ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΙΤΛΟΣ Η ΠΑΡΑΚΙΝΗΣΗ ΓΙΑ ΑΣΚΗΣΗ ΣΤΗ 3Η ΗΛΙΚΙΑ

Σχετικά έγγραφα
17/12/2007. Βασιλική Ζήση, PhD. Ποιότητα ζωής. Είναι ένα συναίσθημα που σχεδόν όλοι καταλαβαίνουμε, αλλά δεν μπορούμε να ορίσουμε (Spirduso, 1995)

Βασιλική Ζήση, PhD. Πυραμίδα του πληθυσμού στο μέσο του έτους 2004

Άσκηση Υγεία και Ποιότητα Ζωής. Εισαγωγή. Γιάννης Θεοδωράκης Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Γιάννης Θεοδωράκης (2010). ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗ

Συντάχθηκε απο τον/την Παναγιώτης Θεoδωρόπουλος Δευτέρα, 31 Αύγουστος :22 - Τελευταία Ενημέρωση Παρασκευή, 13 Ιούνιος :48

Πρόλογος Οδηγίες για εφαρμογή Επίλογος Θέματα για έρευνα Θέματα για συζήτηση... 32

Νόσος του Αλτσχάιμερ και Σωματική Άσκηση. ~Φωτεινή Λέρα~ ~ΤΕΦΑΑ Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης~

Χαράλαµπος Τσορµπατζούδης Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης Τµήµα Επιστήµης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισµού

Μάριος Γούδας Θέματα Διάλεξης. Ένας κοινά αποδεκτός ορισμός για τον όρο Θετική Ανάπτυξη είναι ο παρακάτω:

Λήδα Μαδεμλή. Άσκηση και τρίτη ηλικία Μάθημα Επιλογής Κωδικός: 005 Εαρινό εξάμηνο 2015

Άσκηση, υγεία και χρόνιες παθήσεις

Ηλικιωμένοι στην Κοινότητα και το Ίδρυμα - στον Αστικό Ιστό και την Ύπαιθρο Συννοσηρότητα

Σχεδιασμός, εφαρμογή και καθοδήγηση προγραμμάτων άσκησης

Υγεία και Άσκηση Ειδικών Πληθυσμών ΜΚ0958. Περιεχόμενο

Σοφία Παυλίδου. 13 ο Μετεκπαιδευτικό Σεμινάριο Έδεσσα, Κυριακή, 12 Φεβρουαρίου 2012

Υγεία και Άσκηση Ειδικών Πληθυσμών ΜΚ0958

Θετική Ψυχολογία. Καρακασίδου Ειρήνη, MSc. Ψυχολόγος-Αθλητική Ψυχολόγος Υποψήφια Διδάκτωρ Κλινικής και Συμβουλευτικής Ψυχολογίας, Πάντειο Παν/μιο

Άσκηση στις αναπτυξιακές ηλικίες

Σχεδιασμός, εφαρμογή και καθοδήγηση προγραμμάτων άσκησης

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΜΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΙΔΗΜΙΑ

Ερώτηση. Ποιο μέτρο συχνότητας υπολογίστηκε;

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗ Η ΟΜΑΔΑ ΜΑς : ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗ, ΚΟΛΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, ΚΟΤΤΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ, ΛΑΖΑΝΗ ΚΩΝ/ΝΑ Η ΥΠΕΥΘΥΝΗ

Μέλη ομάδας: Βασίλης Καρβέλας Κατερίνα Μανιαδάκη Τάσος Κελλάρης Ανδρέας Κατσαρός

Τα οφέλη της άσκησης στην υγεία

2 ο Πρότυπο Πειραματικό Γενικό Λύκειο Αθηνών

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΕΠΙΔΗΜΙΑ ΔΙΑΒΗΤΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΑΠ ΑΥΤΟΝ ΑΤΟΜΩΝ ΝΕΑΡΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ

ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΜΗ ΘΗΛΑΣΜΟ. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΣΤ. ΕΠΙΜΕΛΗΤΡΙΑ Α Π/Δ ΓΝΞΑΝΘΗΣ

Πέτρος Γαλάνης, MPH, PhD Εργαστήριο Οργάνωσης και Αξιολόγησης Υπηρεσιών Υγείας Τμήμα Νοσηλευτικής, Πανεπιστήμιο Αθηνών

Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΜΑΖΙΚΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΣΕ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ, ΔΗΜΟΤΙΚΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΑΘΛΗΣΗΣ. ΤΡΙΓΩΝΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ, Ph.D ΔΙΔΑΣΚΩΝ ΤΕΦΑΑ, ΔΠΘ

Παχυσαρκία και Σακχαρώδης Διαβήτης

Ψυχοκοινωνικοί παράγοντες και καρδιαγγειακά νοσήματα. Κ. Γαργάνη, Δ. Παπαδοπούλου, Κ. Καραγιαννάκη: Αιμοδυναμικό Εργαστήριο «ΓΝ Γ.

Άσκηση και κατάθλιψη. Γιάννης Θεοδωράκης Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΗΜΟΣΙΑΣ ΥΓΕΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ. Επιστηµονικός Υπεύθυνος: Ι. Κυριόπουλος

«Κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες που επηρεάζουν την παχυσαρκία στην προσχολική ηλικία»

Ηλικιωμένοι στην Κοινότητα και το Ίδρυμα - στον Αστικό Ιστό και την Ύπαιθρο. Γνωστικές Λειτουργίες και Ποιότητα Ζωής (ΠΖ)

Μεταβολικό Σύνδρομο και Άσκηση στην παιδική ηλικία: Ο Ρόλος των Αδικοπινών. Θανάσης Τζιαμούρτας ΤΕΦΑΑ Παν. Θεσσαλίας

ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΡΚΙΝΟΥ: ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟ ΤΡΟΠΟ ΖΩΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ

Δρ. Ευριπιδου Πολυκαρπος Παθολογος-Διαβητολογος C.D.A. College Limassol

Σχεδιασμός προγραμμάτων άσκησης με στόχο την προαγωγή της υγείας. 4. Άσκηση και καρδιοπάθειες Άσκηση και υπέρταση. 150

Αποδεδειγμένα από ειδικούς και έρευνες, η καλύτερη προστασία απέναντι στο άγχος και την πίεση της καθημερινότητας είναι η άσκηση. Η προσωπική άσκηση

Η ψυχολογία της άσκησης για κλινικούς πληθυσμούς. Γιάννης Θεοδωράκης Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

ΕΝΟΤΗΤΑ Ι: ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ. 1. Οφέλη και κίνδυνοι που συνδέονται με τη φυσική δραστηριότητα...39

Ο Διαβήτης στα παιδιά και στους εφήβους

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ. Θεματική Ενότητα 2: Βιολογική και φυσιολογική βάση των κινήτρων

Θ. Λάππα 1, Α. Τσαγκάρη 1, Μ. Σταματοπούλου 1, Ν. Καραλιά 1, Δ. Στεφανή 2,, Κ. Κυρέ 2, Α. Δρόσος 2, Ι. Κυριαζής 3

Παρουσίαση του προβλήματος

ΑΣΚΗΣΗ ΥΓΕΙΑ ΖΩΝΤΑΝΙΑ

ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΑΣ 2019 ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΩΝ ΠΑΘΗΣΕΩΝ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ. ΡΟΥΜΤΣΙΟΥ ΜΑΡΙΑ Νοσηλεύτρια CPN, MSc Α Παιδιατρικής κλινικής ΑΠΘ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

Νικηταράς Νικήτας αν. καθηγητής ΑΣΚΗΣΗ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ

Άσκηση και Αποκατάσταση Νευρομυϊκών Προβλημάτων

ΦΥΣΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ. ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 1 ου ΤΕΤΡΑΜΗΝΟΥ Α2 1 ο ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΚΙΑΤΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΠΑΡΡΑ ΕΛΕΟΝΩΡΑ

ΓΡΙΒΑΣ Γ.

Ερευνητική εργασία project. 2ο ΕΠΑΛ ΓΑΛΑΤΣΙΟΥ ΤΜΗΜΑ: Α3 ΣΧ.ΕΤΟΣ «ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ: Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ;» Υποθέμα: ΠΟΔΗΛΑΤΟ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ

Εμπειρίες από υπηρεσίες ψυχικής ενδυνάμωσης για παιδιά στο Ηνωμένο Βασίλειο. Π. Παναγοπούλου, MD, MPH, PhD Παιδίατρος

Ψυχολογία ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια στο Γενικό Νοσοκομείο

Οφέλη από την σταφυλοθεραπεία

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ! Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ. το ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ, Επιστήμες της αγωγής Διευθυντής Μιχάλης Κασσωτάκης.

ΣΑΚΧΑΡΩΔΗΣ ΔΙΑΒΗΤΗΣ και ΚΑΡΚΙΝΟΣ: συνύπαρξη ή αιτιολογική σχέση;

Από τον Κώστα κουραβανα

Περιεχόμενα. Θεμέλια. της αθλητικής ψυχολογίας 11. Τα κίνητρα στον αθλητισμό και στην άσκηση 43. Κεφάλαιο 2

Υγεία και Άσκηση Ειδικών Πληθυσμών ΜΚ0958

17/12/2007. Βασιλική Ζήση, PhD

29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ: ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΡΔΙΑΣ ΑΣΚΗΣΗ & ΚΑΡΔΙΑ

Εταιρικές Δράσεις Προαγωγής Υγείας & Ευεξίας

Η ΥΓΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΟΑΓΩΓΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

Φυσική δραστηριότητα. Μάνου Βασιλική, Ph.D Διδάσκουσα στο ΤΕΦΑΑ Τρικάλων

Άσκηση και Καρδιοπάθειες

ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΕΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ Ι

Ε Ν Η Μ Ε Ρ Ω Σ Ο Υ. νεφρά

Άσκηση, αυτοεκτίμηση, εικόνα του σώματος,αυτοπεποίθηση και ψυχική υγεία 29/3/2012

Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΙΔΙΟΠΑΘΟΥΣ ΥΠΕΡΤΑΣΗΣ: ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΗΝ ΣΥΝΝΟΣΗΡΟΤΗΤΑ ΑΠΌ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

«ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΣΕ ΓΟΝΕΙΣ & ΦΡΟΝΤΙΣΤΕΣ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΝΟΗΤΙΚΗ ΥΣΤΕΡΗΣΗ»

Προσωπικότητα και Άσκηση. 2η διάλεξη «Άσκηση & Ψυχική Υγεία»

Ο αθλητισμός είναι πανάρχαιος θεσμός των αρχαίων ελλήνων. Ανάλογα δε με την ιδιοσυγκρασία, το περιβάλλον, τον βαθμό ανάπτυξης της άμιλλας, την πείρα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Εισαγωγή Μεθοδολογία της Έρευνας ΕΙΚΟΝΑ 1-1 Μεθοδολογία της έρευνας.

«Η Διατήρηση της Σεξουαλικότητας μετά τον Γυναικολογικό Καρκίνο»

Μειώστε τον κίνδυνο για πρόωρο θάνατο µε τα Ωµέγα-3

Σχεδιασμός και Διεξαγωγή Πειραμάτων

Ν. Κατσίκη[1], Α. Γκοτζαμάνη-Ψαρράκου[2], Φ. Ηλιάδης[1], Τρ. Διδάγγελος[1], Ι. Γιώβος[3], Δ. Καραμήτσος[1]

ΟΡΕΙΝΗ ΠΟΔΗΛΑΣΙΑ. Υπεύθυνοι καθηγητές: Μπάρπας Κων/νος Αναστασιάδου Αντιγόνη

Συνολικό οικονομικό κόστος της καρδιαγγειακής νόσου

Adoption of Exercise & Health behaviors in clinical populations

Μάθημα Επιλογής Κωδικός: 005 Εαρινό εξάμηνο

ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΓΕΙΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ ΙΩΣΗΦ

ΜΟΥΣΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ ΣΧ. ΕΤ Α ΤΕΤΡΑΜΗΝΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ Β ΛΥΚΕΙΟΥ

ΑΝΑΦΟΡΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ (STATE OF THE ART) ΤΟΥ ENTELIS ΕΚΔΟΣΗ EΥΚΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ

Παράμετροι που επηρεάζουν την εργασιακή ικανοποίηση των νοσηλευτών σε στρατιωτικό και πολιτικό νοσοκομείο των Αθηνών. Αναζήτηση αιτιών διαφοροποίησης

Ψυχολογική Προετοιμασία Αθλητών Τσορμπατζούδης Χαράλαμπος ΤΕΦΑΑ-Α.Π.Θ.

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΥΜΦΩΝΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΕΥΕΞΙΑ

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΟ ΥΛΙΚΟ. για την έρευνα. «Πανελλήνια Επιδημιολογική Μελέτη Καταγραφής Στοματικής Υγείας»

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ & ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ. ΚΕ 0918 «Βιοχημική Αξιολόγηση Αθλητών»

Άσκηση σε Κλινικούς Πληθυσμούς ΜΚ1118

Πρόληψη στα καρδιαγγειακά νοσήματα

Ψυχική υγεία και εργασία στο επίκεντρο της Παγκόσμιας Ημέρας Ψυχικής Υγείας

"Η Ενίσχυση της Κοινωνικής Λειτουργικότητας του Χρόνιου Ασθενή και της Οικογένειάς του μέσα από την Κατ Οίκον Φροντίδα"

Ερωτήσεις Αθλητικής Ψυχολογίας Σχολή Προπονητών Γυμναστικής

Transcript:

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ Ί ΔΡΥΜΑ ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΙΤΛΟΣ Η ΠΑΡΑΚΙΝΗΣΗ ΓΙΑ ΑΣΚΗΣΗ ΣΤΗ 3Η ΗΛΙΚΙΑ ΣΠΟΥΔΑΣΤΡΙΑ: Βαλσαμίδου Μαρία ΑΕΜ:4325 ΕΠΟΠΤΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Δεκέμβριος 2009 Παπαδόπουλος Δημήτριος ΚΑΒΑΛΑ 2009 Εκπονηθείσα πτυχιακή εργασία απαραίτητη για την κτήση του βασικού πτυχίου 1

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Η εκπόνηση της εργασίας δεν θα γινόταν χωρίς την βοήθεια όλων όσων προσφέρθηκαν να βοηθήσουν στην διεξαγωγή της έρευνας. Καθώς επίσης και στην αμέριστη βοήθεια και συμπαράσταση του κ. Δημήτριο Παπαδόπουλου. 2

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της υγείας του κάθε ατόμου στις μέρες μας αποτελεί η άθληση. Με την άθληση τα άτομα μπορούν να έχουν ένα υγειές σώμα κάτι το όποιο συνεπάγεται και την καλή διατήρηση της υγείας. Τα άτομα μεγαλυτέρων ηλικιών συνήθως χρησιμοποιούν ως μέθοδο εκγυμνάσεις τους σώματος το περπάτημα και τα άτομα αυτά αποτελούν την μειονότητα των μεγαλυτέρων ηλικιών. Οι μέθοδοι παρακίνησης τους προς την άθληση ποικίλουν παρ όλα αυτά είναι λίγοι εκείνοι που μπορούν πραγματικά να παρακινηθούν ώστε να ξεκινήσουν ένα σωστό πρόγραμμα εκγύμνασης. Οι λόγοι για τους οποίους ο καθένας από αυτούς επιλέγει η όχι να γυμναστεί είναι επίσης πολλοί. Όσοι επιλέξουν να γυμναστούν συνήθως προτιμούν ένα πρόγραμμα το οποίο δεν θα καταπονεί το σώμα τους λόγω της ηλικίας τους. Άλλοι πάλι θεωρούν πως είναι αρκετά μεγάλοι ώστε να γυμναστούν και πως κάτι τέτοιο θα ήταν πάρα πολύ εξουθενωτικό. Η παρούσα εργασία αποτελείται από το βασικό κείμενο, το οποίο είναι κατανεμημένο σε 3 κεφάλαια, τις βιβλιογραφικές αναφορές και το παράρτημα, όπου παρατίθενται το ερωτηματολόγιο της έρευνας και οι στατιστικές αναλύσεις. 3

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ 2 ΠΡΟΛΟΓΟΣ 3 ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 4 ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΙΝΑΚΩΝ 7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ1 9 ΕΙΣΑΓΩΓΗ 9 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 11 ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ 11 2.1.Η συμβολή της άσκησης στην υγεία. 11 2.1.1. Η συμβολή της άσκησης στην φυσική υγεία. 11 2.1.2. Η συμβολή της άσκησης στην ψυχική και πνευματική υγεία 13 2.1.3. Η συμβολή της άσκησης στην υγεία κατά την πάροδο της ηλικίας. 16 2.1.4. Η συμβολή της άσκησης στην οικονομία του ατόμου. 17 2.2. Η συμμετοχή στην άσκηση. 20 2.3. Η παρακίνηση. 24 2.3.1. Παρακίνηση για συμμετοχή στην άσκηση. 27 2.3.2. Εσωτερική και Εξωτερική παρακίνηση. 30 2.4. Η θεωρία του Αυτοκαθορισμού. 32 2.4.1. Η θεωρία του Αυτοκαθορισμού και η συμμετοχή στην άσκηση. 38 2.4.1.1. Ικανοποίση ψυχικών αναγκών και συμμετοχή στην άσκηση. 38 2.4.2. Αυτοκαθορισμος και σταθμοί αλλαγής. 41 2.5. Κίνητρα, Παρακινητική ρύθμιση και συμμετοχή στην άσκηση. 42 2.5.1. Κίνητρα συμμετοχής ενηλίκων στην άσκηση. 46 2.6. Σκοπός εργασίας. 48 2.7. Ανάπτυξη ερευνητικών υποθέσεων. 48 2.8 Ερευνητικοί περιορισμοί. 51 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 52 ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ 52 3.1. Δείγμα. 52 3.2. Όργανο μέτρησης. 52 3.3. Έλεγχος αξιοπιστίας και εγκυρότητας. 54 3.4. Έλεγχος οργάνου. 55 4

3.5. Ανάλυση δεδομένων. 61 3.6. Αποτελέσματα. 63 3.7. Ερευνητικές υποθέσεις. 63 ΚΕΦΑΛΙΟ 4 71 ΣΥΖΗΤΗΣΗ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 71 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 73 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 93 Α. ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ 93 Β.ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΝ ΠΙΝΑΚΩΝ SPSS 21. Στατιστικός Πίνακας 1η ΔΙΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΟΝΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ. KMO and Bartlett's Test. 97 22. Στατιστικός Πίνακας 1η ΔΙΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΟΝΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ. Communities. 97 23. Στατιστικός Πίνακας1 η ΔΙΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΟΝΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ.Total Variance Explained. 98 24. Στατιστικός Πίνακας 1η ΔΙΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΟΝΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ.Rotated Component Matrix(a). 100 25. Στατιστικός Πίνακς 1η ΔΙΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΟΝΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ.Component Transformation Matrix. 101 26 Στατιστικός Πίνακας 1η ΔΙΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΟΝΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ. Case Processing Summary. 101 27. Στατιστικός Πίνακας. 1η ΔΙΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΟΝΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ. Reliability Statistics,Case Processing Summary. 102 28. Στατιστικός Πίνακας. 1η ΔΙΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΟΝΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ. Case Processing Summary, Reliability Statistics. 102 29. Στατιστικός Πίνακας. 1η ΔΙΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΟΝΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ. Case Processing Summary, Reliability Statistics 102 30. Στατιστικός Πίνακας. 1η ΔΙΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΟΝΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ. Case Processing Summary, Reliability Statistics. 102 5

31. Στατιστικός Πίνακας. 1η ΔΙΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΟΝΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ. Case Processing Summary, Reliability Statistics. 32. Στατιστικός Πίνακας. 1η ΔΙΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΟΝΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ. Case Processing Summary, Reliability Statistics. 33. Στατιστικός Πίνακας. 1η ΔΙΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΟΝΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ. Case Processing Summary, Reliability Statistics. 34. Στατιστικος Πίνακας 2η ΔΙΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΟΝΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ. KMO and Bartlett's Test, Communalities, Total Variance Explained, Component Matrix(a). 104 35. Στατιστικός Πίνακας 2η ΔΙΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΟΝΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ. Case Processing Summary, Reliability Statistics. 105 36. Στατιστικός Πίνακας 1η Ερευνητική Υπόθεση Regression Παλινρόμηση Model Summary, Variables Entered/Removed(b), ANOVA(b), Coefficients(a). 105 37. Στατιστικός Πίνακας 2η Ερευνητική Υπόθεση Regression Παλινρόμηση Model Summary, Variables Entered/Removed(b), ANOVA(b), Coefficients(a). 106 38. Στατιστικός Πίνακας 3η Ερευνητική Υπόθεση T-Test Συκριση βαθμού συσχέτισης Group Statistics, Independent Samples Test. 107 39. Στατιστικός Πίνακας 5η Ερευνητική Υπόθεση Regression Παλινρόμηση Model Summary, Variables Entered/Removed(b), ANOVA(b), Coefficients(a). 107 40. Στατιστικός Πίνακας 6η Ερευνητική Υπόθεση Regression Παλινρόμηση Model Summary, Variables Entered/Removed(b), ANOVA(b), Coefficients(a). 109 41. Στατιστικός Πίνακας 7η Ερευνητική Υπόθεση T-Test Συκριση βαθμού συσχέτισης Group Statistics, Independent Samples Test. 109 42. Στατιστικός Πίνακας 8η Ερευνητική Υπόθεση T-Test Συκριση βαθμού συσχέτισης Group Statistics, Independent Samples Test. 112 103 103 104 6

ΠΙΝΑΚΕΣ ΠΙΝΑΚΩΝ 1. Πίνακας«Εκατοστιαίων ποσοστών ανδρών και γυναικών, που ασχολούνται συστηματικά με κάποια μορφή άσκησης στην Ελλάδα ανά ομάδα ηλικιών». 21 2. Πίνακας«Η εννοιολογική ιεράρχηση, στο πλαίσιο της οποίας οι βασικές ψυχολογικές ανάγκες και η παρακίνηση παρουσιάζονται σε τρία επίπεδα γενίκευσης» 36 3. Πίνακας: «Ανταγωνισμός/Αναγνώριση». 55 4. Πίνακας: «Φυσική κατάσταση». 56 5. Πίνακας: «Εμφάνιση/ Διαχείριση Βάρους». 57 6. Πίνακας:«Απόλαυση/Αναζωογόνηση». 57 7. Πίνακας :«Σύνδεση». 58 8. Πίνακας: «Υγεία». 58 9. Πίνακας;«Διαχείριση στρες». 59 10. Πίνακας: Παράγοντας 2ης τάξεως που ονομάστηκε «Παρακίνηση για άσκηση». 60 ΙΙ.Πίνακας «Η 1η Ερευνητική Υπόθεση υποθέτει ότι όσο υψηλότερη είναι η παρακίνηση για άσκηση, τόσο εντονότερη η συμμετοχή στην άσκηση». 63 12. Πίνακας «Η 2η Ερευνητική Υπόθεση υποστηρίζει ότι όσο υψηλότερα είναι τα εσωτερικά κίνητρα, τόσο εντονότερη θα είναι η συμμετοχή στην άσκηση». 63 13. Πίνακας«Η Ερευνητική υπόθεση 3 υποστηρίζει ότι η ύπαρξη προβλημάτων υγείας που βελτιώνονται με την άσκηση οδηγεί στην μεγαλύτερη συμμετοχή στην άσκηση». 64 14. Πίνακας «Η Ερευνητική υπόθεση 3 υποστηρίζει ότι η ύπαρξη προβλημάτων υγείας που βελτιώνονται με την άσκηση οδηγεί στην μεγαλύτερη συμμετοχή στην άσκηση». 64 15. Πίνακας «Η 5η Ερευνητική Υπόθεση υποστηρίζει ότι η αύξηση της ηλικίας διαφοροποιεί την παρακίνηση των ενηλίκων για άσκηση». 66 16. Πίνακας «Η 6η ερευνητική υπόθεση υποστηρίζει ότι η αύξηση της ηλικίας διαφοροποιεί τη συμμετοχή των ενηλίκων για άσκηση». 66 17. Πίνακας «Η 7η Ερευνητική υπόθεση υποστηρίζει ότι ή παρακίνηση για άσκηση των ανδρών και γυναικών της τρίτης ηλικίας είναι διαφοροποιημένη». 67 18. Πίνακας «Η 7η Ερευνητική υπόθεση υποστηρίζει ότι ή παρακίνηση για άσκηση των ανδρών και γυναικών της τρίτης ηλικίας είναι διαφοροποιημένη». 68 7

19. Πίνακας «Η 8η Ερευνητική υπόθεση υποστηρίζει ότι ο βαθμός συμμετοχής στην άσκηση μεταξύ των ανδρών και γυναικών της τρίτης ηλικίας είναι διαφοροποιημένος». 69 20. Πίνακας «Η 8η Ερευνητική υπόθεση υποστηρίζει ότι ο βαθμός συμμετοχής στην άσκηση μεταξύ των ανδρών και γυναικών της τρίτης ηλικίας είναι διαφοροποιημένος». 69 8

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Είναι παράδοξο το γεγονός ότι ενώ οι κάτοικοι των δυτικών χωρών έχουν το υψηλότερο επίπεδο ζωής και το καλύτερο σύστημα υγείας, συμπεριλαμβάνονται μεταξύ των λιγότερο υγειών πληθυσμών του κόσμου. Το γεγονός αυτό οφείλεται στις πολλές ανθυγιεινές τους συνήθειες, οι οποίες τους οδηγούν στην παχυσαρκία και στις επακόλουθες ασθένειες. Ένας πρωταρχικός προσδιορισμός του προβλήματος αυτού συνδέεται με την έλλειψη κανονικής άσκησης (Anshel, 2007). Τις τελευταίες δεκαετίες υφίσταται μια παγκόσμια αποδοχή μεταξύ των αρχών της υγείας ότι η φυσική δραστηριότητα συνιστά ένα βασικό στοιχείο της υγιεινής ζωής (World Health Organization, 1995). Η άσκηση προσδιορίστηκε να προάγει την φυσική κατάσταση και τη συνολική υγεία περισσότερο από 40%, στα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, τα οποία συμμετείχαν σε αυτήν και σε κάθε μορφής φυσική δραστηριότητα (Scharff, 1999). Οι Pate et al., (1995) υποστηρίζουν ότι η άσκηση θεωρείται ένας σημαντικός παράγων μείωσης της νοσηρότητας και της θνησιμότητας. Η κατανόηση του γιατί οι άνθρωποι ασκούνται αποτελεί μια κεντρική εστίαση της υγείας και της ψυχολογίας της άσκησης (Biddle, Fox, & Boutcher, 2000). Οι αιτίες της φυσικής αδράνειας των ενηλίκων είναι πολυπαραγοντικές, ωστόσο η παρακίνηση αποτελεί τον κύριο παράγοντα που μπορεί να επηρεάσει τη συμμετοχή στην άσκηση (Conn, 1998; Kemp, 1988). Η παρακίνηση, η οποία κατά τους King et al. (1992) αποτελεί ένα ψυχολογικό χαρακτηριστικό, μπορεί να υποδείξει τον τύπο του ατόμου που πρόκειται να συμμετέχει στην κανονική άσκηση Οι έννοιες της φυσικής δραστηριότητας και της άσκησης έχουν αποτελέσει σημείο διαφωνίας αρκετών θεωρητικών. Οι Buckworth and Dishman (2002) αναγνωρίζουν την πρόκληση και την σπουδαιότητα του να έχουν οι ερευνητές και οι τεχνικοί της άθλησης ένα κοινό ορισμό για τον καθορισμό της. Στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας υιοθετείται η άποψη του Ploncynski (2003), η οποία καθορίζει την άσκηση ως ένα 9

στοιχείο της φυσικής δραστηριότητας, το οποίο σχεδιάζεται, δομείται και επαναλαμβάνεται, με σκοπό την αύξηση ορισμένων παραμέτρων της φυσικής κατάστασης. Η φυσική δραστηριότητα αποτελεί ένα γενικότερο όρο, ο οποίος συμπεριλαμβάνει κάθε δραστηριότητα που απαιτεί την κίνηση του σώματος και αυξάνει την κατανάλωση ενέργειας (Ploncynski, 2003). Παρά τα καλά τεκμηριωμένα στοιχεία, τα οποία συνηγορούν υπέρ των ωφελειών της άσκησης στη φυσική και πνευματική υγεία και παρά το μεγάλο αριθμό προωθητικών εκστρατειών των δημόσιων οργανισμών υγείας, που αναδεικνύουν τη σπουδαιότητα της συμμετοχής στην άσκηση, στοιχεία από τις αναπτυγμένες χώρες δείχνουν ότι η πλειοψηφία του ενήλικου πληθυσμού δεν είναι επαρκώς φυσικά δραστήρια, προκειμένου να αποκομίσει τα προαναφερθέντα οφέλη. Αντίθετα, τα στοιχεία υποστηρίζουν ότι περισσότεροι από το 70% των ενηλίκων δεν ακολουθούν τις σχετικές με τη συμμετοχή στην άσκηση συμβουλές (Department of Health, 1996). Σύμφωνα με τους Matsumo και Takenaka (2004) η παρακίνηση των ενηλίκων να ξεκινήσουν ένα πρόγραμμα άσκησης και να παραμείνουν σε αυτό παραμένει μια κρίσιμη και παγκόσμια πρόκληση κατά τον 21ο αιώνα. Με δεδομένο το προσωπικό και κοινωνικό κόστος, που συνδέεται με την έλλειψη φυσικής δραστηριότητας, η σπουδαιότητα της κατανόησης των κινήτρων των ενηλίκων ατόμων για την υιοθέτηση μιας συμπεριφοράς άσκησης και την επιμονή τους σε αυτή δεν μπορεί να παραβλέπεται (Grodesky et al., 2006). Ωστόσο, η παρακίνηση δεν αποτελεί το μοναδικό παράγοντα που επηρεάζει τη συμμετοχή στην άσκηση. Ερευνητές, οι οποίοι υιοθετούν το οικολογικό πλαίσιο, υποστηρίζουν ότι ένας συνδυασμός δημογραφικών, ψυχολογικών και περιβαλλοντολογικών μεταβλητών θα μπορούσε να ερμηνεύσει καλύτερα τη σχετιζόμενη με τη φυσική δραστηριότητα συμπεριφορά παρά κάθε μια από τις έννοιες αυτές μοναχή της (Lee & Spence, 2003). Οι Dishman και Buckworth (1996) υποστηρίζουν ότι οι παρεμβάσεις μπορούν να αυξήσουν τη συμμετοχή στη φυσική δραστηριότητα. 10

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ 2.1 Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑ 2.1.1. Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΣΤΗ ΦΥΣΙΚΗ ΥΓΕΙΑ Η παχυσαρκία αποτελεί ένα σύγχρονο σημαντικό πρόβλημα της δημόσιας υγείας, με συνεχώς αυξανόμενες διαστάσεις, αφού θεωρείται ότι αυξάνει τον κίνδυνο για διαβήτη, υπέρταση, καρδιόπαθειες, ανάπτυξη νεοπλασιών του παχέως εντέρου, του προστάτη, του παγκρέατος της χοληδόχου κύστης, των νεφρών, των ωοθηκών, του ενδομητρίου και του μαστού. Συνδέεται ακόμη με τη γενική θνησιμότητα (EPIC, 2002; Page και Asire, 1981; Siitery, 1987). Η παχυσαρκία οφείλεται στην υπερκατανάλωση τροφής και στην έλλειψη φυσικής δραστηριότητας. Στην Ελλάδα περισσότεροι του 50% των ανδρών είναι υπέρβαροι σε κάθε ηλικία, ενώ παχύσαρκοι είναι το 20-30%, με τα υψηλότερα ποσοστά να εμφανίζονται στην μεγαλύτερη των 45 ετών ηλικία. Στις γυναίκες πάνω από το ένα τρίτο είναι υπέρβαρες μετά τα 3 5 έτη, ενώ το ποσοστό παχυσαρκίας διπλασιάζεται μετά τα 45 έτη και ξεπερνά το 50% μετά τα 65 έτη. Ως απόρροια της κατάστασης αυτής υπολογίζεται ότι ο ένας στους 10 θανάτους, που επέρχεται πρόωρα στην Ελλάδα, οφείλεται στην παχυσαρκία. Αυτό σημαίνει ότι περισσότεροι από 20 θάνατοι κάθε μέρα σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με τη παχυσαρκία (EPIC, 2002). Στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής ο ετήσιος αριθμός θανάτων, που σχετίζεται με τη φυσική αδράνεια, υπολογίζεται ότι ξεπερνά τις 250000 (Hahn et al., 1990). Μια πληθώρα επιστημονικών ευρημάτων υπογραμμίζει τη θετική επίδραση της φυσικής δραστηριότητας πάνω στη ζωή των ανθρώπων. Η αναφορά της Surgeon General s, σχετικά με τη φυσική δραστηριότητα και την υγεία, υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα του φυσικά δραστήριου τρόπου ζωής στην πρόληψη των χρόνιων παθήσεων και στην προώθηση της υγείας και της ευεξίας. Η αναφορά συνδέει τον καθιστικό τρόπο ζωής με την οστεοπόρωση, τη παχυσαρκία, την κατάθλιψη και τους 11

κλιμακούμενους ρυθμούς θανάτων από τη στεφανιαία νόσο, τον διαβήτη τύπου 2 και τον καρκίνο του εντέρου (United States Department of Health & Human Services (USDHHS), 1996, p. 21). Ερευνητικά ευρήματα δείχνουν ότι η μέτριας έντασης φυσική δραστηριότητα συμβάλλει στη μείωση της αρτηριακής πίεσης, της αντίσταση της ινσουλίνης (insulin resistance, glucose intolerance), των τριγλυκεριδίων (Fletcher και Trejo, 2005; Branka, 1999), των λιποπρωτεϊνών χαμηλής πυκνότητας (LDL). Αντίθετα, αυξάνει τις των λιποπρωτεΐνες υψηλής πυκνότητας (HDL) (Haskel, 1986) και την αντοχή του καρδιαγγειακού συστήματος (Michael και Kenneth, 2005). Θεωρείται ακόμη ότι μειώνει τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου (Shephard και Trudeau, 2005). Η παχυσαρκία βρέθηκε να συσχετίζεται με την ανάπτυξη νεοπλασιών του παχέως εντέρου, του προστάτη, του παγκρέατος της χοληδόχου κύστης, των νεφρών, των ωοθηκών, του ενδομητρίου και του μαστού (Page και Asire, 1981; Siitery, 1987). Ανθυγιεινές συνήθειες, όπως το κάπνισμα και η κατανάλωση αλκοόλ, που συνήθως αποφεύγονται από τους αθλούμενους, συνδέονται με νεοπλασίες των πνευμόνων και του ήπατος αντίστοιχα. Ο Shephard (1990) αναφέρει ως παράδοξο το γεγονός ότι η δυνατότητα της άσκησης στην πρόληψη ή την καθυστέρηση ανάπτυξης νεοπλασιών ελάχιστα αναφέρεται. Οι Frish et al. (1989) και Wyshak et al. (1986) βρήκαν ότι οι αθλούμενοι είχαν λιγότερες πιθανότητες να αναπτύξουν διάφορα είδη νεοπλασματικών ασθενειών, από ότι οι μη αθλούμενοι. Το ανοσολογικό σύστημα του ανθρώπινου οργανισμού, εκτός από την αντιλοιμογόνα δράση του, ασκεί και κάποια αντινεοπλασματική επίδραση. Εξουδετερώνει δηλαδή κάποια κύτταρα, που εμφανίζουν νεοπλασματική εκτροπή. Ο εποπτικός αυτός ρόλος του ανοσοποιητικού συστήματος, καλείται ανοσοεπιτήρηση. Όμως και η ιοκτόνα δράση του ανοσοποιητικού συστήματος, σχετίζεται με τον περιορισμό της ανάπτυξης νεοπλασιών, αφού οι ιοί ενέχονται για το 20% της ανάπτυξης νεοπλασματικών ασθενειών στις γυναίκες και 8 με 10% στους άνδρες (Χατζηκωνσταντίνου, 1993). Η μέτριας έντασης σωματική άσκηση ενισχύει την αντινεοπλασματική ανοσοεπιτήρηση. 12

Υποστηρίζεται ότι με την άσκηση αυξάνεται ο αριθμός, η εκατοστιαία αναλογία και η δραστικότητα των φυσικών κυττάρων φονέων (ΝΚ), των φονικών κυττάρων που δραστηριοποιούνται από λεμφοκίνες (LAC), των κυτταροτοξικών Τ - λεμφοκυττάρων (TC). Ενισχύεται η κυτταρολυτική δραστηριότητα των μακροφάγων και αυξάνεται η παραγωγή των ανοσοσφαιρινών, ορισμένων λεμφοκινών, ιντερλευκινών, ιντερφερόνης και παραγόντων νέκρωσης κυττάρων όγκων (TNF) (Simon, 1984). Έρευνα, διαρκείας 23 ετών (1970-1993), έδειξε τη μείωση όλων των αιτιών θνησιμότητας, καθώς και της προερχόμενης από καρδιαγγειακές παθήσεις θνησιμότητας στους άνδρες, οι οποίοι ασκούνταν με μέτρια έως υψηλή ένταση (Church et. al, 2001). Επιπροσθέτως, ο Paffenbarger et al. (1991) προσδιόρισε την κατά 37% μειωμένη συνολική θνησιμότητα των ατόμων που ασκούνταν, σε σχέση με τα άτομα που διήγαν καθιστική ζωή. Ο Anderson et al. (2000) προσδιόρισαν σε 50% την μείωση της θνησιμότητας σε άνδρες και γυναίκες που γυμνάζονταν από μέτρια έως έντονα, ενώ ο Joliffe et al. (2002) βρήκε μείωση της γενικής θνησιμότητας κατά 27% σε μία παρεμβατική ομάδα άσκησης. Η χρησιμότητα της άσκησης ως μέτρο πρόληψης, ως μέρος της θεραπείας, είτε ως μέθοδος μείωσης των συμπτωμάτων, είναι ευρέως αποδεκτή στις περιπτώσεις πολλών ασθενειών. Ανάμεσα σε αυτές, περιλαμβάνονται οι βρογχοπνευμονοπάθειες, η κυστική ίνωση, ο σακχαρώδης διαβήτης, η νεφρολιθίαση κ.ά. (Biddle και Fox, 1989). 2.1.2. Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΣΤΗ ΨΥΧΙΚΗ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΥΓΕΙΑ Πολλές ερευνητικές εργασίες έχουν εστιάσει στη συμβολή της άσκησης πάνω στην πνευματική και ψυχική υγεία. Έχει ήδη υποδειχθεί ότι η φυσική δραστηριότητα σχετίζεται με τη θετική πνευματική υγεία (World Health Organization, 1995) τόσο των ατόμων με σχετικά προβλήματα, όσο και των υγειών ατόμων (Camacho et al., 1991; Weyer, 1992). Υπάρχουν ευρήματα που υποστηρίζουν ότι η φυσική 13

δραστηριότητα προλαμβάνει προβλήματα πνευματικής υγείας (Stiles και Gôtestam, 1990), προβλέπει πνευματικά προβλήματα υγείας στην ύστερη ζωή (Camacho et al., 1991; Weyer, 1992) και βελτιώνει την πνευματική υγεία (Dishman, 1986). Όσον αφορά την ψυχική υγεία, είναι σημαντικό να υπογραμμισθεί μάλιστα ότι τα θετικά αυτά αποτελέσματα της άσκησης πάνω της εγκαθίστανται όχι μετά από μακροχρόνια συμμετοχή, αλλά από τον πρώτο καιρό συμμετοχής στην άσκηση, ύστερα δηλαδή από μερικές εβδομάδες ή μήνες (Buckworth και Dishman, 2002; Leith, 1998 ). Οι Buckworth και Dishman (2002), κατά την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας που πραγματοποίησαν, προσδιόρισαν ότι η για μερικούς μήνες συμμετοχή σε προγράμματα αεροβικής άσκησης, μπορεί να μειώσει το χρόνιο στρες. Ο μηχανισμός μέσω του οποίου εγκαθίστανται τα θετικά αυτά αποτελέσματα φαίνεται να είναι ο περισπασμός από τις δυσάρεστες σκέψεις ή/και η αύξηση της αίσθησης του ελέγχου ή commitment that buffers the impact of stressful events (ισχύς στρεσογόνων συμβάντων ( Leith, 1998). Η άσκηση και πιο συγκεκριμένα ή αερόβια, έχει ευνοϊκά αποτελέσματα τόσο στις οξείες όσο και στις χρόνιες καταστάσεις άγχους, ακόμη και ύστερα από μια μικρή σε χρόνο συμμετοχή (Petruzzello et al., 1991). Η πλέον πρόσφατη και ολοκληρωμένη επισκόπηση βιβλιογραφίας σχετικά με το θέμα της επίδρασης της άσκησης στην ψυχική υγεία, είναι ίσως αυτή των Berger και Motl (2000). Οι ερευνητές εξέτασαν μελέτες που διεξήχθησαν για περισσότερο από 25 χρόνια, κατά τις οποίες η διάθεση μετρήθηκε συγκεκριμένα με το όργανο Profile of Mood States (POMS) και συμπεραίνουν ότι υφίσταται αναμφίβολη υποστήριξη για τη βελτίωση της διάθεσης των ατόμων που συμμετέχουν στην άσκηση. Πιο συγκεκριμένα προσδιορίζουν την αύξηση της σφριγιλότητας, τη μείωση της έντασης, της κατάθλιψης, της οργής, της σύγχυσης και της εξάντλησης. Οι αλλαγές αυτές της διάθεσης αποδίδονται από τους ερευνητές στην επίδραση της άσκησης πάνω στους ψυχολογικούς μηχανισμούς, μέσω της ανόδου της αυτοαντίληψης, των αισθημάτων της αυτοαποτελεσματικότητας, της απόλαυσης, τις προσδοκίες ψυχολογικών ωφελειών, του διαλείμματος από την ρουτίνα της 14

καθημερινότητας και της αυξημένης αίσθησης ελέγχου. Φυσιολογικοί μηχανισμοί, όπως για παράδειγμα οι ορμόνες ή οι νευροδιαβιβαστικές ουσίες κορτιζόλη, ενδορφίνη, μονοαμίνη, που αντανακλούν βιοχημικές αλλαγές. μπορούν επίσης να ερμηνεύσουν μερικά τη διαφοροποίηση της διάθεσης (Anshel, 2007). Για παράδειγμα, έχει αναφερθεί ότι η άσκηση αυξάνει τη σύνθεση της σερετονίνης στον εγκέφαλο (Chaouloft, 1997). Η σεροτονίνη είναι ένας νευροδιαβιβαστής του ανθρώπινου εγκέφαλου. Χαμηλά επίπεδα της σεροτονίνης, εμπλέκονται στην εμφάνιση κατάθλιψης. Διάφορες εργασίες έχουν εστιάσει στα αρνητικά κοινωνικά αποτελέσματα για τα υπέρβαρα και παχύσαρκα άτομα, καθώς ο στιγματισμός και οι διακρίσεις απέναντι στα άτομα αυτά είναι εκτεταμένα (Vartanian και Shaprow, 2008). Σύμφωνα με τους Puhl και Brownell (2001) τα παχύσαρκα άτομα αντιμετωπίζουν διακρίσεις σε κάθε πεδίο της ζωής τους, από τις αισθηματικές τους σχέσεις έως την εργασία τους. Αρνητικές στάσεις και στερεοτυπικές αντιλήψεις για τα παχύσαρκα άτομα εκφράζονται ρητά και άρρητα (Teachman et al., 2003), σήμερα περισσότερο από προηγούμενες εποχές (Latner και Stunkard, 2003) και μερικές φορές μάλιστα από επαγγελματίες του τομέα της υγείας (Schwart et al., 2003). Αν και περιορισμένες σε αριθμό, ορισμένες ερευνητικές εργασίας υποστηρίζουν ότι ο στιγματισμός της παχυσαρκίας συνδέεται με την αύξηση της κατάθλιψης, τη δυσαρέσκεια με το σώμα καθώς και με χαμηλή αυτοεκτίμηση (Friedman et al., 2005;). Ωστόσο οι Vartanian και Shaprow (2008) δεν προσδιόρισαν σύνδεση μεταξύ παχυσαρκίας και χαμηλής αυτοεκτίμησης. Θα πρέπει όμως να παρατηρηθεί ότι το δείγμα της ερευνητικής τους εργασίας ήταν εξαιρετικά μικρό (Ν = 100) και καθόλου αντιπροσωπευτικό, καθώς αποτελούνταν αποκλειστικά από νεαρές φοιτήτριες πανεπιστημίου (Μ ηλικίας = 20.1 ετών). Η μέτριας έντασης φυσική δραστηριότητα βρέθηκε να επιδρά θετικά στην ψυχολογική και γνωστική υγεία μειώνοντας τις επιπτώσεις ή το βαθμό του άγχους και της κατάθλιψης (Gilbody et al., 2002, Paluska και Schwenk, 2000), ευνοώντας παράλληλα την εγκατάσταση μιας αίσθησης συναισθηματικής ευεξίας (Taylor et al., 2004). Η 15

συναισθηματική ευεξία ορίζεται ως μια μεγάλη ποσότητα θετικής παρά αρνητική επίδρασης, που συνοδεύεται από αισιόδοξες σκέψεις, ικανοποίηση από τη ζωή, αυξημένα θετικά συναισθήματα, ενέργεια και σφριγιλότητα, υψηλή αυτοπεποίθηση, αυτοεκτίμηση και προαγωγή της γνωστικής λειτουργίας (Lox, Martin και Petruzzello, 2003). Η άσκηση έχει βρεθεί να συνδέεται με την προαγωγή ενός μεγάλου αριθμού παραμέτρων της συναισθηματικής ευεξίας μεταξύ του γενικού πληθυσμού (Gilbody et al. 2002), αλλά και ειδικών πληθυσμιακών ομάδων. Για παράδειγμα, υποστηρίζεται ότι η συμμετοχή στην άσκηση μειώνει την κατάθλιψη και το άγχος στους ενήλικες (Wallace et al., 1998), στους ασθενείς με αποφρακτική πνευμονοπάθεια (Emery et al., 1998), στους ασθενείς με καρκίνο του στήθους (Segar et al., 1998), καθώς και σε άτομα με τραυματισμούς της σπονδυλικής στήλης (Martin et al., 2002). Άλλες έρευνες έχουν δείξει την προαγωγή της φυσικής και κοινωνικής λειτουργίας σε μεγαλύτερους στην ηλικία ενήλικες (60 ετών και άνω) (Boutcher, 2000). Ο S orensen (2006) ερευνώντας με δείγμα 5109 ασθενών ψυχιατρικών νοσοκομείων, βρήκε ότι η πλειοψηφία των ασθενών (57,4%) ανέφερε ότι η συμμετοχή στη φυσική δραστηριότητα μείωσε τα συμπτώματα της ασθένειάς τους. Ωστόσο μια μειοψηφία (11,9%) ανέφερε αρνητικές επιδράσεις. Οι Faulkner και Sparkes (1999) υποστηρίζουν ότι η συμμετοχή στην άσκηση αυξάνει την αυτοεκτίμηση, μειώνει τις ακουστικές ψευδαισθήσεις, βελτιώνει τον ύπνο, καθώς επίσης και τη γενική συμπεριφορά των ασθενούντων από σχιζοφρένεια. 2.1.3. Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΔΟ ΤΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ Οι Markula, Grant και Denison (2001) υποστηρίζουν ότι η συμμετοχή στην άσκηση αυξάνει το μέσο όρο ζωής, συντελώντας στην επιβράδυνση της φυσικής γήρανσης, καθώς βελτιώνει τη λειτουργικότητα του καρδιοαναπνευστικού συστήματος, μειώνει την απώλεια μυϊκής μάζας και οστίτη ιστού (Taylor et al., 2004) και 16

περιορίζει την εκδήλωση καρδιαγγειακών και εκφυλιστικών ασθενειών, αυξάνοντας παράλληλα την λειτουργική απόδοση των ηλικιωμένων ατόμων (Fatouros, et al., 2002). Η γήρανση συνδέεται με την αυξημένη παραγωγή ελεύθερων ριζών, την περιορισμένη αντιοξειδωτική ικανότητα, την μειωμένη λειτουργικότητα των επιδιορθωτικών συστημάτων του οργανισμού και την παρατεταμένη οξείδωση των μακρομορίων. Φαίνεται ότι οι ελεύθερες ρίζες μπορούν να επηρεάσουν το ρυθμό γήρανσης, περιορίζοντας το προσδόκιμο ζωής του ατόμου (Melov et al., 2000). Οι Fatouros et al. (2004) ερευνώντας με δείγμα 19 υγιείς, αλλά αγύμναστους ηλικιωμένους άντρες, ηλικίας 65 έως 78 ετών, εφάρμοσε ένα αερόβιο προπονητικό πρωτόκολλο για 16 εβδομάδες. Τα αποτελέσματα υποστηρίζουν ότι η αερόβια άσκηση συντελεί στη βελτίωση της αντιοξειδωτικής προστασίας και στη μείωση της παραγωγής ελεύθερων ριζών. Ωστόσο, η διακοπή της προπόνησης προκάλεσε πλήρη αναστροφή των επιδράσεων της προπόνησης. Η γήρανση προκαλεί ακόμη την αυξημένη πρωτεόλυση, η οποία οφείλεται στην οξείδωση των πρωτεϊνικών μορίων, ενώ παράλληλα η σύνθεση πρωτεΐνης μειώνεται προοδευτικά, επηρεάζοντας έτσι και τα επίπεδα των αντιοξειδωτικών ενζύμων στον γερασμένο ιστό και ειδικότερα στους μυς (Melov et al., 2000). Η αερόβια προπόνηση μπορεί όχι μόνο να αναστρέψει την απώλεια πρωτεΐνης, εξαιτίας της γήρανσης, αλλά και να προστατέψει και την μιτοχονδριακή λειτουργία (Goldfarb, 1994). Η ACSM (1998) εισηγείται ότι η μέτρια φυσική δραστηριότητα συνεισφέρει σε ένα υγειή και ανεξάρτητο τρόπο ζωής, προάγοντας σημαντικά την ποιότητα ζωής, ιδιαίτερα των μεγαλύτερων σε ηλικία ατόμων. Η φυσική άσκηση βρέθηκε να συνδέεται συνεκτικά με υψηλά επίπεδα ικανοποίησης από τη ζωή (Iso- Ahola & Park, 1996).Ο Boutcher (2000) κάνοντας μια ανασκόπηση στην επίδραση της κανονικής έντασης άσκησης στη γνωστική λειτουργία των μεγαλύτερων σε ηλικία ατόμων, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι ασκούμενοι παρουσιάζουν καλύτερη πνευματική λειτουργία (χρόνο αντίδρασης, μνήμη) από τους μη ασκούμενους. 17

2.1.4. Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΑΤΟΜΟΥ Εκτός από τη θετική της επίδραση πάνω στα θέματα υγείας, η συμμετοχή στη φυσική δραστηριότητα έχει και μια σοβαρή οικονομική διάσταση. Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών επισημαίνει ότι η γήρανση του πληθυσμού θα έχει δυσμενέστερη επίδραση στις υπηρεσίες προστασίας της υγείας, κατά τις επερχόμενες δεκαετίες (England, 2002a,b; United Nations, 2001). Εξ αιτίας του ότι η καθιστική ζωή διπλασιάζει τον κίνδυνο καρδιόπαθειας, τα δε έξοδα νοσηλείας των καρδιοπαθών είναι υψηλά, υπολογίζεται ότι θα μπορούσαν να εξοικονομηθούν κάθε χρόνο στις Η.Π.Α. 6.4 δισεκατομμύρια δολάρια, αν όλα τα άτομα που διάγουν καθιστική ζωή, άρχιζαν ένα πρόγραμμα βάδισης (Jones & Eaton, 1994). Προφανώς η φυσική άσκηση μειώνοντας τις εισαγωγές στο νοσοκομείο για οξείες ή χρόνιες παθήσεις (Shephard, 1986) και ελαττώνοντας την ανάγκη παραμονής σε ιδρύματα χρονίως πασχόντων (Steinbach, 1992), επιδρά θετικά και στην οικονομική παράμετρο της κοινωνικής ασφάλειας. Οι Barry και Eathrone (1994) υποστηρίζουν ότι η αύξηση του προσδόκιμου της ζωής συνδέεται με την αύξηση της νοσηρότητας, η οποία επηρεάζει την ποιότητα ζωής. Οι παρεμβάσεις υπέρ της συμμετοχής στην φυσική δραστηριότητα, μεταξύ των μεγαλύτερων ενηλίκων, παρά το ότι είναι απλές και έχουν χαμηλό κόστος, αποτελούν μια αποτελεσματική στρατηγική στην ελαχιστοποίηση των συνεπειών της παρόδου της ηλικίας και ως εκ τούτου μειώνουν το κοινωνικό και οικονομικό κόστος για το σύστημα υγείας. Ο Colditz (1999), προκειμένου να μετρήσει το κόστος στην αποχής από τη φυσική δραστηριότητα στις Η.Π.Α., υπολογίζει η επί τοις εκατό αναλογία κινδύνου στον πληθυσμό (the populationattributable risk percentage-par), που σχετίζεται με τη φυσική αδράνεια και το πολλαπλασιάζει με το ετήσιο κόστος από τις ασθένειες που οφείλονται στην καθιστική ζωή, βασισμένος σε μια επισκόπηση προηγούμενων μελετών για την επίδραση της αποχής από την φυσική δραστηριότητα, πάνω στην κατάσταση της υγείας. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το 28,8% του ενήλικου πληθυσμού στις Η.Π.Α. διάγει καθιστική ζωή, προσδιορίζει ότι το 2,4% του συνολικού κόστους της φροντίδας 18

υγείας στις Η.Π.Α. (ή αλλιώς 2,3 δισεκατομμύρια δολάρια) ξοδεύεται εξ αιτίας της μη συμμετοχής στη φυσική δραστηριότητα. Σε παρεμφερή ερευνητική τους εργασία στον Καναδά, οι (Katmarzyk, Gledhill και Shephard 2000) υπολόγισαν σε 2,5% επί του συνολικού κόστους για την υγεία ( ή 2.1 δισεκ. δολάρια), τα ποσά που διατείθενται εξαιτίας της αποχής από την άσκηση. Ερευνώντας με την ίδια μεθοδολογία στη Μεγάλη Βρετανία, ο (Gratton 2004) προσδιορίζει το κόστος από τη μη συμμετοχή στη φυσική δραστηριότητα σε 1,7 δισεκ. λίρες. Σε έρευνες οι οποίες έγιναν στις Η.Π.Α., όπου η φροντίδα υγείας δεν παρέχεται δωρεάν, βρέθηκε ότι τα άτομα που ασκούνται τρεις φορές την εβδομάδα καταβάλουν κατά 15% μικρότερη δαπάνη για την υγεία τους, από ότι τα άτομα που διάγουν καθιστική ζωή (Pronk, Goodman, και O'Connor, 1999). Οι (Katzmarzyk, Gledhill, and Shephard 2000) υπολόγισαν στον Καναδά ότι το ποσοστό των πρόωρων θανάτων από ασθένειες, που οφείλονταν στην έλλειψη φυσικής δραστηριότητας, ανέρχονταν το 1995 σε 21340 ή στο 10,3% επί του συνολικού αριθμού θανάτων του ενήλικου πληθυσμού. Μεταφέροντας το ποσοστό αυτό στη Μεγάλη Βρετανία, ο (Gratton 2004) εκτιμά ότι το κόστος από τους πρόωρους θανάτους, που οφείλονται στην αποχή από τη φυσική δραστηριότητα, υπό την έννοια της απώλειας κερδών ανέρχεται σε 803 εκατ. λίρες ετησίως. Οι παρεμβάσεις για την αύξηση της συμμετοχής στη φυσική δραστηριότητα θεωρούνται απλές και σχετικά φθηνές και ως εκ τούτου μπορούν να μειώσουν τόσο το κοινωνικό όσο και το οικονομικό κόστος για το σύστημα υγείας. Στο πεδίο της εργασίας βρέθηκε ότι η άσκηση αυξάνει την παραγωγικότητα, βελτιώνει την δημιουργικότητα, περιορίζει τις ασθένειες και τις ημέρες απουσίας από την εργασία (Wallace, 1996; Shephard, 1989). Σε μια έρευνα των Gratton and Tice (1989) στη Μεγάλη Βρετανία, προσδιορίστηκε ότι οι συμμετέχοντες στην άσκηση παρουσίαζαν πολύ μικρότερη πιθανότητα απουσίας από την εργασία από ότι οι μη συμμετέχοντες. Σε ορισμένες μάλιστα ηλικιακές ομάδες οι πιθανότητες ήταν λιγότερες από τις μισές. Το κόστος των απουσιών 19

από την εργασία, όσων εργαζόμενων δεν συμμετείχαν στην άσκηση, υπολογίστηκε σε 3,94 δισεκ. λίρες ( ΟγεΙΙοπ, 2004) 2.2.Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΗΝ Α ΘΛΗΣΗ Παρά τα πρόδηλα ατομικά και κοινωνικά οφέλη της φυσικής δραστηριότητας, οι άνθρωποι δεν φαίνεται να δεσμεύονται ισχυρά μαζί της. Στις Η.Π.Α. αναφέρεται ότι μόνο το 10% έως 30% των μεγαλύτερων σε ηλικία ενηλίκων δεσμεύονται με την άσκηση (Centers for Disease Control & Prevention, 2002). Στην Ιαπωνία, το 1998, προσδιορίστηκε ότι βάδιζε για άσκηση το 31,8% (Prime minister s office, 2000). Στον Καναδά οι ενήλικες που είναι φυσικά δραστήριοι ώστε να αποκομίσουν οφέλη από τη συμμετοχή τους, ανέρχονται στο 39% του πληθυσμού ( Craig et al, 2001), ενώ το Canadian Fitness and Lifestyle Research Institute (2001) αναφέρει ότι το 57% των ενηλίκων δεν είναι αρκετά φυσικά δραστήριοι, ώστε να κερδίσουν οφέλη από τη συμμετοχή τους. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναφέρει ότι εκατομμύρια άνθρωποι επιλέγουν την καθιστική ζωή, με μόνο έναν στους τέσσερεις ενήλικες, ηλικίας μεγαλύτερης των 65 ετών, να συμμετέχουν σε μέτριας έντασης φυσική δραστηριότητα (World Health Organization, 2001). Το ίδιο χαμηλό ποσοστό συμμετοχής καταγράφεται και μεταξύ ενηλίκων 55-64 ετών (Behavior Risk Factor Surveillance System- BRFSS, 2005). Ενώ τα οφέλη των μεγαλύτερων σε ηλικία ατόμων από την άσκηση είναι περισσότερο λειτουργικά από τα αντίστοιχα των νεότερων, εντούτοις οι μεγαλύτεροι ασκούνται λιγότερο από τους νεότερους (Phillips, Schneider και Mercer, 2004), σε βαθμό που θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι η καθιστική συμπεριφορά αποτελεί για τους μεγαλύτερους τον κανόνα (McAuley et al., 2003). Οι Martinez-Gonzalez et al. (2001) υποστηρίζουν ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν δεσμεύεται σε ένα επαρκές επίπεδο φυσικής δραστηριότητας, προκειμένου να διατηρήσει ή να προάγει την υγεία της. Σε μια μελέτη που διεξήχθη το 20

1998 σε 12 επιλεγμένες χώρες της Ευρώπης, βρέθηκε ότι το 50% του πληθυσμού τους συμμετείχε σε κάποια αθλητική δραστηριότητα (Andreff, 2001). Οι Stamatakis και Chaudhury (2008) καταγράφουν μια μικρή αλλά κρίσιμη αύξηση της συμμετοχής στην άσκηση στην Αγγλία από 40,8% το 1997/1998 σε 41,2% το 2006. Ωστόσο, έχουν καταγραφεί γεωγραφικές διαφοροποιήσεις στα επίπεδα δραστηριότητας, με τους νοτιοευρωπαίους να μετέχουν σε φυσικές δραστηριότητες λιγότερο από τους βοριοευρωπαίους (Vaz de Almeida et al., 1999). Στην Ελλάδα η συμμετοχή των ενηλίκων στην άσκηση φαίνεται ότι υπολείπεται σημαντικά από το ποσοστό αυτό. Κάνοντας μια σχετική εκτίμηση ο Κολύμπαλης (2003) υπολογίζει ότι μόνο το 24% του συνολικού ελληνικού πληθυσμού ασκείται, έστω και ευκαιριακά, σε κάποια αθλητική δραστηριότητα. Σε μια μεγάλη ιατρική έρευνα που διεξάγεται στην Ελλάδα, με δείγμα 28.000 άνδρες και γυναίκες, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Προγράμματος Συνεργασίας Ιατρικής και Κοινωνίας (EPIC, 2002) διαπιστώθηκε ότι πάνω από το 50% των ανδρών είναι υπέρβαροι σε όλες σχεδόν τις ομάδες ηλικιών. Οι παχύσαρκοι άνδρες αποτελούν το 20 %-33% του συνόλου των ανδρών, με μεγαλύτερα ποσοστά στις ηλικίες άνω των 45 ετών. Στις γυναίκες, πάνω από το ένα τρίτο είναι υπέρβαρες μετά τα 35 έτη, ενώ το ποσοστό της παχυσαρκίας διπλασιάζεται μετά τα 45 έτη και ξεπερνά το 50% στην ομάδα 65-74 ετών. Από τα υψηλά αυτά ποσοστά των παχύσαρκων ατόμων υπολογίζεται ότι πάνω από το 10% των θανάτων στην Ελλάδα επέρχονται πρόωρα εξαιτίας της παχυσαρκίας. Παρόλα αυτά μόνο το 9% του ελληνικού πληθυσμού, ηλικίας μεγαλύτερης των 24 ετών, βρέθηκε να συμμετέχει συστηματικά στην άσκηση (Πίνακας 1 ). ΗΛΙΚΙΑ 25-34 35-44 45-64 55-64 65-74 74+ ΑΝΔΡΕΣ 19,6 13,4 12,1 7,0 4,6 6,6 ΓΥΝΑΙΚΕΣ 13,4 10,4 11,1 4,5 2,0 3,3 Πίνακας1. Εκατοστιαία ποσοστά ανδρών και γυναικών, που ασχολούνται συστηματικά με κάποια μορφή άσκησης στην Ελλάδα, ανά ομάδα ηλικιών (Πηγή: EPIC, 2002). 21

Η Βαλάνου κ.ά (2006) ερευνώντας στην Ελλάδα με δείγμα 11555 άνδρες και 16475 γυναίκες προσδιόρισαν ότι 36,9% των ανδρών και το 29,4% των γυναικών ασχολούνται με κάποια δραστηριότητα, με σκοπό τη διατήρηση της σωματικής ευεξίας, όπως η αεροβική γυμναστική, το κολύμπι, το τρέξιμο και το τένις. Τα υψηλότερα ποσοστά παρουσιάζονται στις νεότερες ηλικίες, ενώ υπάρχει μια σαφής τάση μείωσης με την πάροδο της ηλικίας και στα δύο φύλα. Οι Alexandris προσδιόρισε τη συμμετοχή του ελληνικού πληθυσμού στην άσκηση ακολουθώντας κανόνα τυχαίας δειγματοληψίας σε μια μεγάλη επαρχιακή πόλη (Ν = 502, ηλικία > 18 ετών). Τα αποτελέσματά τους έδειξαν ότι κατά τη διάρκεια ενός έτους το 68% συμμετείχε σε κάποια αθλητική δραστηριότητα, ενώ το 32% δεν συμμετείχε ολοσχερώς. Το ποσοστό των μη συμμετεχόντων ήταν υψηλότερο από αυτό άλλων ευρωπαϊκών χωρών (England, 24,5%, Matheson, 1991; France, 25%, Samuel, 1996). Το 23% από αυτούς που συμμετείχαν, δήλωσαν ως μόνη φυσική δραστηριότητα το περπάτημα. Ο ερευνητής βρήκε ότι μόνο το 27% των ερωτηθέντων συμμετείχε στην άσκηση σε εβδομαδιαία βάση. Στους ερευνητικούς περιορισμούς της εργασίας υπογραμμίζεται ότι το δείγμα δεν ήταν αντιπροσωπευτικό, όσον αφορά το επίπεδο εκπαίδευσης και τις κατηγοριοποιήσεις ηλικίας. O Jones et al. (1998) προσδιορίζει ότι οι Έλληνες μαζί με τους Πορτογάλους θεωρούνται ως ο λιγότερο φυσικά δραστήριος πληθυσμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με το 40% των Ελλήνων να αναφέρουν ότι δεσμεύονται σε μη φυσικές δραστηριότητες. Επιπλέον ο μεγαλύτερος σε ηλικία είναι ιδιαίτερα προσανατολισμένος σε μη κινητικές δραστηριότητες. Οι Haftenberger et al. (2002) υποστηρίζουν ότι τα ποσοστά συμμετοχής των Ελλήνων σε δραστηριότητες όπως η ποδηλασία, η αεροβική γυμναστική, το κολύμπι, το τρέξιμο και το τένις είναι χαμηλότερη από ότι στις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Οι διαφορές που καταγράφονται στη συμμετοχή στην άσκηση ανάμεσα σε διαφορετικούς πολιτισμούς, αλλά και σε υποκατηγορίες του ίδιου πολιτισμού, ίσως ερμηνεύονται από την άποψη ότι οι αξίες και τα κίνητρα διαφοροποιούνται μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών 22

(Triandis και Gelfand, 1998). Οι περισσότερες μελέτες για τη φυσική δραστηριότητα των μεγαλύτερων σε ηλικία ενηλίκων έχουν διεξαχθεί σε αγγλόφωνες δυτικές χώρες (Booth et al., 2000). Τα έθνη αυτά αναφέρονται από τον (Triandis, 1995) ως έχοντα φύση ιδιαίτερα ατομικιστική. Στις ατομικιστικές κοινωνίες εσωτερικές παρά εξωτερικές διεργασίες είναι αυτές που καθορίζουν την ισχύ των συμπεριφορών ( Triandis, 2001), and vice versa for συλλογικούς πολιτισμούς. Πολύ λίγα είναι γνωστά σχετικά με τους καθοριστικούς παράγοντες της φυσικής δραστηριότητας των μεγαλύτερων σε ηλικία ατόμων, τα οποία ζουν σε περισσότερο συλλογικές κοινωνίες και το γιατί τα συγκεκριμένα άτομα παρουσιάζουν χαμηλότερα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας. Ο Hofstede (1980) καθόρισε τους Έλληνες ως έχοντες περισσότερο συλλογικό προσανατολισμό από τους Βορειοαμερικανούς και αρκετούς Δυτικοευροπαίους. Ο Γεώργας (1990) υποστηρίζει ότι η ελληνική οικογένεια έχει υψηλό δεσμό μεταξύ των μελών τους και η διαπαιδαγώγηση των παιδιών βασίζεται στις αξίες της υπακοής και της υπευθυνότητας. Βασισμένοι στις συστάσεις του Triandis (2001), δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο ότι οι καθοριστικοί παράγοντες της συμπεριφοράς φυσικής δραστηριότητας είναι παρεμφερείς και εξισωμένοι ως προς την ισχύ τους μεταξύ πληθυσμιακών ομάδων με διαφορετικούς πολιτισμικούς προσανατολισμούς (Thôgersen-Ntoumani, 2007). Η αποδοχή των ανωτέρω απόψεων υπογραμμίζει την ανάγκη διεξαγωγής σχετικών με τη συμμετοχή στην άσκηση ερευνητικών εργασιών σε τοπικά περιβάλλοντα. Πέραν της μικρής συμμετοχής στη φυσική δραστηριότητα ένα ακόμη ανησυχητικό στοιχείο που προσδιορίζεται είναι η ανίσχυρη δέσμευση των ατόμων που συμμετέχουν στην άσκηση με αυτήν. Ερευνητικά αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι το ήμισυ των ατόμων που συμμετέχουν σε ένα πρόγραμμα άσκησης, το εγκαταλείπουν μέσα στους 6 πρώτους μήνες (Berger, Pargman και Weinberg, 2002). Οι Prochaska και Marcus (1994) μειώνουν περισσότερο το προηγούμενο χρονικό διάστημα, προσδιορίζοντας ότι το 50% εγκαταλείπει το πρόγραμμα στους 3 έως 6 πρώτους μήνες. 23

Ακόμη και σε ασθενείς με επικίνδυνες παθήσεις, τα συμπτώματα των οποίων μπορούν να βελτιωθούν με την άσκηση, η συμμετοχή σε αυτήν θεωρείται αμφίβολη. Οι Thompson και Lim (2003) υπογραμμίζουν ότι παρά τις αποδεδειγμένες ευεργετικές επιδράσεις της άσκησης επί της υγείας των πασχόντων από τη νόσο των στεφανιαίων αρτηριών, μόνο το 46% των ασθενών αυτών δραστηριοποιείται αρκετά, ώστε να κερδίσει το σχετικό όφελος. Επιπροσθέτως, οι ασθενείς που αρχίζουν ένα σχετικό πρόγραμμα άσκησης, το εγκαταλείπουν με ρυθμό κυμαινόμενο από 25 έως 50% τους πρώτους 6 μήνες (Burke, Dunbar- Jacob και Hill, 1997). Περισσότερο αισιόδοξα ήταν τα αποτελέσματα μιας ερευνητικής εργασίας των Ettinger et al. (1995), μεταξύ ενηλίκων μεγαλύτερης ηλικίας (Ν = 439. Μ ηλικίας = 69 ετών) με εκφυλιστικές ασθένειες, που συμμετείχαν σε ένα πρόγραμμα αεροβικής άσκησης. Προσδιορίστηκε ένα ποσοστό 85% προσκόλλησης στην άσκηση κατά τους 3 πρώτους μήνες διεξαγωγής του προγράμματος, ποσοστό 70% στους 9 μήνες και ποσοστό 50% στους 18 μήνες. Το εύρημα αυτό επιβεβαιώνει ίσως την άποψη των Schutzer και Graves (2004) ότι η επιδείνωση της υγείας, η οποία μπορεί να μειώσει την ικανότητα για άσκηση, αποτελεί συχνά ένα κίνητρο για την αύξηση της φυσικής δραστηριότητας, αλλά αντιφάσκει με την αντίστοιχη των Corwyn και Benda (1999), που υποστηρίζουν ότι η συμμετοχή σε κάθε μορφή άσκησης τείνει να μειώνεται με την αύξηση της ηλικίας. 2.3. Η ΠΑΡΑΚΙΝΗΣΗ Στο πέρασμα των χρόνων διάφορες θεωρητικές θέσεις έχουν διατυπωθεί για το πεδίο της παρακίνησης. Μπορούν δε να προσδιορισθούν δύο κυρίαρχες παραδόσεις. Η μία προϋποθέτει ότι ο άνθρωπος ωθείται από τα ένστικτά του (Freud, 1940/1 969), από πρωτεύουσες ή δευτερεύουσες ορμές (Hull, 1943) ή από μία κατάσταση διέγερσης - ενίσχυσης ( Skinner, 1953). Η παράδοση αυτή αντιπροσωπεύει τη μηχανιστική θέση στη σπουδή της παρακίνησης, η οποία εκλαμβάνει τα άτομα ως παθητικούς αποδέκτες, που δεν μπορούν 24

τις καταστάσεις στα χέρια τους. Η δεύτερη παράδοση εισηγείται ότι τα άτομα είναι πολύ δραστήρια στην αλληλεπίδρασή τους με το περιβάλλον (White, 1959). Σύμφωνα με την άποψη αυτή τα άτομα μπορούν να αποφασίζουν μόνα τους και να διερευνούν το περιβάλλον τους χωρίς εξωτερικά ή εξωτερικά ερεθίσματα. Κατά τον (Weiner, 1991, 1992), ιστορικά η ανθρώπινη παρακίνηση γίνεται αντιληπτή υπό την προοπτική του «ανθρώπου ως μηχανή» (drive theory), της προσωπικότητας (achievement motivation theory) και της κοινωνικής γνώσης (self-efficacy and attribution theory). Στις σύγχρονες μελέτες οι θεωρίες της παρακίνησης δεν βασίζονται πλέον στις ιδέες των ορμών ή των ενστίκτων, αλλά περισσότερο στην κοινωνική αντίληψη και στη γνωστική προοπτική, υιοθετώντας προσεγγίσεις όπως η θεωρία της απόδοσης (attribution theory) και του προσανατολισμού στην επίτευξη στόχων (achievement goal orientation) (Roberts, 1992a; Weiner, 1992). Λαμβάνοντας υπόψη την Μεταφορική προσέγγιση του Weiner (1992) οι ψυχολόγοι έχουν μετακινηθεί από τη Μηχανική Μεταφορά (The Machine Metaphor) στις Θεϊκές Μεταφορές (Godlike Metaphors), δια των οποίων οι άνθρωποι γίνονται αντιληπτοί να δρουν ως αξιολογικοί κριτές της δικής τους συμπεριφοράς, δια μέσου γνωστικών και συναισθηματικών λειτουργιών.. Ο Rogers (1999) υπογραμμίζει ότι υπάρχουν τρεις κύριες ομάδες απόψεων πίσω από την ανάπτυξη της θεωρίας της παρακίνησης. Σύμφωνα με την πρώτη, η παρακίνηση είναι μια εσωτερική ορμή για την ικανοποίηση διαφόρων αναγκών. Σύμφωνα με τη δεύτερη, η παρακίνηση μπορεί να είναι αποτέλεσμα μάθησης, ενώ η τρίτη ομάδα υποστηρίζει ότι η παρακίνηση συνδέεται με στόχους που έχουν τεθεί ή γίνονται αποδεκτοί από κάποιον (Rogers, 1999: 126). Σύμφωνα με το Rogers, (1999: 125) ως παρακίνηση θεωρούνται οι παράγοντες εκείνοι που ενεργοποιούν και κατευθύνουν πρότυπα συμπεριφοράς, που είναι οργανωμένα γύρω από κάποιον σκοπό. Ο Roberts, 2001) καθορίζει την παρακίνηση ως την ενεργοποίηση, κατεύθυνση και ρύθμιση της συμπεριφοράς. Κατά τους Vallerand και Thill (1993) η έννοια της παρακίνησης ορίζεται ως η υποθετική δομή 25

που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις εσωτερικές και τις εξωτερικές δυνάμεις που προκαλούν το έναυσμα, την κατεύθυνση, την ένταση και την επιμονή σε μία συμπεριφορά. Η παρακίνηση έχει ορισθεί ακόμη ως: εσωτερική κατάσταση η οποία κινητοποιεί την συμπεριφορά και της δίνει κατεύθυνση, διάθεση ή επιθυμία που ενεργοποιεί και κατευθύνει την προσανατολισμένη στην επίτευξη συμπεριφορά, επίδραση των αναγκών και των επιθυμιών πάνω στην ένταση και στην κατεύθυνση της συμπεριφοράς. Οι παραπάνω ορισμοί της παρακίνησης, σταχυολογούμενοι από διάφορα συγγράμματα ψυχολογίας, συνηγορούν, κατά γενική ομολογία, ότι η παρακίνηση αποτελεί μια εσωτερική κατάσταση (ορισμένοι την περιγράφουν ως ανάγκη ή επιθυμία), η οποία υπηρετεί την κινητοποίηση ή ενεργοποίηση της συμπεριφοράς και της δίνει κατεύθυνση (Kleinginna και Kleinginna, 1981a). Ο Franken (1994) προσθέτει και ένα ακόμη στοιχείο στον ορισμό του. Την επιμονή στη συμπεριφορά. Αν και η παρακίνηση βρέθηκε να συνδέεται με την επιμονή στην άσκηση (Pelletier et al., 1988), ωστόσο αρκετοί ερευνητές διαφωνούν με την άποψή του Franken, υποστηρίζοντας ότι οι παράγοντες που ενεργοποιούν τη συμπεριφορά είναι, πιθανόν, διαφορετικοί με αυτούς που προάγουν την επιμονή της. Σύμφωνα με το Weiner (1992) η αντικειμενική ουσία της παρακίνησης αφορά το γιατί οι άνθρωποι σκέπτονται και συμπεριφέρονται με τον τρόπο που το κάνουν. Η ανάλυσή του Weiner στα συστατικά της παρακίνησης συμφωνεί ευρέως με αυτή των Maehr & Braskamp (1986), η οποία υποστηρίζει ότι η περισσότερη συζήτηση για τη παρακίνηση εγείρεται από παρατηρήσεις σχετικά με τις παραλλαγές πέντε συμπεριφορικών στοιχείων, που ονομάζονται: 1) Κατεύθυνση (Direction), 2) Επιμονή (Persistence), 3) Συνεχόμενη Παρακίνηση (Continuing Motivation), 4) Ένταση (Intensity) και 5) Εκτέλεση (Performance). Στο πλαίσιο της άσκησης η Κατεύθυνση αναφέρεται στο βαθμό κατά τον οποίο ένα άτομο ίσως επιλέξει να 26

προτιμήσει μια συμπεριφορά από άλλες, η Επιμονή αναφέρεται στην επικέντρωση της προσοχής στη δραστηριότητα ή στη διάρκειά της, η Συνεχιζόμενη Παρακίνηση είναι η έκταση στην οποία το άτομο συνεχίζει ή επανέρχεται στη συμπεριφορά σε μια κανονική βάση, Ένταση είναι η προσπάθεια που καταβάλλει κατά την εκδήλωση της συμπεριφοράς. Τέλος, συμπεράσματα για την παρακίνηση μπορούν να εξαχθούν από την Εκτέλεση (Biddle, 1995). 2.3.1. ΠΑΡΑΚΙΝΗΣΗ ΓΙΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ Προηγούμενες έρευνες υποστηρίζουν ότι η παρακίνηση συνδέεται με ποικίλες θετικές συμπεριφορικές συνέπειες, όσον αφορά την άσκηση, όπως η άνοδος του επιπέδου συμμετοχής, τα θετικά συναισθήματα και η άνοδος της ικανοποίησης από τη συμμετοχή (Iso- Ahola, 1999,; Pelletier et al., 1995). Υποστηρίζεται ακόμη ότι η παρακίνηση συνδέεται με την επιμονή στη συμπεριφορά άσκησης (Pelletier et al., 2001). Ο πλέον κοινός καθορισμός της εσωτερικής παρακίνησης, στο πεδίο της άσκησης, είναι ότι εσωτερικά παρακινημένοι είναι αυτοί που συμμετέχουν σε μια αθλητική δραστηριότητα χωρίς να δέχονται κάποια εξωτερική επιβράβευση. Αυτό σημαίνει ότι όταν κάποιος είναι παρακινημένος εσωτερικά, συμμετέχει στην άθληση για καθαρή διασκέδαση και απόλαυση της συμμετοχής. Η εξωτερική παρακίνηση υπονοεί ότι η εκτέλεση ή η συμμετοχή ελέγχεται από εξωτερικές δυνάμεις (χρήματα, βραβεία, διακρίσεις κ.ά.) και ότι εφόσον αυτές οι δυνάμεις δεν είναι παρούσες, τότε το άτομο μπορεί να διακόψει τη συμμετοχή του στην άσκηση ή να συμμετέχει σε κάποιο χαμηλότερο επίπεδο. Διάφορες μελέτες έχουν δείξει ότι η εσωτερική παρακίνηση είναι περισσότερο σημαντική από την εξωτερική, για την παραμονή στην άσκηση για μεγάλο χρονικό διάστημα (Frederick και Ryan, 1993). Οι Ryan et al (1997) προσδιόρισαν ότι η εσωτερική παρακίνηση συνδέεται με την προσκόλληση στην άσκηση, ενώ η εξωτερική παρακίνηση 27

συνδέεται με την εγκατάλειψη των προγραμμάτων άσκησης, εξαιτίας του ότι οι συμπεριφορές των εσωτερικά παρακινούμενων ατόμων είναι περισσότερο σταθερές, ενώ των εξωτερικά παρακινούμενων λιγότερο σταθερές. Οι Oman και McAuley (1993) έφεραν εις πέρας μια μελέτη με ενήλικες ασκούμενους, οι οποίοι συμμετείχαν σε δώδεκα μαθήματα αερόμπικ. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι συμμετέχοντες με τα υψηλότερα επίπεδα εσωτερικής παρακίνησης ήταν περισσότερο σταθεροί στη πρόθεσή τους να συνεχίσουν την εξάσκηση. Τα ευρήματα αυτά επιβεβαιώθηκαν και από άλλες έρευνες (Pellatier et al., 1995). Οι Stead et al., (1997) υπογραμμίζουν ότι οι ενήλικες που χαρακτηρίζονται, όσον αφορά τη συμμετοχή στην άσκηση, ως ανενεργοί, ανταποκρίνονταν θετικά σε παράγοντες όπως η κοινωνική επιβράβευση (εξωτερικό κίνητρο), σε αντίθεση με αυτούς που θεωρούνται ενεργοί, οι οποίοι ανταποκρίνονταν περισσότερο στη αξία της δραστηριότητας ως κινήτρου. Οι Maltby και Day (2001) υποστηρίζουν ότι τα άτομα που ασκούνται πρωτίστως για εξωτερικούς λόγους (π.χ. εμφάνιση) δεν είναι τόσο ευτυχισμένα, όσο αυτά που συμμετέχουν στην άσκηση για εσωτερικούς λόγους (π.χ. ανακούφιση από το άγχος). Ο Wankel (1988) υποστηρίζει ότι η αρχική συμμετοχή σε προγράμματα άσκησης συχνά παρακινείται από λόγους που σχετίζονται με οφέλη για την υγεία (εξωτερικά κίνητρα), ενώ η συνεχιζόμενη συμμετοχή εξαρτάται περισσότερο από την απόλαυση της άσκησης. Ωστόσο, πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν γενικώς ότι η παρακίνηση ενός ατόμου για δέσμευση σε κάποια αθλητική δραστηριότητα είναι συνάρτηση και των δύο, τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής παρακίνησης (Silva, 1984). Οι Ryan et al. (1997), ερευνώντας μεταξύ νέων χρηστών ενός αθλητικού κέντρου, βρήκαν ότι οι ασκούμενοι το λιγότερο για 1 στις 5 μέρες, για 10 εβδομάδες και οι ασκούμενοι λιγότερο από τους αυτούς, διέφεραν σημαντικά στην απόλαυση, την ικανότητα και στα κοινωνικά κίνητρα (με τους πρώτους να καταγράφουν υψηλότερο σκορ), αλλά όχι στα κίνητρα φυσικής κατάστασης, εμφάνισης ή απώλειας βάρους (εξωτερικά κίνητρα). Η Taylor (2006), ερευνώντας με δείγμα 90 άτομα (Ν = 90, n άνδρες = 45, n γυναίκες = 45) χωρισμένο με βάση την ηλικία 28

σε 2 ομάδες, μια από 18 έως 37 ετών (n = 48) και μία με άτομα μεγαλύτερης ηλικίας (n = 42), συμπέρανε ότι οι εσωτερικά παρακινούμενοι ασκούμενοι συμμετείχαν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, είχαν λιγότερο άγχος και απολάμβαναν περισσότερο την άσκηση, σε αντίθεση με αυτούς που ασκούνταν για εξωτερικούς λόγους. Στο πλαίσιο μιας έρευνάς τους με δείγμα 257 Έλληνες, συμμετέχοντες σε δραστηριότητες άθλησης για τουλάχιστον 1 χρόνο πριν τη διεξαγωγή της έρευνας, οι Alexandris, Tsorbatzoudis και Grouios (2002) διαπίστωσαν ότι η ευχαρίστηση, η διασκέδαση και η διέγερση βρέθηκαν να είναι σημαντικά κίνητρα για συμμετοχή στην άσκηση. Οι Ζαρώτης, Τουσουνίδης και Κατσαγκόλης (2004), ερευνώντας με δείγμα 300 φοιτητές, προσδιόρισαν ότι τα περισσότερα κίνητρα των αθλουμένων φοιτητών είναι εξωτερικά παρά εσωτερικά και κατά συνέπεια υπάρχει διαρροή από τα προγράμματα άσκησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Παρά τα ανωτέρω όμως, που υποστηρίζουν ότι τα εσωτερικά κίνητρα είναι αυτά που οδηγούν στη συμμετοχή και στην παραμονή στην άσκηση, σε μια σειρά ερευνητικών εργασιών βρέθηκαν στοιχεία που υποστηρίζουν την καθοριστική συμβολή εξωτερικών κινήτρων στη δέσμευση με την άσκηση. Για παράδειγμα, προσδιορίστηκε ότι ο σημαντικότερος παρακινητικός παράγων για συμμετοχή των γυναικών στην άσκηση ήταν η εμφάνιση, ένα καθαρά εξωτερικό κίνητρο (Allied Dunbar National Fitness Survey, 1992). Οι Raedeke και Burton (1997) υποστήριξαν ότι τα άτομα που επενδύουν μια υπολογίσιμη ποσότητα χρόνου στη φυσική δραστηριότητα, αποδίδουν μεγάλη σημασία σε ορισμένα εξωτερικά κίνητρα, όπως είναι η υγεία και η φυσική κατάσταση, η επιδίωξη αποτελέσματος και η αναγνώριση. Οι Alexandris, Tsorbatzoudis και Grouios (2002) προσδιόρισαν ότι η εξωτερική παρακίνηση επηρέαζε θετικά τη συμμετοχή σε δραστηριότητες αναψυχής, παρά το ότι η συμπεριφορά αναψυχής θεωρείται εξ ορισμού να είναι εσωτερικά παρακινούμενη (Iso-Ahola, 1989). Παρεμφερή στοιχεία καταγράφηκαν και από άλλους ερευνητές, που ερεύνησαν μεταξύ συμμετεχόντων σε αθλητικές δραστηριότητες (Frederick & Ryan, 1993). Θεωρούμενα ως εξωτερικά κίνητρα, όπως 29

υγεία και φυσική κατάσταση, ελκυστικότητα, εμφάνιση, έλεγχος βάρους, βρέθηκαν να αποτελούν σημαντικά κίνητρα συμμετοχής στην άσκηση. Η ισχύς της εξωτερικής παρακίνησης έχει επιδειχθεί σε πολλούς τομείς της ανθρώπινης συμπεριφοράς και έχει αναφερθεί στη πλειοψηφία των σχετιζόμενων με τον ελεύθερο χρόνο και την αναψυχή, μελετών (Iso-Ahola, 1999). Φαίνεται ότι οι δραστηριότητες άθλησης και αναψυχής προσφέρουν στα άτομα ευκαιρίες επιλογής συμπεριφορών, που προάγουν την εξωτερική επιβράβευση Alexandris et al. (2002). Οι Iwasaki και Mannell (1999) υποστηρίζουν ότι η επέκταση της γκάμας των δραστηριοτήτων της αναψυχής, προσφέρει ελευθερία επιλογής, η οποία μπορεί να αυξήσει την εξωτερική παρακίνηση. Την απάντηση στις σχετιζόμενες με την εξωτερική παρακίνηση αντιφάσεις, που παρουσιάζονται στη βιβλιογραφία, δίνουν οι Deci και Ryan (1985) με τη θεωρία τους του Αυτοκαθορισμού (Selfdetermination theory-sdt), που εξετάζεται ακολούθως και υπό το πρίσμα της οποίας διεξάγεται η παρούσα εργασία. 2.3.2. ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΚΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΑΡΑΚΙΝΗΣΗ Η παρακίνηση θεωρείται ότι εξαρτάται είτε από εγγενείς είτε από εξωγενείς παράγοντες. Οι εγγενείς παράγοντες συνίστανται σε εκείνη τη σειρά των εσωτερικών πιέσεων ή και λογικών αποφάσεων, που δημιουργούν την επιθυμία για την επίτευξη ενός στόχου, ενώ οι εξωγενείς παράγοντες αποτελούνται από εξωτερικά εναύσματα ή πιέσεις, στις οποίες υπόκεινται οι παρακινούμενοι (Rogers, 1999 σ.125). Η εσωτερική παρακίνηση αναφέρεται σε συμπεριφορές που εκδηλώνονται εξαιτίας ενδιαφέροντος ή ευχαρίστησης. Αντιθέτως, η εξωτερική παρακίνηση αναφέρεται σε συμπεριφορές που εκδηλώνονται προκειμένου να κατακτηθεί ενδεχόμενο αποτέλεσμα το οποίο κείται έξω από τη δραστηριότητα (Deci, 1971). Παράλληλα προβάλλεται και μια τρίτη έννοια στο χώρο της παρακίνησης, η πλήρης έλλειψη παρακίνησης (amotivation), που τέθηκε από τους Deci & Ryan (1985), προκειμένου να περιγραφεί η παντελής απουσία παρακίνησης. 30