ΕΙΡΗΝΗ ΝΑΚΟΥ, ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΑΧΑ, ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΠΑΙ ΙΑ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΑΠΟ ΦΟΙΤΗΤΡΙΕΣ ΚΑΙ ΦΟΙΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΣΤΟ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΚΙΤΣΟΥ ΜΑΚΡΗ ΣΤΟ ΒΟΛΟ Είναι γνωστό ότι η µουσειακή εκπαίδευση αποτελεί πλέον βασική συνιστώσα της προσχολικής και πρωτοσχολικής εκπαίδευσης, καθώς συµβάλλει στη διάπλαση µιας ευρύτερης κοινωνικο-πολιτισµικής παιδείας. ιευρύνει την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης, αλλά και δεξιοτήτων απαραίτητων για την αυτογνωσία, τον προσανατολισµό του εαυτού σε σχέση µε τους άλλους, την παραγωγή πρωτότυπου δηµιουργικού έργου και τη δόµηση κοινωνικο-πολιτισµικών συµπεριφορών. Παράλληλα καθιστά τα παιδιά ικανά να αισθάνονται χαρά και ευχαρίστηση από την προσέγγιση διαφορετικών τύπων πολιτισµού, να δοµούν κριτική γνώση, σκέψεις και δεξιότητες. Οι διαδικασίες εξοικείωσης των παιδιών από την πρώιµη παιδική ηλικία µε τον ανοικτό κοινωνικό και πολιτισµικό τόπο των µουσείων, ο οποίος υπερβαίνει το οικείο περιβάλλον του σπιτιού και του σχολείου, συµβάλλουν στην ευρύτερη νοητική, αισθητική καλλιέργειά τους και διευκολύνουν την κοινωνικοποίησή τους. Επιπλέον εξάπτουν το φυσικό ενδιαφέρον των παιδιών για τον υλικό κόσµο που τα περιβάλλει και τα διευκολύνουν να προσεγγίζουν, να γνωρίζουν, να αξιοποιούν, να εκτιµούν και να απολαµβάνουν στοιχεία του φυσικού και πολιτισµικού περιβάλλοντος, τα οποία αποκαλύπτουν πολλές εναλλακτικές όψεις, αναπαραστάσεις και ιστορίες για τον κόσµο και τη ζωή στο παρελθόν, το παρόν και το µέλλον. Η αξιοποίηση και κατά συνέπεια η συµβολή του λαογραφικού µουσείου προς την κατεύθυνση αυτή είναι σηµαντική, καθώς προβάλλει την ταυτότητα του τοπικού λαϊκού πολιτισµού, ενός πολιτισµού κοντινού χρονολογικά, οικείου και προσιτού στα παιδιά. Η ιδιαιτερότητα ενός λαογραφικού µουσείου είναι ότι µπορεί να προβάλλει καταρχήν την ταυτότητα µιας κοινωνίας σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο απλά και µόνο περιγράφοντας τη διαφορετικότητα. Το λαογραφικό µουσείο ως ανοικτή πολιτισµική διαδικασία µέσα από τις συλλογές του βοηθά στην κατανόηση και βίωση του τοπικού πολιτισµού 1. To Λαογραφικό Κέντρο του Κίτσου Μακρή στεγάζεται στην οικία του λαογράφου Κίτσου Μακρή, µια µονοκατοικία πηλιορείτικης αρχιτεκτονικής, η οποία περιήλθε στην κατοχή του Πανεπιστηµίου Θεσσαλίας το 1989, µαζί µε τη συλλογή και το προσωπικό αρχείο του λαογράφου. Ανάµεσα στις ποικίλες δραστηριότητες αξιοποίησης του συνόλου του υλικού της συλλογής, οργανώνονται εκπαιδευτικά προγράµµατα µε στόχο την εξοικείωση των 1 http://el.wikipedia.org/wiki 1
παιδιών µε την τέχνη 2. Επιπρόσθετα το µουσείο χρησιµοποιείται για την πρακτική άσκηση των φοιτητών/τριών των τριών Παιδαγωγικών Τµηµάτων και του Τµήµατος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστηµίου Θεσσαλίας. Στο πλαίσιο του µαθήµατος Μουσεία και Εκπαιδευτικά Προγράµµατα, ο χώρος του Λαογραφικού Κέντρου χρησιµοποιείται για την εκπόνηση εκπαιδευτικών προγραµµάτων από τις φοιτήτριες του Τµήµατός µας, σε συνεργασία µε προσχολικές τάξεις νηπιαγωγείων και παιδικών σταθµών του Βόλου. Τα προγράµµατα αυτά στοχεύουν α. στην εξοικείωση των φοιτητών µε το χώρο του µουσείου, ώστε να µπορούν οι ίδιοι να τον προσεγγίζουν, να τον απολαµβάνουν και να τον εκτιµούν, β. στο σχεδιασµό και τη χρήση αντίστοιχου εκπαιδευτικού υλικού µε βάση τα εκθέµατα του µουσείου και γ. στην εφαρµογή και αξιολόγηση εκπαιδευτικών προγραµµάτων µε τα καλύτερα δυνατά αποτελέσµατα για τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας. Ο χώρος του µουσείου είναι φιλικός και προσβάσιµος και ενδείκνυται για την εφαρµογή των εκπαιδευτικών προγραµµάτων σε παιδιά προσχολικής ηλικίας. Στη συλλογή του µουσείου συγκαταλέγονται αντικείµενα και έργα λαϊκών δηµιουργών του 18 ου, 19 ου και 20 ού αιώνα, κυρίως από την περιοχή του Πηλίου. Τόσο η αρχιτεκτονική όσο και η οικεία ατµόσφαιρα του σπιτιού συµβάλλουν στη θετική εικόνα που σχηµατίζουν οι µικροί επισκέπτες για το µουσείο. Την προσοχή τους ελκύουν αντικείµενα µικροτεχνίας, καθηµερινής χρήσης, χαλκουργίας και αργυροχρυσοχοΐας που είναι τοποθετηµένα σε προθήκες στο ύψος των παιδιών για να µπορούν εύκολα να τις παρατηρήσουν, καθώς δεν υπερβαίνουν το οπτικό τους πεδίο (εικ. 1,2). Στους τοίχους είναι αναρτηµένοι οι δηµοφιλείς πίνακες του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου, Ο χαιρετισµός του Μάη, Οι τρεις Καπεταναίοι συµφιλιωθέντες, Oι Νεόνυµφοι καθώς και οι τοιχογραφίες των Παγώνηδων ζωγράφων που κοσµούσαν πηλιορείτικα αρχοντικά. Την προσοχή τους προσελκύει και ο χώρος του καθιστικού που έχει τη µορφή πηλιορείτικου δοξάτου. Στη φρίζα του καθιστικού απεικονίζεται ο Βόλος και το Πήλιο, ζωγραφισµένα από το λαογράφο. Κατά την πρώτη τους περιήγηση στο χώρο του µουσείου, τα παιδιά παρατηρούν το χώρο γύρω τους και ανακαλύπτουν αντικείµενα που τους ενδιαφέρουν (εικ. 3). Το περιεχόµενο των προγραµµάτων είναι εµπνευσµένο από τις συλλογές του µουσείου και επιλέγεται από τις φοιτήτριες. Από τα πιο δηµοφιλή έργα, µε τα οποία αυτές έχουν ασχοληθεί είναι οι πίνακες του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου Χατζηµιχαήλ, τα ναυτικά θέµατα του λαϊκού ζωγράφου και ναυπηγού Ν. Χριστόπουλου, γοργόνες και καράβια, 2 ΧΑΓΙΑΛΑ 2003. 2
αντικείµενα καθηµερινής χρήσης, µουσικά όργανα, τα στέφανα και τα κοσµήµατα αργυροχρυσοχοΐας. Ένα τυπικό πρόγραµµα στο χώρο του µουσείου οργανώνεται συνήθως µε την ακόλουθη πορεία: 1. υποδοχή των παιδιών στο µουσείο, εφόσον έχει προηγηθεί µια επίσκεψη γνωριµίας των φοιτητριών στο νηπιαγωγείο, 2. µια πρώτη προσέγγιση του χώρου του µουσείου, χωρίς κατευθυνόµενη ξενάγηση, και γνωριµία µε τα πρόσωπα που εργάζονται εκεί, 3. κατευθυνόµενη συζήτηση και παρατηρήσεις σχετικές µε το θέµα του προγράµµατος και 4. βιωµατικές δραστηριότητες που υλοποιούνται στο χώρο του µουσείου, όπως θεατρικά παιχνίδια, εικαστικά, οµαδικές εργασίες, µουσικές δραστηριότητες που στοχεύουν στην ελεύθερη δηµιουργική έκφραση και την ψυχαγωγία. Ο ρόλος των φοιτητριών εδώ είναι συντονιστικός. Οι φοιτήτριες ενθαρρύνονται να ακολουθούν συγκεκριµένες αρχές στο σχεδιασµό των προγραµµάτων, χρησιµοποιώντας κυρίως µουσειοπαιδαγωγικές δραστηριότητες άµεσης επικοινωνίας στο χώρο του µουσείου 3. Ενθαρρύνουν τα παιδιά να παρατηρούν τα αντικείµενα της συλλογής και να διατυπώνουν ερωτήµατα, υποθέσεις και απόψεις, ανακαλώντας προσωπικά βιώµατα και εµπειρίες. Λαµβάνοντας υπόψη την έµφυτη περιέργεια και ενεργητικότητα των παιδιών, καθώς και τη διάθεσή τους να προσεγγίζουν τα αντικείµενα, αξιοποιούνται οι απορίες και τα ερωτήµατά τους, αλλά και οι µεταξύ τους συζητήσεις µπροστά στα εκθέµατα για τη διαµόρφωση προσωπικών νοηµάτων (εικ. 4). Επιπλέον, ακολουθώντας τη µέθοδο της κατευθυνόµενης συζήτησης και θέτοντας συγκεκριµένα ερωτήµατα, υποβοηθούν τα παιδιά να προσεγγίσουν τα εκθέµατα µε επικοινωνιακές διαδικασίες αλληλεπίδρασης. Συχνά χρησιµοποιείται η διήγηση ιστοριών που εµπλέκει συναισθηµατικά τους µικρούς επισκέπτες, εξάπτει τη φαντασία τους και συνδέει το θέµα του προγράµµατος µε βιώµατα των παιδιών (εικ. 5). Αποφεύγεται η ξενάγηση µε τη χρήση του µονόλογου είτε από τις φοιτήτριες είτε από το προσωπικό του µουσείου, επειδή η προσοχή των παιδιών διασπάται εύκολα από τη χρήση του. Ωστόσο, το εκπαιδευτικό προσωπικό του µουσείου είναι εκεί για να απαντήσει σε ερωτήµατα των παιδιών, όταν προκύπτουν, και να δώσει συγκεκριµένες πληροφορίες που αφορούν στις συλλογές. Ορισµένες φορές, τα θέµατα των προγραµµάτων συνδέονται µε δραστηριότητες και σχέδια εργασίας που εκπονούνται σε προσχολικές τάξεις κατά την περίοδο της εφαρµογής τους. Έτσι, θέµατα όπως τα έθιµα του γάµου, του Πάσχα, της Πρωτοµαγιάς, τα καράβια, εθνικές επέτειοι, λαϊκά παραµύθια, παραδοσιακοί χοροί και τραγούδια, τα οποία επεξεργάζονται οι νηπιαγωγοί στις τάξεις τους, διερευνώνται και µέσα από τα εκθέµατα του 3 ΝΙΚΟΝΑΝΟΥ 2006. 3
µουσείου, συνδέοντας τη σηµερινή πραγµατικότητα µε το κοντινό παρελθόν και αναδεικνύοντας έτσι την πολιτιστική ταυτότητα του τόπου. Μέσα από τα εκπαιδευτικά προγράµµατα, τα παιδιά ανακαλούν προσωπικές εµπειρίες από στιγµιότυπα της οικογενειακής τους ζωής: συγκρίνουν το τότε µε το τώρα, περιγράφουν, σχολιάζουν, αφηγούνται ιστορίες των παππούδων τους και χρησιµοποιούν όλες τους τις αισθήσεις για να προσεγγίσουν τα αντικείµενα, να τα ερµηνεύσουν και, µέσω αυτών να διαµορφώσουν τα προσωπικά τους νοήµατα (εικ.6). Η µουσειακή εµπειρία αποτελεί ξεχωριστή προσωπική εµπειρία για το κάθε παιδί, επηρεάζοντας πολύπλευρα την προσωπικότητά του. Τα παιδιά συµµετέχουν µε ενθουσιασµό στις βιωµατικές δραστηριότητες που ακολουθούν στο χώρο του µουσείου. Κατασκευάζουν τα δικά τους αντικείµενα, παίζουν παιχνίδια, συµµετέχουν σε µουσικά και θεατρικά δρώµενα εµπνευσµένα από τους πίνακες ζωγραφικής και τις τοιχογραφίες, δηµιουργούν δικά τους ψηφιδωτά και ζωγραφιές, εργαζόµενα είτε ατοµικά είτε σε µικρές οµάδες (εικ. 7, 8). Την εφαρµογή του προγράµµατος ακολουθούν συνήθως και προτάσεις για την αξιοποίηση και συνέχισή του στο χώρο του νηπιαγωγείου. Με τον τρόπο αυτό υπογραµµίζουµε τη σηµασία της διασύνδεσης µουσείου και σχολείου, καθώς παρόµοιες εµπειρίες επηρεάζουν θετικά και τις εκπαιδευτικές διαδικασίες εντός του σχολείου, αφού παρέχουν µοναδικές ευκαιρίες για τη χρήση εναλλακτικών διδακτικών µεθόδων και µέσα στην προσχολική τάξη. Τα παιδιά στήνουν το δικό τους Μουσείο Τάξης, µοιράζονται ρόλους, οργανώνουν τις εκθέσεις µε συγκεκριµένη µεθοδολογία καταγραφής των εκθεµάτων, την οποία επινοούν τα ίδια. Τα παιδιά αποχωρούν από το µουσείο µε θετικά συναισθήµατα. Αυτός είναι ο κυριότερος στόχος που οι φοιτήτριες προσπαθούν να επιτύχουν: να συµβάλλουν στη διαµόρφωση µιας θετικής αντίληψης για το µουσείο, ώστε να ενθαρρυνθούν εκείνα να επιστρέψουν σε αυτό, όταν το θελήσουν και να συνεχίσουν την εξερεύνησή τους µέσα στο χώρο του. Αποφεύγουµε την άµεση αξιολόγηση του προγράµµατος στο νηπιαγωγείο, διότι οι στόχοι που τίθενται δεν είναι γνωστικοί, δηλαδή δεν αφορούν στην αποκόµιση πληροφοριών, αλλά στην καλλιέργεια δεξιοτήτων παρατήρησης, επικοινωνίας, συνεργασίας, κριτικής σκέψης, αισθητικής παιδείας και καλλιτεχνικής έκφρασης. Στιγµιότυπα από την εφαρµογή των προγραµµάτων στο µουσείο µαγνητοσκοπούνται, µε σκοπό την αξιολόγηση της εµπειρίας αυτής µε διαδικασίες παρατήρησης και αναστοχασµού. Οι δυσκολίες που αντιµετωπίζουν οι φοιτήτριες, όταν για πρώτη φορά καλούνται να σχεδιάσουν και να εφαρµόσουν προγράµµατα στο συγκεκριµένο Μουσείο, καταγράφονται και συζητούνται στις µετέπειτα συναντήσεις µας. Από τις αξιολογήσεις αυτές προκύπτουν ενδιαφέρουσες απόψεις για τους τρόπους, µε τους οποίους η µουσειακή εµπειρία µπορεί να συµβάλει στη διαµόρφωση µιας διδακτικής προσέγγισης που ταιριάζει µε τις σύγχρονες απαιτήσεις στο χώρο της προσχολικής εκπαίδευσης. Η ανάγκη για υιοθέτηση 4
βιωµατικών και επικοινωνιακών µεθόδων διδασκαλίας, οι οποίες υποστηρίζουν την ενεργητική µάθηση, ο συµπληρωµατικός και ουσιαστικός ρόλος των χώρων άτυπης εκπαίδευσης, καθώς και η συµβολή και επίδραση του µουσειακού χώρου αποτελούν ορισµένα από τα θέµατα που συζητούνται µε αφορµή τις παραπάνω δράσεις. Από την άλλη µεριά έχουµε διαπιστώσει ότι, παρά τις όποιες αδυναµίες των προγραµµάτων αυτών, τα οποία εκπονούνται στο πλαίσιο ενός προπτυχιακού προγράµµατος σπουδών, δεδοµένης και της πίεσης του χρόνου που δεν επιτρέπει την επικοινωνία µε τις συγκεκριµένες τάξεις νηπίων, πέρα από τις προκαθορισµένες σύντοµες επισκέψεις των φοιτητριών στα νηπιαγωγεία, τα παιδιά θυµούνται µε λεπτοµέρειες την επίσκεψη στο µουσείο, ακόµη και µετά από µεγάλα χρονικά διαστήµατα έξι έως επτά µηνών. Σε θυµάµαι, πήγαµε µαζί στο µουσείο, θα αναφέρει τον Οκτώβριο του 2008 η Ιλιάδα, 5 ετών, η οποία, τον προηγούµενο Μάιο είχε επισκεφθεί ένα πρωί µε την τάξη της το Λαογραφικό Κέντρο του Κίτσου Μακρή και συµµετείχε στο πρόγραµµα Ο χαιρετισµός του Μάη του πίνακα του ζωγράφου Θεόφιλου. Ήµουν και γω εκεί, συµπληρώνει ο συµµαθητής της που χόρεψαν µαζί στην αυλή του µουσείου έναν παραδοσιακό χορό (εικ. 9). Τα σχόλια πυροδοτούν ζωντανή συζήτηση την ώρα του διαλείµµατος και το ενδιαφέρον για µιαν ακόµη επίσκεψη εκεί αναζωπυρώνεται. Εν κατακλείδι, στο γενικότερο προβληµατισµό για το ρόλο που µπορεί να διαδραµατίσει ο εκπαιδευτικός του σχολείου στην αξιοποίηση όλων των τύπων των µουσείων, ακόµη και αυτών που έχουν παραδοσιακό χαρακτήρα, καταλήγουµε στο συµπέρασµα ότι ρόλος αυτός είναι καθοριστικός, γιατί µέσα από την εφαρµογή των εκπαιδευτικών προγραµµάτων που σχεδιάζει και εφαρµόζει ο ίδιος, τα παιδιά µαθαίνουν πώς να διαβάζουν, να προσεγγίζουν και να χαίρονται µουσεία όλων των τύπων. Η διασύνδεση σχολείων και µουσείων µπορεί να συµβάλει αποφασιστικά στην προώθηση και στον εµπλουτισµό της ευρύτερης πολιτισµικής παιδείας και τα παιδαγωγικά τµήµατα των Πανεπιστηµίων µπορούν να διαδραµατίσουν ουσιαστικό ρόλο προς την κατεύθυνση αυτή 4. Ειδικότερα, σε ό, τι αφορά στην εκπαίδευση των µελλοντικών εκπαιδευτικών, η εξοικείωσή τους µε το εκπαιδευτικό υλικό των µουσείων και η άσκησή τους στο σχεδιασµό, την εφαρµογή και την αξιολόγηση εκπαιδευτικών προγραµµάτων και υλικού, παράλληλα µε την εισαγωγή τους σε θεωρητικά ζητήµατα, αποτελεί καλή βασική κατάρτιση. Πιστεύουµε πως η ενίσχυση του ρόλου των εκπαιδευτικών στη διαµόρφωση µιας κοινότητας ευαίσθητων πολιτών ως προς το σεβασµό, την προστασία και την αξιοποίηση του φυσικού και πολιτισµικού περιβάλλοντος, καλλιεργείται σηµαντικά από την προπτυχιακή ενασχόλησή τους µε τη µουσειακή εκπαίδευση. Για τους λόγους που εκθέσαµε αναλυτικά 4 ΒΕΜΗ 2010, ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ 2010. 5
στο συγκεκριµένο άρθρο, η συµβολή του Λαογραφικού Κέντρου του Κίτσου Μακρή, του στολιδιού της βιβλιοθήκης του Πανεπιστηµίου Θεσσαλίας, στην εκπαίδευση των φοιτητριών και των φοιτητών του Τµήµατός µας είναι πολύτιµη. Η Ειρήνη Νάκου είναι επίκουρος Καθηγήτρια του Παιδαγωγικού Τµήµατος Προσχολικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστηµίου Θεσσαλίας και η Αναστασία Τάχα είναι νηπιαγωγός, υποψήφια διδάκτωρ του ίδιου Τµήµατος. 6
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΒΕΜΗ 2010: Βέµη, Β., Από τις κούφιες λέξεις στην οµιλία του βιώµατος. Η Μουσειακή Εκπαίδευση στο Πανεπιστήµιο Θεσσαλίας, στο Βέµη, Μπ., Νάκου, Ει. (επιµ.), Μουσεία και Εκπαίδευση, Τετράδια 20, 57-64. FALK AND DIERKING 2000: Falk, J., Dierking, L., Learning from Museums. Visitor Experiences and the Making of Meaning. London. NAKOU AND VEMI 2007: Nakou, I., Vemi, V., Museums, Universities and Schools. ΝΙΚΟΝΑΝΟΥ 2006: Νικονάνου, Ν., Έκθεµα και επισκέπτης: Μορφές επικοινωνίας σε εκθεσιακούς χώρους, στο Παπαγεωργίου,., Μπουµπάρης, Ν., Μυριβήλη, Ε. (επιµ.), Πολιτιστική αναπαράσταση. Αθήνα, 165-185. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ 2003: Οικονόµου, Μ., Μουσείο: aποθήκη ή ζωντανός οργανισµός; Μουσειολογικοί προβληµατισµοί και ζητήµατα. Αθήνα. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ 2010: Παπαντωνίου, Φ., Η Μουσειακή Εκπαίδευση στην προσχολική ηλικία: οι βασικοί άξονες της διδασκαλίας της Μουσειακής Εκπαίδευσης στο Τµήµα Επιστηµών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης του ΑΠΘ, στο Βέµη, Μπ., Νάκου, Ει. (επιµ.), Μουσεία και Εκπαίδευση, Τετράδια 20, σελ. ΧΑΓΙΑΛΑ 2003: Χαγιαλά, Ν., Λαογραφικό Κέντρο Κίτσου Μακρή. Το στολίδι της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστηµίου Θεσσαλίας, Εν Βόλω 9, 108-109. 7
Εικ. 1 Εικ. 2 8
Εικ. 3 Εικ. 4 9
Εικ. 5 Εικ. 6 10
Εικ. 7 Εικ. 8 11
Εικ. 9 12