Κάποιος σήμερα σπέρνει ελπίδες 1
Εικόνες ονειρικές ξεδιπλώνονται στις σκέψεις μου. Σαν πνοή που κρατάει όσο μια ανάσα, η διάρκειά τους, με κρατάει σ ένταση, με κάνει να περιμένω με αγωνία, να λαχταρώ την στιγμή που θα νοιώσω την αστραφτερή λάμψη τους να με κεραυνοβολεί. Ίσως η μυρωδιά του φθινοπώρου να μου φέρει μηνύματα. Ίσως ο νοτισμένος άνεμος σαν με τυλίξει να κάνει την καρδιά μου να σκιρτήσει. Περιμένω! Μ αγωνία, με λαχτάρα για αυτή την αλλαγή. Κλείνω τα μάτια και σκέφτομαι Πόσο δύσκολος ήταν ο δρόμος που διάβηκα. Τόσος πόνος, τόση αδικία, τόσες ενοχές και δάκρυα. Κι εγώ μέσα στη μέση να προσπαθώ. Πόσες φορές μα το Θεό, δεν ένοιωσα να είμαι κολλημένη στο ίδιο σημείο. Να πηγαίνω τρία βήματα μπρος και μ ένα φύσημα Τ ανέμου να βρίσκομαι πέντε πίσω. Και τα χρόνια πέρναγαν. Κι η λαχτάρα γι αυτό το κάτι άλλο, θέριευε στα στήθια μου. Και το μυαλό μου χόρευε με την ελπίδα της αλλαγής. Κι εγώ σκεφτόμουν Μήπως οι προσπάθειές μας δεν είναι αρκετές; Μήπως η πίστη μας δεν είναι η εικόνα της λαχτάρας μας; Μήπως χρειάζεται κάτι παραπάνω; Κι αν ναι, τι είναι αυτό που αφήνει μια γλυκιά μυρωδιά αγιοκλήματος στο μαξιλάρι μου, όταν το χάραμα χαϊδεύει το πρόσωπό μου; Μοιάζει με φλόγα άσβεστη, που ζεσταίνει την καρδιά και το νου, που σιγοκαίει και σε κρατάει στη ζωή. Κι όμως οι σκέψεις ολοένα και πλαταίνουν, η λαχτάρα ωριμάζει κι εγώ νοιώθω τόσο έτοιμη για την αλλαγή! Την έχω τόσο ανάγκη! Λύτρωση για τη μιζέρια της καθημερινότητας, για την απραξία που σκοτώνει τα λεπτά της ζωής μας. Κι οι μέρες περνάνε και τα βράδια στο μπαλκόνι μου, γίνονται σταθμοί προσμονής. Τα μάτια καρφώνονται στον ουρανό που στάζει υποσχέσεις για κάτι πρωτόγνωρο, κάτι άλλο, που υπάρχει από καταβολής κόσμου μέσα μας αλλά δεν καταφέραμε να το κοιτάξουμε κατάματα, γιατί το φως του θάκαιγε την ματιά μας. Κι όταν το φεγγάρι στολίζει το κεφάλι μου, εγώ χαϊδεύω τις σκέψεις μου μ αγάπη και ραίνω την καρδιά μου μ απόσταγμα γιασεμιού και λεβάντας. 2
Και τότε οι αισθήσεις θεριεύουν και προβάλλουν ιδέες που στύβουν την καθημερινότητα που μας θερίζει. Ξεπηδούν λαχτάρες δίχως όνομα και νοιώθω μικρή και αδύναμη μπροστά στο δέος του Θεού που κρύβω μέσα μου. Τόσο μέσα μου που καμιά φορά ξεχνάω ότι υπάρχει. Ξεχνάω να ρίξω μια ματιά στον καθρέφτη της ψυχής μου. Φοβάμαι μήπως θυμηθώ, μήπως αρχίσω πάλι να ελπίζω. Κι όμως στ αλήθεια τι θα γινόταν αν όλοι μαζί ψάχναμε να βρούμε τον μικρό Θεό μας, αν βουτούσαμε να πιάσουμε τ όνειρά μας; Ίσως τότε να είχαμε έρθει πρόσωπο με πρόσωπο μ αυτό τ ανείδωτο που όταν το σκεφτόμαστε, δάκρυα κυλούν απ τα μάτια μας και ρίγος αγάπης διαπερνάει το είναι μας. Ίσως τότε ν ανακαλύπταμε ότι αυτό που δίνει δύναμη στον αέρα να λυγίζει τις καλαμιές, αυτό που δίνει κουράγιο στα πουλιά ν ανοίξουν τα φτερά τους για ένα ταξίδι δύσκολο και μακρινό, αυτό που βοηθάει το σπόρο να σκάσει και να θεριέψει μέσα απ τα σπλάχνα της γης, αυτό που έχει μέσα του μια άσβεστη αγάπη για όλα, σίγουρα βοηθάει κι εμάς να βγούμε από τα κουκούλια μας, να ξεδιπλώσουμε τα ωραία πολύχρωμα φτερά μας και να χαρούμε την ομορφιά της μετάλλαξής μας. Μόνο που κάποιοι δεν ξέρουμε πώς να το πετύχουμε. Δεν ξέρουμε πως μπορούμε να εξελιχθούμε σε κάτι ανώτερο και αυτό γιατί δεν ξέρουμε ποιος είναι ο προορισμός μας. Γιατί δεν μπορεί κάποιος να χαράξει μια πορεία εάν δεν ξέρει τον προορισμό του. Και πώς μπορούμε να θυμηθούμε τον σκοπό για τον οποίο γεννηθήκαμε όταν τα προβλήματα χτυπούν βροχή την πόρτα μας; Πώς μπορούμε να εμβαθύνουμε, ψάχνοντας για συμπτώσεις σ ένα χαμόγελο, μια συνάντηση, σε μια ανταλλαγή βλέμματος, σ ένα τυχαίο γεγονός; Οι μέρες, οι ώρες, τα λεπτά που η καρδιά μας χτυπά είναι πολύτιμα. Πόσοι από εμάς τα ξοδεύουν συνετά; Και νάμαι άλλο ένα βράδυ καλοκαιρινό στο μπαλκόνι μου κρεμώντας την ματιά μου στ άστρα. Μαζεύοντας την λάμψη τους που γίνεται αστερόσκονη στα χέρια μου και η μαγεία της ζαλίζει το νου μου. Και μούρχονται εικόνες, λαχτάρες, όνειρα ντυμένα στα λευκά, στολισμένα με ρόδα και γιασεμιά. Και δυό φτερούγες μεγάλες, λευκές, θαρρείς και είναι υφασμένες με μετάξι. 3
Γεμάτες μυρωδιές μεθυστικές, φερμένες απ τους αιθέρες που ταξίδεψαν. Και είναι για μένα και για όλους αυτούς που τα βράδια δεν τους πιάνει ο ύπνος και βγαίνουν για μια τελευταία ανάσα στα μπαλκόνια τους. Και μεθάνε το βλέμμα τους και την καρδιά τους κοιτώντας τους ουρανούς στολισμένους μ ασήμια. Και τότε η μαγεία τους τυλίγει και βλέπουν και αυτοί δίπλα τους δυο φτερούγες λευκές. Ίσως τις φορέσουν για να νοιώσουν την απεραντοσύνη τ ουρανού, ν αφήσουν τον άνεμο να τους ταξιδέψει στις λαχτάρες τους, ίσως άλλοι ν αρκεστούν στο να τις πάρουν αγκαλιά. Κάποιοι σαν κι εμένα λιγότερο παράτολμοι, ίσως θελήσουν πρώτα να μετρήσουν τους πόθους τους και να σιγουρέψουν την πτήση τους. Πάντως θάρθει η στιγμή που εγώ τουλάχιστον θα τις φορέσω! Γιατί εδώ και χρόνια ολάκερα αυτό κάνω. Μετράω τους πόθους μου. Σκέφτομαι το τίμημα. Ψάχνω για λύσεις, στύβω το μυαλό μου. Δοκιμάζω τις αντοχές μου και ατενίζω, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή. Γι αυτήν ζω! Γι αυτήν προετοιμάζομαι. Ελπίζω να μην αργήσει να φανεί, γιατί η προσμονή γίνεται άγχος και η λύτρωση μακραίνει στο νου. Σαν κοιτώ όμως τις φτερούγες και βλέπω ότι είναι εκεί ησυχάζω και ηρεμώ με την σκέψη ότι δεν ζω με αυταπάτες. Θάρθει η στιγμή που λαχταρώ. Θάρθει η στιγμή που κι εσείς λαχταράτε. Χρειάζεται υπομονή, πίστη, καρτερικότητα και αγάπη. Αγάπη για όλους και για όλα. Χαμόγελα που σκορπιούνται απλόχερα και γλυκαίνουν τους πόνους μας, ζεστά λόγια που χαρίζουν παρηγοριά, ένα απλωμένο χέρι. Κι αμέσως όλα θα γίνουν αλλιώτικα. Όλα θα γίνουν μαγικά. Κι αυτή η μαγεία θα σκορπίσει σαν σπόρος, θα φυτρώσει παντού και ο καρπός της θάναι πολύτιμος, διάφανος, λαχταριστός. Θα μελώσει τις καρδιές μας, θα ομορφύνει τις ψυχές μας. Ο καρπός της λέγεται αγάπη. Αγάπη.αγάπη.! Το λέω και ανατριχιάζω, το γράφω και δακρύζω και ελπίζω.. Θεέ μου βοήθα με να συνεχίσω να ελπίζω στην αγάπη.., σ Εσένα.! Δώσμου δύναμη να συνεχίσω να λαχταρώ, να θέλω, 4
ν αποζητώ αγάπη, ευτυχία, επιβράβευση. Γιατί μόνο έτσι θα μπορώ να εξελίσσομαι σε κάτι ανώτερο. Εσύ άλλωστε γι αυτό μ έφτιαξες. Για να πετύχω, να γίνω καλύτερη και ακόμη καλύτερη κι ακόμη καλύτερη. Να φτάσω στο τέρμα που κάποια στιγμή εγώ όρισα και να στεφθώ για την προσπάθειά μου. Κι όταν τα στήθια μου θα σκίζουν την κορδέλα του τέρματος, κραυγές λύτρωσης θα βγαίνουν από όλη μου την ύπαρξη. Θα τάχω καταφέρει.! Κοιτώ τ άστρα. πάλι. Το ίδιο έκανα και χθες, το ίδιο θα κάνω και αύριο. Και η προσμονή φέρνει ελπίδες και οι ελπίδες με κάνουν και ονειριάζομαι. Και τότε πράγματα περίεργα συμβαίνουν στ όνειρά μου. Και ξαφνικά αποκτώ φτερά και μ αυτά σκίζω τον αέρα, περνώ τα χρώματα του πρωτογέννητου ήλιου, ρουφώ τ αστέρια και η ψυχή μου λυτρώνεται. Πετάει κι αυτή μαζί μου, ζαλίζεται απ την ομορφιά Σου, μεθάει απ τις μυρωδιές της νύχτας, γαληνεύει. Γιατί ξέρει πως Είσαι μαζί της. Πάντα, παντού Ακόμη και τώρα, σ αυτές τις γραμμές. Είσαι μαζί μου. Με συμπληρώνεις. Με εμπνέεις. Με κάνεις να δακρύζω. Θεέ μου! Σ ευχαριστώ γι αυτό που είμαι! Σ ευχαριστώ για την ανάσα που κάθε λεπτό μου χαρίζεις. Σ ευχαριστώ για τη δύναμη που μούδωσες να παλεύω και να νικάω. Μα προπάντων σ ευχαριστώ για τα όνειρα. Αυτά είναι η τροφή μου. Με δυναμώνουν όταν κάποιοι γελούν μαζί μου, όταν με κακία γκρεμίζουν τις ελπίδες μου, όταν ποδοπατούν την πίστη μου. Τότε πάω να πέσω και νοιώθω ότι χάνομαι. Νοιώθω μια ανυπαρξία, ένα κενό. Νοιώθω ανάξια και τότε φτάνει να κοιτάξω τ άστρα. Φτάνει να λούσω την ψυχή μου με τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος. Είναι αρκετό Και έρχεται η στιγμή που αρχίζω διάλογο με τον εαυτό μου, τον Ανώτερο εαυτό μου. Και βλέπω τα λάθη μου, νοιώθω τις αδυναμίες μου. Βλέπω όμως και τις αξίες μου. Αναλογίζομαι τις προσπάθειες που έκανα για να φτάσω ως εδώ. Και τότε καταλαβαίνω ότι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι. Όπως δεν μοιάζουν δυο σταγόνες βροχής που ποτίζουν το ίδιο χώμα. 5
Έτσι κι εγώ, έτσι και όλοι μας. Έχουμε ένα κοινό σκοπό, ένα κοινό όραμα. Τη στιγμή που πέφτουμε στη γη σκοπός μας είναι να την ποτίσουμε., μ αγάπη, να την κάνουμε να καρποφορήσει και οι καρποί της να θεριέψουν. Αυτό είναι το έργο μας. Αυτός είναι ο προορισμός μας. Κάτι όμως μπαίνει εμπόδιο. Χάνουμε τον αλληλοσεβασμό μας, χάνουμε το όνειρό μας. Και ζούμε μόνοι. Έτσι απλά ζούμε, μεγαλώνουμε, κάνουμε παιδιά, γερνάμε. Έτσι όπως ακριβώς μάθαμε. Μια ιεροτελεστία ζωής! Χωρίς να περιμένουμε τίποτα. Χωρίς προσμονή για το αύριο. Μετράμε τις ώρες μας σαν χάντρες κομπολογιού. Χωρίς νόημα. Βουτηγμένοι στην ανικανότητα, στην απραξία. Και μ αυτό τον τρόπο μεγαλώνουμε τα παιδιά μας. Τους σκοτώνουμε τα ιδανικά πριν καν γεννηθούν. Κι αυτά το ίδιο προσπαθούν να κάνουν στα δικά τους παιδιά. Και το κακό απλώνεται. Και η γη αρχίζει να μαραίνεται, μαζί με το κοινό μας όραμα. Η ελπίδα όμως πεθαίνει τελευταία. Γιατί κάποιοι, κάπου τα βράδια στα μπαλκόνια τους, κοιτούν τ άστρα και ονειρεύονται. Και με τον καιρό θα μάθουν και στα παιδιά τους πως να ονειρεύονται και ν αναζητούν να χαϊδέψουν την μοναδικότητα που προσφέρουν η αγάπη και η αυτογνωσία. Και τότε ελπίζω κι άλλοι να θελήσουν να ζήσουν τις δικές μας εμπειρίες. Όλοι οι υπόλοιποι, οι κουρασμένοι απ την μονοτονία της ζωής τους, ίσως να λαχταρίσουν το φως Σου. Ίσως θελήσουν να χαϊδέψουν με το νου τους τη θάλασσα, να μυρίσουν το βρεγμένο απ τη βροχή χώμα, ν αφήσουν τις αισθήσεις τους να τους ξυπνήσουν, να τους βγάλουν απ τον λήθαργο και να πάρουν την μεγάλη απόφαση. Να ζήσουν, να ονειρευτούν και αυτοί σαν κι εμάς. Να ελπίσουν για κάτι καλύτερο. Και τότε όλοι μπορούμε να γίνουμε ένα. Μια φωνή, μια ψυχή. Κι όταν απλώσουμε το χέρι, θα δούμε ότι οι άκρες των δακτύλων μας, αγγίζουν το όραμα. Τ όνειρο πραγματώνεται. Η ελπίδα παίρνει μορφή. Η αναμονή φτάνει στο τέλος της. Κι αυτό γιατί κοιτάξαμε τ άστρα! Μετρήσαμε τις ελπίδες τους, τις δικές μας ελπίδες και δώσαμε όρκο σ αυτό που είμαστε πως κάποια στιγμή θα γίνουμε ένα. Μια πνοή, ένα χαμόγελο σκορπισμένα στο άπειρο. 6
Ένα τραγούδι βοερό στ αυτιά του σύμπαντος, ένα χέρι απλωμένο σ Εσένα, στην Αγάπη σου, στη ζωή που τόσο απλόχερα μας δώρισες. Γυρνώ να δω. Αν είναι εκεί. Οι λευκές αγγελικές φτερούγες μου. Το πρόσωπό μου γαληνεύει. Φωτίζουν τόσο όσο το φως του φεγγαριού. Τις χαϊδεύω. Θάθελα να τις δοκίμαζα. Όχι για να πετάξω. Να έτσι απλά να τις ένοιωθα πάνω μου. Μια υπόσχεση το άγγιγμά τους. Θάρθει η στιγμή που θάμαι έτοιμη! Θα το νοιώσω. Ελπίζω να καταλάβω πότε και τότε θα μετρήσω για στερνή φορά τους πόθους μου και θα πάρω φόρα, θα τις ανοίξω διάπλατα και θα χαθώ σ ατέλειωτους ουρανούς, θα μπλέξω στα σύννεφα, θα κλέψω τ άστρα για να στολίσω το αύριο. Ένα αύριο αλλιώτικο, ασύλληπτο στο νου μας. Ένα αύριο πλεγμένο μ όνειρα, ελπίδες και χρυσαφένιες κορδέλες. Ένα αύριο βαμμένο με χρώματα ανοιξιάτικου αγρού, μυρωμένο με θαλασσινή δροσιά και νυχτολούλουδο μαζί. Ένα αύριο όπου όλοι θα είμαστε ένα. Μια ψυχή, ένα σύμπαν, ένας Θεός. Εμείς τα κομμάτια Σου κι Εσύ ο εαυτός μας. Ο Ανώτερος εαυτός μας, ο κτύπος της καρδιάς μας, η συνείδησή μας, ο σκοπός της ύπαρξής μας. Και θα χορεύουμε σφιχταγκαλιασμένοι μ αγγέλους γιατί και αυτοί θάναι κομμάτι μας, κομμάτι Σου. Σ ένα παγκόσμιο όραμα ποτισμένο μ αγάπη και άσπρο φως. Σ ένα χορό γητευτών της ζωής, της ειρήνης. Κλείνω τα μάτια. Μια βαθιά ανάσα με φουσκώνει σαν μπαλόνι κι ύστερα φεύγοντας μ αφήνει τ άγγιγμα της καλοκαιρινής νύκτας. Είμαι ανάλαφρη, πλημμυρισμένη από το δέος που άφησε το πέρασμά Σου. Μου μίλησες κι εγώ σε άκουσα ανήμπορη ν αντισταθώ σ αυτή την τελειότητα που σκόρπισες γύρω μου. Άφησα τα χέρια να πέσουν από την καρέκλα, θέλοντας ν αγγίξουν με τις άκρες τους τις φτερούγες μου. Πήρα την απόφαση. Ίσως τώρα να ήρθε η ώρα. Ίσως κάποιος, κάποτε πρέπει να κάνει μια αρχή. Γιατί όχι εγώ; Γιατί όχι τώρα; Μήπως η προσμονή είναι λόγος αναβολής; Mήπως πρέπει να κάνω πράξη τις μεστωμένες μου ιδέες; Κι όμως ακόμη αναρωτιέμαι. Πώς; Το πήρα απόφαση. Δεν θ αφήσω λεπτό απ την ζωή μου που να μην ποτίσει την ξερή τούτη γη που πατώ. 7
Σκοπός μου θάναι να προσπαθήσω να ομορφύνω τον κόσμο μας ξεκινώντας από σήμερα. Ομορφαίνοντας πρώτα τον εαυτό μου. Δακρύζω, επιτέλους τις φορώ! Δεν έχει σημασία πόσο ψηλά θα πετάξω, σημασία έχει η εμπειρία. Τις φόρεσα, τις λευκές φτερούγες μου κι ένοιωσα απ τη λαχτάρα να γεννιέται η επιβράβευση. Παιδί της προσπάθειας και της υπομονής. Κοίταξα γύρω μου. Μήπως δω κάποιον να με κοιτάει. Κι άνοιξα τα μάτια διάπλατα θωρώντας πέρα μακριά, εκεί που δύει ο ήλιος, μπλεγμένα με τα χρώματα του σούρουπου, πολλά μαζί άσπρα πουλιά σαν περιστέρια να δοκιμάζουν τα φτερά τους. Και πήρα το θάρρος Πέταξα με παρόρμηση την περιέργεια και πλησίασα τόσο, που τα φτερά μας χαϊδεύονταν μεταξύ τους. Τα είδα από κοντά! Κι εκείνα μου χαμογέλασαν σαν άνθρωποι. Θεέ μου ήταν άνθρωποι! Σαν κι εμένα και ήταν εκεί στους ανοιχτούς ουρανούς πολύ πριν πετάξω εγώ! Μα εγώ δεν τους έβλεπα. Η ματιά μου μούδινε μόνο εικόνες ενός ορίζοντα που ξεπρόβαλλε πίσω από γέρικα βουνά. Και τώρα αναρωτιέμαι. Πόσα χρόνια ήμουν στο σκοτάδι της ψεύτικης προσμονής; Και γιατί δεν πήρα την απόφαση νωρίτερα; Γιατί άφησα να φύγουν τόσα χρόνια από τη ζωή μου; Γιατί; Γυρνάω την βουρκωμένη ματιά μου και βλέπω στο βάθος νάρχονται και άλλοι σαν φουσκωμένα πανιά, από έναν άνεμο λύτρωσης. Σκίζουν τους ουρανούς και η ψυχή τους γίνεται ένα με τους αιθέρες. Κοιτώ κάτω από τα πόδια μου τη γη που μας θέριεψε χωρίς αντάλλαγμα, να ποτίζεται απ τα όνειρά μας και να βγάζει καρπούς αγάπης παντού. Όπου κι αν στρέψω το βλέμμα μου, βλέπω ένα άσπρο φως να μας λούζει. Είσαι Εσύ! Το νοιώθω. Κι εγώ; Εμείς όλοι; Είμαστε Εσύ! Και νάμαι πάλι στο μπαλκόνι μου να με κοιτούν τ άστρα. Ναι στ αλήθεια δεν τα κοιτώ εγώ. Με κοιτούν αυτά, γιατί τώρα είμαι σαν κι αυτά μία λάμψη μακριά στη γη. Φαίνομαι γνώριμη. Με κοιτούν και ξέρουν πως μπορούν να με εμπιστευθούν γιατί κοιτούν την ψυχή μου πούναι ακόμη παρθένα απ την εμπειρία της πτήσης μου, είναι ακόμη ανοιχτή σε συναισθήματα, είναι ολόγιομη από Εσένα. 8
Κι αρχίζει πάλι η μαγεία να σκορπίζει ένα γύρω. Και χάνονται για λίγο όλα, σπίτια θόρυβοι, άνθρωποι. Κι εγώ, μετέωρη σα νεράιδα πάνω στα κύματα, στέκω ασάλευτη και περιμένω! Μου μιλάς, πάλι Ποια εγώ! Η μία μέσα στην παλίρροια της ανθρωπότητας που μέχρι χθες κρεμόμουν απ τ άστρα και τώρα Εσύ κι εγώ, μιλάμε με λόγια ανείπωτα για Σένα, που Είσαι παντού γύρω μου, στον αέρα που αναπνέω, μέσα μου, στο κάθε χάραμα που με χαιρετά, στον άνεμο που μου χαϊδεύει το πρόσωπο, στο φως του φεγγαριού. Εγώ σε γνώρισα από κοντά και τώρα θέλεις να σε γνωρίσουν και άλλοι. Μα πώς; Πώς θα μιλήσω για την αρχή και το τέλος; Tη ζωή και τον θάνατο; Πώς θα καταλάβουν εμένα την μία σαν με ακούν να μιλώ για τον κύκλο της ζωής; Πώς θα πιστέψουν, αν οι ίδιοι δεν γευτούν την αγάπη Σου; Πώς θα μυρίσουν τη ζωή αν δεν Σε ακούσουν να τους τη σιγοτραγουδάς τα βράδια στα μπαλκόνια τους; Και μετρώ τις ώρες και νοιώθω χαμένη σ έναν κόσμο ψευδαισθήσεων σ έναν κόσμο που τίποτα γνώριμο δεν έχει πια για μένα. Και λαχταρώ, ναι ακόμη έχω λαχτάρες ανείπωτες, μεγαλύτερες από πρώτα. Λαχταρώ την ώρα που κάποιος θα μου απλώσει το χέρι, θα μου ανοίξει την καρδιά και θα μου πει για τους πόθους τους κρυφούς πούχει στα στήθια του. Περιμένω μ αγωνία τη στιγμή που δυο βλέμματα θα μιλήσουν για τ όνειρά τους και θα γίνουν ένα. Ένα βλέμμα, στραμμένο σ ένα όραμα. Τότε σίγουρα θάναι πιο εύκολο. Τότε θάμαστε δύο μέσα στην παλίρροια της ανθρωπότητας. Δύο που μπορεί να γίνουν δέκα, να γίνουν είκοσι, να γίνουν εκατό, να γίνουν παλίρροια και να κοιτούν την άμπωτη ρωτώντας πώς; Πώς υπάρχουν άνθρωποι χωρίς γιατί; Πώς υπάρχουν άνθρωποι χωρίς λαχτάρες; Πώς υπάρχουν άνθρωποι που δεν κοιτούν τ άστρα; Και γιατί οι δρόμοι μας είναι γεμάτοι από δαύτους; Οδυνηρή σκέψη για μένα την μία μέσα στην παλίρροια. Και τα συναισθήματα αλλάζουν. Αγωνία έρχεται να ταράξει τις σκέψεις μου. Κι αν αυτοί όλοι που πέταξαν στους μεστωμένους ουρανούς, αν λέω, αν ξεχάσουν; 9
Αν η λήθη τους βυθίσει στην πλήξη της μονότονης ζωής τους; Αν θελήσουν να θάψουν τ όνειρά τους, να κάψουν τους πόθους τους και να πετάξουν στη θάλασσα τις στάχτες τους, ώστε τα κύματα να τις ταξιδέψουν σε μέρη άγνωστα; Τότε Θεέ μου Τότε εγώ η μία μέσα στην παλίρροια της ανθρωπότητας θα μείνω μία μέσα στην παλίρροια της Αγάπης Σου; Κοιτώ τ άστρα. Τ άστρα με κοιτούν. Βουβή συντροφιά για τούτη την καλοκαιρινή νύχτα. Και η ψυχή μου φτερουγίζει, οι σκέψεις μου καλπάζουν, οι αισθήσεις μου δονούνται. Έτοιμες για μια πτήση ακόμη. Μια πτήση επισφράγισης της πίστης μου. Στα χέρια κρατώ μαλακά τις φτερούγες μου. Ιερή η στιγμή αυτή. Ιερός και ο σκοπός. Θάρθω πάλι να χαθώ στην αγκαλιά Σου. Να σιγουρέψω τους πόθους μου γιατί τώρα τα βράδια με τρώει η αγωνία. Μήπως και μείνω μόνη, μήπως ο ήλιος λειώσει τις φτερούγες των άλλων μήπως λειώσει και τις δικές μου. Και πάλι προσπαθώ. Παίρνω δυνάμεις. Κοιτώ ένα γύρω από εμένα. Τα λουλούδια στις γλάστρες μου, το φεγγάρι τ ολόγιομο. Όλα μαρτυρούν πως υπάρχεις μέσα τους. Πως τα θρέφεις με την ανάσα σου. Κι εγώ ακόμη και τώρα αφήνω τις αμφιβολίες να σκορπίσουν στο βάθος του νου μου, χύνοντας χολή στις σκέψεις μου. Πώς μπορώ ν αμφιβάλλω; Κι όμως πρέπει να νοιώσω την εμπειρία μιας ακόμη πτήσης. Μια υπόσχεση για μένα. Μια ελπίδα ότι όλα τούτα τα πρωτόγνωρα είναι πραγματικότητα. Μάλλον μια απόδειξη για τους άλλους. Κλείνω τα μάτια και αφήνω την ανάσα μου να με γεμίσει. Να μ ελαφρύνει. Απλώνω τις φτερούγες μου και πετώ. Αργά αλλά με σιγουριά για κάθε άνοιγμα. Και ο αέρας χαϊδεύει τα μαλλιά μου, φιλά το πρόσωπό μου, διαπερνάει το σώμα μου. Κι εγώ αφήνομαι στον άνεμο να με παρασύρει σαν ένα πούπουλο που πάει κατά όπου το στέλνει μια ανάσα μετέωρη, μπλεγμένη σε χρώματα. Κοιτώ τα φτερά μου! Θαρρείς και ήταν φτιαγμένα μόνο για μένα. Τόσο τέλεια Τόσο δυνατά Τόσο μαγικά! Χορεύουν με τον άνεμο. Φλερτάρουν με το φεγγάρι. 10
Κι εγώ σαν χαμένη, νοιώθω να πλέω στην απεραντοσύνη της Αγκαλιάς Σου. Και σκέφτομαι πως πάντα εσένα έψαχνα. Σ αναζητούσα παντού, χωρίς να το ξέρω. Χαμένη στον κόσμο μου, ξεκομμένη. Ένοιωθα όπως και τώρα ότι είμαι ανεξάντλητη αλλά Γιατί άφησα να μου συμβούν όλα αυτά; Γιατί δεν πρόλαβα τα λάθη μου; Γιατί δεν μαρτύρησα τις σκέψεις μου; Πού; Σε ποιούς; Μα σε μένα. Θάταν αρκετό για μένα. Και τώρα νάμαι να κάθομαι και να γράφω για Σένα. Σα να σε ήξερα από πάντα κι έχω την εντύπωση ότι μ ακούς. Τ αστέρια μ ακούν. Τα βλέπω. Βλέπω τη λάμψη τους. Νοιώθω την αγάπη τους, να χαϊδεύει την ματιά μου. Κι αναλογίζομαι τις νύχτες που πέρασα στο μπαλκόνι μου. Κι αναλογίζομαι και αυτές που πρόκειται να έρθουν. Αν θάναι καλύτερες. Μάλλον έτσι θάναι! Υπόσχεση η σημερινή βραδιά στην αιώνια ενότητα! Στο παγκόσμιο όραμα που θα σμίξει τις καρδιές μας, θα στείλει χαρά στα χείλη μας και θα μας χαρίσει τις πιο λευκές μεταξωτές φτερούγες που μέχρι τώρα ζηλεύαμε στ όνειρά μας. Κοιτώ τ άστρα που χάνονται πίσω απ το φως του φεγγαριού. Γαληνεύω. Τούτη η βραδιά φαντάζει αλλιώτικη. Πλουμιστή, παιχνιδιάρικη, γεμάτη στιγμές δέους και νοσταλγίας για έναν κόσμο υπαρκτό μα απρόσιτο. Κάποιος σπέρνει ελπίδες σήμερα. Κάποιος τις ποτίζει με τα δάκρυά του για ν ανθίσουν στην ψυχή μας. Κι εγώ στέκομαι στην άκρη του μπαλκονιού μου περιμένοντας Με το χέρι απλωμένο. Να πιάσω τον σπόρο της ευτυχίας! Η ματιά μου παίζει κρυφτό με το φεγγάρι που κρύβεται πίσω απ τα σύννεφα. Οι αισθήσεις μου σαλεύουν. Το κορμί μου μαρμαρωμένο απ το κάλλος τούτης της βραδιάς, μεθάει σ ασημί ποτάμια, λούζεται στο χείμαρρο της απεραντοσύνης αυτού του ουρανού που κατάφερε να χορτάσει την πεινασμένη ματιά μου. Δεν τολμώ να κοιτάξω κάτω. Φοβάμαι μήπως χαθεί αυτή η στιγμή. Κλείνω τα μάτια Τα χέρια μου ψάχνουν νάβρουν τις φτερούγες μου. Αξίζει μια πτήση τούτη τη βραδιά. Τις φορώ για άλλη μια φορά. 11
Κρυφά ορμώ στους αιθέρες με μια λύσσα πρωτόγνωρη. Η λαχτάρα με κυριεύει. Ο σκοπός με οδηγεί. Ο δρόμος σπαρμένος μπαμπάκια και ασήμι. Ο αέρας μεθυστικός. Οι φτερούγες μου, σκίζουν τα σπλάχνα του. Περνούν μέσα του. Δονούνται στο ρυθμό του. Κι εγώ γίνομαι ένα μαζί τους. Τις διπλώνω, κουλουριάζομαι και αφήνομαι ελεύθερη. Πέφτω, πέφτω! Σκάω πάνω στα σύννεφα και χάνομαι μέσα στη λευκή ομίχλη τους. Και ξάφνου αναδιπλώνομαι. Νοιώθω την ένταση να μ εκτινάζει ψηλά. Απλώνω το χέρι. Θαρρώ πως θ αγγίξω το φεγγάρι. Κι όμως μακραίνει στο βάθος ενός ζωντανού άπειρου γεμάτου από κραυγές αστεριών που σκίζουν την ησυχία τούτης της βραδιάς. Κραυγές που μόνο εγώ ακούω. Ίσως μέσα απ τα σύννεφα ξεπηδήσουν κι άλλων φευγάτοι πόθοι! Θάθελα να φιλήσω το φεγγάρι και τα χείλη μου να γευτούν τους πόθους του. Μόνο με τη σκέψη, γεμίζω δέος για μένα, για μας, για Εσένα. Για την κοινή μας μοίρα. Δάκρυα πληρότητας γεμίζουν τη ματιά μου. Τ αφήνω να κυλήσουν στα μάγουλά μου, να χαϊδέψουν το στόμα μου και να γευτώ την αλμύρα τους. Είμαι άνθρωπος γιατί τούτη εδώ τη στιγμή μπορώ και δακρύζω, γιατί μπορώ να λαχταρώ, μπορώ να ελπίζω! Συγκεντρώνομαι στην ανάσα μου. Ανοίγω διάπλατα τα πνευμόνια μου και τα γεμίζω ρυθμικά μ ενέργεια. Χαλαρώνω κι αρχίζω πάλι ν ονειρεύομαι συνειδητά. Το τιμόνι το κρατώ γερά, τα πανιά μου φουσκωμένα μ ελπίδες. Η πορεία χαραγμένη. Νοιώθω πως πρώτη φορά ταξιδεύω μ οδηγό τη θέλησή μου. Τούτα τα μέρη τάχω ξαναπεράσει. Τούτες τις θάλασσες τις έχω ξαναταξιδέψει, μα δεν θυμάμαι το μπλε τους χρώμα, ούτε τα ξεβαμμένα χρώματα του σούρουπου, που έσταζαν τόνους αχνής πορφύρας στους μακρινούς ορίζοντες. Πώς γίνεται τούτο πάλι; Μήπως τα πανιά δεν ήταν φουσκωμένα με την δική μου ανάσα; Μήπως το τιμόνι δεν το κρατούσαν οι δικές μου ελπίδες; Πάντως είμαι σίγουρη ότι τώρα έφτασε η στιγμή. Θα μεταλάβω τη ζωή. Γιατί ήρθε η ώρα για μένα ήρθε η ώρα και για εσάς! 12
Έφτασε η στιγμή ν αναδιπλωθούμε, να μετρήσουμε τις δυνάμεις μας και να ξεχυθούμε μέσα σε γαλάζιους ουρανούς και μπλε θάλασσες. Ένα πλήθος ασυγκράτητο με τις ίδιες ανάγκες, τις ίδιες λαχτάρες, προσπαθεί ν ανοίξει τις φτερούγες του. Προσπαθεί να συντονίσει τις σκέψεις του για ένα μέλλον κοινό, λαμπρό, στολισμένο μ ελευθερία, στολισμένο μ αγάπη. Το κρίσιμο πλήθος της Ουράνιας Προφητείας, οι θησαυροί του Καλύτερου Πωλητή στον Κόσμο και οι αναζητήσεις τόσων άλλων άσημων ενώνονται στο κοινό όραμα. Για να δουν κάποιο χάραμα ν ανθίζουν οι προσπάθειές τους, να ποτίζεται το διψασμένο τους χώμα, να δονούνται ρυθμικά σε συχνότητες αγάπης και ολοκλήρωσης. Η νέα εποχή έχει ήδη φτάσει. Χτυπάει την πόρτα μας. Αρκεί η μεστωμένη μας συνείδηση να την αφήσει να ξεχυθεί στη ζωή μας. Και τότε οι ελπίδες μας θα δώσουν πνοή στ όνειρά μας, θα ζωντανέψουν τους πόθους μας και θα γενούν γέφυρες, που θα βοηθήσουν τη συμπόρευσή μας για τον Χρυσό δρόμο, που οδηγεί στον Λευκό ναό. Έναν Ναό φτιαγμένο από άσπρο μάρμαρο, κατεργασμένο από ένα χέρι λυτρωτικό. Κι όταν φτάσουμε εκεί εγώ πρώτη θα πατήσω τα λευκά σκαλοπάτια, ντυμένη με το ρούχο που χρόνια ολάκερα ύφαινα για τούτη εδώ τη στιγμή. Ό,τι λαχτάρισα, ό,τι ζήτησα θεέ μου το απέκτησα. Σ ευχαριστώ γι αυτό που είμαι, σ ευχαριστώ για την ολοκλήρωση των πόθων μου. Γυρνώ πίσω να σιγουρευτώ. Πίσω από εμένα έρχεστε εσείς. Στρατιά ολόκληρη, που χάνεται στο βάθος ενός ορίζοντα. Ακολουθείτε το μονοπάτι που οι λαχτάρες σας, σας έδειξαν. Σας περιμένω 13