Μια φορά κι έναν καιρό και ζήσαν αυτοί καλά.



Σχετικά έγγραφα
ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

Αποδεικτικές Διαδικασίες και Μαθηματική Επαγωγή.

Έννοια. Η αποδοχή της κληρονομίας αποτελεί δικαίωμα του κληρονόμου, άρα δεν

ΣΤΟ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ. Με την πιστοποίηση του έχει πρόσβαση στο περιβάλλον του φαρμακείου που παρέχει η εφαρμογή.

Γιάννης Ι. Πασσάς. Γλώσσα. Οι λειτουργίες της γλώσσας Η γλωσσική 4εταβολή και ο δανεισ4ός

ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΘΕΟΛΟΓΟΥΣ

23/2/07 Sleep out Πλατεία Κλαυθμώνος

Αναγνώριση Προτύπων. Σήμερα! Λόγος Πιθανοφάνειας Πιθανότητα Λάθους Κόστος Ρίσκο Bayes Ελάχιστη πιθανότητα λάθους για πολλές κλάσεις

ΜΑΘΗΜΑ: ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΣΕΠ 2000 ΑΣΕΠ 2000 Εμπορική Τράπεζα 1983 Υπουργείο Κοιν. Υπηρ. 1983

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Γ ΤΑΞΗ

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ 2014 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΣΤΟ ΙΑΤΡΕΙΟ. Με την πιστοποίηση του αποκτά πρόσβαση στο περιβάλλον του ιατρού που παρέχει η εφαρμογή.

Μονάδες α. Να γράψετε στο τετράδιό σας τον παρακάτω πίνακα σωστά συµπληρωµένο.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ. Εαρινό Εξάμηνο

Αναγνώριση Προτύπων. Σημερινό Μάθημα

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΠΡΟΣΟΡΜΙΣΗΣ, ΠΑΡΑΒΟΛΗΣ, ΠΡΥΜΝΟΔΕΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΛΛΙΜΕΝΙΣΜΟΥ ΣΚΑΦΩΝ ΣΕ ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ. (ΛΙΜΑΝΙΑ κ.λπ.) ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΛΙΜΕΝΙΚΩΝ

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ Β ΤΑΞΗ ΚΕΙΜΕΝΟ. Πέµπτη 19 Νοεµβρίου Αγαπητή Κίττυ,

Αναγνώριση Προτύπων. Σημερινό Μάθημα

Ας υποθέσουμε ότι ο παίκτης Ι διαλέγει πρώτος την τυχαιοποιημένη στρατηγική (x 1, x 2 ), x 1, x2 0,

ΜΑΘΗΜΑ: ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

Δ Ι Α Κ Ρ Ι Τ Α Μ Α Θ Η Μ Α Τ Ι Κ Α. 1η σειρά ασκήσεων

Κείµενο διδαγµένο Κείµενο από το πρωτότυπο

Αναγνώριση Προτύπων. Σημερινό Μάθημα

Ολοκληρωμένη Χωρική Ανάπτυξη. Ειδική Υπηρεσία Στρατηγικής, Σχεδιασμού Και Αξιολόγησης (ΕΥΣΣΑ) Μονάδα Α Στρατηγικής και Παρακολούθησης Πολιτικών

ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΟΜΑΔΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

ΦΥΛΛΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Διδακτική ενότητα

- 1 - Ποιοι κερδίζουν από το εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών; Γιατί η άμεση ανταλλαγή αγαθών, ορισμένες φορές, είναι δύσκολο να

HY 280. θεμελιακές έννοιες της επιστήμης του υπολογισμού ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ. Γεώργιος Φρ.

Ταξινόμηση των μοντέλων διασποράς ατμοσφαιρικών ρύπων βασισμένη σε μαθηματικά κριτήρια.

Οι γέφυρες του ποταμού... Pregel (Konigsberg)

Το εγχειρίδιο του καλού κηπουρού

Εργαστηριακή Άσκηση Θερμομόρφωση (Thermoforming)

21/11/2005 Διακριτά Μαθηματικά. Γραφήματα ΒΑΣΙΚΗ ΟΡΟΛΟΓΙΑ : ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΚΑΙ ΚΥΚΛΟΙ Δ Ι. Γεώργιος Βούρος Πανεπιστήμιο Αιγαίου

ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ-ΔΗΜΟΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Ημέρα 3 η. (α) Aπό την εργασιακή διαδικασία στη διαδικασία παραγωγής (β) Αξία του προϊόντος και αξία της εργασιακής δύναμης

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ. Εαρινό Εξάμηνο

«ΔΙΑΚΡΙΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ»

{ i f i == 0 and p > 0

Το κράτος είναι φτιαγμένο για τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος για το κράτος. A. Einstein Πηγή:

Ημέρα 4 η (α) Αγορά και πώληση της εργασιακής δύναμης. (β) Η απόλυτη υπεραξία. Αγορά και πώληση της εργασιακής δύναμης

ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ ΕΥΘΥΓΡΑΜΜΗ ΟΜΑΛΗ ΚΙΝΗΣΗ ΤΡΙΩΡΗ ΓΡΑΠΤΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΗ ΦΥΣΙΚΗ A ΛΥΚΕΙΟΥ. Ονοματεπώνυμο Τμήμα

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Α1) Ορισμένα από τα βασικά θέματα της Επτανησιακής. Σχολής που εντοπίζουμε στο παραδοθέν χωρίο είναι:

Εισαγωγικά. 1.1 Η σ-αλγεβρα ως πληροφορία

Παλαιά ιαθήκη: Μυθολογία των Εβραίων ή Βίβλος της Εκκλησίας;

«Γιατί διδάσκουμε Αρχαία Ελληνικά στα παιδιά»

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΘΕΜΑ: Aποτελεσματικότητα της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής σε μια ανοικτή οικονομία

Συναρτήσεις. Σημερινό μάθημα

ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗ Κείµενο από το πρωτότυπο ( )

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Πρώτη Γραπτή Εργασία. Εισαγωγή στους υπολογιστές Μαθηματικά

Φροντιστήριο «ΕΠΙΛΟΓΗ»

ΘΕΜΑ: Διαφορές εσωτερικού εξωτερικού δανεισμού. Η διαχρονική κατανομή του βάρους από το δημόσιο δανεισμό.

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΓΟΥΜΕΝΙΣΣΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ

17 Μαρτίου 2013, Βόλος

Συνιστώσες Βιώσιμης Ανάπτυξης

Φροντιστήριο «ΕΠΙΛΟΓΗ» Ιατροπούλου 3 & Χρυσ. Παγώνη 12 - Καλαμάτα τηλ.: & 96390

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ Γ' ΛΥΚΕΙΟΥ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ. Διδαγμένο κείμενο Αριστοτέλους Πολιτικά Θ 2.1 4

Η ανισότητα α β α±β α + β με α, β C και η χρήση της στην εύρεση ακροτάτων.

ΠΡΟΒΑΛΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ FOUCAULT ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΜΑΖΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ

Επίλυση ειδικών μορφών ΣΔΕ

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ. Επιμέλεια Θεμάτων: Μεταξά Ελευθερία. Θέματα.

Ευρωπαϊκά παράγωγα Ευρωπαϊκά δικαιώματα

Επιλέγοντας τις κατάλληλες γλάστρες

ΚΛΑΔΟΣ: ΠΕ11 ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

Η Ηθική της Γης. του Aldo Leopold

Θεωρία γλωσσικής σχετικότητας

Παραδείγµατα ερωτήσεων ανοικτού τύπου και σύντοµης απάντησης. Εισαγωγή: Ο Σωκράτης διηγείται τη συζήτησή του µε τον Πρωταγόρα σε έναν φίλο του.

Εφαρμογές στην κίνηση Brown

Εξαναγκασμένες ταλαντώσεις, Ιδιοτιμές με πολλαπλότητα, Εκθετικά πινάκων. 9 Απριλίου 2013, Βόλος

Εισαγωγή στααστικάυδραυλικάέργα

Θέμα: «Ακλήρωτο θέμα 2008» Συντάκτης: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΤΑΒΛΑΔΩΡΑΚΗ-ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΝΤΑΣ Πολιτικοί Επιστήμονες

Eισηγητής: Μουσουλή Μαρία

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ. Εαρινό Εξάμηνο

Πτώση και σωτηρία. Πτώση και σωτηρία

Εστω X σύνολο και A μια σ-άλγεβρα στο X. Ονομάζουμε το ζεύγος (X, A) μετρήσιμο χώρο.

Σχέσεις και ιδιότητές τους

Η ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑ ΗΘΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ. (ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ 1176a a32) 2 Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΕΑΠ ΕΛΠ22 ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΣΑΜΠΟΥΚΟΣ ΑΜ.

Εισαγωγή στα αστικά υδραυλικά έργα

ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗ Κείµενο από το πρωτότυπο (στ ) ΧΟΡΟΣ ηλοῖ τὸ γέννηµ' ὠµὸν ἐξ ὠµοῦ πατρὸς 471 τῆς παιδὸς εἴκειν δ'οὐκ ἐπίσταται κακοῖς.

Βιωματική Απόκριση. (Άρθρο του Eugene Gendlin) ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ. Βιωμένο νόημα

Eισηγητής: Μουσουλή Μαρία

τους στην Κρυπτογραφία και τα

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΟΣ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

"Η απεραντοσύνη του σύμπαντος εξάπτει τη φαντασία μου. Υπάρχει ένα τεράστιο σχέδιο, μέρος του οποίου ήμουν κι εγώ".

1. Η ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ 1

ΜΑΘΗΜΑ: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΟΜΑΔΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

Συμπεριφοριακή Επιχειρηματικότητα

ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

QUID EST MUSICA? (ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ) 1 Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΕΑΠ ΕΛΠ40

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΘΕΜΑΤΑ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΩΝ ΓΕΝ. ΔΙΔΑΚΤΙΚΗΣ

Ο Ισχυρός Νόμος των Μεγάλων Αριθμών

Βελτίωση Εικόνας. Σήμερα!

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΜΑΘΗΜΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

ΜΑΘΗΜΑ: ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ. Επιμέλεια: Βουδούρη Καλλιρρόη. Ριζηνίας 69 & Λασαίας 21 τηλ

Αναγνώριση Προτύπων 1

Transcript:

5556 ΕΑΠ ΕΛΠ41 4 Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΙΙ: ΟΙ ΝΕΩΤΕΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ Μια φορά κι έναν καιρό και ζήσαν αυτοί καλά. ΦΟΙΤΗΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΣΑΜΠΟΥΚΟΣ ΑΜ.: 37565 ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΘΕΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΡ. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ, ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΗΣ Περιστέρι, 16/03/2012

Τα είδη της προφορικής, λαϊκής λογοτεχνίας έχουν συμβολικό, διδακτικό και ψυχαγωγικό χαρακτήρα. Πολλά από αυτά (όπως π.χ τα παραμύθια, οι μύθοι, οι παραδόσεις) παρουσιάζουν μια καθολικότητα αλλά ταυτόχρονα μελετώνται στις διάφορες εθνικές και τοπικές παραλλαγές τους. Πολλές φορές χρησιμοποιούν το ίδιο θεματικό μοτίβο το οποίο αναπτύσσεται μέσα από τα διαφορετικά χαρακτηριστικά του κάθε είδους. Με βάση την ανάλυση των παρακάτω κειμένων («Ο Γιάννος και η Μάρω», «Η Πούλια και ο Αυγερινός») να αναπτύξετε τους ακόλουθους θεματικούς άξονες: Α) Να εξετάσετε το παραμύθι ως παγκόσμιο και ως τοπικό λογοτεχνικό είδος: χαρακτηριστικά και ζητήματα ταξινόμησης. B) Επιλέγοντας παραδείγματα από τις πηγές και βασιζόμενοι/ες στο θεωρητικό υλικό της προτεινόμενης βιβλιογραφίας, να ορίσετε τον μύθο, το παραμύθι και την παράδοση, να τα αναλύσετε στα επιμέρους στοιχεία τους και να σχολιάσετε τις διαφορές μεταξύ των ειδών αυτών. 1

Μύθος λόγος ψευδής εικονίζων την αλήθεια Σουΐδα Ούτε να πείθεται κανείς από τους μύθους αλλ ούτε και να μην τους πιστεύει καθόλου διότι λέγουν σωστά πράγματα και κατά κάποια θεϊκή συγκυρία αγγίζουν την αλήθεια Πλούταρχος 2

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΑ -ΠΗΓΕΣ...4 ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΕΙΣ...7 ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ...9 ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ...12 V.S. ΜΥΘΟΥ & ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ...14 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...20 3

ΚΕΙΜΕΝΑ -ΠΗΓΕΣ Η Πούλια και ο Αυγερινός Μια φορά κ έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και μία βασίλισσα και είχανε ένα κοριτσάκι που το λέγανε Πούλια. Μία ημέρα επέθανε η μάνα τση Πούλιας και ο βασιλέας επαντρέφτηκε και επήρε άλλη γυναίκα που δεν την αγαπούσε την Πούλια, πως ήτανε όμορφη. Μία ημέρα είπε στο βασιλέα η βασίλισσα να πουλήσουνε την Πούλια για να πάρουνε πολλά λεφτά, που ήτανε τόσο όμορφη. «Και τί τη θέλουμε; ήλεγε η βασίλισσα. Ίσια που τρώει το ψωμί χάρισμα». Για να μην τρώεται η βασίλισσα, το αποφάσισε και ο βασιλιάς και την έβαλε στο κατώι και την τάιζε κάμποσες ημέρες καρύδια, σύκα και κάθε λογής γλυκίσματα, για να παχύνει, να ντη μοσκοπουλήσουν. Η Πούλια τα ήβλεπε ούλα αυτά και δεν ήξερε γιατί τση κάνουνε τόσα. Τα ήβλεπε και ο Αυγερινός, που ήτανε γυιός τση δεύτερης γυναίκας και απορούσε. Αγαπούσε πολύ την Πούλια, την αδρεφούλα του. Μία μέρα άκουσε και ήλεγε η μάνα του στο βασιλιά πως ήρθε η ώρα να πουλήσουνε την Πούλια. Ήτανε μία γειτόνισσα, μία γρία και τση το είπε ο Αυγερινός, πως θα πουλήσει η μάνα του την Πούλια, και τη ρώτησε τί να κάμει, να ντην γλυτώσει. Εκείνη του είπε «Άκουσε, παιδί μου. Την ημέρα που η μάνα σου θα βγάλει την Πούλια να ντη πουλήσει, εκεί που θα ντη χτενίζει να τση αρπάξεις τσοι κορδέλες, που βάνει στα μαλλιά τση, και να φύγετε. Άμα σας φτάσει η μάνα σου, να τσοι πετάξεις οπίσω, κ έπειτα άμα σας φτάσει πάλι, να πετάξεις το χτένι οπίσω σας». Του δωσε έπειτα κομμάτι αλάτι σ ένα χαρτί και του είπε «Τελευταίο να πετάξεις το αλάτι». Άμα του είπε αυτά, έφυγε ο Αυγερινός και πήγε στο παρεθύρι που ήτανε η Πούλια και τση τα φανέρωσε ούλα και τσ είπε «Μη φοβηθής όμως, κ εγώ θα σε γλυτώσω. Την ημέρα που θα σε βγάλει η μάνα μας να σε χτενίσει, εγώ θα σου πάρω τσοι κορδέλες σοι και συ θα με κυνηγάς να μου τσοι πάρεις, και τα άλλα είναι δική μου δουλειά». Άμα η βασίλισσα έβγαλε την Πούλια να ντη χτενίσει, για να ντη πουλήσει, ο Αυγερινός τση πείρε τσοι κορδέλες τση. Εκείνη έκανε πως τονε κυνηγούσε το γύρογύρο στο σπίτι. Η βασίλισσα τση λεγε «Έλα οπίσω, μάτια μου, και σου αγοράζω άλλες. Δεν τσοι θέλω. Εγώ τσοι δικές μου θέλω». Έκανε τάχα θυμωμένη η Πούλια. Έτσι εφτάσανε στο περιβόλι, ο Αυγερινός τση λεγε «Αν με φτάσεις, πάρ τσοι». Έτσι έκανε πως παίζουνε και εβγήκανε στο δρόμο. Άμα εμακρύνανε, είπε ο Αυγερινός στην Πούλια «Τρέχα, Πούλια, όσο μπορείς, να φύγουμε». Άμα εμακρύνανε, ετότες το εκατάλαβε η βασίλισσα πως φεύγουνε, κι αρχίνησε να τρέχει και να φουγιάζει «Ελάτε οπίσω, παιδία μου, καμάρια μου». Τα παιδία εβουλώσανε τ αυτιά τσους, να μην ντην ακούνε. Ως που ελιγώσανε από το τρέξιμο. Ετότενες ο Αυγερινός επέταξε τσοι κορδέλες τση Πούλιας, για να μη τσοι φτάσει η βασίλισσα, που τσοι εκυνηγούσε. Στη στιγμή απέραντος κάμπος εγίνηκε οπίσω τσους. Στο άλλο μέρος η μητρυιά εφαινότανε σα μαύρη κουκίδα. Στη στιγμή όμως επέρασε τον κάμπο και από λίγο τα τσάκωνε, αν ο Αυγερινός δεν επετούσε οπίσω τσους το χτένι. Αμέσως εγίνηκε δάσος απέραντο οπίσω τσους, και η μητρυιά εχάθηκε και τα παιδία λιγωμένα εκάτσανε να ξανασάνουν. Αλλά πάλι στη στιγμή η μητρυιά εφάνηκε οπίσω τσους, και θα ντα έπιανε, αν ο Αυγερινός δεν επετούσε το αλάτι, που του χε δώσει η γειτόνισσα. Και στη στιγμή λίμνη απέραντη απλώθηκε γύρω από τα παιδία. Η μητρυιά ερίχτηκε στα κύματα, μα δεν εμπορούσε να περάσει. Τα παιδία εφτάσανε σ ένα λιβάδι. Ο Αυγερινός εδίψασε. «Πούλια, διψώ. Βαστάξου, ως που να πάμε σε κανένα πηγάδι. Πούλια, δε βαστάω. Διψώ». Βλέπει ένα πάτημα από μοσχάρι. «Θα πιω, Πούλια. Όχι! Γιατί θα γένεις μοσχάρι». Επήγαινα, επήγαινα, βλέπει ένα 4

πάτημα από αρνί. «Πούλια, θα πιω. Δε βαστάω. Όχι! Γιατί θα γένεις αρνάκι». Μα πριν τόνε κρατήσει η Πούλια, έσκυψε κ ήπιε και γίνηκε αρνάκι. Η Πούλια επήρε το αρνάκι τση, και προβατώντας όλη μέρα έφτασε στο βασιλικό πηγάδι. Έβγαλε νερό, έπιε εκείνη, επότισε και το αρνάκι τση. Κοντά στο πηγάδι της ήτανε μια σγούρνα και κοντά στη σγούρνα ένα κυπαρίσσι. Ανέβηκε η Πούλια απάνου. Το αρνάκι τση έβοσκε εκεί το γύρο, που ήτανε χόρτα. Σε λίγο φέρνουνε τ άλογα του βασιλιά να ντα ποτίσουνε. Τα άλογα βλέπουνε τον ήσκιο τση Πούλιας μέσ στη σγούρνα και δεν ήθελα να πιούνε. Πάνε οι σταβλάτορες, το λένε του βασιλέα. Ο βασιλιάς δεν το πίστεψε. «Θα πάω να ιδώ κ εγώ μονάχος μου». Επήρε τ άλογα να πάει να ντα ποτίσει και τ άλογα εσκύψανε να πιουν και είδανε τον ήσκιο και σκιαχτήκανε και δεν ηθέλανε να πιούνε. Σκύφτει και ο βασιλέας μεσ στη γούρνα και τι να ιδεί! Μία όμορφη κόρη να κάθεται απάνου στο κυπαρίσσι. Χίλια τσ είπε, χίλια τση ταξε και δεν εκατέβηκε. Τότες ο βασιλιάς πάει και το λέει σε μία γρία και τση λέει «Αν είσαι ικανή να ντη κατεβάσεις, θα σε κάμω πλούσια». Επήρε η γρία μία σκάφη και μία κρισάρα, ένα γουρούνι κι αλεύρι και πήγε κοντά στη βρύση για να ζυμώσει. Έβαλε καπότα τη σκάφη και την κρισάρα και το γουρούνι κοντά στο αλέυρι κ έκανε τάχα πως θέλει να ζυμώσει. Η Πούλια την είδε και τση φώναξε από κει που ήτουνα καθισμένη Αλλιώς, γρία, το κόσκινο, αλλιώς και το σκαφίδι, Και βάρ το γουρουνάκι σου, να μη σου τρώει τ αλεύρι. Τση λέει «Παιδάκι μου, κατέβα παρά κάτου και δεν ακούω. Ω! είπε με το νου τση η Πούλια. Θα είναι κουφή η κακομοίρα». Εκατέβηκε λοιπό παρά κάτου. Αλλιώς, γρία, το κόσκινο, αλλιώς και το σκαφίδι, Και βάρ το γουρουνάκι σου, να μη σου τρώει τ αλεύρι. «Τί λες, παιδάκι μου; Κατέβα παρά κάτου και δεν ακούω». Ως που τήνε κατέβασε μέχρι κάτου. Το βασιλόπουλο που ήτανε κρυμμένο εκεί κοντά, την άρπαξε και καβαλίκεψε στ άλογό του και τήνε πήγε στο παλάτι. «Το αρνάκι μου! Το αρνάκι μου!» εφώναζεν η Πούλια. Αμέσως ο βασιλέας επρόσταξε και τση φέρανε το αρνί στο παλάτι. Μόλις την είδε η βασίλισσα, την φτόνεψε και ήθελε να ντη χαλάση, γιατί ήτανε εφτά φορές ομορφύτερη από δαύτη. Μία μέρα έλειπε ο βασιλιάς με το βασιλόπουλο και η Πούλια με τη πεθερά τση ετρογυρίζανε στο περιβόλι. Όπως επερνούσανε δίπλα στο πηγάδι, εσκούντηξε η βασίλισσα την Πούλια κ έπεσε μέσα. Το βράδυ επήγε ο βασιλιάς με το βασιλόπουλο. «Πού είναι η Πούλια;» ερωτήσανε. «Δεν ηξέρω» είπε εκείνη θυμωμένη. Το αρνάκι επήγαινε γύρο στο πηγάδι και μπέλαζε Μπεέ! μπεέ! «Αυτό το αρνί, είπε η βασίλισσα, να μου κάμετε τη χάρη να ντο σφάξετε. Δεν μπορώ να το ακούω. Μου φαε τ αυτιά». Για να μην γκρινιάζει, ο βασιλιάς είπε να ντο σφάξουν. Το αρνάκι το εκατάλαβε κι άρχισε να μπελάζει «Μπεέ! μπεέ! Πούλια, θα με σφάξουν. Μπεέ! Πούλια, τροχάνε τα μαχαίρια. Μπεέ! Πούλια, μου βάζουν το μαχαίρι στο λαιμό. Δεν ακούς; Θε μου, είπε η Πούλια, δος μου τη δύναμη να πάω να σώσω τον αδελφό μου». Και με μίας επετάχτηκε όξω από το πηγάδι. «Το αρνάκι μου! Το αρνάκι μου!» φωνάζει η Πούλια. «Σώπα, κυρά μου, τση λέει ο βασιλιάς, και σου αγοράζω άλλο. Δεν το θέλω το άλλο. Εγώ θέλω το δικό μου». Το ψήσανε και εκάτσανε να φάνε. Η Πούλια δεν έφαγε, παρά εμάζεψε ούλα τα κόκκαλα και τα βαλε σε μία βίκα και τα θαψε στο περιβόλι. Την άλλη αυγή φύτρωσε μια νερατζιά μ ένα νεράτζι. Μόλις το είδε η βασίλισσα, εγύρεψε να ντο κόψουν. Πάει το βασιλόπουλο να ντο κόψει και το κλωνάρι με το νεράτζι ψηλώνει, που δε ντο σώνει κανείς. Πάει ο βασιλιάς και το κλωνάρι ψηλώνει. Πάει η βασίλισσα και το κλωνάρι ψηλώνει, ψηλώνει και τα άλλα κλωνάρια χύνουνται να τση βγάλουνε τα μάτια. «Θα δικιμάσω κ εγώ, πεθερά μου, είπε η Πούλια. Τόσοι 5

επήγανε και δεν το σώσανε, Αφού θέλεις πήγαινε». Πάει η Πούλια και το κλωνάρι με το νεράτζι πέφτει στα χέρια τση. «Πιάσου σφιχτά, Πούλια» είπε μια φωνή από το νεράτζι. Και ψηλώνει, ψηλώνει. «Έχε γεια, καλέ μου πεθερέ. Έχε γεια, καλό μου βασιλόπουλο, είπε η Πούλια Στον κόσμο δεν μπορούσα να ζήσω άλλο. Από τα χέρια τση κακής μητρυιάς έπεσα στα χέρια τση κακής πεθεράς». Και επήγαν στον ουρανό και εγίνανε αστέρια λαμπερά, ο Αυγερινός και η Πούλια. Από την Τασία Μποζίκη, Χρονών 45, αγράμματη, από τη Λιθακιά. Πρβλ. Μαρ. Μινώτου, «Παραμύθια από τη Ζάκυνθο», Ελληνική Λαογραφική εταιρεία τομ. ΙΑ, Θεσσαλονίκη 1934-37, σσ. 423-426. Ο Γιάννος και η Μάρω (Λάοτα του δήμου Μυλάοντος της Γορτυνίας) Ήτανε μία βολά κ έναν καιρό ένα πολυαγαπημέν αντρόγυνο, ο Γιάννος και η Μάρω. Από τημ πολλή τους αγάπη, επαρακαλεθήκανε ς το Θεό να τους κάμη αστέρια. Και αμέσως ο θεός τους έκαμε αστέρια πολύ λαμπερά, και το βέρυ που νυχτώνει το να έναι ς την ανατολή, το άλλο ς τη δύση. Αλλά το χειμώνα είναι ο Γιάννος ς την ανατολή, ς τα βουνά, και η Μάρω δυτικά, ς τους κάμπους. Και αυτό για να περνάη πάντα καλά η Μάρω, το χειμώνα να μην έναι ς τα χιόνια και ς τους πάγους, ούτε το καλοκαίρι ς τη μεγάλη κάψα. Γι αυτό λένε και την παροιμία, Η Μάρω μένει ς τα βουνά, κι ο Γιάννος πάει ς τους κάμπους, όταν θέλουνε να ειπούνε για κανένα πράμα που γίνεται με ευχαρίστηση. Ο Γιάννος και η Μάρω (Βοιωτία) Ο Γιάννος και η Μάρω, τα δύο αστέρια που φαίνονταν ς τον ουρανό, ήσαν αρρεβωνιασμένοι, κ εχάλασεν ο γάμος. Ο κουμπάρος, όσοι έπαιζαν τάργανα, και όλο το συμπεθεριό έγιναν άστρα. Ο Γιάννος και η Μάρω όμως ανταμώνουν μια φορά μόνο το χρόνο και τότε, ή ο Γιάννος βγαίνει την ημέρα και η Μάρω τη νύχτα, ή το ενάντιο. Έτσι ζουν πάντα χωρισμένα και κυνηγούν το ένα το άλλο. Ο Γιάννος και η Μάρω (Αχαΐα) Ο Γιάννος και η Μάρω είναι αδέρφια η Μάρω όμως είναι πολύ σκληρή αδερφή και πονηρή και το Γιάννο τον καημένο, που είναι καλόβολος, τον στέλνει το χειμώνα να δουλεύει απάνω ς τα βουνά με τους πάγους, και το καλοκαίρι κάτω ς τους κάμπους, που τον πνίγει η φωτιά του ήλιου. Μόνο μια φορά το χρόνο πλησιάζει ο Γιάννος εις τη Μάρω, αλλά και τότε αυτή τον διώχνει ευθύς από κοντά της. Πρβλ. Πολίτης Ν. Γ., «Ο Γιάννος και η Μάρω», αρ. 248-250, στο: Παραδόσεις, τ. Α, Αθήνα 1904, σσ. 135-136. 6

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΕΙΣ Στην πολιτισμική σκευή όλων των λαών ο μυθικός λόγος αποτελεί διαρκές και θεμελιακό συστατικό της προφορικής λαϊκής λογοτεχνίας. Στην Ελλάδα, ο μύθος, λέξη κληροδοτημένη από την αρχαιότητα, φέρει πολυσήμαντο εννοιολογικό βάρος δηλώνοντας είτε έναν κώδικα πίστης ή την υπόθεση ενός δραματικού κειμένου, είτε ακόμα και μια αλληγορική ιστορία ή ένα συμβουλευτικό λόγο, αλλά και μια σοφή αλληγορία με μορφή παροιμίας ή μια αφελή αστεία ιστορία, ακόμα και έναν τοπικό θρύλο. Όταν μάλιστα ο απλός και συμπυκνωμένος μυθικός λόγος μακραίνει μιλώντας για απροσδιόριστους χρόνους, για πρόσωπα άγνωστα και γεγονότα παράξενα και εξωτικά, τότε ο μύθος γίνεται παρά μυθος, σαν να λέμε παρατεταμένος και εξωπραγματικός, δηλαδή παραμύθι(ον), μνημείο του λόγου που μας παραπέμπει στο ρήμα παραμυθούμαι, 1 δηλαδή στην παρηγοριά, την ψυχαγωγία και τη συμβουλή που οι παλιότερες γενιές εισέπραξαν από αυτόν. Το παραμύθι, σημαντικό είδος της λαϊκής φιλολογίας, αποτέλεσε αναπόσπαστο κομμάτι της προφορικής παράδοσης, χώρο έκφρασης ατομικής και συλλογικής μνήμης και φαντασίας, ενώ προκάλεσε έντονο το επιστημονικό ενδιαφέρον ήδη από το 19 ο αιώνα, όταν στο πλαίσιο του ρομαντικού κινήματος αναγνωρίσθηκε ως μέσο προβολής εθνικής πολιτισμικής ταυτότητας αλλά και σημείο συνάντησης διαφορετικών πολιτισμών. Ήδη όμως από το τέλος του 17 ου αιώνα είχε γίνει δημοφιλές ανάγνωσμα της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας, ενώ στη διάρκεια του 18 ου αιώνα της αστικής τάξης. Στο πέρασμα των χρόνων διατυπώθηκε πλήθος θεωριών, αναλύσεων και απόψεων με αναφορές στην προέλευση, στις καταβολές και στα χαρακτηριστικά των μυθολογικών διηγήσεων, αναπτύσσοντας ένα θεωρητικό λόγο που προσέγγισε το παραμύθι συλλέγοντας και καταγράφοντας υλικό τεράστιου όγκου, το οποίο διερεύνησε και προσπάθησε να ταξινομήσει. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των θεωριών ανήκει πλέον στη δικαιοδοσία της ιστορίας στερούμενο επιστημονικού ερείσματος και κύρους, 2 αλλά πέρα από τη συμβολή τους στη μελέτη του παραμυθιού, οδήγησαν στη δομική προσέγγισή του, ενώ κληροδότησαν και μια προσπάθεια ταξινόμησης που κατέληξε σε ένα σύστημα κατάταξης το οποίο αποδείχθηκε ανθεκτικότερο από ότι η ίδια η θεωρία που το ενέπνευσε. Η ταξινόμηση είναι μια από τι πρώτες και κύριες βαθμίδες μελέτης και η ανάγκη ορθής κατηγοριοποίησης αποτέλεσε μέλημα πολλών προσπαθειών 1 Παραμυθούμαι, «παρηγορώ, ανακουφίζω» < παρα- + -μυθοῦμαι < μῦθος. Πρβλ. Μπαμπινιώτη Γ., Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, εκδ. Κέντρο Λεξικολογίας ΕΠΕ, Αθήνα 1998 2, σ. 1343. 2 Σε αυτές εντοπίζουμε μονογενιτικές θεωρίες όπως την ινδοευρωπαϊκή των J. & W. Grimm, που αντιμετώπισε τα παραμύθια ως κληρονομιά μιας κοινής ινδοευρωπαϊκής αρχαιότητας, τα οποία μπορούν να γίνουν κατανοητά ως διαμελισμένοι μύθοι, τη μυθολογική που τα αναγνώρισε ως γλωσσικά λογοπαίγνια και υποστήριξε ότι έλκουν την καταγωγή τους από μύθους που εξηγούσαν τα μετεωρολογικά φαινόμενα και την ινδική που υιοθετεί την ινδοβουδιστική καταγωγή. Αλλά και η πολυγενετική εθνογραφική θεωρία, που αναγνώρισε τις ομοιότητες παραμυθιών λαών με μεγάλη τοπική και χρονική απόσταση, ως αποτέλεσμα όχι κοινής προέλευσης αλλά όμοιων πολιτιστικών σταδίων εξέλιξης, έχει σημαντικά κενά, αφού αποδέχθηκε βαθμό ομοιομορφίας στην πολιτισμική εξέλιξη, που δεν δικαιολογείται από τις κοινωνικές και πολιτιστικές διαφοροποιήσεις. Επίσης η αποτελεσματικότητα της ιστορικο-γεωγραφικής θεωρίας της Φινλανδικής Σχολής, που εστίασε για τον εντοπισμό του παραμυθιακού αρχέτυπου, στον τρόπο μετάδοσής του, αμφισβητήθηκε, ενώ και η συμβολιστική θεωρία που υιοθέτησε την μυθολογική ερμηνεία του παραμυθιού, δεν εξήγησε επαρκώς την καταγωγή τους. Πρβλ. Δαμιανού Δ., «Θεωρίες για τη γένεση και τη διάδοση των παραμυθιών» στο: Δημόσιο και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι, τομ.γ, Λαϊκή Φιλολογία, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σσ. 36-44. 7

όπως του Αφανάσιεφ, του Wundt, του Βόλκοφ. Όσο όμως η κατανομή των παραμυθιών γινόταν κατά κατηγορίες και υποθέσεις, το αποτέλεσμα αποδεικνυόταν άστοχο, ανεπαρκές και μη λειτουργικό. 3 Παρόλα τα προβλήματα όμως, ο Antti Aarne, βασισμένος στις θεωρητικές αρχές και τις μεθόδους της Φιλανδικής Σχολής, δημιούργησε έναν τέτοιο κατάλογο υποθέσεων, ο οποίος αναθεωρημένος από το Stith Thompson και παρά τις θεωρητικές επικρίσεις, πέρασε σε διεθνή χρήση ως πρακτικός οδηγός, αποτελώντας ένα ικανό εργαλείο ταξινόμησης, με λειτουργικότητα και πρακτική χρησιμότητα. Αποσαφηνίσθηκαν και οι έννοιες του μοτίβου, του παραμυθιακού τύπου και της παραλλαγής, όπως και του υπότυπου και του οικότυπου, έννοιες που επίσης πρόσφεραν τα μέγιστα στην υπόθεση της μελέτης του παραμυθιού. 4 Σε αυτή τη διεθνή κατάταξη μπορούν να ταξινομηθούν τα παραμύθια όλων των χωρών της Ευρώπης, αλλά και άλλων πέρα αυτής, ενώ ο Γεώργιος Μέγας έχει κατατάξει σε τέτοιους παραμυθιακούς τύπους 23.000 παραλλαγές, αναλύοντάς τες σε μοτίβα, ενώ εισήγαγε και 509 νέους οικότυπους για να προσαρμοστεί το σύστημα στις ιδιαιτερότητες του ελληνικού παραμυθιού. Κατηγοριοποιημένο το παραμυθιακό corpus βάση των παραμυθιακών τύπων, ομαδοποιείται σε τέσσερες ομάδες που με σειρά καταλογογράφησης είναι οι μύθοι ζώων, τα καθεαυτό παραμύθια που περιλαμβάνουν τα μαγικά, τα θρησκευτικά, τις νουβέλες και τις ιστορίες για τους κουτούς δράκους, καθώς και οι ευτράπελες διηγήσεις και τέλος τα κλιμακωτά παραμύθια. 5 Όταν όμως η θεωρητική έρευνα εστίασε στη δομή του παραμυθιού προσπαθώντας να ορίσει το περιεχόμενό τους, αναδείχθηκε ένα νέος τρόπος μελέτης βασισμένος στην κατάτμηση του παραμυθιού στα συστατικά του μέρη. Ο Βλαντιμίρ Πρόππ αναγνώρισε τις ενέργειες των δρώντων προσώπων, τις οποίες ονόμασε λειτουργίες, ως μόνιμα και σταθερά στοιχεία στο παραμύθι, στοιχεία που αποτελούν και τα θεμελιώδη συστατικά μέρη του. Μελετώντας μάλιστα τα λαϊκά μαγικά παραμύθια, περιόρισε και προσδιόρισε τον αριθμό των λειτουργιών σε τριάντα μία, ενώ κατέδειξε ότι υπακούουν με αυστηρότητα σε μια συγκεκριμένη και ταυτόσημη αλληλουχία, την ακολουθία, η οποία ορίζει τη σειρά των συνδυασμένων λειτουργιών, αποδίδοντας έτσι μονοτυπικό χαρακτήρα στο παραμύθι. Αντίστοιχα η δυνατότητα απουσίας μέρους των λειτουργιών σε κάθε παραμύθι, σε συνδυασμό με το μετασχηματισμό 3 Propp V. J., «Μορφολογία του παραμυθιού» στο: Μορφολογία του παραμυθιού. Η διαμάχη του Κλωντ Λεβί-Στρως με τον Β. Γ. Προπ και άλλα κείμενα, μτφρ. Α. Παρίση, εκδ. Ινστιτούτο του βιβλίου Μ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1987, σσ. 11-13. 4 Μοτίβο είναι το αφηγηματικό στοιχείο, το θέμα που έχει σταθερά διαμορφωμένη μορφή, μια τυπική στερεότυπη μονάδα που επαναλαμβάνεται στα διάφορα αφηγηματικά είδη ή στους διαφορετικούς τύπους του ίδιου είδους. Παραμυθιακός τύπος είναι η αφηγηματική βάση που απορρέει από συγκεκριμένο και ελάχιστα μεταβλητό συνδυασμό μοτίβων, ενώ παραλλαγή της είναι κάθε τύπος που προκύπτει με τους διαφορετικούς συνδυασμούς αυτών των μοτίβων. Υπότυπος από την άλλη πλευρά είναι η παραλλαγή που ακολουθεί την ίδια δομή με τον παραμυθιακό τύπο του οποίου είναι διακλάδωση, συνδυάζοντας όμως επεισόδια με διαφορετικά μοτίβα, ενώ οικότυπος είναι η παραλλαγή που διαφοροποιείται έντονα από το πρότυπό της σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, εξαιτίας των κατά τόπους οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων, διατηρώντας όμως τον ίδιο νοηματικό άξονα και μέσω αυτού μια μακρινή σχέση με τον αρχικό τύπο. Πρβλ. Παπαχριστοφόρου Μ., «Συστήματα ταξινόμησης και εθνικοί κατάλογοι» στο: Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι, τομ.γ, Λαϊκή Φιλολογία, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σσ. 49-50, 53-54. 5 Στο ίδιο, σσ. 52, 57-58. 8

μεταβλητών του στοιχείων, όπως προσώπων, κινήτρων και τρόπων προώθησης της δράσης, εξασφαλίζουν την πολυμορφία και την ποικιλία του είδους. 6 ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ Μέσω της μέχρι τώρα ενασχόλησης με τους προβληματισμούς για την ταξινόμηση του παραμυθιού, έχουμε ήδη προσεγγίσει μορφολογικά χαρακτηριστικά του, όπως ο μονοτυπικός δομικός χαρακτήρας, οι κοινές αφηγηματικές πλοκές σε διαφορετικούς μεταξύ τους πολιτισμούς που μπορεί να απέχουν τοπικά και χρονικά, αλλά επίσης και διαφοροποιήσεις με παραλλαγές που αναδεικνύουν τεράστια πολυμορφία. Διακριτικό στοιχείο αποτελεί άλλωστε και το φαινόμενο του συμφυρμού, η ιδιότητα του παραμυθιού να συνδυάζει δυο ή περισσότερους παραμυθιακούς τύπους, χρησιμοποιώντας ως γέφυρα ένα κοινό μοτίβο, παρατείνοντας κατά το δοκούν την αφήγηση. 7 Πέρα όμως από αυτά υπάρχουν και τα ειδικά χαρακτηριστικά, τα διακριτά γνωρίσματα του παραμυθιού, το οποίο ακολουθεί ως αφηγηματικές σταθερές τόσο την αοριστία στον τοπικό και χρονικό προσδιορισμό, όσο και την ανωνυμία των δρώντων προσώπων, χαρακτηριστικά που το απομακρύνουν από την άμεση και συγκεκριμένη πραγματικότητα. Χωρίς λοιπόν να δεσμεύεται από τόπο και χρόνο, το παραμύθι αφηγείται την εξέλιξη της δράσης σε έναν αόριστο χώρο που μπορεί να είναι φανταστικός ή να μοιάζει πραγματικός, αλλά είναι μόνιμα μη αναγνωρίσιμος και στερείται συγκεκριμένης τοπικής αναφοράς. Ο τόπος του παραμυθιού λοιπόν διαθέτει ένα σπίτι στο οποίο μένει η Πούλια, ένα κατώι για να την κλείσουν, ένα δρόμο για να ξεφύγει κυνηγημένη, ένα βασιλικό πηγάδι για να πιεί νερό ή να πέσει μέσα κι ένα παλάτι με το βασιλόπουλο που θα την παντρευτεί, μα δε διαθέτει ούτε την παραμικρή νύξη που θα παρέπεμπε σε συγκεκριμένο τόπο, ούτε ένα στοιχείο γεωγραφίας. Ακόμα και ο μαγικός κόσμος το μόνο που διαθέτει είναι επίθετα που χρησιμεύουν στην εξέλιξη της πλοκής, με αναφορές για έναν απέραντο κάμπο, ένα δάσος απέραντο και μια λίμνη απέραντη, χαρακτηρισμοί δηλωτικοί μόνο των τεράστιων αποστάσεων, που είναι απαραίτητες για τις μακρινές αναζητήσεις των ηρώων. Παρόμοια απροσδιόριστος είναι και ο χρόνος, διαρκής και άφθαρτος, με την παραμυθιακή δράση σχεδόν εκτός χρόνου, σε ένα απώτερο παρελθόν, μία φορά κ έναν καιρό, κατ ουσία δηλαδή σε ένα αιώνιο παρόν. Και οι ήρωες άλλωστε στερούνται παρελθόντος και μέλλοντος, βρίσκονται εκτός της διάστασης του χρόνου, αγέραστοι και ακμαίοι. 8 Άλλωστε και τα πρόσωπα στο παραμύθι υιοθετούν την αοριστία της ανωνυμίας, αβαθή δρώντα υποκείμενα, σχηματικοί ήρωες που έχουν θέση στην αφήγηση μόνο όσο ενεργούν, προσδιορισμένοι κατά το πλείστον με την ιδιότητά τους, απαλλαγμένοι από οποιαδήποτε υποκειμενικότητα αλλά και στερούμενοι εσωτερικού κόσμου. Είναι ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα, μητριά ή πεθερά, μια γριά γειτόνισσα και μια άλλη με κόσκινο και σκάφη, ένα 6 Δαμιανού, όπ.π., σσ. 45-47. 7 Παπαχριστοφόρου συστήματα, όπ.π., σ. 55. 8 Παπαχριστοφόρου Μ., «Ο παραμυθιακός λόγος» στο: Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι, τομ.γ, Λαϊκή Φιλολογία, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σσ. 66,70. 9

βασιλόπουλο, πρόσωπα που δεν εξατομικεύονται, που δεν αισθάνονται και δεν πονούν, παρά μόνο αν αυτό είναι απαραίτητο για την πλοκή, που δεν διψούν παρά μόνο αν αυτή η δίψα τους οδηγεί στη μεταμόρφωση. Ούτε συναισθήματα, ούτε χαρακτηρισμοί συνοδεύουν τους ήρωες, στοιχεία που υποδηλώνονται μόνο μέσα από τις ενέργειές τους. Μορφές ύπαρξης ιδανικά εκλεπτυσμένες με μια αφαιρετική εξιδανίκευση που οδηγεί στην τυποποίηση, σε μια απαραίτητη λιτή σχηματοποίηση, ώστε να χωρέσει στο παραμύθι το αχώρητο, το ατελεύτητο του κόσμου. 9 Όταν υπάρχουν ονόματα είναι τόσο κοινά ώστε να αναιρούν την ατομικότητα ή όπως στην Πούλια και τον Αυγερινό μπορεί να μοιάζουν με ονόματα ενώ ουσιαστικά υποδηλώνουν κι εδώ ιδιότητες, το μελλούμενο καταστερισμό. Ο ήρωας όμως πέρα από την έκδυση κάθε στοιχείου εξατομίκευσης, εμφανίζεται και απομονωμένος σε μια παραμυθιακή μοναξιά, μια μόνωση που οφείλεται στον ανύπαρκτο βαθμό κοινωνικότητάς του, στην έλλειψη δεσμών με τα υπόλοιπα πρόσωπα με τα οποία δε διατηρεί καμία αλληλεπίδραση, πέρα αυτής που επιβάλει η υπόθεση. Η απομόνωση αυτή βρίσκει έκφραση και σε επίπεδο γλώσσας με την απομόνωση ορισμένων λέξεων, όπως το μοναδικό κάθε φορά επίθετο που συνοδεύει ως ξερή παράθεση το πρόσωπο. 10 Πέρα από τα αόριστα πραγματικά πρόσωπα, συχνή είναι και η παρουσία φανταστικών ηρώων όπως δράκοι, μάγισσες, φτερωτά άλογα, μοίρες, μήνες, κ.ά. Επιστρέφοντας όμως στο πραγματικό στοιχείο, είναι αξιοπρόσεκτη η προτίμηση για πρωταγωνιστές βασιλιάδες και πεντάμορφες, επιλογές που κάνουν περισσότερο ενδιαφέρουσα τη διήγηση, ενώ επιβεβαιώνουν και την πεποίθηση ότι πόνος, αγωνία και δυστυχία αγγίζει και τα ξεχωριστά πρόσωπα, τους ευνοημένους, τους υλικά ικανοποιημένους. Κανείς δεν γλιτώνει από τους απαράβατους φυσικούς νόμους, ενώ προβάλλοντας πάνω τους βάσανα και ταλαιπωρίες, ο απλός άνθρωπος εκτονώνεται και ισορροπεί ψυχικά. 11 Ακόμα και οι κοινές αφηγηματικές αρχές, τις οποίες ακολουθεί εν γένει η προφορική διατύπωση ανεξάρτητα ειδολογικών περιορισμών, απόκτησαν νομοτελειακή ισχύ ενδεδυμένες με κανονιστικό βάρος από τους μελετητές, ώστε να αναγνωρισθούν και αυτές ως χαρακτηριστικά του παραμυθιού, διακριτά αντιπροσωπευτικά στοιχεία που αφορούν το ύφος της αφήγησης. Αυτοί οι επικοί νόμοι, αναγνωρίζουν στο παραμύθι την επανάληψη φραστικών μοτίβων, φαινόμενο που συμβάλλει τόσο στη δημιουργία έντασης, όσο και στην απόδοση όγκου στην ιστορία. Η επανάληψη στην αφήγηση της παραμυθιακής δράσης, με τη γοητεία που φέρει, κυριαρχεί με διάφορες μορφές, φθάνοντας έως τα όρια του στερεότυπου. Θα τη βρούμε σε επίπεδο έκφρασης 12 αλλά και 9 Μερακλής Μ. Γ., «Η αισθητική του παραμυθιού» στο: Επιθεώρηση παιδικής λογοτεχνίας. Το παραμύθι και οι παραμυθάδες, τομ.3, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1998, σ. 22. 10 Παπαχριστοφόρου παραμυθιακός, όπ.π., σσ. 66, 69-71. 11 Καρούσου Δ., «Το παραμύθι και τα μηνύματά του» στο: Επιθεώρηση παιδικής λογοτεχνίας. Το παραμύθι και οι παραμυθάδες, τομ.3, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1998, σ. 154. 12 «Αλλιώς, γρία, το κόσκινο, αλλιώς και το σκαφίδι,/και βάρ το γουρουνάκι σου, να μη σου τρώει τ αλεύρι» επαναλαμβάνει σταθερά η Πούλια κατεβαίνοντας το κυπαρίσσι, ενώ σταθερά επαναλαμβανόμενη είναι και η ανταπόκριση της γριάς «Παιδάκι μου, κατέβα παρά κάτου και δεν ακούω». Τη μορφή της επανάληψης ακολουθεί και η μορφή της διήγησης «Μία ημέρα επέθανε η μάνα Μία ημέρα είπε στο βασιλέα Μία μέρα άκουσε και ήλεγε... Μία μέρα έλειπε ο βασιλιάς». Πρβλ. Μινώτου Μαρία, «Η Πούλια και ο Αυγερινός» στο: Παραμύθια από τη Ζάκυνθο, Ελληνική Λαογραφική εταιρεία τομ. ΙΑ, Θεσσαλονίκη 1934-37, σσ. 423-426. 10

αναφοράς επεισοδίων, 13 αυτολεξεί ή ελαφρώς παραλλαγμένη, κατά κανόνα τριπλή, αφού ο αριθμός τρία, σταθερός και κυρίαρχος, είναι αυτός που αντανακλάται συχνά στη δομή του παραμυθιού. 14 Σε αυτό το χαρακτηριστικό του παραμυθιού άλλωστε μπορεί μα αναγνωριστεί η προσεκτική μίμηση ενός προτύπου, με χαρακτήρα σχεδόν τελετουργικό, αλλά και η καλλιέργεια ικανοτήτων και δυνατοτήτων που εξασφαλίζει η επανάληψη ως μαθησιακό εργαλείο, ώστε να προβάλλει μια αισθητική λειτουργία της επανάληψης και της μίμησης, που αφορά και την χαρά της εμπέδωσης, της διασάφησης, ακόμα και της διεύρυνσης της κερδισμένης γνώσης. 15 Τα επόμενα χαρακτηριστικά που αναγνωρίζονται στο παραμύθι αφορούν τα δρώντα πρόσωπα και αναφέρονται στη μονοεπεισοδιακή εξέλιξη της διήγησης, στην εξιστόρηση ενός περιστατικού κάθε φορά, χωρίς παράλληλη δράση, με την ενέργεια να ασκείται από δυο μόνο πρόσωπα, ενώ ακόμα και όταν υπάρχουν περισσότερα, αυτά δεν δρουν. Όταν μάλιστα ένα πρόσωπο πάψει να ενεργεί και δεν εξυπηρετεί πλέον την εξέλιξη της πλοκής, τότε παύει και να υπάρχει. Οι ήρωες βρίσκονται επίσης αντιμέτωποι μεταξύ τους, όντας χαρακτήρες αντίθετοι και ποτέ αμφίρροποι, υπακούοντας σε με μια απόλυτα μανιχαϊστική αντίληψη που καθορίζει απλουστευμένα το καλό από το κακό, τοποθετώντας την κακιά μητριά απέναντι στην όμορφη προγονή ή την κακιά πεθερά ενάντια στην όμορφη νύφη. Το παραμύθι εξάλλου κινείται και προχωρά μέσα από αντιθέσεις, μιλώντας για εχθρότητα και φιλία, για έγκλημα και βοήθεια, για ευτυχία και απογοήτευση, σε μια δομημένη αντιπαράθεση δυο αντιμαχόμενων μερών και αναπτύσσεται με μια διαδοχή έντασης και χαλάρωσης, αναμονής και εκπλήρωσης, ώστε η δράση να αποτελεί εντέλει έκφραση του δίπολου αγώνα και νίκης ή δυσχερής πρόκλησης και πραγμάτωσης. Σε αυτόν τον αγώνα νικητής είναι πάντα ο πιο αδύναμος, ο μικρότερος, ο πιο αδικημένος και κατατρεγμένος. 16 Πέρα όμως από τη διαλεκτική σύνθεση των αντιθέσεων που χαρακτηρίζει περιεχόμενο και αισθητική, είναι και η υφολογική λιτότητα, η οικονομία στη διατύπωση που διακρίνει το παραμύθι, τόσο στις απλές και ομοιόμορφες περιγραφές που εξασφαλίζουν την ταχύτατη εξέλιξη της πλοκής, όσο και στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων που συμβάλλουν στην αφαιρετικότητά τους. Απέναντι στη λιτότητα όμως βρίσκεται και η υπερβολή, το έτερο εκφραστικό μέσο που συντελεί στη διαμόρφωση της δομής και του ύφους του παραμυθιού. Μια υπερβολή που χαρακτηρίζει καταστάσεις που υπερβαίνουν το πραγματικό, εγκιβωτίζοντας στον παραμυθιακό κόσμο θαύματα και φρικτές τιμωρίες. Άλλωστε ο κόσμος στο παραμύθι είναι μονοδιάστατος και ενιαίος, χωρίς διάκριση του υπερφυσικού από το καθημερινό, αποδίδοντας με ευκολία τις ίδιες ιδιότητες σε ανθρώπους, πράγματα και ζώα. Το υπερφυσικό στοιχείο συμπλέκεται με το φυσικό, εξασφαλίζοντας στον ήρωα μια αβίαστη σχέση με το εξωπραγματικό, ώστε άνθρωποι, ζώα και υπερφυσικά πλάσματα να ανταγωνίζονται ή να συνεργάζονται, ακόμα και να ερωτεύονται ή απλά να 13 Τρία είναι τα μαγικά αντικείμενα που πετά πίσω του τρεις φορές ο Αυγερινός και τρία τα θάματα, ώστε να ξεφύγουν από την καταδίωξη της μητέρας του. Πρβλ. Στο ίδιο, σ. 424. 14 Παπαχριστοφόρου παραμυθιακός, όπ.π., σ. 67. 15 Μερακλής, όπ.π., σ. 22. 16 Παπαχριστοφόρου παραμυθιακός, όπ.π., σ. 67. 11

συμβιώνουν. 17 Για αυτό καμιά εντύπωση δε δημιουργεί στους ήρωες του παραμυθιού, μα και στους ακροατές του, ούτε η μαγική δύναμη που έχουν οι κορδέλες και το χτένι της Πούλιας, ή το αλάτι της γριάς, ή το νερό στο πάτημα, ούτε η μεταμόρφωση των ηρώων σε ζώα, δένδρα ή αστέρια. Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι υφολογικά στοιχεία όπως η απλότητα και η γενίκευση, η αφαιρετικότητα, η αοριστία και η σχηματοποίηση, η μονοσημαντότητα και η λιτότητα, η επανάληψη και η αντιπαράθεση, υπηρετούν συνδυαστικά και την τάση του παραμυθιού για το καθαρό περίγραμμα, για τη διαμόρφωση ενός ολότελα στυλιζαρισμένου και εκλεπτυσμένου όλου, εντός του οποίου όλη η αγριότητα και η φρίκη εξανεμίζεται, ενώ εξασφαλίζεται και η απαραίτητη ψυχολογική απομάκρυνση ώστε να αποφευχθεί η σύγκρουση με τη λογική, ηθική και φυσική αντικειμενικότητα. Ο συμβολικός χαρακτήρας του παραμυθιού δεν είναι αμέτοχος σε αυτή τη διαδικασία, αφού συμβάλει στη διαδικασία αντικειμενικοποίησης του υποκειμενικού κόσμου, ώστε αυτός να χωρέσει στο παραμύθι, το οποίο όπως είδαμε στερείται εσωτερικής διάστασης. Εξασφαλίζεται έτσι μια συμβολική γλώσσα, ικανή να εκφράσει νοήματα φανερά και καλυμμένα, να εννοήσει περισσότερα από όσα ιστορεί, αλλά και να παρουσιάσει καταστάσεις που αφορούν τον ακροατή, επιτρέποντάς του συνάμα να διατηρεί τις επιθυμητές αποστάσεις από αυτές, ώστε να μην του αποβούν αγχογόνες. 18 ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά του παραμυθιού, είτε αφορούν τη μορφή, είτε το περιεχόμενο, είτε ακόμα και το ύφος του, συντελούν στη διαμόρφωση του διεθνή χαρακτήρα του είδους, είναι δηλαδή γνωρίσματα που ενισχύουν την καθολικότητά του. Πέρα όμως από το γενικό χαρακτήρα του παραμυθιού υπάρχουν και οι παραλλαγές που σφυρηλατήθηκαν με το ιδιαίτερο ύφος του λαού που τα διαμόρφωσε. Ας δούμε λοιπόν τα γνωρίσματα που διαμορφώνουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του ελληνικού παραμυθιού, αυτά που οδηγούν στο σχηματισμό οικότυπου, φαινόμενο έντονου στα παραμύθια του τόπου μας, στον οποίο η παραμυθιακή παράδοση παρουσιάζει σημαντική αυτοτέλεια. Πρώτιστο στοιχείο του ελληνικού χαρακτήρα είναι η ίδια η γλώσσα του παραμυθιού, που ακολουθεί τις αρετές της λαϊκής απλότητας, της φυσικής πορείας και της ιδιωματικής διατύπωσης, στοιχεία που συνάδουν στη δροσιά και στην πρωτοτυπία του. Το λεξιλόγιο του λαϊκού παραμυθιού ακολουθεί τη γλωσσική παράδοση και διαφοροποιείται ανάλογα την περιοχή, όπως η ζακυνθινή παραλλαγή της Πούλιας και του Αυγερινού που ακολουθεί το επτανησιακό ιδίωμα, ενώ έμμετρες φράσεις επαναλαμβάνονται στη διάρκεια 19 της αφήγησης, στην οποία ενσωματώνονται παροιμίες και ιδιωματικές εκφράσεις. Η αφηγηματική σύνταξη μάλιστα είναι συνήθως ενεστωτική και 17 Στο ίδιο, σσ. 67-68,71-73. 18 Καΐλα Μ. Ξανθάκου Γ., «Η ψυχαναλυική προσέγγιση του παραμυθιού» στο: Επιθεώρηση παιδικής λογοτεχνίας. Το παραμύθι και οι παραμυθάδες, τομ.3, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1998, σσ. 56,58. 19 «Αλλιώς, γρία, το κόσκινο, αλλιώς και το σκαφίδι,/και βάρ το γουρουνάκι σου, να μη σου τρώει τ αλεύρι». Πρβλ. Μινώτου, όπ.π., σ. 425. 12

παρατακτική, με το διάλογο ενταγμένο στην αφήγηση, σαν να αντικαταστά την περιγραφή, χωρίς να τη διασπά. 20 Δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε και την παρουσία των ειδικών εισαγωγικών και καταληκτικών μερών που σηματοδοτούν την έναρξη και τη λήξη του παραμυθιού, την είσοδο στο φανταστικό κόσμο και την επιστροφή στον πραγματικό. Πέρα από το μια φορά κ έναν καιρό, συχνά υπάρχουν έμμετρα ρυθμικά τραγουδάκια με ύφος σουρεαλιστικό, που μεταξύ σοβαρού κι αστείου επιτρέπουν αυτή τη μετάβαση. 21 Δεύτερο ιδιαίτερο γνώρισμα είναι η βιωμένη πολιτιστική πραγματικότητα που συνδέεται στενά με το ελληνικό παραμύθι, το οποίο αντλεί από την παράδοση και την ιστορία του τόπου μας. Ο ελληνικός λαός δεν επιμένει στο μεταφυσικό, ούτε μετεωρίζεται σε υπερφυσικούς και αβέβαιους κόσμους, αλλά γεμίζει ακόμα και τα μαγικά παραμύθια με γνώριμα στοιχεία από τη ζωή του χωριού, την κατοικία με το κατώι, την τροφή με καρύδια, σύκα και κάθε λογής γλυκίσματα, τις οικιακές εργασίες με το κοσκίνισμα και με άλλες δραστηριότητες όπως την καλλιέργεια της γης αλλά και με δοξασίες, παροιμιολογία, ακόμα μαγεία και γητειές. 22 Η παράδοση όμως βρίσκει έκφραση και στη μετάπλαση του φανταστικού στοιχείου που στο ελληνικό παραμύθι παίρνει τη μορφή δράκου, λάμιας, στρίγκλας, γοργόνας και νεράιδας, ενώ εμφανίζονται και οι Μοίρες, οι μήνες, ο ήλιος και το φεγγάρι. Κοινωνικές αντιλήψεις αναφύονται στην προσωποποίηση του κακού, που πέρα από την ασχήμια και τα γηρατειά, βρίσκει έκφραση στην ετερότητα, στη γύφτισσα και στην αραπίνα, αλλά και στο σπανό και στον Εβραίο. Τέλος το λαϊκό παραμύθι έχει έντονη σχέση στην χώρα μας και με την αρχαιότητα από όπου, όπως θα δούμε και παρακάτω, δανείζεται μοτίβα και μύθους, δημιουργώντας ακόμα και έναν ολόκληρο παραμυθιακό τύπο, ενώ κατάλοιπα βρίσκουμε και από τους μεσαιωνικούς χρόνους και την τουρκοκρατία. 23 Όπως ο πολιτισμός, έτσι και ο ελληνικός χώρος αυτός καθαυτός, επέδρασε, με το περιβάλλον και με το κλίμα του, στο λαϊκό παραμύθι, αποδίδοντας στον ήλιο το ρόλο του μαγικού καθρέπτη και τοποθετώντας στη θέση του σκοτεινού δάσους το λόγγο και τη ρεματιά, στη θέση του χιονισμένου τοπίου την ερημιά ή τη θάλασσα. Και η ιδιοσυγκρασία του λαού όμως, αναγνωρίσθηκε ότι έχει αποτυπωθεί στο παραμύθι, οπότε και αυτός το έχει επηρεάσει. Ο καλοσυνάτος και αισιόδοξος ελληνικός χαρακτήρας αντικατοπτρίζεται στη θετική πορεία και στην ηθική δικαίωση του παραμυθιού, που τιμωρεί το κακό, θεραπεύει τη φτώχεια, αποκαλύπτει και αποκαθιστά την αδικία, βολεύει την κουταμάρα, ώστε στο τέλος όλοι όσοι αγωνίσθηκαν, έπαθαν, κυνηγήθηκαν και υπέφεραν να ζήσουν καλά, με την ελπίδα ότι θα ζήσουμε κι εμείς καλύτερα. Αυτή η έμφυτη καλοσύνη και η αισιοδοξία του ακροατή επιτρέπει στον αφηγητή να περιγράψει με γιορτινά χρώματα τις ευτυχείς ώρες των άλλων, όσα αυτός στερείται και λαχταρά, τα πλούσια 20 Λουκάτος Δ. Σ., «Τα ελληνικά λαϊκά παραμύθια» στο: Επιθεώρηση παιδικής λογοτεχνίας. Το παραμύθι και οι παραμυθάδες, τομ.3, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1998, σσ. 44-45. 21 Παπαχριστοφόρου παραμυθιακός, όπ.π., σσ. 75-76. 22 Λουκάτος, όπ.π., σ. 41. 23 Παπαχριστοφόρου παραμυθιακός, όπ.π., σσ. 77-79. 13

τραπέζια, τα μεγάλα παλάτια, τις καλοπαντρειές και τις θαυμαστές επεμβάσεις της Μοίρας. 24 Από την άλλη πλευρά η πονηρή και σπιρτόζα ελληνική ιδιοσυγκρασία εκδηλώνεται στη φυσική ειλικρίνεια που απαιτεί τον άμεσο χαρακτηρισμό των πραγμάτων, στην αγάπη για το απροσποίητο, το ωμό και παραστατικό, στο χιούμορ που ξεθαρρεύει και ανοίγει την έκφραση στη βωμολοχία, με εκφράσεις φευγαλέες και διασκεδαστικές, περιορισμένες όμως σε λέξεις που δεν προσβάλλουν την ηθική, που δεν είναι αγοραίες. Το πάθος επίσης, συνοδευμένο πάντα από την ξεκάθαρη κοινή λογική, αποβάλλει από το ελληνικό παραμύθι το σαρκικό πόθο και τις υποσχέσεις που βρίσκουμε στην ανατολή, αφήνοντας χώρο για την αδελφική στοργή, την πίστη των αρραβωνιασμένων, τη συζυγική αφοσίωση και τιμή, τους ηρωικούς άθλους που γέρας έχουν την πεντάμορφη. Μόνο σε μικρές λαϊκές ιστορίες, ο κυνισμός, η πονηριά και η προσήλωση στους κοινωνικούς κανόνες επιτρέπουν την παρουσία του σεξουαλικού έρωτα, πονηρούτσικου και κάπως αμαρτωλού, ξεδιπλώνοντας μια λαϊκή χαιρέκακη ευχαρίστηση για τον αστείο διασυρμό της ζωηρής χήρας, του παπά ή της παπαδιάς, του γεροντοπαλίκαρου και της γεροντοκόρης. 25 Η ευαισθησία και μετριοπάθεια του έλληνα εξωτερικεύεται ακόμα και στο ίδιο το ύφος που υιοθετεί το ελληνικό παραμύθι, με τη λιτή εξέλιξη, την αποφυγή της σχοινοτένειας και του λυρισμού, τη σύντομη διατύπωση, που απαιτεί οξύνοια για ό,τι εξυπακούεται, χωρίς αναλυτικές παραχωρήσεις. Γι αυτό οι ήρωες, όσο τρομεροί και να είναι, αποκτούν ένα οικείο βάδισμα, επιτρέποντας να τους πλησιάσουμε εύκολα, καλόβολοι και δημοκρατικοί βασιλιάδες, ευκολόπιστοι και κουτοί δράκοντες, άγρια ζώα αλλά και οικόσιτα και ζώα του χωριού με καλοσύνη και φρόνηση. 26 Στον χαρακτήρα του ελληνικού παραμυθιού τέλος, συνέβαλε και η διαδικασία της αφήγησης, η κοινωνική και πολιτισμική λειτουργία του, η συντροφιά που πρόσφερε σε ώρες ξεκούρασης, σε νυχτέρια, στην καλοκαιρινή σκιά και στην χειμωνιάτικη φωτιά, σε στιγμές συντροφιάς και στοργής, αλλά και σε διαδικασίες παιδαγωγικές, όταν κάθε γενιά παρέδιδε στην επόμενη, τις γνώσεις της, την εμπειρία της, τη φαντασία της, τη σοφία της, τη λογοτεχνία της, την πνευματική της κληρονομιά. V.S. ΜΥΘΟΥ & ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ Στην προφορική λογοτεχνία ανήκουν βέβαια και άλλα είδη εκτός από το παραμύθι, μνημεία λόγου με ιδιαίτερα γνωρίσματα, στερεότυπη μορφή και σταθερά χαρακτηριστικά, όπως τα δημοτικά τραγούδια, τα αινίγματα, οι παροιμίες, τα ανέκδοτα, οι μύθοι και οι παραδόσεις θα σταθούμε όμως στα δυο τελευταία ώστε να μελετήσουμε εκτενέστερα τη σχέση τους με το παραμύθι. Ως παράδοση ορίζονται οι φανταστικές διηγήσεις που πλάθει ο λαός, με βάση τις δοξασίες του, που αφορούν ορισμένο χρόνο, τόπο και πρόσωπα, τι οποίες και εκλαμβάνει ως αληθινές. Με τη δεισιδαιμονική πλευρά του ανθρώπου ως θεμέλιο, η παράδοση πορίζεται τόσο από την πραγματικότητα 24 Λουκάτος, όπ.π., σ. 40. 25 Στο ίδιο, σσ. 42-43. 26 Στο ίδιο, σσ. 40-41. 14

όσο και από τη φαντασία, δημιουργώντας κοινές ιστορίες για την κοινότητα, αυτά που ονοματίζουμε και ως θρύλους. Η ρεαλιστική έκφανση του είδους δομείται βάση του με σαφήνεια ορισμένου χρόνου και χώρου και της εξατομικευμένης αναφοράς σε πρόσωπα. Σε αντίθεση με το παραμύθι, στην παράδοση ο χώρος και ο χρόνος έχουν διαστάσεις, αφού είναι συγκεκριμένοι και οικείοι για τον ακροατή. Υπάρχουν πιθανές αναφορές σε συγκεκριμένους τόπους, που κάποιες φορές ονοματίζονται, ενώ δεν στερούνται γεωγραφικών χαρακτηριστικών, όπως για παράδειγμα τα βουνά στην ανατολή και οι κάμποι στη δύση. 27 Ούτε ο χρόνος δράσης είναι αόριστος, αφού οι θρύλοι αναφέρονται είτε σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή που ανήκει στην ιστορία της κοινότητας, όπως για παράδειγμα η εποχή της ίδρυσής της, είτε σε σχετικά πρόσφατο παρελθόν. 28 Σε κάθε περίπτωση όμως ο χρόνος είναι υπαρκτός, παρόντας στη διαδοχή του χειμώνα με τα χιόνια και τους πάγους από το καλοκαίρι με τη μεγάλη κάψα, 29 στην εναλλαγή της ημέρας, που βγαίνει ο Γιάννος, και της νύχτας όταν εμφανίζεται η Μάρω 30 και στον ετήσιο κύκλο με την άπαξ συνάντηση των αστεριών. 31 Τα πρόσωπα δε, είναι κι αυτά υπαρκτά και πέρα από ιδιότητες έχουν ονόματα και συναισθήματα. Οι ήρωες της παράδοσης είναι κάτι περισσότερο από ένα ανδρόγυνο, ένα ζευγάρι αρραβωνιασμένο ή δυο αδέλφια, είναι ο Γιάννος και η Μάρω, ένα ανδρόγυνο πολυαγαπημένο, ένα ζευγάρι με κουμπάρο και συμπεθέρια, δυο αδέλφια με διαφορετικό και αντίθετο χαρακτήρα. Κόντρα στην πρακτική του παραμυθιού με τους επίπεδους ήρωες, εδώ τα δρώντα πρόσωπα διαθέτουν συναισθηματικό κόσμο και σαφή εξωτερικά γνωρίσματα, ενώ ζούνε σε έναν κόσμο καθημερινό, σύγχρονο, ο οποίος περιγράφεται ρεαλιστικά. Στην ουσία απλά ζουν, δεν δρουν, αφού αποδέχονται το πεπρωμένο, αδύναμοι να αντιδράσουν, δέσμιοι μιας μοίρας, συχνά τραγικής, απεικονίζοντας μια βαθιά αντίληψη της λαϊκής κοσμοθεωρίας. 32 Υπάρχει βέβαια και ο υπερφυσικός κόσμος, αλλά είναι με σαφήνεια ξεχωρισμένος, γεγονός που δίνει πολυδιάστατο χαρακτήρα στις παραδόσεις. Είναι ένας κόσμος διαφορετικός από την κανονική ζωή, αλλά εγγύς, προκαλώντας φόβο αφού μπορεί να επηρεάσει την καθημερινότητά μας. Ένας κόσμος που προσελκύει και συνάμα απωθεί, που διεγείρει τόσο φόβο, όσο και λαχτάρα, ένας κόσμος με νεράιδες, φαντάσματα, ξωτικά, ακόμα και το διάβολο αλλά και το θεό. 33 Το Θεό θα παρακαλέσει το ανδρόγυνο και ο Θεός θα εισακούσει την προσευχή του και θα το μετατρέψει σε αστέρια. 34 Στη βούληση λοιπόν του υπερφυσικού στοιχείου υποτάσσεται παθητικά και μοιρολατρικά ο ήρωας της παράδοσης, ώστε η κατάληξη να είναι τις περισσότερες φορές απαισιόδοξη ή και τραγική. 35 27 Πολίτης Ν. Γ., «Ο Γιάννος και η Μάρω, αρ. 248» στο: Παραδόσεις, τ. Α, Αθήνα 1904, σσ. 135-136. 28 Παπαχριστοφόρου Μ., «Παραδόσεις» στο: Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι, τομ.γ, Λαϊκή Φιλολογία, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σσ. 95-96. 29 Πολίτης 248, όπ,π,, σ. 136. 30 Πολίτης Ν. Γ., «Ο Γιάννος και η Μάρω, αρ. 250» στο: Παραδόσεις, τ. Α, Αθήνα 1904, σ. 136. 31 Πολίτης Ν. Γ., «Ο Γιάννος και η Μάρω, αρ. 249» στο: Παραδόσεις, τ. Α, Αθήνα 1904, σ. 136. 32 Αυδίκος Ε., Το λαϊκό παραμύθι.θεωρητικές προσεγγίσεις, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1994, σσ. 123. 33 Στο ίδιο, σσ. 122-123. 34 Πολίτης 248, όπ.π., σ. 135. 35 Παπαχριστοφόρου Παραδόσεις, όπ.π., σ. 98. 15

Η αναφορά στο εξωπραγματικό στοιχείο της παράδοσης θα συμπληρωθεί με ένα ακόμα γνώρισμα, που αυτή τη φορά είναι κοινό με το παραμύθι. Είναι η υπερβολή που χαρακτηρίζει τις ιδιότητες που διαθέτουν κάποια πρόσωπα, ιδιότητες σαν αυτές που ρυθμίζουν τις κινήσεις των αστεριών, τη δύναμη του αλτρουιστή Γιάννου να επιλέγει τη δυσκολία γι αυτόν εξασφαλίζοντας την ευκολία για το ταίρι του 36 ή τη δυνατότητα των αστεριών να κυνηγιούνται αέναα για μια και μόνη συνεύρεση 37 ή την ικανότητα της σκληρής Μάρως να κατατρέχει και να αποδιώχνει τον αδελφό της. 38 Σε υφολογικό επίπεδο, επανέρχονται οι διαφοροποιήσεις από το παραμύθι, αφού η αφήγηση εδώ είναι σύντομη και πάντα περιορισμένη σε ένα επεισόδιο, το οποίο ενδύεται με ιστορική διάσταση, ώστε να αποδεικνύεται η εγκυρότητα του γεγονότος και να εξασφαλίζεται η αποδοχή του ως αληθινού από τον ακροατή. Ακόμα και η χρήση της παροιμίας, 39 μπορεί να αποτελέσει λόγω της λαϊκής σοφίας που φέρει, μια πρόσθετη προσπάθεια επιβεβαίωσης της αλήθειας όσων εξιστορούνται. Η αλήθεια εξάλλου απαιτεί μια απλή εξιστόρηση, χωρίς αφηγηματικές φιλοδοξίες οι οποίες καταλήγουν, όπως στο παραμύθι, σε ολοκληρωμένα αφηγήματα με αυτόνομο περιεχόμενο και μορφή. Για αυτό και οι θρύλοι δε διαθέτουν τυπική αρχή και κατακλείδα, διαδίδονταν από στόμα σε στόμα, ενώ η αφήγησή τους δεν απαιτούσε συγκεκριμένο τυπικό, ορισμένο χρόνο διήγησης ή συγκεκριμένες ικανότητες, όπως αυτές του παραμυθά. Η λειτουργία τους είναι χρηστική στην καθημερινή συμπεριφορά, ερμηνεύοντας γεγονότα ή συνοδεύουν συμπεριφορές, ενώ μπορεί ακόμα και να τις επιβάλλουν. 40 Οι συγκεκριμένες τρεις παραλλαγές του Γιάννου και της Μάρω ανήκουν στην κατηγορία των μυθολογικών παραδόσεων, στις προσωποποιήσεις που αποδίδουν ανθρώπινες ιδιότητες στα στοιχεία του περιβάλλοντος, 41 στο θέμα του καταστερισμού δηλαδή που διαπραγματεύεται και το παραμύθι Η πούλια και ο Αυγερινός. Στην παράδοση όμως ο καταστερισμός δεν είναι αποτέλεσμα μιας επεισοδιακής περιπέτειας, δεν είναι η διαφυγή των κατατρεγμένων που δεν μπορούν να ζήσουν άλλο στον κόσμο μας είναι απλά το αποτέλεσμα μιας αμοιβαίας υπέρμετρης αγάπης ή ενός μίσους, που εξηγούν στη λαϊκή συνείδηση το ανεξήγητο αλλά και αδιάκοπτο φαινόμενο της έλξης και της απώθησης των δυο αστεριών στο ουράνιο θόλο. Το παραμύθι και οι παραδόσεις αντλούν το κοινό θέμα του καταστερισμού, από τη δεξαμενή του μύθου, του επόμενου είδους της προφορικής λογοτεχνίας, στο οποίο θα αναφερθούμε και το οποίο ορίζεται ως μια ιερή αφήγηση που εξηγεί τη δημιουργία, τη διαμόρφωση και τη λειτουργία του κόσμου. Η μυθική σκέψη είναι στην πραγματικότητα η σκέψη του πρωτόγονου που αδυνατεί να κατανοήσει τον κόσμο και δίνει τη δική της 36 Πολίτης 248, όπ.π., σσ. 135-136. 37 Πολίτης 249, όπ,π,, σ. 136. 38 Πολίτης 250, όπ,π,, σ. 136. 39 Πολίτης 248, όπ.π., σ. 136. 40 Αυδίκος, όπ.π., σσ. 122-124. 41 Σύμφωνα με Κυριακίδη και Μέγα, εκτός από τις μυθολογικές παραδόσεις υπάρχουν οι αιτιολογικές, που ερμηνεύουν φαινόμενα και ενέργειες, οι ιστορικές που αναπαράγουν μυθοποιημένες αναμνήσεις ιστορικών γεγονότων, κοινωνικών καταστάσεων και εθίμων και οι θρησκευτικές με αναφορά σε θρησκευτικά πρόσωπα, Πρβλ. Παπαχριστοφόρου Παραδόσεις, όπ.π., σ. 100. 16

αιτιακή ερμηνεία αναπληρώνοντας την έλλειψη του επιστημονικού συλλογισμού με τη σύνθεση της φαντασίας. Θεωρούνται λοιπόν οι μύθοι αληθινές αφηγήσεις που με το βάρος του ιερού χαρακτήρα τους γίνονται αποδεκτές στη βάση της πίστης, ενσαρκώνοντας θρησκευτικά δόγματα, ενώ συνήθως είναι συνδεδεμένες και με την τελετουργία. 42 Ήδη από τον ορισμό του μύθου προκύπτει ο κοσμολογικός χαρακτήρας του και συνάμα η πρώτη διαφορά του με το παραμύθι, η χρονικότητά του, η οποία δεν είναι αόριστη αλλά αφορά το απώτερο παρελθόν, την απαρχή του χρόνου. Αντίστοιχα και ο τόπος του παραμυθιού δεν είναι ο σύγχρονος χώρος της παράδοσης ούτε ο ασαφής χώρος του παραμυθιού, αλλά ο πρώιμος κόσμος της δημιουργίας ή ο άλλος υπερβατικός κόσμος του θεϊκού στοιχείου. Εξάλλου στους μύθους ιστορούνται εξαιρετικά και μεγαλειώδη κατορθώματα ιδανικών και μοναδικών προσωπικοτήτων, ιστορίες για επώνυμους ήρωες με επιτεύγματα απαιτητικά και άκαμπτα, που στοχεύοντας σε μια ένδοξη μεταθανάτια ζωή, υποτάσσονται στους θείους νόμους και καταλήγουν σε ένα τέλος σχεδόν πάντα τραγικό. Ήρωες χωρίς ανθρώπινο χαρακτήρα, θεοί, ημίθεοι και υπερφυσικά όντα, σε αντίθεση με τις παραδόσεις και τα παραμύθια, όπου εκεί ακόμα και το υπερφυσικό στοιχείο εξανθρωπίζεται. 43 Άλλωστε αν το παραμύθι αφορά την ανάπτυξη κοινωνικών αντιθέσεων που εκδηλώνονται είτε εντός της οικογένειας, είτε ως διαδικασία διαστρωματικών και διαταξικών σχέσεων, ο μύθος δεν διαθέτει κοσμικό χαρακτήρα, αλλά διαχειρίζεται θέματα που σχετίζονται με τη δημιουργία του κόσμου και με μεταφυσικά ερωτηματικά για τη ζωή και το θάνατο. 44 Προσεγγίζοντας τη μορφή του μύθου, ανακύπτουν πρόσθετες διαφοροποιήσεις με το παραμύθι., αφού μπορεί να αποτελεί επίσης ολοκληρωμένη αφήγηση, αλλά στερείται αφηγηματικής αυτονομίας, αποκτώντας σημασία μόνο στο βαθμό που ανταποκρίνεται σε κάποια τελετουργία στο κοινωνικό του περιβάλλον. 45 Επιπλέον είναι, όπως και η παράδοση, απαλλαγμένο από την ανάγκη τυπικής εισαγωγής και επιλόγου. Τέλος ο λειτουργικός του ρόλος απέχει μακρά από τον ψυχαγωγικό χαρακτήρα του παραμυθιού και είναι άμεσα συνδεδεμένος με την ανθρώπινη συμπεριφορά, υπαγορεύοντας ηθική και τελετουργική συμπεριφορά απέναντι στο θεϊκό στοιχείο. 46 Ας επιστρέψουμε όμως στα συγκεκριμένα κείμενα και στον καταστερισμό της Πούλιας και του Αυγερινού, του Γιάννου και της Μάρω, για να αναφερθούμε στην εγγύτητα που έχει αναγνωρισθεί ανάμεσα στο μύθο, το παραμύθι και την παράδοση. Είτε αναγνωρίσουμε το μαγικό παραμύθι ως μυθικό, αιτιολογώντας τη γέννησή του από το μύθο, είτε το αντιμετωπίσουμε ως εξασθενισμένο μύθο, ο συσχετισμός είναι εμφανής. 47 Οι μύθοι για τους αστερισμούς είναι άφθονοι στην αρχαιοελληνική μυθολογία, σε τέτοιο βαθμό 42 Αυδίκος, όπ.π., σσ. 111,120. 43 Καΐλα Ξανθάκου, όπ.π., σ. 59. 44 Αυδίκος, όπ.π., σσ. 116-118. 45 Στο ίδιο, σ. 117. 46 Παπαχριστοφόρου Παραδόσεις, όπ.π., σ. 109. 47 Meletinsky E. M., «Η δομικο-τυπολογική μελέτη του παραμυθιού» στο: Μορφολογία του παραμυθιού. Η διαμάχη του Κλωντ Λεβί-Στρως με τον Β. Γ. Προπ και άλλα κείμενα, μτφρ. Α. Παρίση, εκδ. Ινστιτούτο του βιβλίου Μ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1987, σ. 289. 17

μάλιστα ώστε να θεωρείται έως πρόσφατα, ότι από τους αστρονομικούς μύθους προέκυψαν και όλοι οι υπόλοιποι. Γεγονός είναι ότι η εξάρτηση από τις καιρικές αλλαγές έστρεψε από νωρίς ένα λαό γεωργίας και ναυτιλίας στην παρατήρηση του ουρανού και στην ανακάλυψη μιας κανονικότητας με χαρακτήρα αδιάλειπτα περιοδικό, που απαιτούσε την αιτιολόγησή της. Οι μύθοι των καταστερισμών δίνουν αυτές τις απαραίτητες εξηγήσεις εμφανίζοντας τα άστρα ως αθάνατα πλάσματα που ενώ ζούσαν όπως οι άνθρωποι στη γη, τώρα κινούνται αιώνια στον ουρανό. Έτσι τα ουράνια σώματα παίρνουν συχνά στη μυθολογία τη μορφή του όμορφου παλικαριού και της όμορφης κοπέλας και ο γίγαντας Ωρίωνας, γιος της Γης και περίφημος κυνηγός που καταδίωκε ερωτικά τις Πειάδες, τις επτά αδελφές, συνέχισε να τις κυνηγά στον ουράνιο θόλο ως αστερισμός όταν αυτές μετά από παράκλησή τους μεταμορφώθηκαν σε άστρα από το Δία. 48 Στα κείμενα του παραμυθιού και των παραδόσεων βλέπουμε τις διαδικασίες των μετασχηματισμών του μύθου στα άλλα αφηγηματικά είδη. Τα αστέρια δεν έχασαν τη σημασία τους για την καθημερινή ζωή των ανθρώπων στο ύπαιθρο με αυτά προσδιόριζαν την ώρα τη νύχτα, με την Πούλια να σχετίζεται και με τις γεωργικές και ποιμενικές εργασίες, ενώ χρησίμευε ακόμα και στην πρόγνωση του καιρού. 49 Στους λαϊκούς θρύλους ο μύθος αποβάλλει ότι αφορά την αρχαία θρησκεία, αλλά η λειτουργία παραμένει η ίδια, η παράκληση στο Δία γίνεται προσευχή στο Θεό, οι θεϊκοί πρωταγωνιστές πρόσωπα που ενισχύονται από τη δύναμη της αγάπης, την ατυχία ενός γάμου που χάλασε ή του αδελφικού μίσους. Οι κινήσεις των αστεριών πάντως συνεχίζουν να υπακούουν σε αισθήματα ανθρώπινα, αισθήματα κατανοητά που δικαιολογούν την έλξη ή την απώθηση. Από την άλλη πλευρά το παραμυθιακό μοτίβο του καταστερισμού καταδεικνύει πως το παραμύθι μπορεί να διαχειριστεί το μύθο και να τον εντάξει στην αφήγησή του, πάντα μέσα από διαλεκτικές διαδικασίες μετασχηματισμού, χρήσης και επαναχρησιμοποίησης. Στη διαχείριση αυτή ο κοσμολογικός μύθος εξασθενίζει με μια μετακίνηση σε πιο αδύναμες τοπικές, κοινωνικές ή ηθικές αντιθέσεις, στη μετάβαση από την εξ αίματος οικογένειας και την ενδογαμία στον έγγαμο βίο μέσα στην οικογένεια εξ αγχιστείας, την εξωγαμία. Το βάρος του μυθικού μηνύματος όμως δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμο από το παραμύθι, γεγονός που αποδεικνύεται από την ύπαρξη παραλλαγών που δεν υιοθετούν τη μυθική έκβαση του καταστερισμού με τα αιμομικτικά αδέλφια να γίνονται αστέρια, αλλά ακολουθούν παραμυθιακή έκβαση, ολοκληρώνοντας τη μετάβαση της Πούλιας στη νέα οικογένεια. 50 Αλλά πέρα από διαφορές, ομοιότητες και διαλεκτικές σχέσεις, ο μύθος, το παραμύθι, και η παράδοση, συντρόφεψε τον άνθρωπο για χιλιάδες χρόνια, σε πολιτισμούς που πέρασαν και χάθηκαν ή που ακόμα υπάρχουν. Ήταν εκεί να αποδεικνύουν τη δύναμη της προφορικότητας, όσο ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε 48 Σκιαδάς Α. Καμαρέττα Α., «Τέρατα και θεοί φυσικών δυνάμεων» στο: Ελληνική Μυθολογία, τομ.2, Οι Θεοί, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1986, σσ. 330-331. 49 Αικατερινίδης Γ. Ν., «Απ όλα τ άστρα τ ουρανού, η Πούλια είν το κεφάλι» Επτά Ημέρες Η καθημερινή, 29/12/2002, σ. 6. 50 Μπρούσκου Α., «Ο Αυγερινός και η Πούλια, Ο Γιάννος και η Μαριώ. Από το μύθο στο παραμύθι», Εθνολογία 1, 1993, σσ. 119,134,136. 18

το λόγο, τη μνήμη και τη φαντασία. Τώρα που ο πολιτισμός μας πέρασε από το λόγο στο κείμενο και από αυτό στην εικόνα, τα λόγια των παραμυθάδων φυλακιστήκαν στο χαρτί για να γίνουν αρχείο και αντικείμενο μελέτης. Παραμυθάδες δεν υπάρχουν, όπως δεν υπάρχουν και νυχτέρια, παραμυθάδες πλέον λέμε μόνο τους πολιτικούς. Και όπως έλεγαν παλιά «ας μην τα πολυλογάμε γιατί οι νύχτες είναι μικρές και τα παιδία νυστάζουν». 19