροι και επενδύσεις στους υδατικούς πόρους παράγουν κοινά προγράμματα, όπως αναψυχή, ηλεκτρική ενέργεια και άρδευση, τα οποία περιπλέκουν την τιμολόγηση του νερού και τις αποφάσεις κατανομής του. Ανεπαρκής πληροφόρηση σχετικά με την παροχή και τη ζήτηση του νερού, που μπορεί να ποικίλουν ευρέως μέσα και μεταξύ των ετών, καθώς επίσης και πληροφορίες συναφείς με το ποιος πραγματικά λαμβάνει το νερό και πόσο νερό χρησιμοποιείται, έχουν σε πολλές περιπτώσεις καταστήσει δύσκολη την αποτελεσματική διαχείριση και τιμολόγηση του νερού. 268
Μερικές υπηρεσίες που παρέχονται από το νερό έχουν τη φύση δημόσιου αγαθού, όπου μια χρήση ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας του από ένα πρόσωπο δεν μειώνει ή δεν αφαιρεί κάτι από την αξία του ίδιου αγαθού ή υπηρεσίας όταν αυτό χρησιμοποιείται από άλλους. Δεδομένου ότι, όταν τα δημόσια αγαθά χρησιμοποιούνται δεν καταναλώνονται (υπό την παραδοσιακή έννοια), μπορούν να συνεχίσουν να παρέχουν τα ίδια οφέλη σε οποιονδήποτε, εφ' όσον δεν υποβαθμίζονται. Όσον δεν υπάρχει κανένα κόστος για την κοινωνία όσον αφορά την επιπρόσθετη χρήση ή μείωση των οφελών προς άλλους καταναλωτές, η αυξημένη χρήση συμβάλλει στην συνολική οικονομική ευημερία. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό των δημόσιων αγαθών είναι η ανικανότητα ή το υψηλότερο κόστος αποκλεισμού κάποιων καταναλωτών από τη χρησιμοποίηση του πόρου. Ο αποκλεισμός (excludability) αναφέρεται στο κόστος ή τη δυσκολία εμπλοκής στην παρεμπόδιση ενός καταναλωτή που δεν ικανοποιεί τους καθορισμένους από τον προμηθευτή όρους να χρησιμοποιήσει έναν πόρο. Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά, ο αποκλεισμός (excludability) και η αδιαιρετότητα (subtractability) μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την καθιέρωση μιας ευρείας ταξινόμησης (διπλής-κατεύθυνσης) αγαθών και υπηρεσιών (α) δημόσια αγαθά (χαμηλός αποκλεισμός και αδιαιρετότητα) (β) διατιμούμενα αγαθά (υψηλός αποκλεισμός και αδιαιρετότητα) (γ) αγαθά που υπόκεινται σε διόδια (χαμηλός αποκλεισμός και υψηλή αδιαιρετότητα) και (δ) αγαθά ανοικτήςπρόσβασης (υψηλός αποκλεισμός και χαμηλή αδιαιρετότητα). Οι ιδιωτικές εταιρίες δεν συμμετέχουν σε δραστηριότητες με χαμηλό αποκλεισμό, επειδή είναι δύσκολο να δεχτούν οι καταναλωτές να πληρώσουν. Όπου υπάρχει χαμηλή αδιαιρετότητα, οι δυνάμεις της αγοράς δεν θα παράγουν ένα βέλτιστο επίπεδο επένδυσης. Στα μεγάλης κλίμακας προγράμματα άρδευσης στη Νότια Ασία, ο αποκλεισμός είναι χαμηλός, λόγω των μεγάλων αριθμών εμπλεκόμενων αγροτών και της δυσκολίας ελέγχου της σκευωρίας κάθε εταιρίας. Η αφαιρεσιμότητα είναι χαμηλή στα προγράμματα ελέγχου πλημμύρων και ναυσιπλοΐας. Τα αγαθά ή οι υπηρεσίες που ταξινομούνται σε οποιαδήποτε από αυτές τις τέσσερις κατηγορίες δεν μπορούν να θεωρηθούν σταθερά για όλο το χρόνο. Δεδομένου ότι η τεχνολογία, οι θεσμοί, ή άλλοι όροι αλλάζουν, ένας πόρος μπορεί να κινηθεί από τη μια κατηγορία προς μια άλλη. Παραδείγματος χάριν, οι εξελίξεις στην τεχνολογία των σωληνωτών-φρεάτων έχουν μειώσει αναλογικά τα οικονομικά μεγέθη της άρδευσης μέσω σωληνωτών-φρεάτων, έτσι ώστε τώρα να εντάσσεται αυτή στην κατηγορία των ιδιωτικών αγαθών ακόμη και για τους σχετικά μικρής-κλίμακας αγρότες. Ένα πολύ στενά συνδεδεμένο πρόβλημα περιλαμβάνει την παροχή δημόσιων αγαθών στις μεγάλες άμορφες μονάδες. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο καταναλωτής δεν έχει την ευκαιρία να αγοράσει τις διαφορετικές ποσότητες των αγαθών ή των υπηρεσιών και δεν μπορεί να χρεωθεί βάσει της ποσότητας που καταναλώνεται. Ο έλεγχος των πλημμυρών, που είναι επίσης δημόσιο αγαθό, είναι ένα παράδειγμα τέτοιων άμορφων αγαθών. Το να καθορίσουμε πόσο κάθε άτομο ωφελείται ή το να αποκλείσουμε κάποια άτομα από την απόλαυση της προστασίας από τις πλημμύρες είναι πιθανό να είναι δύσκολο και δαπανηρό. Τα ανεξέλεγκτα συστήματα της αγοράς μπορούν να παράγουν αποτελέσματα που δεν ικανοποιούν τις περιβαλλοντικές ανησυχίες ή τους κοινωνικούς στόχους μιας χώρας από την άποψη της ανακούφισης από τη φτώχεια, της εξασφάλισης τροφίμων, της κατανομής εισοδήματος και της δημόσιας υγείας. Σε περιπτώσεις όπου οι υδατικοί πόροι είναι διεθνικοί, ή περιλαμβάνουν διεθνικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, οι αποφάσεις της κατανομής του νερού λαμβάνονται απαραιτήτως μέσω διαπραγματεύσεων μεταξύ των κυβερνήσεων. 269
Η αποτελεσματική κατανομή νερού Αν και το ενδιαφέρον εστιάζεται στις ποσοτικές πτυχές της κατανομής του νερού, οι ποιοτικές θεωρήσεις μπορούν να αναλυθούν με τον ίδιο τρόπο. Επειδή, σε πολλές περιπτώσεις, το νερό θεωρείται ανανεώσιμος πόρος (εκτός από μερικά αποθέματα υπόγειων νερών), το πρόβλημα της κατανομής του νερού μεταξύ των γενεών είναι λιγότερο σημαντικό σε σχέση με τους μη ανανεώσιμους πόρους όπως το πετρέλαιο ή το φυσικό αέριο. Κατά συνέπεια, το κριτήριο αποτελεσματικότητας είναι περιορισμένο σε μια χρονική περίοδο ή σε μια γενεά. Η αποτελεσματική οικονομική κατανομή του νερού καθορίζεται από εκείνη την ποσότητα νερού η οποία καταμεριζόμενη σε κάθε χρήστη μέσα στη λεκάνη οδηγεί στο υψηλότερο κέρδος όσον αφορά την ποσότητα του νερού που είναι διαθέσιμη. Πώς επιτυγχάνει κάποιος ένα αποδοτικό (βέλτιστος) καταμερισμό; Για να απαντήσουμε στην ερώτηση αυτή, είναι αναγκαίο να κατανοήσουμε πως υπολογίζεται η συνολική ζήτηση νερού σε μια δεδομένη περιοχή. Για να υπολογίσουμε τη συνολική ζήτηση βασιζόμαστε στο σύνολο της ζητούμενης από τους μεμονωμένους χρήστες ποσότητας νερού. Υποθέτουμε ότι ένας μεμονωμένος χρήστης που είναι ιδιοκτήτης κάποιας έκτασης γης έχει διαφορετικές ποσότητες νερού διαθέσιμες για χρήση. Πόσα είναι ο χρήστης πρόθυμος να πληρώσει για μια μονάδα νερού; Αυτό εξαρτάται από το πόσο μια μονάδα νερού συμβάλλει στη χρήση που ο καταναλωτής προσμένει από τη χρησιμοποίηση του νερού, π.χ., το γινόμενο της αξίας εκείνης της χρήσης (αγαθού) επί την παραγωγή. Η αξία VMP w μιας οριακής (μικρής) αλλαγής στη χρήση νερού ονομάζεται αξία οριακού προϊόντος και μπορεί να γραφτεί ως ακολούθως: w VMPw Pxi MPx (14.1) όπου: VMP W = η αξία του οριακού προϊόντoς P xi = η τιμή του αγαθού x i MP w x = το οριακό προϊόν (μέγεθος) μιας επί πλέον μονάδας νερού που απαιτείται από το αγαθό x. $ VMP W W Σχήμα 14.1. Η αξία του οριακού προϊόντος για το νερό. w Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του MP x είναι ότι καθώς χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο νερό, ο όρος MP w x μικραίνει λόγω του νόμου της φθίνουσας οριακής παραγωγικότητας (diminishing marginal productivity). Καθώς η P x θεωρείται σταθερή, ο 270
VMP W θα είναι μια φθίνουσα συνάρτηση του W (σχήμα 14.1). Η συνάρτηση της ζήτησης για έναν μεμονωμένο χρήστη δίνεται από την καμπύλη VMP W. Αυτή δείχνει πόσα είναι ο χρήστης πρόθυμος να πληρώσει για κυμαινόμενες ποσότητες νερού. Διάφοροι παράγοντες θα επηρεάσουν τη ζήτηση νερού. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται οι τιμές και η διαθεσιμότητα άλλων παραγόντων της παραγωγής, η διαθέσιμης τεχνολογία και οι τιμές των διαφορετικών αγαθών για τα οποία χρησιμοποιείται το νερό. Αλλά όλοι αυτοί οι παράγοντες δεν θα αλλάξουν το συμπέρασμα ότι η συνάρτησης της ζήτησης νερού είναι φθίνουσα με αρνητική κλίση (σχήμα 14.1) Τώρα που καθορίστηκε η καμπύλη ζήτησης μεμονωμένου χρήστη, το επόμενο βήμα είναι να καθοριστεί η καμπύλη περιφερειακής-ζήτησης. Ενώ η ατομική καμπύλη ζήτησης χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της ατομικής χρήση νερού, μια περιφερειακή ζήτηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να βοηθήσει τον καθορισμό της περιφερειακής χρήσης νερού. Μέσα σε μια περιοχή υπάρχουν ποικίλες χρήσεις νερού και όλες αυτές έχουν νόμιμες ανταγωνιστικές αξιώσεις. Είναι επομένως απαραίτητο να βρεθεί ένας μηχανισμός ο οποίος θα κατανέμει το νερό μεταξύ των διαφορετικών χρηστών έτσι ώστε να μεγιστοποιούνται τα οφέλη για μια λεκάνη ή μια περιοχή. Για την απλότητα, υποθέτουμε ότι υπάρχουν δύο χρήστες. Τα αποτελέσματα μπορούν αργότερα να γενικευτούν για περισσότερους χρήστες. Η καμπύλη περιφερειακής-ζήτησης νερού βασίζεται στο πόσο νερό θα απαιτηθεί και σε ποια τιμή και από τους δύο χρήστες. Για να το υπολογίσουμε αυτό, οι ζητήσεις των δύο χρηστών προστίθενται οριζοντίως (βλ. σχήμα 14.2). Στο παράδειγμα αυτό, ο χρήστης Β είναι πρόθυμος να χρησιμοποιήσει λιγότερο νερό από τον χρήστη Α σε κάθε τιμή. Σε τιμή Ρ ανά μονάδα νερού, το συνολικά ζητούμενο νερό θα είναι W και αποτελείται από την ποσότητα W A που ζητείται από τον Α και την ποσότητα W B που ζητείται από τον Β. Η τιμή αυτή είναι οικονομικά αποτελεσματική; Δεδομένου ότι και οι δύο χρήστες έχουν την ίδια VMP (που είναι ίση με την τιμή χρέωσης του νερού) και αλλάζοντας την κατανομή θα μειώνονταν περισσότερο η ευημερία για τον ένα παρά θα αυξάνονταν αυτή για τον άλλο, η κατανομή είναι αποτελεσματική. Με άλλα λόγια, προκειμένου να επιτευχθεί η οικονομική αποτελεσματικότητα χωρίς κατανομή με δελτίο, όλοι οι χρήστες πρέπει να χρεωθούν με την ίδια τιμή για την ίδια ποιότητα νερού. Αυτός είναι ένας από τους σημαντικότερους όρους (προϋποθέσεις) για μια αποτελεσματική κατανομή νερού (Howe et al., 1986). $ Περιφερειακή καμπύλη ζήτησης P WMP W B WMP A W W W W B A W Σχήμα 14.2. Μια περιφερειακή καμπύλη ζήτησης νερού. 271
Εάν η καθαρή παροχή νερού στη λεκάνη είναι W, τότε η οικονομική αποδοτικότητα υπαγορεύει μία χρέωση του νερού. Στην πράξη, μπορεί η καμπύλη περιφερειακής ζήτησης να είναι άγνωστη, όμως, μπορεί να επιτευχθεί μια αποτελεσματική κατανομή εάν επιλεγεί μια τιμή που καθιστά τη συνολικά ζητούμενη ποσότητα νερού ίση με W (αυτό αντιπαρέρχεται τις επιπτώσεις της αβεβαιότητας στην παροχή νερού και άλλους παράγοντες του συστήματος). Το κλειδί για μια αποτελεσματική κατανομή είναι ότι και οι δύο χρήστες χρεώνονται με την ίδια τιμή. Το άλλο μισό της εξίσωσης κατανομής είναι η παροχή. Η καμπύλη παροχής κλίνει συνήθως προς τα επάνω, από τα δεξιά προς τα αριστερά. Αυτό σημαίνει ότι μια αυξανόμενη ποσότητα νερού μπορεί να παρασχεθεί μόνο με ένα αυξανόμενο κόστος, και επομένως, μια υψηλότερη τιμή. Για λόγους απλούστευσης, όμως, υποθέτουμε την ύπαρξη μιας κατακόρυφης συνάρτησης παροχής. Γι αυτήν την ειδική βραχυπρόθεσμη περίπτωση, αυτό σημαίνει ότι, ανεξάρτητα από την τιμή με την οποία χρεώνεται το νερό, είναι διαθέσιμη η ίδια ποσότητα (και είναι ίση με την καθαρή παροχή στη λεκάνη). Για να απλοποιήσουμε περαιτέρω τα πράγματα, υποθέτουμε ότι το κόστος παραγωγής νερού είναι μηδενικό και αυτό απεικονίζεται στο σχήμα 14.3. Εάν η καθαρή παροχή στη λεκάνη είναι S o και η καμπύλη περιφερειακής-ζήτησης δίνεται από την D o, τότε το σημείο ισορροπίας είναι το Ε, όπου χρησιμοποιούνται W μονάδες νερού και η τιμή σε συνθήκες ισορροπίας είναι Ρ*. (Τιμή ισορροπίας είναι εκείνη η τιμή στην οποία η προσφερόμενη ποσότητα νερού ισούται με τη ζητούμενη). Ακόμα κι αν δεν υπάρχει κανένα κόστος που να περιλαμβάνεται στην παραγωγή του νερού, σε συνθήκες ισορροπίας, η τιμή αυτή είναι θετική. Αυτό απεικονίζει την αξία σπανιότητας(scarcity value) του πόρου και ονομάζεται μερικές φορές μίσθωμα σπανιότητας (ή σκιώδης τιμή, shadow price). Χωρίς αυτή την ένδειξη σπανιότητας, η συνολική ζήτηση σε νερό στη λεκάνη θα ήταν W 1, όμως δεν υπάρχει αρκετό νερό για να ικανοποιήσει τη ζήτηση W 1, έτσι οι τιμές του νερού θα πρέπει να αυξηθούν προκειμένου να επιτύχουμε τη συντήρησή του. Οι τιμές πρέπει να αυξηθούν μέχρι την επίτευξη της τιμής Ρ* και η συνολική ζήτηση να είναι ακριβώς ίση με την καθαρή παροχή σε νερό στη λεκάνη. $ D (=Σ VMP) o i S o P * E W W1 W Σχήμα 14.3. Ισορροπία προσφοράς και ζήτησης νερού σε μια αντιπροσωπευτική λεκάνη. 272
Η άλλη εναλλακτική βασίζεται στην καθιέρωση ποσοστώσεων για όλους τους χρήστες. Σε ιδανικές συνθήκες οι ποσοστώσεις βασίζονται στην αποτελεσματική κατανομή που καθορίζεται μέσω της χρέωσης του νερού με την τιμή Ρ*. Όταν το συνολικό κόστος για το παρεχόμενο νερό προστίθεται, αυτό θα έπρεπε να περιλαμβάνει, το σταθερό, το μεταβλητό, καθώς επίσης και το έμμεσο κόστος. Το μεταβλητό κόστος περιλαμβάνει συνήθως το κόστος λειτουργίας και συντήρησης ενός έργου καθώς επίσης και το κόστος της ενέργειας που απαιτείται για την εκτροπή μιας μονάδας νερού από την πηγή παροχής στο σημείο της χρήσης. Η συνιστώσα του σταθερού κόστους περιλαμβάνει το κόστος κεφαλαίου, το οποίο είναι το κόστος ευκαιρίας (opportunity cost) του κεφαλαίου που επενδύθηκε στη συνιστώσα του ηλεκτρομηχανολογικού μέρους (hardware) του δικτύου. Η συνιστώσα του έμμεσου κόστους περιλαμβάνει τις "επιδράσεις τρίτων", ειδικά τις περιβαλλοντικές επιδράσεις. Αυτά είναι οι εξωτερικότητες (spillovers) που βλάπτουν τα συμβαλλόμενα μέρη που δεν συμμετέχουν άμεσα στην ανταλλαγή νερού και περιλαμβάνουν τη ζημία στην αλιεία (ιχθυοτροφεία) και τα υδρόβια οικοσυστήματα. Προκειμένου να επιτευχθεί η αποτελεσματικότητα σε οποιαδήποτε αγορά με ανεκτά καλή λειτουργία, πρέπει να ικανοποιηθεί ο ακόλουθος όρος: P w = MC x w όπου MC x w είναι το οριακό κόστος για τη χρησιμοποίηση μιας πρόσθετης μονάδας νερού. Ακόμα, όπως συζητήθηκε παραπάνω, έστω και με μηδενικό κόστος και επομένως με μηδενικό οριακό κόστος, εξακολουθεί να υπάρχει μια τιμή ισορροπίας που περιλαμβάνει την αξία ή το μίσθωμα σπανιότητας. Αυτό σημαίνει ότι η αποτελεσματική τιμή του νερού πρέπει να περιλαμβάνει το μίσθωμα σπανιότητας λ: P w * = MC w + λ Εάν η αρχή σχεδιασμού προσπαθεί να καλύψει μόνο το λειτουργικό κόστος και το κόστος κεφαλαίου και αποκλείει το μίσθωμα σπανιότητας, η ένδειξη τιμής θα είναι πάρα πολύ χαμηλό και οι χρήστες θα ενθαρρυνθούν να χρησιμοποιήσουν υπερβολικές ποσότητες νερού. Το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι μια μείωση στη διαθεσιμότητα του νερού, υψηλότερο κόστος άντλησης και υποβάθμιση στην ποιότητα του νερού. Ο διοικητικός καθορισμός της αποτελεσματικής κατανομής δεν είναι ένας εύκολος στόχος και απαιτεί εκτενή γνώση, τόσο της παροχής όσο και της ζήτησης νερού. Αυτός είναι ο στόχος στον οποίο επικεντρώνουμε το ενδιαφέρον στη συνέχεια. Υπολογίζοντας την ζήτηση Γενικά, οι χρήσεις νερού μπορούν να ταξινομηθούν ως χρήση στην άρδευση, στη βιομηχανία, στην παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας, ως οικιακή (δημοτική) χρήση και στη χρήση για λόγους αναψυχής. Σε γενικές γραμμές, οι εισρέουσες (input) ζητήσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να υπολογίσουμε τις ζητήσεις νερού. Στην πραγματική πρακτική και σε πολλές περιπτώσεις, η προσέγγιση αυτή μπορεί να μην είναι εφικτή. Το νερό που χρησιμοποιείται για σκοπούς ικανοποίησης της οικιακής ζήτησης και της ζήτησης για λόγους αναψυχής δεν παράγει εμπορεύσιμα αποτελέσματα (προϊόντα). Κατά συνέπεια δεν υπάρχουν τιμές των προϊόντων αυτών των τομέων και η παραγόμενη ζήτηση της εκροής παύει να υφίσταται. Οι βιομηχανικές διαδικασίες είναι συχνά πάρα πολύ σύνθετες για να κατέχουν σαφώς καθορισμένες αναπαραστάσεις της λειτουργίας παραγωγής, καθιστώντας κατά συνέπεια ακατάλληλη την προσέγγιση της παραγόμενης ζήτησης της εκροής. Για τους τομείς της άρδευσης και της παραγωγής υδροηλεκτρικής 273
ενέργειας, η προσέγγιση της παραγόμενης-ζήτησης είναι εφικτή. Όμως, οι τιμές των γεωργικών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας - οι τιμές που αντιστοιχούν στα προϊόντα της άρδευσης και στην παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας- λαμβάνονται πολλές φορές σε παραποιημένες και ρυθμιζόμενες αγορές, αντίστοιχα, και ως εκ τούτου δεν απεικονίζουν τις αληθινές τιμές των προϊόντων. Κατά συνέπεια, η αξιολόγηση των ζητήσεων σε νερό σύμφωνα με τις τιμές αυτές, θα επηρέαζαν την αξία της οριακής παραγωγικότητας του νερού και θα οδηγούσαν σε μια μη-αποτελεσματική κατανομή. Εντούτοις, είναι δυνατό να αξιολογηθεί η παραγόμενη ζήτηση όσον αφορά τις "σωστές τιμές των προϊόντων (outputs) και να ληφθούν οι πραγματικές εκτιμήσεις της ζήτησης. Στο τμήμα αυτό του κεφαλαίου συζητούνται εν συντομία οι διάφορες μέθοδοι αποτίμησης ή εκτίμησης της ζήτησης νερού για τους πέντε τομείς: οι μέθοδοι αποτίμησης είναι κανονιστικής φύσης και βασίζονται στον υπολογισμό της αξίας του νερού στην παραγωγή, ενώ οι μέθοδοι εκτίμησης είναι θετικής φύσης και χρησιμοποιούν τα πραγματικά δεδομένα τιμών και ποσότητας. Άρδευση Επειδή οι τιμές του νερού άρδευσης είναι χαρακτηριστικά αμετάβλητες (άκαμπτες), οι άμεσες εκτιμήσεις της ζήτησης νερού για άρδευση μέσω της χρησιμοποίησης τιμών και ποιοτικών-ποσοτικών δεδομένων είναι ασυνήθιστες (δείτε Griffin and Perry,1985 ως ένα παράδειγμα). Οι μέθοδοι αποτίμησης που εξελίχθηκαν αρχικά από τους Young και Gray (Young et al., 1972), περιλαμβάνουν την ανάλυση του προϋπολογισμού αγροκτήματοςσυγκομιδής, την προσέγγιση του γραμμικού προγραμματισμού και έναν συνδυασμό των δύο. Μια περίληψη των μεθόδων αυτών δίνεται από τους Gibbons (1986) και Colby (1989). Κατά την προσέγγιση της ζήτησης που πηγάζει από τις εισροές (input deriveddemand approach), υπολογίζουμε πρώτα μια συνάρτηση παραγωγής και στη συνέχεια την παραγόμενη ζήτηση σε νερό ως την εισροή νερού που μεγιστοποιεί το κέρδος για κάθε διαμόρφωση (configuration) εισροής/παραγωγής. Όμως, αυτοί οι υπολογισμοί της συνάρτησης παραγωγής εξαρτώνται από τη διαθεσιμότητα δεδομένων χρησιμοποιηθέντος νερού-συγκομιδής (crop water-response data) (Gibbons, 1986; Colby, 1989). Αν και η εφαρμογή της προσέγγισης της ζήτησης που πηγάζει από τις εισροές περιορίζεται από την έλλειψη δεδομένων, η προσέγγιση αυτή εφαρμόζεται συχνά για τον υπολογισμό της ζήτησης σε νερό άρδευσης. Μια άλλη προσέγγιση χρησιμοποιεί δεδομένα πωλήσεων καλλιεργήσιμης γης για να συμπεράνει μια τιμή για το νερό άρδευσης (Colby, 1989). Εάν οι τιμές της καλλιεργήσιμης γης αντανακλούν την παρούσα αξία των μελλοντικών μισθωμάτων τμήματος αυτής και εάν αυτά τα μισθώματα αποτελούν μέτρο της απόδοσης των υποτιμολογημένων παραγόντων παραγωγής, τότε είναι δυνατόν να καθοριστεί η αξία του νερού άρδευσης από τις τιμές της καλλιεργήσιμης γης. Ο όρος που τίθεται από τα δύο εάν είναι αρκετά περιοριστικός (π.χ., οι τιμές καλλιεργήσιμης γης μπορούν θεωρητικά να αντανακλούν κερδοσκοπικά κίνητρα στην ζήτηση καλλιεργήσιμης γης ή ψεύτικες προσδοκίες σχετικά με τα προγράμματα αγαθών). Κατά συνέπεια οι τιμές του νερού άρδευσης που βασίζονται σε αυξημένες τιμές καλλιεργήσιμης γης είναι αμφισβητήσιμες. Μερικοί πρόσθετοι περιορισμοί πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την χρησιμοποίηση εκτιμήσεων της ζήτησης νερού άρδευσης: 274
1. Όλες οι εκτιμήσεις γίνονται λαμβάνοντας υπόψη τις επικρατούσες τιμές προϊόντων και τις τιμές άλλων εισροών της παραγωγής (π.χ., λιπάσματα). Μερικές από αυτές τις τιμές μπορούν να διαστρεβλωθούν ως αποτέλεσμα κυβερνητικής παρέμβασης και ως εκ τούτου δεν απεικονίζουν τις οικονομικές τους αξίες. Αυτό έχει άμεσες επιπτώσεις στη ζήτηση νερού καθώς επίσης και έμμεσες μέσω της επίδρασής τους στην ζήτηση για άλλες εισροές (inputs) όπως η γη. 2. Λόγω της εποχικότητας στην παραγωγή συγκομιδής, υπάρχει μια ιδιαίτερη διαφορά στη ζήτηση νερού άρδευσης από εποχή σε εποχή (το διαθέσιμο νερό κατά τη διάρκεια της εποχής-αιχμής της άρδευσης έχει πολύ υψηλότερη αξία από το νερό εκτός της αρδευτικής περιόδου). Το διαθέσιμο νερό σε έναν ιδιαίτερο χρόνο είναι πραγματικά διαφορετικό προϊόν (εμπόρευμα) από το διαθέσιμο σε κάποιο άλλο χρόνο νερό. 3. Πολλές συγκομιδές παρουσιάζουν υψηλή ευαισθησία σε διαφορές στην ποιότητα του νερού (ιδιαίτερα στην αλατότητα). Νερά διαφορετικής ποιότητας πρέπει να θεωρούνται ως διαφορετικά προϊόντα (εμπορεύματα). Το νερό-εμπόρευμα διακρίνεται, τόσο από το χρόνο όσο και από την ποιότητα, ενώ μια σαφώς καθορισμένη ζήτηση ενός νερού-εμπορεύματος βασίζεται στις παραμέτρους του χρόνου και της ποιότητας. 4. Μερικά σχέδια δράσης είναι διαθέσιμα μακροπρόθεσμα, αλλά όχι και βραχυπρόθεσμα. Μακροπρόθεσμα, οι αγρότες μπορούν να αλλάξουν το μίγμα των συγκομιδών ή να μεταπηδήσουν στη χρησιμοποίηση τεχνικών άρδευσης που χαρακτηρίζονται από οικονομία στο νερό, όπως η στάγδην άρδευση. Συνεπώς, η ζήτηση σε νερό άρδευσης είναι διαφορετική ανάλογα με το χρησιμοποιούμενο χρονικό πλαίσιο (βραχυπρόθεσμο σε σχέση με μακροπρόθεσμο). Δήμοι Υπάρχουν δύο βασικές προσεγγίσεις για να υπολογίσουμε την αξία μιας πρόσθετης μονάδας νερού για δημοτική χρήση. Η πρώτη χρησιμοποιεί δεδομένα τιμών και ποσότητας για να υπολογίσει μια εξίσωση ζήτησης μέσω του καθορισμού ενός οικονομετρικού μοντέλου και της εφαρμογής τεχνικών παλινδρόμησης για τον υπολογισμό των παραμέτρων του μοντέλου. Η δεύτερη προσέγγιση χρησιμοποιεί τεχνικές αξιολόγησης γνωστές ως τεχνικές εξαρτημένης τιμολόγησης (contingent valuation techniques) που βασίζονται σε ερωτηματολόγια επισκόπησης, ζητώντας από νοικοκυριά ή άτομα να δηλώσουν την προθυμία τους να πληρώσουν για πρόσθετο νερό. Πολυάριθμες μελέτες έχουν υπολογίσει την ζήτηση νερού για δημοτική χρήση από τα δεδομένα τιμών και ποσότητας, (Howe και Linaweaver, 1967: Carver and Boland, 1980). Αυτές διαφέρουν ανάλογα με τα δεδομένα (αντιπροσωπευτικό δείγμα χρονοσειράς, ή δημόσια συζήτηση) και το επίπεδο σύνθεσης (aggregation) που χρησιμοποιήθηκαν (Gibbons, 1986). Οι εκτιμήσεις της ελαστικότητας ως προς τις τιμές επιδεικνύουν διεποχιακή διακύμανση καθώς επίσης και χωρικές και διαχρονικές διακυμάνσεις (μακροπρόθεσμα σε σχέση με βραχυπρόθεσμα). Παραδείγματος χάριν, οι ελαστικότητες ως προς τις τιμές που υπολογίστηκαν για το Tucson, Αριζόνα, κυμαίνονται μεταξύ -0,23 και -0,7 μεταξύ του χειμώνα και του καλοκαιριού, αντίστοιχα, στο Raleigh, βόρεια Καρολίνα, οι εκτιμήσεις ελαστικότητας ποικίλουν μεταξύ -0,3 και -1,38 (Gibbons, 1986). Οι Carver and Boland (1980) υπολόγισαν τις ελαστικότητες στη ζήτηση νερού στην Washington, D.C., στη μητροπολιτική περιοχή χρησιμοποιώντας αντιπροσωπευτικό δείγμα χρονοσειράς και 275
δεδομένα από δημόσιες συζητήσεις. Τα δεδομένα από τις δημόσιες συζητήσεις επέτρεψαν στους Carver and Boland (1980) να διακρίνουν τις βραχυπρόθεσμες από τις μακροπρόθεσμες ελαστικότητες. Οι εκτιμήσεις της ελαστικότητας κυμαίνονται μεταξύ - 0,05 (Νοεμβριος-Απρίλιος, αντιπροσωπευτικό δείγμα βραχυπρόθεσμο) και -0,7 (Νοεμβριος-Απριλίου, αντιπροσωπευτικό δείγμα μακροπρόθεσμο). Οι Thomas και Syme (1988) υπολόγισαν τις ελαστικότητες ζήτησης για το Perth Australia, μητροπολιτική περιοχή, που κυμάνθηκαν από -0,58 έως -0,1, ανάλογα με τις διαφορετικές προδιαγραφές της εξίσωσης ζήτησης. Οι τεχνικές εξαρτημένης αξιολόγησης αναπτύχθηκαν αρχικά για να αξιολογήσουν τα πρόσθετα οφέλη της αγοράς από την βελτίωση της περιβαλλοντικής ποιότητας (ποιότητα νερού ή προστασία φυσικού τοπίου). Οι Thomas και Syme (1988) ασχολήθηκαν με την αξιολόγηση της προθυμίας των κατοίκων να πληρώσουν για το δημοτικό νερό στο Perth, δυτική Αυστραλία, και σύγκριναν τα αποτελέσματα της εξαρτημένης αξιολόγησης με εκείνα που αποκτήθηκαν μέσω οικονομετρικής εκτίμησης. Η ομοιότητα των αποτελεσμάτων υποδηλώνει ότι οι τεχνικές εξαρτημένης αξιολόγησης μπορούν να αντικαταστήσουν την οικονομετρική εκτίμηση όποτε υπάρχουν προβλήματα δεδομένων. Όπως και στην περίπτωση του νερού άρδευσης, είναι σημαντικό να ταξινομούμε το νερό ανάλογα με την ποιότητα. Οι σημαντικές μεταβλητές ποιότητας του νερού περιλαμβάνουν το εύγευστο (γεύση, οσμή, χρώμα), τη σκληρότητα, διαβρωσιμότητα, τη θερμοκρασία και το περιεχόμενο σε βακτηρίδια, το οργανικό υλικό και τα διαλυμένα άλατα και οξέα (Hirshleifer et al., 1960). Η επεξεργασία αυτών των διαφορετικών χαρακτηριστικών απαιτεί διαφορετικές μεθόδους των οποίων το κόστος ποικίλλει. Το κόστος της επεξεργασίας οικιακού νερού εξαρτάται έτσι από την απαιτούμενη επεξεργασία και το βαθμό εφαρμογής της. Οι δαπάνες για να γίνει το νερό πιο μαλακό στις Ηνωμένες Πολιτείες κυμαίνομαι από $10 έως $23 ανά acrefoot (=1233,5 m 3 ) (Hirshleifer et al., 1960). Οι δαπάνες για φιλτράρισμα του νερού σύμφωνα με μελέτη στην περιοχή Cannonsville-Hudson ανέρχονται στο περίπου 20% των ετήσιων λειτουργικών δαπανών (Hirshleifer et Al, 1960). Κατά τη διάρκεια του 40-ετους ζωής προγράμματος Hudson, οι δαπάνες λειτουργίας και συντήρησης υπολογίστηκαν σε $306 ανά εκατομμύριο γαλόνια νερού (1 γαλόνι=3,785 λίτρα), από τις οποίες οι δαπάνες φιλτραρίσματος ήταν $177 ανά εκατομμύριο γαλόνια ($100 ανά εκατομμύριο γαλόνια είναι/ισοδύναμα με $32.59 ανά acre-foot ). Αυτοί οι αριθμοί δίνονται σε τιμή δολαρίου του 1950 και υπολογίζονται με επιτόκιο 10% (Hirshleifer et et al., 1960). Το ανεπεξέργαστο και το επεξεργασμένο νερό, επομένως, πρέπει να θεωρηθούν ως διαφορετικά προϊόντα. Για το επεξεργασμένο νερό, υπάρχουν διαφορετικά μέθοδοι και επίπεδα επεξεργασίας, οι οποίες, εάν ποικίλλουν στο κόστος, καθιστούν απαραίτητο τον περαιτέρω καθαρισμό. Κατά συνέπεια, η ποιότητα του νερού είναι ένα σημαντικό χαρακτηριστικό γνώρισμα στην ανάλυση της αστικής ζήτησης σε νερό. Αντίθετα, ο χρόνος δεν είναι γενικά πολύ σημαντικός εκτός αν το σύστημα δεν έχει ικανοποιητική παροχή ή την ικανότητα να ικανοποιήσει τη ζήτηση σε νερό σε συνεχή βάση. Η αστική ζήτηση νερού αυξάνεται γρήγορα κατά τη διάρκεια του χρόνου, καθώς αυξάνεται ο πληθυσμός και βελτιώνεται το βιοτικό επίπεδο. Αυτό αυξάνει την ανάγκη να εξεταστούν οι μελλοντικές ζητήσεις στις παρούσες αποφάσεις και στη συνέχεια, απαιτεί τη χρησιμοποίηση παρόντων και παρελθόντων προτύπων ζήτησης για να προβλέψει τις μελλοντικές ζητήσεις (Gardiner και Herrington, 1986). Όμως, αυτά τα στοιχεία μπορούν να είναι πολύ περιορισμένα εξαιτίας της έλλειψης διακύμανσης τιμών, ειδικά της έλλειψης υψηλότερων τιμών. 276
Βιομηχανία Οι βιομηχανικές διαδικασίες χρησιμοποιούν το νερό κυρίως για ψύξη, συμπύκνωση (εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος), πλύσιμο πρώτων υλών, εξοπλισμού και προϊόντων και ως μια άμεση εισροή (βιομηχανία ποτών). Το νερό χρησιμοποιείται επίσης στη διάθεση αποβλήτων και την αφομοίωση (assimilation). Το μεγαλύτερο μέρος του εισρέοντος για βιομηχανική χρήση νερού προορίζεται για ψύξη και συμπύκνωση. Γενικά, το συνολικό κόστος του νερού είναι μόνο ένα μικρό μέρος του συνολικού κόστους παραγωγής στις περισσότερες βιομηχανικές διαδικασίες. Κατά συνέπεια η βιομηχανική ζήτηση νερού τείνει να είναι ανελαστική. Αυτό περιπλέκει το στόχο της εκτίμησης μιας σχέσης ζήτησης από τα δεδομένα τιμών και ποσότητας (δεδομένου ότι η μεταβλητότητα στα στοιχεία ποσότητας είναι μικρή), αλλά υπονοεί ότι βραχυπρόθεσμα, η ζήτηση σε νερό είναι σχεδόν σταθερή και ως εκ τούτου εύκολο να προβλεφθεί. Μακροπρόθεσμα, οι εταιρίες μπορούν να χρησιμοποιήσουν διάφορες τεχνικές ανακύκλωσης του νερού για να μειώσουν την καταναλωτική του χρήση. Οι εκτιμήσεις των μακροπρόθεσμων ζητήσεων, επομένως, βασίζονται στην εξίσωση της αξίας του νερού με την ελάχιστου κόστους μέθοδο ανακύκλωσης και συντήρησης του νερού. Το κόστος ανακύκλωσης παρέχει ένα ανώτερο όριο που συνδέεται με την μακροπρόθεσμη προθυμία να πληρώσουμε για μια πρόσθετη μονάδα νερού στη βιομηχανία (Young et a1., 1972; Gibbons, 1986). Παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας Οι τεχνολογίες παραγωγής υδροηλεκτρικής ενέργειας επιδεικνύουν αναλογικά σταθερές αποδόσεις (returns) όσον αφορά το εισρέον βραχυπρόθεσμα νερό. Ο πολλαπλασιασμός του ρυθμού της ροής του νερού πέρα από μια δεδομένη στάθμη νερού θα πολλαπλασιάσει την παραγωγή ενέργειας. Κατά συνέπεια, βραχυπρόθεσμα, το οριακό κόστος (marginal cost) του νερού στην παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας είναι σταθερό για όλα τα επίπεδα εκροών που δεν υπερβαίνουν την ικανότητα των γεννητριών. Η λήψη της αξίας του νερού θα απαιτούσε τον προσδιορισμό της αξίας της παραγόμενης κιλοβατώρας από την υδροηλεκτρική ενέργεια. Επειδή η βιομηχανία ηλεκτρισμού κοινής ωφέλειας (electric-utility industry) είναι ισχυρώς ρυθμιζόμενη από την τιμή, όσον αφορά τις τιμές, η τιμή της κιλοβατώρας (kilowatt-hour) δεν αντανακλά την οικονομική της αξία στην κοινωνία, υπονομεύοντας τη χρήση της προσέγγιση της ζήτησης που πηγάζει από τις εισροές. Μια εναλλακτική προσέγγιση είναι να αποτιμηθεί το νερό της υδροηλεκτρικής ενέργειας σύμφωνα με το εναλλακτικό κόστος της ισχύος που παράγεται με άλλα μέσα: "Η αξία που αποδίδεται στο νερό που χρησιμοποιείται για την παραγωγή υδροηλεκτρικής-ενέργειας είναι η διαφορά ανάμεσα στο εναλλακτικό κόστος του ηλεκτρισμού και του κόστους της παραγωγής υδροηλεκτρικής ενέργειας (Gibbons, 1986, σελ. 89). Υποθέστε ότι η αξία του νερού παραγωγής μιας κιλοβατώρας αφαιρείται από έναν ποταμό και η ηλεκτρική ενέργεια παράγεται μέσω κάποιας εναλλακτικής μεθόδου (π.χ., εγκαταστάσεις ατμό-ηλεκτρικής ενέργειας ή στρόβιλος αερίου). Η αξία του απολεσθέντος νερού ορίζεται ως το οριακό κόστος παραγωγής μιας κιλοβατώρας μέσω της πιο φθηνής εναλλακτικής μεθόδου, μειωμένο κατά το οριακό κόστος παραγωγής μιας κιλοβατώρας στις εγκαταστάσεις υδροηλεκτρικής ενέργειας. Η υδροηλεκτρική ενέργεια χαρακτηρίζεται σε σχέση με άλλες μεθόδους παραγωγής ενέργειας, από αξιοπιστία και περιβαλλοντικά ποιοτικά πλεονεκτήματα, τα οποία θα πρέπει να συμπεριληφθούν στους υπολογισμούς του κόστους (Colby, 1989). Αυτό θα αύξανε την αξία του νερού που χρησιμοποιείται για την παραγωγή υδροηλεκτρικής 277
ενέργειας, εφ' όσον το συνολικό περιβαλλοντικό κόστος των εναλλακτικών μεθόδων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργεια δεν συμπεριλαμβάνεται στο οριακό τους κόστος. Αναψυχή Η ζήτηση αναψυχής και η επιθυμία για υπαίθριες δραστηριότητες έχουν αυξηθεί με την αύξηση του πληθυσμού. Άμεσα αποδεικτικά στοιχεία της προθυμίας να πληρώσουμε για τις ψυχαγωγικές χρήσεις του νερού είναι σπάνια και οι μέθοδοι για να αποσπάσουμε τέτοιες πληροφορίες βασίζονται σε ερωτηματολόγια επισκοπήσεων ή σε έμμεσες τεχνικές. Οι τεχνικές που έχουν επινοηθεί για να αποτιμήσουμε την αξία του νερού που χρησιμοποιείται για αναψυχή, χρησιμοποιούνται χαρακτηριστικά για να αξιολογήσουν τις αλλαγές στην ποιότητα παρά στην ποσότητα του νερού. Οι τεχνικές εξαρτημένης τιμολόγησης περιλαμβάνουν ερωτήματα όπως "πόσα θα ήσασταν πρόθυμοι να πληρώσετε για...; Οι μελέτες εξαρτημένης τιμολόγησης μπορούν να χρησιμοποιήσουν μεθόδους επισκόπησης ή δεδομένα δημοψηφισμάτων (McConnell, 1990). Μια άλλη προσέγγιση χρησιμοποιεί τις ταξιδιωτικές δαπάνες και την ανάλυση διακριτικής-επιλογής (discretechoice analysis). Τα δεδομένα ταξιδιωτικών-δαπανών χρησιμοποιούνται για να εισαγάγουν μια αξία στην ποιότητα του νερού μέσω της μέτρησης του πόσο μακριά θα ταξίδευαν οι άνθρωποι για να πάρουν νερό βελτιωμένης ποιότητας (Feather, 1992). Σε γενικές γραμμές, οι μέθοδοι που συζητούνται παραπάνω μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για να αποτιμήσουμε τις ποσοτικές διαφορές στις ροές, δηλ., την προθυμία να πληρώσουμε για μια οριακή αύξηση στις εντός του υδρορρεύματος ροές. Αυτό το ζήτημα, όμως, έχει προσελκύσει λιγότερη προσοχή σε σχέση με τις ανησυχίες για την ποιότητα νερού (Daubert and Young, 1981; Loomis and Ward, 1985). Η αξία του νερού αναψυχής περιλαμβάνει, εκτός από την αξία του χρήστη που συζητήθηκε παραπάνω και τις αξίες των μη χρηστών. Αυτές είναι αξίες επιλογής (option values), ύπαρξης (existence) και κληροδότησης (bequest). Η αξία επιλογής αντιπροσωπεύει την προθυμία να πληρώσουμε για να έχουμε αργότερα (σε κάποιο κατοπινό χρόνο) την επιλογή της χρησιμοποίησης του πόρου (Hanemann, 1989). Η αξία ύπαρξης αντιπροσωπεύει τα οφέλη των καταναλωτών από τη γνώση ότι ο πόρος υπάρχει αν και αυτοί δεν έχουν ποτέ την πρόθεση να τον επισκεφθούν (Brookshire et Al, 1986). Η αξία κληροδότησης αντιπροσωπεύει την προθυμία να πληρώσουμε για τη διάσωση μιας πηγής νερού για τις μελλοντικές γενιές. Αυτές οι αξίες των μη-χρηστών μπορούν να είναι μια μη-αμελητέα συνιστώσα της ζήτησης σε νερό (Walsh et al., 1984). Περίληψη της ζήτησης νερού Η ζήτηση ενός προϊόντος, είναι η προθυμία να πληρώσουμε για την τελευταία μονάδα του προϊόντος. Στην περίπτωση του νερού, η πολυπλοκότητα αυτής της έννοιας επιδεινώνεται από διάφορους παράγοντες: 1. Το νερό δεν είναι ένα ομοιογενές προϊόν. Οι διαφορετικοί χρήστες θα ανεχτούν την ποιότητα νερού διαφορετικά και αυτό θα επηρεάσει την προθυμία τους να πληρώσουν για νερό διαφορετικών ιδιοτήτων. 2. Η προθυμία να πληρώσουμε για το νερό ποικίλλει εποχιακά και ετησίως (ζήτηση νερού για αλλαγές στην άρδευση κατά τη διάρκεια της περιόδου ανάπτυξης των φυτών, αλλαγές στη ζήτηση αστικού νερού με το χρόνο). Ως εκ τούτου, η ζήτηση νερού πρέπει να καθοριστεί για κάθε χρονική περίοδο (π.χ., εποχή) καθώς επίσης και για μια ιδιαίτερη ποιότητα νερού. 278
3. Υπάρχουν αξίες που προσάπτονται στο νερό από μη χρήστες, οι οποίες είναι ενδεχομένως αρκετά μεγάλες. Η αξία επιλογής, ύπαρξης και κληροδότησης αναφέρθηκαν παραπάνω στα πλαίσια της ζήτησης νερού αναψυχής. Αλλά παρόμοιες έννοιες ισχύουν για το νερό άρδευσης και οικιακής χρήσης. Η θέα των αρδευόμενων πράσινων πεδίων και βοσκοτόπων έχει για άλλους αισθητική αξία πέρα από το άμεσο όφελος που προκύπτει για τους χρήστες (αγρότες). Επιπλέον, πράσινοι χλοοτάπητες και δημόσια πάρκα σε αστικές περιοχές παρέχουν έμμεσα οφέλη για μη χρήστες. 4. Μερικοί τομείς απαιτούν μεγάλες ποσότητες νερού αλλά καταναλώνουν μόνο ένα μικρό μέρος από αυτό. Το νερό που χρησιμοποιείται, παραδείγματος χάριν, στην παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας, μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τις κατάντη βιομηχανίες και από τους αγρότες για άρδευση. Το ίδιο πράγμα ισχύει για το νερό που χρησιμοποιείται για ψύξη και συμπύκνωση στις βιομηχανικές διαδικασίες. Το νερό βέβαια που απελευθερώνεται μπορεί να είναι υποβαθμισμένο ποιοτικά (υψηλή θερμοκρασία) και ως εκ τούτου αποκλείεται από παροχές νερού όπου απαιτείται ποιότητα νερού εφάμιλλη της αρχικής του, μπορεί όμως να χρησιμοποιηθεί σε παροχές νερού όπου απαιτείται νερό λιγότερο καλής ποιότητας. Υπολογίζοντας την παροχή Μια χώρα, μια περιοχή, ή μια περιφέρεια έχουν μια δεδομένη διαθέσιμη ποσότητα υδατικών πόρων. Μέρος των παροχών προέρχεται από τις επαναλαμβανόμενες ετήσιες ροές (όπως οι βροχοπτώσεις και οι ροές των υδρορρευμάτων), ενώ άλλοι πόροι είναι διαθέσιμοι ως αποτέλεσμα συγκέντρωσης αποθεμάτων νερού κατά το παρελθόν (όπως τα αποθέματα σε ένα υδροφόρο, ένα ταμιευτήρα, ή μια λίμνη). Η χρήση των επαναλαμβανόμενων ροών που είναι ανεξάρτητες από τα αποθέματα νερού δεν έχει επιπτώσεις στη διαθέσιμη μελλοντική παροχή του νερού, ενώ η χρησιμοποίηση των αποθεμάτων έχει. Κατά συνέπεια, το νερό που προέρχεται από τις επαναλαμβανόμενες ροές έχει επιπτώσεις μόνο στην παρούσα παραγωγή, ενώ το νερό που προέρχεται από τις πηγές αποθεμάτων έχει επιπτώσεις και στις μελλοντικές παροχές. Συνεπώς, το νερό που προέρχεται από επαναλαμβανόμενες πηγές ροής και το νερό που προέρχεται από πηγές αποθεμάτων πρέπει να θεωρηθούν ως διαφορετικά προϊόντα. Όπως συζητήθηκε παραπάνω, το ίδιο νερό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για περισσότερους από έναν σκοπούς, μια και το νερό που χρησιμοποιείται για να παράγει ηλεκτρική ενέργεια μπορεί να είναι διαθέσιμο στα κατάντη για τις βιομηχανίες ή την άρδευση. Σε αυτή την περίπτωση, οι εταιρίες που μοιράζονται το νερό δεν ανταγωνίζονται, αλλά μάλλον συμπληρώνουν η μια την άλλη. Εάν η ίδια ποσότητα νερού σε κυβικά μέτρα χρησιμοποιήθηκε πρώτα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και στη συνέχεια για την άρδευση μιας καλλιέργειας, η συμβολή αυτής της ποσότητας νερού είναι το άθροισμα των συνεισφορών στις δύο αυτές δραστηριότητες. Η χρήση του νερού για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας δεν εμποδίζει τη χρησιμοποίησή του για άρδευση. Οι δύο τομείς ανταγωνίζονται για το νερό που χρησιμοποιείται για την παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας μόνο κατά τη διάρκεια περιόδων που η ζήτηση σε νερό άρδευσης είναι ουσιαστικά μηδενική ή για νερό που θα μπορούσε διαφορετικά να αποθηκευτεί και να χρησιμοποιηθεί σε μελλοντικές αρδεύσεις. Τέτοιες συγκρούσεις που οφείλονται στην έλλειψη συγχρονισμού μπορεί να είναι δύσκολο να επιλυθούν. Η άρδευση γίνεται σε συγκεκριμένη-εποχή αντίθετα από την υδροηλεκτρική ενέργεια, η οποία παράγεται καθ' 279
όλη τη διάρκεια του έτους. Ακόμη και κατά τη διάρκεια της περιόδου ανάπτυξης των φυτών, οι γεωργοί μπορεί να προτιμούν να ποτίσουν κατά τη διάρκεια της ημέρας, ενώ η υδροηλεκτρική ενέργεια μπορεί να χρησιμοποιηθεί εκτενώς κατά τη διάρκεια της ζήτησης αιχμής το απόγευμα, έτσι ώστε το νερό που χρησιμοποιείται για την παραγωγή της να είναι διαθέσιμο στους κατάντη καλλιεργητές τη νύχτα όταν δεν το θέλουν. Οι πηγές νερού διαφέρουν επίσης στην ποιότητα και το βαθμό αβεβαιότητας σχετικά με τη διαθεσιμότητά τους χωροχρονικά. Οι βροχοπτώσεις, παραδείγματος χάριν, μπορούν να κυμαίνονται ουσιαστικά από χρόνο σε χρόνο, μέσα στο ίδιο έτος και από περιοχή σε περιοχή. Τα αποθέματα ενός υδροφόρου μπορεί να μην είναι επαρκώς γνωστά. Ο ρυθμός φυσικού εμπλουτισμού ενός υδροφόρου είναι αποτέλεσμα υπόγειων ροών και της διήθησης επιφανειακού νερού, ενώ και οι δύο διαδικασίες δεν μπορούν να προβλεφθούν επαρκώς. Οι αβαθείς υδροφόροι που υπόκεινται καλλιεργήσιμων περιοχών απορροφούν λιπάσματα, φυτοφάρμακα και άλατα. Στις ξηρές περιοχές, οι βαθείς υδροφόροι με απολιθωμένο νερό περιέχουν νερό διαφορετικής περιεκτικότητας σε άλατα. Κατά συνέπεια, υπόγεια νερά από αβαθείς υδροφόρους και τα υπόγεια νερά από βαθείς υδροφόρους διαφέρουν συνήθως στο επίπεδο αλατότητας ενώ και η ποιότητα των επιφανειακών ροών των υδρορρευμάτων είναι πιθανό να διαφέρει από αυτήν των υπόγειων νερών και των δύο τύπων υδροφόρων. Δεδομένου ότι το νερό που προέρχεται από επαναλαμβανόμενες πηγές που δεν τροφοδοτούν αποθέματα νερού δεν έχει καμία επίδραση στις μελλοντικές παροχές, το οριακό του κόστος αποτελείται από το κόστος επεξεργασίας και διάθεσης της τελευταίας μονάδας. Αυτό, στη συνέχεια, εξαρτάται από την υφιστάμενη τεχνολογία και τις εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούνται για επεξεργασία και διάθεση του νερού. Το νερό για οικιακή χρήση πρέπει να ακολουθεί ορισμένα ποιοτικά πρότυπα και κατά συνέπεια μπορεί να απαιτήσει εκτός της διάθεσης και επεξεργασία. Το ίδιο πράγμα ισχύει για το νερό που χρησιμοποιείται για την άρδευση καλλιεργειών που είναι ευαίσθητες στην αλατότητα του νερού. Η καμπύλη παροχής νερού που προέρχεται από επαναλαμβανόμενες πηγές δίνεται έτσι από το οριακό κόστος διάθεσης και επεξεργασίας του νερού. Το βραχυπρόθεσμο πρόβλημα είναι να αξιολογηθούν οι υπάρχουσες τεχνολογίες επεξεργασίας και διάθεσης νερού και να υπολογιστούν οι σχετικές συναρτήσεις του οριακού τους κόστους. Μια μακροπρόθεσμη ανάλυση πρέπει να εξετάσει όλες τις διαθέσιμες τεχνολογίες (Teeples and Glyer, 1987: Swallow and Martin, 1988). Η καμπύλη του οριακού κόστους (παροχής) του νερού εξαρτάται από την πηγή από την οποία προέρχεται το νερό. Το οριακό κόστος του νερού που προέρχεται από τις επαναλαμβανόμενες πηγές, που είναι ανεξάρτητες από τα αποθέματα νερού, αποτελείται πάλι από το κόστος απόληψης για διάθεση και επεξεργασία της τελευταίας μονάδας. Το κόστος του νερού που προέρχεται από διαθέσιμα αποθέματα (ή προέρχεται από μια ροή η οποία θα μπορούσε διαφορετικά να τροφοδοτήσει μια πηγή αποθεμάτων) περιλαμβάνει μια διαχρονική (intertemporal) αξία ή μίσθωμα σπανιότητας. Οι αξίες σπανιότητας εξαρτώνται από την τεχνολογία και το κόστος απόληψης και από τη ζήτηση σε νερό στο παρόν και στο μέλλον. Αυτές είναι ευαίσθητες στους διάφορους τύπους μελλοντικών αβεβαιοτήτων. Αποτελεσματική Αποτίμηση και Άδειες Νερού Μόλις υπολογιστούν η παροχή και η ζήτηση σε μια λεκάνη, μπορεί να καθοριστεί και η βέλτιστη κατανομή νερού. Πάλι, υποθέτουμε ότι δύο χρήστες έχουν διαφορετικές 280
απαιτήσεις σε νερό. Αυτοί μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι δύο βιομηχανίες ή δύο τομείς που έχουν διαφορετικής οριακής αξίας προϊόντα (VMPs) για το νερό. Η κατάσταση απεικονίζεται στο σχήμα 14.4. Βραχυπρόθεσμα, η συνολική παροχή νερού υποτίθεται ότι έχει σταθερή τιμή W. Οι δύο καμπύλες VMP για τους χρήστες 1 και 2 σχεδιάζονται προς αντίθετες κατευθύνσεις, ενώ το μήκος του κατακόρυφου άξονα στο σχήμα 14.4 καθορίζεται από το συνολικό ποσό νερού W στη λεκάνη. Η αποτελεσματική κατανομή εμφανίζεται στο σημείο 0, όπου οι οριακές αξίες των προϊόντων VMPs είναι ίσες και διατίθεται στο χρήστη 1 ποσότητα Q* και στο χρήστη 2 ποσότητα W-Q*. Όμως, οι αποτελεσματικές κατανομές είναι η εξαίρεση παρά ο κανόνας. _ Για να το απεικονίσουμε, υποθέτουμε μια ιστορική κατανομή νερού Q μονάδων στο χρήστη 1 και W- Q _ στο χρήστη 2. Οι δύο χρήστες μπορούν να θεωρηθούν ως ο γεωργικός και ο μη γεωργικός τομέας. Η κατανομή μεταξύ των δύο τομέων δεν περιλαμβάνει την ανεπάρκεια της συνολικής χρήσης νερού δεδομένου ότι υποτίθεται ότι η συνολική κατανάλωση είναι μονάδες W. Μια αποτελεσματική κατανομή μπορεί να επιτευχθεί εάν η τιμή είναι P* (ή ένας φόρος P*) επειδή στην τιμή εκείνη, ο χρήστης 1 θα απαιτήσει ποσότητα P* ενώ ο χρήστης 2 θα απαιτήσει ποσότητα W-P*. Επιπλέον, οι οριακές αξίες των προϊόντων VMPs και των δύο χρηστών είναι ίσες με P*. Αυτό πληρεί τους δύο όρους που είναι απαραίτητοι για την αποδοτικότητα, δηλαδή ότι η συνολική ζήτηση νερού είναι ίση με τον καθαρή παροχή νερού στη λεκάνη και οι οριακές αξίες των προϊόντων VMPs όλων των χρηστών είναι ίσες. Το κέρδος στην αποδοτικότητα μπορεί να μετρηθεί από την αλλαγή στα οφέλη των παραγωγών ή την περιοχή κάτω από τις καμπύλες VMP. Με μια αποτελεσματική κατανομή, τα οφέλη για τους χρήστες 1 και 2 θα ήταν FOQ* και GOQ*, αντίστοιχα. Με βάση την ανεπαρκή ιστορική κατανομή, τα οφέλη θα ήταν FA Q _ και GB Q _. Το καθαρό κέρδος από την αποτελεσματική κατανομή είναι AOB. Αν και η κοινωνία και ο χρήστης 1 είναι σε καλύτερη θέση, ο χρήστης 2 δεν είναι. F G VMP 1 A VMP B P* K O J Β E _ H Χρήστης 1 Q Q* Χρήστης 2 Συνολική ποσότητα χρησιμοποιούμενου νερού W Σχήμα 14.4. Χρήση νερού από δύο άτομα. 281
Οι χρήστες θα υποστούν επίσης μια απώλεια με το να καταβάλουν υψηλότερο τίμημα. Πάλι, αυτή η απώλεια μπορεί να υπολογιστεί με την εξέταση των αλλαγών στα οφέλη των παραγωγών. Με την αύξηση των τιμών, τα καθαρά οφέλη για τους χρήστες 1 και 2 θα ήταν μόνο FOP* και GOJ επειδή μέρος των οφελών θα εισπράττονταν από την κυβέρνηση μέσω των υψηλότερων τιμών (P*OQ* και JOQ* εισπράττονται από τους χρήστες 1 και 2, αντίστοιχα). Όταν ο σκοπός των χαμηλών τιμών νερού είναι να επιχορηγηθούν αυτοί οι τομείς, δεν αποτελεί έκπληξη το ότι οι κυβερνήσεις αντιστέκονται στην αύξηση των τιμών νερού. Ενώ η αποτελεσματικότητα υπαγορεύει ότι η βέλτιστη τιμή περιλαμβάνει, εκτός από το οριακό κόστος και την αξία σπανιότητας του νερού, είναι πιθανό να υπάρξει αντίσταση στις επιβαλλόμενες από τη διοίκηση υψηλότερες τιμές. Το ισχυρό γεωργικό λόμπι που υπάρχει σε πολλές χώρες έχει βοηθήσει στην αποτροπή της αποτελεσματικής τιμολόγησης του νερού. Μια άλλη εναλλακτική λύση είναι να χρησιμοποιηθούν εμπορεύσιμες (tradable) άδειες ή δικαιώματα νερού. Μια μεταβιβάσιμη άδεια ή ένα δικαίωμα νερού είναι η χορήγηση άδειας χρησιμοποίησης ενός από πριν καθορισμένου ποσού νερού και του δικαιώματος να πωληθεί σε μια τιμή που καθορίζεται από τον αγοραστή και τον πωλητή σε μια συναλλαγή. Οι άδειες και τα δικαιώματα μπορούν να διατεθούν με ένα αριθμό διαφορετικών τρόπων, όμως δύο από τους πιο κοινούς τρόπους είναι με δημοπρασία και μέσω της ιστορικής χρήσης. Με μια δημοπρασία των αδειών W, η τιμή ισορροπίας θα είναι ακριβώς η ίδια με την αποτελεσματική τιμή που παρουσιάζεται στο σχήμα 14.4, δηλαδή P*. Μόνο γι αυτήν την τιμή άδειας είναι το παρεχόμενο ποσό ακριβώς ίσο με την ζητούμενη ποσότητα. Όταν οι άδειες διατίθενται μέσω της ιστορικής χρήσης, ο χρήστης 1 κατέχει _ Q άδειες, ενώ ο χρήστης 2 κατέχει W- _ Q άδειες. Δεδομένου ότι αυτές οι άδειες είναι εμπορεύσιμες, θα υπάρξει μια πώληση αδειών (υποθέτοντας μηδενικό κόστος συναλλαγής). Ο χρήστης 1 θα αγοράσει Q*- _ Q μονάδες νερού στην τιμή Ρ*, το οποίο οδηγεί σε ένα συνολικό κόστος που παρουσιάζεται από την περιοχή KO- Q* _ Q. Η προστιθέμενη αξία στο νερό αυτό για τον χρήστη 1 δίνεται από την περιοχή AOQ* _ Q. Κατά συνέπεια ο χρήστης 1 έχει καθαρό κέρδος AKO. Η αξία του νερού που πωλείται από το χρήστη 2 δίνεται από την περιοχή BOQ* _ Q, ενώ η πληρωμή που λαμβάνεται από το χρήστη 1 είναι KOQ* _ Q. Αυτό αφήνει στο χρήστη 2 καθαρό κέρδος KOB. Και ο αγοραστής και ο πωλητής κερδίζουν από την εμπορική συναλλαγή! Η αρχική κατανομή καθορίζει την πληρωμή από το χρήστη 1 στο χρήστη 2. Οποιαδήποτε άλλη αρχική κατανομή θα οδηγήσει στην ίδια τελικά κατανομή, δηλαδή, Q* για το χρήστη 1 και το υπόλοιπο για το χρήστη 2 (υποθέτοντας ότι δεν υπάρχει κανένας περιορισμός στο εισόδημα για τον αγοραστή και ότι το κόστος συναλλαγής είναι μηδενικό). Η αρχική κατανομή, όμως, καθορίζει ποιος πληρώνει και τι σε ποιόν. Η λήψη αδειών βασισμένων στη ιστορική χρήση προτιμάται συνήθως από τους χρήστες σε σχέση με τις υψηλότερες τιμές νερού ή μια δημοπρασία. Το ερώτημα του πώς διατίθενται πραγματικά οι άδειες δεν είναι ένα σημαντικό ζήτημα διάθεσης με βάση τις υποθέσεις που περιγράφονται παραπάνω, επειδή οποιαδήποτε αρχική διάθεση θα κινηθεί προς μια αποδοτική κατανομή υπό τον όρο ότι οι χρήστες είναι ελεύθεροι να εμπορευθούν τις άδειες. Το πώς διατίθενται οι άδειες δεν έχει επιπτώσεις στην διανομή του εισοδήματος και αποτελεί, επομένως, ένα σημαντικό πολιτικοοικονομικό ερώτημα. Επιπλέον, εάν το συνολικό κόστος συναλλαγής είναι υψηλό, οι εμπορικές συναλλαγές θα περιοριστούν και δεν θα οδηγήσουν σε μία αποτελεσματική διάθεση. Οι άδειες μπορούν να αποτελέσουν εμπορεύσιμο αντικείμενο μεταξύ δύο χρηστών στην ίδια βιομηχανία (π.χ., γεωργία) ή 282