ΗΜΕΡΙ Α «Εθνικός Χωροταξικός Σχεδιασµός και εξορυκτική δραστηριότητα»

Σχετικά έγγραφα
Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης. Ειδικά Πλαίσια για. Βιομηχανία

Το Επενδυτικό σχέδιο 3. Βασικές έννοιες και ορισµοί

ΣΥΝ ΕΣΜΟΣ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ. Ορυκτός πλούτος παρούσα κατάσταση και προοπτικές ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ

Αξιολόγηση σεναρίου (1) Σενάριο 1: Μη παρέμβασης (do-nothing case)

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ

Νησιώτικο περιβάλλον, Νησιωτική-Θαλάσσια χωροταξία και Βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη: Το ζήτημα της φέρουσας ικανότητας νησιωτικών περιοχών

ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΕΕ «ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΕΣ. «Εξορυκτική ή βιομηχανία και βώ βιώσιμη ανάπτυξη»

ΔΗΜΟΣ ΧΑΛΑΣΤΡΑΣ. Ζητήματα ανάπτυξης: παραγωγικές προοπτικές και προστασία των φυσικών πόρων

Κοινωνική Περιβαλλοντική ευθύνη και απασχόληση. ρ Χριστίνα Θεοχάρη

Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Μεταπτυχιακό Πρόγραµµα Πολεοδοµίας και Χωροταξίας Ακαδ. Έτος

Georgios Tsimtsiridis

ΕΘΝΙΚΟΣ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΣ ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΞΟΡΥΚΤΙΚΗ ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΗΜΕΡΙ Α ΤΕΕ,

Καθορισµός κριτηρίων αξιολόγησης Περιγραφή και βαθµονόµηση κριτηρίων. 1. Εισαγωγή

«Ο Ελληνικός Ορυκτός Πλούτος-σημασία-προοπτικές, θέσεις και βασικά αιτήματα»



ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΑΡΑΚΤΙΑΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΔΥΤΙΚΟΥ ΣΑΡΩΝΙΚΟΥ

Εργαστήριο Χωροταξικού Σχεδιασμού. 10 η Διάλεξη Όραμα βιώσιμης χωρικής ανάπτυξης Εισήγηση: Ελένη Ανδρικοπούλου

Η Μελέτη Περίπτωσης για τη Σύρο: Υλοποιημένες δράσεις και η επιθυμητή συμβολή φορέων του νησιού

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠHΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Το Προεδρείο του Συνδέσμου παρέθεσε γεύμα εργασίας στους δημοσιογράφους που καλύπτουν το ρεπορτάζ του ΥΠΕΚΑ, στην Αίγλη Ζαππείου, στις

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. «Μεικτά» Συστήματα Καπιταλισμού και η Θέση της Ελλάδας

ΟΙΚΟΤΟΥΡΙΣΜΟΣ. Γ. Ευθυμίου. Διαχείριση Οικοτουρισμού και Τουρισμού σε προστατευόμενες Περιοχές

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Καταθέσαµε σήµερα το πρωί το Σχέδιο Νόµου για τις Συµπράξεις ηµοσίου και Ιδιωτικού Τοµέα.

Μελέτες Περιπτώσεων. Επιχειρησιακή Στρατηγική. Αριστοµένης Μακρής

Επιχειρηματική ευφυΐα και τουρισμός

ΒΑΣΙΚA ΣΗΜΕIΑ EΡΕΥΝΑΣ RASS

Ενηµερωτική Έκθεση. Πεπραγµένων Μαρτίου 2012 Σ Υ Ν Ε Σ Μ Ο Σ Μ Ε Τ Α Λ Λ Ε Υ Τ Ι Κ Ω Ν Ε Π Ι Χ Ε Ι Ρ Η Σ Ε Ω Ν

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ. Ιδέες από το Αναπτυξιακό Συνέδριο

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

Οµιλία του Προέδρου του ΣΕΒ. κ. Οδυσσέα Κυριακόπουλου. «Περιφερειακή Ανάπτυξη και Απασχόληση»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Αειφορικός σχεδιασµός & κατασκευή κτιρίων

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΔΗΜΟΥ ΚΟΝΙΤΣΑΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΔΗΜΟΥ ΚΟΝΙΤΣΑΣ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος 15

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν A. Η Δέσμευση της Διοίκησης...3. Κυρίαρχος Στόχος του Ομίλου ΤΙΤΑΝ και Κώδικας Δεοντολογίας...4. Εταιρικές Αξίες Ομίλου ΤΙΤΑΝ...

ΣΧΕΔΙΟ. Δήμος Σοφάδων ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ

Χωροθέτηση εξορυκτικών δραστηριοτήτων και βιώσιµη ανάπτυξη Ιωάννης E. Τσώλας

Εισήγηση της ΓΓΠΠ Αγγέλας Αβούρη στην ενημερωτική συνάντηση για τη δημιουργία Οργανισμού Τουριστικής Ανάπτυξης ( )

ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΑΓΡΟΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Ο Εξορυκτικός Κλάδος Μοχλός Ανάπτυξης της Χώρας

Ερευνητικές Προτεραιότητες και ανάπτυξη υποδοµών για το όραµα της αειφόρου κατασκευής. Κ. Α. Συρµακέζης, Καθηγητής Ε.Μ.Π.

ΤΕΕ Ανατολικής Στερεάς

Η Επίδραση και οι Επιπτώσεις της Απουσίας Χωρικού Σχεδίου για την Αγροτική Γή

Αρχή 1. Πιθανές ενέργειες:

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΓΩΓΗΣ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑΣ

Η Θεωρία του Διεθνούς Εμπορίου

ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΕΡΓΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ Υ ΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟ 2020

Ευρώπη 2020 Αναπτυξιακός προγραμματισμός περιόδου ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2012

ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΟ ΓΕΩΡΓΙΑ. Α. Κουτσούρης Γεωπονικό Παν/μιο Αθηνών

CO 2. Προκλήσεις που καλείται να αντιµετωπίσει η Ελληνική Βιοµηχανία. ρ. Κ. Συµεωνίδης

ΟΜΙΛΙΑ ΠΡΟΕ ΡΟΥ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΕΝΩΣΗΣ ΝΕΩΝ ΑΓΡΟΤΩΝ ΘΕΟ ΩΡΟΥ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ ΗΜΕΡΙ Α ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ AGROQUALITY FESTIVAL. Αγαπητοί φίλοι και φίλες,

ΝΕΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟΣ. Τα βασικά σηµεία του νέου αναπτυξιακού είναι τα εξής:

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 3 Νοεμβρίου 2017 (OR. en)

ΗΜΕΡΙΔΑ Σ.Ε.Γ ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΓΕΩΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

Τ Ρ Ι Η Μ Ε Ρ Ο - ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ - ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑ ΑΣ (Τ.Ε.Ε.)

Στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος. της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου

ΑΞΟΝΕΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ Ε.Π. «EΘΝΙΚΟ ΑΠΟΘΕΜΑΤΙΚΟ ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΩΝ »

Παγκόσμια Πρότυπα των Κοινωνικών Συνεταιρισμών

Συνοπτική παρουσίαση της ελληνικής εξορυκτικής βιομηχανίας, του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων και των εταιρειών μελών του

Φορείς ιαχείρισης: Βασικό εργαλείο ιακυβέρνησης στην εφαρµογή πολιτικών προστασίας Ι.. Παντής & Τογρίδου Σ. Α.

Επιτροπή Μεταφορών και Τουρισμού ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. της Επιτροπής Μεταφορών και Τουρισμού. προς την Επιτροπή Περιφερειακής Ανάπτυξης

Ο νησιωτικός τουρισμός και η ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τίτλο «Προκλήσεις και Ευκαιρίες για τον Παράκτιο και Θαλάσσιο Τουρισμό στην ΕΕ».

Χρηματοοικονομική Διοίκηση ΙΙ

Τεχνικό Επιµελητήριο Ελλάδας

Αειφόρα σχολεία και προαγωγή της Υγείας

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ (ΠΑΑ )

ΕΞΕΙ ΙΚΕΥΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΥΛΕΣ RAW MATERIALS INITIATIVE Α ΕΙΟ ΟΤΗΣΕΙΣ Χ. ΚΑΒΑΛΟΠΟΥΛΟΣ Γ.. Σ.Μ.Ε.

Πεπραγµένων Ιανουαρίου 2013

Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασµού & Αειφόρου Ανάπτυξης για τις Ανανεώσιµες Πηγές Ενέργειας. Μπαλτάς Ευάγγελος Γενικός Γραµµατέας Υ.ΠΕ.ΧΩ..Ε.

ΠΟΛΥΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΖΩΤΙΚΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ: ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΩΝ

COSTA NAVARINO, Η ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ (Π.Ο.Τ.Α.) ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Πετράκος Κώστας

4 ο ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ:

Η Θεωρία της Οικονομικής Ενοποίησης

Περιεχόµενα. Πληροφοριακά Συστήµατα: Κατηγορίες και Κύκλος Ζωής. Π.Σ. ιαχείρισης Πράξεων. Π.Σ. ιοίκησης. Κατηγορίες Π.Σ. Ο κύκλος ζωής Π.Σ.

ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΠΛΗΡΟΤΗΤΑΣ

2η ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ΠΕΡΙΟΔΟΥ

Οι Συμπράξεις Δημοσίου - Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) σε έργα αστικού περιβάλλοντος

B8-1051/2016 } B8-1052/2016 } B8-1055/2016 } B8-1056/2016 } B8-1058/2016 } RC1/Τροπ. 26

ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΤΩΝ ΘΕΜΑΤΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 2013 ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Μάθημα: Ειδικές και Εναλλακτικές Μορφές Τουρισμού

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Οι συγγραφείς... xiii Πρόλογος και ευχαριστίες...xv

ΗΜΕΡΙΔΑ Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015

ΖΑΡΓΚΛΗΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΠΕΣΥΠ Β ΕΞΑΜΗΝΟ

Κοστολόγηση και Τιμολόγηση Νερού

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΔΗΜΟΣ KYMHΣ ΑΛΙΒΕΡΙΟΥ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΝΔΡΟΝΙΑΝΩΝ- ΔΕΝΔΡΩΝ ΚΥΜΗΣ

Πρόταση Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας Θράκης για τη διαμόρφωση των κατευθύνσεων Αναπτυξιακής Στρατηγικής Προγραμματικής Περιόδου

EL Eνωµένη στην πολυµορφία EL A8-0228/2/αναθ. Τροπολογία. Peter Liese και άλλοι

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο SWD(2017) 115 final.

Μεταλλευτική Οικονομία

Βρισκόμαστε σήμερα εδώ για να μιλήσουμε για μία εθνική υπόθεση, την αξιοποίηση του Ορυκτού Πλούτου της χώρας μας.

Αυτορρύθμιση στις αγροτικές περιοχές/ύπαιθρος

Η έρευνα των Ορυκτών

Διερεύνηση Δυνατοτήτων Αντιμετώπισης Παραγωγικών Προβλημάτων του Νόμου Κοζάνης. Αξιοποίηση των Εγκαταστάσεων της Εταιρείας Α.Ε.Β.Α.Λ.

Εργαλεία του Πολεοδοµικού Σχεδιασµού ΓΠΣ - ΣΧΟΟΑΠ

ΑΕΙΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

«Αναδιάρθρωση της καλλιέργειας του καπνού : Επιχειρηµατική Καθοδήγηση για την Βιωσιµότητα των Αγροτικών Επιχειρήσεων & Προοπτικές

Transcript:

ΗΜΕΡΙ Α «Εθνικός Χωροταξικός Σχεδιασµός και εξορυκτική δραστηριότητα» Εισήγηση της Κάρκα Ελένης 1 Αρχιτέκτονα Μηχ. Ε.Μ.Π. ρος 1 ου Παν. Σορβόννης Θέµα: Χωροταξικός Σχεδιασµός και εξορυκτική δραστηριότητα: Τα δύσκολα σηµεία της σχέσης 1) Χωροταξικός σχεδιασµός και εξορυκτική βιοµηχανία Η σχέση της εξορυκτικής δραστηριότητας µε το χωροταξικό σχεδιασµό παραδοσιακά εµφανίζει δυσχέρειες στην Ελλάδα, που οφείλονται τόσο στα ειδικά χαρακτηριστικά της πρώτης, όσο και στην ικανότητα του δεύτερου να την ενσωµατώσει και να τη θεωρήσει ισότιµα µε τις άλλες δραστηριότητες. Η ανάγκη ισότιµης αντιµετώπισης είναι το βασικότερο και πρωταρχικό αίτηµα της δραστηριότητας προς το σχεδιασµό, γιατί η εµπειρία έχει δείξει ότι στις χωροταξικές µελέτες συχνά η εξορυκτική δραστηριότητα παραµερίζεται, υποβαθµίζεται σε σηµασία ή και στραγγαλίζεται, προς όφελος άλλων δραστηριοτήτων, που συχνότατα δεν είναι υφιστάµενες αλλά προσδοκώµενες και µετά δεκαετίες από την εκπόνηση των µελετών δεν έχουν επιτευχθεί. Η γενικά αρνητική στάση της κοινής γνώµης θεωρείται κατά κανόνα ως η βασική αιτία για την κατάσταση αυτή. Υπάρχουν όµως και άλλοι λόγοι που συµβάλλουν στο αποτέλεσµα αυτό και ένας από τους κυριότερους είναι το γεγονός ότι η εξορυκτική δραστηριότητα παραµένει ελάχιστα οικεία στο ευρύ κοινό, όπως και στους µετέχοντες στο σχεδιασµό. Η έρευνα της διεθνούς βιβλιογραφίας αποδεικνύει ότι το επιστηµονικό ενδιαφέρον γύρω από τη δραστηριότητα έχει εστιαστεί στη συµβολή της στην περιφερειακή ανάπτυξη και τις επιπτώσεις της στο περιβάλλον. Αντίθετα, η συµπεριφορά της στο χώρο και η σχέση της µε άλλες δραστηριότητες έχει ελάχιστα µελετηθεί. Αρα υπάρχει κατ αρχήν έλλειψη των θεωρητικών βάσεων στις οποίες θα µπορούσε να στηριχθεί ο χωροταξικός σχεδιασµός. Το θέµα της έλλειψης οικειότητας των χωροτακτών µε την εξορυκτική βιοµηχανία οφείλεται σε ένα ποσοστό στο γεγονός στο ότι η δραστηριότητα σχετίζεται άµεσα µόνο µε έναν περιορισµένο κύκλο ανθρώπων. Με το πλατύ κοινό συνδέεται έµµεσα, δηλαδή µέσω των προϊόντων της. Επειδή όµως η απόσταση από την αρχική παραγωγή των υλικών µέχρι τα τελικά προϊόντα είναι πολύ µεγάλη, η κοινή συνείδηση αδυνατεί να αποδεχθεί τις τυχόν δυσµενείς επιπτώσεις τις παραγωγικής διαδικασίας προς όφελος των τελικών αγαθών. Η δηµόσια εικόνα της δραστηριότητας και κατ επέκταση η αποδοχή της από την κοινή γνώµη είναι πρώτιστα ευθύνη του κλάδου. Ο χωροταξικός σχεδιασµός µπορεί να συµβάλλει στο σηµείο αυτό µόνο µε την ισότιµη θεώρηση της δραστηριότητας και 1 Οι απόψεις που διατυπώνονται στην εισήγηση απηχούν προσωπικές απόψεις της συγγραφέως µόνο. 1

µε θεωρητική αφετηρία την ανάγκη ανάπτυξης πολλαπλών δραστηριοτήτων και την αποφυγή εξάρτησης από µονοδραστηριότητες. Ενα πρώτο σηµείο που θα πρέπει ευθύς εξ αρχής να καταστεί σαφές µέσω του σχεδιασµού είναι ότι η εξορυκτική δραστηριότητα είναι βιοµηχανική δραστηριότητα. Αποτελεί βιοµηχανικό κλάδο και όχι δραστηριότητα του πρωτογενούς τοµέα. Οπωσδήποτε ο κλάδος περιλαµβάνει ένα ευρύ φάσµα τύπων παραγωγικών εκµεταλλεύσεων µε µεγάλες διαφορές ως προς τον βιοµηχανικό εξοπλισµό. Ο τελευταίος µπορεί να ποικίλλει από απλή χρησιµοποίηση εκσκαπτικών µηχανηµάτων µέχρι σύνθετες µεταλλουργικές εγκαταστάσεις. Αυτή η διαφοροποίηση δεν αποτελεί επιχείρηµα για τη θεώρηση τµήµατος ή του συνόλου του κλάδου ως ιδιαίτερης κατηγορίας του δευτερογενή στο χωροταξικό σχεδιασµό. Παρόµοιες διαφορές παρατηρούνται και σε άλλους τύπους µεταποιητικών µονάδων, όπως αυτών της τυποποίησης και επεξεργασίας αγροτικών προϊόντων, που επίσης περιλαµβάνουν µια µεγάλη ποικιλία εγκαταστάσεων, αλλά σαφώς κατατάσσονται στη µεταποίηση και κατ επέκταση στη βιοµηχανία. Ουσιαστικά η ρόλος του σχεδιασµού σε σχέση µε τη εξορυκτική δραστηριότητα συνοψίζεται στο τετράπτυχο: αποτύπωση στο χώρο κατανόηση χωρικής συµπεριφοράς - καθορισµός όρων συνύπαρξης µε άλλες δραστηριότητες καθορισµός προτεραιοτήτων στην ανάπτυξη των δραστηριοτήτων αυτών. Υπάρχουν όµως µια σειρά παράγοντες που επηρεάζουν τη σχέση εξορυκτικής βιοµηχανίας και χωροταξικού σχεδιασµού και που συνοπτικά περιλαµβάνουν µεταξύ άλλων τους εξής: α) Η µη διαθεσιµότητα στοιχείων σχετικά µε τη χωρική έκφραση της δραστηριότητας. Η µακρόχρονη τάση της εξορυκτικής δραστηριότητας - όπως και των βιοµηχανιών γενικότερα - να µην δηµοσιοποιούν τα στοιχεία που τις αφορούν, η κάλυψή τους από το επιχειρηµατικό απόρρητο και, εποµένως, η µη διαθεσιµότητά των στοιχείων σε τράπεζες δεδοµένων λειτουργεί ανασταλτικά στην τοποθέτηση της δραστηριότητας στο χώρο και, εποµένως, στην θεώρησή της κατά το σχεδιασµό. Το πρόβληµα εντοπίζεται στα κατώτερα χωρικά επίπεδα και δυσχεραίνει το φυσικό σχεδιασµό κυρίως, αλλά έλλειψη βασικών στοιχείων παρατηρείται και στην κλίµακα όχι µόνο των ΟΤΑ αλλά και των νοµών. Το ζήτηµα που τίθεται εδώ είναι το κατά πόσον ο ίδιος ο κλάδος είναι διατεθειµένος να διευκολύνει την παροχή στοιχείων χωρίς αυτό να του δηµιουργεί εσωτερικά προβλήµατα, π.χ. κατά την εξασφάλιση µεταλλευτικών δικαιωµάτων). β) Το πρόβληµα της πρόβλεψης υποδοχέων για τις διάφορες δραστηριότητες είναι χρόνιο στο ελληνικό σύστηµα σχεδιασµού του χώρου, αλλά είναι προφανώς µεγαλύτερο στην περίπτωση της εξορυκτικής δραστηριότητας. Όταν ο καθορισµός υποδοχέων δεν έχει επιτευχθεί σε περισσότερο οικείες και προβλέψιµες δραστηριότητες, όπως η κατοικία, είναι σαφές ότι είναι ακόµα δυσχερέστερο στην περίπτωση δραστηριοτήτων που α) αφορούν κυρίως το υπέδαφος και β) ο κύκλος ζωής τους υπόκειται σε διεθνείς συγκυρίες. Η συµβολή του σχεδιασµού σ αυτή την περίπτωση είναι η αναγνώριση αυτών των δύο χαρακτηριστικών της δραστηριότητας και η µε κάποιο τρόπο τοποθέτησή του ως προς τη χωρική σηµασία τους. Aυτό 2

σηµαίνει την εναρµόνιση 2 του σχεδιασµού µε χωρικά ζητήµατα που αντιµετωπίζονται σήµερα µόνο από τη µεταλλευτική νοµοθεσία, ακριβώς επειδή ο χωροταξικός σχεδιασµός αποφεύγει να υιοθετήσει µια σαφή θέση απέναντί τους. Η ύπαρξη ίδιου νοµικού καθεστώτος δεν επαρκεί για τη χωρική αντιµετώπιση της δραστηριότητας, αφού οι τυχόν δεσµεύσεις της από το σχεδιασµό ή η ανάπτυξη ανταγωνιστικών δραστηριοτήτων µπορεί να ακυρώσει τις ρυθµίσεις της µεταλλευτικής ή λατοµικής νοµοθεσίας. Ενδεικτικά αναφέρονται δύο σηµεία που ο χωροταξικός σχεδιασµός θα πρέπει να λαµβάνει υπ όψιν του: - Την ανάγκη να εµφανίζονται οι περιοχές µεταλλευτικού ενδιαφέροντος σε κείµενα και χάρτες, αν όχι µε την έννοια του καθορισµού χρήσης, τουλάχιστον ως ύπαρξη ενός πόρου µε προοπτική µελλοντικής εκµετάλλευσης. - να αναγνωρίζονται οι ανάγκες για βασικούς χώρους ανάπτυξης της δραστηριότητας που σχετίζονται µε τις ιδιαιτερότητες της ζήτησης των προϊόντων της (π.χ. η ανάγκη να διατηρούνται αργούντα ορυχεία και αποθέσεις για µελλοντική εκµετάλλευση ακόµα και σε περιόδους ύφεσης της δραστηριότητας ή µε την προοπτική αξιοποίησης φτωχότερων σε περιεκτικότητα πρώτων υλών. γ) Ένα σηµαντικό πεδίο ενδιαφέροντος στο χωροταξικό σχεδιασµό αποτελεί η αναγνώριση των προϋποθέσεων που πρέπει να εξασφαλίζονται προκειµένου να είναι δυνατή η λειτουργία των εξορυκτικών επιχειρήσεων. Η παρουσία του κοιτάσµατος µπορεί να είναι η βασική προϋπόθεση, αλλά η λήψη της απόφασης για την αξιοποίησή του εξαρτάται τόσο από τη φύση και το φυσικό περιβάλλον του κοοιτάσµατος, όσο και από το ανθρώπινο περιβάλλον της εκµετάλλευσης. Η φύση του µεταλλεύµατος επηρεάζει το κόστος παραγωγής µε πολλούς τρόπους, που είναι ήδη γνωστοί στον κλάδο. Αντίθετα η αντίστοιχη συµβολή των ανθρώπινων παραγόντων είναι λιγότερο γνωστή, αν και µε την πάροδο του χρόνου εξελίσσονται στον πιο καθοριστικό συντελεστή για το µέλλον µιας εκµετάλλευσης. Το ανθρώπινο περιβάλλον της εξορυκτικής βιοµηχανίας είναι το κατ εξοχήν πεδίο στο οποίο καλείται να παρέµβει ο σχεδιασµός. Μερικά από τα ζητήµατα που αποτελούν παράγοντες κλειδιά για τη δραστηριότητα και πεδία ενδιαφέροντος για το σχεδιασµό είναι τα εξής (Κάρκα Ε. (2001): - Η τεχνική υποδοµή που εξυπηρετεί την εκµετάλλευση. Ο ρόλος της υποδοµής είναι πρωταρχικός για την ανάπτυξη εκµεταλλεύσεων και ιδιαίτερα εκείνων που αφορούν σε µεταλλεύµατα µε µεγάλο ειδικό βάρος (π.χ.βωξίτη ή σιδηροµετάλλευµα) ή κοιτάσµατα µε µικρή περιεκτικότητα που απαιτούν την εξόρυξη µεγάλων ποσοτήτων υλικού. Γενικά, µπορεί να υποστηριχθεί ότι η µεταφορική υποδοµή είναι περισσότερο σηµαντική για την εξορυκτική δραστηριότητα παρά για οποιονδήποτε άλλο βιοµηχανικό κλάδο. Αυτό συνεπάγεται την ανάγκη να εξασφαλίζεται αν όχι η άµεση γειτνίαση της εκµετάλλευσης, τουλάχιστον οι διέξοδοί της προς περιοχές µε δυνατότητες µαζικής και φθηνής και µαζικής µεταφοράς, δηλαδή τις ακτές. 2 «εναρµόνιση» εδώ δεν σηµαίνει συµµόρφωση, αλλά τοποθέτηση ως προς τα ζητήµατα αυτά. 3

Εξ ίσου καθοριστική είναι η διαθεσιµότητα ενέργειας, νερού και εργατικού δυναµικού. - Η διαθεσιµότητα της γης. Το θέµα της διαθεσιµότητας αφορά τόσο την ύπαρξη κατάλληλων εκτάσεων, όσο και το κόστος της γης. Η εξορυκτική βιοµηχανία έχει ανάγκη από µεγάλες, ελεύθερες, ενιαίες εκτάσεις. Η κατάληψη των µεταλλευτικών πεδίων από τη δόµηση ή ο κατακερµατισµός της γης και η οικοπεδοποίηση όχι µόνο στερούν τη δραστηριότητα από τους απαραίτητους χώρους αλλά έχουν και άλλες επιπτώσεις. Πολλαπλασιάζουν τον αριθµό των ανθρώπων µε τους οποίους οι επιχειρήσεις πρέπει να διαπραγµατευτούν. Πολλαπλασιάζουν επίσης τα ανταλλάγµατα προς αυτούς, τα οποία δεν αφορούν πάντα µόνο στην τιµή της γης καθώς και τις αποζηµιώσεις σε περίπτωση ζηµιών. Εποµένως οι µεταλλευτικές επιχειρήσεις έχουν συµφέρον να προτιµούν περιοχές αποµακρυσµένες από χρήσεις γης που θα µπορούσαν να τους προκαλέσουν πρόσθετη οικονοµική επιβάρυνση. Θα πρέπει όµως να βοηθηθούν στην εξασφάλιση αυτών των περιοχών από το σχεδιασµό. - Η ύπαρξη και το κόστος του εργατικού δυναµικού. Η ύπαρξη εναλλακτικών δυνατοτήτων απασχόλησης (σε γεωργία, τουρισµό κλπ) δηµιουργεί όχι µόνο αύξηση των ηµεροµισθίων, αλλά και µείωση της παραγωγικότητας και αύξηση των απουσιών σε περιόδους αιχµής της ανταγωνιστικής δραστηριότητας. Αυτός είναι ένας πρόσθετος λόγος για τις µεταλλευτικές επιχειρήσεις να επιδιώκουν περιοχές σχετικά αποµονωµένες από ανταγωνιστικές δραστηριότητες, ικανοποιώντας µ αυτό τον τρόπο στόχους για µια περισσότερο ισόρροπη ανάπτυξη. - Η ιστορική κληρονοµιά αποδεικνύεται πολύ σηµαντική σε ότι αφορά στην προσφορά εργασίας αλλά και την ποιότητα του ανθρώπινου δυναµικού. Εποµένως η ύπαρξη παράδοσης σε εξειδικευµένες εργασίες συνιστά θεµελιώδη παράγοντα επηρεασµού της απόφασης για εγκατάσταση µιας µεταλλευτικής επιχείρησης. Εποµένως περιοχές µε εξειδίκευση στην εξορυκτική βιοµηχανία δεν πρέπει να παύουν να αξιολογούνται στο σχεδιασµό ως περιοχές προτεραιότητας, ακόµα και σε περιόδους ύφεσης της δραστηριότητας. δ) Από τα παραπάνω αναφερόµενα ζητήµατα σχετικά µε τη χωρική συµπεριφορά της δραστηριότητας αναδύεται το κεφαλαιώδες πρόβληµα της συνύπαρξης/ συµβατότητάς της µε άλλες δραστηριότητες. Το θέµα αυτό εξετάζεται συνήθως ως πρόβληµα αρνητικών επιπτώσεων από την εξορυκτική βιοµηχανία προς το περιβάλλον και προς άλλες οικονοµικές δραστηριότητες. Από όσα όµως αναφέρθηκαν παραπάνω προκύπτει ότι το πρόβληµα αυτό θα πρέπει να εξετάζεται προς δύο κατευθύνσεις, ώστε να αντιµετωπίζονται και οι αρνητικές συνέπειες στην εξορυκτική βιοµηχανία από άλλες ανταγωνιστικές χρήσεις. Ο ανταγωνισµός εκδηλώνεται σε όλα τα πεδία που αναφέρθηκαν προηγουµένως, αλλά όχι µόνο (Κarka H. 1995). Επίσης οι αλληλεπιδράσεις των δραστηριοτήτων δεν εκδηλώνονται µόνο ως ανοιχτές συγκρούσεις για την οικειοποίηση του χώρου, και ιδιαίτερα του παράκτιου. Οι λανθάνουσες, µη ορατές συγκρούσεις παίζουν ουσιαστικότερο ρόλο στην έκβαση του ανταγωνισµού. Αυτές αφορούν κατ αρχήν τη διαµόρφωση της αντιληπτικής εικόνας µιας περιοχής, δηλαδή ως τι τύπου περιοχή κατοχυρώνεται στη συνείδηση του κοινού: ως µεταλλευτική, ως αγροτική ή ως 4

τουριστική; Πρόκειται για ζήτηµα θεµελιώδες σε ότι αφορά την προσελκυσιµότητα µιας περιοχής για εξορυκτικές βιοµηχανίες. Η κοινωνικο χωρική άποψη του ανταγωνισµού χρήζει επίσης θεώρησης κατά το σχεδιασµό, γιατί τα φαινόµενα του ανταγωνισµού δεν είναι µόνο οικονοµικής υφής (Κάρκα, Ε. 2000). Η ασυµβατότητα των δραστηριοτήτων γίνεται ιδιαίτερα εµφανής στο κοινωνικό και πολιτισµικό επίπεδο. Η µεταλλευτική δραστηριότητα δηµιουργεί κοινωνικές δοµές στηριγµένες σε αξίες που σχετίζονται µε επαγγελµατικές δεξιότητες και ιεραρχίες. Στις κοινωνίες αυτές η κοινωνική ιεραρχία είναι συνδεδεµένη µε την εργασιακή. Πρόκειται για κοινωνικές δοµές και κλίµακες κοινωνικών αξιών που είναι εντελώς ασύµβατες µε το «ήθος εργασίας» που εισάγουν δραστηριότητες όπως ο τουρισµός, ο οποίος χαρακτηρίζεται από µια συνεχή αναζήτηση της εύκολης και προσοδοφόρας επενδυτικής ευκαιρίας καθώς και από µια αρνητική στάση απέναντι σε κάθε µορφή εργασίας που απαιτεί οργάνωση και εκπαίδευση (Τσάρτας Π., 1996). Τα θέµατα που έχει να αντιµετωπίσει ο σχεδιασµός σε σχέση µε την εξορυκτική βιοµηχανία δεν είναι πάντοτε ταυτόσηµα. Ποικίλλουν ανάλογα: - µε την κλίµακα του χώρου και των συνιστωσών του ζητήµατος. Η λειτουργία µιας εξορυκτικής βιοµηχανίας σε έναν ορεινό όγκο της ηπειρωτικής χώρας διαφέρει από εκείνη µιας µονάδας σε ένα µικρό νησί, ή σε µια περιαστική περιοχή. - Με τη φύση και την ένταση των δραστηριοτήτων. Η εκµετάλλευση των βιοµηχανικών ορυκτών δεν µπορεί να εξοµοιώνεται µε εκµεταλλεύσεις που συνεπάγονται σύνθετες µεταλλουργικές επεξεργασίες εµπλουτισµού. - Με το νοµικό πλαίσιο που διέπει τις εξορυσσόµενες πρώτες ύλες. Είναι αναγκαίο να κατανοηθεί ότι η νοµοθετική διάκριση των ορυκτών σε διαφορετικές κατηγορίες συνεπάγεται διαφορετικά αποτελέσµατα στο χώρο. Αυτό οφείλεται τόσο στην εµβέλεια των εργασιών που απαιτεί η εκµετάλλευση των διαφορετικών κατηγοριών ορυκτών (µεταλλεύµατα, βιοµηχανικά ορυκτά και µάρµαρα, αδρανή) άρα και των επιχειρήσεων που τις αναλαµβάνουν, όσο και λόγω διαφορετικών διαδικασιών αδειοδότησης και δικαιωµάτων του εκµεταλλευτή. Οµοίως οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της εξορυκτικής δραστηριότητας ποικίλλουν ανάλογα µε το υλικό που εξορύσσεται, τον τρόπο και το µέγεθος της εκµετάλλευσης, τα χαρακτηριστικά της εκµεταλλευόµενης περιοχής και των ζωνών που την περιβάλλουν. Μπορούν να εµφανίζονται σαν οχλήσεις ελάχιστα αντιληπτές και άλλοτε σαν σοβαρά προβλήµατα. Η σηµασία των επιπτώσεων εξαρτάται επίσης από τον ανθρώπινο παράγοντα και ειδικά από τον αριθµό των ατόµων που επηρεάζονται, καθώς και από το βαθµό ευαισθητοποίησής απέναντι στα ζητήµατα αυτά. Ο χωροταξικός σχεδιασµός έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα ευαίσθητος στο θέµα των επιπτώσεων της εξορυκτικής βιοµηχανίας. Η ανάδυση της έννοιας της βιώσιµης ανάπτυξης και η απαίτηση απόκρισης της εξορυκτικής βιοµηχανίας στις αρχές της έχει επίσης συµβάλλει στην απόδοση µεγαλύτερης έµφασης στο θέµα των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της δραστηριότητας. Οι επιπτώσεις αυτές αποκτούν διαρκώς µεγαλύτερο βάρος σε σχέση µε τις κοινωνικές και οικονοµικές συνιστώσες της δραστηριότητας στο τελικό στάδιο του σχεδιασµού που είναι ο καθορισµός προτεραιοτήτων και όρων λειτουργίας της εξορυκτικής βιοµηχανίας. Ουσιαστικά η επίκληση της ανάγκης για βιώσιµη ανάπτυξη έχει αναχθεί στο βασικό επιχείρηµα για την ακύρωση της δραστηριότητας. Για το λόγο αυτό κρίθηκε σκόπιµη η σύντοµη 5

παράθεση απόψεων για τη δυνατότητα και τον τρόπο απόκρισης της εξορυκτικής βιοµηχανίας στις αρχές και τους στόχους της βιώσιµης ανάπτυξης, θεωρητικά αλλά και µέσα από την επιχειρηµατολογία γύρω από την υλοποίηση ενός µεγάλου έργου. 2) Εξορυκτική βιοµηχανία και βιώσιµη ανάπτυξη Αν η έννοια της βιώσιµης ανάπτυξης παραµένει συγκεχυµένη στο πεδίο του χωροταξικού σχεδιασµού, στους κύκλους της µεταλλευτικής βιοµηχανίας δηµιουργεί ακόµα µεγαλύτερη αµηχανία. Οπωσδήποτε οι ορυκτές ύλες αποτελούν τη βάση της ανθρώπινης ευηµερίας εφ όσον είναι απαραίτητες σε κάθε οικονοµικό τοµέα και καθηµερινή δραστηριότητα και η µακροχρόνια εξασφάλισή τους συνιστά συστατικό στοιχείο για τη διατήρηση της ανάπτυξης. Η εκµετάλλευσή τους, όµως, προκαλεί αναµφισβήτητα προβλήµατα, ενώ αυξάνεται ο προβληµατισµός για τη σπανιότητα των πόρων και τις ανθρωπογενείς επιπτώσεις στη φέρουσα ικανότητα της γης (Shields & Solar, 2000). Επιπλέον, η δραστηριότητα υπακούει σε νόµους της διεθνούς αγοράς και ο χειρισµός της πραγµατοποιείται σε επίπεδο εθνικό, ενώ οι επιπτώσεις της - σε µακροχρόνιο µάλιστα ορίζοντα - βαρύνουν τις τοπικές κοινωνίες. Τα τελευταία 40 χρόνια η µεταλλευτική βιοµηχανία έχει διανύσει µια πορεία που σε γενικές γραµµές διέπεται από µια αντίληψη συµβατή µε τη βιώσιµη ανάπτυξη. Με αφετηρία καθαρά οικονοµικούς στόχους, υποχρεώθηκε να ενσωµατώσει περιβαλλοντικές θεωρήσεις στη δεκαετία 1970, ενώ, περισσότερο πρόσφατα, οι κοινωνικές πιέσεις κατέστησαν σαφή την ανάγκη για συµµετοχικότητα και σεβασµό των τοπικών κοινωνιών. Ωστόσο, η ούτως ή άλλως γενικότερα ασαφής αντίληψη της έννοιας της βιώσιµης ανάπτυξης, παραµένει ακόµα αρκετά αφηρηµένη ή ποικίλλει σηµαντικά µεταξύ των εµπλεκοµένων στη διαδικασία της εκµετάλλευσης των ορυκτών πόρων (Κάρκα Ε. 2005). Σύµφωνα µε την περισσότερο σφαιρική αντίληψη γύρω από το συγκεκριµένο θέµα, στόχος της βιώσιµης ανάπτυξης στην εξορυκτική βιοµηχανία δεν είναι η διατήρηση ενός συγκεκριµένου αποθέµατος, αλλά, µάλλον, η διατήρηση της ροής υπηρεσιών που εξασφαλίζονται από τους ορυκτούς πόρους και µάλιστα µε τέτοιο τρόπο που στον κύκλο ζωής µιας εκµετάλλευσης η καθαρή συµβολή στην κοινωνία να είναι θετική. Ωστόσο παράλληλα µε αυτή την προσέγγιση στο εσωτερικό του κλάδου διατυπώνονται και απόψεις περισσότερο παραδοσιακές, προσανατολισµένες στην οικονοµική βιωσιµότητα. Προέρχονται από όργανα των επιχειρήσεων και διεθνείς οργανισµούς µε οικονοµικό προσανατολισµό. Οι προσπάθειες αυτές επικεντρώνονται στα οφέλη που µπορούν να αποκοµίσουν οι επιχειρήσεις/ επενδυτές, παράλληλα µε τις τοπικές κοινωνίες, από την προσέγγιση των αρχών της βιώσιµης ανάπτυξης. Σύµφωνα µε την Παγκόσµια Τράπεζα (Van der Veen P. and Strongman J., 2003), η αειφόρος µεταλλευτική ανάπτυξη συνεπάγεται την προώθηση έργων που είναι οικονοµικά βιώσιµα, περιβαλλοντικά ασφαλή, κοινωνικά αξιόπιστα, εφαρµόζονται µετά από διαδικασίες διακυβέρνησης (µε τη συµµετοχή όχι µόνο εταιρειών αλλά και των τοπικών κοινοτήτων και κυβερνήσεων) και έχουν µακροχρόνια αναπτυξιακή αξία, ιδιαίτερα στο τοπικό επίπεδο. 6

Το θέµα των επιπτώσεων της δραστηριότητας στο τοπικό επίπεδο έχει αναχθεί σε κύριο ζήτηµα της αντίδρασης ενάντια στη δραστηριότητα. Ενα από τα βασικά επιχειρήµατα εναντίον της είναι ότι τα οφέλη δεν κατευθύνονται σ εκείνους που θίγονται περισσότερο. Οι φυσικές και κοινωνικές οχλήσεις γίνονται αισθητές στο άµεσο περιβάλλον, ενώ τα οφέλη διαχέονται µακριά. Η πρόκληση είναι στο να βρεθεί µια ισορροπία µεταξύ στόχων και πολιτικών που πληρούν ταυτόχρονα εθνικές και τοπικές επιδιώξεις. Πολιτικές µε θετικά αποτελέσµατα στο ένα επίπεδο µπορεί να είναι ανεπιθύµητες ή/και µη αειφορικές στο άλλο. Η επιβολή εγκατάστασης µιας µεταλλευτικής δραστηριότητας σε µια περιοχή χωρίς να λαµβάνονται υπ όψιν οι τοπικές προτιµήσεις είναι ασύµβατη µε την αρχή της δηµόσιας συµµετοχής στη διακυβέρνηση. Αντίστροφα πολλές τοπικά κατάλληλες και βιώσιµες λύσεις δεν είναι αυτόµατα αειφορικές σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο. Οι εξορυκτικές επιχειρήσεις προβάλλουν το επιχείρηµα ότι η κατάσταση αλλάζει σήµερα και η κοινωνική διάσταση ενσωµατώνεται στα επιχειρηµατικά σχέδια. Το σκεπτικό τους είναι ότι οι εξαντληµένοι φυσικοί πόροι µπορούν να αντικατασταθούν µε άλλους τύπους κεφαλαίου, µεταξύ των οποίων θα µπορούσαν να συγκαταλεγούν και η εξασφάλιση εξειδικεύσεων και ανάπτυξη δεξιοτήτων από προσωπικό και τοπικές κοινωνίες. Αλλης φύσης εµπόδια στην εφαρµογή των αρχών της βιώσιµης ανάπτυξης στη µεταλλευτική βιοµηχανία είναι τα σχετιζόµενα µε τη λειτουργία των αγορών και οικονοµιών. Οι µεταλλευτικές βιοµηχανίες πρέπει να λειτουργούν σύµφωνα µε τους κανόνες των αγορών και να εµφανίζουν ικανοποιητικά κέρδη, ανταγωνιζόµενες µε επιχειρήσεις που δεν έχουν τις ίδιες επιβαρύνσεις για την προστασία του περιβάλλοντος και τις παροχές στις τοπικές κοινωνίες. Επίσης ένα σηµαντικό ζήτηµα τόσο για τις επιχειρήσεις, όσο και για τις κυβερνήσεις, είναι το πόσο µακριά µπορεί να φτάσει η δηµόσια συµµετοχή. Αν και είναι ευρύτερα αποδεκτό ότι τα ενδιαφερόµενα µέρη θα πρέπει να συµµετέχουν στη λήψη αποφάσεων για τη φύση και έκταση των µεταλλευτικών εργασιών, δεν είναι σαφές ποιοί ακριβώς θα πρέπει να συµµετέχουν, ποιός επηρεάζεται και ποιών η γνώµη θα ληφθεί υπ όψιν και σε ποιά έκταση. Το ζήτηµα αυτό ουσιαστικά παραπέµπει σε ένα γενικότερο ερώτηµα, που δεν αφορά µόνο την εξορυκτική βιοµηχανία, αλλά τα µεγάλα έργα γενικότερα. Σε ποιά κλίµακα πρέπει να εξετάζονται τα µεγάλα έργα και σε ποιό πεδίο πρέπει να λαµβάνονται οι αποφάσεις; Πόσο είναι ικανός ο σχεδιασµός του χώρου να τα αντιµετωπίσει και πως µπορούν να συµβαδίσουν µε τις αρχές της βιώσιµης ανάπτυξης; Μέχρι σήµερα το ελληνικό σύστηµα σχεδιασµού του χώρου έχει αποδειχθεί ελάχιστα προετοιµασµένο να αντιµετωπίσει µεγάλα έργα και να δώσει λύσεις σε σύνθετες καταστάσεις, ειδικά σε ότι αφορά την ενσωµάτωσή τους στην τοπική ανάπτυξη. Είναι χαρακτηριστική αυτής της αδυναµίας η πρακτική της έγκρισης µεγάλων έργων κατ ευθείαν από τη Βουλή, εκτός διαδικασιών σχεδιασµού του χώρου. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Global Mining Initiative, (2002), The Mining Minerals and Sustainable Development Project. 7

Κarka, H. (1995) Exploitation miniere et development touristique sur le littoral de la Grece (Chalcidique - Milos) ιδακτορική διατριβή, Πανεπ. Paris I, Pantheon Sorbonne. Κάρκα, Ε. (2000), «Προβλήµατα και ανταγωνισµοί κατά την άσκηση της µεταλλευτικής δραστηριότητας Η κοινωνικοχωρική διάσταση» Πρακτικά 3 ου Συνεδρίου για τον Ορυκτό Πλούτο, ΤΕΕ-ΠΣ ΜΜΜ, Αθήνα, 22-24 Νοεµβρίου 2000, Τόµος Β, σελ. 21-30. Κάρκα Ε. (2001) Χωροθέτηση µεταλλευτικών δραστηριοτήτων Περιοδικό «Μεταλλειολογικά Μεταλλουργικά Χρονικά», Τόµος 11, τεύχος 1-2, Ιαν.- εκ. 2001. Κάρκα Ε. (2005) «Μεγάλα έργα και χωρικές παρεµβάσεις στο πλαίσιο των επιδιώξεων της βιώσιµης ανάπτυξης: Μια προσπάθεια αποτίµησης της δυνατότητας απόκρισης των µεγάλων έργων στις αρχές και τους στόχους της βιώσιµης ανάπτυξης». Μεταδιδακτορική Ερευνα στο Ε.Μ.Π. µε υποτροφία ΙΚΥ. Lerat, S. (1977), La geographie des mines PUF Paris. Παπαβασιλείου, Κ. (συντ.) (1996), Μελέτη κοινωνικών και οικονοµικών επιπτώσεων στη Βόρεια και Κεντρική Χαλκιδική από τα µεταλλεία και τη µεταλλουργία χρυσού Αθήνα. Prager, S. (1996), Mining in today s environment: a new paradigm Thesis for the Master s degree, Stanford University, CA. U.S.A. Steward S. (2003), «Mining sustainable development», Proceedings of the International Conference Sustainable development indicators (SDIMI 2003), 21-23 May 2003, Milos island, Greece, pp.27-30. Shields, D., Wagner, L.A. and van Zyl D.J.A., (2003), Indicators of mineral systems contributions to sustainability in the USA, Proceedings of the International Conference Sustainable development indicators (SDIMI 2003), 21-23 May 2003, Milos island, Greece, pp.36-42. Shields D., Solar S. (2000) Challenges to sustainable development in the mining sector UNEP Industry and Environment Special Issue Τσάρτας, Π.,(1996), Τουρίστες, ταξίδια, τόποι: Κοινωνιολογικές προσεγγίσεις στον τουρισµό Εξάντας, Αθήνα. Van der Veen P., Strongman J. (2003) «Sustainable development - The way forward for the mining industry» Proceedings of the International Conference Sustainable 8

development indicators (SDIMI 2003), 21-23 May 2003, Milos island, Greece, pp.17-25. 9