Μετρήσεις και αξιολόγηση στο σχολείο Πείραµα 9 ο Μέτρηση της αξιοπιστίας της δοκιµασίας «κατακόρυφο άλµα από το βαθύ κάθισµα» για την αξιολόγησης της µυϊκής ισχύος των κάτω άκρων
2 Εισαγωγή Η επιλογή και εφαρµογή µία δοκιµασίας θα πρέπει να στηρίζεται σε ορισµένα χαρακτηριστικά της δοκιµασίας που είναι: η αξιοπιστία, εγκυρότητα, και σταθερότητα. Χωρίς τα χαρακτηριστικά αυτά τα αποτελέσµατα της µέτρησης έχουν περιορισµένη χρησιµότητα, αφού δεν µπορούµε να τα εµπιστευτούµε για να εξάγουµε ασφαλή συµπεράσµατα. Ένα αξιόπιστο τεστ ή όργανο µέτρησης µετρά αυτό που µετρά µε συνέπεια. Αν δηλαδή ένα άτοµο µετρηθεί δύο φορές µε µία απόλυτα αξιόπιστη δοκιµασία και η ικανότητα του δεν µεταβληθεί τότε οι δύο µετρήσεις θα πρέπει να είναι ακριβώς οι ίδιες. Αξιοπιστία σταθερότητας Υπάρχουν διάφορες µορφές αξιοπιστίας: Αξιοπιστία σταθερότητας (stability) Αξιοπιστία εσωτερικής συνέπειας (internal consistency) Αξιοπιστία µε την µέθοδο διχοτόµησης (split-half) Αξιοπιστία ισοδυναµίας (equivalence reliability) Στον χώρο της Φυσικής Αγωγής η πιο συχνά εξεταζόµενη αξιοπιστία είναι η αξιοπιστία σταθερότητας. Για την εξέτασή της χρησιµοποιείται η µέθοδος του ελέγχου - επανέλεγχου (test-retest). Η δοκιµασία εκτελείται τουλάχιστον δύο φορές σε δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους (συνήθως δύο διαφορετικές ηµέρες ή σε δύο διαφορετικές χρονικές στιγµές την ίδια µέρα).
3 Οι µετρήσεις της 1 ης µέτρησης αφορούν την απόδοση. Στην συνέχεια γίνεται επιλογή τυχαίου δείγµατος για τη 2 η µέτρηση. Ως δείκτης αξιοπιστίας χρησιµοποιείται ο δείκτης συσχέτισης r του Pearson. Οι τιµές του κυµαίνονται από 0 έως 1. Γενικά, δείκτες αξιοπιστίας πάνω από.70 θεωρούνται αποδεκτές. Κυριότεροι παράγοντες εµφάνισης µειωµένης αξιοπιστίας αποτελούν η: Έλλειψη συµφωνίας ή συνέπειας από τους εξεταστές-βαθµολογητές Έλλειψη σταθερής απόδοσης του ατόµου Αποτυχία του οργάνου να µετρήσει µε συνέπεια Ο εξεταστής δεν ακολουθεί τις τυποποιηµένες διαδικασίες Οι δοκιµασίες πεδίου για την αξιολόγηση της µυϊκής ισχύος των κάτω άκρων εκτός από το άλµα σε µήκος χωρίς φορά περιλαµβάνουν και κατακόρυφα άλµατα (π.χ., το κατακόρυφο άλµα του Sergant, το κατακόρυφο άλµα του Abalakov jump, Κατακόρυφο άλµα από το βαθύ κάθισµα). Η δοκιµασία κατακόρυφο άλµα από το βαθύ κάθισµα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από τους Gray et al. το 1962. Το πλεονέκτηµα της δοκιµασίας αυτής έναντι των άλλων κατακόρυφων αλµάτων είναι η υψηλή της τυποποίηση. Ως µειονέκτηµα µπορεί να θεωρηθεί η σχετικά αφύσικη αρχική θέση εκκίνησης. Η δοκιµασία αυτή χρησιµοποιήθηκε σε πρόσφατη έρευνα από τον Smilio (1998).
4 Μεθοδολογία Εξοπλισµός Για την εκτέλεση της δοκιµασίας αυτής απαιτείται µία µετροταινία και µία κιµωλία ιαδικασία εκτέλεσης της δοκιµασίας Πριν την κύρια εκτέλεση της δοκιµασίας ο δοκιµαζόµενος βρίσκεται δίπλα σε ένα τοίχο σε ακροστασία µε το χέρι τεντωµένο στην ανάταση και καταγράφεται το αρχικό αυτό ύψος. Στην συνέχεια ο δοκιµαζόµενος έρχεται στο βαθύ κάθισµα δίπλα σε έναν τοίχο, µε το ένα του χέρι πίσω από την πλάτη και το άλλο τεντωµένο στην ανάταση. Στο τεντωµένο χέρι ο δοκιµαζόµενος κρατάει µία κιµωλία. Χωρίς να προηγηθεί καµία ταλάντευση γίνεται κατακόρυφο άλµα και στο υψηλότερο σηµείο ο δοκιµαζόµενος ακουµπά στον τοίχο την κιµωλία µε σκοπό να αφήσει το αποτύπωµα της. Μετά γίνεται καταγραφή του ύψους του άλµατος. Ως επίδοση λαµβάνεται η διαφορά µεταξύ του Ύψους του Άλµατος και του Αρχικού Ύψους σε εκατοστά. ιαδικασία µέτρησης της αξιοπιστίας µε τη µέθοδο ελέγχου-επανελέγχου Συνολικά γίνονται τρεις προσπάθειες. Η πρώτη προσπάθεια είναι δοκιµαστική. Στις επόµενες δύο καταγράφεται η επίδοση. Ο εξεταζόµενος προχωρεί στην εκτέλεση της επόµενης προσπάθειας αφού πρώτα όλοι οι εξεταζόµενοι έχουν ολοκληρώσει την προηγούµενη προσπάθεια. Προσδοκώµενα αποτελέσµατα
5 Αναµένεται υψηλή αξιοπιστία της δοκιµασίας «κατακόρυφο άλµα από το βαθύ κάθισµα». Αυτό σηµαίνει ότι ο δείκτη αξιοπιστίας όπως εκφράζεται από την συντελεστής συσχέτισης r του Pearson να είναι αρκετά υψηλός και λαµβάνει τιµές πάνω από.80. Βιβλιογραφία Gray, R.K., Start, K.B., & Glencross, D.J. (1962). A test of leg power. The Research Quarterly, 33, 44-50. Smilios, I. (1998). Effects of varying levels of muscular fatigue on vertical jump performance. The Journal of Strength and Conditioning Research, 12, 204-208.