ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ Α.Ε.

Σχετικά έγγραφα
ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «OIKONOMIKH»

3.2 Η εμπειρική προσέγγιση της προσφοράς εργασίας - Η επίδραση της ζήτησης επί της προσφοράς εργασίας

Η ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ

3.3 Κατανομή χρόνου μεταξύ αμειβόμενης εργασίας, οικιακής εργασίας και σχόλης - Αποφάσεις προσφοράς εργασίας στο πλαίσιο της οικογένειας


3.1 Ανεξάρτητες αποφάσεις - Κατανομή χρόνου μεταξύ εργασίας και σχόλης

Η Νέα Κλασσική Θεώρηση των Οικονομικών Διακυμάνσεων

ΕΚΠΑ Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Ακ. Ετος

ΘΕΜΑΤΑ ΤΕΛΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ

Η οικονοµία στην Μακροχρόνια Περίοδο Τι είναι το κλασσικό υπόδειγµα;

Οικονοµία. Βασικές έννοιες και ορισµοί. Η οικονοµική επιστήµη εξετάζει τη συµπεριφορά

Α.Ο.Θ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΑΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ


Πολιτική Οικονομία Ενότητα

Νομισματική και Συναλλαγματική Πολιτική σε μια Μικρή Ανοικτή Οικονομία. Σταθερές ή Κυμαινόμενες Ισοτιμίες;

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Η Μεγάλη Μεγάλη Ύφεση Ύφεση

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΣΩΣΤΟΥ ΛΑΘΟΥΣ 1. Σε ένα κανονικό αγαθό, όταν αυξάνεται το εισόδηµα των καταναλωτών, τότε αυξάνεται και η συνολική δαπάνη των καταναλωτών 2.

Κεφάλαιο 1. Εισαγωγή στη µακροοικονοµική

ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΜΙΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ο ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

ΔΕΟ43. Απάντηση 2ης ΓΕ Επιμέλεια: Γιάννης Σαραντής. ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ 17 Περιστέρι ,

Περιφερειακή Ανάπτυξη

ΑΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Κ Α Μ Α Ρ Ι Ν Ο Σ Ο Ι Κ Ο Ν Ο Μ Ο Λ Ο Γ Ο Σ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΟΥΣ Σάββατο Proslipsis.gr ΚΛΑ ΟΣ ΠΕ 18 ΠΤΥΧΙΟΥΧΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΤΕΙ

4.1 Ζήτηση εργασίας στο βραχυχρόνιο διάστημα - Ανταγωνιστικές αγορές

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Πληθωρισμός, Ανεργία και Αξιοπιστία της Νομισματικής Πολιτικής. Το Πρόβλημα του Πληθωρισμού σε ένα Υπόδειγμα με Υψηλή Ανεργία Ισορροπίας

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τµήµα Οικονοµικών Επιστηµών Ακαδηµαϊκό έτος (διαβάζουμε κεφ. 4 από Μ. Χλέτσο και σημειώσεις στο eclass)

Φυσική ανεργία φ σ υ ικό ό π ο π σ ο οσ ο τό τ ό α νε ν ργί γ ας


ΕΝ ΕΙΚΤΙΚΑ ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

ΑΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Κ Α Μ Α Ρ Ι Ν Ο Σ Ο Ι Κ Ο Ν Ο Μ Ο Λ Ο Γ Ο Σ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

Προσφορά Εργασίας Προτιμήσεις και Συνάρτηση Χρησιμότητας ( Χ,Α συνάρτηση χρησιμότητας U(X,A)

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΠΟΛΛΑΠΛΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ Αρ. Απάντηση Αρ. Απάντηση Ερώτησης 1. A 6. C 2. C 7. A 3. A 8. E 4. B 9. A 5. E 10. C

ΟΜΟΣΠΟΝ ΙΑ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΩΝ ΦΡΟΝΤΙΣΤΩΝ ΕΛΛΑ ΟΣ (Ο.Ε.Φ.Ε.) ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 2013

ΣΥΝΘΕΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Εισαγωγή. Αποτελεσματικότητα κατά Pareto. 1. ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ (επεξεργασία σημειώσεων Β. Ράπανου)

Βασικές Έννοιες των Οικονομικών της Εργασίας οικονομικά της εργασίας αγορά αγορά εργασίας μισθός

Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών

13 Το απλό κλασικό υπόδειγμα

(γ) Τις μορφές στρατηγικής αλληλεπίδρασης που αναπτύσσονται

ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΠΕΜΠΤΗ 12 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014 ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΛΥΣΕΙΣ ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ ΘΕΜΑ Α

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ TΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «OIKONOMIKH»

Ισορροπία σε Αγορές Διαφοροποιημένων Προϊόντων

Οι οικονομολόγοι μελετούν...

Οι τιμές των αγαθών προσδιορίζονται στην αγορά από την αλληλεπίδραση των δυνάμεων της ζήτησης και της προσφοράς.

Βασικά σημεία πλάνο απάντησης :

Μακροοικονομική. Μακροοικονομική Θεωρία και Πολιτική. Αναπτύχθηκε ως ξεχωριστός κλάδος: Γιατί μελετάμε ακόμη την. Μακροοικονομική Θεωρία και

3. ΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΟ: ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ HECKSCHER-OHLIN

ΑΣΚΗΣΕΙΣ. 1η οµάδα. 2. Έστω ο επόµενος πίνακας παραγωγικών δυνατοτήτων: Χ Υ Κόστος. Κόστος ευκαιρίας Ψ Α /3

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2009 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

Σύντομος πίνακας περιεχομένων

9 Η αγορά εργασίας στο κεϋνσιανό υπόδειγμα

Άριστες κατά Pareto Κατανομές και το Πρώτο Θεώρημα Ευημερίας

Προσφορά και Ζήτηση Υπηρεσιών Υγείας

Α.1 Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (Α.Ε.Π.) σε σταθερές τιμές μετράει την αξία της συνολικής παραγωγής σε τιμές του έτους βάσης.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ

Β = 2W, αντίστοιχα. Βρείτε ποιος είναι ο μισθός ισορροπίας και το επίπεδο απασχόλησης στην ισορροπία σε καθέναν κλάδο της οικονομίας.

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

Επανάληψη ΕΣΔΔΑ με ασκήσεις πολλαπλής επιλογής 1. Στην Οικονομική επιστήμη ως οικονομικό πρόβλημα χαρακτηρίζουμε:

Ανεργία και Τριβές στην Αγορά Εργασίας. Καθ. Γιώργος Αλογοσκούφης

Philip McCann Αστική και περιφερειακή οικονομική. 2 η έκδοση. Chapter 1

ηµόσια Οικονοµική Βασίλης Ράπανος, Γεωργία Καπλάνογλου µόνο Τµήµα Ι.

Άριστες κατά Pareto Κατανομές και το Πρώτο Θεώρημα Ευημερίας

1 ου πακέτου. Βαθµός πακέτου

1. ΑΝΟΙΚΤΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ

Οικονομικό Πρόβλημα &

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΜΟΡΦΕΣ ΑΓΟΡΑΣ. 1. Τι πρέπει να κατανοήσει ο μαθητής

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ KAI KAINOTOMIA

Ενα Νέο Κλασσικό Υπόδειγμα Χωρίς Κεφάλαιο. Μακροοικονομικές Διακυμάνσεις και Νομισματικοί Παράγοντες

ΘΕΜΑΤΑ ΤΕΛΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

Οικονομική Πολιτική Ι: Σταθερές Συναλλαγματικές Ισοτιμίες χωρίς Κίνηση Κεφαλαίου

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1. Αξιολόγηση των µακροοικονοµικών επιπτώσεων του ΚΠΣ III

Επαναληπτικές Ερωτήσεις - ΟΣΣ5. Τόμος Α - Μικροοικονομική

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 2015 Β ΦΑΣΗ ÓÕÍÅÉÑÌÏÓ ΕΚΦΩΝΗΣΕΙΣ ΟΜΑ Α ΠΡΩΤΗ

Ο ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ TΩN ΤΙΜΩΝ

ΟΜΟΣΠΟΝ ΙΑ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΩΝ ΦΡΟΝΤΙΣΤΩΝ ΕΛΛΑ ΟΣ (Ο.Ε.Φ.Ε.) ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 2014

Το Βασικό Κεϋνσιανό Υπόδειγμα και η Σταδιακή Προσαρμογή του Επιπέδου Τιμών. Καθ. Γιώργος Αλογοσκούφης

ΑΟΘ : ΘΕΜΑΤΑ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (Μακροοικονομική) Mankiw Gregory N., Taylor Mark P. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΖΙΟΛΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ

είναι η καµπύλη συνολικής ζήτησης εργασίας από τις επιχειρήσεις και η καµπύλη S

Περιεχόµενα. Σεπτέµβριος 2012

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΖΗΤΗΣΗ

Αποτελέσµατα ερωτηµατολογίου 1ου Προσυνεδρίου

από την ποσοστιαία μεταβολή της ζητούμενης ποσότητας προς την ποσοστιαία Σχέση ελαστικότητας ζήτησης και κλίση της καμπύλης ζήτησης.

Ζήτηση, Προσφορά και Ισορροπία στην Ανταγωνιστική Αγορά

Το Υπόδειγμα του Αντιπροσωπευτικού Νοικοκυριού

ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ Γ' ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΠΙΛΟΓΗΣ 2006 ΕΚΦΩΝΗΣΕΙΣ ΟΜΑ Α Α

ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΩΝ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2013

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΜΙΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

1. Σκοπός της οικονομικής ανάπτυξης είναι η αύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων.



Μονοψωνιακή Ισορροπία

(1β) Μη Χωροθετικά Υποδείγματα Διαφοροποιημένου Προϊόντος με Ενδογενές Πλήθος Επιχειρήσεων

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΑ

Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών

Transcript:

5 ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ Α.Ε. M E E T H 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 A 2006 H A OPA EP A IA THN E A A: Y O EI MATA & POB EæEI M E E T E

ISBN: 960-88513 - 3-5

H AΓOPA EPΓAΣIAΣ ΣTHN EΛΛA A: YΠO EIΓMATA & ΠPOBΛEΨEIΣ Θεόδωρος Παλυβός & Mιχάλης Xλέτσος Πανεπιστήµιο Mακεδονίας Πανεπιστήµιο Iωαννίνων Παρατηρητήριο Aπασχόλησης Eρευνητική-Πληροφορική A.E. K. Παλαµά 6-8 114 41 Aθήνα τηλ.: 210 2120 700 fax: 210 2285 122 www.paep.org.gr

ΠEPIEXOMENA Eισαγωγή 11 Kεφάλαιο 1. Oικονοµική θεωρία και αγορά εργασίας 15 1.1 Eισαγωγή 15 1.2 H νεοκλασική θεώρηση για την αγορά εργασίας και την ανεργία 16 1.2.1 Mεθοδολογικά στοιχεία για την αγορά εργασίας και την ανεργία 16 1.2.2 Προσδιοριστικοί παράγοντες της ζήτησης και της προσφοράς εργασίας σύµφωνα µε τη νεοκλασίκη θεωρία 19 1.2.2.1 Προσδιορισµός της καµπύλης ζήτησης εργασίας 19 1.2.2.2 H προσφορά εργασίας σύµφωνα µε τη νεοκλασική θεωρία 21 1.2.3 Aνάλυση της αγοράς εργασίας σύµφωνα µε την νεοκλασική θεωρία 29 1.3 Kεϋνσιανή θεωρία και αγορά εργασίας 30 1.3.1 H κεϋνσιανή αντίληψη για την αγορά εργασίας 30 1.3.2 Kεϋνσιανή θεωρία και ανεργία 33 1.4 Σύγχρονη προσέγγιση της αγοράς εργασίας και της ανεργίας 37 1.5 Kριτικές σκέψεις στη σύγχρονη αντίληψη για την αγορά εργασίας και την ανεργία 42 1.6 Aντί επιλόγου 43 Bιβλιογραφία 46 Kεφάλαιο 2. H διεθνής πρακτική στη µεθοδολογία των προβλέψεων 52 2.1 Eισαγωγή 52 5

2.2 Eννοιολογικές αποσαφηνίσεις του ρόλου των προβλέψεων µεγεθών αγοράς εργασίας 55 2.3 Mέθοδοι πρόβλεψης µεγεθών αγοράς εργασίας 59 2.3.1 Eισαγωγικά στοιχεία 59 2.3.2 H µέθοδος προβλέψεων αναγκών αγοράς εργασίας: από τη δεκαετία του 60 στη δεκαετία του 80 61 2.3.3 Mεθοδολογία των προβλέψεων µεγεθών αγοράς εργασίας τη δεκαετία του 80 68 2.3.4 Mεθοδολογίες προβλέψεων στις χώρες του OOΣA 71 2.3.4.1 Eισαγωγή 71 2.3.4.2 H περίπτωση των Hνωµένων Πολιτειών 72 2.3.4.3 H περίπτωση του Kαναδά 77 2.3.4.4 H περίπτωση της Iαπωνίας 81 2.3.4.5 H περίπτωση της Aυστραλίας 83 2.3.4.6 H περίπτωση της Σουηδίας 86 2.3.4.7 H περίπτωση της Mάλτας 88 2.3.4.8 H περίπτωση του Hνωµένου Bασιλείου 91 2.3.4.9 H περίπτωση της Iρλανδίας 99 2.3.4.10 H περίπτωση της Γαλλίας 102 2.3.4.11 H περίπτωση της Γερµανίας 103 2.3.4.12 H περίπτωση της Aυστρίας 106 2.3.4.13 H περίπτωση της Oλλανδίας 109 2.3.4.14 H περίπτωση της Tσεχίας 120 6

2.3.4.15 H περίπτωση της Πολωνίας 121 2.3.4.16 H περίπτωση της Eλλάδας 123 2.4 Συµπεράσµατα 128 2.5 Bιβλιογραφία 129 Kεφάλαιο 3.Tο µαθηµατικό µοντέλο αγοράς εργασίας στην Eλλάδα και η βαθµονόµησή του 134 3.1 Eισαγωγή 134 3.2 Θεωρίες και µοντέλα αγοράς εργασίας 136 3.2.1 Γενικά στοιχεία για την αγορά εργασίας 136 3.2.2 Θεωρίες αγοράς εργασίας και ανεργία 137 3.2.3 Συµπέρασµα 141 3.3 Tο µοντέλο της ελληνικής αγοράς εργασίας και οι προβλέψεις της απασχόλησης-ανεργίας 141 3.3.1 Γενικά στοιχεία 141 3.3.2 Tο οικονοµικό περιβάλλον 143 3.3.2.1 H συνάρτηση σύζευξης (The Matching Function) 144 3.3.2.2 H καµπύλη Beveridge 146 3.3.2.3 H ζήτηση για εργασία 148 3.3.2.4 H προσφορά εργασίας 150 3.3.2.5 Συνοπτική περιγραφή του υποδείγµατος και µεταβλητές πολιτικής 152 3.3.3 H υναµική συµπεριφορά του υποδείγµατος 153 3.3.4 Bαθµονόµηση του υποδείγµατος (Calibration) 154 7

3.3.4.1 Συναρτησιακές µορφές και τιµές των παραµέτρων 155 3.3.5 Aποτελέσµατα της Aνάλυσης 158 3.3.5.1 Mεταβολή στο ρυθµό απώλειας θέσεων εργασίας 158 3.3.5.2 Mεταβολή στο ρυθµό µεταβολής του εργατικού δυναµικού (n) 161 3.3.5.3 Mεταβολή στη διαπραγµατευτική δύναµη των εργατών (γ) 162 3.3.5.4 Mεταβολή στο λόγο αναπλήρωσης (b) 164 3.3.5.5 Mεταβολή στο φορολογικό συντελεστή του εργατικού εισοδήµατος (τ E ) 165 3.3.5.6 Mεταβολή στο επιτόκιο (r) 167 3.3.5.7 Mεταβολή στο ρυθµό µεγέθυνσης (g) 168 3.3.5.8 Mεταβολή στην αποτελεσµατικότητα της διαδικασίας σύζευξης (m 0 ) 169 3.3.5.9 Mεταβολή στην παραγωγικότητα (y 0 ) 170 3.3.5.10 Mεταβολή στην φορολογία των επιχειρήσεων (τ F ) 171 3.3.5.11 Mεταβολή στις εργοδοτικές εισφορές ( ) 172 3.3.5.12 Mεταβολή στην επιδότηση του κόστους διατήρηση µιας κενής θέσης 173 3.3.5.13 Mεταβολή στην επιδότηση του κεφαλαίου (s ) 174 3.3.6 Eναλλακτικά σενάρια 175 3.3.7 Συµπεράσµατα 183 3.3.8 Bιβλιογραφία 183 3.3.9 Παράρτηµα 185 Kεφάλαιο 4. Προβλέψεις µεγεθών αγοράς εργασίας 198 8

4.1 Eισαγωγικές παρατηρήσεις 198 4.2 Oικονοµετρική µέθοδος προβλέψεων 204 4.3 Προβλέψεις µεγεθών αγοράς εργασίας 208 Kεφάλαιο 5. Συµπεράσµατα - Προτάσεις πολιτικής 273 5.1 Tο µοντέλο αγοράς εργασίας 273 5.2 Προβλέψεις µε βάση τη µεθοδολογία Box-Jenkins 279 5.3 Γενικά συµπεράσµατα 288 9

EIΣAΓΩΓH H ανεργία στην Eλλάδα εδώ και αρκετά χρόνια παραµένει σε σχετικά υψηλά επίπεδα, έστω και αν τον τελευταίο καιρό δείχνει κάποια τάση µείωσης. Παρόλο που η µείωση του ποσοστού της ανεργίας έσπασε το φράγµα του 10%, εντούτοις η µείωση αυτή δεν είναι συνεχής µε αποτέλεσµα να µη διαφαίνεται άµεσα ότι το πρόβληµα έχει λυθεί. H µείωση της ανεργίας σχετίζεται άµεσα µε δύο σηµαντικούς παράγοντες. O πρώτος αφορά το γενικότερο οικονοµικό µοντέλο ανάπτυξης της Eλλάδας και αν και κατά πόσο είναι ικανό να δηµιουργεί νέες θέσεις εργασίας. O δεύτερος παράγοντας σχετίζεται µε την αποτελεσµατικότητα των πολιτικών απασχόλησης στην Eλλάδα.Tο εύλογο ερώτηµα που τίθεται είναι αν και κατά πόσο οι υπάρχουσες πολιτικές απασχόλησης είναι αποτελεσµατικές ώστε να συµβάλλουν στην εξίσωση της ζητησης µε την προσφορά εργασίας, µέσα από τη δηµιουργία θέσεων εργασίας και την συµπλήρωση τόσο αυτών, όσο και γενικότερα των κενών θέσεων εργασίας από ανέργους. H συζήτηση γύρω από την αποτελεσµατικότητα των πολιτικών απασχόλησης προϋποθέτει την καλή γνώση της λειτουργίας της αγοράς εργασίας στην Eλλάδα. Γνωρίζοντας το πλαίσιο λειτουργίας της µπορούµε να διερευνήσουµε πως η αγορά εργασίας θα αντιδράσει σε περίπτωση µεταβολής κάποιας µεταβλητής πολιτικής, δηλαδή αν θα µεταβληθεί ή όχι το ποσοστό απασχόλησης και κατ επέκταση το ποσοστό ανεργίας. Όσο χρήσιµο είναι στην άσκηση πολιτικής η γνώση των επιπτώσεων των µεταβολών διαφόρων πολιτικών στο ποσοστό ανεργίας και στο ποσοστό απασχόλησης, άλλο τόσο είναι σηµαντικό να υπάρχει µια εικόνα ως προς την µεταβολή των µεγεθών αγοράς εργασίας (δηλαδή της απασχόλησης και της ανεργίας) την επόµενη χρονική περίοδο. H έννοια των 11

προβλέψεων των µεγεθών αγοράς εργασίας έχει συζητηθεί κατά κόρον στις χώρες της Eυρωπαϊκής Ένωσης. Πέρα από τις όποιες ενστάσεις αναπτύσσονται γύρω από τη χρησιµότητα ύπαρξης προβλέψεων και αν και κατά πόσο είναι εφικτό να γίνουν ή όχι τέτοιες προβλέψεις, η πρακτική των χωρών της Eυρωπαϊκής Ένωσης, των HΠA και άλλων χωρών του OOΣA έχει προχωρήσει αρκετά στην ανάπτυξη µεθοδολογίας προβλέψεων. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο συζητείται αρκετά σοβαρά η δυνατότητα ανάπτυξης µιας κοινής µεθοδολογίας, ώστε να είναι εφικτή η σύγκριση των προβλέψεων µεταξύ των διαφόρων χωρών της ευρωπαϊκής ένωσης. H πρόβλεψη των µεγεθών της αγοράς εργασίας, ειδικότερα του ποσοστού απασχόλησης και ανεργίας, στοχεύει στο να καταδείξει την τάση αναφορικά µε την εξέλιξη αυτών των µεγεθών στο επόµενο χρονικό διάστηµα στη βάση κάποιων υποθέσεων. Oι προβλέψεις γίνονται είτε µε βάση τις τιµές της ίδιας της µεταβλητής στην προηγούµενη περίοδο, είτε µε βάση την µελλοντική εξέλιξη κάποιας «µεταβλητής-κλειδί» ή «µεταβλητής πολιτικής» που συνδέεται µε την απασχόληση και την ανεργία. Για παράδειγµα αν συνδεθεί το ποσοστό απασχόλησης µε το ρυθµό οικονοµικής µεγένθυνσεις, τότε προβλέποντας (ή υιοθετώντας εναλλακτικά σενάρια για) το ρυθµό οικονοµικής µεγένθυνσης, προβλέπουµε και την εξέλιξη του ποσοστού απασχόλησης. H αξιοπιστία της µεθοδολογίας των προβλέψεων ελέγχεται εκ των υστέρων από την επαλήθευση ή τη διάψευση των προβλέψεων από την εξέλιξη των πραγµατικών τιµών της µεταβλητής. Tο ποσοστό επιτυχίας των προβλέψεων είναι µεγαλύτερο όσο το χρονικό διάστηµα της πρόβλεψης είναι µικρότερο. Όσο µεγαλύτερο είναι το χρονικό διάστηµα της πρόβλεψης, τόσο περισσότερες πιθαανότητες υπάρχουν να υπεισέλθουν απρόβλεπτοι παράγοντες που µπορούν να επιρεάσουν την πρόβλεψη. Όσο περισσότερες φορές γίνεται η πρόβλεψη, τόσο περισσότερο µπορεί να βελτιώσει κανείς την µεθοδολογία των προβλέψεων. 12

H µελέτη αυτή πραγµατοποιήθηκε στα πλαίσια του ερευνητικού προγράµµατος «Mοντελοποίηση της ελληνικής αγοράς εργασίας: εκτιµήσεις και προβλέψεις» που χρηµατοδοτήθηκε από την ΠAEΠ A.E. και υλοποιήθηκε από το Πανεπιστήµιο Iωαννίνων µε επιστηµονικό υπεύθυνο τον Mιχάλη Xλέτσο, Aναπληρωτή Kαθηγητή του Tµήµατος Oικονοµικών Eπιστηµών. Σκοπός αυτής της µελέτης ήταν να συνεισφέρει στην ευρύτερη προσπάθεια που καταβάλλει το Παρατηρητήριο Aπασχόλησης Eρευνητική Πληροφορική A.E. να αναπτύξει µία µεθοδολογία για τη διενέργεια προβλέψεων των µεγεθών αγοράς εργασίας. H µελέτη αυτή στηρίχτηκε σε µια διπλή οπτική για να αναπτύξει µια µεθοδολογία προβλέψεων. Στηρίχτηκε κατ αρχήν στην ανάπτυξη ενός µαθηµατικού µοντέλου της αγοράς εργασίας. Tο µοντέλο αυτό είχε ως σκοπό να περιγράψει ακριβώς τον τρόπο µε τον οποίο λειτουργεί η αγορά εργασίας και πως προσδιορίζεται η απασχόληση και η ανεργία στη βάση κάποιων άλλων µεταβλητών. Mε βάση συγκεκριµένες τιµές που παίρνουν οι µεταβλητές πολιτικής µπορούµε να προσδιορίσουµε το ποσοστό απασχόλησης και το ποσοστό ανεργίας. Στη συνέχεια θεωρώντας ότι οι τιµές των µεταβλητών πολιτικής µεταβάλλονται, µπορούµε να προσδιορίσουµε εκ νέου το ποσοστό απασχόλησης και το ποσοστό ανεργίας, καθώς και τον χρόνο που απαιτείται για να επιτευχθεί η προσαρµογή στα νέα δεδοµένα. Kατά δεύτερον χρησιµοποιήσαµε τη µεθοδολογία Box Jenkins για να προβλέψουµε τις τιµές των µεγεθών της αγοράς εργασίας που θα λάβουν στο µέλλον µε βάση τις τιµές της µεταβλητής στο παρελθόν. Aπό µεθοδολικής πλευράς η µελέτη αυτή αποτελείται από πέντε κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζεται το πώς η οικονοµική θεωρία αναλύει την αγορά εργασίας, εξηγεί τους προσδιοριστικούς παράγοντες της ζήτησης και της προσφοράς εργασίας και τα αίτια της ανεργίας. Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζεται και αναλύεται η διεθνής πρακτική στη µεθοδολογία των προβλέψεων παρουσιάζοντας το τι ισχύει σε δεκαπέ- 13

ντε χώρες του OOΣA. Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζονται και αναλύονται το µαθηµατικό µοντέλο της αγοράς εργασίας στην Eλλάδα και οι επιπτώσεις στο ποσοστό απασχόλησης και στο ποσοστό ανεργίας των µεταβολών των τιµών των µεταβλητών πολιτικής. Στο τέταρτο κεφάλαιο γίνονται οι προβλέψεις των µεγεθών αγοράς εργασίας µε βάση τη µεθοδολογία Box Jenkins. Eιδικότερα προβλέπονται ο πληθυσµός σε ηλικία προς εργασία, το εργατικό δυναµικό και η απασχόληση στο σύνολο της χώρας ανά φύλο, η απασχόληση ανά κλάδο οικονοµικής δραστηριότητας, η απασχόληση ανά επάγγελµα και η απασχόληση ανά γεωγραφική περιφέρεια χρησιµοποιώντας ετήσια χρονολογικά στοιχεία από το 1981 και τριµηνιαία χρονολογικά στοιχεία από το 1998. Oι προβλέψεις µε βάση τα ετήσια στοιχεία αφορούν την περίοδο 2006-2010, ενώ οι προβλέψεις µε βάση τα τριµηνιαία στοιχεία αφορούν την περίοδο 2005-2007. Στο πέµπτο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα συµπεράσµατα και οι προτάσεις πολιτικής. Για την υλοποίηση της µελέτης αυτής εργάστηκαν από κοινού οι κ. Θεόδωρος Παλυβός, καθηγητής του Πανεπιστηµίου Mακεδονίας και κ. Mιχάλης Xλέτσος, αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστηµίου Iωαννίνων. Παρόλο που η µελέτη είναι προϊόν συλλογικής δουλειάς, εντούτοις ο Mιχάλης Xλέτσος συνέβαλε κυρίως στη συγγραφή του πρώτου, δεύτερου, τέταρτου και πέµπτου κεφαλαίου και ο Θεόδωρος Παλυβός στην συγγραφή του τρίτου κεφαλαίου. 14

OIKONOMIKH ΘEΩPIA KAI AΓOPA EPΓAΣIAΣ 1.1. Eισαγωγή Οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας που επηρεάζουν άµεσα τη φύση, αλλά και την ποιότητα των εργασιακών σχέσεων, καθώς επίσης και η διατήρηση της ανεργίας σε σχετικά υψηλά επίπεδα για πολλές από τις χώρες της Ε.Ε., θέτουν εκ νέου το πρόβληµα της καλής γνώσης της λειτουργίας της αγοράς εργασίας. εδοµένου ότι πλέον η εκπαίδευση αλλά και η κατάρτιση συνδέονται ολοένα και πιο στενά µε τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας, καθίσταται απαραίτητη η πρόβλεψη των µεγεθών αγοράς εργασίας και δη της απασχόλησης και της ανεργίας. Η προσέγγιση του θέµατος των προβλέψεων άπτεται του πόσο καλά µπορεί να περιγράψει κανείς την αγορά εργασίας, δηλαδή να περιγράψει επακριβώς τους προσδιοριστικούς παράγοντες της ζήτησης και της προσφοράς εργασίας. Η προσπάθεια σύζευξης της ζήτησης µε την προσφορά εργασίας δεικνύει τις ανισορροπίες στην αγορά εργασίας, δηλαδή αν υπάρχει πλεόνασµα (όπου η προσφορά υπερισχύει της ζήτησης), οπότε έχουµε και ανεργία ή αν υπάρχει έλλειµµα (όπου η ζήτηση υπερισχύει της προσφοράς) οπότε υπάρχουν κενές θέσεις εργασίας. Αν αυτή η πρακτική έχει στόχο τη διερεύνηση της ζήτησης και της προσφοράς εργασίας για τα επόµενα χρόνια, κατανοούµε ότι είναι ιδιαίτερα σηµαντικό για όσους ασκούν πολιτική και για όσους εµπλέκονται άµεσα ή έµµεσα µε την αγορά εργασίας. Ως εκ τούτου πολλές από τις χώρες του ΟΟΣΑ, αλλά και της Ε.Ε., έχουν αναπτύξει κάποια µεθοδολογία πρόβλεψης των µεγεθών αγοράς εργασίας. Το πρώτο βήµα προς αυτή την κατεύθυνση είναι να δούµε πως η ίδια η οικονοµική θεωρία (νεοκλασική, κεϋνσιανή και σύγχρονη προσέγ- 15

γιση) αντιµετωπίζει το θέµα της ζήτησης και της προσφοράς εργασίας, καθώς επίσης και το θέµα της ανεργίας. Στα πλαίσια αυτού του κεφαλαίου επιχειρείται µία πρώτη προσέγγιση της ανάλυσης της ζήτησης και της προσφοράς εργασίας από την οικονοµική θεωρία, καθώς επίσης και µια πρώτη ερµηνεία των αιτίων της ανεργίας. 1.2. H νεοκλασική θεώρηση για την αγορά εργασίας και την ανεργία 1.2.1. Μεθοδολογικά στοιχεία για την αγορά εργασίας και την ανεργία Η επικράτηση της νεοκλασικής θεωρίας ανάµεσα στις άλλες οικονοµικές θεωρίες είχε ως αποτέλεσµα τη σιωπηρή αποδοχή βασικών της υποθέσεων ως αξιωµάτων τα οποία έχουν αποδειχθεί και δεν µπορούν να αµφισβητηθούν. Κατά συνέπεια η αποκάλυψη αυτών των "αξιωµάτων" είναι ιδιαίτερα σηµαντική στην κατανόηση του οικονοµικού και κοινωνικού γίγνεσθαι αναδεικνύοντας τα όρια, τις αδυναµίες και την ανικανότητα της νεοκλασικής θεωρίας να κατανοήσει το κοινωνικό γίγνεσθαι ως τέτοιο και όχι απλώς ως άθροισµα ενεργειών των µεµονωµένων ατόµων. Η κοινωνία, σύµφωνα µε τη νεοκλασική προσέγγιση 1, θεωρείται ως ένα σύνολο ατόµων µ αποτέλεσµα η κατανόηση οικονοµικών και κοινωνικών φαινοµένων να γίνεται στη βάση της ανάλυσης των ατοµικών συµπεριφορών. Η αγορά αποτελεί τον τρόπο κοινωνικοποίησης των ατόµων, τα οποία µέσω αυτής έρχονται σε επαφή µεταξύ τους για την ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών µε απώτερο στόχο την ικανοποίηση των ατοµικών τους αναγκών. Αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη τιµών οι οποίες αντα- 1 Σχετικά µε τη µεθοδολογία της νεοκλασικής οικονοµικής θεωρίας βλ. Guerrien (1989). 16

νακλούν τις επιθυµίες των υποψηφίων συναλλασσοµένων για ανταλλαγές αγαθών και υπηρεσιών. Η νεοκλασική άποψη για την αγορά εργασίας στηρίζει την ανάλυση της στο µικροεπίπεδο. Χρησιµοποιεί τα µεθοδολογικά εργαλεία της µικροοικονοµικής θεωρίας για να αναλύσει την αγορά εργασίας, δηλαδή για να εξηγήσει πώς καθορίζεται ο µισθός ισορροπίας και η ζητούµενη και προσφερόµενη ποσότητα εργασίας. Θεωρεί ότι η αγορά εργασίας λειτουργεί όπως οποιαδήποτε άλλη αγορά, στην οποία το ανταλλάξιµο αγαθό είναι η εργασία, η οποία θεωρείται ως ένας από τους τρεις ή τέσσερις παραγωγικούς συντελεστές 2 που αναφέρονται στην οικονοµική θεωρία (νεοκλασική ή και κεϋνσιανή). Επιπλέον η παραδοσιακή νεοκλασική θεωρία υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει καµία αλληλεξάρτηση ανάµεσα στις αγορές, το οποίο είναι αρκετά περιοριστικό 3 και ανατρέπεται από τον Warlas (1874) ο οποίος εισάγει την έννοια της γενικής ισορροπίας και αναλύει ταυτόχρονα τις αλληλεξαρτήσεις µεταξύ των αγορών. Η εξοµοίωση της αγοράς εργασίας µε την αγορά οποιουδήποτε άλλου αγαθού σηµαίνει ότι: α. Η ύπαρξη τέλειου ανταγωνισµού 4 στην αγορά εργασίας αποτελεί βασική υπόθεση της νεοκλασικής θεωρίας, η οποία υποστηρίζει ότι αυτή η µορφή αγοράς είναι η ιδανικότερη για το σύνολο των καταναλωτών, 2 Οι παραγωγικοί συντελεστές, σύµφωνα µε τη νεοκλασική θεωρία είναι η εργασία, το κεφάλαιο, η γή-πρώτες ύλες και η επιχειρηµατικότητα. 3 Ένα παράδειγµα της ύπαρξης αλληλεξάρτησης µεταξύ της αγοράς προϊόντων, εργασίας και κεφαλαίου αντικατοπτρίζεται από τις επιδράσεις που µπορεί να επιφέρει η αύξηση των µισθών στις αγορές. Ειδικότερα, η αύξηση των µισθών θα οδηγήσει, βραχυχρονίως, σε µείωση της ζήτησης για εργασία ενώ µακροχρονίως θα επιφέρει αύξηση της ζήτησης των προϊόντων, η οποίοι µε τη σειρά της θα επηρεάσει τις αποφάσεις των παραγωγών και κατά συνέπεια και τη ιοίκηση. 4 Σύµφωνα µε τον Warlas, η υπόθεση περί τέλειου ανταγωνισµού στις αγορές, συµπεριλαµβανοµένης και της αγοράς εργασίας, προϋποθέτει ότι: α) οι επιχειρήσεις προσπαθούν να µεγιστοποιήσουν το κέρδος τους και οι µισθωτοί τη χρησιµότητά τους, β) υπάρχει πλήρης πληροφόρηση αναφορικά µε τους µισθούς και τις ευκαιρίες απασχόλησης στην αγορά εργασίας, γ) το εργατικό δυναµικό είναι οµοιογενές, δ) η αγορά εργασίας είναι ανταγωνιστική καθόσον αποτελείται από ένα µεγάλο αριθµό επιχειρήσεων και µισθωτών, ε) οι θέσεις εργασίας είναι ανοικτές στον ανταγωνισµό και δεν υπάρχουν εµπόδια θεσµικά και µη θεσµικά τα οποία εµποδίζουν την κινητικότητα των µισθωτών. 17

β. ο τρόπος εξαγωγής της συνολικής ζήτησης και προσφοράς εργασίας ταυτίζεται µε τον τρόπο εξαγωγής της συνολικής ζήτησης και προσφοράς οποιουδήποτε άλλου προϊόντος. Κατά συνέπεια η συνολική ζήτηση εργασίας προκύπτει από το οριζόντιο άθροισµα των ατοµικών καµπυλών ζήτησης εργασίας που εκφράζουν τις προτιµήσεις των µεµονωµένων επιχειρηµατιών να χρησιµοποιήσουν εργασία. Η συνολική προσφορά εργασίας προκύπτει κατά αντιστοιχία από την οριζόντια άθροιση των µεµονωµένων καµπύλων προσφοράς εργασίας, οι οποίες εκφράζουν τις προτιµήσεις των µεµονωµένων ατόµων να επιλέξουν ανάµεσα σε εργασία και ανάπαυση, γ. η τιµή εργασίας καθορίζεται όπως και η τιµή οποιουδήποτε άλλου προϊόντος, δηλαδή µέσα από τη ζήτηση και την προσφορά, δ. η ισορροπία επιτυγχάνεται µέσα από την εξίσωση της ζήτησης µε την προσφορά. Ο τρόπος προσδιορισµού της συνολικής καµπύλης ζήτησης και προσφοράς εργασίας στηρίζεται στην υπόθεση ότι οι επιχειρήσεις και οι εν δυνάµει εργαζόµενοι δεν αποτελούν κοινωνικές οµάδες, αλλά οικονοµικές κατηγορίες, οι οποίες διακρίνονται για τον οικονοµικό τους ορθολογισµό και έχουν ως σκοπό να µεγιστοποιήσουν το ατοµικό τους συµφέρον. Η νεοκλασική θεωρία στηριζόµενη στη θεωρία του Adam Smith "Περί αόρατου χεριού" θεωρεί ότι η µεγιστοποίηση των ατοµικών συµφερόντων οδηγεί στη µεγιστοποίηση του κοινού συµφέροντος, προάγοντας την ευηµερία όλης της κοινωνίας. Η νεοκλασική θεωρία διερευνά την αγορά εργασίας στηριζόµενη κυρίως στη ανάλυση της συµπεριφοράς των επιχειρήσεων, οι οποίες ζητάνε εργασία για την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, και των νοικοκυριών, τα οποία προσφέρουν την ικανότητά τους προς εργασία µε σκοπό την απόκτηση χρηµατικού κεφαλαίου για την ικανοποίηση των αναγκών τους. Η ανάλυση δε τόσο της συµπεριφοράς των επιχειρήσεων, όσο και της συµπεριφοράς 18

των νοικοκυριών στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην έννοια του "οριακού". Ο επιχειρηµατίας δεν αποφασίζει για το σύνολο των εργαζοµένων αλλά για κάθε εργαζόµενο χωριστά, συγκρίνοντας το οριακό όφελος που θα έχει από τη χρήση ενός επιπλέον εργαζοµένου, µε το οριακό κόστος που εκφράζεται µέσα από το µισθό. Αντιστοίχως ο υποψήφιος εργαζόµενος θα έχει "ελεύθερα" να επιλέξει ανάµεσα στο πόσες ώρες θα εργαστεί, δηλαδή στο εισόδηµα που θα αποκτήσει για να αγοράσει αγαθά και υπηρεσίες, και στο πόσες ώρες θα αναπαυθεί, συγκρίνοντας την οριακή χρησιµότητα της εργασίας µε την οριακή χρησιµότητα της ανάπαυσης. Κατά συνέπεια η ισορροπία στην αγορά εργασίας µπορεί να κατανοηθεί µόνο στη βάση της ανάλυσης της συµπεριφοράς των επιχειρήσεων, οι οποίες αντιπροσωπεύουν τη ζήτηση εργασίας, και των νοικοκυριών, τα οποία προσδιορίζουν την προσφερόµενη ποσότητα εργασίας. 1.2.2. Προσδιοριστικοί παράγοντες της ζήτησης και της προσφοράς εργασίας σύµφωνα µε τη νεοκλασική θεωρία 1.2.2.1. Προσδιορισµός της καµπύλης ζήτησης εργασίας Η καµπύλη ζήτησης εργασίας εκφράζει τις συγκεκριµένες προτιµήσεις των εργοδοτών - επιχειρήσεων σχετικά µε τη χρησιµοποίηση περισσότερης ή ολιγότερης εργασίας. Το βασικό σηµείο της νεοκλασικής θεωρίας για τη ζήτηση εργασίας είναι να βρεθεί ο προσδιοριστικός παράγοντας της ζήτησης εργασίας, ο οποίος δεν είναι άλλος από το µισθό. Η σχέση ανάµεσα στο µισθό και στη ζητούµενη ποσότητα εργασίας είναι αρνητική, πράγµα που σηµαίνει ότι όσο υψηλότερος είναι ο µισθός, τόσο ολιγότερη εργασία ζητούν να απασχολήσουν οι επιχειρήσεις. Ο µισθός ως προσδιοριστικός παράγοντας της ζήτησης εργασίας προκύπτει από τη διαδικασία µεγιστοποίησης των κερδών του επιχειρηµατία 5. 5 Σχετικά µε τον καθορισµό της ζήτησης εργασίας, βλ. Πετρινιώτη (1989), Λιανός (1975) και Fleisher and Kniesner (1984). 19

Ειδικότερα ο επιχειρηµατίας θέλει να προσδιορίσει πόση ποσότητα εργασίας θα απασχολήσει 6, ώστε να µεγιστοποιεί τα κέρδη του. Εάν ο επιχειρηµατίας προσλάβει ένα επιπλέον εργαζόµενο, τότε θα παραχθεί από αυτό ένα επιπλέον προϊόν, αλλά και θα υπάρξει και ένα επιπλέον κόστος από τη χρησιµοποίησή του. Ο επιχειρηµατίας θα προσλάβει έναν επιπλέον εργαζόµενο εάν η χρηµατική αξία του παραγόµενου προϊόντος (η οποία ισούται µε την τιµή του προϊόντος επί το επιπλέον προϊόν - οριακό προϊόν), είναι µεγαλύτερο από το χρηµατικό κόστος (το οποίο ισούται µε το µισθό) εξαιτίας της χρησιµοποίησης ενός επιπλέον εργαζόµενου. Κατά συνέπεια ο επιχειρηµατίας θα συνεχίσει να προσλαµβάνει εργαζόµενους µέχρι το σηµείο όπου η αξία του οριακού προϊόντος της εργασίας ισούται µε το οριακό κόστος (p x MPL = W, όπου p = η τοµή ανά µονάδα προϊόντος, MPL = το οριακό προϊόν εργασίας δηλαδή το επιπλέον παραγόµενο προϊόν, και W = το οριακό κόστος, δηλαδή ο µισθός). Εάν υποθέσουµε ότι ο µισθός µειώνεται, τότε το οριακό κόστος είναι µικρότερο από την αξία του οριακού προϊόντος µε αποτέλεσµα ο επιχειρηµατίας να προσλάβει την τελευταία µονάδα εργασίας. ηλαδή όσο ο µισθός µειώνεται, τόσο η ζητούµενη ποσότητα εργασίας αυξάνεται. Η συνολική καµπύλη ζήτησης εργασίας προκύπτει από την οριζόντια άθροιση των ατοµικών καµπυλών ζήτησης εργασίας, δηλαδή σε κάθε επίπεδο µισθού προστίθενται όλες οι ζητούµενες ποσότητες εργασίας, και µε αυτόν τον τρόπο προκύπτει η συνολική καµπύλη ζήτησης εργασίας. Σύµφωνα µε τη θεωρία παραγωγής διακρίνουµε δύο χρονικά διαστήµατα. Το βραχυχρόνιο διάστηµα, όπου ο µόνος µεταβλητός παραγωγικός συντελεστής είναι η εργασία και το µακροχρόνιο διάστηµα όπου όλοι οι 6 H συνάρτηση ζήτησης εργασίας, σύµφωνα µε την νεοκλασική θεωρία, ταυτίζεται µε την καµπύλη της αξίας του οριακού προϊόντος (p x MPL) και προκύπτει από τη µεγιστοποίηση της συνάρτησης κέρδους χρησι- µοποιώντας τη συνάρτηση του Lagragian. Eιδικότερα θα πρέπει να µεγιστοποιηθεί η ακόλουθη συνάρτηση: Π = R - C = pq - C = pf (L, K) - wl - rk. Oι συνθήκες πρώτης τάξεως επιβάλλουν ότι η πρώτη παράγωγος ως προς εργασία και κεφάλαιο ισούνται µε το µηδέν: dπ/dl = pmpl - w = 0 (1). dπ/dk = pmpk - r = 0 (2). H λύση αυτού του συστήµατος µας δίδει ότι MPL / w = MPK / r, η οποία είναι και η συνθήκη ισορροπίας στη µακροχρόνια περίοδο, ενώ η λύση της εξίσωσης (1) µας δίδει ότι pmpl = w, όπου pmpl είναι η αξία του οριακού προϊόντος εργασίας και ταυτίζεται µε τη ζήτηση εργασίας. 20

παραγωγικοί συντελεστές είναι µεταβλητοί. Στη δεύτερη περίπτωση εάν ο µισθός αυξηθεί τότε η ζητούµενη ποσότητα εργασίας θα µειωθεί όχι µόνο επειδή συνδυάζεται αρνητικά µε το µισθό, αλλά επειδή σύµφωνα µε την νεοκλασική θεωρία υπάρχει πλήρης υποκατάσταση ανάµεσα στον παραγωγικό συντελεστή εργασία και στο συντελεστή κεφάλαιο. Κατά συνέπεια, όσο ο µισθός της εργασίας αυξάνεται, τόσο θα υπάρχει υποκατάσταση ανάµεσα στην εργασία και στο κεφάλαιο. Ειδικότερα, η υποκατάσταση εργασίας από το κεφάλαιο θα συνεχίσει να υφίσταται µέχρι το σηµείο όπου η αξία του οριακού προϊόντος της εργασίας προς την τιµή του συντελεστή εργασία ισούται µε την αξία του οριακού προϊόντος του κεφαλαίου προς την τιµή του κεφαλαίου 7. Η νεοκλασική θεωρία, χρησιµοποιώντας τη µικροοικονοµική ανάλυση, εστιάζει την προσοχή της στην τιµή της εργασίας ως τον κυριότερο προσδιοριστικό παράγοντα της ζήτησης εργασίας, αγνοώντας άλλους εξίσου σηµαντικούς, όπως η συσσώρευση του κεφαλαίου, η οικονοµική συγκυρία, η τεχνολογική εξέλιξη κ.α. Αυτό έχει ως συνέπεια η ισορροπία της αγοράς εργασίας (εάν υπάρχει ανεργία ή πλεονάζον εργατικό δυνα- µικό) να εξαρτάται από την ευκαµψία της τιµής της εργασίας. 1.2.2.2. Η προσφορά εργασίας σύµφωνα µε τη νεοκλασική θεωρία Η νεοκλασική θεωρία αναλύει τους λόγους για τους οποίους ένα άτοµο επιθυµεί να προσφέρει περισσότερη ή ολιγότερη εργασία, ανάλογα µε το εάν είναι άνδρας ή γυναίκα 8. Σύµφωνα µε τη νεοκλασική θεωρία της προσφοράς εργασίας (Becker 1965), η οποία δανείζεται για την ανάλυσή της τα µεθοδολογικά εργαλεία της θεωρίας του καταναλωτή, το άτοµο (ο 7 H εξίσωση του λόγου του οριακού προϊόντος της εργασίας ανά την τιµή της εργασίας προς το οριακό προϊόν του κεφαλαίου ανά την τιµή του κεφαλαίου, δείχνει ότι ξοδεύοντας µία χρηµατική µονάδα, το προϊόν που µπορεί να παραχθεί είτε από την εργασία είτε από το κεφάλαιο είναι το ίδιο. Kατά συνέπεια, εάν η τιµή της εργασίας αυξηθεί, σηµαίνει ότι ξοδεύοντας µια χρηµατική µονάδα το παραγόµενο από την εργασία προϊόν είναι µικρότερο από αυτό που παράγεται από το κεφάλαιο, άρα τον επιχειρηµατία τον συµφέρει να χρησιµοποιήσει περισσότερο κεφάλαιο και ολιγότερη εργασία. 8 Σχετικά µε τη νεοκλασική θεωρία για την προσφορά εργασίας, βλ. Πετρινιώτη (1989β), Χλέτσος (1988), Chletsos (1989) και εδουσόπουλος (1995). 21

άνδρας) θα πρέπει να µεγιστοποιήσει την ευηµερία του, η οποία εξαρτάται από την άριστη κατανοµή του χρόνου των 24 ωρών σε εργασία και ανάπαυση. Η εργασία του αποφέρει εισόδηµα µε το οποίο µπορεί να αγοράσει αγαθά και υπηρεσίες για να συντηρηθεί, ενώ του µειώνει την ευχαρίστηση την οποία λαµβάνει από την ανάπαυση. Επειδή όµως είναι αναγκασµένος να εργάζεται για να αποκτήσει αγαθά και υπηρεσίες, θα πρέπει να αποφασίσει πόσο χρόνο θα διαθέσει σε ανάπαυση, γνωρίζοντας ότι ο χρόνος είναι 24 ώρες και ότι το εισόδηµά του είναι ίσο µε το µισθό επί όσες ώρες εργαστεί, ώστε να µεγιστοποιήσει τη χρησιµότητά του 9. Με αυτόν τον τρόπο, προσδιορίζεται ο αριθµός των ωρών εργασίας που το άτοµο δέχεται να προσφέρει. Σύµφωνα µε τη νεοκλασική αντίληψη το άτοµο είναι "ελεύθερο" να επιλέξει πόσες ώρες επιθυµεί να εργαστεί πράγµα το οποίο δεν ανταποκρίνεται στην πραγµατικότητα. Το άτοµο, µέχρι πρότινος, δεν µπορούσε να επιλέξει πόσες ώρες επιθυµεί να εργαστεί. Ακόµη και σήµερα, όπου το ποσοστό των µερικά απασχολουµένων έχει αυξηθεί σηµαντικά, δεν µπορούµε να ισχυριστούµε ότι αποτελεί "ελεύθερη" επιλογή των ατόµων να εργαστούν µε καθεστώς µερικής απασχόλησης, καθώς και σε αυτή την περίπτωση τα άτοµα δεν επιλέγουν πόσες ώρες επιθυµούν να εργαστούν αλλά εάν δέχονται ή όχι να εργαστούν κάτω από το συγκεκριµένο ωράριο µερικής απασχόλησης ή όχι. Η νεοκλασική θεωρία επεκτείνει το πλαίσιο ανάλυσής της συµπεριλαµβάνοντας όχι µόνο τις αποφάσεις του ατόµου που αφορούν την απασχόληση και την ανάπαυση, αλλά και το εάν θα ασκήσει και µία δεύτερη εργασία ή εάν θα εργαστεί υπερωριακά και γενικά πώς µεταβολές του 9 Το άτοµο θα πρέπει να µεγιστοποιήσει την ακόλουθη συνάρτηση, δια της µεθόδου του πολλαπλασιαστή του Lagrange: M = u(i, R) - λ(i - w(t-r)), όπου: R = 24 ώρες, w = µισθός, Τ = σχόλη και Ι = εισόδηµα (=wl). Για να βρεθεί δε το µέγιστο, εξισώνουµε τις πρώτες παραγώγους της συνάρτησης ως προς Ι και R προς το µηδέν, οπότε και έχουµε: ΕM/ΕI = Εu/ΕI - λ = 0 και ΕM/ΕR = Εu/ΕR - wλ = 0. Η λύση του συστήµατος αυτού µας δίδει τη συνθήκη ισορροπίας: Εu/ΕR / ΕM/ΕI = w. Η σχέση αυτή δείχνει ότι ο λόγος της οριακής χρησιµότητας της σχόλης προς την οριακή χρησιµότητα του εισοδήµατος είναι ίσος προς τον εργατικό µισθό. 22

µισθού, εξαιτίας των επιδοµάτων, της ύπαρξης του κατώτατου µισθού κλπ, επιδρούν στην ποσότητα της προσφερόµενης εργασίας 10. Εκτός όµως από τις προαναφερόµενες περιπτώσεις, η νεοκλασική θεωρία προσφέρει ένα υπόδειγµα προσφοράς εργασίας των µελών ενός 11 νοικοκυριού 11. Για λόγους απλότητας θεωρείται ότι το νοικοκυριό αποτελείται από δύο άτοµα: τον άνδρα και την γυναίκα. Ο µεν άνδρας, σύµφωνα µε τη νεοκλασική θεωρία, είναι ο κύριος αλλά και ο υπεύθυνος φορέας απόκτησης εισοδήµατος από εργασία και προσπαθεί να µεγιστοποιήσει τη χρησιµότητά του επιλέγοντας ανάµεσα σε εργασία και σχόλη. Μία αύξηση του µισθού προκαλεί δύο αποτελέσµατα: το αποτέλεσµα υποκατάστασης και το εισοδηµατικό αποτέλεσµα. Το αποτέλεσµα υποκατάστασης προκαλεί, εξαιτίας της αύξησης του µισθού, µία αύξηση της προσφοράς εργασίας. Η αύξηση του µισθού καθιστά υψηλότερο το κόστος ευκαιρίας της ανάπαυσης και αυξάνοντας την τιµή της ανάπαυσης σε σχέση µε τις τιµές των άλλων αγαθών, το άτοµο επιλέγει να αυξήσει την κατανάλωση των άλλων αγαθών. Το εισοδηµατικό αποτέλεσµα προκαλεί, εξαιτίας της αύξησης του µισθού, µία αύξηση της ζήτησης για ανάπαυση (µείωση της προσφοράς εργασίας). Ο καταµερισµός του χρόνου σε αµειβόµενη εργασία και ανάπαυση εξαρτάται από το ύψος του µισθού και τη σχετική χρησιµότητα της ανάπαυσης και των αγαθών. Αντιθέτως σε ότι αφορά τις επιλογές της γυναίκας σε σχέση µε την κατανοµή του χρόνου της, η νεοκλασική θεωρία υποστηρίζει ότι πρέπει να επιλέξει ανάµεσα σε εµπορευµατική και µη εµπορευµατική εργασία 12. Η γυναίκα θα εργαστεί έξω από το σπίτι, σύµφωνα µε τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη, µόνο εάν η αξία των χρηµάτων τα οποία η γυναίκα αποκτά από την εµπορευµατική της εργασία είναι µεγαλύτερη από την αξία των αγαθών και υπηρεσιών οι οποίες δεν πραγµατοποιούνται από τη γυναί- 10 Αναφορικά µε αυτά τα ζητήµατα βλ. εδουσόπουλος (1995) 11 Σχετικά µε την ταξινόµηση των νεοκλασικών µοντέλων προσφοράς εργασίας των µελών ενός νοικοκυριού βλ. Killingsworth (1982) 12 Σχετικά µε τις επιλογές της γυναίκας εάν και πόσο θα εργαστεί βλ.chletsos (1989) 23

κα στα πλαίσια της µη εµπορευµατικής εργασίας (οικιακής εργασίας) εξαιτίας της δραστηριότητας της γυναίκας έξω από το σπίτι. Κατά συνέπεια η νεοκλασική θεωρία προσδίδει στο άτοµο συγκεκριµένο κοινωνικό ρόλο ανάλογα µε το φύλο του. Θεωρεί ότι ο άνδρας έχει να αποφασίσει ανάµεσα σε εµπορευµατική εργασία και ανάπαυση, ενώ η γυναίκα ανάµεσα σε εµπορευµατική εργασία και οικιακή εργασία. Τόσο για τον άνδρα, όσο και για τη γυναίκα ο προσδιοριστικός παράγοντας είναι ο µισθός. Όσο µεγαλύτερος είναι ο µισθός, τόσο περισσότερο το άτοµο θέλει να προσφέρει εργασία µέχρι ενός ορισµένου σηµείου 13. Όσο µεγαλύτερος είναι ο µισθός, τόσο η γυναίκα θέλει να εργαστεί έξω από το σπίτι, επειδή ο υψηλός µισθός καλύπτει το κόστος από την απώλεια των µη παραγόµενων αγαθών και υπηρεσιών. Η νεοκλασική θεωρία προσπαθώντας να εξηγήσει τον καταµερισµό του χρόνου σε εµπορευµατική και µη εµπορευµατική εργασία, υποθέτει, ειδικά στην περίπτωση της προσφοράς εργασίας των γυναικών, την αδιαφορία των ατόµων απέναντι στην εµπορευµατική εργασία και την οικιακή εργασία και στην ύπαρξη ενός εµπορευµατικού υποκατάστατου για κάθε παραγόµενο προϊόν της οικιακής εργασίας. Αυτές οι δύο υποθέσεις δεν είναι ρεαλιστικές. Η οικιακή εργασία εξοµοιώνεται µε την οικοκυρική εργασία, το οποίο όµως δεν είναι σωστό. Η οικιακή εργασία διαφοροποιείται από την οικοκυρική εργασία καθότι εµπεριέχει και τις διαπροσωπικές σχέσεις ανάµεσα στα µέλη της οικογένειας. Επιπλέον οι γυναίκες δεν µπορεί να είναι αδιάφορες απέναντι στην εµπορευµατική εργασία και στην οικιακή εργασία. Οι λόγοι της "προτίµησής" των (οικιακή ή εµπορευµατική εργασία) είναι κοινωνικο-οικονοµικοί, πολιτικοί, πολιτισµικοί και άλλοι. Η προσφορά εργασίας των γυναικών δεν µπορεί να θεωρηθεί αποκλειστικά και µόνο ως επιλογή των γυναικών ανάµεσα σε αµειβόµενη 13 Η νεοκλασική θεωρία υποστηρίζει ότι όταν ο µισθός αυξηθεί πέρα ενός ορισµένου ύψους, το άτοµο θέλει να εργαστεί ολιγότερο επειδή τα χρήµατα τα οποία κερδίζει λόγω του αυξηµένου µισθού είναι περισσότερα από αυτά που θα κέρδιζε εργαζόµενος περισσότερες ώρες. 24

και µη αµειβόµενη εργασία. Η είσοδος των γυναικών στην αγορά εργασίας προκαλείται κυρίως από κοινωνικο-οικονοµικούς λόγους. Η νεοκλασική θεωρία 14 αναδεικνύοντας το µισθό ως τον πλέον προσδιοριστικό παράγοντα της προσφοράς εργασίας ανδρών και γυναικών, αγνοεί άλλους παράγοντες τόσο σε µικρο-επίπεδο, όπως η επιθυµία του ατόµου προς δηµιουργία, οι οικονοµικές ανάγκες, τα ήθη και τα έθιµα της κοινωνίας, όσο και σε µακρο-επίπεδο, όπως οι παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν τη σύνθεση του εργατικού δυναµικού, την αύξηση του ενεργού πληθυσµού κ.α. Η ανάλυση της νεοκλασικής προσέγγισης της προσφοράς εργασίας των µελών της οικογένειας µας δίνει την ευκαιρία να επισηµάνουµε τον ηγεµονισµό της οικονοµικής θεωρίας απέναντι σε οποιαδήποτε άλλη κοινωνική θεωρία. Η νεοφιλελεύθερη οικονοµική σκέψη θεωρεί ότι η οικονοµική θεωρία είναι απολύτως επαρκής στο να παρουσιάσει ένα ενοποιηµένο πλαίσιο για κάθε συµπεριφορά τόσο εµπορευµατικών όσο και µη εµπορευµατικών στοιχείων 15. Η επέκταση της "οικονοµίας", ως τρόπου ανάλυσης των κοινωνικών φαινοµένων, σε χώρους που δεν κυριαρχούνται από τις οικονοµικές σχέσεις, π.χ. οικογένεια, εκφράζει την νεοκλασική προσέγγιση περί οικονο- µικής κοινωνικοποίησης του ατόµου. Η σχολή του Σικάγο 16 θεωρεί την οικογένεια σαν ένα χώρο (πεδίο) όπου κυριαρχεί το οικονοµικό. Θεωρεί την οικογένεια τόσο ως µία επιχείρηση που παράγει και προµηθεύει αγαθά και υπηρεσίες στα µέλη της, όσο και ως χώρο όπου πραγµατοποιείται ένας ορισµένος αριθµός ανταλλαγών της ίδιας φύσης µε αυτόν που λαµβάνει χώρα στα πλαίσια της αγοράς. Η νεοκλασική θεωρία περί γάµου παρουσιάζεται σαν θεωρία της ορθολογικής λειτουργίας της οικογένειας και ως χώρος παραγωγής "τελικών ικανοποιήσεων". Για τη θεωρία των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων η οικογένεια ορίζεται σαν µία οργάνωση αυτόνοµων ατόµων, 14 Λεπτοµερέστερη κριτική της νεοκλασικής θεωρίας για την προσφορά εργασίας βλ. Chletsos (1989) 15 Για λεπτοµερέστερη κριτική στην νεοκλασική θεωρία για την οικογένεια βλ. Chletsos (1989) και Χλέτσος (1989) 16 Ο Becker είναι επιφανές στέλεχος αυτής της σχολής και οι αναλύσεις του για την οικογένεια στηρίχτηκαν κατά κύριο λόγο στη µικροοικονοµική θεωρία του καταναλωτή. 25

τελείως ανεξάρτητων µεταξύ τους και των οποίων οι κοινωνικές σχέσεις ρυθµίζονται από ένα κοινό "στόχο" που απορρέει από τη θεωρία περί γάµου. Ειδικότερα, η οικογένεια εκλαµβάνεται ταυτόχρονα ως µονάδα κατανάλωσης και ως µονάδα παραγωγής. Μονάδα κατανάλωσης γιατί καταναλώνει εµπορευµατικά αγαθά και χρόνο. Μονάδα παραγωγής διότι παράγει "αγαθά" συνδυάζοντας τα αγοραζόµενα στην αγορά µε το αγαθό "χρόνο". Ο βασικός σκοπός της οικογένειας είναι η παραγωγή. Απαραίτητη προϋπόθεση για την πραγµατοποίηση αυτού του σκοπού είναι καταρχήν η διαδικασία (προτσές) της κατανάλωσης. Η κατανάλωση και η παραγωγή είναι δύο διαδικασίες απαραίτητες για την πραγµατοποίηση του σκοπού της οικογένειας. Η έννοια της "οικογένειας ως µονάδα παραγωγής" που συναντάµε στον Becker (1965, 1973, 1974, 1976) είναι διαφορετική από την αντίστοιχη έννοια που την συναντάµε στα έργα των ιστορικών. Ισως αυτές οι δύο έννοιες να ήταν ίδιες µε την προϋπόθεση ότι η έννοια "µονάδα παραγωγής" για τον Becker σηµαίνει παραγωγή αγαθών όχι για την αγορά αλλά για την αυτοκατανάλωση. Υπάρχει όµως µία σηµαντική διαφορά. Οι ιστορικοί θεωρούν ότι αυτές οι δύο έννοιες (µονάδα κατανάλωσης και µονάδα παραγωγής) αποτελούν δύο διαδοχικά στάδια στη διαδικασία µετασχηµατισµού της µορφής της οικογένειας. Καταλήγουν στο ότι η σύγχρονη µορφή της οικογένειας δεν έχει καµία σχέση µε την παραγωγή (που προορίζεται για την αγορά). Λειτουργεί ως µονάδα κατανάλωσης και αναπαραγωγής της εργατικής δύναµης. Παρατηρούµε λοιπόν δύο σφαίρες ξεχωριστές, κατά κάποιο τρόπο, µεταξύ τους: τη σφαίρα της παραγωγής και τη σφαίρα της κατανάλωσης και αναπαραγωγής της εργατικής δύναµης. Ο Becker θεωρεί την οικογένεια ως µία έννοια που δεν έχει υπόσταση ιστορική, ότι είναι στατική και ξεκοµµένη από όλα τα κινήµατα συγκρότησης της κοινωνίας. Κατά αυτόν η οικογένεια δεν αποτελεί σφαίρα ξεχωριστή από τη σφαίρα της παραγωγής, οι οικονοµικοί δε νόµοι κυριαρχούν και διευθετούν τις σχέσεις των µελών της οικογένειας. 26

Κατά συνέπεια η προσέγγιση αυτή αδυνατεί όχι µόνο να κατανοήσει τις σχέσεις εξουσίας που αναπτύσσονται µεταξύ των µελών της οικογένειας αλλά και να αιτιολογήσει γιατί ό άνδρας έχει να αποφασίσει ανάµεσα σε εµπορευµατική εργασία και ανάπαυση, ενώ η γυναίκα ανάµεσα σε εµπορευµατική εργασία και οικιακή εργασία. Η νεοκλασική ανάλυση της προσφοράς εργασίας είναι κατά κύριο λόγο στατική αγνοώντας τον παράγοντα χρόνο στις επιλογές του ατόµου. Ο υποψήφιος εργαζόµενος θα πρέπει να επιλέξει τώρα πόσες ώρες επιθυ- µεί να εργαστεί και πόσες ώρες επιθυµεί να αναπαυθεί µε δεδοµένο το επίπεδο του µισθού στην αγορά εργασίας. Ζητήµατα όµως που αφορούν την επιθυµία ενός ατόµου να σπουδάσει ή όχι, τις οικονοµικές διαφοροποιήσεις που υφίστανται στην αγορά εργασίας ώθησαν τους νεοκλασικούς οικονοµολόγους στην αναζήτηση λύσεων και κατά συνέπεια στη διατύπωση της νεοκλασικής θεωρίας του ανθρώπινου κεφαλαίου (Schultz 1972, Becker 1962, 1964, Mincer 1962, 1974). Ως ανθρώπινο κεφάλαιο θεωρείται το σύνολο των ικανοτήτων κάθε ατόµου έµφυτων και επίκτητων φυσικών ικανοτήτων, ταλέντου δεξιοτήτων, γνώσεων και ειδίκευσης (Πετρινιώτη 1989). Κατά συνέπεια η ποιότητα του ανθρώπινου κεφαλαίου προσδιορίζεται από την παρεχόµενη εκπαιδευτική και µαθησιακή διαδικασία. Η απόκτηση γνώσεων οδηγεί στη βελτίωση της αποτελεσµατικότητας και της παραγωγικότητας του εργαζόµενου µ αποτέλεσµα και ο εργαζόµενος να κερδίζει υψηλότερο µισθό, αλλά και η επιχείρηση να αυξάνει τα κέρδη της. Το κόστος της εκπαίδευσης αποτελείται από το άµεσο κόστος, δηλαδή τα χρήµατα τα οποία θα πρέπει να ξοδεύει κανείς για τρέχοντα έξοδα, καθώς και από το έµµεσο κόστος ή κόστος ευκαιρίας που συµπεριλαµβάνει τα διαφυγόντα κυρίως έσοδα 17. Η θεωρία αυτή στηρίζεται στην επιλογή του ατόµου ανάµεσα στο να εισέλθει στην αγορά εργασίας και να αναζητήσει εργασία ή να καθυστε- 17 ιαφυγόντα έσοδα είναι αυτά που θα υπήρχαν εάν ο εργαζόµενος αποφάσιζε να εργαστεί αµέσως και να χρησιµοποιήσει και τα χρήµατα τα οποία δαπάνησε για σπουβλ. για άλλους λόγους. 27

ρήσει την είσοδό του στην αγορά εργασίας λόγω παράτασης της διάρκειας της εκπαιδευτικής του µάθησης µε στόχο την απόκτηση υψηλότερου µισθού. Οι περιορισµοί που το άτοµο αυτό αντιµετωπίζει είναι ότι η απόκτηση εκπαίδευσης - κατάρτισης συνεπάγεται ένα άµεσο και ένα έµµεσο κόστος 18. Θα πρέπει επιπλέον να επισηµανθεί ότι ενώ η νεοκλασική προσέγγιση του ανθρώπινου κεφαλαίου στηριζόταν κατά κύριο λόγο στη δυνατότητα του ατόµου να αποκτήσει υψηλότερο µισθό, τα τελευταία χρόνια προωθείται η ανάγκη για επέκταση εκπαιδευτικής διαδικασίας εξαιτίας της υψηλής ανεργίας και της δυνατότητας απόκτησης µεγαλύτερης ευελιξίας. Επιπρόσθετα, η γνώση ως γνώση θεωρείται από τους σύγχρονους νεοκλασικούς οικονοµολόγους ως ενδογενές στοιχείο (παραγωγικός συντελεστής) ενός αναπτυξιακού µοντέλου. Η θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου επιδιώκει κατά κύριο λόγο να εξηγήσει: α) τη ζήτηση για εκπαίδευση, β) την προσφορά εργασίας του ατό- µου διαχρονικά και γ) και τον διαφορισµό των µισθών στην αγορά εργασίας 19. Η θεωρία αυτή αποτελεί µία εκλεπτυσµένη νεοκλασική προσέγγιση της αγοράς εργασίας και των µισθολογικών διακρίσεων που εµφανίζονται. Η έννοια "εργασία" αντικαθίσταται από την έννοια "κεφάλαιο" και ως εκ τούτου άτοµα τα οποία κατέχουν το ίδιο "κεφάλαιο" θα πρέπει να λάβουν και τον ίδιο µισθό και να έχουν και την ίδια επαγγελµατική εξέλιξη. Η κριτική η οποία ασκείται στην θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου επικεντρώνεται στα ακόλουθα σηµεία: α) αγνοείται το γενικότερο κοινωνικό αλλά και οικονοµικό περιβάλλον που καθιστά ανέφικτη την άποψη περί ίσων ευκαιριών για όλους και οµοιογένειας της εργασίας (Bowels and Gintis 1975, 1976), β) αγνοείται ότι ο ρόλος του εκπαιδευτικού συστήµατος είναι να δηµιουργεί και να αναπαραγάγει οικονοµικές και κοινωνικές ανισότητες (Baudelot et Establet, 1971, Edwards et al 1978 και Σακέλλης 18 Άµεσο κόστος (χρηµατικό και ψυχολογικό) είναι το κόστος που υφίσταται το άτοµο για να χρηµατοδοτήσει την εκπαίδευσή του (δίδακτρα, βιβλία, κόστος διαβίωσης κλπ), ενώ το έµµεσο κόστος αναφέρεται στα διαφυγόντα εισοδήµατα, το ύψος των οποίων δεν µπορεί να εκτιµηθεί επακριβώς. 19 Λεπτοµερέστερη ανάλυση της θεωρίας του ανθρώπινου κεφαλαίου και των συµπερασµάτων που προκύπτουν βλ εδουσόπουλος ( 1995) και Lautier et Tortajada (1978). 28

1989), γ) αγνοείται η ύπαρξη των εσωτερικών αγορών εργασίας (Doeringer and Piore 1971) δ) αγνοείται ότι η µισθωτή εργασία δεν αποτελεί συναλλαγή ανάµεσα στον επιχειρηµατία (που ζητεί εργασία) και τον εργαζόµενο-κάτοχο του ανθρώπινου κεφαλαίου (που προσφέρει εργασία), αλλά µία σχέση κυρίως κοινωνική (Lautier et Tortajada 1978), ε) οι οικονοµικές διακρίσεις στην αγορά εργασίας δεν µπορούν να αιτιολογηθούν στη βάση της ατοµικότητας αλλά σε συνολικό επίπεδο λαµβάνοντας υπόψη τόσο τους οικονοµικούς παράγοντες 20 ( εδουσόπουλος 1995) όσο και τους µη οικονοµικούς παράγοντες 21 (Chletsos 1989). 1.2.3. Ανάλυση της αγοράς εργασίας σύµφωνα µε την νεοκλασική θεωρία Η βασική επιδίωξη της νεοκλασικής θεωρίας είναι να δείξει µε ποίο τρόπο επιτυγχάνεται η τιµή και η ποσότητα ισορροπίας στην αγορά και µε ποιο τρόπο επιτυγχάνεται η ισορροπία. Η τιµή ισορροπίας στην αγορά εργασίας (δηλαδή ο µισθός ισορροπίας) επιτυγχάνεται από την εξίσωση της ζήτησης µε την προσφορά εργασίας. Η ισορροπία στην αγορά εργασίας σηµαίνει ότι σε αυτό το επίπεδο µισθού δεν υπάρχει ούτε πλεονάζον εργατικό δυναµικό (ανεργία) ούτε και έλλειψη εργατικού δυναµικού. Αυτό που κυρίως ενδιαφέρει τη νεοκλασική θεωρία δεν είναι η ισορροπία αυτή καθεαυτή, αλλά η ευστάθεια 22 που υπάρχει στην αγορά εργασίας. Κατά συνέπεια, το σηµαντικότερο για τη νεοκλασική θεωρία είναι η ύπαρξη του µηχανισµού εκείνου (στην περίπτωσή µας είναι ο µηχανισµός των τιµών, δηλαδή οι µισθοί) που θα επαναφέρει την αγορά σε κατάσταση ισορροπίας. 20 Ως οικονοµικοί παράγοντες θεωρούνται εκείνοι που επηρεάζουν το αναπτυξιακό µοντέλο µιας χώρας Ως παράδειγµα µπορεί να αναφερθεί το πέρασµα από τον τεϋλορισµό στο φορντισµό που προκάλεσε την πόλωση των µισθωτών ανάµεσα στη διανοητική και χειρωνακτική εργασία ( εδουσόπουλος 1983) 21 Ως µη οικονοµικοί παράγοντες θεωρούνται κυρίως η οικογένεια και το κράτος που επηρεάζουν τον τρόπο ένταξης του ατόµου στο καθεστώς της µισθωτής εργασίας και εξηγούν κατά ένα µέρος τις υπάρχουσες κοινωνικές και οικονοµικές διακρίσεις. 22 Με τον όρο ευστάθεια η νεοκλασική θεωρία το πόσο εύκολα και γρήγορα, σε περίπτωση αποµάκρυνσης από το σηµείο ισορροπίας, η αγορά µπορεί να επανέλθει σε κατάσταση ισορροπίας. 29

Σύµφωνα µε τη νεοκλασική θεωρία, η ανεργία είναι εκούσια 23. Ο όρος εκούσια ανεργία σηµαίνει, κατά τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη ότι το άτοµο δε δέχεται να εργαστεί στο µισθό που του προσφέρουν, είτε γιατί ο µισθός δε µπορεί να µειωθεί λόγω εθνικών συλλογικών συµβάσεων είτε γιατί ελπίζει να βρει µία καλύτερη εργασία (job search) και προτιµάει να µείνει άνεργος. Τόσο η πρώτη, όσο και η δεύτερη περίπτωση εκφράζουν την αδυναµία της αγοράς εργασίας είτε επειδή υπάρχουν µονοπωλιακές τάσεις στην αγορά εργασίας, είτε γιατί οι εργαζόµενοι έχουν ελλιπή πληροφόρηση σε σχέση µε τις προσφερόµενες - κενές θέσεις εργασίας. Κατά συνέπεια, η έλλειψη ευελιξίας των µισθών προς τα κάτω και η έλλειψη πλήρους πληροφόρησης οδηγούν την αγορά εργασίας σε ασταθή ισορροπία, δηλαδή σε κατάσταση µόνιµης ανεργίας. Η λύση η οποία προωθείται από τη νεοκλασική θεωρία, είναι η δηµιουργία των προϋποθέσεων για την ύπαρξη του τέλειου ανταγωνισµού, που θα επιτρέψει στο µηχανισµό των τιµών - µισθών να επαναφέρει την αγορά σε κατάσταση ισορροπίας και να εξαλείψει την ανεργία. 1.3. Kεϋνσιανή θεωρία και αγορά εργασίας 1.3.1. Η κεϋνσιανή αντίληψη για την αγορά εργασίας Η κεϋνσιανή θεωρία 24 θεωρεί ότι η υπόθεση ύπαρξης τέλειου ανταγωνισµού στην αγορά και ειδικότερα στην αγορά εργασίας δεν είναι ρεαλιστική εξαιτίας της ύπαρξης τόσο του κράτους, όσο και των εργατικών και εργοδοτικών ενώσεων. Κατά συνέπεια η ευελιξία των µισθών, που η νεοκλασική θεωρία επαγγέλλεται, δεν είναι εφικτή εξαιτίας, και όχι µόνο, αυτών των παραγόντων. Εκτός όµως από την αµφισβήτηση της υπόθεσης περί τέλειου ανταγωνισµού στην αγορά εργασίας, η κεϋνσιανή θεωρία ασκεί κριτική στο ρόλο 23 Σχετικά µε τη νεοκλασική αντίληψη για την ανεργία βλ., Perrot (1992), Marchel B and J. Taieb (1991) και Stankiewich F (1984) 24 Σχετικά µε την κεϋνσιανή θεωρία βλ. Bremond (1987), Stewart (1969) and Sawyer (1995) 30

των τιµών 25 και στη σχέση της αγοράς εργασίας µε άλλες αγορές,όπως αυτά παρουσιάζονται από την νεοκλασική θεωρία. Ειδικότερα η κεϋνσιανή θεωρία αµφισβητεί κατά πόσο οι τιµές µπορούν να προσαρµοστούν γρήγορα στις µεταβολές της ζήτησης και της προσφοράς στην αγορά προϊόντων, και οι εργαζόµενοι να µπορούν να αντιληφθούν µεταβολές στο επίπεδο τιµών 26 και κατά πόσο η αγορά εργασίας δεν σχετίζεται µε άλλες αγορές, όπως την αγορά προϊόντος και την αγορά χρήµατος. Η κεϋνσιανή αντίληψη για την αγορά εργασίας διαφοροποιείται σε σχέση µε τη νεοκλασική αντίληψη σε ότι αφορά τη φύση της, τους προσδιοριστικούς παράγοντες της ζήτησης και προσφοράς εργασίας και τον τρόπο ρύθµισής της σε περίπτωση ανισορροπίας. Ειδικότερα, στο βιβλίο το περί της Γενικής θεωρίας (1936) ο keynes υποστηρίζει ότι η ζήτηση εργασίας προσδιορίζεται από τη ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες και είναι συνάρτηση του πραγµατικού µισθού. Η µείωση του ονοµαστικού µισθού θα οδηγήσει σε αύξηση της ζήτησης για προϊόντα, εξαιτίας της µείωσης των τιµών τους, η οποία µε τη σειρά της θα προκαλέσει αύξηση του παραγόµενου προϊόντος και του επιπέδου απασχόλησης. Κατά συνέπεια η καµπύλη του οριακού προϊόντος της εργασίας, αντικατοπτρίζει την αντίστροφη σχέση ανάµεσα στον πραγµατικό µισθό και στην ποσότητα της απασχόλησης. Η µείωση δε του πραγµατικού µισθού µπορεί, κατά τον Keynes, να προέλθει από αύξηση των τιµών εφόσον λόγω της αυταπάτης χρήµατος τα νοικοκυριά δεν αντιδρούν και ο ονοµαστικός µισθός παραµένει σταθερός. Αυτό που είναι σηµαντικό είναι ότι αντίθετα από ότι η νεοκλασική θεωρία, η κεϋνσιανή θεωρία υποστηρίζει ο πραγµατικός µισθός δεν προσδιορίζεται εντός της αγοράς εργασίας, αλλά εκτός από τις συλλογικές διαπραγµατεύσεις και από τη ζήτηση και τη προσφορά προϊόντων και υπηρεσιών. Αντίθετα από τη νεοκλασική προσέγγιση της προσφοράς εργασίας, η 25 Σχετικά µε τον ρόλο των τιµών βλ. Broniatowski and Kebabdgjian (1985), Barrere (1985), Eisner (1985) Parrinello (1985) Davidson (1985) και Sayer (1995) 26 Ο Κέυνς υποστηρίζει ότι τα νοικοκυριά πάσχουν από αυταπάτη χρήµατος (money illusion), δηλαδή δεν αντιλαµβάνονται έγκαιρα µικρές µεταβολές στο επίπεδο των τιµών. 31

κεϋνσιανή θεωρία υποστηρίζει ότι η προσφορά εργασίας αποτελείται κυρίως από δύο τµήµατα. Υπάρχει ο κατώτατος µισθός ο οποίος προσδιορίζεται στα πλαίσια των συλλογικών διαπραγµατεύσεων ανάµεσα στους εργαζόµενους, εργοδότες και στο κράτος. Η προσφορά εργασίας είναι απείρως ελαστική στο ύψος του κατώτατου µισθού, το οποίο υποδηλώνει ότι δεν µπορεί ο τρέχων µισθός να καθιερωθεί σε επίπεδο χαµηλότερο του κατώτατου µισθού. Για οποιοδήποτε ύψος µισθού υψηλότερου του κατώτατου µισθού, υπάρχει θετική συσχέτιση ανάµεσα στον πραγµατικό µισθό και στο επίπεδο απασχόλησης. Η ισορροπία στην αγορά εργασίας επιτυγχάνεται όταν η ζήτηση εργασίας εξισώνεται µε την προσφορά εργασίας. Σύµφωνα µε τη µετακεϋνσιανή θεωρία για τη σχέση µισθών και απασχόλησης ( Riach, 1995) δεν προκύπτει αιτιώδης σχέση µεταξύ τους όπως η νεοκλασική προσέγγιση υποστηρίζει. Ειδικότερα το επίπεδο απασχόλησης προσδιορίζεται από τη συνολική ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες, καθώς και από το ύψος της αναδιανοµής του εισοδήµατος. Ένα άλλο διαφοροποιό χαρακτηριστικό της κεϋνσιανής θεωρίας από τη νεοκλασική είναι η σχέση ανάµεσα στην αγορά εργασίας και στις άλλες αγορές. Υποστηρίζοντας η νεοκλασική θεωρία ότι δεν υπάρχει καµία σχέση ανάµεσα στην αγορά εργασίας και στις άλλες αγορές, κατέληγε στο συµπέρασµα ότι το επίπεδο απασχόλησης και µισθού καθοριζόταν µέσα στην αγορά εργασίας. Αντιθέτως η κεϋνσιανή θεωρία υποστηρίζει ότι υπάρχει στενή αλληλεξάρτηση ανάµεσα στην αγορά εργασίας, στην αγορά προϊόντος και στην αγορά χρήµατος. Στην αγορά προϊόντος µε δεδοµένο το επίπεδο των τιµών προσδιορίζεται η συνολική ζήτηση η οποία µε τη σειρά της καθορίζει το επίπεδο του εισοδήµατος. Στην αγορά χρήµατος µε δεδοµένο το επίπεδο του εισοδήµατος προσδιορίζεται το επιτόκιο ισορροπίας το οποίο είναι απαραίτητο στον προσδιορισµό του επιπέδου επένδυσης και κατά συνέπεια του επιπέδου εισοδήµατος. Το επίπεδο δε εισοδήµατος είναι απαραίτητο στον καθορισµό του επιπέδου απασχόλη- 32

σης. Ο καθορισµός του επιπέδου ισορροπίας του εισοδήµατος και του επιτοκίου είναι ταυτόγχρονος στην αγορά προϊόντος και στην αγορά χρήµατος 27. Από τη στιγµή που το εισόδηµα ισορροπίας έχει προσδιοριστεί και µε δεδοµένη τη συνάρτηση παραγωγής προσδιορίζεται το επίπεδο απασχόλησης και στη συνέχεια το επίπεδο τιµών των αγαθών και υπηρεσιών. 1.3.2. Κεϋνσιανή θεωρία και ανεργία Ο Κέϋνς 28 απορρίπτει τον κλασσικό ισχυρισµό περί ανεργίας και θεωρεί ότι ένα άτοµο είναι µη εθελοντικά άνεργος (involuntarily unemployed) όταν αν και δέχεται να εργαστεί σε χαµηλότερο, από τον τρέχοντα πραγµατικό µισθό δεν βρίσκει απασχόληση. Απορρίπτει δε τον κλασσικό ισχυρισµό ότι η µείωση των µισθών θα επιφέρει την πλήρη απασχόληση. Ο Pigou (1933) στο εν λόγω βιβλίο του υποστηρίζει ότι η απουσία ευελιξίας στους µισθούς είναι το κύριο αίτιο της ανεργίας. Η θέση δε αυτή ερµηνεύει και την αύξηση της ανεργίας στη Μ. Βρετανία τη δεκαετία του 30. Σύµφωνα µε τον Pigou 29 οι πραγµατικοί µισθοί ήταν ιδιαίτερα υψηλοί εξαιτίας της δύναµης των συνδικάτων να διατηρούν υψηλούς ονοµαστικούς µισθούς στους παραγωγικούς κλάδους που το συνδικαλιστικό κίνηµα ήταν ισχυρό, ενώ ταυτόχρονα οι τιµές έπεφταν. Ο Κέϋνς απορρίπτει τη λογική σύµφωνα µε την οποία χαµηλότερο ύψος µισθού θα οδηγήσει στην αύξηση της απασχόλησης για δύο κυρίως λόγους (Lerner 1996). Ο πρώτος λόγος έγκειται στο γεγονός ότι οι εργαζόµενοι αρνιούνται να µειωθούν οι ονοµαστικοί τους µισθοί. Ο δεύτερος 27 Η ισορροπία στην αγορά προϊόντος εκφράζεται από την σχέση Y = C + I + G + X - M όπου είναι το επίπεδο του εισοδήµατος, C είναι η δαπάνη για ιδιωτική κατανάλωση, I είναι η δαπάνη για ιδιωτική επένδυση και η οποία εξαρτάται από το επίπεδο του επιτοκίου, G είναι η δαπάνη για δηµόσια κατανάλωση και επένδυση, X είναι το επίπεδο των εξαγωγών και Μ το επίπεδο των εισαγωγών. Η ισορροπία στην αγορά του χρήµατος εκφράζεται από την ισορροπία Μ = Md1 + Md2, όπου Md1 είναι η ζήτηση χρήµατος για συναλλακτικούς σκοπούς και σκοπούς προφύλαξης και εξαρτάται από το εισόδηµα και Md2 είναι η ζήτηση χρήµατος για κερδοσκοπικούς σκοπούς και εξαρτάται από το επιτόκιο. 28 Αναφορικά µε τπ πρόβληµα της απασχόλησης στον Κέϋνς, ο αναγνώστης µπορεί να ανατρέξει στο Keynes, M. J (1936) The General Theory of Employment, Interest and Money, Macmillan Cambridge University Press, και Lerner (1996). 29 Βλ. Dobb (1979) 33