JEAN MONNET IRA ACTION NEW CHALLENGES IN THE DYNAMICS OF THE EU INTEGRATION PROCESS RESEARCH PAPER Ευρώ. Ένα νόμισμα για τις ηλιόλουστες μέρες Νίκας Χρήστος, Αναπληρωτής Καθηγητής Τμήμα Βαλκανικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας This project has been funded with the support from the European Commission. This paper reflects the views only of the author and the Commission cannot be held responsible for any use which may be made of the information contained therein.
Ευρώ. Ένα Νόμισμα μόνο για τις Ηλιόλουστες Ημέρες Εισήγηση στο Συνέδριο «New Models of Economy and Society in Europe After the Crisis στις 17-18 Μαΐου 2013 Από την 1η Ιανουαρίου του 2002, 12 χώρες-μέλη της Ε.Ε. αποφάσισαν να αντικαταστήσουν τα εθνικά τους νομίσματα με το ευρώ. Πρέπει να έχει κανείς υπόψη ότι σ εκείνη τη φάση η Ε.Ε. είχε 15 μέλη και ότι και οι τρεις χώρες που αποφάσισαν να μην συμμετέχουν (Η.Β., Σουηδία, Δανία), πληρούσαν τους όρους σύγκλισης της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Οι τρεις αυτές χώρες-μέλη απλά προτίμησαν να εξετάσουν την πορεία του εγχειρήματος του κοινού νομίσματος και να αποφασίσουν για την ένταξη ή μη στην Ευρωζώνη αργότερα. Στα πρώτα χρόνια της χρήσης του ευρώ ως κοινού νομίσματος, το εγχείρημα φάνηκε να είναι απόλυτα επιτυχημένο. Όχι απλά δεν παρουσιάστηκε κάποιο άξιο λόγου πρόβλημα στη διαδικασία μετάβασης από τα εθνικά νομίσματα στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, αλλά στα πρώτα βήματα του ευρώ φάνηκε να ξεπερνά τις προσδοκίες που προηγήθηκαν της εφαρμογής του. Οι ευρωπαϊκές αγορές «σαν έτοιμες από καιρό» υιοθέτησαν άμεσα το νέο κοινό νόμισμα, ενώ στο διεθνές επίπεδο ήταν αξιοσημείωτο ότι, βοηθούντος και του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ, ενώ το ευρώ ξεκίνησε με ισοτιμία κάτω του ενός δολαρίου, σύντομα κατέληξε να ανταλλάσσεται με $1,5 ΗΠΑ. Πολλοί έκαναν λόγο για ένα νόμισμα που θα αμφισβητούσε το ρόλο του δολαρίου στις παγκόσμιες συναλλαγές, ενώ ενδεικτικό της ευφορίας που επικράτησε είναι ότι και οι 12 χώρες που εντάχθηκαν στην Ε.Ε. μετά την υιοθέτηση του ευρώ μπήκαν σε πορεία υιοθέτησής του (η Σλοβενία και η Κύπρος είναι ήδη μέλη της Ευρωζώνης). Ως προς τις επιμέρους ρυθμίσεις υιοθετήθηκε το γερμανικό σχέδιο που πρόβλεπε την ενοποίηση των εθνικών νομισματικών πολιτικών με τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ως βασικού θεσμού σχεδιασμού και άσκησης της Νομισματικής πολιτικής αντί των εθνικών κεντρικών τραπεζών. Σύμφωνα με το προηγούμενο νομισματικών συστημάτων, όπως του Bretton Woods, θα έπρεπε να προβλεφθεί και ένας χρηματο-οικονομικός θεσμός (ταμείο ή τράπεζα) που να παρέχει πιστώσεις στις χώρες-μέλη που το είχαν ανάγκη. Το γερμανικό σχέδιο δεν πρόβλεπε κάτι τέτοιο, στη βάση της λογικής ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο που δημιουργήθηκε για να στηρίξει το σύστημα του Bretton Woods ήταν επιβεβλημένο, για να δανείζει ξένο συνάλλαγμα σε χώρες που είχαν μόνιμα ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών τους και πιέζονταν να υποτιμήσουν. Σε μια νομισματική ένωση όμως όπου χρησιμοποιείται κοινό νόμισμα, ούτε ανάγκη εξεύρεσης συναλλάγματος υπάρχει ούτε κίνδυνος υποτίμησης για μια μεμονωμένη χώρα-μέλος. Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, η ενοποίηση των δημοσιονομικών πολιτικών, ενώ σε πρώτη ματιά είναι φυσικό επακόλουθο, είναι τελικά sine qua non προϋπόθεση της επιτυχούς λειτουργίας μιας νομισματικής ένωσης. Στο ζήτημα αυτό 1
και παρά τα πορίσματα που είχε στη διάθεσή της η Ε.Ε. για την αναγκαιότητα κεντρικής άσκησης της δημοσιονομικής πολιτικής, υιοθετήθηκε και πάλι η λύση του γερμανικού σχεδίου. Σύμφωνα μ αυτό η ενοποίηση των δημοσιονομικών πολιτικών είχε τη χαλαρή μορφή της τήρησης του «Συμφώνου Σταθερότητας» με βάση το οποίο τα μέλη της Ευρωζώνης, αλλά και οι νέες χώρες-μέλη της Ε.Ε. έπρεπε να επιδείξουν δημοσιονομική πειθαρχία, διατηρώντας το τρέχον δημόσιο έλλειμμά τους κάτω του 3% του ΑΕΠ και το συσσωρευμένο δημόσιο χρέος τους κάτω του 60% του ΑΕΠ. Βασική λεπτομέρεια είναι ότι ο υπολογισμός των ελλειμμάτων ανατέθηκε στις στατιστικές υπηρεσίες των χωρών-μελών οι οποίες σε αρκετές περιπτώσεις κατηγορήθηκαν (όχι άδικα όπως καταδεικνύει η ελληνική εμπειρία) για δημιουργική λογιστική και για πλασματική εικόνα των δημοσιονομικών τους μεγεθών. Τα πρώτα εφτά χρόνια της χρήσης του ευρώ ως κοινού νομίσματος της ευρωζώνης, μπορούν σε μακρο-οικονομικούς όρους να χαρακτηριστούν ανενδοίαστα ως «ηλιόλουστες ημέρες», υπό την έννοια της ευνοϊκής οικονομικής συγκυρίας. Για τις χώρες της Ευρωζώνης συνεχιζόταν η διαδικασία οικονομικής προόδου που είχε ξεκινήσει από τη δεκαετία του 1990, το ευρώ κέρδιζε έδαφος σε σχέση με το δολάριο ως διεθνές νόμισμα, ο πληθωρισμός ήταν πολύ χαμηλός και η ανεργία ελεγχόμενη. Επιπλέον, η Ε.Ε. «χώνεψε» ευκολότερα και γρηγορότερα απ ό,τι πολλοί ανέμεναν το σοκ της (μεγαλύτερης σε κλίμακα που πραγματοποίησε από την ίδρυσή της) διεύρυνσης προς Ανατολάς. Όλα φαίνονταν να πηγαίνουν καλά. Τα πρώτα σύννεφα εμφανίστηκαν μετά το 2007, με την αύξηση των τιμών των καυσίμων. Αυτό σήμανε συναγερμό και εφαρμογή αντι-πληθωριστικών πολιτικών, προκειμένου να αποφευχθούν επιπτώσεις ανάλογες με αυτές των δύο πετρελαϊκών σοκ της δεκαετίας του 1970. Σύντομα όμως έγινε φανερό ότι το αντίστοιχο της επερχόμενης κρίσης δεν έπρεπε να αναζητηθεί στη δεκαετία του 1970, αλλά στη μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του 1930. Άρον-άρον ξεθάφτηκαν οι συνταγές της δοκιμασμένης κεϋνσιανής πρότασης για τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας μέσω επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής. Το 2008/9, όμως, διέφερε από τη δεκαετία του 1930 σε δύο βασικές λεπτομέρειες. Στη δεκαετία του 1930 οι χώρες ξεκίνησαν τη δημοσιονομική επέκταση, και τα ελλείμματα που αυτή συνεπάγεται, από μηδενική βάση. Μέχρι τότε οι δημόσιοι προϋπολογισμοί ήταν ισοσκελισμένοι και το δημόσιο χρέος των περισσότερων χωρών μηδενικό. Επιπλέον, το τραπεζικό σύστημα ήταν απλούστερο και ευκολότερα ελεγχόμενο από τις νομισματικές αρχές και τις κεντρικές τράπεζες. Στη σύγχρονη συγκυρία οι περισσότερες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ευρωπαϊκών εκκινούσαν από μεγάλου μεγέθους συσσωρευμένα δημοσιονομικά ελλείμματα και χρέη, που για πολλές χώρες ξεπερνούσαν κατά πολύ τα όρια του συμφώνου σταθερότητας. Επιπλέον, η λειτουργία του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος είχε γίνει εξαιρετικά περίπλοκη. Το βασικότερο πρόβλημα από αυτή την εξέλιξη του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος για τις χώρες της ευρωζώνης, ήταν ότι τα επιτόκια δανεισμού τους στις ξένες κεφαλαιαγορές δεν ήταν τα ίδια ή σε 2
συγκλίνουσα πορεία, όπως προβλέπει η θεωρία, αλλά έρμαιο των εκτιμήσεων των διεθνών οίκων αξιολόγησης του κινδύνου που παρουσίαζε πιστοληπτικά κάθε χώρα. Η εκτίμηση για αύξηση του κινδύνου αυτού αύξανε τα spreads, την απόκλιση των επιτοκίων δανεισμού για μια χώρα από το κατώτερο επίπεδο διεθνώς. Οι ευρωπαϊκές χώρες που είχαν μεγάλα δημοσιονομικά προβλήματα βρέθηκαν στο μάτι του κυκλώνα, με αποκορύφωμα την Ελλάδα που αναγκάστηκε να δεχθεί τους επαχθείς όρους του μνημονίου που συνυπέγραψε με το ΔΝΤ και τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς προκειμένου να αποφύγει την πτώχευση. Πέρα από το ελληνικό πρόβλημα, όμως, οι εξελίξεις αυτές ξανάφεραν στην επιφάνεια συζητήσεις για αποχώρηση κάποιων χωρών από το ευρώ, κατάρρευση του όλου συστήματος και θεσμική ανεπάρκεια της Ε.Ε. στην αντιμετώπιση τέτοιων κρίσεων οι οποίες εντάθηκαν μετά τη λύση που δόθηκε στο πρόβλημα των Κυπριακών τραπεζών πρόσφατα. Οι ηλιόλουστες ημέρες είχαν τελειώσει και το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα με το νόμισμα του το ευρώ βρισκόταν πλέον αντιμέτωπο με ακραία καιρικά φαινόμενα. Με βάση τα παραπάνω προκύπτουν δυο βασικά ερωτήματα: 1. Πού ακριβώς έγκειται η θεσμική ανεπάρκεια της Ε.Ε. ή με άλλα λόγια ποια μέτρα ή πολιτικές θα είχαν βοηθήσει στην αποφυγή ή έστω στην άμβλυνση της κρίσης; 2. Με βάση την απάντηση στην πρώτη ερώτηση πώς μπορούν να αξιολογηθούν οι πρόσφατες μεταβολές στη λειτουργία της Ε.Ε. ως προς την αντιμετώπιση κρίσεων. Η θεσμική ανεπάρκεια της Ε.Ε. όπως αποδείχθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης αφορούσε κατά πρώτο λόγο την έλλειψη δημοσιονομικού φεντεραλισμού, την κεντρική δηλαδή άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής που θα ενίσχυε τις χώρες που αντιμετώπιζαν εντονότερα προβλήματα. Κατά δεύτερο λόγο, αφορά την έλλειψη ενός ευρωπαϊκού μηχανισμού αξιολόγησης των οικονομιών των χωρών-μελών και της πιστοληπτικής τους ικανότητας, προκειμένου αυτές να μην είναι έρμαια κερδοσκοπικών επιθέσεων και κατευθυνόμενων υποβαθμίσεων. Κατά τρίτο λόγο, αφορά την έλλειψη ενός χρηματοδοτικού οργάνου για τη στήριξη χωρών που θα αντιμετώπιζαν πρόβλημα. Η υπόθεση εργασίας ότι σε μια ζώνη ενιαίου νομίσματος κάτι τέτοιο δεν χρειάζεται, αποδείχθηκε πανηγυρικά λανθασμένη. Το δεύτερο ερώτημα ουσιαστικά αναφέρεται στα μαθήματα που πήρε η Ε.Ε. από την πρόσφατη κρίση. Όσον αφορά τη δημιουργία χρηματοδοτικού οργάνου και 5 τη δημιουργία ευρωπαϊκού οίκου αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας των χωρών-μελών, πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει πρόοδος, αν και βέβαια μπορεί να αναρωτηθεί κανείς για το αν έπρεπε να έχει προηγηθεί η «Ελληνική Τραγωδία» του 2010 προκειμένου η διαδικασία να εκκινήσει. Επίσης πρέπει να τονιστεί ότι δεν μπορούν να βγουν αισιόδοξα συμπεράσματα από το ότι το ευρωπαϊκό χρηματοδοτικό όργανο που εκόντες-άκοντες έσπευσαν να δημιουργήσουν οι Ευρωπαίοι, έπρεπε να το τοποθετήσουν στη σκιά του ΔΝΤ επικαλούμενοι έλλειψη τεχνογνωσίας. Μέχρι τη 3
στιγμή αυτή δεν υπάρχει καμία πρόοδος στο θέμα του δημοσιονομικού φεντεραλισμού. 4