Δημοσιεύθηκε στα Μικροφιλολογικά (Λευκωσίας), τχ. 21, άνοιξη 2007, σσ. 36-42 ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ «Μια λύση στο πρόβλημα της ονομασίας των νεοελληνικών στίχων» Βασική προϋπόθεση της πρότασης που διατυπώνω στην εργασία αυτή αποτελεί η αποδοχή των δύο συστημάτων μέτρησης που ισχύουν στη νεοελληνική στιχουργία και μετρική. 1 Ως γνωστόν, στην παραδοσιακή νεοελληνική ποίηση το τι γίνεται στην επικράτεια του «ελευθερωμένου» (και «ελεύθερου») στίχου είναι ένα θέμα που δεν θα μας απασχολήσει εδώ 2 η ομοιομετρία των στίχων (το ότι δηλαδή έχουν την ίδια μετρική δομή και κατ επέκταση παράγουν όμοια ρυθμική αίσθηση 3 ) καθορίζεται με βάση - άλλοτε τον σταθερό αριθμό των συλλαβών τους («μετρική ισοσυλλαβία»), και - άλλοτε τη σταθερή θέση του τελικού μετρικού τόνου τους (που πέφτει πάντα στην ίδια συλλαβή). Οι στίχοι που ομοιομετρούν κατά το «συλλαβικο-τονικό» σύστημα απαντούν κυρίως στη δημοτική (ή δημοτικοφανή / δημοτικογενή) ποίηση, γι αυτό και το σύστημα ονομάζεται «δημοτικό» [ΔΣ]. Οι στίχοι που ομοιομετρούν κατά το «τονικο-συλλαβικό» σύστημα απαντούν κατεξοχήν στην έντεχνη ή προσωπική ποίηση, γι αυτό και το σύστημα ονομάζεται «έντεχνο» [ΕΣ]. 4 Τα διακριτά χαρακτηριστικά των δύο συστημάτων μπορούν να συνοψιστούν στο ακόλουθο σχήμα: ΔΣ ίδιος αριθμός συλλαβών αλλά τελικός μετρικός τόνος κυμαινόμενος: πέφτει είτε στη λήγουσα (ο στίχος τελειώνει με οξύτονη λέξη, έχει δηλαδή οξύτονη μορφή/κατάληξη) είτε στην προπαραλήγουσα (ο στίχος τελειώνει με προπαροξύτονη λέξη, έχει δηλαδή προπαροξύτονη μορφή/κατάληξη) ---------------------------- ΠΟΤΕ στην παραλήγουσα (ο στίχος δεν τελειώνει ποτέ με παροξύτονη λέξη, δεν έχει δηλαδή ποτέ παροξύτονη μορφή/κατάληξη) ΕΣ τελικός μετρικός τόνος πάντα στην ίδια συλλαβή αλλά ο αριθμός των συλλαβών κυμαίνεται: μετά τη συλλαβή που φέρει τον τελικό μετρικό τόνο μπορεί να ακολουθεί καμία, μία, ή δύο συλλαβές (ο στίχος δηλαδή μπορεί να έχει οξύτονη, παροξύτονη ή προπαροξύτονη μορφή/κατάληξη) Ας δούμε δύο ενδεικτικά παραδείγματα (εντελώς στοιχειώδη, για τις ανάγκες της περιγραφής): α) ομοιόμετροι στίχοι κατά το ΔΣ β) ομοιόμετροι στίχοι κατά το ΕΣ Θανάση μου, αφέντη μου, αητέ μου και λεβέντη μου. Τι δυστυχία πώκαμες στα μικρουλάκια σου παιδιά και στην καψογυναίκα σου, που είναι νιά και δροσερή και η χηριά είναι κακή κι έχει σκαλούνια βαρετά. 5 Η γλυκυτάτη άνοιξη με τ άνθη στολισμένη, ροδοστεφανωμένη τη γη γλυκοτηράει. [ ] Όμορφη Δάφνη, πρόβαλε να την αποστολίσεις, και τότες είν ο Θύρσης ο πλέον ευτυχής. [6.0] Μανιάτικο μοιρολόι Ιω. Βηλαράς, «Άνοιξη»
Α. Αθανασοπούλου, Μια λύση στο πρόβλημα της ονομασίας των νεοελληνικών στίχων 2 Στο πρώτο ποίημα εναλλάσσονται στίχοι με οξύτονη και προπαροξύτονη μορφή, που όλοι τους έχουν τον ίδιο συνολικό αριθμό συλλαβών [= 8] οι στίχοι αυτοί ομοιομετρούν (είναι δηλαδή ισοδύναμοι) κατά το ΔΣ. Στο δεύτερο ποίημα εναλλάσσονται στίχοι με προπαροξύτονη, παροξύτονη και οξύτονη μορφή, οι οποίοι δεν έχουν τον ίδιο συνολικό αριθμό συλλαβών αλλά φέρουν τον τελικό μετρικό τόνο τους πάντα στην ίδια συλλαβή (την 6 η ) οι στίχοι αυτοί ομοιομετρούν κατά το ΕΣ. Αν προσέξουμε καλύτερα, θα διαπιστώσουμε μια βασική διαφοροποίηση μεταξύ των δύο συστημάτων: στην περίπτωση του ΔΣ η εναλλαγή των ομοιόμετρων μορφών στίχου είναι μεν ελεύθερη αλλά υποχρεωτική. Εν ολίγοις, για να ενεργοποιηθεί ο ομοιομετρικός κανόνας του ΔΣ (που στηρίζεται στην αρχή της ισοσυλλαβίας) είναι αναγκαίο να εναλλάσσονται στο ποίημα και οι δύο μορφές του στίχου (και η οξύτονη και η προπαροξύτονη) πράγμα ευνόητο, αν σκεφτούμε πως η έννοια της «ομοιομετρίας» δηλώνει το αποτέλεσμα μιας σύγκρισης, ενός συσχετισμού (άρα προϋποθέτει την ύπαρξη τουλάχιστον δύο υπό σύγκριση πραγμάτων). Αντιθέτως, στην περίπτωση του ΕΣ δεν είναι υποχρεωτικό να υπάρχουν και οι τρεις μορφές του στίχου για να εφαρμοστεί ο κανόνας αυτού του συστήματος (που στηρίζεται στην αρχή του σταθερού τελικού τόνου) όπως δείχνει και η πρώτη στροφή του ποιήματος του Βηλαρά, αρκεί να εναλλάσσονται τουλάχιστον δύο εξ αυτών για να τεθεί σε λειτουργία ο ομοιομετρικός κανόνας του ΕΣ (εν προκειμένω, στην πρώτη στροφή συνδυάζεται η προπαροξύτονη με την παροξύτονη μορφή ). * Αν και η αποδοχή των δύο συστημάτων είναι όρος εκ των ουκ άνευ για την (ορθή) μετρική αναγνώριση των νεοελληνικών στίχων, ο μετρικός χαρακτηρισμός τους το πώς δηλαδή θα τους ονομάσουμε καθίσταται προβληματικός, εξαιτίας ακριβώς της διττής ομοιομετρικής βάσης πάνω στην οποία εδράζεται η νεοελληνική μετρική. 6 Το πρώτο, γενικό πρόβλημα που ανακύπτει είναι: πώς θα ονομάσουμε έναν νεοελληνικό στίχο, όταν αυτός, σε διαφορετικά μετρικά συμφραζόμενα, υπάγεται στο ένα ή στο άλλο σύστημα; Πράγματι, με βάση τα παραπάνω παραδείγματα, ένας στίχος με τη μορφή, π.χ., 6.2 μπορεί κάλλιστα να ανήκει στο ΔΣ (ως ισοδύναμος ενός στίχου με τη μορφή 8.0 ίδιος αριθμός συλλαβών: περίπτωση μανιάτικου μοιρολογιού), όπως κάλλιστα μπορεί να ανήκει και στο ΕΣ (ως ισοδύναμος στίχων με τη μορφή 6.1 ή/και 6.0 τελικός μετρικός τόνος στην ίδια συλλαβή: περίπτωση ποιήματος Βηλαρά). Πώς, λοιπόν, θα ονομάσουμε γενικά αυτόν τον στίχο (τον 6.2, επί παραδείγματι), ώστε να καλύψουμε επαρκώς τη διττή μετρική του υπόσταση; Είναι προφανές ότι, για να τον ονομάσουμε σωστά, δεν αρκεί ένας όρος, γιατί ένας όρος δεν μπορεί να καλύψει δύο διαφορετικά φαινόμενα. Χρειαζόμαστε, εξ ανάγκης, μια διττή ορολογία. Η ίδια η διατύπωση του προβλήματος μας βοηθά να καταλάβουμε τον καθοριστικό ρόλο που παίζει λόγω της ύπαρξης δύο ομοιομετρικών κανόνων στη νεοελληνική μετρική το στιχουργικό περιβάλλον στη διαλεύκανση της μετρικής ταυτότητας των νεοελληνικών στίχων. Η ευνόητη απάντηση, λοιπόν, είναι ότι θα ονομάσουμε τον στίχο κατά περίπτωση, εξετάζοντάς τον στο εκάστοτε μετρικό του περιβάλλον (σε συνάρτηση δηλαδή με τους υπόλοιπους στίχους που τον πλαισιώνουν στην ίδια στροφή ή, γενικότερα, στο ίδιο ποίημα). Κοντολογίς: ένας νεοελληνικός στίχος δεν ορίζεται γενικά και αόριστα, αλλά πάντα σε σχέση με το σύστημα μέτρησης το οποίο ακολουθεί στα οικεία στιχουργικά του συμφραζόμενα. Έτσι, αλλιώς θα ορίσουμε έναν στίχο όταν βρίσκεται ανάμεσα σε στίχους που ομοιομετρούν κατά το ΔΣ και αλλιώς όταν βρίσκεται ανάμεσα σε στίχους που ομοιομετρούν κατά το ΕΣ. 7 Εδώ όμως γεννάται ένα άλλο πρόβλημα: πώς θα ονομάσουμε τους στίχους που ακολουθούν το ΔΣ και πώς εκείνους που ακολουθούν το ΕΣ; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, θα πρέπει καταρχήν να ορίσουμε ένα κριτήριο, ένα κοινό γνώρισμα που το μοιράζονται εξίσου όλοι οι στίχοι που εντάσσονται στο ένα ή στο άλλο σύστημα. Κριτήριο για τον χαρακτηρισμό των στίχων που ομοιομετρούν κατά το ΔΣ είναι, βέβαια, ο συνολικός
Α. Αθανασοπούλου, Μια λύση στο πρόβλημα της ονομασίας των νεοελληνικών στίχων 3 αριθμός των συλλαβών (αφού όλοι τους έχουν ισάριθμες συλλαβές). Έτσι, λ.χ., στίχοι με τη μορφή 6.2 που εναλλάσσονται στο ίδιο ποίημα με στίχους 8.0 ανήκουν στο ΔΣ και είναι όλοι τους «8σύλλαβοι» (αφού 6 + 2 = 8 + 0 σύνολο: 8 συλλαβές). Αλλά αν το πρόβλημα επιλύεται εύκολα στο ΔΣ, δεν συμβαίνει το ίδιο με τους στίχους που ομοιομετρούν κατά το ΕΣ. Στο σύστημα αυτό, υπενθυμίζω, η αρχή της ισοσυλλαβίας δεν ισχύει (οι στίχοι έχουν κυμαινόμενο αριθμό συλλαβών). Σε ποιον κοινό παρονομαστή, λοιπόν, θα υπαγάγουμε και θα ορίσουμε, βάσει αυτού, τους στίχους που ομοιομετρούν κατά το ΕΣ; 8 Η μόνη λύση είναι να δούμε αν κάποια από τις μετρικές μορφές που προβλέπονται στο ΕΣ (οξύτονη, παροξύτονη, προπαροξύτονη) είναι βασική σ αυτό, ώστε να την πάρουμε ως γνώμονα για τον προσδιορισμό των στίχων που υπάγονται στο εν λόγω σύστημα. Εξετάζοντας τα δύο συστήματα, διαπιστώνουμε, πράγματι, ότι στο ΕΣ υπάρχει μια μορφή στίχου που απουσιάζει από το ΔΣ, η παροξύτονη. Εύλογα, λοιπόν, μπορούσε να θεωρήσουμε ως βάση για τον χαρακτηρισμό των στίχων που ομοιομετρούν κατά το ΕΣ την παροξύτονη μορφή, ακριβώς γιατί είναι αυτή που προσιδιάζει στο ΕΣ (στο ΔΣ αποκλείεται) εξάλλου, είναι η μορφή που δεν παρουσιάζει κανένα πρόβλημα στο μέτρημα των συλλαβών, είναι δηλαδή η πλέον «κανονική». Έτσι, ένας στίχος με τη μορφή 5.1 ορίζεται ως «6σύλλαβος» (αφού 5 + 1 = 6 συλλαβές), ένας με τη μορφή 6.1 ως «7σύλλαβος» (6 + 1 = 7), ένας με τη μορφή 10.1 ως «11σύλλαβος» (10 + 1 = 11), κ.ο.κ. Και εφόσον, σύμφωνα με τον ομοιομετρικό κανόνα του ΕΣ, οι υπόλοιπες παραλλαγές οξύτονη και προπαροξύτονη είναι ισοδύναμες με την παροξύτονη καθώς φέρουν τον τελικό μετρικό τους τόνο στην ίδια συλλαβή, έπεται ότι και αυτές θα πρέπει να χαρακτηριστούν με το ίδιο όνομα: έτσι, ένας στίχος με τη μορφή 6.0 ή 6.2 ορίζεται επίσης στο ΕΣ ως «7σύλλαβος», αφού όπως και ο 6.1 φέρει τελικό μετρικό τόνο στην ίδια συλλαβή (η μετρική ισοδυναμία αποδίδεται σχηματικά ως εξής: 6.0 = 6.1 = 6.2 «7σύλλαβοι» [κατά το ΕΣ]). 9 Αλλά πώς είναι δυνατόν να ονομάσουμε «7σύλλαβο» έναν στίχο με έξι [6.0] ή οκτώ συνολικά συλλαβές; Το να τον προσδιορίσουμε ως «οξύτονο» ή «προπαροξύτονο», όπως κάνουν οι Ιταλοί μετρικολόγοι, δεν είναι μια λύση πειστική, αφού, με τους όρους της κοινής λογικής, «οξύτονος 7σύλλαβος» είναι ένας στίχος με επτά συνολικά συλλαβές και τελικό μετρικό τόνο στην τελευταία συλλαβή (ένας στίχος δηλαδή που έχει την -υποθετικήμορφή 7.0 και όχι 6.0) αντίστοιχα, ο χαρακτηρισμός «προπαροξύτονος 7σύλλαβος» μας παραπέμπει, λογικά, σε έναν στίχο με την -υποθετική- μορφή 5.2 (και όχι 6.2). Εξίσου παράλογο όμως είναι, με τους όρους της ορθής μετρικής ανάλυσης, να δεχτούμε αυτό που κάνουν οι Έλληνες μετρικολόγοι και οι περισσότεροι ξένοι νεοελληνιστές (πλην των Ιταλών), να ορίσουμε δηλαδή με τρία διαφορετικά ονόματα (εν προκειμένω: «7σύλλαβο» [τον 6.1], «6σύλλαβο» [τον 6.0], «8σύλλαβο» [τον 6.2]) στίχους που, από την άποψη της μετρικής τους δομής, είναι όμοιοι (κατά το ΕΣ). 10 Για να αποφύγουμε, λοιπόν, τα δύο παράδοξα και συνάμα να δώσουμε λύση στο πρόβλημα του μετρικού χαρακτηρισμού των στίχων που ομοιομετρούν κατά το ΕΣ, θα πρότεινα να υιοθετήσουμε τους ακόλουθους όρους: α. να ονομάσουμε α κ α τ ά λ η κ τ ο τον στίχο στην οξύτονη μορφή του (με την έννοια ότι η μορφή αυτή υπολείπεται κατά μία συλλαβή της κανονικής, παροξύτονης μορφής ο στίχος είναι τρόπον τινά κολοβός ) έτσι, κατά το ΕΣ πάντα, 6.0 «7σύλλαβος ακατάληκτος» β. να ονομάσουμε υ π ε ρ κ α τ ά λ η κ τ ο τον στίχο στην προπαροξύτονη μορφή του (με την έννοια ότι η μορφή αυτή έχει μια πλεονάζουσα συλλαβή, μετρικά «αδιάφορη», έναντι της κανονικής, παροξύτονης μορφής) έτσι, 6.2 «7σύλλαβος υπερκατάληκτος» γ. τέλος, ο στίχος στη βασική, παροξύτονη μορφή του, ακριβώς γιατί δεν παρουσιάζει πρόβλημα στη μέτρηση των συλλαβών, δεν χρειάζεται να προσδιοριστεί (το πολύ-πολύ, κατ αναλογίαν με τα παραπάνω, να τον αποκαλέσουμε καταληκτικό) έτσι, 6.1 «7σύλλαβος» ή, έστω, «7σύλλαβος καταληκτικός».
Α. Αθανασοπούλου, Μια λύση στο πρόβλημα της ονομασίας των νεοελληνικών στίχων 4 Περιττό να σημειώσω ότι στην περίπτωση του δημοτικού συστήματος, οι όροι «προπαροξύτονος» και «οξύτονος» για τις δύο ομοιόμετρες παραλλαγές του στίχου δεν δημιουργούν εννοιολογικές συγχύσεις, και επομένως μπορούν να διατηρηθούν. Έτσι, ο μετρικός χαρακτηρισμός στίχων με τη μορφή 6.2 και 8.0, στο παράδειγμα, ας πούμε, που δώσαμε παραπάνω (του μανιάτικου μοιρολογιού), είναι αντίστοιχα «8σύλλαβος προπαροξύτονος» και «8σύλλαβος οξύτονος» [κατά το ΔΣ]. * Ελπίζω η πρόταση αυτή να φανεί δόκιμη στην κρίση των ειδημόνων και γόνιμη στην πράξη, συμβάλλοντας έτσι εποικοδομητικά στην επίλυση του (διττού) προβλήματος της ονομασίας των νεοελληνικών στίχων, στο τμήμα τουλάχιστον της παραδοσιακής έμμετρης ποίησης που είναι και το εκτενέστερο χρονικά. 11 Βιβλιογραφικές αναφορές * -η σειρά των λημμάτων είναι χρονολογική- 1. Θρασύβουλος Σταύρου, Νεοελληνική Μετρική, έκδ. Α.Π.Θ./Ίδρυμα Μαν. Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2 1974 & πολλές ανατυπώσεις [α έκδ.: Βιβλιοπ. Ι.Ν. Σιδέρη, Αθήνα 1930] 2. Λίνος Πολίτης, Μετρικά, εκδ. Κωνσταντινίδη (σειρά «Μελέτη», αρ. 7), Θεσσαλονίκη χ.χ. [= 1972], κυρίως το μελέτημα: «Η μετρική του Παλαμά» [α δημοσ.: 1943], σσ. 9-126, και δη, 53-54. 3. Ευριπίδης Γαραντούδης, Αρχαία και Νέα Ελληνική Μετρική. Ιστορικό διάγραμμα μιας παρεξήγησης, εισαγ. Massimo Peri, Università di Padova/Studi Bizantini e Neogreci fondati da F.M. Pontani (σειρά «Quaderni», αρ. 21), Padova 1989. 4. Του ίδιου, «Προβλήματα ορολογίας και μεθόδου της νεοελληνικής μετρικής», Μνήμη Σταμάτη Καρατζά, Επιστημονική Επετηρίδα Φιλοσοφικής Σχολής Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 1990, σσ. 417-436. 5. περιοδ. Μαντατοφόρος, αφιέρωμα στη «Νεοελληνική Μετρική», τχ. 32 (Δεκ. 1990), βλ. κυρίως: σσ. 6-21 [διάλογος/αντίλογος Peter Mackridge - Massimo Peri], σσ. 22-25 [εισαγωγή του F. M. Pontani στην εργασία του «Μετρική του Καβάφη»] και σσ. 26-34 [εργασία του Ευρ. Γαραντούδη για φαινόμενα μετρικής αμφισημίας που γεννά ο συνδυασμός των 2 συστημάτων μέτρησης στην έντεχνη επτανησιακή ποίηση] 6. Νεοελληνικά Μετρικά, επιμ. Νάσος Βαγενάς, Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1991. 7. Η ελευθέρωση των μορφών. Η ελληνική ποίηση από τον έμμετρο στον ελεύθερο στίχο (1880-1940), Πρακτικά Συνεδρίου, επιμ. Νάσος Βαγενάς, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1996.
Α. Αθανασοπούλου, Μια λύση στο πρόβλημα της ονομασίας των νεοελληνικών στίχων 5 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1 Βλ. την αφετηριακή εργασία του Ευριπίδη Γαραντούδη, Αρχαία και Νέα Ελληνική Μετρική. Ιστορικό διάγραμμα μιας παρεξήγησης, Padova 1989, και συναφή μελετήματά του (αναφέρονται στη Βιβλιογραφία). 2 Παραπέμπω τον ενδιαφερομένο αναγνώστη για έναν βασικό προσανατολισμό στους συλλογικούς τόμους: Νεοελληνικά Μετρικά, Ηράκλειο 1991 και Η ελευθέρωση των μορφών. Η ελληνική ποίηση από τον έμμετρο στον ελεύθερο στίχο (1880-1940), Ηράκλειο 1996, που περιλαμβάνουν πρόσφατες εργασίες ειδικών μελετητών για το θέμα. 3 Το ζήτημα του ρυθμού, της «έρρυθμης» τονικά οργάνωσης του στίχου (που αφορά στον τρόπο κατανομής των μετρικών τόνων μέσα στους στίχους), δεν εμπίπτει στους στόχους αυτής της εργασίας. Ας δηλωθεί μόνο, εν αρχή, πως «ομοιομετρία» και «ομοιορρυθμία» είναι δύο συναρτώμενα μεν αλλά διαφορετικά πράγματα: το πρώτο αφορά στη μετρική ισοδυναμία των στίχων (η οποία καθορίζεται αναλόγως του πώς μετράμε τον στίχο, με βάση δηλαδή δύο διαφορετικούς ομοιομετρικούς κανόνες ή «συστήματα μέτρησης» που επικρατούν στη νεοελληνική στιχουργία, δημοτική και έντεχνη). Το δεύτερο, η «ομοιορρυθμία», αναφέρεται στην όμοια ρυθμική αίσθηση που προκαλεί η ποικίλη, αλλά υπό ορισμένους κανόνες, κατανομή των μετρικών τόνων μέσα στους στίχους (τονικά σχήματα). 4 Πρόκειται, ουσιαστικά, για το μετρικό σύστημα που εφαρμόζεται στην ιταλική ποίηση, από την οποία πέρασε στη δική μας έντεχνη ποίηση μέσω των γνωστών «διαύλων» της ιταλικής κουλτούρας στον ελληνικό χώρο, δηλαδή των βενετοκρατούμενων περιοχών (Κρήτη Επτάνησα), μεταξύ 15 ου και πρώτου μισού του 19 ου αιώνα. Το θέμα της ελληνικής «έντεχνης ποίησης» και των μετρικών της χαρακτηριστικών είναι βέβαια πολύ πιο σύνθετο, μια που θα πρέπει να λάβει υπόψη, οπωσδήποτε, και τη μείζονα πτυχή της φαναριώτικης παράδοσης (που είναι ανατολίτικη όσο και δυτικότροπη, ιδίως γαλλόφωνη ή/και γερμανοτραφής) αλλά μια τέτοια συζήτηση ξεφεύγει κατά πολύ από τους σκοπούς αυτής εδώ της εργασίας. Μένουμε στην παραδοχή ότι, ανεξαρτήτως [χώρας] δυτικής επιρροής, το σύστημα της έντεχνης και έμμετρης ποίησής μας είναι εκ φύσεως, εκ παραδόσεως «τονικοσυλλαβικό», στηρίζεται δηλαδή κατά βάση και δίνει έμφαση στον τελικό μετρικό τόνο. 5 Για τη διευκόλυνση της περιγραφής, αποδίδω το μετρικό σχήμα των στίχων με τη χρήση ενός συμβόλου, το οποίο αποτελείται από δύο νούμερα: το πρώτο δηλώνει τον αριθμό των συλλαβών του στίχου έως και αυτήν που φέρει τον τελευταίο μετρικό τόνο, ενώ το δεύτερο τον αριθμό των άτονων συλλαβών που ενδεχομένως ακολουθούν. Έτσι, λ.χ., το σύμβολο δηλώνει έναν στίχο που φέρει τελικό μετρικό τόνο στην 6 η συλλαβή και μετά από αυτήν ακολουθούν 2 ακόμη άτονες (ο στίχος έχει συνολικά 8 συλλαβές). 6 Το πρόβλημα επιτείνεται και από το γεγονός ότι, για να είναι ο περιγραφικός όρος που θα χρησιμοποιήσουμε όσο το δυνατόν πιο πλήρης και ακριβής, θα πρέπει να αναφέρεται και στα δύο συστατικά στοιχεία του νεοελληνικού στίχου τα οποία λαμβάνονται υπόψη, έστω και με διαφορετική βαρύτητα, και στα δύο συστήματα μέτρησης: τη συλλαβή και τον (τελικό) τόνο. 7 Σημειωτέον ότι η «επικράτεια» των δύο συστημάτων στον χώρο της παραδοσιακής νεοελληνικής ποίησης είναι διακριτή, κι έτσι δεν υπάρχει περίπτωση στο ίδιο στιχουργικό περιβάλλον να λειτουργούν και τα δύο συστήματα ταυτόχρονα, πράγμα που θα μας δημιουργούσε πρόβλημα στον προσδιορισμό του συστήματος που είναι εν ενεργεία στο εν λόγω περιβάλλον (κάτι που συμβαίνει όταν περνούμε στην περιοχή του «ελευθερωμένου» και, ακόμη περισσότερο, στην περιοχή του μοντέρνου «ελεύθερου» στίχου, όπου τα δύο συστήματα δεν υφίστανται πλέον στην παραδοσιακή τους μορφή). 8 Η σταθερή θέση του τελικού μετρικού τόνου (που είναι το κοινό γνώρισμα των στίχων αυτών) δεν μας διευκολύνει στο να έχουμε μια ομοιογενή βάση ορολογίας, ένα κοινό δηλαδή συνθετικό και για τα ονόματα των στίχων που ανήκουν στο ένα σύστημα και για τα ονόματα των στίχων που ανήκουν στο άλλο, ώστε η ορολογία μας να είναι οικονομική. Το να χαρακτηρίζουμε τους μεν στίχους του ΔΣ με τη λέξη «συλλαβή» (π.χ. 6σύλλαβοι, 8σύλλαβοι, 15σύλλαβοι, κ.ο.κ.), τους δε στίχους του ΕΣ με τη λέξη «τόνος» (π.χ. 6τονοι [= αυτοί που φέρουν τελικό μετρικό τόνο στην 6 η συλλαβή], 7τονοι, 10τονοι, κ.ο.κ.) θα ήταν, ίσως, μια κάποια λύση, που έχει όμως το μειονέκτημα ότι είναι αδόκιμη και, μάλλον, αντιπαραγωγική, αφού επιβαρύνει με πρόσθετους όρους την ορολογία. 9 Για την ακρίβεια, η μετρική ισοδυναμία εκφράζεται με την ακόλουθη εξίσωση: αν 6.1 «7σύλλαβος», και 6.1 = 6.0 = 6.2, λόγω σταθερού τελικού τόνου, έπεται επίσης ότι 6.0 / 6.2 «7σύλλαβοι» [κατά το ΕΣ]. 10 Η λανθασμένη αυτή αντιμετώπιση εκ μέρους Ελλήνων και ξένων μετρικολόγων οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στο γεγονός ότι παραβλέπουν ή συγχέουν τον ομοιομετρικό κανόνα που εξισώνει/ εξομοιώνει τους στίχους αυτούς, εφαρμόζοντας κριτήρια του ενός συστήματος στη θέση του άλλου, εν προκειμένω: τον συνολικό αριθμό των συλλαβών (όπως ορίζει το ΔΣ) αντί για τον τελικό μετρικό τόνο (όπως ορίζει κανονικά το ΕΣ). Το ίδιο ισχύει, κατ αντίστροφο λόγο, και με την τάση Ιταλών μετρικολόγων να ορίζουν τους νεοελληνικούς στίχους ακόμα κι αυτούς που ανήκουν ή διαλέγονται με τη δημοτική παράδοση με το κριτήριο του τελικού μετρικού τόνου (που προσιδιάζει στο ΕΣ) και όχι, ως όφειλαν, με το κριτήριο του συνολικού αριθμού των συλλαβών (όπως επιβάλλει το ΔΣ) τάση από την οποία δεν ξέφυγε, παρά τον εύλογο σκεπτικισμό που διατυπώνει στην εισαγωγή, ούτε ο μεγάλος Ιταλός ελληνιστής F. M. Pontani, senior, στην εργασία του για τη «Μετρική του Καβάφη» [στον τόμο Επτά
Α. Αθανασοπούλου, Μια λύση στο πρόβλημα της ονομασίας των νεοελληνικών στίχων 6 δοκίμια και μελετήματα για τον Καβάφη (1936-1974), Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1991, ιταλ. δημοσ.: 1944-45]. Βλ. επίσης τη συζήτηση Mackridge Peri στο αφιέρωμα για τη «Νεοελληνική Μετρική», Μαντατοφόρος, τχ. 32 (Δεκ. 1990), σσ. 6-21, μια συζήτηση που δεν τελεσφορεί, ακριβώς εξαιτίας της αφετηριακής και ριζικής απόκλισης στη μετρική αναγνώριση-κατανόηση των νεοελληνικών στίχων από έναν Ιταλό και έναν Άγγλο νεοελληνιστή [τα επιχειρήματα του Ιταλού, πάντως, φαίνονται πιο πειστικά (πιο καθαρά) από εκείνα του Άγγλου]. 11 Σε ό,τι αφορά το πιο σύγχρονο τμήμα, από τον «ελευθερωμένο» στίχο και εντεύθεν, η μόνη λύση που μου φαίνεται λειτουργική εκ των πραγμάτων (μια που τα δύο συστήματα μέτρησης συνλειτουργούν, ή καλύτερα συγχωνεύονται σε έναν ανώτερο, πιο σύνθετο κανόνα αυτόν που ο Παλαμάς χαρακτηρίζει «πολύτροπο») είναι να ορίσουμε τους στίχους αριθμητικά, με τον τρόπο που υπέδειξα παραπάνω, στη σημ. 5 (προσωπικά τουλάχιστον δεν έχω βρει για την ώρα πιο ικανοποιητική λύση). * Παραθέτω εδώ μόνο τις εργασίες που με βοήθησαν να διαμορφώσω την πρόταση εργασίας μου (και όχι το σύνολο των μελετών που αφορούν εν γένει στη Νεοελληνική Μετρική για αυτές ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει στη γενική Βιβλιογραφία Νεοελληνικής Μετρικής, επιμ. Ευριπίδης Γαραντούδης, Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών/«Αρχείο Νεοελληνικής Μετρικής», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2000). Ας μου επιτραπεί να επισημάνω επίσης ότι η εν πολλοίς πεπαλαιωμένη βιβλιογραφική βάση από την οποία εκκινώ είναι μια αναγκαστική επιλογή που υποδεικνύει την επείγουσα ανάγκη σύνταξης ενός νέου εγχειριδίου νεοελληνικής μετρικής, το οποίο θα αντικαταστήσει το ξεπερασμένο πλέον (και εν πολλοίς προβληματικό ως προς την περιγραφική/ μεθοδολογική του βάση) εγχειρίδιο του Θρ. Σταύρου, Νεοελληνική Μετρική, που γράφτηκε στα χρόνια του 1930, λαμβάνοντας υπόψη τις νεότερες συμβολές. γραφή: χειμώνας 2007 Αφροδίτη Αθανασοπούλου