Το βιολί είναι έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δοξάρι. Έχει 4 χορδές διαφορετικού τονικού ύψους (σολ, ρε, λα, μι), που χορδίζονται κατά διαστήματα πέμπτης και η μουσική του έκταση περιλαμβάνει 44 χρωματικούς φθόγγους. Το βιολί στηρίζεται στον ώμο ενώ με το ένα χέρι ο μουσικός απλώς πιέζει τις χορδές με το να το κρατά καθόλου ενώ με το άλλο κινεί το δοξάρι επάνω στις χορδές. Το βιολί εμφανίστηκε τον 16ο αιώνα ως εξέλιξη του μεσαιωνικού Φιντλ (αγγλ. fiddle), του ιταλικού Λίρα ντα μπράτσο (ιταλ. lira da braccio) και του Ρεμπέκ.
Η Βιόλα είναι έγχορδο μουσικό όργανο που μοιάζει με το βιολί και παίζεται επίσης με δοξάρι που αποτελείται από 200-250 τρίχες ουράς αλόγου. Ο ήχος του είναι βαρύτερος από του βιολιού. Έχει τέσσερις χορδές διαφορετικού πάχους (ντο, σολ, ρε, λα), που κουρδίζονται κατά διαστήματα πέμπτης και η μουσική του έκταση περιλαμβάνει 37 χρωματικούς φθόγγους. Εξελίχτηκε ταυτόχρονα με το βιολί και έχει το ίδιο σχήμα, με τη διαφορά πως είναι λίγο μεγαλύτερη σε διαστάσεις, ενώ παίζεται και αυτή τοποθετημένη στον ώμο. Η μεγαλύτερη βιόλα στον κόσμο έχει μήκος 2 μέτρα ενώ η μικρότερη μόλις 60 εκατοστά. Για μικρότερο ύψος υπάρχει και διαφορετικού μεγέθους βιόλα
Το Βιολοντσέλο ή αλλιώς Τσέλο, είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δοξάρι. Έχει τέσσερις χορδές (από τη χαμηλότερη: ντο, σολ, ρε, λα), όπως και τα υπόλοιπα έγχορδα της συμφωνικής ορχήστρας. Ο βιολοντσελίστας, είναι πάντα καθιστός, τοποθετεί το βιολοντσέλο ανάμεσα στα πόδια του και το στηρίζει στο έδαφος με τη βοήθεια μίας ρυθμιζόμενης μεταλλικής ράβδου στήριξης. Πρόγονος του βιολοντσέλου είναι η βιόλα ντα γκάμπα, την οποία ο εκτελεστής συγκρατούσε ανάμεσα στις γάμπες του.
Το Κοντραμπάσο ή αλλιώς Βαθύχορδο, είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δοξάρι. Έχει μήκος περίπου 1.80 μέτρα και διαθέτει τέσσερις χορδές (μι, λα, ρε, σολ), όπως και τα υπόλοιπα έγχορδα της συμφωνικής ορχήστρας. Παλιότερα, ήταν τρίχορδο, ενώ σήμερα υπάρχουν και πεντάχορδα όργανα. Είναι το μεγαλύτερο σε μέγεθος και με τον πιο βαθύ ήχο από τα μέλη της "οικογένειας" του βιολιού. Παίζεται με το κάτω μέρος να στηρίζεται στο έδαφος με τη βοήθεια μεταλλικής ράβδου. Η καταγωγή του ανάγεται στο β μισό του 16ου αι., όπου ανήκε στην οικογένεια της βιόλας ντα γκάμπα και ονομαζόνταν βιολόνε. Για δύο αιώνες και περισσότερο χρησιμοποιήθηκε μόνο για να ενισχύσει την μπάσα μελωδική γραμμή ενός μουσικού έργου, την οποία παίζει το βιολοντσέλλο.
Το κλαρινέτο προήλθε από μετεξέλιξη παλαιότερων παρόμοιων οργάνων. Η βιβλιογραφία αναφέρει ως πρόγονο του κλαρινέτου το γαλλικό πνευστό όργανο σαλυμώ (γαλλ. chalumeau, ετυμολογούμενο από την ελληνική λέξη "κάλαμος"), στο οποίο σταδιακά προστέθηκαν μια σειρά κλειδιά. Βασικό σταθμό αποτελεί η προσθήκη από τον Γερμανό Γιόχαν Κρίστοφ Ντέννερ του κλειδιού δίπλα στην πίσω οπή του οργάνου (στα Ελληνικά λέγεται και "ψυχή"). Ήδη από την αρχή του 19ου αιώνα, το κλαρινέτο, έχοντας μια μορφή πολύ κοντινή στη σημερινή, έχει βρει τη θέση του στη συμφωνική ορχήστρα. Το 1839, ο Γάλλος Υάκινθος Κλοζέ αναδιέταξε τα κλειδιά, φέρνοντας το κλαρινέτο στη μορφή που είναι σήμερα γενικά γνωστό.
Το φαγκότο (ιταλ. fagotto, ελλην. βαρύαυλος), είναι πνευστό μουσικό όργανο, που ανήκει στην οικογένεια του όμποε. Αναφέρεται για πρώτη φορά στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, ωστόσο η σύγχρονη μορφή του με διπλό σωλήνα συναντάται από τον 17ο αιώνα. Η αξία του αναγνωρίστηκε από μεγάλους κλασικούς μουσικοσυνθέτες κυρίως κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Προήλθε από το παλαιό όργανο με την ονομασία μπομπάρτα μπάσσα. Από το 18ο αιώνα χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά ως σόλο όργανο. Στους επόμενους αιώνες υπέστη τροποποιήσεις και αποτέλεσε απαραίτητο μέλος για τις ορχήστρες, λόγω του μεγάλου φάσματος των ηχοχρωμάτων που είναι σε θέση να παραγάγει.
Φλάουτο (ιταλ. flauto, ελλην. πλαγίαυλος) ονομάζεται κάθε πνευστό, του οποίου ο ήχος προκύπτει από την πρόσκρουση ρεύματος αέρα σε μία λεπτή ακμή. Με την πρόσκρουση δημιουργούνται στρόβιλοι, οι οποίοι διεγείρουν ταλαντώσεις στο σωλήνα αέρα του οργάνου. Οι μεταβολές στο ύψος του παραγόμενου ήχου δημιουργούνται με κλείσιμο και άνοιγμα των οπών που βρίσκονται κατά μήκος του σωλήνα. Ανάλογα με το κράτημα του οργάνου διακρίνουμε το επίμηκες (φλογέρα από το αλβανικό flojere, φλογέρες) και το λοξό φλάουτο (flauto traverso, πλαγίαυλος), τα οποία παρουσιάζονται με πολλές παραλλαγές σε διάφορους πολιτισμούς.
Το Όμποε (ή οξύαυλος) είναι πνευστό μουσικό όργανο με επιστόμιο από διπλή γλωττίδα, εφαρμοσμένη σε έναν εβένινο σωλήνα που φαρδαίνει σε σχήμα καμπάνας και που επάνω του εφαρμόζεται ένα σύστημα μεταλλικών κλειδιών. Το μήκος του είναι 60 εκατοστά και ανήκει στα Ξύλινα Πνευστά. Ο ήχος του είναι εκφραστικός με κάποια μελαγχολική χροιά. Είναι κάπως δύσκολο στον χειρισμό του, κυρίως επειδή χρειάζεται έντονο φύσημα για να περάσει ο αέρας από το λεπτό επιστόμιο, με αποτέλεσμα ο μουσικός να δυσκολεύεται αν δεν γνωρίζει καλά την τεχνική του. Η ονομασία προέρχεται από το γαλλικό haut bois (ψηλό ξύλο) που προσδιόριζε το όργανο αυτό, για να διακρίνεται από το βαθύφωνο της ίδιας οικογένειας Φαγκότο. Επίσης μπορεί να παίξει και πολύ χαμηλά και πολύ ψηλά.
Η άρπα είναι έγχορδο μουσικό όργανο, το οποίο έχει ιστορία τουλάχιστον 5.000 ετών και η χρήση του οποίου συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Αρπιστής (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, αρ. Π3908) μαρμάρινο άγαλμα Πρωτοκυκλαδικής τέχνης (2800-2300 π.χ) που παριστάνει καθιστό αρπιστή τη στιγμή που παίζει είδος άρπας. Ο σκελετός της άρπας σχηματίζει τρίγωνο του οποίου η κατακόρυφη πλευρά χρησιμεύει για να στηρίζει τις δύο άλλες, επί των οποίων βρίσκονται τεντωμένες 46 χορδές χορδισμένες σε «ντο ύφεση». Η άρπα είναι από τα αρχαιότερα μουσικά όργανα, και εμφανίζεται με χορδές που στηρίζονταν σε ελλειψοειδή σκελετό, ελεύθερο από τη μια πλευρά. Ο τύπος αυτός διατηρείται ακόμη και σήμερα σε περιοχές της Ασίας και της Αφρικής.
Η παλαιότερη μορφή πληκτροφόρου θεωρείται η ύδραυλις, μια προγενέστερη μορφή του οργάνου, που επινοήθηκε περί τον 3ο π.χ. αιώνα από τον Κτησίβιο τον Αλεξανδρινό. Από τεχνικής άποψης η ύδραυλις δεν διέθετε πληκτρολόγιο, αλλά ένα σύστημα με μοχλούς, οι οποίοι αργότερα αντικαταστάθηκαν από κουμπιά. Τον 14ο αιώνα μ.χ. πήρε την μορφή του οργάνου, διαθέτοντας ένα ή και περισσότερα πληκτρολόγια. Το πληκτρολόγιο του οργάνου μέχρι τον 15ο αιώνα διέθετε μόνο τις φυσικές νότες σε κάθε οκτάβα, ενώ στη συνέχεια προστέθηκε το σι ύφεση καθώς και οι υπόλοιπες αλλοιώσεις. Μέχρι τον 15ο αιώνα το όργανο υπήρξε το μόνο πληκτροφόρο μουσικό όργανο, δανείζοντας στη συνέχεια αυτό το χαρακτηριστικό σε πλήθος άλλων μουσικών οργάνων.
Η τρομπέτα είναι αερόφωνο μουσικό όργανο με μεταλλικό επιστόμιο σε σχήμα κούπας, που ανήκει στην οικογένεια των χάλκινων πνευστών. Στην αρχική μορφή της, ως σάλπιγγα, από τους αρχαίους Έλληνες, ήταν γνωστή στους Αιγυπτίους, στους Εβραίους και τους Ρωμαίους, φτιαγμένη αρχικά από ξύλο, αργότερα από μέταλλο (μπρούντζο, ασήμι) και τέλος (όπως και σήμερα) από χαλκό. Αποτελούνταν από ένα μακρύ σωλήνα σε διάφορα μήκη που από το τέλος του 1ου μ.χ. αιώνα και μετά φάρδυνε, καταλήγοντας σε μια μετρίου μεγέθους καμπάνα. Καθώς παρέμενε η αδυναμία του οργάνου να παραγάγει όλες τις νότες της κλίμακας, από τα τέλη του 18ου αιώνα επιχειρήθηκε η εισαγωγή μηχανισμού που θα βοηθούσε στην παραγωγή όλων των φθόγγων. Στις αρχές του 19ου αιώνα εισήχθησαν τα έμβολα, στην αρχή δύο και έπειτα τρία, που επέτρεπαν την εκτέλεση όλων των χρωματικών ήχων μιας κλίμακας. Από εκεί και ύστερα, ονομάζεται τρομπέτα με έμβολα, σε διάκριση από την παλαιότερη φυσική τρομπέτα.
Το τρομπόνι είναι χάλκινο πνευστό μουσικό όργανο. Είναι ιδιόμορφη παραλλαγή της τρομπέτας. Δημιουργήθηκε πιθανόν περίπου το 1450 στην περιοχή της Βουργουνδίας. Αρχικά εμφανίστηκε σε στρατιωτικές ορχήστρες και κατά το 16ο αιώνα χρησιμοποιήθηκε στις συμφωνικές ορχήστρες. Στη μακραίωνη ιστορία του δέχτηκε πολλές μεταβολές στη μορφή του. Σήμερα αποτελείται από ένα σωλήνα με σταθερό μήκος και από άλλους τρεις κυλίνδρους εφοδιασμένους με «κλειδιά». Η ηχητικότητα του είναι πολύ πλούσια, δεν αλλάζει όμως η τονικότητά του.
Η Τούμπα είναι το μεγαλύτερο και το μικρότερο σε ένταση όργανο ορείχαλκου. Ο ήχος παράγεται με δόνηση ή με "βούισμα" από τα χείλη σε ένα μεγάλο κοίλο επιστόμιο. Είναι μία από τις πιο πρόσφατες προσθήκες στη σύγχρονη συμφωνική ορχήστρα.εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 19ου αιώνα.[1] Τούμπα είναι στα λατινικά η τρομπέτα ή το κέρας.[1] Το κέρατο που αναφέρεται, μοιάζει με αυτό που είναι γνωστό ως ένα μπαρόκ τρομπέτα. Είναι πνευστό μουσικό όργανο με 4 ή 5 βαλβίδες, που ανήκει στα Χάλκινα πνευστά της συμφωνικής ορχήστρας. Έχει φαρδύ, κωνικό σωλήνα, πλατιά καμπάνα και επιστόμιο σε σχήμα κούπας. Χαρακτηρίζεται από το μεγάλο του μέγεθος και το βαθύ του ήχο. Το παίξιμο της τούμπας χρειάζεται δύναμη στα πνευμόνια λόγω του μεγέθους του, καθώς πρέπει να γεμίζει αδιάκοπα με αέρα[εκκρεμεί παραπομπή].
Το (γαλλικό) κόρνο είναι ένα κυκλικά "τυλιγμένο" χάλκινο πνευστό με κυρίως κωνική διάτρηση του σωλήνα, μικρό λόγο διαμέτρου προς μήκος (mensur), μία διευρυμένη καμπάνα και τρεις βαλβίδες. Χρησιμοποιείται επιστόμιο χωνιού. Κόρνα με κυκλικό "τύλιγμα" του σωλήνα παρουσιάζονται ήδη σε απεικονίσεις του 14ου αιώνα. Πιθανόν όμως αυτά τα όργανα να ήταν κατάλληλα μόνο για μετάδοση ηχητικών μηνυμάτων. Περί τα μέσα του 17ου αιώνα παρουσιάστηκε στη Γαλλία το κυνηγετικό κόρνο (κέρας, cor de chasse) με μικρό λόγο διαμέτρου προς μήκος, διεύρυνση της καμπάνας και επέκταση του σωλήνα μέχρι τα 4,5 m. Αυτά τα όργανα χρησιμοποιήθηκαν όμως κυρίως για να περιγράψουν σκηνές κυνηγιού στην όπερα και σε άλλα έργα. Με την εισαγωγή από τον F.A. Sporck περί το 1680 κόρνων από τη Γαλλία στην τότε αυστριακή Βοημία, ιδρύθηκε η περίφημη βοημική σχολή κορνιστών.
Τα τύμπανα αποτελούν πανάρχαια σκεύη δημιουργίας ήχου για θρησκευτικούς, πολεμικούς και ψυχαγωγικούς σκοπούς και συναντώνται σε όλους τους πολιτισμούς που παρουσιάστηκαν στη Γη. Τα ευρωπαίκά τύμπανα είναι ασιατικής και μεσανατολικής προελεύσεως και συνδυάζονταν στις χώρες προελεύσεώς τους με πνευστά όργανα. Στην Ευρώπη φαίνεται να έφτασαν μέχρι το 13ο αιώνα ως λάφυρα από τις σταυροφορίες. Αρχικά ήταν μικρά σε μέγεθος, όπως και οι ασιατικοί πρόγονοί τους. Περί τον 15ο αιώνα άρχισαν να κατασκευάζονται όμως και μεγαλύτερα μεγέθη, τα οποία αποτελούσαν, μαζί με τις τρομπέτες, εξοπλισμό του ιππικού. Τα μέλη των συντεχνιών τρομπετιστών και τυμπανιστών στην περίοδο 16ος-19ος αιώνας ήταν ισότιμοι με τους αξιωματικούς του στρατού.
Τα πιατίνια είναι λεπτά μεταλλικά κρουστά όργανα σε σχήμα πιάτου. Χωρίζονται σε κατηγορίες ανάλογα με το μέγεθος τους και το είδος του μετάλλου που είναι κατασκευασμένα. Τα πιατίνια χρησιμοποιούνται συχνά στις ορχήστρες και στις παρελάσεις, επίσης αποτελούν βασικά τμήματα ενός σετ τυμπάνων.