Η ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ Ποίηση; ναί, αλλά μέσα στη ζωή» (Poésie? Oui, mais dans la vie). Η εύστοχη παρατήρηση τού Γκύ Ντεμπόρ δίνει το μέτρο της ευρύτητας της ποιητικής πράξης μέσα στην ζωή αλλά και ένα είδος απάντησης σε όσους κατά καιρούς εγείρουν ερωτηματικά για τον ρόλο ή την θέση της ποίησης στην σημερινή ζωή, στις παλιότερες αλλά ιδιαίτερα στις σύγχρονες κοινωνίες πού ακολουθούν εκούσες άκουσες τούς φρενήρεις ρυθμούς μιας ατέρμονης τεχνολογικής εξέλιξης και μιας ακατάσχετης καταναλωτικής βουλιμίας ανατροφοδοτούμενης από το κυρίαρχο κοινωνικοπολιτικό σύστημα. Υπό την έννοια αυτή η ποιητική πράξη υπερβαίνει τον κλασικό ορισμό πού έδινε ο Πώλ Βαλερύ για ένα έργο τέχνης, δηλαδή, έχουμε έργο τέχνης όταν δεν μπορούμε να το αναπαραστήσουμε ή να το ορίσουμε μέσω κάποιου τύπου πού μας επιτρέπει να το αντιληφθούμε σαν αναπαραγόμενο κατά βούληση (P. Valéry; Pièces Sur l Art, Ed. Gallimard, 1934). Τον υπερβαίνει καθόσον η ποιητική πράξη πέρα από την αναγνώριση της σαν μια αυθεντική μορφή τέχνης, συνδέεται ή τουλάχιστον είναι αναμενόμενο να συνδέεται και με μια ορισμένη στάση απέναντι στην ζωή, στην φύση, στα πράγματα. Ναί, η ποίηση δεν είναι μόνο η κωδικοποίηση της φαντασίας, τού ψυχισμού, των βιωμάτων και των εικόνων πού κουβαλά μέσα του κάθε άνθρωπος άσχετα αν δεν νοιώθουν όλοι την ανάγκη να τα εκφράσουν και να τα μοιραστούν μια κωδικοποίηση τού συγκινησιακού και φαντασιακού φορτίου κάθε ανθρώπου σε κάμποσες αράδες στίχων «ντυμένων» είτε με την ξεπερασμένη ρίμα είτε με μια φυσική ή φτιασιδωμένη προσωδία. Λίγο πολύ, καλά ή μέτρια αυτό μπορούν να το κάνουν οι περισσότεροι, ιδίως εμείς οι έλληνες, αφού στο κάτω κάτω ο καθένας μπορεί να γράψει κάτι πού να μοιάζει, έστω, με ποίηση. Ποίηση είναι αυτό πού υπερβαίνει ακόμη και την εστέτ ποιητική εκφορά ενός φτασμένου δημιουργού της ποίησης τού 20ου αιώνα, δηλ. τού Τόμας Έλιοτ. Είναι, τελικά, η ποιητική στάση απέναντι στα πράγματα, στην ζωή, την φύση, την ιστορία, τούς ανθρώπους. Θα έλεγα, είναι η άλλη όψη της φιλοσοφικής είτε της επιστημονικής ενόρασης, αυτή πού ανοίγει ένα παράθυρο στον κόσμο πού μας περιβάλλει και στην αλήθεια πού καλούμαστε να εκμαιεύσουμε γι αυτόν χωρίς να υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος γι αυτό, όπως ισχυριζόταν ο Αλμπέρ Καμύ κινητοποιώντας όχι το έλλογο μέρος της ψυχής μας, το λογιστικό, για να χρησιμοποιήσω τον πλατωνικό όρο, αλλά κυρίως τις αισθήσεις και την φαντασία μας. Γιατί η ποίηση βοηθά να κάνουμε τις αισθήσεις μας πιο
οξυβελείς, την φαντασία μας πιο γόνιμη, να θρέψουμε αυτόν τον ονειρικό κόσμο πού κρύβουμε μέσα μας είτε πρόκειται για αρχετυπικές εικόνες πλασμένες μέσα στον εξιδανικευμένο χώρο της παιδικής φαντασίας, είτε πρόκειται για ανομολόγητες έξεις της εφηβείας μας, ας ανατρέξουμε στις λέξεις πού συνοδεύουν το εφηβικό δωμάτιο στο εξοχικό τού Combray: la lecture, la rêverie, les larmes et la volupté. (από τον τόμο: Από την Μεριά τού Σουάν, Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο, Μαρσέλ Προύστ), είτε πρόκειται για φευγαλέους νόστους νοτισμένους με την αύρα της μνήμης, των ανεκπλήρωτων πόθων, των μεγάλων ερώτων και των μεγάλων αναζητήσεων. Τελικά η ποιητική ενόραση είναι ένας τρόπος μύησης στην ερωτική ενατένιση τού Κόσμου και ερωτική ενατένιση δεν μπορεί παρά να είναι η σύλληψη και η αποκωδικοποίηση των ερωτικών σημάτων πού εκπέμπει ο Κόσμος δηλ. η φύση και οι άνθρωποι μέσα στην ιδιαίτερης «αρχιτεκτονικής» αμοιβαιότητα τους στην ολότητα του αλλά και στις ξεχωριστές εκφάνσεις του, στην κάθε στιγμή και ιδιαιτερότητα του. Ερωτική ματιά στον κόσμο είναι κάτι πού θεωρώ πολύ πιο βαθύ, πολύ πιο ουσιαστικό και καθολικό απ αυτό πού οι γυναίκες συνήθως αποκαλούν αφελώς ρομαντισμό. Ερωτικά, και για μένα αυτό σημαίνει μανία και οίστρος μέθεξης, μπορεί να ιδωθεί ένα παντέρμο τοπίο σχίνα και ξερολίθι στην κόψη τού μεσημεριού με τα στρόφιλα ενός λυσσασμένου γραίγου να σού μεταφέρουν, θαρρείς, τα βογγητά των βασανισμένων και τις βλαστήμιες τού αλφαμίτη κάμποσες δεκαετίες πριν στην Μακρόνησο ερωτικά μπορεί να ιδωθεί και ένας ξεχασμένος συνοριακός σταθμός σιδηρόδρομου χλωμός μέσα στα φώτα από τις παλιές εργοστασιακές του λάμπες, κουρνιασμένος θάλεγες στα σύνορα ονείρου και εφιάλτη. Ή ακόμη ένα παλιό λιμάνι με τις έρημες αποθήκες όπου «οσμίζομαι πάντοτε/ στο λίγνεμα μιας κόκκινης χαραμάδας τ ουρανού/το μπρούσκο χωρατό/τού άντρα με τα κάτασπρα δόντια/και το ορειχάλκινο στέρνο/το χυτευμένο στο καμίνι της επανάστασης/λαθροβιώσαντα σε φευγαλέα ποδοβολητά/τις συνωμοτικές νύχτες. (από το βιβλίο: Στάθη Λειβαδά, Οι αντιστίξεις της Σελήνης, Εκδ. Γαβριηλίδη, 2004). Ένας μοναχικός περίπατος, λόγου χάρη, σε μια ακρογιαλιά πρώϊμου Απρίλη μπορεί να είναι πιο ερωτικός από τις κοινότοπες ερωτοτροπίες των ερωτιδέων τού συρμού. Η ποίηση αν μπορεί κάπου να αναχθεί, είναι επιγραμματικά, το μπόλιασμα της ψυχής με τούς ερωτικούς παλμούς πού εκπέμπει η φύση, οι γυναίκες, οι έφηβοι, τα γεγονότα, η ιστορία, η μνήμη, ακόμα και το επικαιρικό γίγνεσθαι τού μικρόκοσμου πού περιβάλλει τον καθένα μας και τούς οποίους τις περισσότερες φορές αγνοούμε ή προσπερνούμε αδιάφορα γιατί απλούστατα οι περισσότεροι από μας έχουμε αφήσει να σκεπασθεί και να χωνευθεί το ερωτικό μας στοιχείο, ο κόσμος της φαντασίας μας από τα ιζήματα της καθημερινότητας, της ρουτίνας, της κοινοτοπίας και της εκζήτησης τού μονότονου και τετριμμένου. Να
λοιπόν πού η ποίηση έχει θέση στη ζωή μας και βέβαια όχι απλώς σαν ανάγνωση ποιητικών κειμένων πριν την κατάκλιση υπό το φως τού αμπαζούρ αλλά σαν γενικότερη στάση ζωής, σαν μια μύηση και ενάσκηση των αισθήσεων και της φαντασίας, σαν μια κινητοποίηση τού ερωτικού δυναμικού με την ευρύτερη δυνατή έννοια πού έχει ο κάθε άνθρωπος μέσα του. Μη καλλιτεχνικές καταστάσεις είναι τελικά μη ερωτικές καταστάσεις και ο άνθρωπος έχει την ίδια εσώτερη ανάγκη να θρέψει και το πνεύμα και την φαντασία του, αναζητώντας τελικά αυτό πού τον υπερβαίνει και ταυτόχρονα τον νοηματοδοτεί, αυτό πού ο κόσμος των φαινομένων τού υπαινίσσεται και η Γή μήτρα του τον δελεάζει να εξερευνήσει. Η περιπέτεια τού επέκεινα, ο χώρος της αθανασίας, το «σημείο ω» στο οποίο εξικνείται η περατότητα της ανθρώπινης εμπειρίας, ο χώρος τού φαίνοντος και αυτῴ καταληπτού κατά τον Οδ. Ελύτη, είναι ο νυμφώνας και «ένδυμα» οφείλω να έχω ίνα εισέλθω εν αυτῴ! Η ποιητική πράξη ωστόσο είναι συνυφασμένη σε σημαντικό βαθμό και με την ποιητική γραφή, γι αυτό τον λόγο αξίζει να σταθώ λίγο στο κεφάλαιο αυτό. Ακολουθώντας τ αχνάρια των συντεταγμένων της ποιητικής πράξης πού ανέφερα προηγουμένως, θεωρώ ότι η ποιητική γραφή πρέπει να είναι ένα παιχνίδι λέξεων, εικόνων, νοημάτων, υπαινιγμών, μια άσκηση γλώσσας και ύφους πού στέρεα ριζωμένη στην ποιητική ενατένιση τού κόσμου, αναδεικνύει ταυτόχρονα το βάθος και τις εκφραστικές δυνατότητες της γλώσσας, της ελληνικής γλώσσας ιδιαίτερα, αν μιλάμε για την ελληνική ποίηση στην διαχρονική εξέλιξη και τον αρίφνητο πλούτο της. Η ποίηση πρέπει να αρύεται τον εκφραστικό πλούτο και την τεράστια γονιμότητα πού εμπεριέχει η ελληνική γλώσσα από τα χρόνια τού Αρχίλοχου και τού Τυρταίου περνώντας από τα βυζαντινά έπη και τα μεσαιωνικά δημώδη τού ελληνισμού και καταλήγοντας στα χρυσοφόρα κοιτάσματα της γλωσσοπλαστικής δεινότητας ενός Γιάννη Ρίτσου ή της εκφραστικής ευρηματικότητας ενός Οδυσσέα Ελύτη. Η ποίηση μπορεί επίσης, κατά την γνώμη μου, να σταχυολογεί ενίοτε και να ενσωματώνει λέξεις ή εκφράσεις δάνειες από το θησαυροφυλάκιο της παγκόσμιας γραμματείας σε όλο το φάσμα της, κάτι πού είναι, για παράδειγμα, σύνηθες στους μεγάλους της αγγλοσαξονικής ποίησης δηλ. τούς Έζρα Πάουντ και Τόμας Έλιοτ, εφόσον τούτο δεν οδηγεί στην υπερβολή, την επιτήδευση και τον μανιερισμό, και δένει με το γενικότερο ύφος της συγκεκριμένης κάθε φορά ποιητικής γραφής. Όπως προανέφερα: αν η παλέτα και ο χρωστήρας είναι τα εργαλεία έκφρασης τού ζωγράφου, ή η σμίλη και το μάρμαρο τού γλύπτη, το μέσο τού ποιητή είναι η γλώσσα και η γλώσσα είναι ο σωρείτης της πολιτισμικής δημιουργίας της ανθρωπότητας εδώ και χιλιετίες στην καθολικότητα της αλλά και τις εθνικές ιδιομορφίες της. Μια αξιόλογη
ποίηση προϋποθέτει, θεωρώ, μια όσο γίνεται ευρύτερη και εμβριθέστερη γνώση και χρήση τού γλωσσικού εργαλείου όταν μάλιστα η τάση της ψηφιακής εποχής μας είναι προς μια αυξανόμενη αγγλοσαξονική ομογενοποίηση και και γι αυτό μια σταδιακή υποτίμηση των εθνικών γλωσσών. Πόσο μάλλον, πού εμείς οι έλληνες μιλάμε μια γλώσσα πού ο οργανικός της πυρήνας και το γλωσσικό της απόθεμα μένουν ουσιαστικά αναλλοίωτα για τρείς χιλιάδες περίπου χρόνια και της οποίας οι εκφραστικές δυνατότητες απεικονίζουν το εύρος τού πολιτισμού πού μεγαλούργησε σε τούτα εδώ τα χώματα και πού δυστυχώς η ατυχήσασα και ανέμπνευστη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της καθ ημάς μεταπολίτευσης αποστέρησε τις νεώτερες γενιές των ελλήνων της δυνατότητας συστηματικής γνώσης της, οδηγώντας στα γνωστά σημερινά φαινόμενα ημιμάθειας και λεξιπενίας. Η ποίηση είναι επί πλέον όσων προαναφέρθηκαν και μια άσκηση, μια θητεία μνήμης προσωπικής και συλλογικής. Ιστορικά, περισσότερο ίσως από κάθε άλλη μορφή λόγιας έκφρασης, η ποίηση με την ελλειπτική και προσωδιακή φόρμα της διατηρούσε άσβεστα στην μνήμη των λαών τα πάθη και τούς θρύλους, τούς θρήνους και τις εθνικές λαϊκές ανατάσεις, τούς πόθους και τούς νόστους, τούς εφιάλτες και τα όνειρα, από τα μεσαιωνικά έπη της Εσπερίας και τού Βυζαντίου μέχρι τούς επαναστατικούς θούριους τού 19ου και τού 20ου αιώνα. Γιατί η μνήμη μας ακολουθεί σαν άτομα και σαν γένη, μας καθορίζει σαν αντικείμενα και ταυτόχρονα υποκείμενα της ιστορίας, μας μπολιάζει με αισθήματα και νοσταλγίες, με εξάρσεις και αναζητήσεις στο βάθος το ίδιο ερωτικές όσο και ό,τι άλλο μας συνθέτει μονοσήμαντα σαν πρόσωπα και σαν λαό. Κι εμείς οι έλληνες είμαστε ζυμωμένοι με την αυτή την ανεξάντλητη μνήμη πού κρύβεται, θαρρείς, κάτω από κάθε λιθάρι, κάτω από κάθε πεζούλι της ελληνικής γης. Τι θα ήταν, για παράδειγμα, ο Γιάννης Ρίτσος δίχως την βαθειά ελληνικότητα του και ταυτόχρονα δίχως την έμπνευση πού τού χάριζε αυτή η ομβρογόνος νεφέλη του, το ΚΚΕ και το όραμα της παγκόσμιας επανάστασης, με τις μεγάλες στιγμές αλλά και τα πουργκατόρια, με τα οράματα και τις δοκιμασίες της; Και αντίστροφα, πόσο θα έχανε η θωριά και ο αχός της ελληνικής επανάστασης μέσα στην δεκαετία τού 40 δίχως την μοναδική ποιητική μαστοριά ενός τέτοιου βάρδου; Είναι λοιπόν και τούτο το ιδιάζον στο ανθρώπινο είδος στοιχείο η ιστορική μνήμη πού κάνει την ποίηση ακόμη πιο δυνατή, ακόμη πιο αναγκαία και ταυτόχρονα συνακόλουθη της διαχρονικής πολιτισμικής εξέλιξης τού ανθρώπου. Κι αν είναι να μας μεθάει συνεχώς η ποίηση, πού θάλεγε ο Μπωντλαίρ, το κάνει γιατί ποτίζει και ζωογονεί την φαντασία και τις αισθήσεις μας σταλάζοντας ένα αυθεντικό ερωτισμό, εγείροντας την ερωτική ματιά στον χώρο και τον χρόνο, στα πρόσωπα και τα γεγονότα πού μας διαπερνούν κάθε στιγμή, πολλές φορές χωρίς να τα αντιλαμβανόμαστε,
σαν την απειρία των σημάτων πού μας διοχετεύει χωρίς να το συνειδητοποιούμε ο μικρόκοσμος. Είναι πού βαραίνει λιγότερο το βάρος τού χρόνου στις πλάτες μας, είναι πού σε μια πεζή, τεχνοκρατούμενη και μεντιοκρατούμενη εποχή μπορούμε να αισθανθούμε πιο δυνατές τις αντιστάσεις μας απέναντι στην ισοπεδωτική τάση πνευματικής τυποποίησης και επιστημονικής εξειδίκευσης πού επιβάλλει ο σύγχρονος τεχνολογικός πολιτισμός, επιφαινόμενο βέβαια τού αδηφάγου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Είναι πού μπορούμε τελικά να ενασκήσουμε τις αισθήσεις μας, να φέρουμε στην επιφάνεια τον αυθεντικό εσωτερικό μας κόσμο και να οδηγηθούμε μέσα από μια καθολική σύλληψη στην μέθεξη της ουσίας τού κόσμου, την μυστική ερωτική σχέση πού συνέχει τα στοιχεία τού χώρου των αισθήσεων και της ύλης και εισάγει στην επικοινωνία με το καθαρό και αυθεντικό, το τέλειο και άφθαρτο, το αναγνωριζόμενο σαν εξακτίνωση των μυστηριακών όσο και γήϊνων δυνάμεων πού κρύβει μέσα του ο άνθρωπος, για να θυμηθούμε τον Οδυσσέα Ελύτη στα Ανοιχτά Χαρτιά. Δεν υπάρχει, πιστεύω, γνήσια ερωτικός άνθρωπος πού να τον αφήνει ασυγκίνητο η αυθεντική ποίηση είτε σαν πράξη είτε σαν ανάγνωση, όπως δεν υπάρχει γνήσια ποιητική φύση πού να μην είναι ασίγαστα ερωτική απέναντι στα πράγματα και τούς ανθρώπους. Από αυτή την άποψη θα ήταν επιθυμητό η εκδοτική ενθάρρυνση (οξύμωρο ακούγεται αυτό στην σημερινή Ελλάδα της βαθιάς κρίσης σε όλους τούς τομείς) να απευθύνεται κυρίως σε όσους ποιούν γνησίως και γονίμως τον έμμετρο και ηδύ λόγο στην μεστή και σφριγηλή ερωτικά φάση τού βίου τους, όταν πίνουν το κόκκινο στο αίμα τού ταύρου κρασί της ζωής και όχι όταν λευκά την κεφαλή «γερούνδια» κατακλίνονται με τίλιο! Θα κλείσω μεταφέροντας ένα πολύ μικρό απόσπασμα (σε μετάφραση δική μου) από αφιέρωμα της γαλλικής εφημερίδας Le Monde στον Γιάννη Ρίτσο την επομένη τού θανάτου του, τον Νοέμβρη τού 1990, καθώς επαναφέρει στην αρχική μου θέση για την καθολικότητα της ποίησης σε σχέση με τον ατομικό και τον ιστορικό βίο, ενώ παράλληλα υπενθυμίζει έμμεσα ότι δεν υπάρχει στρατευμένη και μη στρατευμένη ποίηση αλλά μόνο σπουδαία και μέτρια ποίηση: «Η ποίηση τού Ρίτσου, όπως και τα μυθιστορήματα και τα θεατρικά του, είναι συνάντηση ενός προσωπικού λυρισμού και των μεγάλων θεμάτων της μνήμης, της εξορίας, τού θανάτου. Η εμπειρία της φυλακής μετά τον πόλεμο, κι έπειτα η εποχή των συνταγματαρχών, κάνουν τον λυρισμό του ακόμα πιο δυνατό: Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν την σιωπή, σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια.
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ αμπέλια του. σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως. Ο δρόμος χάνεται στο φως. Ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο. Η λέξη Ρωμιοσύνη φέρνει από δω και πέρα την σφραγίδα του». Ο Κόσμος ο μικρός, ο μέγας, ο Έρωτας και το Πάθος, η Ιστορία και η Μνήμη, η Σιωπή, ο Θρήνος και η Ανάσταση, το Αΐδιον και Άφθαρτον, να τα μεγάλα θέματα της ποίησης για να αλαφρώνουν τα βήματα τού ανθρώπου στην κοσμική πορεία του, στο αέναο παιχνίδι της αναζήτησης, στην οδύσσεια των παθών του. Coracle of Pacific voyages, The unforecasted beach; Then on an oar Read this: «I was And I no more exist; Here drifted An hedonist. Ezra Pound, Hugh Selwyn Mauberley. Στάθης Λειβαδάς Πάτρα, 25/4/2011