ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών στην «Διοίκηση και Οικονομία» Κατεύθυνση: «Οικονομική και Περιφερειακή Ανάπτυξη» «ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ» ΧΡΗΣΤΟΥ ΑΓΓΕΛΑ Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: ΔΕΣΛΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2013
Περίληψη Η παρούσα εργασία ερευνά τη σχέση μεταξύ δημόσιου χρέους και οικονομικής μεγέθυνσης και τους παράγοντες που επηρεάζουν αυτή τη σχέση για τις χώρες της ΕΕ27 κατά την περίοδο 1995-2011. Για τη μελέτη χρησιμοποιήθηκε το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ και ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης των χωρών αυτών, κάνοντας χρήση της μεθοδολογίας System GMM. Τα αποτελέσματα της εμπειρικής έρευνας δείχνουν ότι γενικά υπάρχει αρνητική σχέση μεταξύ του δημόσιου χρέους και της οικονομικής μεγέθυνσης, ενώ παρέχουν ενδείξεις ύπαρξης αμφίδρομης σχέσης. Τόσο η εισαγωγή του Ευρώ ως ενιαίο νόμισμα και η κοινή νομισματική πολιτική, όσο και το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης το 2008, δεν άλλαξαν ουσιαστικά αυτή τη σχέση, είχαν ωστόσο συνολική αρνητική επίδραση στην αυτόνομη οικονομική μεγέθυνση των χωρών της ΕΕ27. Η μόνη περίπτωση όπου η ύπαρξη δημόσιου χρέους επιδρά θετικά στην οικονομική μεγέθυνση είναι όταν τα ποσοστά δημόσιου χρέους διατηρούνται μικρότερα του 60% του ΑΕΠ. Τέλος, τα επιτόκια δανεισμού επηρεάζουν αλλά δεν αλλάζουν την σχέση αυτή ενώ δεν έχει καμία επίδραση ο βαθμός της ανοιχτής οικονομίας ή παλιότερα επίπεδα δημόσιου χρέους. II
Abstract The present thesis assesses the relationship between public debt and economic growth, as well as the factors that might affect this relationship for the European Union countries (EE27) during the period 1995-2011. It encompasses an empirical investigation using the public debt expressed as a percentage of GDP and the corresponding economic growth rate by applying the System-GMM methodology. The empirical results highlight the existence of a negative relationship between the public debt and the economic growth, while it provides evidence that this relationship might be bilateral. The relationship is present even regardless of the introduction of euro as a common currency and common monetary policy for the majority of the EE27 countries or the Economic Crisis that started in 2008. Additionally, those two events had an overall negative impact on the autonomous economic growth of the European Economies. However, the only time that the above negative relationship does not hold is for the case of the public debt as percentage of GDP is being less than 60%. III
Υπεύθυνη Δήλωση μη Λογοκλοπής Δηλώνω ότι είμαι συγγραφέας αυτής της εργασίας και ότι κάθε βοήθεια την οποία είχα για την προετοιμασία της, είναι πλήρως αναγνωρισμένη και αναφέρεται στην εργασία. Επίσης, έχω κάνει σαφής αναφορές (συντάκτη, χρονολογία, εργασία, σελίδα) τις όποιες πηγές από τις οποίες έκανα χρήση δεδομένων, προτάσεων, ιδεών ή λέξεων, είτε αυτές αναφέρονται ακριβώς είτε είναι παραφρασμένες. Καταλαβαίνω ότι η αποτυχία να γίνει αυτό ανέρχεται σε λογοκλοπή και θα θεωρηθεί λόγος αποτυχίας σε αυτήν την διπλωματική και του συνολικού βαθμού της. Ακόμα δηλώνω ότι αυτή η γραπτή εργασία προετοιμάστηκε από εμένα προσωπικά και αποκλειστικά και ότι θα αναλάβω πλήρως τις συνέπειες εάν η εργασία αυτή αποδειχθεί ότι δεν μου ανήκει. Όνομα: Χρήστου Αγγέλα Υπογεγραμμένος: Χρήστου Ημερομηνία: 27/02/2013 IV
Ευχαριστίες Ευχαριστώ την επιβλέπουσα καθηγήτρια κ. Ευαγγελία Δεσλή, Επίκουρη Καθηγήτρια στον Τομέα Ανάπτυξης και Προγραμματισμού του Οικονομικού Τμήματος του Α.Π.Θ για την αμέριστη και ουσιαστική επιστημονική βοήθεια και καθοδήγηση που μου παρείχε. Κυρίως την ευχαριστώ για τον ενθουσιασμό και το ομαδικό πνεύμα που με έκανε να προχωράω. Ευχαριστώ επίσης τον Καθηγητή κ. Κωνσταντίνο Κατρακυλίδη για τις πολύτιμές συμβουλές και παρατηρήσεις του, κατά την εκπόνηση αυτής της εργασίας, καθώς και τη Γραμματέα του Τομέα Ανάπτυξης και Προγραμματισμού, Δέσποινα Μήτρεντσε για την άμεση ανταπόκριση στα διάφορα θέματα (διαδικαστικά και μη, μικρά και μεγάλα) τα οποία προέκυψαν κατά την διάρκεια της φοίτησής μου. Τέλος, ευχαριστώ την οικογένειά μου για την απρόσκοπτη συμπαράσταση τους, καθ όλη τη διάρκεια των σπουδών μου και το Μανόλη Χατζηγιάννη, χωρίς τη βοήθεια, ενθάρρυνση και υποστήριξη των οποίων η εργασία αυτή δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί. V
Πίνακας Περιεχομένων Περίληψη... II Abstract... III Υπεύθυνη Δήλωση μη Λογοκλοπής... IV Ευχαριστίες... V Πίνακας Περιεχομένων... VI Ευρετήριο Διαγραμμάτων και Πινάκων... 1 Κεφάλαιο 1: Εισαγωγή... 2 1.1. Ιστορική εξέλιξη του παγκόσμιου δημόσιου χρέους... 3 1.2. Ορισμός του δημόσιου χρέους... 5 1.3. Σκοπός, συνεισφορά και δομή της διπλωματικής εργασίας... 7 Κεφάλαιο 2: Βιβλιογραφική Επισκόπηση... 8 2.1. Σχέση μεταξύ δημόσιου χρέους και οικονομικής μεγέθυνσης... 9 2.1.1. Γενικό πλαίσιο... 9 2.1.2. Εξέλιξη των υποδειγμάτων... 10 2.2. Εμπειρική διερεύνηση της σχέσης... 16 Κεφάλαιο 3: Δεδομένα και Μεθοδολογία... 28 3.1. Περιγραφή δεδομένων και μεταβλητών... 29 3.2. Μεθοδολογία... 37 Κεφάλαιο 4: Παρουσίαση των Εμπειρικών Αποτελεσμάτων... 42 4.1. Η επίδραση του δημόσιου χρέους στην οικονομική μεγέθυνση και αντίστροφα... 43 4.2. Η επίδραση του επιτοκίου... 44 4.3. Η επίδραση της εισαγωγής του Ενιαίου Νομίσματος... 45 4.4. Η επίδραση της οικονομικής κρίσης... 46 4.5. Η επίδραση του μεγέθους του δημόσιου χρέους... 47 4.6. Επίδραση άλλων παραγόντων... 49 4.7. Συνοπτική παρουσίαση των αποτελεσμάτων... 50 Κεφάλαιο 5: Συμπεράσματα... 54 Βιβλιογραφία... 57 VI
Ευρετήριο Διαγραμμάτων και Πινάκων Διαγράμματα Διάγραμμα 1.1. : Ιστορική εξέλιξη του παγκόσμιου χρέους... σελ. 3 Πίνακες Πίνακας 2.1: ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΜΠΕΙΡΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ... σελ.23 Πίνακας 3.1. Συνοπτική Παρουσίαση των μεταβλητών... σελ.30 Πίνακας 4.1: Το βασικό Υπόδειγμα... σελ. 44 Πίνακας 4.2: Η επίδραση του επιτοκίου... σελ. 45 Πίνακας 4.3.: Η επίδραση του Ευρώ... σελ.46 Πίνακας 4.4.: Η επίδραση της κρίσης... σελ.47 Πίνακας 4.5.: Η επίδραση του μεγέθους του Χρέους... σελ. 48 Πίνακας 4.7.1: Η επίδραση του δημόσιου χρέους στην οικονομική μεγέθυνση... σελ.52 Πίνακας 4.7.2. Η επίδραση της οικονομικής μεγέθυνσης στο δημόσιο χρέος... σελ. 53 1
Κεφάλαιο 1: Εισαγωγή Το ξέσπασμα της Παγκόσμιας Οικονομικής Κρίσης το 2008, επέφερε μία απότομη πτώση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης των οικονομιών παγκοσμίως με μία ταυτόχρονη εκτόξευση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Ως εκ τούτου, το δημόσιο χρέος και η σχέση του με την οικονομική μεγέθυνση έρχεται στο επίκεντρο των ακαδημαϊκών και πολιτικών συζητήσεων, ενώ το παγκόσμιο ενδιαφέρον μεταφέρεται πλέον από τις οικονομίες του αναπτυσσόμενου κόσμου που απασχολούσε την οικονομική κοινότητα τις τελευταίες δεκαετίες, στις οικονομίες του αναπτυγμένου κόσμου, όπου σχεδόν όλες βρίσκονταν σε δεινή θέση και κάποιες από αυτές είχαν (και έχουν) προβλήματα ρευστότητας και χρηματοδότησης του δημόσιου χρέους τους. Κέντρο των εξελίξεων και του διεθνούς προβληματισμού δεν είναι άλλο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου τα κράτη-μέλη αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις αποπληρωμής του δημόσιου χρέους τους και με αφετηρία τις περιπτώσεις της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας, της Ισπανίας και της Ελλάδας (PIGS) εντάσσονται η μία μετά την άλλη στο πλαίσιο στήριξης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας. Το παρόν κεφάλαιο συνεχίζει με την ιστορική εξέλιξη του παγκόσμιου δημόσιου χρέους, τον ορισμό και προσδιορισμό του και τέλος το σκοπό, τη συνεισφορά και τη δομή της παρούσας διπλωματικής εργασίας. 2
1.1. Ιστορική εξέλιξη του παγκόσμιου δημόσιου χρέους Η ύπαρξη υψηλών επιπέδων δημόσιου χρέους δεν είναι καινούριο φαινόμενο για την παγκόσμια οικονομία. Το ποσοστό του δημόσιου χρέους των ανεπτυγμένων χωρών που σήμερα αποτελούν την ομάδα των G-20 για την περίοδο 1880 2009 ήταν κατά μέσο 55% του ΑΕΠ, υπήρξαν ωστόσο περίοδοι όπου το δημόσιο χρέος ξεπέρασε κατά πολύ αυτό το επίπεδο. (Abbas et al. 2010). Για τον ανεπτυγμένο κόσμο, το δημόσιο χρέος φτάνει στα πιο υψηλά του επίπεδα κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πόλεμου και στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ως αποτέλεσμα της Μεγάλης Ύφεσης, ενώ κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου εκτοξεύεται σε ποσοστά άνω του 100% του ΑΕΠ. Παρόλα αυτά, λόγω των υψηλών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης, μέχρι το 1960 είχε μειωθεί στο 50% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο. (Abbas et al. 2010). Διάγραμμα 1.1. Ιστορική εξέλιξη του παγκόσμιου χρέους Πηγή: IMF Data Mapper., 2012, Historical Public Debt Database HPDD Στο Διάγραμμα 1.1. φαίνεται η ιστορική εξέλιξη του ποσοστού του χρέους στο ΑΕΠ, κατά την περίοδο 1880-2011 για τρεις υποομάδες κρατών: της Παγκόσμιας Οικονομίας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της των ανεπτυγμένων κρατών G-20. Όπως είναι αναμενόμενο, 3
τόσο η παγκόσμια οικονομία όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση ακολουθούν παρόμοιες τάσεις με αυτές της ομάδας των ανεπτυγμένων κρατών, με μικρότερες ωστόσο διακυμάνσεις. Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 είχε ως αποτέλεσμα την επιδείνωση των ελλειμμάτων του κρατικού προϋπολογισμού και δημιούργησε μία άνοδο του επιπέδου του χρέους των οικονομιών σε παγκόσμιο επίπεδο. Το 2010, το ποσοστό του χρέους των ανεπτυγμένων οικονομιών παρουσίασε μία δραματική άνοδο σε σχέση με τα επίπεδα του 2006 (75% του ΑΕΠ), φτάνοντας στο 97% του ΑΕΠ, ενώ στο επίκεντρο της συζήτησης πάνω στην πρόσφατη κρίση χρέους βρίσκονται οι χώρες της Νομισματικής Ένωσης και κυρίως η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία. (Olivares & Caminal, 2012). Ειδικά για την Ελλάδα, ισχύει για την υπό μελέτη περίοδο το παράδοξο των υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης με ταυτόχρονα υψηλούς ρυθμούς αύξησης του ποσοστού του χρέους στο ΑΕΠ. Μία από τις πιθανές εξηγήσεις είναι ο πολύ χαμηλός βαθμός τεχνικής αποτελεσματικότητας της ελληνικής οικονομίας. (Desli & Pelagides, 2012). Μία άλλη εξήγηση αποδίδεται σε μια σειρά από προϋπάρχοντα προβλήματα επιδείνωσαν την κρίση χρέους στη χώρα. Σε αυτά συγκαταλέγονται η υψηλή της εξάρτηση από βραχυπρόθεσμους λογαριασμούς των εμπορικών τραπεζών, η υψηλή προτίμηση των νοικοκυριών να επιλέγουν την αποταμίευση σε τραπεζικές καταθέσεις έναντι των επενδύσεων και οι αδύναμοι θεσμικοί επενδυτές. (Vittas & Campanaro, 2004) Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τα υψηλά επιτόκια και τον υψηλό πληθωρισμό, είχαν ως αποτέλεσμα το επίπεδο χρέους της Ελλάδας να φτάνει το 2010 στο 148,3% του ΑΕΠ. 4
1.2.Ορισμός του δημόσιου χρέους Κατά τον προσδιορισμό του Δημόσιου Χρέους εγείρονται τρία βασικά ερωτήματα. Θα πρέπει να εξετάσουμε το ακαθάριστο ή το καθαρό δημόσιο χρέος; Πρόκειται μόνο για το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης, του τομέα της γενικής κυβέρνησης ή θα πρέπει να εξετάσουμε το σύνολο του δημόσιου τομέα, συμπεριλαμβανομένων και των δημόσιων επιχειρήσεων; Τέλος, θα πρέπει να διαχωρίσουμε το εγχώριο από το εξωτερικό χρέος; (Chouraqui et al., 1986) Σύμφωνα με τους (Dippelsman et al., 2012), δεν υπάρχει ακόμα ένας κοινώς αποδεκτός ορισμός του δημόσιου χρέους, γεγονός που δημιουργεί προβλήματα συγκρισιμότητας των επιπέδων χρέους των οικονομιών και κατ επέκταση των εμπειρικών ερευνών. Προτείνουν το ακαθάριστο ενοποιημένο χρέος της γενικής κυβέρνησης ως τον συνεπέστερο δείκτη μέτρησης του δημόσιου χρέους. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (European Commission, 2010) ορίζει το δημόσιο χρέος ως «το συνολικό ενοποιημένο ακαθάριστο χρέος στις εξής κατηγορίες κυβερνητικών υποχρεώσεων (όπως ορίζονται από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών 1995 ESA95): νόμισμα και καταθέσεις, δάνεια και χρεόγραφα εκτός των μετοχών, εξαιρουμένων των χρηματοπιστωτικών παραγώγων». Ως προς το τμήμα της κυβέρνησης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (European Commission, 2010) εξετάζει τον τομέα της γενικής κυβέρνησης, ο οποίος περιλαμβάνει την κεντρική κυβέρνηση, τις κυβερνήσεις των ομόσπονδων κρατιδίων (state government) εφόσον υπάρχουν, τις τοπικές κυβερνήσεις (π.χ. δήμοι) και τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης. Αντίστοιχα, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (OECDiLibrary, 2011) ορίζει το δημόσιο χρέος ως τις ενοποιημένες ακαθάριστες χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ και βασίζεται στο Εθνικό Σύστημα Λογαριασμών του 1993 (SNA 1993) και το Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών 1995 (ESA 5
95). Ο τομέας της γενικής κυβέρνησης αποτελείται από τις κεντρικές, τις ομοσπονδιακές και τις τοπικές κυβερνητικές μονάδες, καθώς και τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης που ελέγχονται από αυτές τις μονάδες. Κατ αρχήν, τα χρέη εντός και μεταξύ των κυβερνητικών μονάδων είναι ενοποιημένα. Δηλαδή, ένα δάνειο ενός κυβερνητικού επιπέδου σε ένα άλλο κυβερνητικό επίπεδο αντιπροσωπεύει ένα πάγιο κεφάλαιο για το ένα και μία υποχρέωση για το δεύτερο, έτσι ώστε το τελικό αποτέλεσμα για τη γενική κυβέρνηση να είναι μηδενικό. Τέλος, αναφορικά με τη διάκριση μεταξύ εξωτερικού και εγχώριου χρέους, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (IMF, 2000) ορίζει το εξωτερικό χρέος ως εξής: «Το Ακαθάριστο Εξωτερικό Χρέος, σε κάθε δεδομένη στιγμή, είναι το ανεξόφλητο υπόλοιπο εκείνων των τρεχουσών, εξαιρουμένων των ενδεχόμενων, υποχρεώσεων που οφείλονται σε μη-κατοίκους από κατοίκους μιας οικονομίας και απαιτούν πληρωμή (ες), είτε του κεφαλαίου ή/και τόκων από τον οφειλέτη σε κάποιο σημείο (α) στο μέλλον», ενώ ορίζει το Συνολικό Εξωτερικό Χρέος ως «το χρέος που οφείλεται σε μη-κατοίκους και που αποπληρώνεται σε ξένο νόμισμα, σε αγαθά ή σε υπηρεσίες. Το Συνολικό Εξωτερικό Χρέος είναι το άθροισμα του δημόσιου, του εγγυημένου από το δημόσιο και του μη εγγυημένου ιδιωτικού μακροπρόθεσμου χρέους, της χρήσης της πίστωσης του ΔΝΤ και του βραχυπρόθεσμου χρέους». Σύμφωνα με τους (Chouraqui et al., 1986), η διάκριση μεταξύ εγχώριου και εξωτερικού χρέους είναι οικονομικά αδιάφορη, ωστόσο εξακολουθεί να χρησιμοποιείται από μεγάλο τμήμα της διεθνούς βιβλιογραφίας. 6
1.3.Σκοπός, συνεισφορά και δομή της διπλωματικής εργασίας Η σχέση μεταξύ δημόσιου χρέους και οικονομικής μεγέθυνσης θυμίζει το κλασικό ερώτημα της κότας με το αυγό. Είναι το δημόσιο χρέος αυτό που προάγει / παρεμποδίζει την οικονομική μεγέθυνση ή είναι η οικονομική μεγέθυνση αυτή που προκαλεί / μειώνει το ποσοστό του δημόσιου χρέους; Η διεθνής βιβλιογραφία μας παρέχει πλήθος υποδειγμάτων που εξετάζουν την επίδραση του δημόσιου χρέους στην οικονομική μεγέθυνση. Η αντίστροφή σχέση ωστόσο, μόλις την τελευταία δεκαετία έχει αρχίσει να εξετάζεται εμπειρικά, σε περιορισμένο αριθμό ερευνών, ειδικά για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η εμπειρική διερεύνηση της σχέσης μεταξύ δημόσιου χρέους και οικονομικής μεγέθυνσης στα 27 Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την περίοδο 1995-2011, με τη χρήση της μεθοδολογίας της Συστημικής Γενικευμένης Μεθόδου των Ροπών (System GMM), που αναπτύχτηκε από τους Arellano & Bond (1991) και Arellano and Bover (1995). Για το σκοπό αυτό, αρχικά (Κεφάλαιο 2) ερευνάται το θεωρητικό υπόβαθρο που συνδέει το δημόσιο χρέος με την οικονομική μεγέθυνση, παρουσιάζοντας τα κύρια θεωρητικά υποδείγματα και τις πρόσφατες εμπειρικές μελέτες. Στην συνέχεια γίνεται η παρουσίαση των δεδομένων της παρούσας έρευνας, η επεξήγηση των μεταβλητών που χρησιμοποιήθηκαν για την εμπειρική διερεύνηση και εξηγείται η μεθοδολογία της έρευνας (Κεφάλαιο 3). Στο Κεφάλαιο 4 παρουσιάζονται τα κύρια αποτελέσματα της εμπειρικής διερεύνησης και τέλος, κλείνουμε με κάποιες συμπερασματικές προτάσεις (Κεφάλαιο 5). 7
Κεφάλαιο 2: Βιβλιογραφική Επισκόπηση Η σχέση μεταξύ δημόσιου χρέους και οικονομικής μεγέθυνσης αποτελεί ένα δίλημμα. Είναι το δημόσιο χρέος αυτό που προάγει / παρεμποδίζει την οικονομική μεγέθυνση ή είναι η οικονομική μεγέθυνση αυτή που προκαλεί / μειώνει το ποσοστό του δημόσιου χρέους; Η διεθνής βιβλιογραφία μας παρέχει πλήθος υποδειγμάτων που εξετάζουν την επίδραση του δημόσιου χρέους στην οικονομική μεγέθυνση. Ωστόσο η αντίστροφή σχέση έχει αρχίσει να εξετάζεται εμπειρικά μόλις την τελευταία δεκαετία, σε περιορισμένο αριθμό ερευνών, και ειδικά για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Για το σκοπό αυτό, αρχικά ερευνάται το θεωρητικό υπόβαθρο που συνδέει το δημόσιο χρέος με την οικονομική μεγέθυνση παρουσιάζοντας στο πρώτο μέρος του παρόντος κεφαλαίου τα κύρια θεωρητικά υποδείγματα και στο δεύτερο μέρος τις πιο πρόσφατες εμπειρικές μελέτες. Τέλος στο τέλος τους κεφαλαίου δίνεται η συνοπτική παρουσίαση των ερευνών αυτών στον Πίνακα 2.1. 8
2.1. Σχέση μεταξύ δημόσιου χρέους και οικονομικής μεγέθυνσης 2.1.1. Γενικό πλαίσιο Στην οικονομική θεωρία είναι ευρέως αποδεκτό ότι σε μέσα επίπεδα δημοσίου χρέους, η δημοσιονομική πολιτική μπορεί να προάγει την οικονομική μεγέθυνση, μέσω της συνήθους Κεϋνσιανής συμπεριφοράς, αλλά σε υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους, η αναμενόμενη αύξηση των φόρων θα μειώσει τη θετική επίδραση των δημοσίων δαπανών, με αποτέλεσμα να μειωθούν τόσο οι πραγματοποιούμενες επενδύσεις όσο και η κατανάλωση, προκαλώντας έτσι μικρότερα επίπεδα απασχόλησης και χαμηλότερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης (Ferreira, 2009). Σύμφωνα με την Κεϋνσιανή θεωρία, τα ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού έχουν θετική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα της χώρας, μέσω του μηχανισμού του πολλαπλασιαστή των δημοσίων δαπανών. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι το σωρευτικό αποτέλεσμα των δημοσίων δαπανών (crowd-in effect) θα ενισχυθεί ως αποτέλεσμα των ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους που δημιουργούνται λόγω επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής. Τέλος, υποστηρίζει ότι τα ελλείμματα του προϋπολογισμού και το δημόσιο χρέος ενισχύουν την εθνική παραγωγή, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα οι επενδυτές του ιδιωτικού τομέα να βλέπουν το μέλλον με μεγαλύτερη αισιοδοξία και να αυξάνουν τις επενδύσεις τους στην τρέχουσα περίοδο (Misztal, 2010). Οι εκπρόσωποι του νεοκλασικού ρεύματος της οικονομικής σκέψης θεωρούν από την άλλη ότι το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού και το δημόσιο χρέος μπορούν να αποβούν ολέθρια για την οικονομική μεγέθυνση. Αναλύουν τις καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών καθ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής τους και υποστηρίζουν ότι οι κυβερνήσεις που εμφανίζουν ελλείμματα στον προϋπολογισμό τους μεταφέρουν το φορολογικό βάρος στις επόμενες γενεές, κάτι που αυξάνει την τρέχουσα κατανάλωση, (Misztal, 2010). Η χαμηλότερη οικονομική μεγέθυνση μπορεί να σημαίνει επίσης λιγότερα 9
δημόσια έσοδα και σε ορισμένες περιπτώσεις μεγαλύτερο όγκο δημοσίων δαπανών για την κοινωνική ασφάλεια και για κυβερνητικές επιδοτήσεις, κάτι που συμβάλλει στην αύξηση του δημόσιου χρέους, (Ferreira, 2009). Υπό την υπόθεση της πλήρους απασχόλησης, οι εκπρόσωποι του νεοκλασικού ρεύματος θεωρούν ότι η αυξημένη κατανάλωση σημαίνει μειούμενη αποταμίευση. Ως εκ τούτου, αυξάνονται τα επιτόκια, έτσι ώστε να αποκαταστήσουν την ισορροπία της αγοράς κεφαλαίου, κάτι που οδηγεί εν τέλει σε μείωση του μεγέθους των επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα, (Keho, 2010). Υπάρχει ωστόσο και μία τρίτη άποψη μεταξύ των οικονομολόγων, αυτή του Θεωρήματος της Ρικαρντιανής Ισοδυναμίας, σύμφωνα με το οποίο τόσο το έλλειμμα του προϋπολογισμού όσο και το δημόσιο χρέος είναι ουδέτερα για την οικονομική μεγέθυνση. Σύμφωνα με αυτή την υπόθεση, το τρέχον έλλειμμα του προϋπολογισμού, το οποίο προκύπτει παραδείγματος χάριν από μία μείωση της φορολογίας, θα πρέπει να αποπληρωθεί στο μέλλον, μέσω μίας αύξησης της φορολογίας για παράδειγμα, κάτι που έχει ως απώτερο αποτέλεσμα τόσο οι επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα όσο και τα επιτόκια να παραμένουν αμετάβλητα, (Saleh, 2003). 2.1.2. Εξέλιξη των υποδειγμάτων Το θέμα του δημόσιου χρέους ως υπόθεση εργασίας, σχετικά με τις ενδεχόμενες δυσμενείς επιπτώσεις του στην οικονομική μεγέθυνση, αρχίζει να απασχολεί ιδιαίτερα την ακαδημαϊκή κοινότητα, περίπου στο τέλος της δεκαετίας του 1950. Στις πρώτες μελέτες, η βάση δίνεται στον προσδιορισμό της πίεσης που δέχεται η οικονομία για την εξυπηρέτησή του, ειδικά όσον αφορά τη συσχέτισή του με τη φορολογική επιβάρυνση, (Lucien, 2011). Οι Buchanan and Wagner (1958: 29) θεωρούν την υποχρέωση αποπληρωμής του δημόσιου χρέους ως ένα κόστος ευκαιρίας, αυτό της αξίας των αγαθών του ιδιωτικού τομέα που 10
θυσιάζονται για την ύπαρξη και τη χρήση των δημόσιων αγαθών, τα οποία χρηματοδοτούνται μέσω του δημόσιου χρέους. Την ίδια περίοδο, ο Meade (1958: 163-183) θεωρεί ότι πρέπει να γίνει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ εξωτερικού και εγχώριου χρέους. Ενώ το εξωτερικό χρέος επιβαρύνει την κοινωνία με την εξυπηρέτησή του, καθώς δημιουργεί μεταβιβάσεις πραγματικών αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ δανειζόμενου και δανειστή, το εγχώριο χρέος είναι μία μεταβίβαση από φορολογούμενους πολίτες σε πολίτες που κατέχουν ιδιοκτησία και έτσι δεν υπάρχουν απώλειες για το σύνολο της οικονομίας. Αντίθετα, για τον Modigliani (1961) δεν έχει σημασία η διάκριση μεταξύ εξωτερικού και εγχώριου χρέους και θεωρεί ότι η έμφαση θα πρέπει να δοθεί όχι μόνο στις ροές κεφαλαίου αλλά και στο απόθεμα τόσο του κεφαλαίου, όσο και του χρέους και όχι μόνο στην τρέχουσα, αλλά και στη μακροχρόνια αλληλεπίδραση των οικονομικών μεγεθών. Με βάση λοιπόν τις παραπάνω διακρίσεις, ο Modigliani (1961) συμπεραίνει ότι η αύξηση του δημόσιου χρέους θα είναι πάντα ωφέλιμη κατά την περίοδο που δημιουργείται, θα επιβαρύνει ωστόσο τις μελλοντικές γενεές μέσω της μείωσης του αποθέματος του κεφαλαίου του ιδιωτικού τομέα η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των ροών αγαθών και υπηρεσιών. Ο Modigliani (1961) τονίζει ωστόσο, ότι παρ όλες τις δυσμενείς επιπτώσεις του δημόσιου χρέους στη μακροχρόνια μεγέθυνση, η κυβέρνηση δεν θα πρέπει να μην προβεί σε ελλειμματικούς προϋπολογισμούς. Και αυτό γιατί, ενδέχεται τα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα της τρέχουσας ενεργού ζήτησης να είναι μεγαλύτερα της μελλοντικής απώλειας, εφόσον η αύξηση του δημόσιου χρέους συνοδεύεται από κυβερνητικές δαπάνες που αυξάνουν το πραγματικό εισόδημα των μελλοντικών γενεών, για παράδειγμα μέσω της δημιουργίας παραγωγικού δημόσιου κεφαλαίου. Ως εκ τούτου, η ανάλυσή του «τίθεται υπέρ του επονομαζόμενου κυκλικά ισοσκελισμένου προϋπολογισμού» (Modigliani, 1961:22). 11
Ο Diamond (1965) μελετά τις μακροχρόνιες επιδράσεις του δημόσιου χρέους στη μεγέθυνση της οικονομίας. Βασίζει την ανάλυσή του στο διαχωρισμό μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού χρέους και καταλήγει ότι η αύξηση του χρέους, τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού, μειώνει τη συνολική χρησιμότητα της οικονομίας και ως εκ τούτου έχει πάντοτε αρνητική επίδραση στην οικονομική μεγέθυνση. Ο Barro (1974) εξετάζει έμμεσα την επίδραση του δημόσιου χρέους στην οικονομική μεγέθυνση μέσω της μελέτης της αξίας των κυβερνητικών ομολόγων και της κεφαλαιοποίησης της φορολογίας, στο πλαίσιο ενός υποδείγματος επικαλυπτόμενων γενεών. Καταλήγει ότι δεν υπάρχουν ικανές θεωρητικές ενδείξεις ώστε να θεωρήσουμε το δημόσιο χρέος ως ένα συστατικό του πλούτου των νοικοκυριών και ότι η επίδραση του δημόσιου χρέους στον πλούτο των νοικοκυριών δεν μπορεί παρά να είναι ουδέτερη. Εισάγει έτσι στη διεθνή βιβλιογραφία την έννοια της Ρικαρντιανής Ισοδυναμίας, σύμφωνα με την οποία «οι εναλλαγές της χρηματοδότησης μεταξύ χρέους και φορολογίας, για ένα δεδομένο μέγεθος δημοσίων δαπανών, δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα πρώτης τάξης στο πραγματικό επιτόκιο και στον όγκο των επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα», (Barro, 1979:1). Ο Saint-Paul (1992) υποστηρίζει ότι μία μείωση του δημόσιου χρέους θα έχει πάντοτε θετική επίδραση στην μακροχρόνια οικονομική μεγέθυνση. Παρόλα αυτά, εφόσον μία τέτοια πολιτική από πλευράς της κυβέρνησης έχει αρνητικές επιπτώσεις στις σημερινές γενεές έναντι της βελτίωσης της οικονομικής κατάστασης των επόμενων γενεών, δεν είναι αποτελεσματική κατά Pareto. Έχουν μελετηθεί διάφορα κανάλια μέσω των οποίων ένα αυξανόμενο δημόσιο χρέος μπορεί να παρεμποδίσει τις προοπτικές μακροχρόνιας μεγέθυνσης, κυρίως όσον αφορά στις αναπτυσσόμενες χώρες. Σύμφωνα με τον Krugman (1988) ένα υψηλό επίπεδο δημόσιου χρέους ενδεχομένως να δημιουργήσει μία απειλή του χρέους (debt overhang), μία κατάσταση κατά την οποία μειώνονται ή αναβάλλονται οι επενδύσεις, καθώς ο ιδιωτικός τομέας θεωρεί 12
ότι οι αποδόσεις των επενδύσεών τους θα χρησιμοποιηθούν για να αποπληρωθούν οι δανειστές. Σύμφωνα με τη θεωρία της απειλής του χρέους (debt overhang), αν το μελλοντικό δημόσιο χρέος είναι υψηλότερο από την ικανότητα της χώρας να το αποπληρώσει, τότε η προσδοκώμενη εξυπηρέτησή του θα είναι μία αύξουσα συνάρτηση του ΑΕΠ της χώρας. Ως εκ τούτου, οι αποδόσεις των επενδύσεων στη χώρα αντιμετωπίζουν μία υψηλότερη οριακή φορολογία για λογαριασμό των δανειστών, με αποτέλεσμα να αποθαρρύνονται τόσο οι ξένες όσο και οι εγχώριες επενδύσεις, (Krugman, 1988; Sachs, 1989). Δεν είναι μόνο η μείωση του όγκου των επενδύσεων ο λόγος που το υψηλό δημόσιο χρέος οδηγεί σε χαμηλότερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, αλλά σύμφωνα με τον Corden (1989) και η αποθάρρυνση οποιασδήποτε οικονομικής δραστηριότητας που απαιτεί αύξηση του τρέχοντος κόστους ώστε να υπάρξει αυξημένο προϊόν στο μέλλον, καθώς ένα μέρος των προσόδων θα χάνεται μέσω της φορολογίας για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, ενώ σύμφωνα με τους Patillo et al. (2004) η υπερσυσσώρευση δημόσιου χρέους συνδέεται με μείωση της αποτελεσματικότητας των επενδύσεων. Πιο συγκεκριμένα, η απειλή μία χώρα να μην είναι σε θέση να αποπληρώσει το χρέος της στο μέλλον καθιστά τις κυβερνήσεις ανίκανες να δημιουργήσουν εκείνο το μακροοικονομικό περιβάλλον που θα ευνοεί το σχεδιασμό και την εφαρμογή των επενδύσεων με τέτοιο τρόπο ώστε να οδηγούν σε αύξηση της συμβολής του αποθέματος κεφαλαίου στην οικονομική μεγέθυνση (Patillo, et al., 2004). Ένας ακόμη κίνδυνός της υπερσυσώρρευσης χρέους είναι η περικοπή των δημοσίων δαπανών που κατευθύνονται σε παραγωγικούς τομείς της οικονομίας, κάτι που επίσης έχει αρνητική επίδραση στην οικονομική μεγέθυνση, (Agénor και Montiel, 1996). Σε διάφορα θεωρητικά υποδείγματα, λογικά επίπεδα τρεχουσών εισροών δημόσιου χρέους προσδοκάται να έχουν ένα θετικό αποτέλεσμα στη μεγέθυνση. Σε υποδείγματα που επιτρέπουν την κινητικότητα του κεφαλαίου ή την ικανότητα δανεισμού μίας χώρας, το 13
δημόσιο χρέος αυξάνει την οικονομική μεγέθυνση. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Eaton (1993), μία αύξηση του κόστους του ξένου κεφαλαίου που οδηγεί σε μείωση του εξωτερικού δανεισμού άρα και του δημόσιου χρέους οδηγεί σε μείωση της μακροχρόνιας μεγέθυνσης. Και αυτό γιατί υπάρχει κίνητρο για τις χώρες που έχουν στενότητα κεφαλαίου να δανείζονται και να επενδύουν, στις περιπτώσεις όπου το οριακό προϊόν του κεφαλαίου είναι μεγαλύτερο του παγκόσμιου επιτοκίου, (Patillo, et al., 2004). Υπάρχει βέβαια και ο ηθικός κίνδυνος (moral hazard) η δανειζόμενη χώρα να μπορεί να αποκρύψει τις κινήσεις της από τους δανειστές της και να καταναλώνει ή να επανεπενδύει τα δανεισθέντα κεφάλαια στο εξωτερικό (Gertler και Rogoff, 1990), οπότε και ο παραπάνω μηχανισμός καθίσταται αναποτελεσματικός. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι υπάρχουν εμπόδια στην κινητικότητα του κεφαλαίου και ότι οι χώρες δεν μπορούν να δανείζονται ελεύθερα από το εξωτερικό, λόγω του κινδύνου της αποκήρυξης του χρέους (debt repudiation), χαμηλά επίπεδα δημοσίου χρέους εξακολουθούν να συνδέονται με υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από ότι σε συνθήκες χρηματοοικονομικής αυτάρκειας, (Cohen, 1991). Σε επόμενη έρευνά του, ο Cohen (1993), καταλήγει ότι η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους απομυζεί σημαντικό τμήμα των κυβερνητικών εσόδων, μειώνοντας έτσι τους διαθέσιμους πόρους που θα χρηματοδοτούσαν τις δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές. Ένα μέρος της βιβλιογραφίας θεωρεί ότι τα υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους ή το υπερσυσσωρευμένο δημόσιο χρέος οδηγεί σε χαμηλότερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης. Σύμφωνα με τους Alesina και Tabellini(1989) και τους Tomell και Velasco (1992), οι χώρες δανείζονται υπερβολικά και εμφανίζουν χαμηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης, που συχνά συνοδεύονται από απόρροια κεφαλαίου (capital flight), εφόσον το κόστος αύξησης της φορολογίας για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους δεν αναλαμβάνεται στο εσωτερικό της χώρας, αλλά καλύπτεται από περαιτέρω εξωτερικό δανεισμό. Σύμφωνα με τον 14
Calvo (1998), η απόρροια κεφαλαίου προκύπτει λόγω της αύξησης της φορολογίας του κεφαλαίου για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, ενώ, σύμφωνα με τον Singh (2006), ένα υψηλό επίπεδο δημόσιου χρέους μπορεί να έχει δυσμενείς συνέπειες στην μακροοικονομική σταθερότητα. 15
2.2. Εμπειρική διερεύνηση της σχέσης Σε αυτή την Ενότητα, παρουσιάζουμε τις πρόσφατες εμπειρικές έρευνες που έχουν διεξαχθεί αναφορικά με τη σχέση μεταξύ δημόσιου χρέους και οικονομικής μεγέθυνσης. Οι Reinhart & Rogoff (2010a, 2010b) διερεύνησαν τη σχέση μεταξύ του δημόσιου και εξωτερικού χρέους, της οικονομικής μεγέθυνσης και του πληθωρισμού. Χρησιμοποίησαν ετήσια στοιχεία για 20 ανεπτυγμένες χώρες, την περίοδο 1946-2009 και για 24 αναπτυσσόμενες χώρες, τις περιόδους 1946-2009 και 1900-2009, προερχόμενα από διάφορους οργανισμούς (IMF, OECD, World Bank) ενώ βασίστηκαν σε πλήθος προγενέστερων εργασιών. Σύμφωνα με τα ευρήματά τους, υπάρχει ασθενής σχέση μεταξύ δημόσιου χρέους και οικονομικής μεγέθυνσης,όταν το δημόσιο χρέος υπερβαίνει το όριο του 90% του ΑΕΠ, ενώ δεν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ χρέους (δημόσιου και εξωτερικού) και πληθωρισμού στις ανεπτυγμένες χώρες. Αναφορικά με τις αναπτυσσόμενες χώρες, ισχυρίζονται ότι το εξωτερικό χρέος έχει ισχυρή αρνητική επίδραση στην οικονομική μεγέθυνση και ότι το δημόσιο χρέος έχει ισχυρή θετική επίδραση στον πληθωρισμό. Ο Presbitero (2011) εκτίμησε την επίδραση του δημόσιου χρέους στην οικονομική μεγέθυνση με διαστρωματικά δεδομένα χρονολογικών σειρών (panel) 92 χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος χωρών, χρησιμοποιώντας ετήσια δεδομένα για την περίοδο 1990-2007. Στο μοντέλο του συμπεριέλαβε την επίδραση του δημόσιου χρέους στη μεγέθυνση, καθώς και ένα σύνολο εξαρτημένων μεταβλητών όπως οι επενδύσεις, ο πληθωρισμός, η συσσώρευση ανθρώπινου κεφαλαίου, ο βαθμός ανοιχτής οικονομίας, η επίδραση των ασκούμενων πολιτικών και των θεσμών. Εκτίμησε το υπόδειγμά του χρησιμοποιώντας την Γενικευμένη Μέθοδο των Ροπών (Generalized Method of Moments - GMM) και βρήκε ότι η βασική σχέση μεταξύ δημόσιου χρέους και οικονομικής μεγέθυνσης είναι μονοτονική και αρνητική μέχρι το όριο του 90% του ΑΕΠ ενώ στη συνέχεια δεν υπάρχει συσχέτιση. Παράλληλα, βρήκε ότι το δημόσιο χρέος επιδρά περιοριστικά στην οικονομική μεγέθυνση 16
μόνο σε χώρες με ισχυρούς θεσμούς και σταθερές μακροοικονομικές πολιτικές. Τα ευρήματα του Presbitero (2011) έρχονται σε αντίθεση με αυτά των Reinhart και Rogoff (2010b) σχετικά με την μείωση του ρυθμού μεγέθυνσης όταν το δημόσιο χρέος υπερβαίνει το όριο του 90% του ΑΕΠ. Οι Kumar και Woo (2010) ερευνούν την επίδραση του υψηλού δημόσιου χρέους στη μακροπρόθεσμη οικονομική μεγέθυνση, χρησιμοποιώντας διαστρωματικά δεδομένα χρονολογικών σειρών (panel) 38 ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών με πληθυσμό πάνω από 5 εκ., για την περίοδο 1970-2007. Χρησιμοποίησαν διάφορες μεθοδολογίες εκτίμησης (reverse causality, threshold effects,nonlinearities). Μελετήθηκαν επίσης, οι διαφορές μεταξύ ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών χρησιμοποιώντας διάφορες οικονομετρικές τεχνικές (pooled OLS, robust regression, between estimator BE, fixed effects FE, panel regression και System-GMM). Τα δεδομένα που χρησιμοποίησαν χωρίζονται σε 8 μη-επικαλυπτόμενες πενταετείς περιόδους (1970 74, 1975 79,, 2000 04, 2005 07), εξαιρουμένης της τελευταίας περιόδου η οποία διαρκεί τρία χρόνια. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι το δημόσιο χρέος παρουσιάζει αρνητική γραμμική επίδραση στην επακόλουθη μεγέθυνση του ΑΕΠ, στη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών (Total Factor Productivity) και στις επενδύσεις: συνολικά, μια αύξηση 10% στο αρχικό επίπεδο του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ οδηγεί σε μια μείωση του ετήσιου ρυθμού αύξησης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ περίπου κατά 0,2% το χρόνο, με την επίπτωση να είναι ασθενέστερη (περίπου 0,15%) στις ανεπτυγμένες χώρες. Επιπρόσθετα, βρίσκουν κάποιες αποδείξεις μηγραμμικότητας, και μόνο υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους (πάνω από το όριο του 90% του ΑΕΠ) παρουσιάζουν ισχυρή αρνητική επίδραση στην οικονομική μεγέθυνση. Η αντίρροπη αυτή επίδραση αντικατοπτρίζει την μείωση του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, κυρίως λόγω των μειωμένων επενδύσεων και της χαμηλότερης μεγέθυνσης του αποθέματος του κεφαλαίου (capital stock) ανά εργαζόμενο. 17
Παράλληλα, τα αποτελέσματα των Reinhart and Rogoff (2010b) είναι συνεπή με τα ευρήματα των Kumar and Woo (2010) αναφορικά με τις ενδείξεις ύπαρξης μηγραμμικότητας στην επίδραση του δημόσιου χρέους στην οικονομική μεγέθυνση, το οποίο φαίνεται να ισχύει όταν το δημόσιο χρέος υπερβαίνει το όριο του 90% του ΑΕΠ. (Presbitero, 2011). Οι Reda & Fuad (2010) διερεύνησαν τη δυναμική του δημοσίου χρέους των Ηνωμένων Πολιτειών, χρησιμοποιώντας διανυσματικά αυτοπαλίνδρομα υποδείγματα (Vector Autoregressive Models VAR) σε σχέση με κύριους μακροοικονομικούς δείκτες όπως ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ, ο πληθωρισμός και τα επιτόκια. Τα δεδομένα που χρησιμοποιούν αποτελούνται από τριμηνιαία δεδομένα, ξεκινώντας από το 2 ο τρίμηνο του 1947 μέχρι το 1 ο τρίμηνο του 2009, προερχόμενα από διάφορες πηγές. Βρίσκουν ότι, η απόκριση του δημόσιου χρέους στον πληθωρισμό ή τη διακύμανση των επιτοκίων δεν είναι αξιόπιστη και εξαρτάται από το καθεστώς της ασκούμενης πολιτικής, αντιθέτως η νομισματική πολιτική και η οικονομική μεγέθυνση έχουν ισχυρή επίδραση στο δημόσιο χρέος. Παράλληλα, ισχυρίζονται ότι μια απότομη αύξηση του πληθωρισμού αυξάνει το δημόσιο χρέος, μια απότομη αύξηση των επιτοκίων μειώνει το δημόσιο χρέος, ενώ μια απότομη αύξηση στην οικονομική μεγέθυνση και το πρωτογενές πλεόνασμα μειώνει το δημόσιο χρέος. Ο Taghavi (2000) διερεύνησε εμπειρικά αν το υψηλό δημόσιο χρέος επιφέρει πληθωρισμό, οικονομική μεγέθυνση και κατά πόσον εξωσκελίζει τις επενδύσεις (crowding-out effects) σε τέσσερις μεγάλες Ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο), κατά την περίοδο 1970-1997. Χρησιμοποιώντας ένα υβριδικό μοντέλο συνολοκλήρωσης (hybrid cointegration) και ένα διανυσματικό αυτοπαλίνδρομο υποδείγματα (Vector Autoregressive Models VAR) με ετήσια δεδομένα από τον ΟΟΣΑ και την Eurostat, βρίσκει ότι δεν υπάρχει αιτιώδης σχέση μεταξύ του δημόσιου χρέους και της οικονομικής μεγέθυνσης, ωστόσο το δημόσιο χρέος δημιουργεί πληθωρισμό (αιτιότητα κατά Granger από 18
το δημόσιο χρέος στον πληθωρισμό) και υπάρχει αρνητική επίπτωση του δημόσιου χρέους στις επενδύσεις μακροχρόνια, όπου το δημόσιο χρέος βρέθηκε να επιδεινώνει τις επενδύσεις βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, με μια αργή διαδικασία προσαρμογής. Ο Ferreira (2009) διερεύνησε τη σχέση, κατά αιτιότητα Granger, μεταξύ μεγέθυνσης του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ και του δημόσιου χρέους, εκφρασμένο από τον λόγο του τρέχοντος πρωτογενούς πλεονάσματος ως προς το ΑΕΠ και τον λόγο του καθαρού χρέους της κυβέρνησης προς το ΑΕΠ. Χρησιμοποίησε ετήσια δεδομένα από τον ΟΟΣΑ για 20 χώρες για το χρονικό διάστημα 1988 και 2001, και εφάρμοσε την μεθοδολογία που εφάρμοσαν οι Erdil and Yetkiner (2008) όπου κατέληξε ότι υπάρχει αιτιότητα κατά Granger η οποία είναι πάντοτε αμφίδρομη. Τα ευρήματα της έρευνάς του δείχνουν ότι υπάρχει ετερογενής συμπεριφορά μεταξύ των διαφορετικών χωρών. Καταλήγει ότι το δημόσιο χρέος περιορίζει την οικονομική μεγέθυνση αλλά και ότι η μεγέθυνση του πραγματικού κατά κεφαλή ΑΕΠ επηρεάζει την εξέλιξη του δημόσιου χρέους. Σε συνέχεια του Ferreira (2009), ο Misztal (2010) εξετάζει εμπειρικά τη σχέση μεταξύ του δημόσιου χρέους και του ΑΕΠ στην Ευρωπαϊκή Ένωση χρησιμοποιώντας διανυσματικά αυτοπαλίνδρομα υποδείγματα (Vector Autoregressive Models VAR). Οι χρονολογικές σειρές που χρησιμοποιούνται είναι σε τριμηνιαία συχνότητα για την περίοδο από το 1 ο τρίμηνο του 2000 μέχρι το 1 ο τρίμηνο του 2010. Τα δεδομένα προήλθαν από την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία(Eurostat). Τα κύρια συμπεράσματα που καταλήγει η έρευνα είναι συνοπτικά τα ακόλουθα: 1. Ένας από τους παράγοντες που προσδιορίζουν την μεγέθυνση του ΑΕΠ στην E.E. την περίοδο 2000-2010 αποτέλεσαν οι μεταβολές του δημόσιου χρέους. Αναλυτικότερα, ο συντελεστής της μέσης ελαστικότητας του δημόσιου χρέους στην οικονομική μεγέθυνση ισοδυναμεί με -0,3. 19
2. Ένας από τους παράγοντες που καθορίζουν το μέγεθος του δημόσιου χρέους στην Ε.Ε. την περίοδο 2000-2010 ήταν μεταβολές του ΑΕΠ. Στην συγκεκριμένη περίπτωση ο συντελεστής της μέσης ελαστικότητας του ΑΕΠ στο δημόσιο χρέος στην Ε.Ε. ισοδυναμεί με 0,4. 3. Ο συντελεστής της μέσης ελαστικότητας του δημόσιου χρέους στην οικονομική μεγέθυνση και της οικονομικής μεγέθυνσης στο δημόσιο χρέος διέφεραν σε κάθε χώρα μέλος της Ε.Ε. Οι υψηλότερες απόλυτες τιμές του συντελεστή επίδρασης του δημόσιου χρέους στο ΑΕΠ παρατηρήθηκαν στην Ισπανία και την Ιρλανδία και η χαμηλότερη τιμή στην Λετονία. Ωστόσο, οι υψηλότερες απόλυτες τιμές του συντελεστή επίδρασης του ΑΕΠ στο δημόσιο χρέος εμφανίστηκαν στη Φιλανδία και η μικρότερη στην Ισπανία, Ιρλανδία, Σλοβενία, Σουηδία, Δανία, Ολλανδία και την Κύπρο. 4. Η υψηλότερη, θετική επίδραση του δημόσιου χρέους στο ΑΕΠ παρατηρήθηκε στις χώρες της Ε.Ε., όπου το μερίδιο του δημόσιου χρέους στο ΑΕΠ ήταν κοντά στο 65% (Misztal, 2010). Οι Checherita & Rother (2010) πραγματοποίησαν μια εμπειρική μελέτη αναφορικά με την επίδραση του χρέους της κυβέρνησης στην οικονομική μεγέθυνση των χωρών της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, χρησιμοποιώντας διαστρωματικά στοιχεία χρονολογικών σειρών σε ετήσια βάση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (AMECO Database), για την περίοδο 1970-2008. Χρησιμοποίησαν τη μέθοδο των ελαχίστων τετραγώνων σε 2 στάδια και τη (two-stages least squares - 2SLS) και τη Γενικευμένη Μέθοδο των Ροπών (Generalized Method of Moments - GMM), για να εκτιμήσουν ένα υπόδειγμα υπό συνθήκη σύγκλισης. Οι Checherita & Rother (2010) καταλήγουν ότι υπάρχει μη-γραμμική επίδραση του δημόσιου χρέους στην οικονομική μεγέθυνση με σημείο καμπής πέραν του οποίου ο λόγος του χρέους της κυβέρνησης προς το ΑΕΠ υπονομεύει την μακροχρόνια μεγέθυνση- περίπου στο 90-100% του ΑΕΠ. 20
Η Kutivadze (2011) διερεύνησε τη σχέση μεταξύ του δημόσιου χρέους και χρηματοοικονομικής ανάπτυξης ελέγχοντας ως προς τα δομικά χαρακτηριστικά του δημόσιου χρέους. Ομαδοποίησε τις χώρες του δείγματος, για λόγους ομοιογένειας, σε διάφορα εισοδηματικά επίπεδα (χώρες υψηλού, μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος) για την περίοδο 1994 έως 2007. Τα δεδομένα προέρχονται από διάφορες πηγές, όπως η έρευνα του Panizza (2008) που αφορά 130 χώρες την περίοδο 1994-2007 και την έρευνα των Thorsten et al(2010). Οι μεταβλητές που χρησιμοποιούνται είναι το δημόσιο, εξωτερικό και συνολικό δημόσιο χρέος (χρέος κεντρικής και γενικής κυβέρνησης καθώς και το χρέος του μηχρηματοπιστωτικού δημόσιου τομέα). Παράλληλα, χρησιμοποιεί το λόγο του εγχώριου χρέους προς το συνολικό χρέος ως προσέγγιση της σύνθεσης του χρέους. Αναφορικά με τη συμβολή των θεσμών στο χρέος, προσεγγίζεται μέσω των μεταβλητών «νόμος και τάξη», «ποιότητα της γραφειοκρατίας», «κυβερνητική σταθερότητα», και μια «σύνθετη κατάταξη ρίσκου της κάθε χώρας βάση πολιτικών και χρηματοοικονομικών παραγόντων», τα δεδομένα προέρχονται από το International Country Risk Guide (ICRG). Ακόμα η Kutivadze χρησιμοποιεί και άλλες μακροοικονομικές μεταβλητές όπως ο πληθωρισμός, η διακύμανση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας, ο ρυθμός αποταμίευσης, το πόσο ανοικτή είναι μια χώρα στο διεθνές εμπόριο, τα οποία προέρχονται από την World Development Indicators Database, World Bank. Η μέθοδος εκτίμησης που χρησιμοποιεί είναι ένα μοντέλο ταυτόχρονων εξισώσεων (Simultaneous Equations Model SEM) για να υπερκεράσει προβλήματα ενδογένειας των μεταβλητών και μηπαρατηρούμενων επιδράσεων που οφείλονται σε μεμονωμένες χώρες σε συνδυασμό με ένα δυναμικό μοντέλο διαστρωματικών δεδομένων χρονολογικών σειρών (dynamic panel data models). Παράλληλα, χρησιμοποιεί τη Γενικευμένη Μέθοδο των Ροπών (Generalized Method of Moments - GMM), στην οποία αξιοποιούνται τα διαστρωματικά δεδομένα 21
χρονολογικών σειρών για τη διεξαγωγή συμπερασμάτων σταθερών επιδράσεων σε μεμονωμένες χώρες. Τα αποτελέσματα τις έρευνας δείχνουν ότι η ανάπτυξη των εγχώριων παραγόντων που συμβάλουν θετικά στο δημόσιο χρέος και την ανθεκτικότητα του, συσχετίζονται με το επίπεδο χρηματοοικονομικής ανάπτυξης και μακροοικονομικής σταθερότητας, και αλληλεπιδρούν ποικιλοτρόπως με το θεσμικό πλαίσιο. Ο Πίνακας 2.1. αποτελεί μία συνοπτική παρουσίαση των πρόσφατων εμπειρικών μελετών, που αναλύθηκαν παραπάνω. Παρουσιάζονται οι περιοχές και οι περίοδοι που έχουν εξεταστεί, οι διαφορετικές μεθοδολογίες που έχουν εφαρμοστεί και τα βασικά συμπεράσματα στα οποία καταλήγουν. Στις περισσότερες μελέτες βρέθηκε ότι το δημόσιο χρέος έχει αρνητική επίδραση στην οικονομική μεγέθυνση (Checherita & Rother, 2010; Presbitero, 2011; Reinhart & Rogoff, 2010a; Reinhart & Rofoff, 2010b; Ferreira, 2009; Misztal, 2010; Kumar & Woo, 2010), ωστόσο τα αποτελέσματα των ερευνών διαφέρουν ως προς εκείνο το επίπεδο δημόσιου χρέους, όπου εμφανίζεται αυτή η αρνητική σχέση. Έτσι, σύμφωνα με τον Presbitero (2011) υπάρχει αρνητική επίδραση του δημόσιου χρέους στην οικονομική μεγέθυνση μέχρι το όριο του 90% του ΑΕΠ, ενώ σε υψηλότερα επίπεδα δημόσιου χρέους δεν υπάρχει συσχέτιση, ενώ σύμφωνα με τους Checherita & Rother (2010) και τους Kumar & Woo (2010), το δημόσιο χρέος υπονομεύει την οικονομική μεγέθυνση όταν αυτό υπερβαίνει το όριο του 90% του ΑΕΠ. Ακόμα, αναφορικά με την κατεύθυνση της σχέσης μεταξύ δημόσιου χρέους και οικονομικής μεγέθυνσης, οι Ferreira (2009) και Misztal (2010) καταλήγουν ότι η σχέση είναι αμφίδρομη. 22
Πίνακας 2.1: ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΜΠΕΙΡΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ α/α Συγγραφείς Περιοχή Περίοδος Μεθοδολογία Μεταβλητές Ευρήματα Αποτελέσματα Κατεύθυνση Σχέσης 1 Checherita & Rother (2010) 2 Presbitero A.F. (2011) EU12 (EMU) Πηγή: AMECO database 92 χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος χώρες, διάφορες πηγές 1970-2008, ετήσια δεδομένα 1990-2007, ετήσια δεδομένα Υπό συνθήκη σύγκλιση, panel fixed-effects, heteroscedasticity/aut ocorrelation corrected, 2-SLS/ GMM estimators System GMM σε δύο βήματα, σταθερές επιδράσεις χωρών, γραμμικά και μηπαραμετρικά μοντέλα Κατά κεφαλήν ΑΕΠ, αρχικό επίπεδο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, λόγος επένδυσης προς το ΑΕΠ και της αποταμίευσης στο ΑΕΠ, ο λόγος του συνολικού χρέους της κυβέρνησης προς το ΑΕΠ, διάφοροι νομισματικοί δείκτες, το μακροπρόθεσμο επιτόκιο, ανοιχτής οικονομίας, χωρικές ψευδομεταβλητές Επενδύσεις, πληθωρισμός, συσσώρευση ανθρώπινου κεφαλαίου, πόσο ανοικτή είναι η οικονομία και η επίδραση των ασκούμενων πολιτικών, θεσμοί Μη-γραμμική επίδραση του δημόσιου χρέους στη μεγέθυνση με σημείο καμπής πέραν του οποίου ο λόγος του χρέους της κυβέρνησης προς το ΑΕΠ υπονομεύει την μακροχρόνια μεγέθυνσηπερίπου 90-100% του ΑΕΠ Η βασική σχέση μεταξύ δημόσιου χρέους και μεγέθυνσης είναι μονοτονική και αρνητική μέχρι το όριο του 90% του ΑΕΠ ενώ στη συνέχεια δεν υπάρχει συσχέτιση Ύπαρξη μηγραμμικής αρνητικής επίδρασης του χρέους στη μεγέθυνση μέχρι το σημείο καμπής στο 90%-100% του ΑΕΠ Αρνητική σχέση μεταξύ δημόσιου χρέους και μεγέθυνσης. Το δημόσιο χρέος επιδρά περιοριστικά στην οικονομική μεγέθυνση μόνο σε χώρες με ισχυρούς θεσμούς και σταθερές μακροοικονομικές πολιτικές. Από το δημόσιο χρέος προς την οικονομική μεγέθυνση Από το δημόσιο χρέος προς την οικονομική μεγέθυνση 23
Πίνακας 2.1: ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΜΠΕΙΡΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ α/α Συγγραφείς Περιοχή Περίοδος Μεθοδολογία Μεταβλητές Ευρήματα Αποτελέσματα Κατεύθυνση 3 Taghavi M. (2000) 4 Reinhart & Rogoff (2010a) 5 Reinhart & Rofoff (2010b) Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, πηγή: ΟΟΣΑ και Eurostat 20 ανεπτυγμένες χώρες & 24 αναπτυσσόμε νες χώρες, πηγή: IMF, OECD, World Bank όπως παραπάνω 1970-1997, ετήσια δεδομένα ανεπτυγμέ νες χώρες: 1946-2009 και αναπτυσσ όμενες χώρες: 1946-2009 και 1900-2009 όπως παραπάνω Υβριδικό μοντέλο συνολοκλήρωσης (hybrid cointegration) και ένα διανυσματικό αυτοπαλίνδρομο υποδείγματα (Vector Autoregressive Models VAR) Περιγραφική στατιστική, γραφική απεικόνιση Πληθωρισμός δείκτη τιμών καταναλωτή (P), μεγέθυνση του πραγματικού ΑΕΠ (Y), ο λόγος του πραγματικού δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ (D), και ο λόγος του πραγματικής δημιουργίας πάγιου κεφαλαίου προς το ΑΕΠ (K) Δημόσιο χρέος (μετρημένο σε όρους χρέους της κεντρικής κυβέρνησης), Εξωτερικό χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό), ρυθμός ανάπτυξης, πληθωρισμός Το δημόσιο χρέος δημιουργεί πληθωρισμό (αιτιότητα κατά Granger από το χρέος στον πληθωρισμό) και υπάρχει αρνητική επίπτωση του δημόσιου χρέους στις επενδύσεις μακροχρόνια. Θετική σχέση δημόσιου χρέους με πληθωρισμό και αρνητική σχέση μεταξύ δημόσιου χρέους και επενδύσεων 1) Ασθενής σχέση μεταξύ δημόσιου χρέους και μεγέθυνσης πάνω από το όριο του 90% του ΑΕΠ 2) Ισχυρή αρνητική επίδραση του δημόσιου χρέους στη μεγέθυνση αναπτυσσόμενων χώρων 3) Δεν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ χρέους και πληθωρισμού στις ανεπτυγμένες χώρες 4) Ισχυρή επίδραση του χρέους στον πληθωρισμό στις αναπτυσσόμενες χώρες Δεν υπάρχει αιτιώδης σχέση μεταξύ του δημόσιου χρέους και της οικονομικής μεγέθυνσης Ασθενής σχέση δημόσιου χρέους και μεγέθυνσης πάνω από το όριο του 90% του ΑΕΠ. Ισχυρή αρνητική επίδραση του δημόσιου χρέους στη μεγέθυνση αναπτυσσόμενων χώρων Σχέσης Δεν υπάρχει αιτιώδης σχέση Σχέση από το χρέος προς τη μεγέθυνση όπως παραπάνω όπως παραπάνω όπως παραπάνω όπως παραπάνω όπως παραπάνω 24
Πίνακας 2.1: ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΜΠΕΙΡΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ α/α Συγγραφείς Περιοχή Περίοδος Μεθοδολογία Μεταβλητές Ευρήματα Αποτελέσματα Κατεύθυνση 6 Reda & Fuad (2010), ΗΠΑ, διάφορες πηγές 7 Misztal (2010) EU27, πηγή: Eurostat 1947 (2ο τρίμηνο)- 2009 (1ο τρίμηνο), τριμηνιαία δεδομένα, 2000 (1ο τρίμηνο)- 2010 (1ο τρίμηνο), τριμηνιαία δεδομένα Διανυσματικά αυτοπαλίνδρομα υποδείγματα (Vector Autoregressive Models VAR) Διανυσματικά αυτοπαλίνδρομα υποδείγματα (Vector Autoregressive Models VAR) Δημόσιο χρέος (σε όρους πρωτογενούς πλεονάσματος), ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ, ο πληθωρισμός και τα επιτόκια Δημόσιο χρέος εκφρασμένο σε εθνικό νόμισμα, ΑΕΠ σε εθνικό νόμισμα 1) Η απόκριση του χρέους στον πληθωρισμό ή τη διακύμανση των επιτοκίων δεν είναι αξιόπιστη 2) Η νομισματική πολιτική και η μεγέθυνση έχουν ισχυρή επίδραση στο χρέος 1) Ο συντελεστής της μέσης ελαστικότητας του δημόσιου χρέους στην οικονομική μεγέθυνση ισοδυναμεί με - 0,3. 2) Ο συντελεστής της μέσης ελαστικότητας του ΑΕΠ στο δημόσιο χρέος στην Ε.Ε. ισοδυναμεί με 0,4. 3) Ο συντελεστής της μέσης ελαστικότητας του δημόσιου χρέους στην οικονομική μεγέθυνση και της οικονομικής μεγέθυνσης στο δημόσιο χρέος διέφεραν σε κάθε χώρα μέλος της Ε.Ε. 4) Η υψηλότερη, θετική επίδραση του δημόσιου χρέους στο ΑΕΠ παρατηρήθηκε στις χώρες της Ε.Ε., όπου το μερίδιο του δημόσιου χρέους στο ΑΕΠ ήταν κοντά στο 65% Ισχυρή επίδραση νομισματικής πολιτικής και μεγέθυνσης στο δημόσιο χρέος Ύπαρξη αρνητικής ελαστικότητας του δημόσιου χρέους στην μεγέθυνση και θετικής ελαστικότητας από της μεγέθυνσης στο χρέος. Τα αποτελέσματα διαφέρουν αναλόγως τη χώρα και το επίπεδο του χρέους. Σχέσης Από την οικονομική μεγέθυνση στο δημόσιο χρέος Αμφίδρομη σχέση μεταξύ του δημόσιου χρέους και μεγέθυνσης 25
Πίνακας 2.1: ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΜΠΕΙΡΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ α/α Συγγραφείς Περιοχή Περίοδος Μεθοδολογία Μεταβλητές Ευρήματα Αποτελέσματα Κατεύθυνση 8 Ferreira (2009) 9 Kumar & Woo (2010) 20 χώρες του ΟΟΣΑ, πηγή: OECD Statistical Compendium 38 ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμε νες χώρες με πληθυσμό πάνω από 5 εκ., πήγη: PWT, IMF, World Bank 1988-2001, ετήσια δεδομένα Αιτιότητα κατά Granger για διαστρωματικά δεδομένα χρονολογικών σειρών που εφάρμοσαν οι Erdil and Yetkiner (2008) 1970-2007 Ομαδοποιημένη μέθοδος ελαχίστων τετραγώνων (pooled Ordinary Least Squares), αξιόπιστη παλινδρόμηση (robust regression), fixed effects FE, between effects - BE, παλινδρόμηση διαστρωματικών δεδομένων χρονολογικών σειρών (panel regression, system GMM Ο λόγος του δημόσιου πρωτογενούς πλεονάσματος προς το ΑΕΠ και ο λόγος του συνολικού χρέους της κυβέρνησης προς το ΑΕΠ. Το χρέος της κυβέρνησης, ΑΕΠ, πληθυσμός, επενδύσεις, μέγεθος της κυβέρνησης. Κατέληξε ότι υπάρχει αιτιότητα κατά Granger η οποία είναι πάντοτε αμφίδρομη. Ετερογενής συμπεριφορά μεταξύ των διαφορετικών χωρών Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι το δημόσιο χρέος παρουσιάζει αρνητική γραμμική επίδραση στην επακόλουθη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Μια αύξηση 10% στο αρχικό επίπεδο του λόγου χρέους προς ΑΕΠ οδηγεί σε μια μείωση του ετήσιου ρυθμού αύξησης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ περίπου 0,2% το χρόνο, με την επίπτωση να είναι ασθενέστερη (περίπου 0,15%) στις ανεπτυγμένες χώρες. Επιπρόσθετα, βρίσκουν κάποιες αποδείξεις μη-γραμμικότητας, και μόνο υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους (πάνω από το όριο του 90% του ΑΕΠ) παρουσιάζουν ισχυρή αρνητική επίδραση στη μεγέθυνση Το δημόσιο χρέος περιορίζει την οικονομική μεγέθυνση και η μεγέθυνση του πραγματικού κατά κεφαλή ΑΕΠ επηρεάζει την εξέλιξη του δημόσιου χρέους. Αρνητική σχέση μεταξύ δημόσιου χρέους και μεγέθυνσης, ιδιαίτερα πάνω του ορίου του 90% του ΑΕΠ Σχέσης Αμφίδρομη σχέση μεταξύ του χρέους και μεγέθυνσης Σχέση από το χρέος προς τη μεγέθυνση 26
Πίνακας 2.1: ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΜΠΕΙΡΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ α/α Συγγραφείς Περιοχή Περίοδος Μεθοδολογία Μεταβλητές Ευρήματα Αποτελέσματα Κατεύθυνση 10 Kutivadze (2011) 130 χώρες, πηγή: Panizza (2008) και Thorsten, Demirguc- Kunt, Levine, Cihak και Feyen (2010) 1994-2007 Μοντέλο ταυτόχρονων εξισώσεων (Simultaneous Equations Model SEM), ένα δυναμικό μοντέλο διαστρωματικών δεδομένων χρονολογικών σειρών (dynamic panel data models) και τη Γενικευμένη Μέθοδο των Ροπών (Generalized Method of Moments - GMM) Δημόσιο, εξωτερικό και συνολικό δημόσιο χρέος, ο λόγος του εγχώριου χρέους προς το συνολικό χρέος, δείκτες για την αποτελεσματικότητα των θεσμών, πληθωρισμός, διακύμανση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας, ρυθμός αποταμίευσης, δείκτης ανοιχτής οικονομίας Η ανάπτυξη των εγχώριων παραγόντων που συμβάλουν θετικά στο χρέος και την ανθεκτικότητα του, συσχετίζονται με το επίπεδο χρηματοοικονομικής ανάπτυξης και μακροοικονομικής σταθερότητας, και αλληλεπιδρούν ποικιλοτρόπως με το θεσμικό πλαίσιο. Ανεπτυγμένοι εγχώριοι παράγοντες επιτρέπουν την ύπαρξη περισσότερου χρέους και την ανθεκτικότητα του. Το θεσμικό πλαίσιο επιδρά ποικιλοτρόπως. Σχέσης Σχέση από τους εγχώριους παράγοντες στο δημόσιο χρέος 27
Κεφάλαιο 3: Δεδομένα και Μεθοδολογία Για την εμπειρική διερεύνηση της σχέσης μεταξύ δημόσιου χρέους και οικονομικής μεγέθυνσης έχουν προταθεί από τη διεθνή βιβλιογραφία διάφορες μεθοδολογικές προσεγγίσεις, οι οποίες έχουν εφαρμοστεί στα επιμέρους σύνολα δεδομένων. Στο παρόν κεφάλαιο παρουσιάζονται τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για τους σκοπούς αυτής της έρευνας, και επεξηγούνται οι μεταβλητές που χρησιμοποιήθηκαν για την εμπειρική διερεύνηση της σχέσης μεταξύ δημόσιου χρέους και οικονομικής μεγέθυνσης στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ27). Παράλληλα, αναλύεται η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε και οι λόγοι επιλογής της έναντι των άλλων μεθόδων. 28