ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ. Εκτίμηση της αστικής και περιαστικής ποικιλότητας της ορνιθοπανίδας στην Πάτρα

Σχετικά έγγραφα
Η ποικιλότητα της πανίδας στους ελαιώνες της Μεσσηνίας Ασπόνδυλα Πτηνά

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΠΟΤΑΜΙΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΗΝΕΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟ ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ

5. κλίμα. Οι στέπες είναι ξηροί λειμώνες με ετήσιο εύρος θερμοκρασιών το καλοκαίρι μέχρι 40 C και το χειμώνα κάτω από -40 C

ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΤΟΠΙΟΥ. Χειμερινό εξάμηνο

Η ποικιλότητα της πανίδας στους ελαιώνες των Πεζών και του Μεραμβέλλου Κρήτης

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΣ ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΑΣΤΙΚΩΝ ΠΑΡΚΩΝ ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΛΚΥΣΗ ΕΙ ΩΝ ΤΗΣ ΑΓΡΙΑΣ ΠΤΗΝΟΠΑΝΙ ΑΣ

Τ Α ΣΤ Σ Ι Τ Κ Ι Ο Π ΕΡ Ε Ι Ρ Β Ι ΑΛΛ Λ Ο Λ Ν

Ομιλία του καθηγητού Χρήστου Σ. Ζερεφού, ακαδημαϊκού Συντονιστού της ΕΜΕΚΑ

ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΦΥΣΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ 4. ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ

ΦΥΣΙΚΗ -ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΙΑ

Υπενθύμιση. Παγκόσμιες ημέρες αφιερωμένες στο περιβάλλον

ΜΑΘΗΜΑ: Γενική Οικολογία

Passeriformes Στρουθιόµορφα πουλιά

Εισαγωγή Ιστορική Αναδρομή Μεθοδολογικό Πλαίσιο Προϋποθέσεις εφαρμογής Στόχοι Πρότυπα Αξιολόγησης Κύκλου Ζωής Στάδια

ΠΟΣΟΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ. (μέρος 2 ο )

ΜΑΘΗΜΑ: Γενική Οικολογία

Ηλικιακή σύνθεση πληθυσµού

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΕΝΤΟΜΩΝ ΣΕ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΟΥ ΤΥΠΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

Τελική Αναφορά της Κατάστασης Διατήρησης της Μεσογειακής Φώκιας Monachus monachus στη Νήσο Γυάρο Περίληψη

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΤΩΝ ΑΝΑΠΑΡΑΓΟΜΕΝΩΝ ΚΟΙΝΩΝ ΕΙΔΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Πρότυπα οικολογικής διαφοροποίησης των μυρμηγκιών (Υμενόπτερα: Formicidae) σε κερματισμένα ορεινά ενδιαιτήματα.

Κλιματική αλλαγή και συνέπειες στον αγροτικό τομέα

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΔΟΣΗΣ ΑΝΑΚΛΑΣΤΙΚΩΝ ΥΛΙΚΩΝ

ένα αειφόρο πρότυπο Ήβη Νανοπούλου Αρχιτέκτων - Διευθύνων σύμβουλος ΘΥΜΙΟΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΑΕΜ

Κ ι λ µα µ τι τ κές έ Α λλ λ α λ γές Επι π πτ π ώ τ σει ε ς στη τ β ιοπο π ικιλό λ τη τ τα τ κ αι τ η τ ν ν ά γρια ζ ωή

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΚΛΙΜΑΤΙΚΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΝΑΞΟΥ

ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΤΟΠΙΟΥ. Χειμερινό εξάμηνο

ΠΑΘΗΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΡΟΣΙΣΜΟΥ. ΤΕΧΝΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟΥΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΕΣ: Εξοικονόμηση ενέργειας και ΑΠΕ στα κτήρια

Υψηλή Φυσική Αξία (ΥΦΑ)

ΦΥΣΙΚΗ ΤΗΣ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ΔΑΣΙΚΑ & ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 13/06/2013 Δήμος Βισαλτίας

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ

Μετεωρολογία Κλιματολογία (ΘΕΩΡΙΑ):

Όνομα φοιτήτριας: Παπαστρατή Σοφία Αρχιτέκτων Μηχανικός Α.Π.Θ. Χειμερινό Εξάμηνο, Ακαδημαϊκό έτος

1η Ελληνο - Γαλλική & Διεθνής Συνάντηση, SD-MED:

«Κλιματική ή Αλλαγή: Δείκτες και Γεγονότα»

Απόδοση θεματικών δεδομένων

Κλιματική Αλλαγή και Επιπτώσεις στην Περιοχή μας

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΜΑΖΟΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΧΑΛΕΠΙΟ ΠΕΥΚΗ (PINUS HALEPENSIS) ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ ΤΑΤΟΪΟΥ ΠΑΡΝΗΘΑΣ ΑΤΤΙΚΗΣ»

Πως επηρεάζεται το μικρόκλιμα μιας περιοχής από την τοπογραφία (πειραματική έρευνα) Ομάδα Μαθητών: Συντονιστής καθηγητής: Λύκειο Αγίου Αντωνίου

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ ΜΕΛΕΤΩΝ ΕΙΔΙΚΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ. Γιώργος Βαβίζος Βιολόγος Eco-Consultants S.A.

Το μεγαλύτερο μέρος της γης αποτελείται από νερό. Το 97,2% του νερού αυτού

Η ελληνική βιοποικιλότητα Ενας κρυμμένος θησαυρός. Μανώλης Μιτάκης Φαρμακοποιός Αντιπρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Εθνοφαρμακολογίας

Ενεργειακές καλλιέργειες και προστασία εδάφους από διάβρωση.

Πρόλογος Οργανισμοί...15

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο

ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΦΥΤΟΚΑΛΥΨΗΣ ΣΤΗ ΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΒΙΟΚΛΙΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ.

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΛΙΒΑΔΙΚΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Για να περιγράψουμε την ατμοσφαιρική κατάσταση, χρησιμοποιούμε τις έννοιες: ΚΑΙΡΟΣ. και ΚΛΙΜΑ

Α τική δ τική ιάχυση ιάχ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΚΛΙΜΑΤΙΚΩΝ ΔΕΙΚΤΩΝ ΜΑΚΡΑΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ ΚΑΙ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΞΗΡΑΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Η παρακολούθηση των δασών στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής

Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ (Ιδίως των μεταλλείων και λατομείων)

Απογραφές Γεωμετρικό μοντέλο Γραμμικό μοντέλο

Ενότητα 7: Απογραφή Πληθυσμού Θαλασσοπουλιών ως Βιοδείκτες

Προστασία Γενετικής Βιολογικής Ποικιλότητας

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 1: ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ

Περιεχόμενο Μαθημάτων

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

Δειγματοληψία στην Ερευνα. Ετος

MILTON KEYNES: ΜΙΑ ΠΟΛΗ-ΠΡΟΤΥΠΟ;

Ανάλυση και Σχεδιασμός Μεταφορών Ι Δειγματοληψία - Μέθοδοι συλλογής στοιχείων

Η παράκτια ζώνη και η ανθεκτικότητα στην αύξηση στάθμης της θάλασσας.

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Η οδηγία για τα νερά κολύμβησης και η επίδραση της μυδοκαλλιέργειας στην ποιότητα νερών του Θερμαϊκού κόλπου (Βόρειο. Αιγαίο)

ΑΛΛΑΓΏΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΑΛΑΣΣΙΑ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΕΝΟΙΚΙΑΖΟΜΕΝΩΝ ΠΟΔΗΛΑΤΩΝ ΣΤΟΝ ΔΗΜΟ ΑΘΗΝΑΙΩΝ

Εξετάσεις Οικονομικής Γεωγραφίας - Ιούλιος Όνομα: Επώνυμο: Επιθυμώ να μην περάσω το μάθημα εάν η βαθμολογία μου είναι του

ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΗ ΤΗΛΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ Ενότητα 1β: Πλανητική μεταβολή ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΠΛΑΝΗΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ. Δρ. Ν. Χρυσουλάκης Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας

Αρχιτεκτονική Τοπίου. Διδάσκων: Ιωάννης Τσαλικίδης. Συνεργάτες: Ελένη Αθανασιάδου Μαρία Λιονάτου Ευθύμης Χαραλαμπίδης Βασίλης Χαριστός

Διαμόρφωση προτύπων. 21 March Γιατί μελετάμε το πρότυπο τοπίου;

ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ νέες κατασκευές ανακαίνιση και µετασκευή ιστορικών κτιρίων αναδιαµόρφωση καινούριων κτιρίων έργα "εκ του µηδενός" σε ιστορικά πλαίσια

Εισαγωγή KΕΦΑΛΑΙΟ 1: Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων Θεσμικό Πλαίσιο... 3

Περίληψη Διδακτορικής Διατριβής ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Τμήμα Περιβάλλοντος. Ευστράτιος Γιαννούλης

Άσκηση 3: Εξατμισοδιαπνοή

«Οι επιπτώσεις της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής στο περιβάλλον, την κοινωνία και την οικονομία της Ελλάδος»

Διαχείριση και Προστασία του Εδάφους με Βάση την Ευρωπαϊκή Στρατηγική Εδάφους

Η Αφρική είναι η τρίτη σε μέγεθος ήπειρος του πλανήτη μας, μετά την Ασία και την Αμερική. Η έκτασή της είναι, χωρίς τα νησιά, 29,2 εκατομμύρια τετρ. χ

Ανάλυση Δεδομένων με χρήση του Στατιστικού Πακέτου R

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο

Η Γη κινδυνεύει. Σήμερα 40% ΜΕ 70% ΤΩΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΝ ΕΚΠΟΜΠΩΝ ΑΝΘΡΑΚΑ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ

Η κλιματική αλλαγή αυξάνει τις τιμές των τροφίμων


ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΤΑΞΙΝΟΝΗΣΗ ΕΛΛΑΔΑΣ

Τι θα έπρεπε κάθε βιολόγος να ξέρει για τον ανθρώπινο πληθυσμό. Λίγοι επιστήμονες. ανθρώπινο πληθυσμό ως τη ρίζα της υποβάθμισης του περιβάλλοντος

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ Μάθημα 2Σ6 01. ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Ελένη ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΥ, Γρηγόρης ΚΑΥΚΑΛΑΣ Χ Ε Ι Μ Ε Ρ Ι Ν Ο Ε Ξ Α Μ Η Ν Ο

ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΛΙΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΜΙΤΟΝΟΕΙΔΗ ΚΑΜΠΥΛΗ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΩΣ ΔΕΙΚΤΗ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ

1. Τα αέρια θερµοκηπίου στην ατµόσφαιρα είναι 2. Η ποσότητα της ηλιακής ακτινοβολίας στο εξωτερικό όριο της ατµόσφαιρας Ra σε ένα τόπο εξαρτάται:

«ΘΑΛΗΣ» Λάρισα, TEI/Θ, Π. ΒΥΡΛΑΣ. Π. Βύρλας

Περιβαλλοντικές Επιπτώσεις

Ο.Ε.Φ. / Α.Σ. ΤΥΜΠΑΚΙΟΥ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. της. Οδηγίας της Επιτροπής

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΡΑΠΤΗ. Γενική άποψη του οικισμού. Το άνοιγμα στη θέα. Η περιοχή μελέτης

Λαναρά Θεοδώρα Δασολόγος Περιβαλλοντολόγος MSc Φορέας Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Παρνασσού

NATURA 2000 NATURA 2000 ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΟΡΟΛΟΓΙΑ

ΔΕΥΑΛ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ: ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 07/10/2011 Προς: Σύλλογο Φίλων Πηνειού και του Παραποτάμιου Πολιτισμού του Υπόψη Δ.Σ.

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΟ ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ & Κλίµα / Χλωρίδα / Πανίδα της Κύπρου

ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΧΩΡΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ: ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΜΕ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΣΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

Transcript:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΖΩΩΝ Εκτίμηση της αστικής και περιαστικής ποικιλότητας της ορνιθοπανίδας στην Πάτρα ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΔΑΝΑΗΣ Χ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑΣ ΠΑΤΡΑ 2014

Τριμελής εξεταστική επιτροπή Σίνος Γκιώκας, Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών (Επιβλέπων) Ευάγγελος Τζανάτος, Λέκτορας Πανεπιστημίου Πατρών Βασίλειος Χονδρόπουλος, Καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Η παρούσα διπλωματική εργασία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του Προπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών του Τμήματος Βιολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών. Θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους όσους συνέβαλαν στην πραγματοποίηση αυτής της εργασίας: Πρωτίστως, την υποψήφια Διδάκτορα Αστικής Οικολογίας Όλγα Τζωρτζακάκη, καθώς η συνεισφορά της στην παρούσα εργασία ήταν καθοριστική και απαραίτητη για το σχεδιασμό, τη διεξαγωγή και την ολοκλήρωσή της. Από τη στιγμή που ανέλαβα το συγκεκριμένο θέμα μέχρι και την παρουσίαση της δουλειάς η κα Τζωρτζακάκη δεν σταμάτησε να επιβλέπει την πορεία της μελέτης, να με διορθώνει και να μου προσφέρει ανιδιοτελώς τις γνώσεις της για την οικολογία και τα πτηνά. Αισθάνομαι τυχερή που είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ μαζί της. Η συλλογή όλων των δεδομένων που παρουσιάζονται στη συνέχεια είναι αποτέλεσμα δειγματοληψιών που πραγματοποιήθηκαν στο πεδίο από εμένα και την κα Τζωρτζακάκη. Τον επιβλέποντα της διπλωματικής μου εργασίας επικ.καθηγητή κ. Σίνο Γκιώκα για την καθοδήγησή του σε όλα τα βήματα της μελέτης και την υποστήριξή του. Τη μητέρα μου που αναγνωρίζοντας τη θέληση μου να μελετώ και να εξερευνώ το φυσικό κόσμο με στήριξε άλλη μια φορά έμπρακτα παρέχοντάς μου το αυτοκίνητό της, προκειμένου να μπορούμε να μετακινούμαστε σχεδόν καθημερινά, σε διάστημα τριών μηνών, από σταθμό σε σταθμό, για τις δειγματοληψίες. Tον κύριο Δημήτρη Παπανδρόπουλο για την βοήθειά του στην αναγνώριση κάποιων άγνωστων φωνών των ηχητικών καταγραφών. Τους φίλους μου Αναστασία και Γιώργο για την φωτογραφία του εξωφύλλου. Τον φίλο μου Δημήτρη.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Περίληψη... 1 Summary... 2 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 3 1.1. Τι είναι Αστική Οικολογία;... 3 1.1.1. Η Αστική Οικολογία ως σύγχρονος, αναπτυσσόμενος επιστημονικός κλάδος 3 1.1.2. Οι συνθήκες που τοποθετούν την Αστική Οικολογία στο προσκήνιο... 4 1.2. Τι είναι αστικοποίηση, ιστορικά στοιχεία, παγκόσμια τάση και συνέπειες. 5 1.3. Τα πουλιά ως κάτοικοι των αστικών συστημάτων... 6 1.3.1. Οι επιδράσεις του ανθρώπου στα πτηνά των αστικών οικοσυστημάτων... 7 1.3.2. Ορνιθοπανιδική ποικιλότητα στα αστικά οικοσυστήματα... 8 1.3.3. Σύνθεση ορνιθοπανιδικών κοινοτήτων στα αστικά τοπία... 8 1.4. Η προσέγγιση της νησιωτικής βιογεωγραφίας... 9 1.5. Η περιοχή μελέτης... 11 1.5.1. Θέση, οριοθέτηση, έκταση και πληθυσμός... 11 1.5.2. Στοιχεία πολεοδομίας... 11 1.5.3. Κλίμα... 12 1.6. Σκοπός της εργασίας... 13 2.ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ... 14 2.2. Μέθοδοι δειγματοληψίας... 14 2.2.1. Σταθμοί δειγματοληψίας... 14 2.2.2. Ώρα, περίοδος και συνθήκες δειγματοληψίας... 15 2.2.3. Διαδικασία καταγραφών... 16 2.3. Ανάλυση δεδομένων και στατιστική επεξεργασία... 17 2.3.1. Ομαδοποίηση των δεδομένων... 17 2.3.2. Ποικιλότητα... 18 2.3.3. Ομαδοποίηση σταθμών και ενδιαιτημάτων... 19 2.3.4. Συσχέτιση παραγόντων... 19

3.ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ... 21 3.1. Παρουσίαση των αποτελεσμάτων... 21 3.2. Ποικιλότητα σταθμών δειγματοληψίας... 23 3.3. Ποικιλότητα ενδιαιτημάτων... 26 3.4. Ομοιότητα σταθμών δειγματοληψίας... 27 3.5.Ομοιότητα ενδιαιτημάτων... 31 3.6. Συσχέτιση του τύπου ενδιαιτήματος με την ποικιλότητα των σταθμών... 32 3.7. Συσχέτιση της απόστασης μεταξύ των σταθμών με την ποικιλότητα... 32 4.ΣΥΖΗΤΗΣΗ... 33 4.1. Ο συνολικός αριθμός των διάφορων ειδών στις νησίδες πρασίνου... 33 4.2. Τα είδη με την υψηλότερη αφθονία... 33 4.3. Ποικιλότητα σταθμών και ενδιαιτημάτων... 34 4.4. Ομοιότητα κοινοτήτων... 35 4.5. Συσχέτιση απόστασης μεταξύ των σταθμών και ποικιλότητας... 36 4.6. Συσχέτιση σύνθεσης των ειδών στους διαφορετικούς τύπους ενδιαιτημάτων και σύνθεσης των ειδών στους διαφορετικούς σταθμούς δειγματοληψίας... 36 4.7. Γενική συζήτηση... 37 4.8. Προτάσεις για μελλοντικές έρευνες... 38 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 39 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ... 43

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Καθώς ο πληθυσμός της γης που κατοικεί σε πόλεις αυξάνεται όλο και περισσότερο, οι αστικοποιημένες περιοχές αποτελούν τον πιο ταχέως αναπτυσσόμενο τύπο οικοσυστήματος. Οι πόλεις αντιπροσωπεύουν σήμερα το 3% της χρήσης γης παγκοσμίως, αλλά οι επιδράσεις τους στο κλίμα, τους πόρους, τη ρύπανση και τη βιοποικιλότητα εκτείνονται πολύ πέρα από τα όριά τους. Βασικά χαρακτηριστικά του αστικού τοπίου είναι η περιβαλλοντική ετερογένεια και ο κατακερματισμός των ενδιαιτημάτων. Ως συνέπεια της απώλειας κατάλληλων ενδιαιτημάτων, οι βιοκοινότητες αλλάζουν ριζικά ως προς τον αριθμό, τη σύνθεση, την αφθονία και την ισοκατανομή των ειδών, καθώς συχνά τα ανθρωπόφιλα είδη ευνοούνται σε βάρος των πιο εξειδικευμένων ειδών. Η παρούσα εργασία έχει ως στόχο να διερευνήσει τη σημασία των αστικών χώρων πρασίνου ως καταφύγια διατήρησης της αστικής βιοποικιλότητας. Η μελέτη πραγματοποιήθηκε στην ευρύτερη περιοχή της πόλης της Πάτρας. Ως ομάδα-δείκτης επιλέχθηκαν τα πουλιά, καθώς από την υπάρχουσα βιβλιογραφία προκύπτει ότι ανταποκρίνονται σε μεγάλο βαθμό στις ταχείες και ισχυρές περιβαλλοντικές αλλαγές που επιφέρει η αυξανόμενη αστικοποίηση. Για το σκοπό αυτό, πραγματοποιήθηκαν δειγματοληψίες συλλογής δεδομένων κατανομής και αφθονίας των ειδών των πουλιών κατά τη διάρκεια της άνοιξης με τη μέθοδο των σημειακών καταμετρήσεων (point counts). Οι καταγραφές έγιναν στους επικρατέστερους τύπους ενδιαιτημάτων που απαντώνται στην περιοχή μελέτης, κατανεμημένους κατά μήκος μιας διαβάθμισης του βαθμού αστικοποίησης. Στη συνέχεια, έγινε εκτίμηση και σύγκριση δεικτών της ποικιλότητας σε κάθε τοποθεσία, αναλύθηκε η ομοιότητα της ποικιλότητας μεταξύ των διαφορετικών τοποθεσιών, εξετάστηκε η συσχέτιση της ποικιλότητας με χωρικές παραμέτρους και διερευνήθηκε η επίδραση του τύπου ενδιαιτήματος στη διαμόρφωση των βιοκοινοτήτων των πουλιών. Βρέθηκαν συνολικά 31 είδη στους 42 σταθμούς δειγματοληψίας. 29 είδη συμπεριλήφθηκαν στις αναλύσεις και μετά από ομαδοποίηση των δεδομένων οι σταθμοί μειώθηκαν σε 39 και κατατάχθηκαν σε επτά τύπους ενδιαιτημάτων. Σταθμοί που περιβάλλονταν από μειωμένο βαθμό αστικοποίησης εμφάνιζαν μεγαλύτερη ποικιλότητα ειδών. Μέσω της επεξεργασίας των αποτελεσμάτων προέκυψε ότι ο τύπος ενδιαιτήματος επηρεάζει την ποικιλότητα κάθε σταθμού ενώ η ποικιλότητα κάθε σταθμού δεν επηρεάζεται από την γεωγραφική απόσταση μεταξύ των σταθμών. 1

SUMMARY As the human population that lives in cities is increasing more and more, urbanized areas are the most rapidly developing type of ecosystem. The cities are currently representing 3% of land use in the world, but their effects on climate, resources, pollution and biodiversity extend far beyond their boundaries. Main characteristics of the urban landscape are environmental heterogeneity and habitat fragmentation. As a consequence of the loss of suitable habitats, communities are changing radically concerning the number, composition, abundance and evenness of species, as often synanthropic species get favored at the expense of more specialized ones. The present study aims to investigate the importance of urban green spaces as shelters for the conservation of urban biodiversity. The study was conducted in the urban and sub-urban areas of the city of Patras. Birds were chosen as a group-indicator, because the existing literature shows that they adjust largely to the rapid and strong environmental changes, which are caused by increasing urbanization. In this context, data were collected with the point count method, in order to estimate species richness and abundance of breeding birds and identify their distribution patterns. The recordings were made in the prevalent habitat types found in the study area, distributed along an urbanization gradient. Afterwards, an estimation and comparison of diversity indices in each site was realized. The similarity of bird communities among different locations was examined, while the correlation of diversity with spatial parameters and the influence of habitat type on the formation of bird communities were also examined. We found 31 species at 42 different sampling stations. 29 species were included in the analysis. After clustering the data of some stations, their number decreased to 39. The stations were classified into seven habitat types. Stations that were surrounded by a reduced degree of urbanization had greater species diversity. By processing the data it was shown that the type of habitat of each station affects each station s diversity of each station. However, the diversity of each station is not affected by the geographic distance between the stations. 2

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1 Τι είναι Αστική Οικολογία; Η Οικολογία έχει περιγραφεί ως η επιστημονική μελέτη των διαδικασιών που καθορίζουν την αφθονία και τη διασπορά των οργανισμών, των αλληλεπιδράσεων μεταξύ τους, των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των οργανισμών και του περιβάλλοντος αλλά και της ροής ύλης και ενέργειας μέσα στα οικοσυστήματα. Η Αστική Οικολογία, λοιπόν, αναφέρεται σε όλες αυτές τις διαδικασίες, όταν λαμβάνουν χώρα μέσα στα αστικά οικοσυστήματα (Gaston, 2010a). 1.1.1 Η Αστική Οικολογία ως σύγχρονος, αναπτυσσόμενος επιστημονικός κλάδος Σήμερα όλο και περισσότερες έρευνες επικεντρώνονται στα πρότυπα και τις διαδικασίες που τροφοδοτούνται από τις δραστηριότητες του ανθρώπου και τροποποιούν τα οικοσυστήματα. Έτσι η Αστική Οικολογία φαίνεται στις μέρες μας να είναι ένας εξαιρετικά αναπτυσσόμενος τομέας. Αναφέρεται ότι η έρευνα σε αυτόν τον τομέα έχει αρχίσει να επηρεάζει και μεθοδολογικά πλέον τον ευρύτερο επιστημονικό κλάδο της Οικολογίας (Gaston, 2010a). Η αστική βιοποικιλότητα, πεδίο που εντάσσεται στο γενικότερο σύνολο της Αστικής Οικολογίας, είναι ένας τομέας που προσελκύει όλο και περισσότερο το ενδιαφέρον αρκετών επιστημονικών ομάδων τα τελευταία χρόνια. Από το 1979 τα αστικά οικοσυστήματα μελετώνται με συνέπεια και συνέχεια, αφού έγινε αντιληπτό το ότι, παρά την έντονη αστικοποίηση διατηρούν μια ευρεία ποικιλία φυτικών δομών και άγριων ζωικών ειδών (Gilbert, 1989, Adams, 1994). Ήδη από το 1989 τα αστικά οικοσυστήματα αναγνωρίζονταν ως οικοσυστήματα με μεγάλη ετερογένεια, με αποτέλεσμα να προσφέρουν ένα εν δυνάμει πειραματικό πεδίο για τη διεξαγωγή μελετών διαφόρων οικολογικών διεργασιών (McConnell et al., 1990, Natuhara et al., 1996). Τα εν λόγω οικοσυστήματα βρίσκονται σε διαρκή μεταβολή. Η αυξανόμενη επέκταση των πόλεων καθώς και οι τροποποιήσεις της δομής και των λειτουργιών των αστικών χώρων μπορεί να επηρεάσουν την αφθονία και τη σύνθεση των ειδών (Lancaster et al., 1979, Dowd, 1992). Η ερμηνεία αυτών των μεταβολών στους αστικούς βιοτόπους θα μπορούσε να συνεισφέρει στο να βρεθούν οι εξηγήσεις σε φαινόμενα όπως η απόκριση της άγριας ζωής σε αλλαγές του περιβάλλοντος. Τέτοιου τύπου μελέτες θα μπορούσαν να 3

συμβάλουν στο να συμπεριληφθούν τα αστικά οικοσυστήματα στα συνολικότερα σχέδια διατήρησης και προστασίας του περιβάλλοντος και να παράσχουν χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με την διεξαγωγή του χωροταξικού σχεδιασμού (Gilbert, 1989, Adams, 1994). 1.1.2 Οι συνθήκες που τοποθετούν την Αστική Οικολογία στο προσκήνιο Σε ένα σημαντικό άρθρο ανασκόπησης αναφέρεται ότι η εμφάνιση της αστικής οικολογίας στο προσκήνιο έχει συνοδευτεί από τους παρακάτω παράγοντες (Gaston, 2010a). Πρώτα απ όλα είναι πλέον γεγονός ότι ένα πολύ εκτεταμένο τμήμα γης καλύπτεται από οικοσυστήματα στα οποία κυριαρχεί ο άνθρωπος. Επίσης, μεγάλο κομμάτι του ανθρώπινου πληθυσμού έχει μετακινηθεί στις πόλεις. Επομένως είναι ύψιστης σημασίας η κατανόηση της λειτουργίας των αστικών οικοσυστημάτων, προκειμένου να δοθούν λύσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι στις πόλεις σε σχέση με το οικοσύστημα που τους περιβάλλει (Gaston, 2010a). Είναι εξίσου σημαντικό ότι γίνεται προσπάθεια να διαλευκανθούν οι συνδέσεις μεταξύ αγροτικών και αστικών οικοσυστημάτων. Αδιαμφισβήτητα, η επίδραση των αστικών οικοσυστημάτων σε άλλα οικοσυστήματα είναι έντονη. Ο αυξημένος ανθρώπινος πληθυσμός που κατοικεί σε αυτά συμβάλλει στην αύξηση της εκμετάλλευσης πρωτογενών πηγών ενέργειας και φυσικών πόρων και καθιστά επιτακτική ανάγκη την εύρεση λύσεων για τη διαχείριση τεράστιων μαζών αποβλήτων. Η επέκταση των πόλεων είναι η κύρια αιτία απώλειας και κατακερματισμού των ενδιαιτημάτων και αλλαγής των χρήσεων γης. Οι πόλεις εκπέμπουν αναλογικά τις μεγαλύτερες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα, αλλά και άλλα είδη περιβαλλοντικών ρύπων, ενώ αποτελούν παράλληλα μείζονες πηγές βιολογικών εισβολών και πηγές ενεργειακής ρύπανσης πους σχετίζονται με παράγοντες όπως το φως, ο ήχος ή η θερμότητα (Gaston, 2010a). Ένας άλλος παράγοντας ύψιστης σημασίας που καθιστά την Αστική Οικολογία ακόμα σημαντικότερη είναι η επίδραση του αστικού τοπίου στη δημόσια υγεία. Η αλληλεπίδραση αυτή επηρεάζεται από τα αστικά οικοσυστήματα, δηλαδή τους χώρους πρασίνου, μέσα στις πόλεις. Επιπροσθέτως, είναι γεγονός ότι δεν είναι επαρκώς μελετημένη η δομή και η λειτουργία των αστικών οικοσυστημάτων και έτσι αποτελούν ένα ευρύ πεδίο έρευνας με μεγάλο ενδιαφέρον. Η διεξαγωγή αυτής της έρευνας πραγματοποιείται μέσω της σύμπραξης διαφορετικών επιστημονικών πεδίων, όπως η βιολογία, η κοινωνιολογία, η οικονομική επιστήμη κ.ά. Τέλος, έχει αποδειχθεί ότι υπάρχουν περιοχές του κόσμου με αστική ανάπτυξη 4

που είναι ικανές να υποστηρίζουν οικοσυστήματα με αυξημένη βιοποικιλότητα και μεγάλο ποσοστό ενδημικών ειδών (Gaston, 2010a). 1.2 Τι είναι αστικοποίηση, ιστορικά στοιχεία, παγκόσμια τάση και συνέπειες Ένας όρος που χρησιμοποιείται ευρέως στην Αστική Οικολογία και πρέπει να αναλυθεί είναι η αστικοποίηση. Αστικοποίηση είναι η διαδικασία κατά την οποία μια αγροτική περιοχή μετατρέπεται σε αστική. Ο όρος αυτός μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τον προσδιορισμό του βαθμού αστικοποίησης μιας περιοχής (Gaston, 2010b). Ο χαρακτηρισμός όμως μιας περιοχής ως αστικής διαφέρει από κράτος σε κράτος και δεν υπάρχει κάποια διεθνής συμφωνία για το τι θεωρείται αστικό (Montgomery, 2008). Παρά το γεγονός αυτό, οι διαδικασίες που ακολουθούνται κατά την αστικοποίηση της περιοχής είναι οι εξής τρεις και εμφανίζονται σε παγκόσμια κλίμακα: α) ένα τμήμα μη αστικοποιημένης γης που περιβαλλόταν από αστικές περιοχές, αστικοποιείται, β) επέκταση των άκρων, όπου ήδη υπάρχουσες αστικοποιημένες περιοχές επεκτείνονται, γ) αυθόρμητη ανάπτυξη, κατά την οποία διαμορφώνονται νέες αστικές περιοχές, χωρίς να υπάρχει άμεση σύνδεση με ήδη υπάρχουσες (Xu et al., 2007). Η αστικοποίηση είναι ένα σχετικά πρόσφατο φαινόμενο, σε σχέση με τη χρονική περίοδο εμφάνισης του ανθρώπινου είδους. Οι αστικές κοινωνίες αναπτύχθηκαν 5000 με 6000 χρόνια πριν, ως συνέπεια της οργάνωσης των ανθρώπων σε μεγαλύτερες ομάδες (Redman, 1999). Σήμερα περισσότερο από το 80% του ανθρώπινου πληθυσμού της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας και της Βόρειας Αμερικής ζει σε αστικές περιοχές, ενώ στην Ευρώπη το 72% του πληθυσμού της. Πράγματι, προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η Ευρώπη αποτελεί τη λιγότερο αστικοποιημένη περιοχή του αναπτυγμένου κόσμου (Gaston, 2010b). Η μετάβαση σε αστικές διαμορφώσεις που σήμερα λαμβάνει χώρα σε παγκόσμιο επίπεδο, διαφέρει ριζικά από αντίστοιχες παλαιότερες καταστάσεις και εμφανίζει τα εξής χαρακτηριστικά: α) συντελείται σε μεγάλη χωρική κλίμακα, β) είναι ραγδαία σε ρυθμό, γ) συμβαίνει ταχύτερα σε χώρες με σχετικά χαμηλό ή μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα, δ) είναι ισχυρά εξαρτώμενη από την παγκόσμια οικονομία, ε) συνοδεύεται από τη σύγκλιση αγροτικού και αστικού τρόπου ζωής, εξαιτίας της σύγχρονης ευκολίας στις μετακινήσεις και την επικοινωνία, και στ) συμβαίνει υπό διαφορετικά δημογραφικά συστήματα, κυρίως υπό 5

απότομες πτωτικές μεταβολές στη θνησιμότητα και τη γονιμότητα (Cohen, 2004). Πέρα από την παγκόσμια τάση αύξησης της αστικοποίησης προβλέπεται και ο διπλασιασμός του ανθρώπινου πληθυσμού της γης από τα 3,19 δισεκατομμύρια του 2007 στα 6,40 δισεκατομμύρια του 2050 (United Nations, 2008). Για να κατανοήσει κανείς τη σημασία όλων αυτών των αριθμών αρκεί να αναλογιστεί ότι το οικολογικό αποτύπωμα μιας πόλης όπως το Λονδίνο, δηλαδή οι εκπομπές CO 2 και άλλων ρύπων αλλά και η κατανάλωση φυσικών πόρων που προέρχεται από τις λειτουργίες της πόλης αυτής, ισοδυναμεί με 293 φορές το μέγεθός της, σύμφωνα με επιστημονικές εκτιμήσεις του 2000 (Best Foot Forward, 2002). Οι συνέπειες της αστικοποίησης στο περιβάλλον μπορούν να συνοψιστούν σε διάφορες αλλαγές: στην κάλυψη των ενδιαιτημάτων, στον κατακερματισμό των ενδιαιτημάτων, στους κύκλους των θρεπτικών στοιχείων, στα επίπεδα φωτός, στα επίπεδα θορύβου, στην ατμοσφαιρική και υδάτινη σύνθεση, στα αποθέματα και τη ροή του άνθρακα, στον κύκλο του νερού, στις εδαφικές και αέριες θερμοκρασίες, στη διατάραξη των συστημάτων, στη φαινολογία, την ιστορία, τη διασπορά, τη μετανάστευση, την αφθονία και τη σύνθεση των ειδών, αλλά και στις βιοτικές αλληλεπιδράσεις (Gaston, 2010b). Αξίζει ως παράδειγμα να αναφερθεί το φαινόμενο της υπερθέρμανσης των πόλεων (UHI: Urban Heat Effect), κατά το οποίο η θερμοκρασία του αέρα στις αστικές περιοχές είναι υψηλότερη σε σχέση με τη θερμοκρασία των γύρω περιοχών (Arnfield, 2003). 1.3 Τα πτηνά ως κάτοικοι των αστικών οικοσυστημάτων Παρότι η αστικοποίηση θέτει ποικίλους κινδύνους για την βιοποικιλότητα, κάποιες ομάδες μη εξημερωμένων ζώων καταφέρνουν να εξαπλωθούν μέσα στις αστικές περιοχές. Μεταξύ των διάφορων ομάδων ζώων, τα πτηνά διακρίνονται χάρη στην ικανότητά τους να ιδρύουν πολύπλοκες κοινότητες σε ανθρώπινους οικισμούς ανά τον κόσμο. Η ικανότητα τους αυτή τα καθιστά καλούς βιοδείκτες (González-García et al., 2014). Μεταξύ άλλων σπονδυλωτών, τα πτηνά επίσης διαθέτουν μηχανισμούς που τους επιτρέπουν να εξερευνήσουν τα αστικά τοπία και κάποιες από τις λειτουργίες τους που τα επηρεάζουν. Έχουν επίσης την ικανότητα να αποκρίνονται σε διαφορετικούς αστικούς σχεδιασμούς και χωρικές διαμορφώσεις, προσαρμοζόμενα σε αυτά (Bibby et al., 1998). Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι αποτελούν την πιο καλά μελετημένη ομάδα ζώων στα αστικά οικοσυστήματα (Evans, 2010). Παράλληλα, οι κάτοικοι των αστικών περιοχών διατείνονται 6

ότι τα πτηνά είναι εκείνη η ομάδα άγριων ζώων που βλέπουν γύρω τους καθημερινά (Clucas et al., 2011). Η σύνδεση των ανθρώπων με τα πτηνά δεν είναι πρόσφατη. Το κοινό σπουργίτι (Passer domesticus) εκτιμάται ότι ξεκίνησε να πλησιάζει και να επωφελείται από τον άνθρωπο πριν από 40.000 έως 10.000 χρόνια στη Μέση Ανατολή (Anderson, 2006). Κατά τη δεκαετία του 2000 η έρευνα στα πτηνά που διαβιούν στα αστικά οικοσυστήματα επικεντρώθηκε σε παγκοσμίως αναγνωρίσιμα πρότυπα: στην αύξηση της πυκνότητας του συνολικού πληθυσμού και στην ελάττωση της ποικιλότητας των ειδών σε σύγκριση με τους φυσικούς/ δασικούς βιοτόπους. Είναι επίσης γνωστό ότι τα πτηνά προσαρμόζονται και φυσιολογικά (αλλαγές στις στρεσσογόνες ορμόνες: γίνονται πιο ανεκτικά στο στρες), αλλά και συμπεριφορικά (αλλαγές στη συμπεριφορά τροφοληψίας, επιμήκυνση της αναπαραγωγικής περιόδου κ.ά.). Η αύξηση της πυκνότητας του πληθυσμού είναι συνυφασμένη με την αύξηση της πυκνότητας της τροφής και πιθανώς επηρεάζεται και από τη μείωση της πιθανότητας θήρευσης. Η μείωση της ποικιλότητας είναι συνδεδεμένη με την απώλεια ενδιαιτημάτων, την αυξημένη πυκνότητα του πληθυσμού και τις αρνητικές αλληλεπιδράσεις με τα ανθρωπόφιλα είδη. Αναγνωρίζοντας ότι το αστικό περιβάλλον θα συνεχίζει να επεκτείνεται, οι επιστήμονες που δραστηριοποιούνται σε αυτόν τον τομέα προτείνουν να γίνουν προσπάθειες ώστε να μετατραπεί η πόλη σε ένα φιλικότερο περιβάλλον για τα πτηνά. Αυτό θα συμβεί όχι μόνο μέσω της προσοχής που πρέπει να δοθεί στη δομή των ενδιαιτημάτων και της βλάστησης αλλά και μέσω της δημιουργίας οικολογικών θώκων για υποδεέστερα είδη (subordinate species), περιορίζοντας τα τοπικά, επεκτατικά, ανθρωπόφιλα είδη (Shochat et al., 2010). Τα υποδεέστερα είδη είναι ευαίσθητα είδη που προσαρμόζονται δυσκολότερα στις μεταβολές του περιβάλλοντος και έχουν περιορισμένη εξάπλωση. 1.3.1 Οι επιδράσεις του ανθρώπου στα πτηνά των αστικών οικοσυστημάτων Παρότι ο άνθρωπος επιδρά αρνητικά όσον αφορά στην οικολογία των πτηνών στο αστικό περιβάλλον, υποστηρίζεται ότι ταυτόχρονα, με ποικίλους τρόπους, τα ευνοεί. Για παράδειγμα, οι άνθρωποι παρέχουν στα πτηνά συμπληρωματικές πηγές τροφής. Τα φυτά, τα κτήρια και άλλες ανθρώπινες κατασκευές αποτελούν κατάλληλα και ασφαλή σημεία φωλιάσματος. Είναι επίσης αλήθεια, ότι η ζωή στην πόλη αυξάνει τις πιθανότητες επιβίωσης κατά τον χειμώνα (Clucas et al., 2011). Οι αρνητικές συνέπειες αυτών των «προσφορών» είναι βέβαια η ελάττωση της ποιότητας της διατροφής, επειδή ο άνθρωπος εκούσια ή ακούσια συχνά παρέχει μη κατάλληλη τροφή στα πτηνά, η μεταφορά ασθενειών και η εξάπλωση των 7

ξενικών ειδών (Chace et al., 2006), όπως θα αναλυθεί και στη συνέχεια. Ωστόσο, έχει φανεί ότι με τον κατάλληλο σχεδιασμό και τη συνεισφορά του ανθρώπου, τα αστικά οικοσυστήματα μπορούν να αποτελέσουν καταφύγια για απειλούμενα είδη, όπως έχει ήδη συμβεί με το είδος Oenanthe oenanthe που αρχίζει και προσαρμόζεται σε διάφορες πόλεις, όπως στο Βερολίνο, ενώ είναι είδος που ζει σε αλπικά τοπία ή στην τούνδρα και απειλείται με εξαφάνιση (Clucas et al., 2011). 1.3.2 Ορνιθοπανιδική ποικιλότητα στα αστικά οικοσυστήματα Σύμφωνα με την υπόθεση της τυχαίας δειγματοληψίας (Connor et al., 1979), τα αστικά οικοσυστήματα θα έπρεπε να έχουν αυξημένη ποικιλότητα, αφού οι πόλεις προσελκύουν περισσότερα είδη από τις περιφερειακές δεξαμενές ειδών (regional species pool). Τα αστικά οικοσυστήματα, δηλαδή, προσελκύουν είδη από γειτονικές περιοχές (για παράδειγμα αγροτικές ή δασικές) με αυξημένη ποικιλότητα. Ωστόσο, οι περισσότερες μελέτες της ποικιλότητας των πτηνών στα αστικά οικοσυστήματα αναφέρουν χαμηλή βιοποικιλότητα. Αυτά τα αποτελέσματα συνηγορούν στο ότι τα συγκεκριμένα οικοσυστήματα δεν προσελκύουν είδη από της γειτονικές δεξαμενές ειδών, αλλά απαρτίζονται από είδη που κατάφεραν να προσαρμοστούν σε αυτές τις νέες συνθήκες. Πράγματι, οι πόλεις κατοικούνται από υψηλής πυκνότητας πληθυσμούς ανθρωπόφιλων ειδών, πολλά από τα οποία είναι ξενικά (π.χ. σπουργίτια, περιστέρια κ.ά.) (Shochat et al., 2010). Δεδομένου ότι αυτά τα είδη έχουν εισαχθεί στα εν λόγω οικοσυστήματα σε όλο τον κόσμο από τον άνθρωπο, έχει υποστηριχθεί ότι οι άνθρωποι δημιουργούν ομοιογενή ορνιθοπανίδα στις πόλεις (avifaunal homogenization) (McKinney, 2006). 1.3.3 Σύνθεση ορνιθοπανιδικών κοινοτήτων στα αστικά τοπία Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ποικιλότητα στα αστικά οικοσυστήματα είναι μειωμένη ή βρίσκεται στα ίδια επίπεδα με τους φυσικούς βιοτόπους. Αν και η αστικοποίηση αυξάνει την ολική πυκνότητα των πληθυσμών των πτηνών, φαίνεται ότι μόνο ορισμένα είδη συνεισφέρουν σε αυτήν την αύξηση. Οι πόλεις αποτελούν ανάμειξη οικοδομημένων εκτάσεων και πράσινων αδόμητων χώρων. Περιορισμένος αριθμός πτηνών μπορεί να επιβιώσει και να εξαπλωθεί στα περισσότερο δομημένα τμήματα της πόλης, όπου η βλάστηση απουσιάζει σχεδόν πλήρως. Έτσι η αστικοποίηση αυξάνει την αφθονία ειδών, όπως τα περιστέρια, κάποια χελιδόνια και άλλα είδη που φωλιάζουν σε εσοχές των κτηρίων. 8

Όσο αυξάνει η κάλυψη των περιαστικών περιοχών με βλάστηση τόσο αυξάνει και η ποικιλότητα (Sandstrom et al., 2005). Σε περιοχές με ενδιάμεσες διαταραχές (π.χ. περιαστική ανάπτυξη) η ποικιλότητα επίσης αυξάνει (Blair, 1999). Επειδή η βλάστηση είναι σε μεγάλο ποσοστό ξενική, η αυξημένη ποικιλότητα αποδίδεται κυρίως στην ύπαρξη κάποιων τέτοιων ξενικών ειδών. Ωστόσο, η παρουσία ενδημικών βλαστητικών ειδών συσχετίζεται με την εξάπλωση άλλων ειδών πτηνών (Daniels et al., 2006). Οι περισσότερες μελέτες που αφορούν στα πτηνά των αστικών οικοσυστημάτων επιλαμβάνονται βασικών προτύπων αφθονίας και κατανομής. Γι αυτόν τον λόγο παραμένουν ασαφείς οι λειτουργίες και οι συνέπειες αυτών των προτύπων. Δεν έχουν πραγματοποιηθεί, δηλαδή, επισταμένες μελέτες της δομής των κοινοτήτων των πτηνών στις αστικές περιοχές. Η ισοκατανομή (evenness), ένας όρος που υποδηλώνει την ομοιότητα στη σχετική αφθονία των ειδών σε μια κοινότητα, φαίνεται να συρρικνώνεται στα αστικά οικοσυστήματα, σύμφωνα με τις περιορισμένες σε αριθμό μελέτες που εστιάζουν σε αυτό το σημείο. Η μείωση της ισοκατανομής είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι κάποια είδη γίνονται εξαιρετικά κυριαρχικά στα αστικά οικοσυστήματα (Shochat et al., 2010). Κάποια ανθρωπόφιλα και ξενικά είδη ευδοκιμούν στο νέο αστικό περιβάλλον (urban exploiters ή urban-dwellers), τη στιγμή που κάποια λιγότερο προσαρμοστικά το αποφεύγουν. Αυτό μπορεί να οδηγήσει στη μείωση της ποικιλότητας, αν κάποια κυρίαρχα είδη μονοπωλήσουν τους πόρους (Shochat et al., 2010). 1.4 Η προσέγγιση της νησιωτικής βιογεωγραφίας Πολλές μελέτες της άγριας ζωής των αστικών οικοσυστημάτων έχουν επικεντρωθεί στα πτηνά. Για τον σκοπό αυτό έχουν χρησιμοποιηθεί διάφορες μεθοδολογικές προσεγγίσεις όπως το παράδειγμα της κλίσης (gradient paradigm), κατά το οποίο η περιβαλλοντική διαφοροποίηση συνοδεύεται από χωρικές μεταβολές. Αυτά τα πρότυπα θεωρείται ότι επηρεάζουν τη δομή και τη λειτουργία των οικολογικών συστημάτων (McConnell et al,. 1997). Ωστόσο, μια από τις ιδιαίτερα χρήσιμες και επιτυχείς προσεγγίσεις φέρεται να είναι η εφαρμογή της θεωρίας της νησιωτικής βιογεωγραφίας στα αστικά τοπία, η οποία και χρησιμοποιήθηκε στην παρούσα εργασία. Περιλαμβάνει μια σειρά μοντέλων που αναλύουν τις διαδικασίες οι οποίες επηρεάζουν τον πλούτο των ειδών στις νησίδες βιοποικιλότητας. Η αστικοποίηση, όπως έχει εξηγηθεί και παραπάνω, είναι μια διαδικασία που οδηγεί στη 9

μετατροπή του φυσικού περιβάλλοντος σε κατακερματισμένα τοπία, όπως αστικά πάρκα και κήπους, τα οποία εντέλει αποτελούν και τα μοναδικά καταφύγια για πολλά είδη πτηνών (Davis et al., 1978). Τα αστικά πάρκα μπορούν να θεωρηθούν πιο απομονωμένα από τον «αστικό ωκεανό» κτηρίων που τα περιβάλλει απ ό,τι κάποιες συστάδες δάσους από αγροτικές περιοχές και χωράφια, αλλά λιγότερο απομονωμένα από ό,τι είναι τα κανονικά νησιά που περιβάλλονται από θάλασσα. Ωστόσο, η συνολική διαφορά μεταξύ των αστικών πάρκων και όσων τα περιβάλλουν είναι μεγάλη. Η προσέγγιση της νησιωτικής βιογεωγραφίας επιτρέπει τη διερεύνηση των προτύπων και των διαδικασιών που καθορίζουν τη διασπορά των πτηνών στα αστικά πάρκα, ενώ παράλληλα μπορεί να συνεισφέρει στην εύρεση κατάλληλων στρατηγικών για τη διατήρηση των αστικών πτηνών (Adams et al., 1989). Σχετικές μελέτες έχουν γίνει σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις, όπως η Μαδρίτη, και τα αποτελέσματά τους έχουν συγκριθεί και αναλυθεί σε συγκεντρωτική ανασκόπηση (Fernádez- Juricic et al., 2001). Τη στιγμή, λοιπόν, που ο κατακερματισμός των ενδιαιτημάτων και η αλλαγή της χρήσης τμημάτων γης οδηγεί στην εξαφάνιση πολλών τοπικών ειδών, κάποια είδη επωφελούνται της κατάστασης και εκλαμβάνουν τις αλλαγές αυτές ως ευκαιρία για εγκατάσταση σε νέα ενδιαιτήματα. Συνολικά και σε παγκόσμιο επίπεδο, η αστικοποίηση φαίνεται να συνεπάγεται μείωση της βιοποικιλότητας. Για την εξήγηση αυτού του φαινομένου έχουν προταθεί κυρίως δύο προσεγγίσεις. Η μία εξ αυτών, όπως περιγράφηκε, ενσωματώνει τα μεθοδολογικά εργαλεία της νησιωτικής βιογεωγραφίας. Σύμφωνα με αυτό το πλαίσιο, η ποικιλότητα μειώνεται στα σημεία της πόλης με μεγάλο βαθμό αστικοποίησης (Shochat et al., 2010). Η άλλη προσέγγιση που έχει προταθεί περιλαμβάνει τη λογική του ανταγωνιστικού αποκλεισμού. Σύμφωνα με αυτήν, η αύξηση στην αφθονία των πόρων συνδυασμένη με την μείωση της πίεσης θήρευσης, οδηγεί σε μια κατάσταση «όπου ο νικητής τα παίρνει όλα». Έτσι λοιπόν, κάποιοι πληθυσμοί ειδών αυξάνονται σε αριθμό, ελέγχουν την πρόσβαση στους πόρους και ανταγωνίζονται σε έσχατο βαθμό αρκετά ενδημικά είδη ή προξενούν σημαντική μείωση στους πληθυσμούς τους. Αυτές οι αλλαγές θα μπορούσαν να αποτελούν την αιτία εμφάνισης χαμηλής ισοκατανομής (evenness) στις κοινότητες των αστικών πτηνών (Shochat et al., 2010). 10

1.5 Η περιοχή μελέτης 1.5.1 Θέση, οριοθέτηση, έκταση και πληθυσμός Η παρούσα εργασία πραγματοποιήθηκε στην πόλη της Πάτρας, η οποία εκτείνεται στην παραλιακή ζώνη του ΒΔ. τμήματος του νομού Αχαΐας (ΒΔ. Πελοπόννησος), στην είσοδο του Πατραϊκού, σε γεωγραφικό πλάτος 38 0 14 25 και γεωγραφικό μήκος 21 0 44 20. Ο μόνιμος πληθυσμός, της σύμφωνα με την απογραφή του 2011, ανέρχεται σε 213.984 κατοίκους (ΕΛ.ΣΤΑΤ). Η περιοχή μελέτης εκτείνεται από την περιοχή του Πλατανίου έως τις περιοχές Μιντιλόγλι και Ρογίτικα. Αναλυτικότερα, βόρεια, βορειοδυτικά και δυτικά βρέχεται από τον Πατραϊκό κόλπο. Το νοτιότερο (ΝΔ.) όριο της περιοχής μελέτης αποτελεί ο οικισμός Βραχναίικα, ενώ το ανατολικότερο όριο (ΒΑ.) αποτελεί το χωριό Πλατάνι. 1.5.2 Στοιχεία πολεοδομίας Σύμφωνα με την Τσιότσιου (2010) κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 η πόλη της Πάτρας καταστράφηκε σε μεγάλο βαθμό. Η σύγχρονη πόλη χτίστηκε στον χώρο της αρχαίας πόλης. Σύμφωνα με το ρυμοτομικό σχέδιο, του Σταμάτη Βούλγαρη, η πόλη χωρίστηκε σε άνω και κάτω. Ο Σ. Βούλγαρης χάραξε τις εξωτερικές αλλά και τις εσωτερικές γραμμές κάθε οικοδομικού τετραγώνου. Έτσι, καθορίστηκε ο εσωτερικός ακάλυπτος χώρος, που αποτελείτο από τις υποχρεωτικές αυλές των οικοδομών. Σύμφωνα με αυτό το σχέδιο, η πόλη θα οικοδομείτο βάσει της οργανωμένης δόμησης των οικοδομικών τετραγώνων. Το σχέδιο αυτό υπέστη αλλοιώσεις κατά καιρούς ως προς το θέμα της τήρησης της πολεοδομικής μονάδας. Σε αρκετές περιπτώσεις τα αρχικά πολεοδομικά τετράγωνα διασπάστηκαν σε μικρότερα, οι εσωτερικές αυλές μετατράπηκαν σε εσωτερικούς δρόμους ή οικοπεδοποιήθηκαν ολόκληροι οι ακάλυπτοι χώροι, κάτι που συναντά κανείς μέχρι σήμερα στο κέντρο της πόλης (βαθμός αστικοποίησης μέχρι και 100%). Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι πέρασαν 126 χρόνια για να νομοθετηθεί στην Ελλάδα η υποχρεωτική τήρηση του ακάλυπτου χώρου (Τσιότσιου, 2010). Η ανάπτυξη της πόλης στους νεότερους χρόνους δεν υπήρξε προγραμματισμένη. Δημιουργήθηκαν συνοικισμοί, όπως τα Κρητικά και τα Προσφυγικά, ως αποτέλεσμα έκτακτων εισροών πληθυσμού. Άρχισαν, έτσι, να νομιμοποιούνται αυθαίρετες κατασκευές και η πόλη να επεκτείνεται χωρίς έλεγχο, αποκτώντας τα χαρακτηριστικά και τις αντινομίες ενός τυπικού ελληνικού αστικού κέντρου. Σταδιακά καταργήθηκε και η ζώνη πρασίνου γύρω 11

από το φρούριο. Είναι επίσης γεγονός ότι αν και αρχικά η παραλιακή ζώνη είχε σχεδιαστεί από τον Βούλγαρη ως ζώνη πρασίνου, αργότερα θεωρήθηκε κατάλληλη ώστε να τη διασχίσει σιδηροδρομική γραμμή (Τσιότσιου, 2010). Το κέντρο της πόλης (ιστορικό κέντρο) είναι εμφανώς πυκνοδομημένο, με οικοδομικά τετράγωνα που εμφανίζουν παντελή έλλειψη ακάλυπτων χώρων. Το σύστημα δόμησης είναι το συνεχές, με κύριο χαρακτηριστικό τους υψηλούς συντελεστές δόμησης (κυρίως στο κέντρο) και τους μικρού πλάτους δρόμους. Οι πολυκατοικίες έχουν αντικαταστήσει τα παλιά σπίτια (Τσιότσιου, 2010). Η παρουσία του φυσικού στοιχείου (χλωρίδα και πανίδα) στην πόλη δεν διευκολύνεται από την παρούσα πολεοδομική κατάσταση. Στα πεζοδρόμια σχετικά πρόσφατα άρχισαν να φυτεύονται δέντρα σε στενά παρτέρια (Τσιότσιου, 2010). Επομένως, το κέντρο της πόλης διαθέτει ελάχιστα «νησιά» βιοποικιλότητας, συνθήκη άμεσα συνυφασμένη με την ιστορία της δόμησής της. 1.5.3 Κλίμα Για την αναφορά στο κλίμα της Πάτρας χρησιμοποιήθηκαν τα στοιχεία της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας (Ε.Μ.Υ.) για τα έτη 1955-2001. Θερμοκρασία του αέρα Λόγω των μεγάλων αλλαγών στα επίπεδα της ακτινοβολίας σε σύγκριση με το φυσικό περιβάλλον, οι θερμοκρασιακές σχέσεις αλλάζουν σε ένα αστικό οικοσύστημα. Γνωστό είναι και το Urban Heat Effect που αναφέρεται επιγραμματικά παραπάνω. Αυτό συντελεί στη δημιουργία ενός τροποποιημένου τοπικού κλίματος, το οποίο διαμορφώνεται τελικά ανάλογα με το μέγεθος της περιοχής, τον βαθμό δόμησης και εδαφοκάλυψής της, το είδος των χρήσεων γης και το είδος των ανθρωπογενών επιδράσεων (Τσιότσιου, 2010). Ο μέσος όρος της θερμοκρασίας στην ατμόσφαιρα της πόλης αυξάνει σε σχέση με τα περίχωρα κατά 0,5 έως 2,0 0 C (Kuttler, 1993), εξαιτίας παραγόντων που συνδέονται με τη δραστηριότητα και την παρουσία του ανθρώπου. Επίσης, οι ημέρες παγετού είναι πολύ περιορισμένες, ενώ η βλαστητική περίοδος είναι παρατεταμένη κατά 3 έως 8 εβδομάδες (Τσιότσιου, 2010). Στην Πάτρα η μέση μηνιαία θερμοκρασία του αέρα παρουσιάζει απλή διακύμανση ετησίως. Τον Ιανουάριο παρατηρείται το ελάχιστο (10 0 C) και το μέγιστο τον Αύγουστο 12

(26,9 0 C). Αξίζει να σημειωθεί ότι οι μέσες θερμοκρασίες για τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο διαφέρουν λίγο μεταξύ τους. Το ίδιο ισχύει και για τους καλοκαιρινούς μήνες Ιούλιο και Αύγουστο. Μεγαλύτερες διακυμάνσεις στη μέση θερμοκρασία παρουσιάζονται από μήνα σε μήνα την άνοιξη και το φθινόπωρο. Η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 17,9 0 C. Βροχόπτωση, αντίξοες συνθήκες και νέφωση. Στα αστικά οικοσυστήματα το ύψος βροχής εμφανίζεται αυξημένο (Sukopp et al., 1993). Η κατανομή των βροχοπτώσεων κατά τη διάρκεια του έτους και το ύψος βροχής μιας περιοχής δρουν καθοριστικά στο είδος και στη σύνθεση της βλάστησης που υπάρχει σε αυτή (Τσιότσιου, 2010). Η κατανομή της βροχής στην Πάτρα κατά τη διάρκεια του έτους παρουσιάζει ένα μέγιστο το φθινόπωρο, και μάλιστα το μήνα Νοέμβριο, και ένα ελάχιστο το καλοκαίρι, το μήνα Ιούλιο. Το μέσο ετήσιο ύψος βροχής είναι 606,6 mm περίπου. Η χιονόπτωση είναι σπάνια, και συμβαίνει κατά τους μήνες Δεκέμβριο και Ιανουάριο. Ο αριθμός των ημερών χαλαζόπτωσης είναι μεγαλύτερος κατά τους δύο χειμερινούς μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο, στη συνέχεια ελαττώνεται κατά την άνοιξη, μηδενίζεται το καλοκαίρι και αυξάνει από το φθινόπωρο προς τον χειμώνα. Δρόσος παρατηρείται σε όλη τη διάρκεια του έτους, ενώ ομίχλη σπάνια, κυρίως τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο. Καταιγίδες εμφανίζονται σε όλη τη διάρκεια του έτους. Τη μεγαλύτερη συχνότητα παρουσιάζουν τον μήνα Δεκέμβριο και τη μικρότερη τον Ιούλιο. Η μικρότερη νέφωση εμφανίζεται κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο. Από τον μήνα Σεπτέμβριο και μετά αυξάνει σταδιακά και κορυφώνεται τον μήνα Δεκέμβριο. 1.6 Σκοπός της εργασίας Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να μελετηθεί και να αναλυθεί η σύνθεση της κοινότητας των πτηνών στην πόλη της Πάτρας. Ο σχεδιασμός της έρευνας αποσκοπεί να εκτιμηθεί (1) η α-ποικιλότητα (συνολικός αριθμός ειδών), η β-ποικιλότητα (η σύνθεση των βιοκοινοτήτων τους), και (2) να διερευνηθεί η σχέση αυτών των εκτιμητών με διαφορετικούς τύπους και διαβαθμίσεις περιβαλλοντικών παραμέτρων των αστικών ενδιαιτημάτων. Είναι η πρώτη φορά που γίνεται μια τέτοια μελέτη στην Ελλάδα. Αρκετές ελληνικές πόλεις χαρακτηρίζονται από άναρχη, συνεχή δόμηση, και συρρίκνωση των χώρων πρασίνου. Το γεγονός αυτό καθιστά ελάχιστους τους χώρους στους οποίους μπορούν να φωλιάσουν είδη πτηνών που δεν είναι συνανθρωπικά. 13

2. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ 2.1 Μέθοδοι δειγματοληψίας Ο σχεδιασμός της έρευνας για συγκεκριμένα είδη ή ομάδες ειδών πρέπει να λαμβάνει υπόψη της μια σειρά πρακτικών και θεωρητικών ζητημάτων. Είναι σημαντικό στην αρχή να εξετάζονται οι στόχοι της συγκεκριμένης έρευνας, καθώς και το πώς αυτοί θα επηρεάσουν τόσο την επιλογή των μεθόδων όσο και τη στρατηγική δειγματοληψίας (Bibby et al., 1990). Γι αυτό τον λόγο στη συγκεκριμένη εργασία ακολουθήθηκαν στρατηγικές κατάλληλες για την καταγραφή πτηνών στο αστικό περιβάλλον. Ως μέθοδος δειγματοληψίας επιλέχθηκε αυτή των σημειακών καταγραφών (point counts) που θα αναλυθεί στη συνέχεια. 2.1.1 Σταθμοί δειγματοληψίας Η επιλογή των σταθμών δειγματοληψίας έγινε με γνώμονα τη μελέτη των επικρατέστερων κατάλληλων βιοτόπων για τα πτηνά στον αστικό ιστό και γύρω από αυτόν, ώστε να εξασφαλιστεί ικανοποιητική αντιπροσωπευτικότητα. Με τη βοήθεια των δορυφορικών εικόνων του Google Earth επιλέχθηκαν νησίδες αστικού πρασίνου καθ όλο το μήκος και το πλάτος της πόλης, οι οποίες έπρεπε να πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια έκτασης. Ειδικότερα, κάθε «νησί» έπρεπε να έχει εμβαδόν τουλάχιστον 1 εκτάριο (1ha= 10.000 m 2 ). Το κριτήριο αυτό τέθηκε ώστε να μπορούν να πραγματοποιηθούν σημειακές καταγραφές (point counts) ακτίνας 50 m, όπως περιγράφονται αναλυτικότερα παρακάτω. Με βάση τη μέθοδο αυτή, οι παρατηρητές βρίσκονται στο κέντρο ενός ορισμένου κύκλου, ακτίνας 50 m, ο οποίος είναι εγγεγραμμένος σε τετράγωνο με εμβαδό 1 εκτάριο (Gibbons et al., 2006). Το κριτήριο της έκτασης συνδυάστηκε με το ότι σε κάθε σημείο δειγματοληψίας υπήρχε είτε οπτική επαφή με την πλειονότητα των σημείων εντός του κύκλου (και κατά συνέπεια οι παρατηρητές μπορούσαν να παρατηρήσουν τα πτηνά) είτε ακουστική επαφή. Επομένως, εντός των κύκλων αυτών ο βαθμός αστικής δόμησης ήταν πολύ χαμηλός έως μηδαμινός. Σε σταθμούς όπου η πυκνότητα της βλάστησης δεν επέτρεπε την οπτική παρατήρηση, οι καταγραφές ήταν ακουστικές. Επιπροσθέτως, η απόσταση μεταξύ των δύο σημείων δειγματοληψίας έπρεπε να είναι τουλάχιστον 200 μέτρα (Gibbons et al., 2006) για να μην καταγράφονται τα ίδια άτομα δύο φορές, εξαιτίας μετακίνησης από την επικράτεια του πρώτου σταθμού δειγματοληψίας σε 14

αυτήν του επόμενου. Συνολικά επισκεφθήκαμε 39 σταθμούς στους οποίους εντοπίζονται οι εξής τύποι ενδιαιτημάτων: ελαιώνες, άλση, πάρκα-πλατείες, αλάνες, έλη, παραποτάμια βλάστηση και μικτά ενδιαιτήματα. Ο προσδιορισμός των σημείων δειγματοληψίας έγινε με τη χρήση της εφαρμογής του Google Earth. Ορίστηκαν σημεία που πληρούσαν τις προαναφερόμενες προδιαγραφές και πραγματοποιήθηκαν επισκέψεις σε αυτά. Ο προσδιορισμός, ωστόσο, των σημείων δεν μπορούσε να είναι απόλυτα ακριβής και βασισμένος σε συγκεκριμένες συντεταγμένες, εκ των προτέρων. Κι αυτό λόγω του ότι, αν και ο στόχος ήταν η ακριβής τοποθέτηση των σημείων στον χάρτη, ποικίλοι αστάθμητοι παράγοντες καθιστούσαν κάτι τέτοιο αδύνατο. Πιο συγκεκριμένα, η αυθαίρετη δόμηση, η επέκταση των οικισμών, η ρίψη μπάζων, η ιδιωτικοποίηση ή η χρησικτησία μέχρι πρότινος ελεύθερα προσβάσιμων χώρων αποτέλεσαν στοιχεία που οδήγησαν πολλές φορές στη μετακίνηση κάποιων σημείων δειγματοληψίας από το θεωρητικό σημείο που είχε οριστεί στον χάρτη, σε κάποια γειτονική ευνοϊκότερη θέση. Αποτελούσε, βέβαια, πάντα προτεραιότητα η πλήρωση των προαναφερόμενων κριτηρίων. 2.1.2 Ώρα, περίοδος και συνθήκες δειγματοληψίας Στόχος της συγκεκριμένης εργασίας ήταν να καταγραφούν τα πτηνά που φωλιάζουν στην Πάτρα. Η άνοιξη είναι η περίοδος άφιξης μεταναστευτικών πτηνών και αναπαραγωγής τους. Ως εκ τούτου οι δειγματοληψίες ξεκίνησαν στις αρχές Απριλίου και ολοκληρώθηκαν στις αρχές Ιουνίου του 2013. Θεωρείται ότι η περίοδος αναπαραγωγής της πλειονότητας των πτηνών που διαβιούν σε μια περιοχή είναι το καλύτερο χρονικό διάστημα για τη διενέργεια καταγραφών της ποικιλότητας (Woog et al., 2010). Η ώρα της δειγματοληψίας εξαρτάται από τη στιγμή της ημέρας όποτε τα αρσενικά είναι πιο δραστήρια και κελαηδούν καλώντας τα θηλυκά και υπερασπιζόμενα την επικράτειά τους (Woog et al., 2010). Η ώρα αυτή συμπίπτει με νωρίς το πρωί ή το σούρουπο. Συγκεκριμένα, οι δειγματοληψίες της παρούσας εργασίας πραγματοποιήθηκαν από μισή ώρα μετά την ανατολή του ηλίου έως και λίγο πριν τις 10 π.μ. ή 11 π.μ. όταν η θερμοκρασία ανεβαίνει και τα πουλιά παύουν να είναι τόσο δραστήρια. Δεδομένου ότι η διάρκεια της ημέρας μεγαλώνει κατά την άνοιξη οι ώρες έναρξης και λήξης των δειγματοληψιών μετατοπίζονταν νωρίτερα, πλησιάζοντας προς το καλοκαίρι. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει τη δραστηριότητα των πτηνών είναι οι καιρικές συνθήκες. Η βροχή, η συννεφιά και ο ισχυρός άνεμος συναποτελούν 15

καιρικές συνθήκες, οι οποίες δεν επιτρέπουν τη διεξαγωγή επιτυχών δειγματοληψιών και μπορεί να οδηγήσουν σε λανθασμένες αναγνωρίσεις ειδών (Woog et al., 2010). Για τον λόγο αυτό, οι δειγματοληψίες πραγματοποιήθηκαν υπό καλές καιρικές συνθήκες. 2.1.3 Διαδικασία καταγραφών Η μέθοδος καταγραφής που ακολουθήθηκε χαρκτηρίζεται, όπως προαναφέρθηκε, από την επιλογή σημείων καταγραφής (point counts). Πολλές φορές, αν η έκταση μιας «νησίδας» ήταν επαρκώς μεγάλη, μεσολαβούσαν διαδρομές των παρατηρητών μεταξύ δύο γειτονικών σημείων. Η μέθοδος των σταθερών σημείων καταγραφής περιλαμβάνει τον ορισμό μιας σταθερής θέσης, απ όπου και γίνονται οι καταγραφές, για ένα σταθερό χρονικό διάστημα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εκτίμηση της σχετικής αφθονίας των ειδών στο εκάστοτε ενδιαίτημα (Buckland et al., 2001). Στην παρούσα εργασία οι παρατηρήτριες ήταν καθ όλη τη διάρκεια των δειγματοληψιών δύο συγκεκριμένα άτομα. Στέκονταν περίπου στο κέντρο του κύκλου που περιγράφηκε παραπάνω, φορώντας ρούχα ήπιων χρωματισμών, τα οποία δεν διέφεραν πολύ από τον γενικό χρωματικό χαρακτήρα του περιβάλλοντος χώρου (π.χ. χακί) και επέλεγαν ένα σημείο, εντός του νοητού κύκλου, κατά κάποιο τρόπο καλυμμένο ώστε να μην ελκύεται η προσοχή των πτηνών (π.χ. απέφευγαν να βρίσκονται στο κέντρο μιας αλάνας χωρίς δέντρα). Κατά την άφιξη στον εκάστοτε σταθμό δειγματοληψίας, περίμεναν περίπου 5 λεπτά παραμένοντας απόλυτα ακίνητες και αμίλητες, προκειμένου τα πουλιά να συνηθίσουν στην παρουσία τους και, όσο το δυνατόν, να μην επηρεάζεται η συμπεριφορά τους από αυτήν (Gibbons et al., 2006). Η διάρκεια της καταγραφής σε κάθε σημείο ήταν πάντα ίδια και καθορισμένη στα 10 λεπτά. Ο χρόνος αυτός ακολουθείται κατ αυτή τη μεθοδολογία στα αστικά οικοσυστήματα, επειδή ταυτόχρονα επιτρέπει την καταγραφή σχεδόν του συνόλου των ειδών που υπάρχουν στην έκταση δειγματοληψίας, αλλά και αποτρέπει την καταγραφή ενός ατόμου δύο φορές. Αναφέρεται επίσης ότι αφήνει το περιθώριο της επίσκεψης σε περισσότερα σημεία (Gibbons et al., 2006). Κατά τη διάρκεια της καταγραφής χρησιμοποιήθηκε οδηγός αναγνώρισης πτηνών (Svensson et al., 2009), καταγραφικό ήχου (Olympus LS-11 Linear PCM Recorder) και κιάλια (Nikon Action EX Series 10 x 50). Τα είδη που εντοπίζονταν, είτε μέσω οπτικής είτε μέσω ακουστικής παρατήρησης, καταγράφονταν σε πρωτόκολλο που παρουσιάζεται στο Παράρτημα της παρούσας εργασίας. Την ίδια ημέρα ή αργότερα αναπαράγονταν οι 16

ηχογραφήσεις των πτηνών και συμπληρώνονταν είδη που πιθανόν είχαν παραλειφθεί κατά τη διάρκεια της δειγματοληψίας. 2.2 Ανάλυση δεδομένων και στατιστική επεξεργασία Τα δεδομένα που ήταν καταγεγραμμένα στα πρωτόκολλα παρατηρήσεων καταχωρήθηκαν στο πρόγραμμα Microsoft Excel 2010 το οποίο δίνει τη δυνατότητα επιλεκτικής χρήσης τους και δημιουργίας πινάκων. Δημιουργήθηκε αρχικά ένας πίνακας με 13 στήλες που περιείχε κάθε στοιχείο των πρωτογενών πρωτοκόλλων. Κάθε σειρά του πίνακα αφορούσε σε μία συγκεκριμένη παρατήρηση. Οι στήλες, αφορούσαν στον αύξοντα αριθμό της παρατήρησης, την ημερομηνία, την ώρα, το ενδιαίτημα, το σημείο, το κωδικό σήμα του GPS, το υψόμετρο, τον αριθμό των ατόμων, το φύλο, τη δραστηριότητα και τον κωδικό του ηχητικού αρχείου. Στη συνέχεια, δημιουργήθηκε ένας όμοιος, αλλά πιο συνοπτικός πίνακας, ο οποίος περιείχε τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν στην επεξεργασία αλλά και τους ομαδοποιημένους πλέον σταθμούς (βλ. στη συνέχεια). 2.2.1 Ομαδοποίηση των δεδομένων Η διαδικασία της ομαδοποίησης των δεδομένων ακολουθήθηκε σε δύο περιπτώσεις. Πρώτον στους σταθμούς που χρησιμοποιήθηκαν δύο φορές κατά την περίοδο των δειγματοληψιών και δεύτερον στους σταθμούς που απείχαν μεταξύ τους λιγότερο από 200 μέτρα. Ο λόγος που κάποιοι σταθμοί απείχαν λιγότερο από 200 μέτρα μεταξύ τους ήταν γιατί, όπως έχει προαναφερθεί και εξηγηθεί, πολλές φορές ήταν αδύνατο να αξιοποιηθεί το σημείο που είχαμε ορίσει από πριν με το Google Earth. Στις δύο αυτές περιπτώσεις ακολουθήθηκε η ίδια μέθοδος υπολογισμού για τα είδη και τον αριθμό των ατόμων. Ο αριθμός των ειδών παρέμενε ο ίδιος, αλλά ο αριθμός των ατόμων του ίδιου είδους ισούταν με τον μέσο όρο των ατόμων του εκάστοτε είδους σε κάθε σταθμό ή σε κάθε δειγματοληψία διαφορετικής ημέρας. Για παράδειγμα, {αριθμός ατόμων είδους Α στους στον σταθμό 1+2= [(αριθμός ατόμων του είδους Α στο σταθμό 1) + (αριθμός ατόμων του είδους Β στο σταθμό 2)]/2}. Στις περιπτώσεις που έγιναν δύο επισκέψεις σε κάθε σταθμό και εκ των υστέρων οι δύο σταθμοί ομαδοποιήθηκαν, πρώτα ομαδοποιούνταν τα δεδομένα από τις δύο διαφορετικές επισκέψεις για κάθε σταθμό χωριστά και έπειτα τα νέα δεδομένα ομαδοποιούνταν σε ένα κοινό σημείο. Τα σημεία δειγματοληψίας, ή αλλιώς οι αρχικοί σταθμοί δειγματοληψίας ήταν 42 και μετά από αυτήν την διαδικασία ομαδοποίησης μειώθηκαν σε 39. 17

2.2.2 Ποικιλότητα Η ποικιλότητα μιας βιοκοινότητας χαρακτηρίζεται από δύο παραμέτρους: τον πλούτο (ή πυκνότητα) των ειδών και την ισοκατανομή (Krebs, 1989). Ο πλούτος των ειδών αντιπροσωπεύει τον αριθμό των ειδών που εμφανίζονται στη βιοκοινότητα, ενώ η ισοκατανομή προσδιορίζει το πρότυπο κατανομής των ατόμων των ειδών. Η τελευταία παρέχει, δηλαδή, την πληροφορία σε τι βαθμό συμμετέχει το κάθε είδος στη σύνθεση της βιοκοινότητας (Καρανδεινός, 2007). Για τη μέτρηση της ποικιλότητας συνήθως χρησιμοποιούνται τρία μεγέθη: α) ο αριθμός των ειδών (με τη χρήση δεικτών πλούτου ειδών), β) η αφθονία κάθε είδους (με τη χρήση μοντέλων αφθονίας των ειδών) και γ) ένας παράγοντας που συνδυάζει τα δύο προηγούμενα μεγέθη (με τη χρήση δεικτών ποικιλότητας, οι οποίοι βασίζονται στη σχετική αφθονία των ειδών) (Magurran, 1988). Υπάρχει ποικιλία δεικτών και η επιλογή του καταλληλότερου είναι δύσκολη υπόθεση καθώς πρέπει να συνυπολογιστούν ποικίλοι παράγοντες. Ο δείκτης με την ευρύτερη εφαρμογή είναι ο Shannon-Wiener (H ). H'= Σp i ln p i Όπου: pi= η αναλογία των ατόμων του είδους i (n i ) προς το σύνολο των ατόμων του δείγματος (N). Βασικό μειονέκτημα αυτού του δείκτη είναι ότι επηρεάζεται τόσο από τον αριθμό των ειδών όσο και από την ισοκατανομή. Κατά συνέπεια, δεν είναι σαφές αν κάθε αύξηση της τιμής του δείκτη προκύπτει από μεγαλύτερο πλούτο ειδών, από μεγαλύτερη ισοκατανομή ή από τον συνδυασμό των δύο αυτών παραμέτρων (Magurran, 2004). Μια άλλη σημαντική πηγή σφάλματος αποτελεί το γεγονός ότι είναι μάλλον σπάνιο ένα δείγμα να περιλαμβάνει όλα τα είδη της βιοκοινότητας (Peet, 1974), παραβιάζοντας μια βασική υπόθεση του δείκτη. Έτσι, όσο μειώνεται ο αριθμός των ειδών της βιοκοινότητας που αντιπροσωπεύονται στο δείγμα τόσο αυξάνεται το σφάλμα (Magurran, 2004). Ένας άλλος συχνά χρησιμοποιούμενος δείκτης είναι ο δείκτης Simpso (1 D). 1 Dˆ 1 s i 1 n i n i N N 1 1 Όπου: n i = ο αριθμός των ατόμων του είδους i στο δείγμα, N i = ο συνολικός αριθμός των ατόμων στο δείγμα, S = ο αριθμός των ειδών στο δείγμα 18

Η Magurran (2004) θεωρεί ότι ο δείκτης Simpson είναι ο πιο σημαντικός και «ισχυρός» δείκτης ποικιλότητας, παρόλο που επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τα πιο άφθονα είδη του δείγματος, ενώ ταυτόχρονα είναι λιγότερο ευαίσθητος στον πλούτο των ειδών καθώς ενσωματώνει τη διακύμανση της κατανομής της αφθονίας των ειδών. Η ισοκατανομή (ή κανονικότητα) εκφράζεται ως ο λόγος της παρατηρηθείσας ποικιλότητας προς τη μέγιστη δυνατή ποικιλότητα που θα μπορούσε να έχει η βιοκοινότητα με το συγκεκριμένο αριθμό ειδών (Southwood et al., 2000). Η μέτρηση της ισοκατανομής μπορεί να γίνει, μεταξύ άλλων, με τους δείκτες Pielou (J ), Simpson's (E), McIntosh (E), Brillouin (E) και Heip. Ο δείκτης Pielou υπολογίζεται με τη σχέση: J =Η / Η max = Η /lns, όπου S ο πλούτος των ειδών 2.2.3 Ομαδοποίηση σταθμών και ενδιαιτημάτων Η ιεραρχική ανάλυση ομαδοποίησης (hierarchical cluster analysis) επιτρέπει την ανά ζεύγη σύγκριση των δειγμάτων ως προς τη σύνθεση των ειδών τους, ώστε τα δείγματα με παρόμοια σύνθεση ειδών τελικά να ομαδοποιηθούν. Τα αποτελέσματα παρουσιάζονται με τη μορφή δενδρογράμματος. Τα δεδομένα εισήχθησαν υπό τη μορφή πίνακα στο πρόγραμμα PAST που είναι κατάλληλο για την επεξεργασία δεδομένων ποικιλότητας και έγινε ομαδοποίηση με βάση τους δείκτες Jaccard και Bray-Curtis που εξετάζουν την ομοιότητα στη σύνθεση των ειδών των διάφορων ενδιαιτημάτων. Η ομαδοποίηση έγινε με τη μέθοδο UPGMA (Unweighted Pair Group Method with Arithmetic Mean). O δείκτης Jaccard είναι ένας δείκτης ομοιότητας για δυαδικά δεδομένα, ενώ ο δείκτης Bray- Curtis είναι δείκτης ομοιότητας κατάλληλος για δεδομένα αφθονίας. 2.2.4 Συσχέτιση παραγόντων Για τον έλεγχο της συσχέτισης της γεωγραφικής απόστασης μεταξύ των σταθμών με την ποικιλότητά τους, αλλά και για τη συσχέτιση του αριθμού και της αφθονίας των ειδών με τον τύπο ενδιαιτήματος χρησιμοποιήθηκε και πάλι το πρόγραμμα Past για τη διεξαγωγή Mantel Test. To Mantel Test (Mantel 1967, Mantel et al., 1970) μπορεί να συσχετίσει δυο μήτρες 19

δεδομένων. Για τη διεξαγωγή του επιλέχθηκε ο δείκτης Jaccard, με μόνη εξαίρεση τον πίνακα των αποστάσεων για τον οποίο χρησιμοποιήθηκε και η επιλογή Geographical. Για τον υπολογισμό των αποστάσεων καθενός από τους 39 σταθμούς δειγματοληψίας με τους υπόλοιπους 39, χρησιμοποιήθηκε το πρόγραμμα ArcGIS. Η διαδικασία αυτή πραγματοποιήθηκε από την υποψήφια Διδάκτορα Όλγα Τζωρτζακάκη. 20

3. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 3.1 Παρουσίαση των αποτελεσμάτων Κατά τη περίοδο των δειγματοληψιών καταγράφηκαν 31 είδη (Πίνακας 3.1), από τα οποία τρία δεν συμπεριλήφθηκαν στις αναλύσεις για τον προσδιορισμό της ομοιότητας των σταθμών (Cluster analysis) αλλά ούτε και στους ελέγχους συσχετισμών (Mantel Test). Τα είδη αυτά ήταν τα Oriolus oriolus, Anthus trivialis και Athene noctua. Τα δύο πρώτα θεωρήθηκαν τυχαίες παρατηρήσεις, καθώς είναι μεταναστευτικά πτηνά που δεν φωλιάζουν στην Πάτρα, ενώ το τρίτο, η κοινή κουκουβάγια, είναι νυχτόβιο είδος και πάλι, η παρατήρησή της, ήταν τυχαία και μοναδική. Αν και φωλιάζουν αρκετά άτομα αυτού του είδους στην Πάτρα, είναι σπάνιο να παρατηρηθούν κατά τη διάρκεια της ημέρας. 21

Πίνακας 3.1. Τα είδη που καταγράφηκαν, ο αριθμός των ατόμων και η σχετική τους αφθονία στο σύνολο των ατόμων που καταγράφηκαν, από το αφθονότερο στο σπανιότερο είδος. Είδος Συνολικός αριθμός ατόμων Ποσοστό % 1 Turdus merula 129 14.25 2 Passer domesticus 105 11.60 3 Chloris chloris 99 10.94 4 Parus major 74 8.18 5 Sylvia melanocephala 72 7.96 6 Serinus serinus 69 7.62 7 Cettia cetti 44 4.86 8 Delichon urbica 44 4.86 9 Streptopelia decaocto 36 3.98 10 Carduelis carduelis 31 3.43 11 Pica pica 30 3.31 12 Hirundo rustica 24 2.65 13 Apus apus 23 2.54 14 Columba livia 19 2.10 15 Corvus corone 18 1.99 16 Aegithalos caudatus 15 1.66 17 Iduna pallida 15 1.66 18 Sylvia atricapilla 13 1.44 19 Garrulus glandarius 9 0.99 20 Luscinia megarhynchos 8 0.88 21 Hirundo daurica 5 0.55 22 Remiz pendulinus 4 0.44 23 Upupa epops 4 0.44 24 Fringilla coelebs 3 0.33 25 Oriolus oriolus 3 0.33 26 Anthus trivialis 2 0.22 27 Corvus monedula 2 0.22 28 Saxicola torquata 2 0.22 29 Athene noctua 1 0.11 30 Erithacus rubecula 1 0.11 31 Streptopelia turtur 1 0.11 Σύνολο 905 100 Τα επικρατέστερα είδη, ανεξαρτήτως ενδιαιτήματος, σε ολόκληρη την περιοχή δειγματοληψίας ήταν τα κοτσύφια (Turdus merula), τα κοινά σπουργίτια (Passer domesticus) και οι φλώροι (Chloris chloris), όπως φαίνεται και στο διάγραμμα της Εικόνας 3.1. 22

Εικόνα 3.1. Διάγραμμα της σχετικής αφθονίας του συνόλου των ειδών και των ατόμων που καταγράφηκαν. 3.2. Ποικιλότητα σταθμών δειγματοληψίας Όπως έχει προαναφερθεί, επισκεφτήκαμε 42 σταθμούς δειγματοληψίας, που μετά την ομαδοποίηση των δεδομένων τριών σταθμών, παρουσιάζονται πλέον ως 39 διαφορετικοί σταθμοί. Στον Πίνακα 3.2 παρουσιάζονται όλοι οι σταθμοί δειγματοληψίας καθώς και ο αριθμός των ειδών σε κάθε σταθμό, η ποικιλότητα με βάση τον δείκτη Shannon- Wiener (H ) αλλά και ο τύπος ενδιαιτήματος. Η κατάταξη στον Πίνακα 3.2 έχει γίνει από τον σταθμό με τη μεγαλύτερη ποικιλότητα (Haradros 1+2) σε αυτόν με τη χαμηλότερη (Panepistimio 3). Στο Παράρτημα παρατίθεται αντίστοιχος πίνακας (Π.Π.1) που όμως κατατάσσει τους σταθμούς από αυτόν με τη μεγαλύτερη ποικιλότητα σε αυτόν με την χαμηλότερη με βάση τον δείκτη Simpson (1-D). Και με βάση αυτόν τον δείκτη οι εκβολές του ποταμού Χάραδρου φαίνεται να εμφανίζουν την μεγαλύτερη ποικιλότητα. Αυτή η σύγκριση είναι εμφανής και στις Εκόνες 3.2. και 3.3. όπου αναπαρίσταται η ποικιλότητα με βάση τον δείκτη Shannon- Wiener (H ) και τον δείκτη Simpson (1-D), αντίστοιχα. 23

Πίνακας 3.2. Στοιχεία για τους σταθμούς δειγματοληψίας, από τον σταθμό με τη μεγαλύτερη ποικιλότητα [δείκτης Shannon-Wiener (H )] σε αυτόν με τη μικρότερη. Σταθμός Αριθμός ειδών Αριθμός ατόμων 1-D H Haradros 1+2 16 30 0.9178 2.636 Glaukos 1 13 35 0.911 2.494 Gouva 1+2 13 21 0.9116 2.491 Ethniko Stadio 2 13 31 0.9116 2.489 Dur 13 32 0.9102 2.48 Glaukos 3 12 22 0.9008 2.398 Panepistimio 1+2 12 22 0.8884 2.327 Dasyllio 2 11 25 0.896 2.324 Profitis Ilias 3 11 20 0.88 2.25 Merimna 10 23 0.8771 2.186 Paralia 2 10 33 0.876 2.183 Elos Agias 1 9 20 0.885 2.181 I.N.Analipseos 10 26 0.8728 2.162 Platani 1 9 16 0.875 2.133 Monodendri 1 10 28 0.8597 2.115 Ovria 10 26 0.858 2.109 Plateia Psila Alonia 9 26 0.8639 2.091 Ethniko Stadio 1 10 31 0.8408 2.058 Rio 9 24 0.8403 2.011 Platani 2 8 20 0.85 1.973 Dasyllio 1 8 19 0.8421 1.941 Gouva 3 8 19 0.8366 1.937 TEI 9 36 0.7978 1.912 Elos Agias 3 7 15 0.8444 1.899 Paralia 1 8 28 0.8316 1.895 Skagiopouleio 7 28 0.8367 1.874 Vrachneika 3 8 21 0.8209 1.872 Profitis Ilias 2 7 14 0.8265 1.834 Monodendri 2 7 30 0.8244 1.833 Girokomeio 7 19 0.8255 1.822 Agios Alexios 6 11 0.8264 1.768 Vrachneika 2 6 24 0.809 1.713 Vrachneika 1 6 24 0.8056 1.705 Nekrotafeio 6 32 0.7578 1.534 Glaukos 2 7 22 0.6653 1.484 Profitis Ilias 1 5 10 0.74 1.471 Elos Agias 2 5 9 0.716 1.427 Plateia Olgas 5 14 0.6224 1.253 Panepistimio 3 4 13 0.6627 1.205 24

Εικόνα 3.2. Ποικιλότητα των σταθμών με βάση τον δείκτη Shannon-Wiener. Εικόνα 3.2. Ποικιλότητα των σταθμών με βάση τον δείκτη Simpson. 25