ΗΜΕΡΙ Α ΤΕΕ Ποιότητα της ατµόσφαιρας σε αστικές περιοχές- Νέα δεδοµένα και προοπτικές Εισήγηση της Οργανωτικής Επιτροπής Εισηγήτρια: ρ Χριστίνα Θεοχάρη Περιβαλλοντολόγος Μηχανικός Οργανωτική Επιτροπή ρ Ευµορφοπούλου Αικ., ΑΜ, µέλος ΜΕ Οικολογίας & Περιβάλλοντος ΤΕΕ ρ Θεοχάρη Χρ., ΠΜ, µέλος ΜΕ Οικολογίας & Περιβάλλοντος ΤΕΕ ρ Λειβαδάρος Ρ., ΜΜΜ, µέλος ΜΕ Οικολογίας & Περιβάλλοντος ΤΕΕ ρ Μαυροειδής Ηλ., ΧΜ, µέλος ΜΕ Οικολογίας & Περιβάλλοντος ΤΕΕ ρ Χατζηδάκης., ΧΜ, µέλος ΜΕ Οικολογίας & Περιβάλλοντος ΤΕΕ 1
Ποιότητα της ατµόσφαιρας σε αστικές περιοχές - Νέα δεδοµένα και προοπτικές Η ποιότητα της ατµόσφαιρας στις αστικές περιοχές αποτελεί ένα από τα σηµαντικότερα θέµατα που σχετίζονται µε την ατµοσφαιρική ρύπανση, καθώς στις περιοχές αυτές υπάρχει αφενός συγκέντρωση µεγάλου αριθµού πηγών ρύπανσης και αφετέρου συγκέντρωση πληθυσµού. Το ενδιαφέρον που εκδηλώνεται για την µελέτη της ατµοσφαιρικής ρύπανσης στις αστικές περιοχές της χώρας µας παραµένει αµείωτο, καθώς νέοι ρύποι εµφανίζονται ενώ συγχρόνως αναδεικνύονται οι επιπτώσεις των διαφόρων ρύπων στην υγεία του πληθυσµού. Τα προβλήµατα της ατµοσφαιρικής ρύπανσης στις αστικές περιοχές στην Ελλάδα συνδέονται σε µεγάλο βαθµό µε τον τρόπο που αυτές οι περιοχές διαµορφώθηκαν µέσω της άναρχης και ευκαιριακής εισροής πληθυσµού, σε συνδυασµό µε την οικονοµική µεγέθυνση. Η για διαφόρους λόγους έλλειψη προγραµµατισµού οδήγησε στη διόγκωση των πόλεων κατά τρόπο αυθαίρετο τόσο από πολεοδοµική όσο και από λειτουργική άποψη, µε κορυφαίο παράδειγµα την Αθήνα. Αποτέλεσµα του γεγονότος αυτού ήταν τα περιβαλλοντικά προβλήµατα και κυρίως τα προβλήµατα της ατµοσφαιρικής ρύπανσης να µεγεθυνθούν και να γίνουν πολυπλοκότερα και οξύτερα απ όσο θα ήταν σε µια προγραµµατισµένη ή τουλάχιστον ελεγχόµενη αστικοποίηση. Στην επιδείνωση του προβλήµατος συνέβαλε το γεγονός ότι η οικονοµική ανάπτυξη που επιτεύχθηκε στη χώρα µας κατά τις τελευταίες δεκαετίες, συνδέεται άµεσα µε την αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας, που για τα ελληνικά δεδοµένα, βασίζεται κυρίως στην καύση λιγνίτη και πετρελαιοειδών, δηλαδή σε διαδικασίες από τις οποίες προέρχεται το µεγαλύτερο φάσµα και οι µεγαλύτερες ποσότητες των ρύπων της ατµόσφαιρας. Παράλληλα, η κατανάλωση ενέργειας που προέρχεται από υγρά καύσιµα και αφορά στις µεταφορές, στην βιοµηχανία-βιοτεχνία καθώς και στην θέρµανση των κτηρίων αυξήθηκε λόγω της αστικής υπερανάπτυξης και της ανόδου του βιοτικού επιπέδου. Ιδιαίτερα σηµαντική σε σχέση µε την ατµοσφαιρική ρύπανση στις αστικές περιοχές της χώρας µας είναι η συµβολή σε αυτή του τοµέα των µεταφορών και των εξελίξεων που τον διέπουν. Για παράδειγµα, οι αλλαγές στη σύνθεση του στόλου των οχηµάτων, µε την αντικατάσταση οχηµάτων µε συµβατικούς βενζινοκινητήρες από καταλυτικά οχήµατα, συνέβαλε σηµαντικά στην µείωση των συγκεντρώσεων ρύπων όπως ο µόλυβδος και το µονοξείδιο του άνθρακα στην Αθήνα, κυρίως στη δεκαετία του 1990. Τα κλιµατολογικά χαρακτηριστικά σε συνδυασµό µε τη δυσµενή, από την άποψη της δυνατότητας διάχυσης της ατµοσφαιρικής ρύπανσης, τοπογραφία αποτελούν παράγοντες επιδείνωσης του προβλήµατος. Πιο συγκεκριµένα, το κλίµα της Ελλάδας, χαρακτηρίζεται από υψηλή ηλιοφάνεια και θερµοκρασία, συνθήκες που ευνοούν ιδιαίτερα την φωτοχηµική ρύπανση. Παράλληλα, η παρουσία ορεινών όγκων, σε συνδυασµό µε την γειτνίαση της 2
θάλασσας, που οδηγεί σε ανάπτυξη τοπικών παλινδροµικών συστηµάτων κυκλοφορίας του αέρα, περίπτωση που απαντάται στα περισσότερα µεγάλα αστικά κέντρα, δυσχεραίνει σηµαντικά την δυνατότητα καθαρισµού της ατµόσφαιρας, µε τους µηχανισµούς διάχυσης και µεταφοράς. Όσον αφορά στην Αθήνα το φαινόµενο αυτό είναι ιδιαίτερα αισθητό όταν επικρατούν νότιοι άνεµοι. Σηµαντικότατο ρόλο στην διαµόρφωση των επιπέδων ρύπανσης διαδραµατίζει επίσης η ταχύτητα του ανέµου και οι θερµοκρασιακές αναστροφές, καθώς η χαµηλή ταχύτητα του ανέµου που παρατηρείται στις ενδιάµεσες εποχές του έτους αποτρέπει τη διασπορά των ρύπων, ενώ οι θερµοκρασιακές αναστροφές κυρίως οι πρωινές, διάρκειας συνήθως λίγων ωρών που στην Αττική εµφανίζονται µε συχνότητα περίπου µια στις δύο µέρες, συνδέονται µε την εµφάνιση πρωινής αιχµής στην ρύπανση. Αναστροφές µεγαλύτερης διάρκειας, που εµφανίζονται µε συγκεκριµένες συνοπτικές µετεωρολογικές συνθήκες -επεισόδια ρύπανσης- και αντιµετωπίζονται µε την λήψη εκτάκτων µέτρων, συνδυάζονται µε την στασιµότητα του αέρα, τόσο κατά την οριζόντια, όσο και κατά την κατακόρυφη έννοια και συντελούν έτσι στην παγίδευση και συσσώρευση της ατµοσφαιρικής ρύπανσης που παράγεται στο επίπεδο του εδάφους. Θα πρέπει να επισηµανθεί ότι η Αθήνα, ως περιοχή «πρωτοστάτησε» στην εµφάνιση των συµπτωµάτων του προβλήµατος, που συνοπτικά χαρακτηρίσθηκε µε τη λέξη «νέφος» (τα προβλήµατα της Πτολεµαίδας κα της Μεγαλόπολης είναι διαφορετικού τύπου, θεωρητικά ευκολότερα εντοπίσιµα και αντιµετωπίσιµα). Λόγω και του µεγέθους της, συγκέντρωσε το ενδιαφέρον για τη µελέτη κα την εφαρµογή µέτρων αντιρρύπανσης και εκ των πραγµάτων αποτέλεσε οδηγό για τα λοιπά αστικά κέντρα της χώρας. Από το 1970 ξεκίνησε από την Πολιτεία η προσπάθεια εξοπλισµού των Υπηρεσιών Περιβάλλοντος µε όργανα και εργαστήρια, ώστε η διάγνωση των προβληµάτων να γίνεται όσο το δυνατόν ακριβέστερα και συνεπώς οι επεµβάσεις για την επίλυσή τους να είναι επιτυχέστερες. Μέτρα για την καταπολέµηση της ατµοσφαιρικής ρύπανσης της Αθήνας άρχισαν ουσιαστικά να εφαρµόζονται από το 1978 και είχαν ως στόχο την µείωση των τιµών του διοξειδίου του θείου και των σωµατιδίων του µολύβδου, δύο ρύπων εξαιρετικά επιβαρυντικών για την δηµόσια υγεία, που εµφανιζόταν σε πολύ µεγάλες τιµές. Η αντιµετώπιση του διοξειδίου του θείου έγινε αρχικά µε την απαγόρευση της χρήσης µαζούτ στις κεντρικές θερµάνσεις και στη συνέχεια µε συνεχείς µειώσεις της περιεκτικότητας σε θείο τόσο του µαζούτ όσο και του ντήζελ. Τα αποτελέσµατα ήταν θεαµατικά. Η αντιµετώπιση των σωµατιδίων του µολύβδου έγινε µε συνεχείς µειώσεις της περιεκτικότητας του µολύβδου στην βενζίνη. Και στην περίπτωση αυτή τα αποτελέσµατα ήταν θεαµατικά. Από τότε µέχρι σήµερα έχουν υπάρξει µέτρα κατασταλτικού κυρίως χαρακτήρα για την βιοµηχανία, την κεντρική θέρµανση και άλλες εγκαταστάσεις καύσης και τα αυτοκίνητα αλλά και για τη βελτιστοποίηση της ποιότητας των καυσίµων και τη λειτουργία της πόλης. 3
Τα µέτρα καταπολέµησης της ατµοσφαιρικής ρύπανσης στην Αθήνα επικεντρώθηκαν σε πρώτο στάδιο (τέλη δεκαετίας του 80) στη Βιοµηχανία. Αυτά περιελάµβαναν την τροποποίηση των αδειών λειτουργίας 120 περίπου βιοµηχανιών της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας µε νέους περιβαλλοντικούς όρους από τους οποίους προέκυπτε η ανάγκη εγκατάστασης συστηµάτων αντιρρύπανσης σε επιλεγµένες παραγωγικές διαδικασίες, κατασκευή κλειστών αποθηκών πρώτων υλών, ενδιάµεσων προϊόντων και τελικών προϊόντων, κατασκευή πλωτών οροφών σε δεξαµενές αποθήκευσης των πτητικών πετρελαιοειδών προϊόντων, απαγόρευση της καύσης καταλοίπων κατά την αναγέννηση των ορυκτελαίων κ.ά.) Προβλεπόταν ακόµη έλεγχος των µεγάλων βιοµηχανιών µε κινητό εργαστήριο µέτρησης αερίων βιοµηχανικών εκποµπών η λειτουργία του οποίου ξεκίνησε το 1991, αλλά στην πορεία αδρανοποιήθηκε. Μετά το 1990 άρχισε η ουσιαστική εφαρµογή του θεσµού των Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων για τις Βιοµηχανικές και Βιοτεχνικές εγκαταστάσεις, ενώ µε την πρόβλεψη σχετικών νόµων δόθηκαν οικονοµικά κίνητρα στη βιοµηχανία για έργα αντιρρύπανσης. Με το Π.. 84/84 επιδιώχθηκε ο περιορισµός της ανάπτυξης της βιοµηχανίας στην περιοχή της Αττικής, ενώ στη συνέχεια µε το Νόµο 2965/01, ο οποίος πρόσφατα αναθεωρήθηκε, θεσπίσθηκαν προϋποθέσεις περιβαλλοντικού χαρακτήρα για τον ίδιο σκοπό. Για τις σταθερές, βιοµηχανικές και µη βιοµηχανικές, εστίες καύσης νοµοθετήθηκαν όροι λειτουργίας και όρια εκποµπών για τις εστίες για την θέρµανση των κτηρίων και την παραγωγή ατµού, ζεστού νερού κα αέρα και την σωστή λειτουργία των λεβητοστασίων, καθώς και σχετικοί έλεγχοι. Κατά καιρούς υπήρξαν και ενηµερωτικές εκστρατείες ευαισθητοποίησης για την σωστή λειτουργία των εγκαταστάσεων κεντρικής θέρµανσης. Για τη βελτίωση της ποιότητας των καυσίµων έχουν γίνει προσπάθειες µε στόχο αρχικά τη µείωση του µολύβδου στην βενζίνη σούπερ και τελικά την εισαγωγή της αµόλυβδης βενζίνης, τη µείωση της περιεκτικότητας του θείου στο πετρέλαιο ντήζελ σε ολόκληρη τη χώρα, στη χρήση ειδικού ντήζελ κίνησης για τα λεωφορεία και ακολούθως στον διαχωρισµό του ντήζελ σε δύο τύπους κίνησης και θέρµανσης και τον έλεγχο της ποιότητας των καυσίµων σ όλο το φάσµα της διάθεσης, διακίνησης, εµπορίας και χρήσης. Με την εφαρµογή των Κοινοτικών διατάξεων η ποιότητα των καυσίµων, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, έχει βελτιωθεί και βεβαίως θα πρέπει να γίνει αναφορά στη διαρκώς αυξανόµενη χρήση του φυσικού αερίου που, λόγω της υποκατάστασης των υγρών καυσίµων, συµβάλλει στον περιορισµό των επιπέδων του διοξειδίου του θείου και των σωµατιδίων στην ατµόσφαιρα. Ειδικά στην περιοχή του Λεκανοπεδίου της Αθήνας το µαζούτ, που επιτρέπεται να καταναλώνεται µόνο στη βιοµηχανία, είναι από το 1983 χαµηλού θείου (0,7%), ενώ το υψηλού θείου για την υπόλοιπη χώρα είχε 3,5% και σήµερα 3% θείο. 4
Μέτρα για το αυτοκίνητο περιελάµβαναν πέρα από την καθιέρωση της εκ περιτροπής κυκλοφορίας των επιβατηγών Ι.Χ. στο κέντρο της πόλης (ο γνωστός δακτύλιος, που σήµερα αµφισβητείται από πολλούς για την αποτελεσµατικότητά του), την προώθηση των «καθαρών αυτοκινήτων», τον έλεγχο των οχηµάτων από τα Κέντρα Τεχνικού Ελέγχου Αυτοκινήτων (ΚΤΕΟ) και την εισαγωγή της Κάρτας Ελέγχου Καυσαερίων σε επίπεδο χώρας. Επίσης, τον έλεγχο των εκποµπών καυσαερίων στο δρόµο, αρχικά µόνο στην Αθήνα αλλά µε προοπτική και για άλλες πόλεις, όπως Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Πάτρα και Ηράκλειο. Τέλος, όσον αφορά στις παρεµβάσεις στη λειτουργία της πόλης, σε αυτές εντάσσονται όλα τα έργα που αφορούν στη βελτίωση των κυκλοφοριακών και συγκοινωνιακών υποδοµών και µέσων, όπως κατασκευή ανισόπεδων κόµβων, καθιέρωση λεωφορειολωρίδων, µέτρα περιορισµού της κυκλοφορίας στο κέντρο και δροµολόγηση mini bus. Ο λόγος κατ αρχήν και βασικά για την Αθήνα. Εκσυγχρονιστικές παρεµβάσεις ποτ στόχευαν είτε στην καλύτερη κατανοµή των µετακινήσεων στη διάρκεια της ηµέρας (ωράριο καταστηµάτων και υπηρεσιών), είτε στον περιορισµό τους (περιορισµός της γραφειοκρατίας, λειτουργία ΚΕΠ) είχαν και έχουν συµβολή στον περιορισµό της ατµοσφαιρικής ρύπανσης. Για τις έκτακτες καταστάσεις που ωστόσο δεν έλειψαν όλα αυτά τα χρόνια υπήρξαν τα έκτακτα µέτρα (νόµος 1327/83) µε προβλέψεις πυροσβεστικού χαρακτήρα για τις πηγές που προκαλούν την ατµοσφαιρική ρύπανση (βιοµηχανία, αυτοκίνητο, θέρµανση κτηρίων), αλλά και λοιπούς περιορισµούς που άπτονται της διακοπής διαφόρων ρυπογόνων λειτουργιών µέσα στην πόλη (π.χ. λειτουργία κλιβάνων, χωµατουργικές εργασίες κ.ά.). Παράλληλα µε όλα τα προαναφερόµενα επεκτάθηκε το δίκτυο των σταθµών µέτρησης του ΥΠΕΧΩ Ε (το ΥΠΕΧΩ Ε συµµετείχε σε πρόγραµµα διαβαθµονόµησης των µεθόδων µέτρησης των οξειδίων του αζώτου που πραγµατοποιήθηκε στο Κοινό Ευρωπαϊκό Κέντρο Ερευνών της ISPRA στην Ιταλία). Το 1994 εκπονήθηκε και τέθηκε σε εφαρµογή το πρόγραµµα δράσης «ΑΤΤΙΚΗ SOS», ενώ αντίστοιχο πρόγραµµα εκπονήθηκε αργότερα και για τη Θεσσαλονίκη. Όλα τα προηγούµενα µέτρα, οι ρυθµίσεις και τα προγράµµατα θεσµοθετήθηκαν και εφαρµόσθηκαν κατά το µάλλον ή ήττον. Ρύποι όπως ο µόλυβδος, το διοξείδιο του θείου και το µονοξείδιο του άνθρακα περιορίσθηκαν. Θα πρέπει να επισηµανθεί ότι στον περιορισµό αυτών των ρύπων µε εξαίρεση τον µόλυβδο, συνέβαλε και η µείωση του όγκου των δραστηριοτήτων των βιοµηχανικών και βιοτεχνικών δραστηριοτήτων στην Αττική. Το πρόβληµα ωστόσο της ατµοσφαιρικής ρύπανσης, όπως άλλωστε και τα περισσότερα περιβαλλοντικά προβλήµατα, είναι δυναµικό, εξελίσσεται και µεταλλάσσεται και για τον λόγο αυτό χρειάζεται διαρκής προσπάθεια και αντίστοιχες εξελίξεις και δράσεις σε επίπεδο µέτρων και πολιτικών αντιµετώπισής του. Σήµερα κάνουµε λόγο για καινούργιους ρύπους όπως τα εισπνεύσιµα σωµατίδια, εξειδικευµένες οργανικές ενώσεις και βαρέα µέταλλα, για 5
τον περιορισµό των οποίων τα περιθώρια και η αποτελεσµατικότητα των παρεµβάσεων δεν είναι πάντοτε προφανή. Η ηµερίδα φιλοδοξεί να αποτυπώσει τα δεδοµένα του προβλήµατος και να υπάρξουν απαντήσεις σε καίρια ερωτήµατα του σήµερα όπως: Ποια νέα µέτρα πρέπει να ληφθούν για τους "µοντέρνους" ρύπους όπως το όζον και τα αιωρούµενα σωµατίδια (PM10 και PM2,5), για τους οποίους αναδεικνύονται νέοι µηχανισµοί σχηµατισµού αλλά και ιδιαίτερα σηµαντικές επιπτώσεις στη υγεία, συχνά µέσω συνδυασµένων δράσεων; Που βρισκόµαστε όσον αφορά στην εναρµόνιση της εθνικής νοµοθεσίας µε την αντίστοιχη κοινοτική σε σχέση µε τους «νέους» ρύπους; Τι πρέπει να γίνει στον τοµέα του αυτοκινήτου και των µεταφορών, ιδιαίτερα µάλιστα όταν υπολειπόµεθα του κοινοτικού µέσου όρου στην κατοχή ΙΧ αυτοκινήτου; Η λειτουργία του ΜΕΤΡΟ και των άλλων µέσων σταθερής τροχιάς σε συνδυασµό µε την Αττική Οδό πόσο βελτιώνουν την κατάσταση δεδοµένου ότι τελικά στην τελευταία προσελκύονται όλο και περισσότερα αυτοκίνητα; Ποιος είναι ο επωφελέστερος για το περιβάλλον τρόπος αξιοποίησης των έργων υποδοµής των Ολυµπιακών Αγώνων; Ποιες θα είναι οι θετικές επιδράσεις από την εφαρµογή του Πρωτοκόλλου του Κυότο στην µείωση των εκποµπών των ατµοσφαιρικών ρύπων; Ποια η συσχέτιση της ποιότητας της ατµόσφαιρας και της δηµόσιας υγείας µε αναφορά στις εξελίξεις και τις προοπτικές στην Ευρώπη έως το 2010, έτος ορόσηµο καθώς τότε ολοκληρώνεται το 6 ο Πρόγραµµα ράσης της Ε.Ε. για το Περιβάλλον; Πως λειτουργούν οι µηχανισµοί ελέγχου σήµερα και ποια η αποτελεσµατικότητά τους; 6
Ας σηµειωθεί ότι το κεφάλαιο Περιβάλλον και Υγεία βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και οσονούπω οι περιβαλλοντικοί δείκτες υγείας θα αποτελούν στοιχείο των εκτιµήσεων και των µηχανισµών αναφοράς των θεµάτων περιβάλλοντος, πρόταση η οποία υιοθετήθηκε στην 4 η Υπουργική Συνδιάσκεψη για το περιβάλλον και την Υγεία που έγινε το 2004 στη Βουδαπέστη. Άλλωστε και το υπό διαµόρφωση νέο Πρόγραµµα ράσης για την ατµοσφαιρική ρύπανση σε επίπεδο Ε.Ε. δείχνει την γενικότερη ανησυχία για την βελτίωση των επιδόσεων των κρατών µελών σε αυτόν τον τοµέα. Συγχρόνως, και σε επίπεδο Ο.Η.Ε. το θέµα της ατµοσφαιρικής ρύπανσης αναδεικνύεται ιδιαίτερα επίκαιρο, καθώς ο επόµενος θεµατικός κύκλος της Επιτροπής Βιώσιµης Ανάπτυξης του Ο.Η.Ε. (2006-2007) επικεντρώνεται στα θέµατα της Ατµόσφαιρας και της Ατµοσφαιρικής Ρύπανσης, της Ενέργειας και της Βιοµηχανικής Ανάπτυξης, γεγονός που προβλέπεται να επηρεάσει την παγκόσµια πολιτική σε αυτούς τους τοµείς. Σε ποια φάση βρίσκεται το δίκτυο µετρήσεων και αντιστοίχως η διαδικασία εναρµόνισης των νέων Κοινοτικών Οδηγιών για όλο τα φάσµα των ρύπων της ατµόσφαιρας ; Ποιες είναι οι αναγκαίες τοµεακές πολιτικές (ενέργειας, βιοµηχανίας, µεταφορών, αυτοκινήτου) και πως αυτές συναρθρώνονται στο πλαίσιο της επιδιωκόµενης ενσωµάτωσης (integration) της περιβαλλοντικής στις άλλες πολιτικές; Ποια η πολιτική πρασίνου που ως γνωστόν αποτελεί βασικό παράγοντα απορρύπανσης σε αστικές περιοχές καθώς και αποτροπής της δηµιουργίας της θερµικής νησίδας (heat island) στο κέντρο της πόλης µε όλα όσο αυτή συνεπάγεται για την συσσώρευση και την κυκλοφορία των ρύπων από το κέντρο στην περιφέρεια της πόλης και αντιστρόφως; Από τις διάφορες έρευνες της κοινής γνώµης προκύπτει ότι σήµερα σε αντίθεση µε το παρελθόν τα θέµατα του περιβάλλοντος, µεταξύ των οποίων και αυτό της ατµοσφαιρικής ρύπανσης, δεν είναι στις υψηλές θέσεις ενδιαφέροντος του κοινού. Αυτό δεν σηµαίνει ότι το πρόβληµα δεν υπάρχει, δεν είναι ίσως τόσο έντονη η οπτική του έκφραση, όπως συνέβαινε παλιά. Ωστόσο δεν θα πρέπει να εφησυχάζουµε. Το ΤΕΕ ευελπιστεί ότι η ηµερίδα θα δώσει την αναµενόµενη πληροφόρηση προκειµένου να επικαιροποιήσουµε τη γνώση µας για την ατµοσφαιρική ρύπανση και να εντοπίσουµε τις πιο σηµαντικές παραµέτρους του προβλήµατος, ώστε να είµαστε σε θέση να συµβάλουµε στη συνέχεια στη διαµόρφωση ενός πλαισίου αναγκαίων και εφαρµόσιµων µέτρων - δράσεων για την βελτίωση της ποιότητας του αέρα και κατ επέκταση της δηµόσιας υγείας και της ποιότητας ζωής των κατοίκων των αστικών περιοχών. 7