Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡOΠOΝΗΣΗΣ ΠΕΤOΣΦΑΙΡΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΛΤΙΚΗ ΙΚΑΝOΤΗΤΑ ΠΡOΕΦΗΒΩΝ ΚOΡΙΤΣΙΩΝ THE EFFECT OF VOLLEYBALL TRAINING ON JUMPING PERFORMANCE IN PREPUBESCENT GIRLS Καλούδη Μ., Παπαδοπούλου Σ.Δ., Μπάσσα Ε., Oικονόμου Ν., Παναγιωτίδου Κ. Εργαστήριο Προπονητικής & Αθλητικής Απόδοσης, Τ.Ε.Φ.Α.Α., Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Ίση συμμετοχή των δύο πρώτων συγγραφέων) M. Kaloudi, S.D. Papadopoulou, E. Bassa, N. Oikonomou, K. Panagiotidou Coaching & Sport Performance Laboratory, Department of Physical Education & Sports Science, Aristotle University of Thessaloniki, Greece (Equal contribution of the two first authors) Περίληψη Σκοπός της έρευνας ήταν να διερευνήσει την επίδραση της προπόνησης πετοσφαίρισης στην αλτική ικανότητα κοριτσιών προεφηβικής ηλικίας και στην αποτελεσματική χρήση της ελαστικής ενέργειας σε διάφορα είδη αλμάτων. Το δείγμα αποτέλεσαν συνολικά τριάντα (30) προέφηβα κορίτσια ηλικίας 9-11 ετών, εκ των οποίων δεκαπέντε (15) ήταν αθλήτριες πετοσφαίρισης (ΠΕ) και δεκαπέντε (15) μη αθλούμενα κορίτσια (ΜΑ). Oι δοκιμαζόμενες εκτέ - λεσαν από τρεις προσπάθειες στα άλματα από ημικάθισμα (SJ), με προδιάταση (CMJ) και μετά από πτώση (DJ) από 5-50cm ανά 5cm και επιλέχθηκε από κάθε είδος άλματος η μέγιστη τιμή. Oι μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν με τη χρήση του φορητού ηλεκτρονικού τάπητα (Bosco Ergojump). Για τη στατιστική επεξεργασία χρησιμοποιήθηκε η ανάλυση διακύμανσης με επαναλαμβανόμενες μετρήσεις (ANOVA repeated measurements) 2 12 και 2 10, με διόρθωση Bonferroni. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, οι αθλήτριες ΠΕ παρουσίασαν σημαντικά υψηλότερες τιμές στο ύψος άλματος και τον χρόνο πτήσης σε όλα τα είδη αλμάτων (p<.05), χωρίς σημαντικές διαφορές στον Abstract The aim of the study was to examine the effect of volleyball training on jumping performance in prepubescent girls and on the effective use of elastic energy on different types of jumps. The sample consisted of thirty (30) preadolescent girls 9-11 years old, out of whom fifteen (15) were volleyball athletes (VA) and fifteen (15) were non-athletes (NA). Each participant executed three squat jumps (SJ), countermovement jumps (CMJ) and drop jumps (DJ) from a height of 5-50cm every 5cm; the best value for every type of jump was selected and recorded. Measurements were carried out with the use of the portable electronic platform (Bosco Ergojump). For statistical analysis, the ANOVA method (repeated measures analysis of variance) 2 12 and 2 10 with Bonferroni correction was applied. According to the results, VA presented significantly higher values in jump height and flying time in all jump types (p<.05), compared to NA. No significant differences were found between VA and NA with regard to ground contact time and power output (p>.05). Also, VA presented significantly hig her values of jump height and flying time in CMJ compared Αλληλογραφία Μαρία Καλούδη Θερμαϊκού 26, Καλαμαριά 55133 Θεσσαλονίκη E-mail: marouli_21@hotmail.com Correspondence Maria Kaloudi Thermaikou 26, Kalamaria 55133 Thessaloniki, Greece E-mail: marouli_21@hotmail.com ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΑΘΛΗΣΗ, Τόμος VIII, 2011/2012 Σελ. 15-24
16 ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΑΘΛΗΣΗ, Τόμος VIII, 2011/2012 χρόνο επαφής και την ισχύ (p>.05), σε σύγκριση με τα ΜΑ κορίτσια. Ακόμη, οι αθλήτριες ΠΕ εμφάνισαν σημαντικά μεγαλύτερες τιμές στο ύψος άλματος και τον χρόνο πτήσης στο CMJ σε σχέση με όλα τα είδη DJ (p<.05), εν αντιθέσει με τις ΜΑ (p>.05). Συνολικά τα κορίτσια προεφηβικής ηλικίας δεν έδειξαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των αλμάτων DJ, ούτε στον χρόνο επαφής ούτε και στην ισχύ (p>.05). Συμπεραίνεται ότι η προπόνηση πετοσφαίρισης βελτιώνει την απόδοση στο άλμα, όμως διαπιστώνεται ότι οι προέφηβες, αθλούμενες και μη, αδυνατούν να αξιοποιήσουν σωστά τον κύκλο διάτασης-βράχυνσης, ώστε να παρουσιάσουν καλύτερη απόδοση στο DJ σε σχέση με το CMJ. Λέξεις-κλειδιά: πετοσφαίριση, κορίτσια, προεφηβεία, αλτική απόδοση, άλματα με πτώση. to all DJ (p<.05), while the opposite applied in NA (p>.05). In overall, preadolescent girls did not show significant dif ferences between different DJ heights, concerning contact time or power output (p>.05). In conclusion, volleyball training improves jumping performance while all preadolescent girls, both athletes and non-athletes, do not make the best use of the stretch-shortening cycle (SSC), in order to present a better performance in DJ compared to CMJ. Key-words: volleyball, prepubescent girls, jumping performance, drop jumps. Εισαγωγή Τ ο άθλημα της πετοσφαίρισης χαρακτηρίζεται από μικρής διάρκειας εκρηκτικές κινήσεις όπως επιθέσεις, σερβίς, μπλοκ, πτώσεις, ενώ τα άλματα που πραγματοποιούνται αφορούν κυρίως στα κάθετα για την εκτέλεση της επίθεσης, της πάσας, του σερβίς και του μπλοκ. Λαμβάνοντας υπόψη τον κυρίαρχο ρόλο που διαδραματίζουν τα κατακόρυφα άλματα στο άθλημα, καθώς και τη συχνότητα με την οποία εμφανίζονται σε έναν αγώνα πετοσφαίρισης, διαφαίνεται πως αποτελούν έναν από τους βασικούς παράγοντες που επιδρούν στην απόδοση (Sheppard, Chapman, Gough, McGuigan & Newton, 2009). Τα κατακόρυφα άλματα αποτελούν μια σύνθετη πολυαρθρική κίνηση με ιδιαίτερες απαιτήσεις στο επίπεδο του μυϊκού συντονισμού (Kraemer & Newton, 1994) και είναι αναπόσπαστο κομμάτι στις αθλητικές δραστηριότητες που εμπεριέχουν κινήσεις εκρηκτικού χαρακτήρα (Villareal, Gonzalez-Padillo & Izquierdo, 2008). Επιπλέον, αποτελούν μια σημαντική και εξειδικευμένη μορφή προπόνησης σε όλα τα αθλήματα, στα οποία η ταχυδύναμη παίζει σημαντικό ρόλο για την επίδοση των αθλητών (Κομσής, 2003). Τα κατακόρυφα άλματα μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες που είναι: το άλμα βάθους ή άλμα από πτώση (DJ), το άλμα από το ημικάθισμα (SJ) και το άλμα με αντίθετη κίνηση ή άλμα προδιάτασης (CMJ) (Bosco, 1995). Αναλυτικά, στην πετοσφαίριση τα κατακόρυφα άλματα πραγματοποιούνται με μεγαλύτερη συχνότητα από τους μπλοκέρ, οι οποίοι καλούνται να αντιδράσουν στον συντομότερο δυνατόν χρόνο απέναντι στην επίθεση του αντιπάλου παίκτη, από τη θέση συσπείρωσης πριν το κάθετο άλμα (SJ). Το CMJ συναντάται κυρίως κατά την εκτέλεση του καρφιού. O αθλητής όταν επιτίθεται αφού εκτελέσει τη φορά, στο τελευταίο πάτημα επιβαρύνει με έκκεντρη σύσπαση τον τετρακέφαλο μυ και τους μύες του γαστροκνημίου. Έπειτα, κατά την κάμψη των αρθρώσεων του ισχίου, των γονάτων και της ποδοκνημικής
Επίδραση προπόνησης πετοσφαίρισης στην αλτική ικανότητα προεφήβων κοριτσιών 17 πραγματοποιείται μία ομόκεντρη σύσπαση στους μύες που περιβάλλουν αυτές τις αρθρώσεις, προτού εφαρμοστεί η ώθηση για απογείωση. Το CMJ, σε αντίθεση με το SJ, χαρακτηρίζεται ως πιο αργό και λιγότερο εκρηκτικό (Reeser & Bahr, 2009). Το DJ συναντάται κατά την εκτέλεση του μπλοκ σε επαναλαμβανόμενες επιθέσεις του αντιπάλου. Το άλμα αυτό σχετίζεται με τον κύκλο διάτασης-βράχυνσης (SSC), δηλαδή την αρχική κατάσταση διάτασης (ομόκεντρη σύσπαση) και μετέπειτα βράχυνσης (σύγκεντρη) του μυός που συσπάται (Hoffren, Ishikawa & Komi, 2007; Marcovic, 2007). Η απόδοση στο κατακόρυφο άλμα επηρεάζεται από ποικίλους παράγοντες, οι οποίοι συχνά αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Ως σημαντικότεροι αναφέρονται η μέγιστη δύναμη, ο μέγιστος ρυθμός ανάπτυξης της ισχύος (ικανότητα παραγωγής ενέργειας σε όσο το δυνατόν μικρότερο χρόνο) (Kraemer & Newton, 1994), η ηλικία (Temfemo, Hugues, Chardon, Mandengue & Ahmaidi, 2009), το φύλο, όπου σύμφωνα με τους Bosco και Komi (1980) φάνηκε πως η απόδοση στα DJ ήταν παρόμοια και για τα δύο φύλα στις μικρές ηλικίες. Στην ηλικία όμως των 15 ετών και άνω, διαπιστώθηκε πως η απόδοση των αγοριών υπερίσχυε από αυτή των κοριτσιών. Τέλος, η απόδοση του κατακόρυφου άλματος επηρεάζεται ακόμη από το είδος της αθλητικής δραστηριότητας, τη σκληρότητα του μυοτενόντιου συστήματος, την εφαρμογή ενός προπονητικού προγράμματος (Hoffren, Ishikawa & Komi, 2007), τα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά (Παπαδοπούλου, 2001; Silvestre, West, Maresh & Kraemer, 2006), τα οποία εξελίσσονται ανά έτος ανάπτυξης σε υψηλότερο βαθμό σε αθλήτριες πετοσφαίρισης (ΠΕ) από ό,τι σε μη αθλούμενα κο ρίτσια (ΜΑ), λόγω της συστηματικής προπόνησης και της αρχικής επιλογής τους για τις απαιτήσεις του συγκεκριμένου αθλήματος (Παπαδοπούλου, Παπαδοπούλου, Παναγιωτίδου, Λιάπη & Κοτζαμανίδης, 2006), καθώς και από την τεχνική εκτέλεσης του άλματος (Bobbert, 1990). Σε έρευνα του Kotzamanidis (2006) σε δείγμα αγοριών προεφηβικής ηλικίας, αναφέρονται σημαντικές βελτιώσεις στην απόδοση της κατακόρυφης αλτικής ικανότητας και συγκεκριμένα στο SJ μετά από αλτική προπόνηση. Επίσης, μελέτη των Bassa, Patikas, Panagiotidou, Papado poulou, Pylianidis & Kotzamanidis (2012) που πραγματοποιήθηκε μεταξύ αγοριών και κοριτσιών αθλητών στίβου και αντίστοιχων μη αθλουμένων παιδιών προεφηβικής ηλικίας, έδειξε ότι συνολικά τα αθλούμενα παιδιά παρουσίασαν υψηλότερη απόδοση στην αλτική ικανότητα από τα αντίστοιχα απροπόνητα. Ωστόσο, τα αθλούμενα παιδιά παρουσίασαν μια αδυναμία στη χρήση της ελαστικής τους ενέργειας κατά τη διάρκεια αλμάτων DJ, καθώς παρουσίασαν σημαντικά χαμηλότερες επιδόσεις σε σχέση με το CMJ. Ανάλογες έρευνες σε προέφηβες αθλήτριες ΠΕ, που εκτελούν σε κάθε προπονητική μονά δα λόγω της φύσης του αθλήματος σχετικά μεγάλο αριθμό αλμάτων, είναι περιορισμένες. Σκοπός της έρευνας ήταν να διερευνήσει την επίδραση της προπόνησης πετοσφαίρισης στην αλτική ικανότητα κοριτσιών προεφηβικής ηλικίας και στην αποτελεσματική χρήση της ελαστικής ενέργειας σε διάφορα είδη αλμάτων. Μεθοδολογία Δείγμα Στην έρευνα συμμετείχαν συνολικά 30 κορίτσια ηλικίας 9 έως 11 ετών, από τα οποία τα 15 κορίτσια ήταν ενεργές αθλή-
18 ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΑΘΛΗΣΗ, Τόμος VIII, 2011/2012 τριες ΠΕ (πειραματική ομάδα) και τα υπόλοιπα 15 ΜΑ κορίτσια (ομάδα ελέγχου). Στη μελέτη που πραγματοποιήθηκε κατά την αγωνιστική / σχολική περίοδο 2009-2010, τα παιδιά επιλέχθηκαν με τυχαία δειγματοληψία από αυτά που προσφέρθηκαν εθελοντικά, με την έγκριση των προπονητών όσον αφορά στις αθλήτριες ΠΕ, αλλά και την αντίστοιχη των διευθυντών των σχολείων για τα υπόλοιπα κορίτσια. Για όλα τα παιδιά υπήρχε γραπτή συγκατάθεση των κηδεμόνων τους. Oι αθλήτριες ΠΕ προπονούνταν σε αθλητικούς συλλόγους τρεις φορές εβδομαδιαίως, ενώ τα ΜΑ κορίτσια συμμετείχαν μόνο στο μάθημα της φυσικής αγωγής. Oι μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν για τις αθλήτριες ΠΕ στους χώρους προπόνησής τους και για τα ΜΑ κορίτσια στο γυμναστήριο ή στην αυλή του σχολείου τους κατά την ώρα διεξαγωγής του μαθήματος της φυσικής αγωγής. Από τη μελέτη εξαιρέθηκαν τα κορίτσια με ιστορικό κακώσεων, όσα είχαν έναρξη της έμμηνου ρύσης και αυτά που είχαν Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) μεγαλύτερο από το φυσιολογικό (>25). Όλα τα κορίτσια βρίσκονταν στο 1 ο και 2 ο στάδιο βιολογικής ωρίμανσης (Tanner, 1962). Όργανα μέτρησης Τα όργανα μέτρησης που χρησιμοποιήθηκαν για τη διεξαγωγή της έρευνας ήταν: η ηλεκτρονική ζυγαριά Seca 707 ακριβείας 100gr, για τη μέτρηση της σωματικής μάζας στο πλησιέστερο χιλιόγραμμο, το αναστημόμετρο Seca 220 ακριβείας 0.1cm, για τη μέτρηση του αναστήματος των δοκιμαζομένων με ακρίβεια εκατοστού, ο φορητός ηλεκτρονικός τάπητας Ergojump σχεδιασμένος από τον Bosco (Bosco, 1995), για τη μέτρηση της αλτικής ικανότητας και της μηχανικής ισχύος. Η εγκυρότητα του Ergojump έχει αποδειχθεί σε προηγούμενη μελέτη (García-López, Peleteiro, Rodgríguez-Marroyo, Morante, Herrero & Villa, 2005). Επίσης, χρησιμοποιήθηκαν και 10 ειδικά κατασκευασμένα πλινθία ύψους από 5 έως 50cm ανά 5cm, για την εκτέλεση των αλμάτων DJ. Περιγραφή των δοκιμασιών Η πειραματική ομάδα (ΠO) και η ομάδα ελέγχου (OΕ) εκτέλεσαν μέγιστα κατακόρυφα άλματα SJ και CMJ, καθώς και άλματα DJ από τα παρακάτω ύψη: 5cm, 10cm, 15cm, 20cm, 25cm, 30cm, 35cm, 40cm, 45cm και 50cm, για να διαπιστωθεί το ευνοϊκότερο ύψος για καλύτερη επίδοση. Η καταγραφή των δεδομένων για κάθε παιδί γινόταν σε ειδικά πρωτόκολλα που εμπεριείχαν τα ατομικά στοιχεία, το ιατρικό ιστορικό και τα αν θρωπομετρικά χαρακτηριστικά τους, καθώς και την προπονητική ηλικία για τις αθλήτριες ΠΕ. Τα επιλεγμένα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά αφορούσαν στη μάζα και το ύψος σώματος και τον ΔΜΣ. Διαδικασία μέτρησης Αρχικά όλα τα κορίτσια ενημερώνονταν για τον σκοπό της παρούσας μελέτης και γινόταν προσπάθεια παρότρυνσης για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, παρέχοντας θετική ανατροφοδότηση και εμψύχωση. Όλες οι μετρήσεις πραγματο ποιήθηκαν τις απογευματινές ώρες της ημέρας μετά από προθέρμανση διάρκειας 5 έως 7 λεπτών, που περιελάμβανε τρέξιμο σε χαμηλή ένταση και στη συνέχεια ακολουθούσαν δυναμικές διατάσεις των άνω και κάτω άκρων με έμφαση στα κάτω άκρα. Τέλος, πριν την έναρξη των μετρήσεων εκτελέστηκαν δοκιμαστικές προσπάθειες με καθοδήγηση των κοριτσιών για να φέρουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Αναλυτικά εξετάστηκαν το SJ, το CMJ, καθώς και το DJ από δέκα διαφορετικά ύψη με τυχαία σειρά. Όλα τα άλματα εκτελέστηκαν με τα χέρια στη μεσολαβή και
Επίδραση προπόνησης πετοσφαίρισης στην αλτική ικανότητα προεφήβων κοριτσιών 19 τον κορμό σε όρθια θέση. Oι οδηγίες προς τις δοκιμαζόμενες ήταν η απογείωση και η προσγείωση να γινόταν στο ίδιο σημείο, με τα δυο πόδια και με το άνοιγμα των ποδιών όσο αυτό των ώμων. Επίσης, ζητήθηκε από τις δοκιμαζόμενες να εκτελούν τα άλματα με τη μέγιστη δυνατή προσπάθεια και να έχουν ως στόχο το μέγιστο ύψος. Σε κάθε είδος άλματος οι εξεταζόμενες εκτέλεσαν τρεις προσπάθειες από τις οποίες επιλέχθηκε η καλύτερη τιμή για περαιτέρω ανάλυση. Ανάμεσα σε κάθε άλμα γινόταν διάλειμμα ενός λεπτού και όταν τελείωνε η δοκιμασία ακολουθούσε αποθεραπεία με ασκήσεις διατάσεων. Στατιστική ανάλυση Για τη στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων χρησιμοποιήθηκε η ανάλυση διακύμανσης με επαναλαμβανόμενες μετρήσεις 2 12 (ομάδα τύπο άλματος) για τον έλεγχο του ύψους άλματος και του χρόνου πτήσης (Anova Repeated measurements 2 12) και 2 10 για τον έλεγχο του χρόνου επαφής και της ισχύος, με διόρθωση Bonferroni. Oι στατιστικά σημαντικές διαφορές ελέγχθηκαν με το Post hoc Scheffe Test. Η σύγκριση των ανθρωπομετρικών χαρακτηριστικών πραγματοποιήθηκε με το Independent Samples T-test. Το επίπεδο σημαντικότητας ορίστηκε στο p<.05. Η ανάλυση πραγματοποιήθηκε στις απόλυτες τιμές της απόδοσης του SJ και του CMJ (για τον χρόνο πτήσης και το ύψος άλματος), καθώς και στο DJ από 5cm έως 50cm, ανά 5cm (για τον χρόνο πτήσης, το ύψος άλματος, την ισχύ και τον χρόνο επαφής). Αποτελέσματα Ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά Από τη στατιστική ανάλυση δεν διαπιστώθηκαν σημαντικές διαφορές στις τιμές της μάζας σώματος, του σωματικού ύψους και του ΔΜΣ μεταξύ των αθλητριών ΠΕ και των ΜΑ κοριτσιών (p>.05) (Πίν. 1). Κινητικά χαρακτηριστικά Τα αποτελέσματα των κινητικών χαρακτηριστικών παρουσιάζονται σε απόλυτες τιμές για το ύψος και τον χρόνο πτήσης των αλμάτων SJ, CMJ και DJ, καθώς και οι αντίστοιχες τιμές για τον χρόνο επαφής και την ισχύ του DJ. Ύψος άλματος Από τα αποτελέσματα διαπιστώθηκε στατιστικά σημαντική επίδραση του παράγοντα «τύπος άλματος» στο ύψος άλματος F (11.308) = 3.660, p<.01, σημαντική αλληλεπίδραση «τύπος άλματος» «ομάδα» F (11.308) = 4.501, p<0.01 και σημαντική διαφορά συνολικά μεταξύ των αθλητριών ΠΕ και ΜΑ F (1.28) = 7.834, p<.01 στο ύψος άλματος. Στον πίνακα 2 παρουσιάζονται οι απόλυτες τιμές του ύψους άλματος, όπου συνολικά οι αθλήτριες ΠΕ εμφάνισαν σημαντικά υψηλότερες τιμές στο ύψος άλματος σε όλα τα είδη αλμάτων, σε σχέση με τις ΜΑ (p<.01). Πίνακας 1. Ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά των δοκιμαζόμενων κοριτσιών (μέσοι όροι ± τυπική απόκλιση) (p>.05). ΔΕΙΓΜΑ ΗΛΙΚΙΑ ΠΡOΠOΝΗ- ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΣΩΜΑΤΙΚO ΔΜΣ (n) (έτη) ΤΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΜΑΖΑ ΥΨOΣ (kgr/cm2) (μήνες) (kgr) (cm) ΑΘΛΗΤΡΙΕΣ ΠΕ 15 9.9±0.8 14.9±11.3 39.5±5.5 144.4±7.6 18.9±2.0 ΜΗ ΑΘΛOΥΜΕΝΕΣ 15 10.0±0.5 36.1±6.9 146.9±0.7 16.9±4.5
20 ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΑΘΛΗΣΗ, Τόμος VIII, 2011/2012 Oι αθλήτριες ΠΕ είχαν σημαντικά υψηλότερες τιμές στο CMJ σε σχέση με όλα τα είδη DJ (p<.05), ενώ δεν διέφερε σημαντικά με το SJ (p>.05). Oι ΜΑ δεν Πίνακας 2. Oι απόλυτες τιμές του ύψους άλματος ανά είδος άλματος (cm) των αθλητριών ΠΕ σε σχέση με τις ΜΑ (**p<.01). ΑΘΛΗΤΡΙΕΣ ΠΕ ΜΗ ΑΘΛOΥΜΕΝΕΣ SJ 25.1±4.0** 18.6±3.6** CMJ 26.8±4.3** 20.9±3.9** DJ5 23.4±5.2** 17.9±4.2** DJ10 24.0±4.1** 18.8±4.2** DJ15 23.3±4.4** 20.2±3.8** DJ20 23.8±4.0** 20.0±4.2** DJ25 22.3±4.9** 21.3±4.5** DJ30 22.2±5.4** 20.6±4.4** DJ35 21.6±5.8** 20.4±4.5** DJ40 23.1±4.7** 18.5±4.5** DJ45 22.2±4.5** 19.3±4.2** DJ50 23.7±5.2** 18.3±3.6** παρουσίασαν σημαντική διαφορά στο ύψος άλματος μεταξύ των διαφόρων τύπων αλμάτων (p>.05) (Γράφημα 1). Χρόνος πτήσης Τα αποτελέσματα έδειξαν στατιστικά σημαντική επίδραση του παράγοντα «τύπος άλματος» F (11.308) =2.639, p<.01, σημαντική αλληλεπίδραση «τύπος άλματος» «ομάδα» F (11.308) =4.289, p<.01 και σημαντική διαφορά μεταξύ των ομάδων F (1.28) =6.411, p<.05 στον χρόνο πτήσης. Δεν παρουσιάστηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των αλμάτων (p>.05). Oι αθλήτριες ΠΕ είχαν σημαντικά υψηλότερες τιμές στο CMJ σε σχέση με όλα τα είδη DJ (p<.05), ενώ δεν διέφερε σημαντικά με το SJ (p>.05). Oι ΜΑ δεν παρουσίασαν σημαντική διαφορά στον χρόνο πτήσης μεταξύ των διαφόρων τύπων αλμάτων (p>.05). Oι αθλήτριες ΠΕ εμφάνισαν σημαντικά υψηλότερες τιμές στον χρόνο πτήσης σε όλα τα είδη αλμάτων, σε σχέση με τις μη αθλούμενες (p<.01) (Γράφημα 2). Ύψος Άλµατος cm 40 35 30 25 20 15 10 5 0 Aθλήτριες ΠΕ Μη αθλούµενες SJ CMJ DJ5 DJ10 DJ15 DJ20 DJ25 DJ30 DJ35 DJ40 DJ45 DJ50 * Γράφημα 1. Oι απόλυτες τιμές του ύψους άλματος για τις δοκιμασίες στο SJ, CMJ και DJ των αθλητριών ΠΕ και των ΜΑ. * Το ύψος άλματος στο CMJ ήταν σημαντικά μεγαλύτερο σε σχέση με όλα τα DJ στις αθλήτριες ΠΕ (p<.05). Το ύψος άλματος των αθλητριών ΠΕ ήταν σημαντικά μεγαλύτερο των ΜΑ, σε όλα τα είδη αλμάτων (p<.05).
Επίδραση προπόνησης πετοσφαίρισης στην αλτική ικανότητα προεφήβων κοριτσιών 21 Χρόνος πτήσης Aθλήτριες ΠΕ Μη αθλούµενες 600 * msec 480 360 240 120 0 SJ CMJ DJ5 DJ10 DJ15 DJ20 DJ25 DJ30 DJ35 DJ40 DJ45 DJ50 Γράφημα 2. Απόλυτες τιμές χρόνου πτήσης για τις δοκιμασίες SJ, CMJ και DJ των αθλητριών ΠΕ και των ΜΑ. * O χρόνος πτήσης στο CMJ ήταν σημαντικά μεγαλύτερος σε σχέση με όλα τα DJ στις αθλήτριες ΠΕ (p<.05). O χρόνος πτήσης των αθλητριών ΠΕ ήταν σημαντικά μεγαλύτερος των ΜΑ, σε όλα τα είδη αλμάτων (p<.05). Χρόνος επαφής Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, δεν διαπιστώθηκε στατιστικά σημαντική επίδραση του παράγοντα «τύπος άλματος» στο DJ (p>.05), δεν βρέθηκε σημαντική αλληλεπίδραση «τύπος άλματος» «ομάδα» (p>.05), ούτε σημαντική διαφορά μεταξύ των ομάδων (p>.05) στον χρόνο επαφής στο DJ. Oι αθλήτριες ΠΕ δεν παρουσίασαν σημαντικές διαφορές στους χρόνους επαφής μεταξύ των διαφόρων αλμάτων DJ και το ίδιο διαπιστώθηκε και για τις μη αθλούμενες (p>.05). Ισχύς Από τα αποτελέσματα δεν διαπιστώθηκε στατιστικά σημαντική επίδραση του παράγοντα «τύπος άλματος» στο DJ (p>.05), δεν βρέθηκε σημαντική αλληλεπίδραση «τύπος άλματος» «ομάδα» (p>.05), ούτε σημαντική διαφορά μεταξύ των ομάδων (p>.05) στην ισχύ στο DJ. Τόσο οι αθλήτριες όσο και οι μη αθλούμενες δεν παρουσίασαν διαφορές στην ισχύ μεταξύ των διαφόρων αλμάτων DJ (p>.05). Συζήτηση Συμπεράσματα Από τα αποτελέσματα διαπιστώθηκε ότι οι αθλήτριες ΠΕ εμφάνισαν σημαντικά υψηλότερες τιμές στο ύψος άλματος και τον χρόνο πτήσης σε όλα τα είδη αλμάτων, χωρίς σημαντικές διαφορές στον χρόνο επαφής και την ισχύ των αλμάτων DJ, σε σχέση με τα ΜΑ κορίτσια. Επίσης, οι νεαρές αθλήτριες ΠΕ σημείωσαν σημαντικά καλύτερες τιμές στο ύψος άλματος και τον χρόνο πτήσης στο CMJ σε σχέση με όλα τα είδη DJ, εν αντιθέσει με τις ΜΑ. Συνολικά, τα κορίτσια προεφηβικής ηλικίας δεν παρουσίασαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των αλμάτων DJ, ούτε στον χρόνο επαφής ούτε και στην ισχύ, ενώ η αύξηση του ύψους πτώσης δεν είχε καμία επίδραση στην απόδοση του άλματος. Αναλυτικά, στο ύψος άλματος και στον χρόνο πτήσης όλων των ειδών αλμάτων τα κορίτσια ΠΕ σημείωσαν σημαντικά υψηλότερες τιμές σε σχέση με τα ΜΑ. Το εύρημα αυτό συμφωνεί με αντίστοιχο της έρευνας των Rousanoglou,
22 ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΑΘΛΗΣΗ, Τόμος VIII, 2011/2012 Νikolaidou και Boudoulos (2006) που παρατήρησαν καλύτερες επιδόσεις στα άλματα των αθλουμένων γυναικών ΠΕ έναντι των ΜΑ. Ακόμη, μελέτη των Oz, Pekel, Altunsou, Oz και Pekel (2010) που πραγματοποιήθηκε σε προέφηβα κορίτσια ΠΕ έδειξε σημαντική βελτίωση επιδόσεων στο ύψος άλματος του κατακόρυφου άλματος, μετά από παρεμβατικό πρόγραμμα τεσσάρων μηνών. Στην παρούσα έρευνα το ύψος άλματος στο CMJ στις αθλήτριες ΠΕ ήταν σημαντικά καλύτερο σε τιμές από όλα τα είδη αλμάτων DJ, αποτέλεσμα που συνάδει με αυτό της μελέτης των Bassa και συν. (2012). Αντίθετα, το CMJ δεν διέφερε σημαντικά από το SJ. Προηγούμενες έρευνες κατέληξαν σε αντικρουόμενα αποτελέσματα, καθώς κάποιες διαπίστωσαν υψηλότερες τιμές ύψους άλματος στο CMJ σε σχέση με το SJ, που το απέδωσαν στην αποτελεσματική χρήση του SSC (Harrison & Gaffney, 2001; Gerodimos, Zafeiridis, Perkos, Dipla, Manou, & Kellis, 2008), ενώ άλλες δεν παρατήρησαν διαφορές επίδοσης στα αντίστοιχα άλματα σε προέφηβα παιδιά (Paasuke, Ereline & Gapeyeva, 2001; 2003). Όσον αφορά στον χρόνο επαφής στα άλματα DJ, τόσο οι αθλήτριες ΠΕ όσο και οι ΜΑ δεν παρουσίασαν σημαντικές διαφορές ούτε μεταξύ τους, αλλά ούτε και ανάμεσα στα διάφορα ύψη αλμάτων, ενώ η αύξηση του ύψους πτώσης δεν επέδρασε στην απόδοση του άλματος. Κάποια ελαχιστοποίηση του χρόνου επαφής ίσως είναι ικανή να εκφράσει μια αύξηση στη σκληρότητα του μυοτενόντιου συστήματος (Arampatzis, Falk, Walsh & Bruggemann, 2001), που σχετίζεται θετικά με καλύτερη αλτική απόδοση (Hoffren, Ishikawa & Komi, 2007; Lazaridis, Bassa, Patikas, Giakas, Gollhofer & Kotzamanidis, 2010). Στη συγκεκριμένη μελέτη φαίνεται ότι, παρά το γεγονός ότι τα αθλούμενα παιδιά εκτελούν πολλά άλματα στην προπόνησή τους, ενδεχομένως δεν έχουν την ικανότητα να ελέγξουν καλύτερα τη μυοτενόντια σκληρότητα από τα απροπόνητα παιδιά, αποτέλεσμα που βρίσκεται σε συμφωνία με το αντίστοιχο των Bassa και συν. (2012). Σε αντιπαράθεση με την παρούσα μελέτη έρχεται και η έρευνα των Komi και Bosco (1978) που έδειξε ότι οι προπονημένοι ενήλικες εμφάνισαν μεγαλύτερη απόδοση αναπήδησης μετά από πτώση από μεγαλύτερα ύψη, σε σχέση με τους μη αθλούμενους. Επομένως, αποδεικνύεται η αδυναμία των αθλητριών ΠΕ και των ΜΑ κοριτσιών προεφηβικής ηλικίας να αξιοποιήσουν ευνοϊκά τον κύκλο διάτασης-βράχυνσης (SSC). Στη συγκεκριμένη έρευνα υπήρχε η υπόθεση ότι ο μεγάλος αριθμός αλμάτων που εκτελούν τα αθλούμενα κορίτσια ΠΕ στην προπόνηση κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης των τεχνικοτακτικών δεξιοτήτων του αθλήματος, πιθανά να είχε βελτιώσει την ικανότητα χρήσης της ελαστικής ενέργειας κατά την εκτέλεση αλμάτων DJ, τουλάχιστον από χαμηλό έως μέτριο ύψος πτώσης. Ωστόσο, δεν βρέθηκε κάποιο ευνοϊκό ύψος πτώσης που να διαφοροποιεί την επίδοση των αθλητριών σε σύγκριση με το CMJ. Στις μικρές ηλικίες διαπιστώθηκε ότι τα παιδιά έχουν πιο ελαστικούς τένοντες και αρθρώσεις από τους ενήλικες (Kubo, Kanehisa, Kawakami & Fukanaga, 2001) και ότι τα προέφηβα αγόρια έχουν μικρότερη απόδοση στο άλμα DJ σε σχέση με ενήλικους άνδρες, διότι οι δεύτεροι χρησιμοποίησαν περισσότερο αποτελεσματικά τους μύες τους κατά τη διάρκεια της πτώσης, αλλά και κατά τη διάρκεια της επαφής με το έδαφος (Lazaridis et al., 2010), αποτέλεσμα που πιθανά ισχύει και στην παρούσα
Επίδραση προπόνησης πετοσφαίρισης στην αλτική ικανότητα προεφήβων κοριτσιών 23 μελέτη αφού τα κορίτσια προεφηβικής ηλικίας δεν αύξησαν την απόδοσή τους με την αύξηση του ύψους πτώσης. Oι Korff, Horne, Cullen και Blazevich (2009) ανέφεραν ότι τα παιδιά προεφηβικής ηλικίας έχουν μειωμένη ικανότητα να σκληρύνουν ενεργητικά τις αρθρώσεις τους, για να μπορέσουν να αυξήσουν τη μέγιστη ισχύ, καθώς βρήκαν ότι η σκληρότητα των κάτω άκρων δεν συσχετίζεται με την ισχύ στα προέφηβα παιδιά, ενώ αντιθέτως συσχετίζεται στα έφηβα παιδιά. Το γεγονός της μη διαφοροποίησης της ισχύος ανάμεσα στα κορίτσια ΠΕ και τα ΜΑ της συγκεκριμένης μελέτης υποδεικνύει ότι η προπόνηση ΠΕ ενδεχομένως δεν αρκεί για να διαφοροποιήσει την ικανότητα παραγωγής ισχύος στα προέφηβα κορίτσια. Από τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης δεν διαπιστώθηκε διαφοροποίηση της απόδοσης με την αύξηση του ύψους πτώσης και για τον λόγο αυτό προτείνεται ως πιο ασφαλής και αποτελεσματική η χρήση χαμηλού ύψους πτώσης (π.χ. 10-20cm) για τα προέφηβα κορίτσια (Kotzamanidis, 2006). Συμπερασματικά, η προπόνηση πετοσφαίρισης επηρεάζει θετικά την απόδοση στο άλμα, αλλά δεν διαφοροποιεί την ικανότητα των προέφηβων κοριτσιών να χρησιμοποιήσουν αποτελεσματικά την ελαστική τους ενέργεια, ώστε να παρουσιάσουν καλύτερη απόδοση στο DJ σε σχέση με το CMJ και να μπορέσουν να αυξήσουν την επίδοσή τους στα άλματα DJ με την αύξηση του ύψους πτώσης. ΒΙΒΛΙOΓΡΑΦΙΑ Arampatzis, A., Falk, S., Walsh, M., & Bruggemann, G.P. (2001). Influence of leg stiffness and its effect on myodynamic jumping performance. Journal of Electromyography & Kinesiology, 11, 335-64. Bassa, E., Patikas, D., Panagiotidou, A., Papadopoulou, S.D., Pylianidis, Th., Kotzamanidis, C. (2012). The effect of dropping height on jumping performance in trained and untrained prepubertal boys and girls. Journal of Strength & Conditioning Research, 26(8), 2258-64. Bobbert, M.F. (1990). Drop jumping as a training method for jumping ability. Sports Medicine, 9(1), 7-22. Bosco, C. (1995). Αξιολόγηση της ταχυδύναμης Τεστ Bosco. Εκδόσεις Salto για την ελληνική έκδοση, Θεσσαλονίκη. Bosco, C., & Komi, P.V. (1980). Influence of aging on the mechanical behavior of the leg extensor muscles. European Journal of Applied Physiology, 45, 209-19. García-López, J., Peleteiro, J., Rodgríguez-Marroyo, J.A., Morante, J.C., Herrero, J.A., & Villa, J.G. (2005). The validation of a new method that measures contact and flight times during vertical jump. International Journal of Sports Medicine, 26(4), 294-302. Gerodimos, V., Zafeiridis, A., Perkos, S., Dipla, K., Manou, V., & Kellis, S. (2008). The contribution of stretch-shortening cycle and arm-swing to vertical jumping performance in children, adolescents, and adult basketball players. Pediatric Exercise Science, 20, 379-89. Harrison, A.J., & Gaffney, S. (2001). Motor development and gender effects on stretchshortening cycle performance. Journal of Science and Medicine in Sport, 4, 406-15. Hoffren, M., Ishikawa, M., & Komi, P.V. (2007). Age-related neuromuscular function during drop jumps. Journal of Applied Physiology, 103, 1276-83. Komi, P.V., & Bosco, C. (1978). Utilization of stored elastic energy in leg extensor muscles by men and women. Medicine & Science and Sports, 10(4), 261-5. Κομσής, Γ. (2003). Αξιολόγηση και κινητικός έλεγχος της αλτικής ικανότητας σε πλειομετρικά άλματα (DJ), από διαφορετικό ύψος πτώσης. Μεταπτυχιακή διατριβή, Τ.Ε.Φ.Α.Α., Α.Π.Θ.
24 ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΑΘΛΗΣΗ, Τόμος VIII, 2011/2012 Korff, T., Horne, S.L., Cullen, S.J., & Blazevich, A.J. (2009). Development of lower limb stiffness and its contribution to maximum vertical jumping power during adolescence. Journal of Experimental Biology, 212(Pt 22), 3737-42. Kotzamanidis, C. (2006). Effect of plyometric training on running performance and vertical jumping in prepubertal boys. Journal of Strength & Conditioning Research, 20(2), 441-5. Kraemer, W.J., & Newton, R.U. (1994). Training for improved vertical jump. Sports Science Exchange, 53(7), 6. Kubo, K., Kanehisa, H., Kawakami, Y., & Fukanaga, T. (2001). Growth changes in the elastic properties of human tendon structures. International Journal of Sports Medicine, 22, 138-43. Lazaridis, S., Bassa, E., Patikas, D., Giakas, G., Gollhofer, A., & Kotzamanidis, C. (2010). Neuromuscular differences between prepubescents boys and adult men during drop jump. European Journal of Applied Physiology, 110, 67-74. Marcovic, G. (2007). Does plyometric training improve vertical jump height? A metaanalytical review. British Journal of Sports Medicine, 41, 349-55. Oz, E., Pekel, H.A., Altunsou, M., Oz, E., & Pekel, A.O. (2010). The effects of 4 month volleyball training on flexibility, jump, speed, and agility in preadolescent girls. Science, Movement & Health, 2, 558-60. Paasuke, M., Ereline, J., & Gapeyeva, H. (2001). Knee extensor muscle strength and vertical jumping performance characteristics in pre- and post-pubertal boys. Pediatric Exercise Science, 13, 60-9. Paasuke, M., Ereline, J., & Gapeyeva, H. (2003). Age-related differences in knee extension rate of isometric force development and vertical jumping performance in women. Journal of Sports Medicine & Physical Fitness, 43, 453-8. Παπαδοπούλου, Σ.Δ. (2001). Ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά Ελληνίδων πετοσφαιριστριών υψηλού επιπέδου. Η επίδραση δημογραφικών και κοινωνικοοικονομικών παραγόντων στη διαφοροποίηση του αγωνιστικού επιπέδου. Διδακτορική διατριβή, Τ.Ε.Φ.Α.Α., Α.Π.Θ. Παπαδοπούλου, Σ.Δ., Παπαδοπούλου, Κ.Σ., Παναγιωτίδου, Κ., Λιάπη, Ε., & Κοτζαμανίδης, Χ. (2006). Σωματομετρία και Δείκτης Μάζας Σώματος αθλητριών πετοσφαίρισης όλων των αναπτυξιακών ηλικιών. Πρακτικά 8 ου Διεθνούς Συνεδρίου Αθλητιατρικής Εταιρείας Ελλάδος & 5 ου Ελλαδοκυπριακού Aθλητιατρικού Συνεδρίου, 12-14 Μαΐου, Θεσσαλονίκη, 332-7. Reeser, J., & Bahr, R. (2009). Πετοσφαίριση Αθλητιατρική & Αθλητική Επιστήμη. Εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης. Αθήνα. Rousanoglou, E., Nikolaidou, M.E., & Boudoulos, K. (2006). Discrimination of young women athletes and nonathletes based on anthropometric, jumping and muscular strength measures. Perceptual & Motor Skills, 102, 881-95. Sheppard, J.M., Chapman, D.W., Gough. C, McGuigan, M.R, & Newton, R.U. (2009). Twelve-month training-induced changes in elite international volleyball players. Journal of Strength & Conditioning Research, 23(7), 2096-101. Silvestre, R., West, C., Maresh, C.M, & Kraemer, W.J. (2006). Body composition and physical performance in men s soccer: a study of a national collegiate athletic association division I team. Journal of Strength & Conditioning Research, 20(1), 177-83. Tanner, J.M. (1962). Growth at Adolescence. 2 nd edition, Blackwell, Oxford & Thomas, Springfield, Ill., U.S.A. Temfemo, A., Hugues, J., Chardon, K., Mandengue, S.H., & Ahmaidi, S. (2009). Relationship between vertical jumping performance and anthropometric characteristics during growth in boys and girls. European Journal of Pediatric, 168, 457-64. Villareal, E.S., Gonzalez-Padillo, J.J., & Izquierdo, M. (2008). Low and moderate plyometric training frequency produces greater jumping and sprinting gains compared with high frequency. Journal of Strength & Conditioning Research, 22(3), 715-25.