ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 3 Οκτωβρίου 2012 (11.10) (OR. en) 12657/2/12 REV 2 GENVAL 51 ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Σχετικά έγγραφα
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 16 Οκτωβρίου 2012 (23.10) (OR. en) 14826/12 Διοργανικός φάκελος: 2012/0036 (COD)

ΠΡΟΤΑΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο B8-0477/ σύμφωνα με το άρθρο 197 του Κανονισμού

Η Eurojust υπέβαλε την ετήσια έκθεση για το 2016 (έγγρ. 7971/17) στις 31 Μαρτίου 2017.

10139/17 ΜΑΠ/μκ 1 DG D 2B

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

2. Η Επιτροπή του άρθρου 36 κατά τη συνεδρίασή της στις Μαΐου 2009 έλαβε υπό σημείωση το παρόν έγγραφο.

10062/19 ΘΚ/γπ 1 JAI.1

10159/17 ΧΓ/μκ 1 DGD 1C

9663/19 ΣΠΚ/μγ 1 JAI.2

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2015/2110(INI)

12650/17 ΓΕΧ/νκ 1 DGD 1C

9720/19 ΘΚ/μγ 1 JAI.1

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2018/2006(INI)

14929/14 ΑΒ/νικ 1 DG D 1C

15412/16 ΔΙ/ακι 1 DGD 1C

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ. που συνοδεύει το έγγραφο

9688/14 ΑΣ,ΠΧΚ/νικ 1 DG G 3 B

9935/16 ΔΑ/γπ 1 DG D 2B

15627/17 ΠΜ/γομ 1 DGD 1C

14288/16 ΕΜ/μκρ/ΔΛ 1 DGD 1C

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. Πορεία υλοποίησης του σχεδίου δράσης για την ενίσχυση της καταπολέμησης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. στην

8185/11 ΚΣ/γομ 1 DG H 3A

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 2 Δεκεμβρίου 2016 (OR. en)

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 31 Μαρτίου 2017 (OR. en)

Μείωση των επιβλαβών συνεπειών από την εγκληματική χρήση πυροβόλων όπλων στην ΕΕ: μια κοινή προσέγγιση

7768/15 ADD 1 REV 1 ΕΚΜ/ακι 1 DPG

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 21 Μαΐου 2019 (OR. en)

7417/12 ΘΚ/νκ 1 DG H 1C

6014/16 ΕΚΜ/γπ/ΘΛ 1 DGG 2B

10003/16 ΔΑ/γπ 1 DG D 2B

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. του ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 30 Μαΐου 2012 (05.06) (OR. en) 10360/12 EUROJUST 49 CATS 37 EJN 39 COPEN 127

Ζητείται επομένως από την ΕΜΑ να καλέσει το Συμβούλιο να εγκρίνει το ανωτέρω σχέδιο συμπερασμάτων του Συμβουλίου όπως διατυπώνεται στο παράρτημα.

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 20 Μαρτίου 2017 (OR. en)

12670/1/16 REV 1 ΘΚ/νικ 1 DG G 2B

(Ψηφίσματα, συστάσεις και γνωμοδοτήσεις) ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - COM(2017) 605 final.

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

10025/16 ΘΚ/μκ 1 DG D 2B

15272/18 ΜΙΠ/νκ 1 JAI.2

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΦΑΣΗ - ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τη διαπίστευση των εργασιών εργαστηρίου ανακριτικής

7118/16 ΘΚ/νκ 1 DG C 2A

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 19 Νοεμβρίου 2014 (OR. en)

Επισυνάπτεται για τις αντιπροσωπίες έγγραφο σχετικά με το ανωτέρω θέμα όπως εγκρίθηκε από το Συμβούλιο ΔΕΥ στις 20 Ιουλίου 2015.

Συνδρομή στη Διεθνή Συνεργασία σε Ποινικά Θέματα για ασκούντες συναφή προς τη δικαιοσύνη επαγγέλματα. Το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο και η Eurojust

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ κατάθεση: Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων

12596/17 ΧΓ/ριτ/ΘΛ 1 DGD 2B

15516/14 ΔΠ/γπ 1 DG D 1C

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Η ΚΟΙΝΗ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΟΛ,

15413/16 ΠΜ/γπ 1 DGD 1C

15638/17 ΔΙ/γπ 1 DGD 1C

14166/16 ΧΜΑ/νικ 1 DG G 2B

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 25 Μαρτίου 2011 (31.03) (OR. en) 8068/11 PROCIV 32 JAI 182 ENV 223 FORETS 26 AGRI 237 RECH 69

15615/17 ΠΜ/γομ 1 DGD 1C

5933/4/15 REV 4 ADD 1 ΙΑ/γπ 1 DPG

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Στο ανά χείρας σημείωμα επισυνάπτεται για τους Υπουργούς το κείμενο ψηφίσματος, όπως προέκυψε από τις προαναφερόμενες συζητήσεις.

Ο ΚΥΚΛΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΕΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΟΒΑΡΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ

ΙΙΙ ΠΡΑΞΕΙΣ ΕΓΚΡΙΘΕΙΣΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΤΙΤΛΟΥ VI ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΕ

ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 26 Φεβρουαρίου 2013 (OR. en) 6206/13 Διοργανικός φάκελος: 2012/0262 (NLE) JUSTCIV 22 ATO 17 OC 78

Δημόσια διαβούλευση σχετικά με την ενδεχόμενη αναθεώρηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 764/2008 περί αμοιβαίας αναγνώρισης

ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ αριθ. 6 ΣΤΟΝ ΓΕΝΙΚΟ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟ 2013 ΓΕΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΣΟΔΩΝ

9666/19 ΣΠΚ/μκρ 1 JAI.2

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

10125/16 ΔΑ/σα 1 DGD 1C

6068/16 ΙΑ/μκρ/ΘΛ 1 DGG 1B

***I ΕΚΘΕΣΗ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο A8-0442/

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - COM(2015) 545 final.

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2014/2155(INI) Σχέδιο γνωμοδότησης Monica Macovei (PE v01-00)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Κοινή πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

14220/6/16 REV 6 ΕΜ/μκρ/ΔΛ 1 DG G 3 B

10007/16 ΘΚ/ακι 1 DG D 2B

7281/15 ΜΑΚ/νκ 1 DG C 2A

9798/15 ΔΛ/μκ 1 DGD 1C

15531/10 ΑΚ/γπ 1 DGH 2 B

15623/14 ΓΒ/γπ 1 DG D 1C

12892/15 ΠΧΚ/μκ 1 DGD1C

Στις 16 Οκτωβρίου 2014 η Προεδρία διένειμε σχέδιο συμπερασμάτων του Συμβουλίου για την κατάρτιση των δικαστικών λειτουργών (έγγρ /14).

ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΣΤΡΟΓΓΥΛΟ ΤΡΑΠΕΖΙ 2 Η ΣΥΝΕΔΡΙΑ. Πέμπτη 11 Απρίλιου 2019

Το μέλλον της Eurojust

6420/1/16 REV 1 ΣΠΚ/μκ/ΚΚ 1 DG G 2B

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο COM(2017) 606 final.

10329/17 ΘΚ/μκρ 1 DRI

9938/16 ΘΚ/νκ 1 DGD2B

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 12 Δεκεμβρίου 2012 (OR. en) 18855/2/11 REV 2. Διοργανικός φάκελος: 2011/0094 (CNS) PI 194 OC 106

PUBLIC ΤΟΣΥΜΒΟΥΛΙΟ 10607/1/98 REV1 LIMITE ENFOCUSTOM43 ΣΗΜΕΙΩΜΑ. της : Προεδρίας. προς : τηνομάδα"τελωνειακήσυνεργασία" 10607/98ENFOCUSTOM43

ΚΟΙΝΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΕΙΔΙΚΗΣ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ, ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ & ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις

ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ

6812/15 ΑΒ/γπ 1 DG D 2A

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - COM(2014) 596 final ANNEX 1.

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 19 Απριλίου 2012 (24.04) (OR. en) 8838/12 SPORT 27 DOPAGE 10 SAN 83 JAI 260. ΣΗΜΕΙΩΜΑ της: προς:

Υπουργείο Οικονοµικών Οµάδα καταπολέµησης διαφθοράς 5/15/13

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΗΜΕΙΟΥ «I/A» Γενικής Γραμματείας την ΕΜΑ / το Συμβούλιο αριθ. προηγ. εγγρ.:6110/11 FREMP 9 JAI 77 COHOM 34 JUSTCIV 16 JURINFO 4 Θέμα:

Transcript:

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ Βρυξέλλες, 3 Οκτωβρίου 2012 (11.10) (OR. en) 12657/2/12 REV 2 GENVAL 51 ΣΗΜΕΙΩΜΑ της : προς : Θέμα: Προεδρίας την ομάδα «Γενικές υποθέσεις συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης» (GENVAL) Τελική έκθεση για τον πέμπτο γύρο αμοιβαίων αξιολογήσεων - «Οικονομικό έγκλημα και διερεύνηση χρηματοοικονομικών συναλλαγών» Στις 7 Ιουνίου 2008, σύμφωνα με την κοινή δράση 97/827/ΔΕΥ της 5ης Δεκεμβρίου 1997 1, η πολυτομεακή oμάδα για το οργανωμένο έγκλημα (ΠΤΟ) 2 αποφάσισε ότι ο πέμπτος γύρος αμοιβαίων αξιολογήσεων θα έχει ως αντικείμενο το «Οικονομικό έγκλημα και τη διερεύνηση χρηματοοικονομικών συναλλαγών». Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες η τελική έκθεση για τον πέμπτο γύρο αμοιβαίων αξιολογήσεων, με θέμα το «Οικονομικό έγκλημα και διερεύνηση χρηματοοικονομικών συναλλαγών». Στο ανά χείρας έγγραφο απεικονίζονται τα συμπεράσματα και οι συστάσεις που περιλαμβάνονται στις ειδικές ανά χώρα εκθέσεις που έχουν συνταχθεί, με ιδιαίτερη έμφαση στα γενικά συμπεράσματα και τις συστάσεις. Η έκθεση αρχικά συζητήθηκε κατά τη συνεδρίαση της ομάδας GENVAL στις 5 Σεπτεμβρίου. Τροποποιήθηκε βάσει των παρατηρήσεων που διατυπώθηκαν κατά τη συνεδρίαση και μετά από αυτήν. Η έκθεση συμφωνήθηκε κατά τη συνεδρίαση της ομάδας GENVAL στις 3 Οκτωβρίου. 1 2 Κοινή δράση 97/827/ΔΕΥ της 5ης Δεκεμβρίου 1997 που έχει θεσπίσει το Συμβούλιο βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση για τη δημιουργία μηχανισμού αξιολόγησης της εφαρμογής και της υλοποίησης σε εθνικό επίπεδο των διεθνών υποχρεώσεων που έχουν αναληφθεί στον τομέα της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος (ΕΕ L 344, 15.12.1997). Από την 1η Ιουλίου 2010, η ομάδα «Γενικές υποθέσεις συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης» (GENVAL) ανέλαβε αρμοδιότητα για τη διαδικασία αυτή. 12657/2/12 REV 2 ΓΒ/μκ 1

Τελική έκθεση για τον 5ο γύρο αμοιβαίων αξιολογήσεων για το οικονομικό έγκλημα και τις οικονομικές έρευνες 12657/2/12 REV 2 ΓΒ/μκ 2

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1. Σύνοψη...4 2. Εισαγωγή...7 3. Βασικά ευρήματα και γενικά συμπεράσματα...10 3.1. Βασικά ευρήματα...10 3.2. Γενικά συμπεράσματα...14 4. Συστάσεις...21 4.1. Συστάσεις προς τα κράτη μέλη...21 4.1.1. Κλιμάκωση της διερεύνησης χρηματοοικονομικών συναλλαγών...21 4.1.2. Ενίσχυση της εθνικής συνεργασίας και του συντονισμού...23 4.1.3. Θέσπιση ισχυρότερης νομοθεσίας...25 4.1.4. Ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας και του συντονισμού...26 4.2. Συστάσεις προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα οικεία όργανα και τους οργανισμούς...27 4.2.1. Προώθηση της διεθνούς συνεργασίας...27 4.2.2. Βέλτιστες πρακτικές ως πηγή έμπνευσης...28 5. Παράρτημα: Συντομογραφίες/γλωσσάριο των όρων...30 12657/2/12 REV 2 ΓΒ/μκ 3

1. ΣΥΝΟΨΗ 1. Το παρόν έγγραφο απεικονίζει τα συμπεράσματα και τις συστάσεις που περιέχονται στις ειδικές εκθέσεις ανά χώρα που είχαν εκπονηθεί προηγουμένως. Λόγω της διάρκειας της αξιολόγησης και του σύνθετου χαρακτήρα του συγκεκριμένου ζητήματος, αποδίδεται έμφαση στα γενικά συμπεράσματα και τις συστάσεις που θα δώσουν το έναυσμα στην Ένωση και τα κράτη μέλη ώστε να προωθήσουν το όλο ζήτημα και να αποστερήσουν τους εγκληματίες από τα παράνομα κέρδη τους. 2. Το διακρατικό οργανωμένο έγκλημα αποτελεί μια από τις μείζονες προκλήσεις που υπονομεύουν τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Ιδιαίτερο μέλημα αποτελεί η καταπολέμηση της διείσδυσης του οργανωμένου εγκλήματος σοβαρής μορφής (συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας) στη νόμιμη οικονομική δραστηριότητα. Για την αντιμετώπιση αυτής της απειλής απαιτείται ταχεία και εκτεταμένη δράση από κάθε αρχή επιβολής του νόμου και τις δικαστικές αρχές στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). 3. Πολυάριθμα συστήματα εγκληματικής δραστηριότητας γίνονται ολοένα και πιο σύνθετα. Το ίδιο ισχύει εξάλλου και στην περίπτωση του οικονομικού εγκλήματος. Πολλές μορφές διακρατικού εγκλήματος συνδέονται μεταξύ τους, ενώ οργανωμένες εγκληματικές ομάδες και άτομα υψηλής εξειδίκευσης εμπλέκονται ολοένα και περισσότερο σε οικονομικά εγκλήματα. 4. Η τρέχουσα χρηματοπιστωτική κρίση συντελεί στην ενίσχυση του φαινομένου αυτού. Οι πόροι έχουν ελαχιστοποιηθεί, έχουν επέλθει μειώσεις στο προσωπικό και περικοπές στους μισθούς, ενώ τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο είναι αναγκαία η βελτίωση της συνεργασίας στον τομέα του οικονομικού εγκλήματος, για παράδειγμα μέσω της στενότερης συνεργασίας μεταξύ των Μονάδων Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών (FIU), των Γραφείων Ανάκτησης Περιουσιακών Στοιχείων (ARO) και των αστυνομικών, φορολογικών και τελωνειακών αρχών. 5. Μεταξύ των βασικών προκλήσεων μπορούν να προσδιοριστούν οι ακόλουθες : 1) Διαχείριση υποθέσεων (μεταξύ άλλων διαχείριση χρόνου και πόρων) και συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών, σε εθνικό καθώς επίσης και σε διεθνές επίπεδο, 2) Πολυπλοκότητα και ποικιλία νομικών κανόνων και παραδόσεων σε εθνικό επίπεδο και σε επίπεδο ΕΕ, σε συνδυασμό ενίοτε με την ανεπαρκή εφαρμογή τους, 3) Αποδεικτικά στοιχεία και το ζήτημα των ηλεκτρονικών δεδομένων, και 4) Χρόνος. Η διερεύνηση χρηματοοικονομικών συναλλαγών είναι συχνά χρονοβόρα και προϋποθέτει τη χρήση πληθώρας πόρων, από απόψεως χρόνου, ανθρώπινου δυναμικού και οικονομικών μέσων. 6. Εν γένει, πρέπει να ενισχυθεί η κοινή προσέγγιση έναντι της καταπολέμησης του οικονομικού εγκλήματος και της διερεύνησης χρηματοοικονομικών συναλλαγών, να προωθηθεί η συνεργασία μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων φορέων, συμπεριλαμβανομένων των αρχών που δεν είναι επιφορτισμένες με καθήκοντα επιβολής του νόμου και, το ουσιαστικότερο, να αναπτυχθούν επαφές μεταξύ οργάνων και υπηρεσιών. 12657/2/12 REV 2 ΓΒ/μκ 4

7. Τα αναθεωρημένα πρότυπα της Ομάδας χρηματοοικονομικής δράσης (FATF) που εγκρίθηκαν το Φεβρουάριο του 2012, αναγνωρίζουν πλέον τη διερεύνηση χρηματοοικονομικών συναλλαγών ως ένα από τα κύρια στοιχεία των επιχειρησιακών συστάσεων και συστάσεων επιβολής του νόμου της FATF. Επιπλέον, στην ερμηνευτική σημείωση της σύστασης 30, προβαίνουν στον ορισμό της διερεύνησης χρηματοοικονομικών συναλλαγών. Ο ορισμός αυτός αποτελεί πλέον το γενικό πρότυπο βάσει του οποίου θα αξιολογούνται οι δράσεις όλων των κρατών μελών, είτε εντός του πλαισίου της FATF είτε της Επιτροπής εμπειρογνωμόνων για την αξιολόγηση των μέτρων κατά της νομιμοποίησης προσόδων από παράνομες δραστηριότητες (MONEYVAL). 8. Σε ό,τι αφορά τη διερεύνηση χρηματοοικονομικών συναλλαγών και την καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος, οι ομάδες εμπειρογνωμόνων που συμμετείχαν στις 27 αξιολογήσεις διενήργησαν επιθεώρηση στα εθνικά συστήματα των κρατών μελών. Συνολικά, διαπιστώθηκε ότι οι εργασιακές αρχές και το νομικό πλαίσιο των συστημάτων είναι εύρωστα και λειτουργικά και ότι οι διάφοροι εμπλεκόμενοι φορείς έχουν γνώση του ρόλου και των αρμοδιοτήτων τους. Εντούτοις, πέραν των ειδικών συστάσεων ανά χώρα, μπορούν να διατυπωθούν ορισμένες γενικές συστάσεις που έχουν ως στόχο να συμβάλουν στην περαιτέρω εξέλιξη των αντίστοιχων συστημάτων. Η έκθεση περιέχει ορισμένες συστάσεις προς τα κράτη μέλη, την ΕΕ και τα οικεία θεσμικά όργανα και οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένων των ακόλουθων βασικών συστάσεων: Θα πρέπει να διεξάγεται διερεύνηση των χρηματοοικονομικών συναλλαγών σε όλες τις υποθέσεις οργανωμένου εγκλήματος σοβαρής μορφής (συμπεριλαμβανομένης της τρομοκρατίας) πέραν των αποκλειστικά οικονομικών και χρηματοοικονομικών εγκληματικών πράξεων. Θα πρέπει ως εκ τούτου να διαμορφωθεί μια πρωταρχική πολιτική για το οικονομικό έγκλημα και τη διερεύνηση των χρηματοοικονομικών συναλλαγών, η οποία θα αφορά όλες τις αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένων των διωκτικών αρχών, με σκοπό την επίσπευση των σύνθετων και χρονοβόρων ερευνών στον τομέα του οικονομικού εγκλήματος. Η εν λόγω πολιτική θα πρέπει να περιλαμβάνει αντίστοιχες προτεραιότητες που έχουν συμφωνηθεί σε επίπεδο ΕΕ και να θέτει τις βάσεις για προωθημένες έρευνες. Θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στα ενδεχόμενα οφέλη της διεθνούς συνεργασίας, ιδίως σε επίπεδο ΕΕ. Η πολιτική για το οικονομικό έγκλημα και τη διερεύνηση χρηματοοικονομικών συναλλαγών θα πρέπει να εντάσσεται στο πλαίσιο μιας μακρόπνοης εθνικής στρατηγικής. Η στρατηγική θα πρέπει, εφόσον είναι εφικτό, να περικλείει την έννοια της αστυνόμευσης βάσει εμπιστευτικών πληροφοριών οικονομικής φύσεως προκειμένου να επιτραπεί η επιβολή προληπτικών μέτρων με βάση τα αποτελέσματα της ανάλυσης. Η στρατηγική θα πρέπει να συνδυαστεί με τακτική αναθεώρηση και μεθοδολογία αξιολόγησης καθώς και κατάλληλο μηχανισμό υποβολής εκθέσεων για τους συμμετέχοντες φορείς. Κατά τη χάραξη της στρατηγικής αυτής, θα πρέπει να εξεταστούν ορισμένα βασικά κριτήρια, κανόνες ή κατευθυντήριες γραμμές προκειμένου να αποσαφηνιστεί τόσο ο καταμερισμός αρμοδιοτήτων μεταξύ των διαφόρων αρχών με επιλεκτικά καθήκοντα καθώς και η συμπερίληψη των κύριων προτεραιοτήτων, μεταξύ των οποίων και οι [...] σοβαρές υποθέσεις διεθνούς εγκληματικότητας. Η στρατηγική θα πρέπει κατά συνέπεια να στηρίζεται από κατάλληλη διοίκηση εντός της αστυνομίας, ώστε να προωθηθεί η προληπτική προσέγγιση βάσει εμπιστευτικών πληροφοριών. 12657/2/12 REV 2 ΓΒ/μκ 5

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόσουν το σύνολο της νομοθεσίας της ΕΕ που αφορά την αμοιβαία αναγνώριση και τη δικαστική συνεργασία επί ποινικών υποθέσεων. Επιπλέον, τα κράτη μέλη και οι αρμόδιοι οργανισμοί της ΕΕ πρέπει να επανεξετάσουν την εφαρμογή των σχετικών αποφάσεων-πλαισίων καθώς και την εφαρμογή των μηχανισμών αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής. Μέσω των εργασιών αυτών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσδιορίσουν και να άρουν τα εμπόδια για μια αποτελεσματική προληπτική ανταλλαγή δεδομένων με τις αλλοδαπές αρχές επιβολής του νόμου, την ΕΕ και άλλους αρμόδιους φορείς. Θα πρέπει να ενισχυθεί περαιτέρω η αυθόρμητη ανταλλαγή πληροφοριών σύμφωνα με την απόφαση 2007/845/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 6ης Δεκεμβρίου 2007, σχετικά με τη συνεργασία των υπηρεσιών ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων στα κράτη μέλη προς ανίχνευση και εντοπισμό προϊόντων εγκλήματος 1, και άλλων συναφών περιουσιακών στοιχείων, ενώ θα πρέπει να προωθηθεί η χρήση της απόφασης-πλαισίου 2006/960/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την απλούστευση της ανταλλαγής πληροφοριών και στοιχείων μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2.. 1 2 Απόφαση 2007/845/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 6ης Δεκεμβρίου 2007 σχετικά με τη συνεργασία των υπηρεσιών ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων στα κράτη μέλη προς ανίχνευση και εντοπισμό προϊόντων εγκλήματος ή άλλων συναφών περιουσιακών στοιχείων: ΕΕ L 332, 17.12.2007, σ. 103-105. Απόφαση πλαίσιο 2006/960/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την απλούστευση της ανταλλαγής πληροφοριών και στοιχείων μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης: ΕΕ L 386, 29.12.2006, σ. 89-100. 12657/2/12 REV 2 ΓΒ/μκ 6

2. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Δυνάμει του άρθρου 8 παρ. 5 1 της κοινής δράσης της 5ης Δεκεμβρίου 1997 2, για τη δημιουργία μηχανισμού αξιολόγησης της εφαρμογής και της υλοποίησης σε εθνικό επίπεδο των διεθνών υποχρεώσεων που έχουν αναληφθεί στον τομέα της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος, η παρούσα έκθεση αποσκοπεί στην εκπόνηση συμπερασμάτων όσον αφορά τον πέμπτο γύρο αμοιβαίων αξιολογήσεων που διεξήχθησαν υπό την αιγίδα της ομάδας «Γενικές υποθέσεις συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης» (GENVAL), προκειμένου να είναι σε θέση το Συμβούλιο να λάβει τις αποφάσεις που του αναλογούν. Κατά τη συνεδρίαση της Πολυτομεακής Ομάδας για το οργανωμένο έγκλημα (ΠΤΟ) 3 στις 7 Ιουνίου 2008, η Ομάδα αποφάσισε ότι ο πέμπτος γύρος θα έχει ως αντικείμενο το «οικονομικό έγκλημα και τη διερεύνηση χρηματοοικονομικών συναλλαγών. Το πεδίο της αξιολόγησης καλύπτει πολυάριθμες νομοθετικές πράξεις που αποσκοπούν στην καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος. Ωστόσο, συμφωνήθηκε επίσης ότι η αξιολόγηση δεν θα πρέπει να εξετάζει απλώς και μόνον τη μεταφορά της συναφούς νομοθεσίας της ΕΕ στην εθνική έννομη τάξη, αλλά εκτενέστερα το καθεαυτό αντικείμενο 4 με σκοπό την παροχή συνολικής εικόνας ενός συγκεκριμένου εθνικού συστήματος. Την 1η Δεκεμβρίου 2008, η ΠΤΟ 5 ενέκρινε λεπτομερές ερωτηματολόγιο. Τα κράτη μέλη διόρισαν πραγματογνώμονες με ουσιαστικές πρακτικές γνώσεις στον τομέα του οικονομικού εγκλήματος και της διερεύνησης χρηματοοικονομικών συναλλαγών, σύμφωνα με γραπτό αίτημα του Προέδρου της ΠΤΟ προς τις αντιπροσωπίες. Σε κάθε αποστολή, συμμετείχαν στην αξιολόγηση τρεις εθνικοί εμπειρογνώμονες. Ήταν επίσης παρόντες εμπειρογνώμονες της Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας καταπολέμησης της απάτης (OLAF), της Eurojust και της Ευρωπόλ. Επίσης, η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου συμμετείχε στις αποστολές με δύο μέλη ανά αξιολόγηση, προετοίμαζε τη διαδικασία και παρείχε συνδρομή στους εμπειρογνώμονες. 1 2 3 4 5 Άρθρο 8 παρ. 5: «Κατά το πέρας μιας περιόδου αξιολόγησης, το Συμβούλιο λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα». Κοινή δράση 97/827/ΔΕΥ της 5ης Δεκεμβρίου 1997 που έχει θεσπίσει το Συμβούλιο βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση για τη δημιουργία μηχανισμού αξιολόγησης της εφαρμογής και της υλοποίησης σε εθνικό επίπεδο των διεθνών υποχρεώσεων που έχουν αναληφθεί στον τομέα της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος, ΕΕ L 344, 15.12.1997, σ. 7-9. P. 0007-009. Από την 1η Ιουλίου 2010, η ομάδα «Γενικές υποθέσεις συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης» (GENVAL) ανέλαβε αρμοδιότητα για τη διαδικασία αυτή. 10540/08 CRIMORG 89. 16710/08 CRIMORG 210. 12657/2/12 REV 2 ΓΒ/μκ 7

Η πρώτη αποστολή αξιολόγησης πραγματοποιήθηκε στη Ρουμανία από τις 7 έως τις 10 Ιουλίου 2009. Η τελευταία αποστολή αξιολόγησης πραγματοποιήθηκε στην Τσεχική Δημοκρατία από τις 5 έως τις 9 Δεκεμβρίου 2011. Μετά την ολοκλήρωση καθεμίας από τις 27 αποστολές αξιολόγησης, εκπονήθηκε λεπτομερής έκθεση για κάθε κράτος μέλος. Οι εκθέσεις αξιολόγησης συζητήθηκαν στη συνέχεια στην Ομάδα Γενικών Υποθέσεων, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης (GENVAL), ενεκρίθησαν και αποχαρακτηρίστηκαν 1. Το παρόν έγγραφο απεικονίζει τα συμπεράσματα και τις συστάσεις που περιέχονται στις ειδικές εκθέσεις 2 ανά χώρα που είχαν εκπονηθεί προηγουμένως. Περισσότερες λεπτομέρειες παρατίθενται στην προσθήκη του κειμένου (για μεγαλύτερη ευκολία, έχει περιληφθεί πίνακας περιεχομένων) και στις επιμέρους εκθέσεις ανά χώρα. Σημειωτέον ότι, λόγω της διάρκειας της αξιολόγησης (τέσσερα έτη) και του σύνθετου χαρακτήρα του θέματος, έχει δοθεί έμφαση στα γενικά συμπεράσματα και τις συστάσεις, πράγμα που εξηγεί τυχόν διαφορές μεταξύ ορισμένων εκθέσεων και της παρούσας κατάστασης προόδου των εργασιών 3. Επιπλέον, έχουν αναληφθεί πολυάριθμες πρωτοβουλίες κατά τη διαδικασία αξιολόγησης με άμεσα αποτελέσματα ως προς την καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος και την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της διερεύνησης χρηματοοικονομικών συναλλαγών. Σε επίπεδο ΕΕ, οι πρωτοβουλίες αυτές περιλαμβάνουν την πρόταση για τη θέσπιση Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας, την ανακοίνωση της Επιτροπής για τη διαφθορά, τις εργασίες υπό την αιγίδα της Επιτροπής Εσωτερικής Ασφάλειας (COSI) για τη διεύρυνση της χρησιμοποίησης της διοικητικής προσέγγισης και την πρόσφατη πρόταση της Επιτροπής για τη δήμευση των προϊόντων εγκλήματος. 1 2 3 Ρουμανία: 17640/2/09 REV 2 Αυστρία: 6508/2/10 REV 2 Γαλλία: 7251/2/10 REV 2 Ουγγαρία: 7711/2/10 REV 2 Βέλγιο: 9518/2/10 REV 2 Βουλγαρία : 8586/2/10 REV 2 Ηνωμένο Βασίλειο: 9636/2/10 REV 2 Κάτω Χώρες: 11989/1/10 REV 1 Μάλτα: 14069/2/10 REV 2 Λετονία: 14873/2/10 REV 2 Λουξεμβούργο, 15644/3/10 REV 3 Εσθονία: 17768/2/10 REV 2 Πολωνία : 8298/2/11 REV 2 Ιταλία: 10989/2/11 REV 2 Πορτογαλία: 12286/2/11 REV 2, Σλοβακική Δημοκρατία: 13574/3/11 REV 3 Ελλάδα: 7614/2/12 REV 2 Φινλανδία: 7613/2/12 REV 2 Γερμανία: 16269/2/11 REV 2 Λιθουανία: 17073/2/11 REV 2 Ιρλανδία: 18514/2/11 REV 2 Κύπρος: 9302/1/12 REV 1 Σουηδία: 8639/12, Τσεχική Δημοκρατία: 11812/1/12 REV 1 Σλοβενία : 11482/1/12 REV 1 Δανία: 12659/12, Ισπανία: 12660/12. Οι εκθέσεις ανά χώρα εκπονήθηκαν σε συνάρτηση με το χρόνο επίσκεψης στα επιμέρους κράτη μέλη. Έκτοτε έχουν επέλθει πολλές αλλαγές, μεταξύ άλλων οργανωτικές και νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες δεν αντικατοπτρίζονται στις ανά χώρα εκθέσεις. Για παράδειγμα, η πρώτη χώρα που θα αξιολογηθεί, η Ρουμανία, απέστειλε ενημερωμένες πληροφορίες κατόπιν των συστάσεων του πέμπτου γύρου που παρατίθενται στο έγγρ 9012/12. Το ίδιο ισχύει για την Αυστρία. 12657/2/12 REV 2 ΓΒ/μκ 8

Η Ομάδα Γενικών Υποθέσεων, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης (GENVAL) καλεί την Επιτροπή των Μόνιμων Αντιπροσώπων να διαβιβάσει την παρούσα έκθεση στο Συμβούλιο προκειμένου να λάβει υπό σημείωση τα συμπεράσματα και τις συστάσεις που περιέχονται σε αυτή και, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 3 της κοινής δράσης, να λάβει τα μέτρα που κρίνει απαραίτητα. Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι κατ' εφαρμογή της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 8 παρ. 3, το Συμβούλιο μπορεί, όταν το θεωρεί αναγκαίο, να απευθύνει οποιαδήποτε σύσταση στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και να το καλέσει να το ενημερώσει για τις προόδους που σημειώνονται στις προθεσμίες που έχει καθορίσει. Η Ομάδα Γενικών Υποθέσεων, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης (GENVAL) εισηγείται εξάλλου να διαβιβαστεί η παρούσα έκθεση, αφού πρώτα το Συμβούλιο τη λάβει υπό σημείωση, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προς ενημέρωση. 12657/2/12 REV 2 ΓΒ/μκ 9

3. ΒΑΣΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 3.1. Βασικά ευρήματα Τα βασικά ευρήματα της έκθεσης συνοψίζονται ως εξής: 1. Όλα τα κράτη μέλη έχουν συγκροτήσει επαγγελματικά συστήματα αντιμετώπισης του οικονομικού εγκλήματος και διερεύνησης χρηματοοικονομικών συναλλαγών. Συχνά, οι οργανωτικές δομές των αρχών επιβολής του νόμου και των δικαστικών αρχών των κρατών μελών είναι σαφείς, περιορίζοντας κατά τον τρόπο αυτό πιθανές συγκρούσεις αρμοδιοτήτων και επικαλύψεις. Ωστόσο, σε ορισμένα κράτη μέλη η αρμοδιότητα για την καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος φαίνεται αρκετά κατακερματισμένη και χωρίς σαφή κατεύθυνση, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε επικαλύψεις και κατασπατάληση πόρων. 2. Πολλά από τα αξιολογούμενα κράτη μέλη εφάρμοσαν ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στη βελτίωση των ικανοτήτων τους για τη διερεύνηση χρηματοοικονομικών συναλλαγών και την καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος. Ωστόσο, οι μεταρρυθμίσεις αυτές παραμένουν περιορισμένες όσον αφορά τη δήμευση προϊόντων εγκλήματος, υπονομεύοντας τη δυναμική των διερευνούμενων χρηματοοικονομικών συναλλαγών, στο βαθμό που δεν λαμβάνονται συνολικά υπόψη η έρευνα και η δίωξη 1. 3. Σχεδόν όλα (25 από τα 27) κράτη μέλη έχουν ιδρύσει Γραφείο Ανάκτησης Κεφαλαίων και Περιουσιακών Στοιχείων (ΓΑΚΠΣ). Ωστόσο, υφίστανται μείζονες διαφορές μεταξύ των κρατών μελών από απόψεως οργανωτικής δομής, πόρων και σχεδιαζόμενων ή υφιστάμενων δραστηριοτήτων. 4. Οι Μονάδες Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών (ΜΧΠ) στα κράτη μέλη επίσης ποικίλλουν σημαντικά από απόψεως οργανωτικής δομής, λειτουργίας και πόρων. Πολλά κράτη μέλη έχουν ιδρύσει ΜΧΠ που υπάγονται στις δικαστικές αρχές ή ακόμη και απευθείας στα αρμόδια υπουργεία. 1 Η ερμηνευτική σημείωση της σύστασης 30 των αναθεωρημένων προτύπων της FAFT (συστάσεις της FAFT - διεθνή πρότυπα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και διάδοσης όπλων μαζικής καταστροφής) που υιοθετήθηκαν το Φεβρουάριο του 2012, παρέχει έναν ορισμό της διερεύνησης χρηματοοικονομικών συναλλαγών. Ο ορισμός αυτός καθορίζει το πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να εξελιχθεί η έννοια της διερεύνησης των χρηματοοικονομικών συναλλαγών. Καθιστά σαφές ότι η διερεύνηση των χρηματοοικονομικών συναλλαγών δεν πρέπει να περιοριστεί στην ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων, η οποία δεν αποτελεί παρά ένα υποσύνολό της. Σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό, ως διερεύνηση χρηματοοικονομικών συναλλαγών νοείται «η έρευνα χρηματοοικονομικών υποθέσεων που σχετίζονται με εγκληματική δράση με σκοπό α) τον προσδιορισμό του εύρους των εγκληματικών δικτύων και/ή της κλίμακας της εγκληματικότητας, β) την ανίχνευση και τον εντοπισμό προϊόντων του εγκλήματος, χρημάτων που χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση τρομοκρατικών ενεργειών ή άλλων περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν, ή μπορούν να αποτελέσουν, αντικείμενο δήμευσης, και γ) τη συγκέντρωση στοιχείων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά την ποινική διαδικασία». 12657/2/12 REV 2 ΓΒ/μκ 10

Άλλα κράτη μέλη αποφάσισαν να συγκροτήσουν επιχειρησιακές ή αστυνομικές ΜΧΠ, οι οποίες εντάσσονται στις οικείες αστυνομικές δομές. Ακόμη, μια μικρή ομάδα κρατών μελών συγκρότησαν «υβριδικές» ΜΧΠ, συνδυάζοντας αστυνομικές και εισαγγελικές αρμοδιότητες. Η πολυμορφία αυτή δύναται ενίοτε να θέτει εμπόδια στο πλαίσιο της διεθνούς συνεργασίας. 5. Η συμμετοχή των τελωνειακών και φορολογικών υπηρεσιών στην καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος σε ορισμένα κράτη μέλη είναι σχετικά μικρή αλλά εξειδικευμένη. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, αυτό οφείλεται στο ότι οι τελωνειακές ή φορολογικές έρευνες περιορίζονται, σε πολλά εθνικά νομικά συστήματα, σε ορισμένα ειδικά ποινικά αδικήματα ή σε αδικήματα που μπορούν να συνδεθούν, για παράδειγμα, με τη φορολογική απάτη. Αυτό αντανακλά συχνά μια αυστηρή εσωτερική τμηματοποίηση όσον αφορά τις πληροφορίες, η οποία μπορεί ενδεχομένως να οδηγήσει σε απώλεια πολύτιμων πληροφοριών. 6. Εκτός από αξιοσημείωτες εξαιρέσεις, όταν οι αστυνομικές υπηρεσίες ή οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου είναι αρμόδιες για την έρευνα έως ότου η υπόθεση οδηγηθεί από τον εισαγγελέα ενώπιον του δικαστηρίου, συμβαίνει αρκετά συχνά να παρεμβαίνει ο εισαγγελέας ή ανακριτής κατά περίπτωση, και να διατάσσει ποινική έρευνα συμπεριλαμβανομένης της διερεύνησης χρηματοοικονομικών συναλλαγών. 7. Αναπτύσσονται συνεχώς δραστηριότητες κατάρτισης στα κράτη μέλη στον τομέα του οικονομικού εγκλήματος. Πολλές προσεγγίσεις έχουν δει το φως, ανάλογα με τις ανάγκες των εθνικών προτεραιοτήτων. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, πολλά ζητήματα χρήζουν βελτιώσεων σε πολλά αν όχι σε όλα τα κράτη μέλη. Η κατάρτιση δεν βελτιώνει μόνον την πραγματογνωμοσύνη. Η υιοθέτηση παρόμοιων μεθόδων και τεχνικών θα διευκολύνει μεταξύ άλλων και την αστυνομική και δικαστική συνεργασία, προλειαίνοντας το έδαφος για περαιτέρω αναγνώριση των αποδεικτικών στοιχείων, έναν τομέα όπου μένουν ακόμα πολλά να γίνουν. 8. Όλα τα κράτη μέλη διαθέτουν πολιτική για τα ποινικά θέματα υπό την ευρεία της έννοια. Ωστόσο, δεν έχει διαμορφωθεί ενιαίο πρότυπο. Ενίοτε γίνεται αισθητή η έλλειψη μακρόπνοης πολιτικής έναντι του οικονομικού εγκλήματος και της διερεύνησης χρηματοοικονομικών συναλλαγών. Υφίστανται μεσοπρόθεσμα (ετήσια) σχέδια δράσης διαφόρων επιχειρησιακών υπηρεσιών, αλλά πολλές φορές δεν διαθέτουν στέρεους δεσμούς με το συνολικό σχέδιο πολιτικής. Συχνά, η γενική προσέγγιση έναντι του οικονομικού εγκλήματος βασίζεται σε υφιστάμενες νομικές διατάξεις και αρχές, όπως «το έγκλημα δεν πρέπει να αποδίδει», πράγμα που καταδεικνύει περιορισμένη αντίληψη των δυνατοτήτων της διερεύνησης χρηματοοικονομικών συναλλαγών. 12657/2/12 REV 2 ΓΒ/μκ 11

9. Οι περισσότερες αρχές επιβολής του νόμου και δίωξης έχουν προσήκουσα πρόσβαση στις σχετικές βάσεις δεδομένων. Επιπλέον, έξι κράτη μέλη (και η Κροατία) διαθέτουν κεντρικό μητρώο αριθμών τραπεζικών λογαριασμών, ενώ άλλα πέντε κράτη μέλη εξετάζουν επί του παρόντος το ενδεχόμενο να θεσπίσουν παρόμοια κεντρικά μητρώα αριθμών τραπεζικών λογαριασμών. 10. Μεταξύ των προβλημάτων που αντιμετώπισαν τα κράτη μέλη σε σχέση με τη διερεύνηση χρηματοοικονομικών συναλλαγών περιλαμβάνονται, χωρίς να πρόκειται για εξαντλητική απαρίθμηση, τα ακόλουθα βασικά ζητήματα: 1) Οργανωτικές ελλείψεις που επηρεάζουν την ομαλή συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών, 2) Περιορισμένοι πόροι, 3) Διαδικαστικά ζητήματα, όπως μεταξύ άλλων οι χρονοβόρες δικαστικές διαδικασίες, 4) Ζητήματα που σχετίζονται με την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων, όπως πρώτον, η έλλειψη σαφούς εστίασης στο οικονομικό έγκλημα και, δεύτερον, η έλλειψη εστίασης στη διερεύνηση σχετικών υποθέσεων έως ότου διαλευκανθούν. 11. Όλα τα κράτη μέλη διαθέτουν υπηρεσίες που φαίνεται ότι στελεχώνονται επαρκώς προκειμένου να καλύψουν τον καθημερινό τους φόρτο εργασίας. Ωστόσο, τα τμήματα που είναι επιφορτισμένα με τη διερεύνηση χρηματοοικονομικών συναλλαγών συχνά δεν διαθέτουν επαρκές προσωπικό. 12. Σε ορισμένα κράτη μέλη, οι εμπιστευτικές πληροφορίες οικονομικής φύσεως θεωρούνται ζωτικής σημασίας δείκτης για την έναρξη ποινικών ερευνών. Ωστόσο, ο όρος «εμπιστευτικές πληροφορίες οικονομικής φύσεως» ερμηνεύεται με πολύ διαφορετικό τρόπο στην ΕΕ. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο όρος αναφέρεται αποκλειστικά στη χρήση αναφορών για ύποπτες συναλλαγές (STR), ενώ άλλες φορές αφορά τη συλλογή πληροφοριών υπό την ευρεία έννοια του όρου. Ενίοτε, συμβαίνει ο συγκεκριμένος όρος να μη χρησιμοποιείται καθόλου. 13. Με ορισμένες εξαιρέσεις, η συνεργασία μεταξύ υπηρεσιών διέπεται ρητώς από την εθνική νομοθεσία ή από αμοιβαίες συμφωνίες. Συχνά, οι απαιτήσεις που προβλέπονται από το νόμο συμπληρώνονται από άτυπους διακανονισμούς. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα καλής συνεργασίας επί όλων των θεμάτων. Ορισμένα κράτη μέλη έχουν αναπτύξει εθνικά συστήματα διαχείρισης υποθέσεων, χάρη στα οποία αποφεύγονται οι επικαλύψεις και η επανάληψη ενεργειών. Θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο εφαρμογής αυτής της καλής πρακτικής στο σύνολο της ΕΕ. 14. Πέραν των θετικών παραδειγμάτων, εξακολουθούν να υπάρχουν πολλές δυσκολίες σε ό,τι αφορά τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών, πρωτίστως μεταξύ αστυνομικών και τελωνειακών υπηρεσιών, οι οποίες επαυξάνονται όταν προστίθεται η διεθνής διάσταση. Οι αδυναμίες αφορούν κυρίως τρία σημεία: 1) Εθνικά εμπόδια στη διεθνή συνεργασία, 2) Εξοικείωση με τη νομοθεσία της ΕΕ και αξιοποίησή της, και 3) Εξοικείωση με τους οργανισμούς της ΕΕ και αξιοποίησή τους. 12657/2/12 REV 2 ΓΒ/μκ 12

15. Η δέσμευση και η δήμευση περιουσιακών στοιχείων αποτελούν βασικές συνιστώσες στην καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος. Αυτό καθίσταται σαφές τόσο από τις εθνικές νομοθεσίες και τη νομοθεσία τα ΕΕ όσο και από τις διμερείς και πολυμερείς διεθνείς συμβάσεις. Ωστόσο, τα διαθέσιμα εργαλεία της ΕΕ όσον αφορά τη δέσμευση και τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων δεν αξιοποιούνται κατά το δέον. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η απαιτούμενη νομοθεσία της ΕΕ δεν έχει μεταφερθεί στην εθνική έννομη τάξη. Βεβαίως, η σχετικά αργή διαδικασία εφαρμογής των νομοθετικών πράξεων εξηγεί εν μέρει την έλλειψη πρακτικής χρήσης, ενώ φαίνεται πρωτίστως ότι οι αρμόδιες δικαστικές αρχές προτιμούν απλώς και μόνον να χρησιμοποιούν αντί αυτών τις επί μακρόν ισχύουσες πράξεις αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής, πολλές φορές διότι τα νέα αυτά εργαλεία θεωρούνται περίπλοκα και όχι αρκούντως εμπεριστατωμένα. 16. Εν γένει, πρέπει να αναπτυχθεί περαιτέρω ο μηχανισμός ενημέρωσης της OLAF σχετικά με την έκβαση ποινικών υποθέσεων που σχετίζονται με την απάτη κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, ιδίως στις υποθέσεις διαλεύκανσης όπου συμμετέχει η OLAF. Ο ρόλος του προσωπικού της OLAF θα πρέπει επίσης να μελετηθεί προκειμένου να επιτευχθεί κοινή προσέγγιση μεταξύ των κρατών μελών. Πρέπει να υποστηριχθεί και να προβληθεί η λειτουργία της OLAF όσον αφορά την παροχή στήριξης στην Επιτροπή για όλα τα ζητήματα απάτης και διαφθοράς κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. 12657/2/12 REV 2 ΓΒ/μκ 13

3.2. Γενικά συμπεράσματα Το διακρατικό οργανωμένο έγκλημα αποτελεί μια από τις μείζονες προκλήσεις που υπονομεύουν τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Ιδιαίτερο μέλημα αποτελεί η καταπολέμηση της διείσδυσης του οργανωμένου εγκλήματος σοβαρής μορφής (συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας) στη νόμιμη οικονομική δραστηριότητα. Για την αντιμετώπιση αυτής της απειλής απαιτείται ταχεία και εκτεταμένη δράση από κάθε αρχή επιβολής του νόμου και τις δικαστικές αρχές στο σύνολο της ΕΕ. Το οικονομικό έγκλημα καλύπτει ένα ευρύ φάσμα εγκληματικής δραστηριότητας όπως η πλαστογραφία, η διαφθορά και η απάτη (όπως για παράδειγμα η απάτη περί την έκδοση πιστωτικής κάρτας, η λήψη δανείου, η ιατρική βεβαίωση, η έκδοση εταιρικών ομολόγων, η δωροδοκία και η απιστία) η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, η κλοπή ταυτότητας και η φοροδιαφυγή. Τα οικονομικά εγκλήματα μπορούν να διαπραχθούν από άτομα, εταιρείες ή οργανωμένες εγκληματικές ομάδες. Μεταξύ των θυμάτων περιλαμβάνονται άτομα, επιχειρήσεις, κυβερνήσεις και ολόκληρες οικονομίες. Ως εκ τούτου, η καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος αποτελεί αυτοδικαίως στόχο της επιβολής του νόμου. Όλα τα κράτη μέλη θίγονται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό από το οικονομικό έγκλημα. Πέραν αυτού, η διερεύνηση χρηματοοικονομικών συναλλαγών συνιστά προληπτική και αποτρεπτική προστιθέμενη αξία. Αποτελεί δε σημαντικό εργαλείο για τον εντοπισμό νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλων εγκλημάτων σοβαρής μορφής, καθώς και για την επιβολή δέσμευσης, κατάσχεσης και δήμευσης των προϊόντων εγκλήματος. Σε πολλές περιπτώσεις, η διερεύνηση χρηματοοικονομικών συναλλαγών είναι απαραίτητη για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων έναντι εξειδικευμένων και υψηλού επιπέδου εγκληματιών με σκοπό την εξάρθρωση διακρατικών και οργανωμένων εγκληματικών δικτύων. Η διερεύνηση χρηματοοικονομικών συναλλαγών μπορεί επίσης να συμβάλει στην εθνική αξιολόγηση κινδύνου κατά τόπο αρμοδιότητας εφόσον παρέχει στοιχεία για τις μεθόδους εγκληματικής συμπεριφοράς, αποκαλύπτει κενά στο πλαίσιο της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης τρομοκρατικών δραστηριοτήτων και οριοθετεί την ποινική ευθύνη χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ή άλλων συναφών επαγγελμάτων. Τα οφέλη είναι προφανή ως προς τη διευκόλυνση της ποινικής έρευνας των προαναφερόμενων εγκλημάτων καθώς και επιπλέον για την αντιμετώπιση όλων των βαριών και οργανωμένων εγκλημάτων, μέσω των ακόλουθων ενεργειών: Προσδιορισμός κινήτρων, συνδέσεων και συνδέσμων με πρόσωπα και τοποθεσίες, Εντοπισμός ή αναγνώριση υπόπτων, μαρτύρων ή θυμάτων, Παροχή πληροφοριών για τις κινήσεις υπόπτων (προληπτική, συγκεκαλυμμένη χρήση πληροφοριών οικονομικής φύσεως), 12657/2/12 REV 2 ΓΒ/μκ 14

Παροχή πληροφοριών για την αντιμετώπιση του ζητήματος των κατά συρροή και υψηλής προτεραιότητας παραβατών εκεί όπου έχουν αποτύχει προηγούμενες μέθοδοι, Εντοπισμός καταζητούμενων προσώπων, συμπεριλαμβανομένων των αγνοουμένων. Πολυάριθμα συστήματα εγκληματικής δραστηριότητας γίνονται ολοένα και πιο σύνθετα. Το ίδιο ισχύει εξάλλου και στην περίπτωση του οικονομικού εγκλήματος. Πολλές μορφές διακρατικού εγκλήματος συνδέονται μεταξύ τους, ενώ οργανωμένες εγκληματικές ομάδες και άτομα υψηλής εξειδίκευσης εμπλέκονται ολοένα και περισσότερο σε οικονομικά εγκλήματα. Οι δράστες διαθέτουν συχνά έμπειρους νομικούς και χρηματοοικονομικούς συμβούλους και συνεργασία πέραν των συνόρων. Τα συστήματα εγκληματικής δραστηριότητας αποκτούν ολοένα και πιο διεθνή διάσταση, με αποτέλεσμα την εμπλοκή αυξανόμενου αριθμού αλλοδαπών δικαιοδοσιών. Στο παρελθόν, τα συστήματα αυτά ήταν σχετικώς απλά και εύκολα αντιληπτά. Τα συστήματα απάτης στον τομέα του ΦΠΑ, απάτης στις χρηματιστηριακές συναλλαγές, κλπ. μπορεί να απαιτούν άκρως περίπλοκες ενέργειες, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να είναι εύκολο να στηθούν και να αναπτυχθούν. Η βαρύτητα της ενοχής εξαρτάται περισσότερο από την αφέλεια των δυνητικών θυμάτων, αλλά και από την επιχείρηση κλίμακας, εφόσον ολιγάριθμες πράξεις αντικαθίστανται από πλήθος μικρότερων συναλλαγών. Σε κάθε περίπτωση, τα οικονομικά εγκλήματα αποτελούν τεράστια πρόκληση για το σύνολο των αρχών επιβολής του νόμου. Η τρέχουσα χρηματοπιστωτική κρίση συντελεί στην ενίσχυση του φαινομένου αυτού. Οι πόροι έχουν ελαχιστοποιηθεί, έχουν επέλθει μειώσεις στο προσωπικό και περικοπές στους μισθούς, ενώ η ανάγκη διασφάλισης του οικογενειακού εισοδήματος ενδέχεται να οδηγήσει σε αύξηση των οικονομικών εγκληματικών ενεργειών. Είναι πλέον σαφές ότι όλοι έχουν επίγνωση των αλλαγών που συντελούνται στο πλαίσιο της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος εν γένει και ειδικότερα του οικονομικού εγκλήματος. Τα κράτη μέλη αποδίδουν υψίστη σημασία στην καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος, και η πολιτική για την αντιμετώπιση των παράνομων προσόδων, για παράδειγμα, προέρχεται από τη συνειδητοποίηση ότι τα παραδοσιακά μέτρα επιβολής του νόμου από μόνα τους δεν μειώνουν τον κίνδυνο που προκύπτει από εγκληματικές οργανώσεις. Επιπλέον, με βάση την αρχή «το έγκλημα δεν πρέπει να αποδίδει», αναγνωρίζεται ότι για τους εγκληματίες αυτούς αποτελεί βαρύτερη συνέπεια να απολέσουν τα προϊόντα εγκλήματος που απέκτησαν παράνομα παρά να εγκλεισθούν στη φυλακή για ένα χρονικό διάστημα. 12657/2/12 REV 2 ΓΒ/μκ 15

Είναι αναγκαία, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, η βελτίωση της συνεργασίας στον τομέα του οικονομικού εγκλήματος, για παράδειγμα μέσω της στενότερης συνεργασίας μεταξύ των Μονάδων Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών (ΜΧΠ), των Γραφείων Ανάκτησης Περιουσιακών Στοιχείων (ΓΑΠΣ), των αστυνομικών και τελωνειακών αρχών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μελετήσουν τη δυνατότητα μόνιμων διακανονισμών συνεργασίας μεταξύ όλων των αρχών επιβολής του νόμου (αστυνομία, τελωνεία, συνοριακή φρουρά, κλπ.) για τη στήριξη του κοινού έργου τους για την καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μελετήσουν περαιτέρω τη δυνατότητα κατάρτισης ευρύτερων διακανονισμών πολυτομεακής συνεργασίας συμπεριλαμβανομένων και άλλων υπηρεσιών που δεν είναι επιφορτισμένες με καθήκοντα επιβολής του νόμου, όπως φορολογικές αρχές και υπηρεσίες δίωξης οικονομικού εγκλήματος. Θα πρέπει να αρθούν τυχόν εμπόδια στη συνεργασία αυτή, όπως η αμοιβαία χρήση των αντίστοιχων βάσεων δεδομένων. Επίσης, πρέπει να αποδίδεται η δέουσα σημασία στην εφαρμογή των ισχυόντων κανόνων προστασίας δεδομένων. Θα πρέπει επίσης να αναληφθούν ενέργειες για τον περαιτέρω εξορθολογισμό της λειτουργίας των αρχών και των πολιτικών των κρατών μελών, προς αποφυγή των εμποδίων στη συνεργασία και των επικοινωνιακών σφαλμάτων, για τον απλό λόγο ότι μεταξύ τους ομόλογες αρχές δεν γνωρίζουν πού θα πρέπει να απευθυνθούν ή πώς να χειριστούν τις σχετικές πολιτικές. Χρειάζονται εκτενείς και συμπληρωματικές πολιτικές επιβολής του νόμου έναντι του οικονομικού εγκλήματος και της διερεύνησης χρηματοοικονομικών συναλλαγών, που να καλύπτουν όλες τις αρμόδιες αρχές, όπως, μεταξύ άλλων, τις διωκτικές αρχές, σύμφωνα με τις σχετικές προτεραιότητες που έχουν συμφωνηθεί σε επίπεδο ΕΕ. Τέτοιες πολιτικές πρέπει να αντικατοπτρίζονται στο πλαίσιο μιας μακρόπνοης εθνικής στρατηγικής. Όσον αφορά την πρόβλεψη προληπτικών μέτρων επιβολής, θα είναι άκρως επωφελής η συμπερίληψη της έννοιας της αστυνόμευσης βάσει εμπιστευτικών πληροφοριών οικονομικής φύσεως. Επιπλέον, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόσουν και να προωθήσουν την αξιοποίηση του συνόλου της νομοθεσίας της ΕΕ για την αμοιβαία αναγνώριση και τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις. Αντίστοιχα, η Επιτροπή θα πρέπει να λάβει υπόψη τις μέχρι τούδε εμπειρίες των κρατών μελών εκδίδοντας νέα ή συμπληρωματική νομοθεσία στον τομέα αυτό. Υπάρχουν αναμφίβολα πολλές βέλτιστες πρακτικές στην ΕΕ, οι οποίες θα πρέπει να συναποτελέσουν μια σταθερή βάση για τη διαμόρφωση μελλοντικών προτάσεων. Παρόλο που τα κράτη μέλη επιδεικνύουν σθεναρή βούληση για την καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος, αποτελεί θέμα ανησυχίας η εν γένει μεγάλη ποικιλία προσέγγισης εκ μέρους των κρατών μελών, που καταδεικνύουν ετερογένεια παρά ομοιογένεια και κατακερματισμό παρά συναντίληψη. 12657/2/12 REV 2 ΓΒ/μκ 16

Οι πολυτομεακές ομάδες που συγκροτήθηκαν σε αρκετά κράτη μέλη για το συντονισμό της συνεργασίας μεταξύ των αρχών στο πλαίσιο της καταπολέμησης του εγκλήματος αποτελούν ικανοποιητικά παραδείγματα για τη δυνατότητα «θεσμοθέτησης» της συνεργασίας και για εξασφαλιστεί ότι ο προγραμματισμός των εργασιών καθορίζεται, ιεραρχείται και καθοδηγείται από κοινού. Η συγκέντρωση διαφόρων ειδικοτήτων και αρμοδιοτήτων σε μια ομάδα κατά τη διερεύνηση ενός σύνθετου εγκλήματος, φαίνεται ότι παρέχει στέρεες βάσεις για την αποτελεσματική καταπολέμηση του οργανωμένου οικονομικού εγκλήματος. Το υπόδειγμα αυτό μπορεί εύκολα να επεκταθεί και στο κοινό επίπεδο της ΕΕ. Ωστόσο, η από κοινού καταπολέμηση του εγκλήματος συνεπάγεται επίσης κοινές επιτυχίες και την ανάγκη κοινής αποτίμησης. Για να αξιολογηθεί η επιτυχία μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης, είναι σημαντικό, μεταξύ άλλων να παρασχεθούν κοινά στατιστικά δεδομένα στους τομείς συνεργασίας, όχι μόνο για την επιβολή του νόμου αλλά και για τους σκοπούς της διοίκησης, καθώς επίσης για την πολιτική νομιμοποίηση της συνεργασίας μεταξύ αρμόδιων αρχών. Σε ό,τι αφορά την καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος και τη διερεύνηση χρηματοοικονομικών συναλλαγών μπορούν να προσδιοριστούν ορισμένες βασικές προκλήσεις. Η πρώτη πρόκληση αφορά το χειρισμό της υπόθεσης (συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης του χρόνου και των πόρων) και τη συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Η διυπηρεσιακή συνεργασία και η συνεργασία μεταξύ διοικητικών και δικαστικών αρχών θα πρέπει να ενισχυθούν. Διαπιστώνεται ότι έχουν γίνει πολλά σημαντικά βήματα για την αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού στα κράτη μέλη, αλλά πολλά πρέπει ακόμα να γίνουν όπως επισημαίνεται στην αξιολόγηση των 27 κρατών μελών. Η δεύτερη πρόκληση αφορά τους κατά κοινή εκτίμηση περίπλοκους νομικούς κανόνες, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο ΕΕ. Υπάρχει συνεχής ανάγκη για βελτίωση των νομικών διατάξεων και διαδικασιών για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των διώξεων και των ερευνών. Θα μπορούσε να εξεταστεί το ενδεχόμενο μεγαλύτερης προσέγγισης των ορισμών του εγκλήματος (για παράδειγμα εξαπάτηση, απάτη, μη απόδοση ΦΠΑ, υπεξαίρεση, παράνομη απόκτηση κεφαλαίων, και διαφθορά) και των ποινών καθώς και ορισμένων διαδικαστικών κανόνων (λ.χ. χρόνος απάντησης στις αιτήσεις δικαστικής συνδρομής). Οι εργασίες όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας (EIO) θα πρέπει να συνεχιστούν σθεναρά όπως αποφασίστηκε στο πλαίσιο του Προγράμματος της Στοκχόλμης. Λόγω των ιδιαιτεροτήτων και της πολυπλοκότητάς τους, ορισμένα είδη εγκλημάτων, όπως χειραγώγηση της 12657/2/12 REV 2 ΓΒ/μκ 17

αγοράς, πληθωριστικές πιέσεις στις τιμές και συγκρούσεις συμφερόντων θα δικαιολογούσαν τη θέσπιση ειδικών νομοθετικών μέτρων σε επίπεδο ΕΕ. Επί του παρόντος, αποτελεί αντικείμενο διαπραγματεύσεων μία οδηγία για την κατάχρηση αγοράς και την αθέμιτη εκμετάλλευση εμπιστευτικών πληροφοριών στο πλαίσιο μιας ευρύτερης δέσμης μέτρων για την καταπολέμηση των αθέμιτων πρακτικών της αγοράς. Όπως έχει υπογραμμιστεί, μείζονες προκλήσεις για ποινικές έρευνες και διώξεις στο πλαίσιο της καταπολέμησης του οικονομικού εγκλήματος εν γένει περιλαμβάνουν την αυξημένη πολυπλοκότητα των ερευνών, το πρόβλημα των διαφορών ως προς το καθεστώς των περιορισμών που διέπουν τη διασυνοριακή συνεργασία, την έλλειψη κοινών ορισμών των εγκλημάτων οικονομικής φύσεως, και τις διαφορετικές διαβαθμίσεις των κυρώσεων, τις δυσκολίες που προκύπτουν από τη χρησιμοποίηση αποδεικτικών στοιχείων που συλλέγονται με βάση διοικητικές έρευνες και προβλήματα σε θέματα δικαιοδοσίας. Πρόκειται εν μέρει για ζήτημα κατάρτισης και περαιτέρω ευαισθητοποίησης. Αστυνομικοί, εισαγγελείς, δικαστές και άλλες αρχές πρέπει να παρακολουθήσουν κατάρτιση για να αναλάβουν υποθέσεις όσον αφορά το οικονομικό έγκλημα, ιδίως διασυνοριακού χαρακτήρα, και να κατανοήσουν το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο. Είναι επείγουσα ανάγκη να παρασχεθεί η κατάλληλη κατάρτιση στους χειριστές προκειμένου να αυξηθεί ο αριθμός των ειδικών ανακριτών στον τομέα αυτόν. Ωστόσο, όπως σημειώθηκε ανωτέρω, πρόκειται για ένα ουσιαστικό νομικό ζήτημα που θα πρέπει να αντιμετωπιστεί σε επίπεδο ΕΕ. Εάν κριθεί ότι ορισμένα στοιχεία του νομικού πλαισίου είναι ιδιαιτέρως περίπλοκα, θα πρέπει να αναληφθούν ενέργειες ώστε να επανεξεταστούν και αναλόγως να τροποποιηθούν. Η τρίτη πρόκληση αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία και το ζήτημα των ηλεκτρονικών δεδομένων. Το όλο ζήτημα των ηλεκτρονικών δεδομένων, όπως ο τρόπος ανάλυσης, η ακολουθητέα μεθοδολογία, η αποθήκευση και διαβίβαση δεδομένων κοκ., αποτελεί σημαντική πρόκληση. Ο εντοπισμός αποδεικτικών στοιχείων που κρύβονται μέσα σε χιλιάδες μεγαμπάιτ αποτελεί μεγάλο εμπόδιο για την επιτυχή έκβαση των ερευνών και το ζήτημα είναι πώς να οριοθετηθούν και να αναλυθούν τα δεδομένα αυτά. Το θέμα αφορά επίσης τη διαθεσιμότητα των βάσεων δεδομένων και λογισμικού ανάλυσης, αλλά και την κατάρτιση και γνώση για τον τρόπο προσέγγισης ενός τομέα που ενίοτε φαντάζει σαν όγκος αδιαπέραστων στρωμάτων πληροφοριών. Το ζήτημα σχετίζεται με νομικές απαιτήσεις καθώς και τη δυνατότητα ανάκτησης σχετικών δεδομένων. 12657/2/12 REV 2 ΓΒ/μκ 18

Υπό το πρίσμα αυτό, θα πρέπει να υπογραμμιστούν ο ρόλος και η λειτουργία των αρμόδιων οργανισμών της ΕΕ, ιδίως της Ευρωπόλ και της Eurojust. Τόσο η Ευρωπόλ όσο και η Eurojust διαθέτουν υψηλής τεχνολογίας πληροφοριακά συστήματα για την ανάλυση μεγάλου όγκου δεδομένων οικονομικού εγκλήματος και ειδικευμένο προσωπικό για την επιτέλεση των σχετικών καθηκόντων. Ειδικότερα η Ευρωπόλ διαθέτει δεκαετή εμπειρία στην ανάλυση πληροφοριών και στοιχείων ποινικού χαρακτήρα που της παρέχουν τα κράτη μέλη και υποβάλλει υψηλής ποιότητας εκθέσεις και πραγματογνωμοσύνη σχετικά με τις πληροφορίες αυτές προς τα κράτη μέλη. Η ποιότητα των συγκεκριμένων αναλύσεων εξαρτάται από τα παρεχόμενα δεδομένα. Η έγκαιρη υποβολή σχετικών ποιοτικών δεδομένων στην Ευρωπόλ θα ενισχύσει την υποβολή καλύτερων αποτελεσμάτων ανάλυσης. Το ίδιο ισχύει και για την Eurojust. Η τέταρτη πρόκληση είναι ο χρόνος. Η διερεύνηση χρηματοοικονομικών συναλλαγών είναι συχνά χρονοβόρα και προϋποθέτει τη χρήση πληθώρας πόρων από απόψεως χρόνου, ανθρώπινου δυναμικού και οικονομικών μέσων. Πολλοί προσπαθούν να εξεύρουν την καλύτερη δυνατή ισορροπία μεταξύ κόστους και αποτελέσματος. Ενίοτε, επιβάλλονται σκληρές επιλογές πράγμα που συνεπάγεται ότι ορισμένα ζητήματα τίθενται κατά μέρος. Ωστόσο, όταν υπάρχουν διαθέσιμοι κατάλληλοι πόροι και εκτίμηση του απαιτούμενου χρόνου, οι επιλογές αυτές θα πρέπει να είναι βαρύνουν λιγότερο. Οι ανακριτικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων των εισαγγελικών αρχών, θα πρέπει να πλαισιώσουν τη διερεύνηση χρηματοοικονομικών συναλλαγών ακόμη και εάν αυτές συνεπάγονται σημαντικό πρόσθετο φόρτο. Η διερεύνηση χρηματοοικονομικών συναλλαγών μπορεί να οδηγήσει σε νέους δρόμους τις έρευνες και ενδεχομένως σε καταδικαστικές αποφάσεις και στη δήμευση περιουσιακών στοιχείων η οποία αποτελεί αυτοδίκαιη κύρωση. Επιπλέον, η πρόληψη είναι σημαντικό εργαλείο για την καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος. Το ζήτημα φαίνεται ότι έχει γένει παραμεληθεί, εφόσον οι πολιτικές και οι πόροι στρέφονται στην εκ των υστέρων διερεύνηση του οικονομικού εγκλήματος. Πέραν αυτού, υπάρχουν καλά παραδείγματα που προβλέπουν προληπτικά συστήματα αντιμετώπισης του οικονομικού εγκλήματος, συμπεριλαμβανομένων πτυχών όπως παρουσιάσεις στη δημόσια τηλεόραση, δημοσιεύσεις στις εφημερίδες και σε άλλες εκδόσεις, συμπράξεις με επιλεγμένες ιδιωτικές εταιρείες - ως επί το πλείστον σε πανεπιστημιακό περιβάλλον - καθώς και εύληπτα φυλλάδια ενημερωτικού χαρακτήρα. Η πρόληψη δεν είναι αποκλειστικά εθνικό ζήτημα. Είναι σκόπιμο να εξεταστεί το ενδεχόμενο να υιοθετηθεί κοινή στρατηγική στην οποία θα εντάσσονται όλοι οι δημόσιοι και ιδιωτικοί φορείς που είτε συμμετέχουν είτε έχουν ειδική αρμοδιότητα για τον έλεγχο, τον εντοπισμό ή την πρόληψη καταχρηστικών ή εγκληματικών πρακτικών που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν τα οικονομικά συμφέροντα των κρατών μελών. Σε συνολικό επίπεδο, το ίδιο επιχείρημα θα μπορούσε εύκολα να εφαρμοστεί σε επίπεδο ΕΕ. Η μεγαλύτερη πρόσβαση σε δεδομένα οικονομικής φύσεως θα μπορούσε να συμβάλει σε αυτή τη σημαντική προληπτική δράση. 12657/2/12 REV 2 ΓΒ/μκ 19

Εν γένει, οι προκλήσεις περιστρέφονται γύρω από τρία αλληλένδετα στοιχεία: κανόνες, ρόλοι και πόροι. Είναι αναγκαίο να υπάρχει σαφήνεια και ακρίβεια, εύληπτοι και εύχρηστοι κανόνες για την αποτελεσματική καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος, καθώς και νομικά πλαίσια και πολιτικές, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Επίσης, πρέπει να υπάρχουν σαφώς καθορισμένοι ρόλοι για όλους τους αρμόδιους φορείς, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, καθώς και αποτελεσματικά εργαλεία, συστήματα διαχείρισης, συντονισμός και κατάλληλες οργανωτικές ρυθμίσεις. Τέλος, πρέπει να διατίθενται πόροι για όλους, από απόψεως χρόνου, ανθρώπινου δυναμικού, διαχείρισης, κατάρτισης, εξοπλισμού, κλπ. Σε γενικότερο επίπεδο, πρόκειται για την ανάγκη ενίσχυσης μιας κοινής προσέγγισης για την καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος και τη διερεύνηση χρηματοοικονομικών συναλλαγών, προώθησης της συνεργασίας μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων φορέων, συμπεριλαμβανομένων των αρχών που δεν είναι επιφορτισμένες με καθήκοντα επιβολής του νόμου και, το ουσιαστικότερο, για την ανάγκη να αναπτυχθεί η επικοινωνία μεταξύ των αρμόδιων υπηρεσιών και οργανισμών. Το τελικό ζητούμενο είναι να μετατραπούν τα απομονωμένα σιλό σε κυλίνδρους στήριξης - πόλους αριστείας. Οι εν λόγω πτυχές είναι σημαντικές τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο κοινής αντιμετώπισης στο πλαίσιο της ΕΕ. Η βούληση υπάρχει. Έχουν ήδη γίνει πολλά για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας. Ωστόσο, θα πρέπει να ληφθούν και άλλα μέτρα. Η συμπλήρωση των κανόνων, των ρόλων και των πόρων με ακόμη πιο χρήσιμο περιεχόμενο θα προσδώσει την αναγκαία προστιθέμενη αξία στην καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος και τη διερεύνηση χρηματοοικονομικών συναλλαγών και θα συμβάλει στην περαιτέρω ενίσχυση του ευρωπαϊκού χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. 12657/2/12 REV 2 ΓΒ/μκ 20

4. ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ Σε ό,τι αφορά τη διερεύνηση χρηματοοικονομικών συναλλαγών και την καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος, οι ομάδες εμπειρογνωμόνων που συμμετείχαν στις 27 αξιολογήσεις ήταν σε θέση να επιθεωρήσουν σε ικανοποιητικό επίπεδο τα συστήματα των κρατών μελών. Συνολικά, οι εργασιακές αρχές και το νομικό πλαίσιο των συστημάτων κρίθηκαν ισχυρά και λειτουργικά και οι διάφοροι φορείς γνωρίζουν τους ρόλους και τις αρμοδιότητές τους. Εντούτοις, μπορούν να γίνουν ορισμένες συστάσεις που θα χρησιμεύσουν στην περαιτέρω εξέλιξη των συστημάτων των κρατών μελών. Επιπλέον, με βάση διάφορες καλές και, αναμφίβολα, ακόμη και βέλτιστες πρακτικές των κρατών μελών, παρατίθενται σχετικές συστάσεις προς την ΕΕ καθώς και τα όργανα και τους οργανισμούς της. 4.1.. Συστάσεις προς τα κράτη μέλη 4.1.1. Κλιμάκωση της διερεύνησης χρηματοοικονομικών συναλλαγών 1. Η διερεύνηση χρηματοοικονομικών συναλλαγών θα πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να διεξάγεται σε όλες της περιπτώσεις οργανωμένου εγκλήματος σοβαρής μορφής (συμπεριλαμβανομένης της τρομοκρατίας) πέραν των αδικημάτων οικονομικής και χρηματοοικονομικής φύσεως. 2. Θα πρέπει να διαμορφωθεί σε όλα τα κράτη μέλη μια πρωταρχική πολιτική για το οικονομικό έγκλημα και τη διερεύνηση των χρηματοοικονομικών συναλλαγών, η οποία θα αφορά όλες τις αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένων των διωκτικών αρχών, με σκοπό την επίσπευση των σύνθετων και χρονοβόρων ερευνών στον τομέα του οικονομικού εγκλήματος. Η εν λόγω πολιτική θα πρέπει να περιλαμβάνει αντίστοιχες προτεραιότητες που έχουν συμφωνηθεί σε επίπεδο ΕΕ και να θέτει τις βάσεις για προωθημένες έρευνες. Θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στη δυνητική προστιθέμενη αξία της διεθνούς συνεργασίας, και ειδικότερα σε επίπεδο ΕΕ. 3. Η πολιτική για το οικονομικό έγκλημα και τη διερεύνηση χρηματοοικονομικών συναλλαγών θα πρέπει να εντάσσεται στο πλαίσιο μιας μακρόπνοης εθνικής στρατηγικής. Η στρατηγική θα πρέπει, εφόσον είναι εφικτό, να περικλείει την έννοια της αστυνόμευσης βάσει εμπιστευτικών πληροφοριών οικονομικής φύσεως προκειμένου να επιτραπεί η επιβολή προληπτικών μέτρων με βάση τα αποτελέσματα της ανάλυσης. Η στρατηγική θα πρέπει να συνδυαστεί με τακτική αναθεώρηση και μεθοδολογία αξιολόγησης καθώς και κατάλληλο μηχανισμό υποβολής εκθέσεων για τους συμμετέχοντες φορείς. Κατά τη χάραξη της στρατηγικής αυτής, θα πρέπει να εξεταστούν ορισμένα βασικά κριτήρια, κανόνες ή κατευθυντήριες γραμμές προκειμένου να αποσαφηνιστεί τόσο ο καταμερισμός αρμοδιοτήτων μεταξύ των διαφόρων αρχών με επιλεκτικά καθήκοντα καθώς και η συμπερίληψη των κύριων προτεραιοτήτων, μεταξύ των οποίων και οι σοβαρές υποθέσεις διεθνούς εγκληματικότητας. Η στρατηγική θα πρέπει κατά συνέπεια να στηρίζεται από κατάλληλη διοίκηση εντός της αστυνομίας, ώστε να προωθηθεί η προληπτική προσέγγιση βάσει εμπιστευτικών πληροφοριών. 12657/2/12 REV 2 ΓΒ/μκ 21

4. Τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να αναπτύξουν πλήρως ορατή διαδικασία στο σύνολο του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης προκειμένου να είναι δυνατή η παρακολούθηση της διαδικασίας ανάκτησης, δέσμευσης και δήμευσης περιουσιακών στοιχείων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες ήδη από την έναρξη των ερευνών, καθώς και η συλλογή των απαιτούμενων στατιστικών στοιχείων. Τα κράτη μέλη παροτρύνονται εξάλλου να επανεξετάσουν τις δεξιότητες και ικανότητες διερεύνησης του οικονομικού εγκλήματος προκειμένου να αποτραπούν ο κατακερματισμός και οι επικαλύψεις και να προωθηθούν η συνεργασία και οι συμπράξεις. Τα κράτη μέλη που διαθέτουν περισσότερες αστυνομικές δυνάμεις ενθαρρύνονται να θεσπίσουν ένα ολοκληρωμένο σύστημα ώστε το σύνολο των αστυνομικών δυνάμεων της χώρας να έχει πρόσβαση στις διάφορες βάσεις δεδομένων που περιλαμβάνουν πληροφορίες οι οποίες είναι σημαντικές για τη διερεύνηση του οικονομικού εγκλήματος, τουλάχιστον μέσω της παροχής «θετικής ή μη θετικής απάντησης (hit/no hit)». 5. Ο εντοπισμός και η κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων θα πρέπει να εντάσσονται όσον το δυνατόν συστηματικότερα στον προγραμματισμό των ποινικών ερευνών και τα αποτελέσματά τους θα πρέπει να προσμετρώνται συμπληρωματικά στο δείκτη επιδόσεων των αρμόδιων μονάδων και υπαλλήλων. Η εκτέλεση δημεύσεων, προστίμων και παρεμφερών μέτρων που προβλέπονται από το νόμο μπορεί να αποτελεί καίριο δείκτη της αποδοτικότητας τόσο της επιβολής του νόμου όσο και των δικαστικών αρχών. 6. Για να διευκολυνθούν οι τελικές δικαστικές αποφάσεις, πρέπει να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα, όπως προσδιορισμός των οικονομικών χαρακτηριστικών, έρευνα και κατάσχεση στο νωρίτερο δυνατό στάδιο της διαδικασίας, επιτρέποντας στις έρευνες να διαπιστώσουν με σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης. Πρέπει να μελετηθεί η δυνατότητα ευρύτερης προσφυγής σε ισχύοντα μέτρα, όπως κατασχέσεις ή άλλες διαδικαστικές διατάξεις, όπως είναι λ.χ., και κατά περίπτωση, η μείωση του βάρους της απόδειξης ή «αντιστροφή του βάρους της απόδειξης» όσον αφορά την παράνομη προέλευση των προϊόντων εγκλήματος με παράλληλο σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών καθώς και των θεμελιωδών αρχών που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες, λ.χ. τα δικαιωμάτων υπεράσπισης και το τεκμήριο της αθωότητας. 7. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να βελτιώσουν τη συλλογή και ανάλυση στατιστικών στοιχείων σχετικά με τις έρευνες που έχουν διενεργήσει οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου καθώς και για αδικήματα, παραβάτες, δεσμευμένα ή δημευθέντα περιουσιακά στοιχεία που ανακτήθηκαν και για την εφαρμογή νομοθετικών πράξεων της ΕΕ. Σε ό,τι αφορά την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων, θα πρέπει να συλλέγονται πληροφορίες για εντολές κατάσχεσης αλλά και τα ποσά που εισπράχθηκαν. Θα πρέπει να συζητούνται τακτικά από τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν, οι αδυναμίες του συστήματος ανάκτησης και οι αιτήσεις αναστολής της εκτέλεσης ή άρσης των μέτρων που υπέβαλαν οι παραβάτες. Οι εργασίες αυτές θα αποτελέσουν εργαλείο αποτελεσματικής διαχείρισης και χάραξης πολιτικής. 12657/2/12 REV 2 ΓΒ/μκ 22