Στρατηγικό σχέδιο για την ανάπτυξη του Αγροδιατροφικού τομέα στην Περιφέρεια Θεσσαλίας ενόψη της περιόδου 2014 2020 Ινστιτούτο Έρευνας και Τεχνολογίας Θεσσαλίας (ΙΕΤΕΘ) Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ) Έργο ΚΡΗΠΙΣ: «Ευφυής Πόλος Εξειδίκευσης και Ανάπτυξης Θεσσαλίας: Έρευνα, Καινοτομία, Στρατηγικές Βόλου, Σεπτέμβριος 2013
Περιεχόμενα Διοικητική Επισκόπηση Executive Summary... 3 1. Εισαγωγή... 3 2. Η Αγροτική Παραγωγή σε Διεθνές Περιβάλλον... 4 3. Η Αγροτική Παραγωγή σε Εθνικό Επίπεδο... 5 3.1. Διάρθρωση Εθνικής Αγροτικής Παραγωγής... 8 4. Αγροτική Παραγωγή στην Περιφέρεια Θεσσαλίας... 11 4.1. Φυσιογνωμία της Περιφέρειας Θεσσαλίας... 11 4.2.Αγροτική Παραγωγή... 15 4.3. Φυτική Παραγωγή... 16 4.4 Ζωική Παραγωγή... 21 4.5. Μεταποίηση... 23 4.6. Αγροτικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις... 26 4.7 Ερευνητικοί Φορείς... 27 4.8. Το καλάθι αγροτικών προϊόντων της Περιφέρειας... 27 5. Ανάλυση SWOT... 29 6. Προκλήσεις και Προοπτικές... 36 7. Το όραμα για την επόμενη περίοδο... 42 7.1 Ο τομέας της πρωτογενούς φυτικής παραγωγής... - 42-7.2 Ο τομέας της πρωτογενούς ζωικής παραγωγής... - 44-7.3 Βελτίωσης της υγείας του πληθυσμού μέσω διατροφικών αλλαγών ή βελτιώσεων στα τρόφιμα... - 45-8. Προτεινόμενες δράσεις Αγροτικής Ανάπτυξης Θεσσαλίας... 52 8.1 Δημιουργία Κέντρου Ελέγχου Καλλιεργειών Υπό Κάλυψη... 52 8.2 Ανάπτυξη ολοκληρωμένου συστήματος παρακολούθησης και διαχείρισης ποσότητας και ποιότητας υδατικών πόρων... 54 8.3 Δημιουργία συνεργατικού σχηματισμού (cluster) στο τομέα της Αγροδιατροφής Agropolis... 55 8.4 Δημιουργία συστήματος κοινής χρήσης γεωργικού εξοπλισμού... 56 8.5 Δημιουργία πρότυπου αγροκτήματος... 56 8.6 Δημιουργία Περιφερειακής Αγοράς και Εκθετήριο... 57 8.7 Δημοπρατήριο αγροτικών προϊόντων... 58 8.8 Πιστοποίηση ποιότητας γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων... 59 8.9 Δημιουργία Αποθηκευτικών χώρων (Logistics Center)... 60 8.10 Τόνωση αστικής γεωργίας Δημοτικά αγροκτήματα... 61 Παράρτημα Ι: Αποτύπωση τεχνολογικών δυνατοτήτων και καινοτομίας των βιομηχανιών τροφίμων της Θεσσαλίας... 62 Παράρτημα ΙΙ: Εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον αγροδιατροφικό τομέα στη Θεσσαλία... 75 Παράρτημα ΙΙΙ: Εφοδιαστική αλυσίδα «Καλλιέργειες υπό κάλυψη»... 88 Παράρτημα ΙV: Εφοδιαστική αλυσίδα «Αιγοπροβατοτροφία, Βοοτροφία, Χοιροτροφία, Πτηνοτροφία»... 91
Διοικητική Επισκόπηση Executive Summary H γεωργία και η αγροτική παραγωγή βρίσκονται στο επίκεντρο της κοινωνίας και της περιφερειακής οικονομίας. Η εξασφάλιση διατροφικής επάρκειας σε προσιτές τιμές στο νέο οικονομικό περιβάλλον της χώρας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την διατήρηση του κοινωνικού και οικονομικού ιστού της χώρας. Οι βασικές προκλήσεις για το μέλλον της ελληνικής γεωργίας περιλαμβάνουν την δραστική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας της. Η αντιμετώπιση των προκλήσεων αυτών απαιτεί την αναδιοργάνωση των παραγωγικών δομών της ελληνικής γεωργίας και τον εκσυγχρονισμό όλων των παραγόντων που εμπλέκονται στην παραγωγή και την εμπορία των γεωργικών προϊόντων. Η Περιφέρεια Θεσσαλίας βρίσκεται στο κέντρο της Ελλάδας και είναι μια κατεξοχήν αγροτική περιοχή, με το Θεσσαλικό κάμπο να αποτελεί την καρδιά της ελληνικής γεωργίας. Σήμερα, ένα μεγάλο τμήμα της αγροτικής παραγωγής (φυτικής και ζωικής) της χώρας μας παράγεται στη Θεσσαλία. Στη Θεσσαλία, παράλληλα με την πρωτογενή παραγωγή, έχει αναπτυχθεί σημαντική οικονομική και βιομηχανική δραστηριότητα η οποία καλύπτει όλο το φάσμα του τομέα της γεωργικής παραγωγής, από την παραγωγή έως και την κατανάλωση (συσκευασία, τυποποίηση, μεταφορά, αποθήκευση, συντήρηση, μεταποίηση, εμπορία). Τα τελευταία χρόνια ο αγροτικός τομέας έχει επηρεαστεί αρνητικά από την Οικονομική κρίση και αυτό οφείλεται στην αστάθεια των αγορών, που οδηγεί σε μειωμένη ζήτηση και κάμψη του εμπορίου καθώς και στο καθεστώς των αγροτικών οικονομικών ενισχύσεων οι οποίες είναι αποδεσμευμένες από την παραγωγή. Σήμερα σ αυτές τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες η Ελληνική γεωργία καλείται να ξεπεράσει τα προβλήματα της και να συμβάλει στην ανάκαμψη της Ελληνικής Οικονομίας. Οι ιδιαίτερες κλιματολογικές και περιβαλλοντικές συνθήκες, η ιστορία της Περιφέρειας και η θέση της στον Εθνικό και Διεθνή χάρτη δημιουργούν πλεονεκτήματα που υπο τις κατάλληλες προϋποθέσεις μπορούν να αναδείξουν την πρωτογενή παραγωγή και τα τρόφιμα τον κοιμώμενο γίγαντα της ελληνικής οικονομίας (Dominique Foray, Smart Specialization Strategy). Στόχος του παρόντος επιχειρησιακού σχεδίου είναι αρχικά η διαμόρφωση μιας πλήρους εικόνας για τον κλάδο των τροφίμων και ποτών σε όλη την αλυσίδα παραγωγής και διακίνησης τους, στην Περιφέρεια Θεσσαλίας. Στη συνέχεια στόχος είναι ο καθορισμός των κρίσιμων για την ανάπτυξη τεχνολογιών και η διαμόρφωση ενός οράματος και του αντίστοιχου στρατηγικού προγράμματος για την ανάπτυξη του τομέα τροφίμων και ποτών στη Θεσσαλία, με προοπτική τουλάχιστον 10ετίας. Το όραμα και το αντίστοιχο στρατηγικό πρόγραμμα, θα πρέπει να είναι φιλόδοξο, παραμένοντας όμως υλοποιήσιμο. Θα πρέπει να είναι διορατικό, αναγνωρίζοντας όσες ευκαιρίες υπάρχουν, αλλά και όσες αναδύονται. Τέλος, αν και ο χρονικός ορίζοντας για τον οποίο μπορεί να διαμορφωθεί ένα τέτοιο πρόγραμμα είναι περιορισμένος, θα πρέπει, βλέποντας ακόμη μακρύτερα, να προβλέψει τη δημιουργία των δομών εκείνων που θα εξασφαλίσουν την απαραίτητη ροή πληροφορίας και τα αντανακλαστικά που απαιτούνται για τη συνεχή ανάπτυξη του αγροτικού τομέα και του τομέα των τροφίμων και ποτών. 1. Εισαγωγή Η Ελλάδα είναι μια παραδοσιακά αγροτική χώρα, έχοντας έναν σημαντικό πρωτογενή τομέα, στον οποίο δραστηριοποιούνται περισσότερες από 800.000 επιχειρήσεις υπό τη μορφή της γεωργικής εκμετάλλευσης. Το γεωργικό προϊόν αποτελεί το 6% του Εθνικού ΑΕΠ, πολύ μεγαλύτερο από το 1,5% του ΑΕΠ της υπόλοιπης Ευρωπαϊκής Ένωσης, (ΕΕ). Η γεωργική απασχόληση αν και μειώθηκε τα τελευταία χρόνια εξακολουθεί να αποτελεί το 17% της
συνολικής απασχόλησης ποσοστό που καταδεικνύει ότι ο τομέας συνεχίζει να παρέχει θέσεις απασχόλησης σε σημαντικό αριθμό ατόμων, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για μία χώρα όπου η ανεργία συνεχίζει να είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα. Τονίζεται ότι το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ είναι μόλις 4,3%. Σημειώνεται, επίσης, πως το 30% των συνολικών εξαγωγών προέρχεται από τον κλάδο τροφίμων και ποτών. Η ελληνική γεωργία διέρχεται μια κρίσιμη φάση, η οποία έχει επηρεασθεί πολύ σοβαρά από το διεθνές και το ευρωπαϊκό περιβάλλον. Σε διεθνές επίπεδο οι συνθήκες της Παγκόσμιας Οργάνωσης Εμπορίου (ΠΟΕ) και στο ευρωπαϊκό η αναμορφωμένη Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) έχουν δημιουργήσει προβλήματα στην ανταγωνιστικότητα των αγροτικών προϊόντων. Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων μας προϋποθέτει βελτίωση των μεθόδων παραγωγής για παραγωγή ασφαλών, υγιεινών, υψηλής ποιότητας προϊόντων, που παράγονται κάτω από συνθήκες προστασίας του περιβάλλοντος. Σήμερα, η ελληνική γεωργία υφίσταται, ως συνέπεια και της γενικότερης οικονομικής κρίσης, τη μείωση της ζήτησης και τον περιορισμό των διαθέσιμων πόρων για τη στήριξη και την ανάπτυξή της. Παράλληλα, υφίσταται εντονότερα τις συνέπειες από την αστάθεια των αγορών, αλλά και τις επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή, που επιτείνει τη συχνότητα και τη σφοδρότητα ακραίων καιρικών συνθηκών, με αποτέλεσμα τον περιορισμό της απόδοσης των καλλιεργειών, την απώλεια παραγωγής και την περαιτέρω πτώση του αγροτικού εισοδήματος. Βρίσκεται συγχρόνως αντιμέτωπη με κρίσιμα ζητήματα που συνδέονται με την ασφάλεια των τροφίμων και με την επάρκειά τους, μια και θεωρείται δεδομένη η αύξηση της ζήτησής τους στο άμεσο μέλλον. Η αργή προσαρμογή σε σύγχρονους τρόπους άσκησης της γεωργίας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην μη ικανοποιητική ενσωμάτωση νέων τεχνικών και τεχνολογιών στην παραγωγική διαδικασία. Το μοντέλο αγροτικής παραγωγής δεν επιτάσσει, πλέον, μεγιστοποίηση της παραγωγής αλλά μεγιστοποίηση του καθαρού κέρδους δηλαδή ορθολογική διαχείριση όλων των εισροών και εκροών του συστήματος. Το μοντέλο της «εντατικής γεωργίας», προσηλωμένης στη μεγιστοποίηση της παραγωγής προϊόντων εφαρμόστηκε από τα μέσα του 20ού αιώνα και αποτέλεσε μορφή αλόγιστης ανάπτυξης με σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην υγεία των ανθρώπων. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε ανεξέλεγκτη κατάχρηση των φυσικών πόρων, έδρασε προσθετικά στη ρύπανση του περιβάλλοντος και δημιούργησε τριγμούς στο ίδιο το παγκόσμιο σύστημα γεωργικής παραγωγής με αποτέλεσμα στις μέρες μας να αμφισβητείται η ίδια η δυνατότητα ύπαρξης γεωργικής παραγωγής στο μέλλον. Ο αγροτικός και κτηνοτροφικός τομέας της χώρας μας χαρακτηρίζεται την τελευταία διετία από μεγάλη μείωση της αγροτικής παραγωγής και οδήγησε σε δραματική συρρίκνωση της εγχώριας παραγωγής αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων. Πρόκειται δηλαδή για ένα γεγονός το οποίο οδηγεί σε πτώση των επενδύσεων, μείωση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της αγροτικής παραγωγής, σημαντική επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου στα αγροτικά προϊόντα αλλά και καθοδική πορεία της απασχόλησης στο συγκεκριμένο κλάδο στις μέρες μας. Καθίσταται, λοιπόν, επιτακτική η ανάγκη συντονισμένης προσπάθειας για τη διαμόρφωση μιας πιο ρεαλιστικής και εφικτής πρότασης στο πλαίσιο ενός νέου μοντέλου ολοκληρωμένης αγροτικής παραγωγής και διασφάλισης ποιότητας αγροτικών προϊόντων, προσανατολισμένου προς την αειφόρο ανάπτυξη και την προστασία του καταναλωτή. Οι τρέχουσες μέθοδοι παραγωγής οι οποίες χαρακτηρίζονται από την άσκηση της «συμβατικής» γεωργίας, που στηρίζεται σε μη ορθολογική διαχείριση των φυσικών πόρων και στην υπερβολική χρήση των εισροών δεν ικανοποιούν τις παραπάνω συνθήκες και δέχονται έντονη κριτική. 2. Η Αγροτική Παραγωγή σε Διεθνές Περιβάλλον
Οι τομείς της γεωργίας και των τροφίμων από κοινού αντιπροσωπεύουν σήμερα 17 εκατομμύρια θέσεις εργασίας (7,6% της συνολικής απασχόλησης) και το 3,5% της συνολικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας στην ΕΕ 27. Η εικόνα στην ΕΕ 27 είναι ότι στην τροφική αλυσίδα αξίας δραστηριοποιούνται συνολικά 16,8 εκ. επιχειρήσεις, στις οποίες απασχολούνται 48,2 εκ. άτομα Η παγκόσμια ζήτηση τροφίμων αναμένεται να αυξηθεί κατά 70% έως το 2050 (FAO). Η δραματική αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης τροφίμων θα συνοδεύεται από απότομη αύξηση της ζήτησης για ζωοτροφές, ίνες, βιομάζα και βιοϋλικά. Αυτό θα προκαλέσει αναπόφευκτα αντίδραση στο σκέλος του εφοδιασμού από τη γεωργία της Ένωσης που αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους προμηθευτές στις παγκόσμιες αγορές γεωργικών προϊόντων. Η γεωργία της Ένωσης αντιπροσωπεύει το 18% των εξαγωγών τροφίμων παγκοσμίως, αξίας 76 δισεκατομμυρίων ευρώ. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, η γεωργία γνώρισε σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας ωστόσο, η τάση αυτή επιβραδύνθηκε στις ανεπτυγμένες χώρες τα τελευταία χρόνια. Αυτά τα κέρδη επιτεύχθηκαν εν μέρει με την άσκηση σοβαρών πιέσεων στους φυσικούς πόρους και το περιβάλλον. Το 45% των ευρωπαϊκών εδαφών αντιμετωπίζουν προβλήματα στο θέμα της ποιότητας του εδάφους, πράγμα που αποδεικνύεται από τα χαμηλά επίπεδα των οργανικών ουσιών, ενώ το ένα τέταρτο σχεδόν πάσχει από μέτρια έως έντονη διάβρωση. Βασικό χαρακτηριστικό της αγοράς τροφίμων είναι η παγκοσμιοποιοποίηση της σε βασικές πρώτες ύλες (commodities) και η περιφερειακή ανάπτυξή της στην διάθεση τελικών προϊόντων, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Ο τομέας εκτίθεται στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, τις αυξανόμενες τιμές πρώτων υλών και τις εντεινόμενες απαιτήσεις για τρόφιμα ασφαλή και ποιοτικά. Οι διεθνείς αυτές τάσεις επηρεάζουν και τον κλάδο στην Ελλάδα. Το μερίδιο της Ευρώπης (ΕΕ) στο παγκόσμιο εμπόριο τροφίμων έχει υποχωρήσει την τελευταία δεκαετία, καθώς αναδεικνύεται μία τάση αύξησης των εξαγωγών των αναπτυσσόμενων οικονομιών συγκριτικά με τις ανεπτυγμένες. Όμως η ΕΕ παραμένει πρώτη στις εξαγωγές τροφίμων με υψηλή προστιθέμενη αξία. Στην ΕΕ ο κλάδος των τροφίμων, συγκρινόμενος με της τομείς της μεταποίησης κατατάσσεται στην πρώτη θέση σε κύκλο εργασιών, απασχόληση και προστιθέμενη αξία. Το έτος 2009 οι πωλήσεις του κλάδου ανήλθαν σε 954 δις και η απασχόληση σε 4,2 εκατ. Εργαζομένους. Ο ευρωπαϊκός κλάδος χαρακτηρίζεται από το μικρό και μεσαίο μέγεθος επιχειρήσεων, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 99,1% του συνόλου των επιχειρήσεων Οι επενδύσεις της ευρωπαϊκής βιομηχανίας τροφίμων και ποτών σε Ε&Α είναι παραδοσιακά χαμηλές, αν συγκριθούν με τα αντίστοιχα μεγέθη άλλων τομέων της ευρωπαϊκής μεταποίησης αλλά ακόμη και της βιομηχανίας τροφίμων & ποτών εκτός της ΕΕ. 3. Η Αγροτική Παραγωγή σε Εθνικό Επίπεδο Η χρησιμοποιούμενη γεωργική γη εκτιμάται το 2009 σε 38,2 εκατ. στρέμματα περίπου, περιλαμβάνοντας 860.000 αγροτικές εκμεταλλεύσεις, με μικρό μέσο μέγεθος (47 στρ.) που υπολείπεται αισθητά του μέσου όρου των αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην ΕΕ 27 (126 στρ.). Στο σύνολό του ο πρωτογενής τομέας απασχολεί κατά το έτος αυτό 537.000 άτομα, μέγεθος που αντιπροσωπεύει το 1 1,9% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της χώρας. Το επίπεδο αυτό είναι σημαντικά υψηλότερο του μέσου όρου στην ΕΕ 27 που ανέρχεται σε 5,1%. Η αξία της παραγωγής του γεωργικού κλάδου, σε τρέχουσες τιμές, εκτιμάται το 2009 σε 10,1 δις ευρώ περίπου, ενώ η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία του, σε βασικές τιμές, βρίσκεται στο χαμηλό επίπεδο των 5,6 δις ευρώ, μέγεθος που αναλογεί στο 5,4% στο σύνολο της
οικονομίας. Ωστόσο το ποσοστό αυτό είναι σημαντικά υψηλότερο του μέσου όρου της ΕΕ 27 (2,5%), αποτελώντας το δεύτερο στη σειρά ποσοστό συμμετοχής μεταξύ όλων των χωρών μελών, αμέσως μετά τη Δανία (5,5%). Η αξία των εισαγόμενων αγροτικών προϊόντων, περιλαμβανομένων των τροφίμων και των ποτών, βρίσκεται σε υψηλό σημείο, καλύπτοντας το 13,6% της συνολικής αξίας των εισαγωγών, με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται αρνητικό ισοζύγιο στο εμπόριο αγροτικών προϊόντων της χώρας, με έλλειμμα το οποίο κατά το 2009 υπερβαίνει το επίπεδο των 2,2 δις ευρώ. Οφείλεται ωστόσο να διευκρινιστεί, για συγκριτικούς λόγους, ότι αρνητικό παραμένει, σύμφωνα με στοιχεία της Επιτροπής, το εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων κατά το έτος αυτό σε 15 χώρες μέλη, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο ( 21,6 δις ), η Γερμανία ( 10 δις ), η Ιταλία ( 4,9 δις ), η Σουηδία ( 4 δις ), η Πορτογαλία ( 2,7 δις ) κ.α. Από την άλλη πλευρά, το μερίδιο των εξαγόμενων αγροτικών προϊόντων, περιλαμβανομένων των τροφίμων και των ποτών, στη συνολική αξία των εξαγωγών της χώρας παραμένει σημαντικό, αντιπροσωπεύοντας ένα εξαιρετικά υψηλό ποσοστό (25%), που αποτελεί την υψηλότερη αναλογία μεταξύ όλων των χωρών μελών της ΕΕ 27. Πίνακας 1.Βασικά μεγέθη αγροτικού τομέα κατά το 2009 Μεγέθη ΕΕ 27 Ελλάδα Χρησιμοποιούμενη γεωργική γη (σε 1000 εκτάρια) 178443 3819 Αριθμός γεωργικών εκμεταλλεύσεων (σε 1000, το 2007) 13700 860 Έκταση ανά εκμετάλλευση (σε εκτάρια, το 2007) 12,6 4,7 Αριθμός απασχολουμένων πρωτογενούς τομέα (σε 1000) 11120 537 Ποσοστό απασχόλησης πρωτογενούς τομέα στο σύνολο (%) 5,1 11,9 Αξία προϊόντος γεωργικού τομέα, σε τρέχουσες τιμές (δις ) 334,274 10,106 Ακαθάριστη Προτιθέμενη Αξία, σε βασικές τιμές (δις ) 129,312 5,653 Ποσοστό γεωργίας στο ΑΕΠ (%) 1,1 2,4 Ποσοστό ΑΠΑ πρωτογενούς τομέα στο σύνολο της οικονομίας 2,5 5,4 (%) Μερίδιο εισαγωγών αγροτικών προϊόντων στο σύνολο (%) 7,7 13,6 Μερίδιο εξαγωγών αγροτικών προϊόντων στο σύνολο (%) 6,8 25,0 Εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων (σε δις ) 1,251 2,291 Ποσοστό δαπάνης νοικοκυριών σε αγροτικά προϊόντα (%, το 16,4 20,2 2008) Πηγή: European Commission, Agriculture in the EU, Statistical and Economic Information, Report 2010, March 2011. Από την αγροτική παραγωγή προέρχονται τα πρωτογενή προϊόντα, από τα οποία ένα μικρό μέρος προορίζεται απευθείας για κατανάλωση, όμως ο κύριος όγκος τους αποτελεί την εισροή στην παραγωγή μεταποιημένων ειδών διατροφής. Τα είδη διατροφής διανέμονται μέσω του χονδρικού εμπορίου στους λιανοπωλητές (σουπερμάρκετ, εξειδικευμένους λιανοπωλητές τροφίμων, υπαίθριες αγορές κ.λπ.) και στους παρόχους υπηρεσιών τροφίμων (εστιατόρια, καφετέριες κ.λπ.), από τους οποίους οι τελικοί καταναλωτές προμηθεύονται την πλειονότητα των τροφίμων και ποτών που καταναλώνουν. Μεγάλη σημασία σε όλη την τροφική αλυσίδα αξίας έχει η διασφάλιση υψηλής ποιότητας ανεξαρτήτως προέλευσης1. Πάνω από 1 εκ. επιχειρήσεις / εκμεταλλεύσεις εμπλέκονται στην αλυσίδα αξίας ειδών διατροφής στην Ελλάδα, στις οποίες απασχολούνται πάνω από 2 εκ. άτομα και από τις οποίες δημιουργείται συνολικά ιδιαίτερα υψηλή προστιθέμενη αξία. 1 Eurostat (2011) «From farm to fork», Statistics in Focus, 27/2011. Eurostat «Food: from farm to fork statistics», Edition 2011, Eurostat Pocketbooks.
Πίνακας 2. Βασικά οικονομικά μεγέθη των εμπλεκόμενων κλάδων στην αλυσίδα αξίας τροφίμων και ποτών, Ελλάδα Εμπλεκόμενοι κλάδοι Αριθμός επιχειρήσεων/ εκμεταλλεύσεω ν Αριθμός απασχολουμέν ων Προστιθ έμενη Αξία (σε εκ. ) Γεωργία 860.150 1.508.180 5.563 Μεταποίηση τροφίμων και 16.695 91.847 4.410 ποτών (1) Εμπορικοί αντιπρόσωποι που 1.395 4.446 101 μεσολαβούν στην πώληση τροφίμων, ποτών και καπνού Χονδρικό εμπόριο τροφίμων, 14.699 77.910 2.346 ποτών και καπνού Λιανικό εμπόριο τροφίμων, 27.312 104.348 1.975 ποτών και καπνού σε μη ειδικευμένα καταστήματα Λιανικό εμπόριο τροφίμων, 29.760 73.698 1.009 ποτών και καπνού σε ειδικευμένα καταστήματα Εστιατόρια, μπαρ, καντίνες και 84.809 226.841 1.899 τροφοδοσία με τρόφιμα Σύνολο (2) 1.034.820 2.087.270 17.303 Πηγή: Eurostat (Survey on the structure of agricultural holdings, Economic accounts for agriculture, SBS). Επεξεργασία στοιχείων ΙΟΒΕ για Ετήσια Έκθεση Τροφίμων, 2011 Μεταποίηση: κωδικοί 10, 11 (Nace rev 2). Εμπόριο και υπηρεσίες: κωδικοί 511.7, 513, 521.1, 522, 553 555 (Nace rev 1.1). Σημείωση: στο λιανικό εμπόριο δεν περιλαμβάνονται οι υπαίθριες αγορές. (1) 2009 (2) Άθροισμα των διαθέσιμων στοιχείων. 1 Στοιχεία 2007 Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, το υψηλότερο μερίδιο των εκμεταλλεύσεων / επιχειρήσεων (83,1%) κατανέμεται στην αγροτική παραγωγή, στην οποία απασχολείται και ο μεγαλύτερος αριθμός εργαζομένων (72,3%), με ανάλογη σχεδόν εικόνα και στην ΕΕ 27. Ωστόσο, η κατανομή της προστιθέμενης αξίας διαφοροποιείται σε σχέση με εκείνη της απασχόλησης και του αριθμού των επιχειρήσεων / εκμεταλλεύσεων. Ειδικότερα, στη μεταποίηση, ενώ δραστηριοποιείται μόλις το 1,6% των επιχειρήσεων που εμπλέκονται στην αλυσίδα αξίας, δημιουργείται το ¼ της συνολικής προστιθέμενης αξίας. Σημαντική είναι και η συμμετοχή του εμπορίου (χονδρικού και λιανικού) στην τροφική αλυσίδα αξίας, στο οποίο δραστηριοποιείται συνολικά το 7,1% των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, απασχολώντας το 12,5% των εργαζομένων του τομέα, ενώ η προστιθέμενη αξία που δημιουργείται από αυτό αγγίζει το 31,4%. Τέλος, το τμήμα της αλυσίδας αξίας που αντιστοιχεί στις υπηρεσίες δημιουργεί το 11% της προστιθέμενης αξίας. Σημειώνεται ότι, οι αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες, η αύξηση της συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων εκτός σπιτιού και διανομής κατ οίκον είχαν ενισχύσει τα τελευταία χρόνια τις υπηρεσίες εστίασης, ωστόσο η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος και οι πρόσφατες φορολογικές επιβαρύνσεις περιόρισαν τις προτιμήσεις των καταναλωτών γι αυτές τις υπηρεσίες. Το ποσοστό των απασχολουμένων στον πρωτογενή τομέα ανέρχεται το 2012 στο 13% των απασχολουμένων σε όλους τους τομείς της οικονομίας έναντι 15,3% που ήταν το 2003
0% 10% 20% 30% 40% 50% 60% 70% 80% 90% 100% Αριθμός εκμεταλλεύσεων/επιχειρήσεω ν Αριθμός απασχολουμένω ν Προστιθέμενη Αξία Γεωργία Μεταποίηση Τ-Π (1) Χονδρικό εμπόριο Τ-Π (2) Λιανικό εμπόριο Τ-Π (2) Υπηρεσίες Τ-Π Σχήμα 1. Δομή της αλυσίδας αξίας των τροφίμων ποτών σε επιλεγμένα μεγέθη, Ελλάδα Πηγή: Eurostat (Survey on the structure of agricultural holdings, Economic accounts for agriculture, SBS). Επεξεργασία στοιχείων: ΙΟΒΕ (1) 2009 (2) Περιλαμβάνεται και ο καπνός Σημείωση: στο λιανικό εμπόριο δεν περιλαμβάνονται οι υπαίθριες αγορές. 0% 10% 20% 30% 40% 50% 60% 70% 80% 90% 100% Αριθμός εκμεταλλεύσεω ν/επιχειρήσεω ν Αριθμός απασχολουμένω ν Προστιθέμενη Αξία Γεωργία (1) Μεταποίηση Τ-Π (2) Χονδρικό εμπόριο Τ-Π (3) Λιανικό εμπόριο Τ-Π (3) Υπηρεσίες Τ-Π Σχήμα 2. Δομή της αλυσίδας αξίας των τροφίμων ποτών σε επιλεγμένα μεγέθη, EE 27 Πηγή: Eurostat (Survey on the structure of agricultural holdings, Economic accounts for agriculture, SBS). Επεξεργασία 3.1. Διάρθρωση Εθνικής Αγροτικής Παραγωγής Τα σιτηρά αποτελούν τη σημαντικότερη καλλιέργεια της χώρας, καλύπτοντας κατά το 2009 το 30% περίπου της χρησιμοποιούμενης γεωργικής γης. Η παραγωγή σκληρού σίτου ανήλθε στο επίπεδο του 1,38 εκατ. τόνων, ενώ αυξητική τάση με μικρές αποκλίσεις καταγράφεται στη διάρκεια της τετραετίας 2006 2009 στην παραγωγή μαλακού σίτου. Με σημαντικές διακυμάνσεις εξελίχθηκε η παραγωγή αραβόσιτου, ενώ στο ρύζι η παραγωγή κινήθηκε
ανοδικά, πλησιάζοντας το 2009 το επίπεδο των 208.000 τόνων, καταγράφοντας αυξητικό ρυθμό κατά το 2010 (240.000 τόνοι). Στον αραβόσιτο, μετά την κάμψη ( 4%) του 2010, η παραγωγή κατά την τρέχουσα περίοδο προβλέπεται να κινηθεί ανοδικά, πλησιάζοντας το επίπεδο του 1,9 εκατ. τόνων περίπου. Στο κριθάρι, αναμένεται για τρίτο συνεχόμενο έτος αισθητή πτώση της παραγωγής, η οποία προβλέπεται να ανέλθει στο ύψος των 237.000 τόνων, ενώ η παραγωγή βρώμης προβλέπεται να ανέλθει στο επίπεδο των 158.000 τόνων περίπου. Συνολικά, πάντως η παραγωγή σιτηρών από το επίπεδο των 3,673 εκατ. τόνων του 2010 προβλέπεται να σημειώσει κατά το 2011 οριακή άνοδο (3,722 εκατ. τόνοι). Οι άλλες αροτραίες καλλιέργειες, που κυρίως περιλαμβάνουν το βαμβάκι, τον καπνό, τα ζαχαρότευτλα και τη βιομηχανική τομάτα, αποτελούν ένα σημαντικό μέρος των καλλιεργούμενων εκτάσεων της χώρας αν και παρουσιάζουν πτωτικές τάσεις κατά την τελευταία πενταετία. Η καλλιέργεια βάμβακος, εκτιμάται ότι περιορίστηκε κατά 18% και πλέον, από τα 3,4 εκατ. στρέμματα της περιόδου 2007/2008 στο επίπεδο των 2,8 εκατ. στρεμμάτων κατά την περίοδο 2008/2009, με συνέπεια τη σημαντική πτώση της παραγωγής σύσπορου προϊόντος. Η παραγωγή καπνού προβλέπεται να σημειώσει μικρή κάμψη κατά το 2011, αλλά ιδιαίτερα έντονη προβλέπεται η πτώση της παραγωγής ζαχαρότευτλων, η οποία, όπως αναμένεται, δεν θα υπερβεί το επίπεδο των 350.000 τόνων, έναντι παραγωγής 761.000 τόνων κατά το 2010. Η αρνητική αυτή εξέλιξη, παρά τη διατήρηση των τιμών της ζάχαρης στην παγκόσμια αγορά σε σταθερά υψηλά επίπεδα, από την αρχή της περιόδου 2010/2011 μέχρι και πρόσφατα, συνδέεται με τη σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής και κυρίως, με την αβεβαιότητα που επικρατεί μεταξύ των τευτλοπαραγωγών σε σχέση με την εξέλιξη των διαδικασιών πώλησης του πλειοψηφικού πακέτου μετοχών που διαθέτει η ΑΤΕ στην Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης και τη συνέχιση της λειτουργίας των εργοστασίων της. Μείωση κατά 14% παρουσίασαν οι εκτάσεις που καλλιεργήθηκαν με βιομηχανική τομάτα το 2010 σε σχέση με το 2009, ενώ περιορίστηκε και ο αριθμός των παραγωγών που ασχολήθηκαν με την καλλιέργεια του προϊόντος. Η παραγωγή μειώθηκε κατά 23% περίπου ανερχόμενη το 2010 σε 620.000 τόνους, ενώ νέα κάμψη αναμένεται και κατά το 2011, με την παραγωγή να προβλέπεται να κυμανθεί στο επίπεδο των 600.000 τόνων περίπου. Η ελαιοκαλλιέργεια παραμένει μια από τις σημαντικότερες αγροτικές δραστηριότητες της χώρας, καλύπτοντας το 2009 έκταση της τάξεως των 8,4 εκατ. στρεμμάτων περίπου, που αντιστοιχεί στο 22% της χρησιμοποιούμενης γεωργικής γης. Το μεγαλύτερο μέρος των καλλιεργούμενων ελαιώνων προορίζεται για την παραγωγή ελαιόλαδου. Την περίοδο 2007/2008 η παραγωγή ελαιόλαδου περιορίστηκε στους 210.000 τόνους περίπου, ανακάμπτοντας την επόμενη στο επίπεδο των 235.000 τόνων. Το 2010 η παραγωγή ελαιόλαδου κυμάνθηκε σε χαμηλότερο επίπεδο, ενώ αναμένεται και νέα κάμψη της παραγωγής κατά το 2011, με ποσότητα που δεν προβλέπεται να υπερβεί το επίπεδο των 210.000 τόνων. Χωρίς σημαντικές αποκλίσεις εξελίχθηκε η παραγωγή της βρώσιμης ελιάς, κυμαινόμενη το 2010 στο επίπεδο των 107.000 τόνων, ενώ δεν φαίνεται να υπάρξει μεταβολή κατά το 2011, με την παραγωγή να αναμένεται να κινηθεί στο επίπεδο των 110.000 τόνων περίπου. Η καλλιέργεια οινάμπελων αποτελεί ιδιαίτερα σημαντικό κλάδο της αγροτικής παραγωγής, καταλαμβάνοντας την περίοδο 2009/2010 έκταση της τάξεως των 690.000 στρεμμάτων περίπου, με οινοποιήσιμες ποικιλίες, εκ των οποίων, εκτός της Κρήτης και της Εύβοιας, περίπου 100.000 στρέμματα καλλιεργούνται στις νησιωτικές περιοχές της χώρας. Στο διάστημα της πενταετίας 2006 2010 η παραγωγή επιτραπέζιων οίνων σημειώνει πτωτική πορεία, ιδιαίτερα έντονη από το 2008 και έπειτα. Το 2009, σύμφωνα με στοιχεία της Κεντρικής Συνεταιριστικής Ένωσης Αμπελοοινικών Προϊόντων, η πτώση της παραγωγής επιτραπέζιων οίνων ήταν ιδιαίτερα έντονη ( 13%), φθάνοντας τους 336.000 τόνους, ενώ και νέα κάμψη της παραγωγής ( 7,9%) καταγράφεται κατά το 2010. Κρίση ωστόσο αναμένεται να αντιμετωπίσει ο κλάδος κατά το 2011, με κάμψη της παραγωγής εξαιτίας της εκτεταμένης προσβολής των
αμπελώνων από περονόσπορο, με αποτέλεσμα να αναμένεται μεγάλη μείωσή της, κατά 20% περίπου. Η έκταση και η παραγωγή εσπεριδοειδών σημειώνουν κάμψη στο διάστημα της πενταετίας 20062010. Τα πορτοκάλια καλύπτουν, κατά μέσο όρο, το 85% περίπου της συνολικής παραγωγής εσπεριδοειδών και η παραγωγή τους περιορίστηκε σημαντικά κατά το 2009 ( 21%), για να ανέλθει το 2010 στους 700.000 τόνους περίπου. Την περίοδο 2011/2012 αναμένεται αισθητή κάμψη της παραγωγής, η οποία δεν προβλέπεται να υπερβεί την ποσότητα των 620.000 τόνων. Η παραγωγή λεμονιών καταγράφει έντονα πτωτική πορεία εξαιτίας των εκτεταμένων καταστροφών από παγετό που προκλήθηκαν στην καλλιέργεια, κυρίως κατά το 2004, αλλά και το 2008, με αποτέλεσμα την απώλεια του 50% και πλέον της παραγωγής, που κινήθηκε με πτωτικούς ρυθμούς τόσο κατά το 2009, όσο και κατά και το 2010. Το 2011 αναμένεται ανάκαμψη της παραγωγής που προβλέπεται να κυμανθεί στο επίπεδο των 45.000 τόνων περίπου. Πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι η καλλιέργεια λεμονιών, μετά τις σημαντικές καταστροφές που υπέστη δεν έχει υποστηριχθεί, με αποτέλεσμα να παρουσιάζονται τάσεις εγκατάλειψής της από τους παραγωγούς σε ορισμένες σημαντικές παραγωγικές περιοχές της χώρας, όπως η Αχαΐα. Η καλλιέργεια οπωρώνων για την παραγωγή νωπών φρούτων συνεχίζει να αποτελεί σημαντική αγροτική δραστηριότητα, παρά την κάμψη που σημειώνεται κατά το διάστημα 2006 2010. Σύμφωνα με ορισμένες στατιστικές αναφορές η έκταση των οπωρώνων υπολογίζεται, κατά το 2006, στο ύψος των 770.000 στρεμμάτων περίπου, καλυπτόμενη κυρίως από ροδακινιές (56%), μηλιές (17%), κερασιές (12%), βερικοκιές (7,5%), αχλαδιές (5,7%) και άλλα είδη, με συνολική παραγωγή φρούτων που ανέρχονταν στο επίπεδο του 1,27 εκατ. τόνων περίπου. Σύμφωνα ωστόσο με ορισμένες εκτιμήσεις οι καλλιεργούμενες εκτάσεις των οπωρώνων έχουν περιοριστεί κατά 15% περίπου στο διάστημα 2006 2010, αλλά αισθητή ανάπτυξη της καλλιέργειας παρατηρείται σε ορισμένα είδη, όπως τα ρόδια και τα ακτινίδια. Το 2010 πάντως η παραγωγή ροδάκινων εκτιμάται στο ύψος των 610.000 τόνων, καλυπτόμενη κυρίως από τα συμπύρηνα (400.000 τόνοι) και δευτερευόντως από τα επιτραπέζια (210.000 τόνοι). Κατά την τρέχουσα περίοδο προβλέπεται εκ νέου κάμψη της παραγωγής συμπύρηνων και αύξηση της παραγωγής επιτραπέζιων, με αποτέλεσμα η συνολική παραγωγή να αναμένεται να κυμανθεί στο επίπεδο των 580.000 τόνων περίπου. Η παραγωγή μήλων τα τελευταία έτη παραμένει σταθερή, κυμαινόμενη στο επίπεδο των 240.000 τόνων περίπου, ενώ σταθερή διατηρείται και η παραγωγή βερίκοκων με ποσότητες που εκτιμώνται στους 77.000 τόνους περίπου. Η παραγωγή αχλαδιών μετά τη σημαντική κάμψη της κατά το 2009 εκτιμάται ότι ανήλθε το 2010 στο επίπεδο των 63.000 τόνων περίπου, αλλά το 2011 δεν προβλέπεται να υπερβεί τους 50.000 τόνους. Με θετικούς ρυθμούς όμως εξελίχθηκε η παραγωγή ακτινιδίων στο διάστημα της αναφερόμενης πενταετίας, πλησιάζοντας το 2010 το επίπεδο των 90.000 τόνων περίπου, ενώ άνοδος της παραγωγής προβλέπεται και κατά το 2011. Σημαντική πτώση της ζήτησης και της παραγωγής αναμένεται κατά την τρέχουσα περίοδο στην καλλιέργεια καρπουζιών και πεπονιών, ενώ κρίση φαίνεται ότι θα αντιμετωπίσει η παραγωγή νωπής τομάτας, αλλά και ορισμένων άλλων κηπευτικών, τόσο στις υπαίθριες όσο και στις θερμοκηπιακές καλλιέργειες, από τον περιορισμό της ζήτησης που επηρεάστηκε αρνητικά εξαιτίας και των επιφυλάξεων που δημιούργησε στην κατανάλωση το ενδεχόμενο επιπτώσεων στην υγεία από το βακτήριο e coli. Η ζωική παραγωγή διατηρείται, σε γενικές γραμμές, σταθερή κατά το διάστημα των τελευταίων ετών παρά τα σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η κτηνοτροφία, συνδεόμενα κυρίως με την κατακόρυφη αύξηση του κόστους των εισροών και τη μείωση, ή τη στασιμότητα των τιμών διάθεσης των προϊόντων στην αγορά. Ειδικότερα, στην αιγοπροβατοτροφία, η οποία αποτελεί παραδοσιακά δυναμικό κλάδο της κτηνοτροφίας, δεν διαπιστώνονται σημαντικές μεταβολές ως προς το ζωικό κεφάλαιο (12,8 εκατ. αιγοπρόβατα το 2010), παρά το γεγονός ότι ο αριθμός των παραγωγών μειώνεται από το
2007 και έπειτα (από 103.146 παραγωγοί το 2007 σε 93.693 το 2010). Ως προς τα σημαντικότερα παραγόμενα προϊόντα, φαίνεται ότι η παραγωγή γάλακτος και φέτας κινείται με σταθερό ρυθμό, χωρίς σημαντικές αποκλίσεις, ενώ η παραγωγή κρέατος εμφανίζει μικρή τάση μείωσης. Τα στοιχεία για τη βοοτροφία καταγράφουν αισθητή μείωση του αριθμού των βοοτρόφων, ενώ η παραγωγή κρέατος, παρουσιάζει μικρές διακυμάνσεις από έτος σε έτος, χωρίς ιδιαίτερα σημαντική μεταβολή του μεγέθους. Το 2010 η παραγωγή βόειου κρέατος εκτιμάται στους 61.000 τόνους περίπου, ενώ το 2011 αναμένεται να διαμορφωθεί στους 59.000 τόνους. Η παραγωγή αγελαδινού γάλακτος κατά την πενταετία 2006 2010 εμφανίζεται μειωμένη με μικρό, σταθερά, ρυθμό, εκτιμώμενη το 2010 στους 672.000 τόνους, ενώ το 2011 προβλέπεται ότι θα κυμανθεί στο επίπεδο των 665.000 τόνων περίπου. Ο κλάδος της πτηνοτροφίας αποτελεί ένα από τους πλέον σύγχρονους τομείς δραστηριότητας της κτηνοτροφίας με αναπτυγμένη καθετοποίηση της παραγωγής. Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων οι συστηματικές πτηνοτροφικές μονάδες ανέρχονται σε 1972 ενώ εκτιμάται ότι λειτουργούν περί τις 27 πτηνοτροφικές επιχειρήσεις κρεοπαραγωγής (πτηνοσφαγεία). Το κρέας κοτόπουλων καλύπτει με διαφορά το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής εγχώριας παραγωγής κρέατος πουλερικών, η οποία ωστόσο δεν παρουσίασε σημαντικές αποκλίσεις κατά την αναφερόμενη πενταετία, ανερχόμενη το 2010 σε 187.000 τόνους. Η παραγωγή αυγών κατά την πενταετία 2006 2010 κυμάνθηκε από 100.000 έως 116.000 τόνους περίπου, παρουσιάζοντας μείωση το 2010 της τάξεως του 11% σε σύγκριση με το 2006. Η μελισσοκομία παραμένει σημαντικός κλάδος της πρωτογενούς παραγωγής παρέχοντας δυνατότητες επαγγελματικής απασχόλησης σε ένα αριθμό μελισσοκόμων που διατηρείται σταθερός (19.000 περίπου), όπως φαίνεται στα στοιχεία του προηγούμενου πίνακα, ενώ δεν διαπιστώνονται σημαντικές μεταβολές και στον αριθμό των μελισσοσμηνών (1.500.000 περίπου). Η αλιευτική παραγωγή στο διάστημα της τετραετίας 2006 2009, σύμφωνα με τα στοιχεία του πίνακα που ακολουθεί, κινήθηκε στη συλλεκτική αλιεία με πτωτικό ρυθμό ( 15,7%) ενώ στις υδατοκαλλιέργειες, μετά από τη στασιμότητα της τριετίας 2006 2008, η παραγωγή παρουσίασε το 2009 αισθητή άνοδο (7,9%). Η πτώση της παραγωγής στη συλλεκτική αλιεία, που όπως είναι γνωστό περιλαμβάνει τα θαλάσσια αλιεύματα, αλλά και εκείνα των εσωτερικών υδάτων, συνδέεται, κυρίως, με τον περιορισμό των αλιευτικών σκαφών, ο αριθμός των οποίων κατά τη διάρκεια της πενταετίας 2005 2009 μειώθηκε, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, κατά 5,5% περίπου (από 18.269 αλιευτικά σκάφη το 2005 σε 17.270 το 2009). 4. Αγροτική Παραγωγή στην Περιφέρεια Θεσσαλίας 4.1. Φυσιογνωμία της Περιφέρειας Θεσσαλίας Η Περιφέρεια Θεσσαλίας καταλαμβάνει το κεντρικό ανατολικό τμήμα του ηπειρωτικού κορμού της Ελλάδος. Αποτελείται από τους Νομούς Καρδίτσας, Λαρίσης, Μαγνησίας και Τρικάλων. Η Περιφέρεια Θεσσαλίας έχει έκταση 14.037 Κm2 (50% ορεινήημιορεινή & 50% πεδινή) με πληθυσμό 730.730 κατοίκους, και πυκνότητα 52,06 κάτοικοι ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Συνορεύει προς Βορρά με τις Περιφέρειες Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας, προς Νότο με την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδος, Δυτικά με την Περιφέρεια Ηπείρου, ενώ Ανατολικά βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος. Διαθέτει μεγάλη ακτογραμμή με συνολικό μήκος 400 περίπου χιλιόμετρα (60 χιλ. Περιφερειακή Ενότητα Λάρισας και 340 χιλ Περιφερειακή Ενότητα Μαγνησίας και Σποράδων). Η Περιφέρεια έχει έναν από τους μεγαλύτερους ποταμούς της Ελλάδας τον Πηνειό και αρκετούς παραποτάμους. Στο χώρο της έχουν δημιουργηθεί τρείς μεγάλες
τεχνητές λίμνες ( Ν. Πλαστήρα με επαγγελματική και ερασιτεχνική αλιευτική δραστηριότητα) και Σμοκόβου, Κάρλας οι οποίες δεν έχουν ακόμη αναπτυχθεί αλιευτικά). Το 36,0% του εδάφους είναι πεδινό, το 17,1% ημιορεινό, ενώ το 44,9% είναι ορεινό. Η εδαφική της διαμόρφωση είναι τέτοια ώστε ψηλά βουνά περιβάλλουν το Θεσσαλικό κάμπο, ο οποίος αποτελεί τη μεγαλύτερη πεδιάδα της χώρας που διαρρέεται δυτικά προς τα ανατολικά από τον ποταμό Πηνειό που είναι το τρίτο μεγαλύτερο ποτάμι της χώρας. Τα βουνά αυτά είναι ο Όλυμπος, το νότιο τμήμα της οροσειράς της Πίνδου, ο Ιταμός, το Πήλιο και η Όθρυς. Ιδιαίτερης σημασίας είναι η τεχνητή λίμνη του Ταυρωπού, η οποία δημιουργήθηκε ύστερα από απόφραξη της κοίτης του Ταυρωπού, παραπόταμου του Αχελώου. Το εργατικό δυναμικό του Θεσσαλίας ανέρχεται σε 299,3 χιλ. άτομα ενώ οι απασχολούμενοι είναι 273,9 χιλ. (1997). Η διαχρονική εξέλιξη του ενεργού πληθυσμού και της απασχόλησης τα τελευταία χρόνια (1993 97) παρουσιάζεται αύξουσα. Το 38,7% των απασχολουμένων εργάζεται στον πρωτογενή τομέα, το 17,4% στον δευτερογενή τομέα και το 43,9% στον τριτογενή τομέα, ενώ τα αντίστοιχα εθνικά ποσοστά είναι 19,8%, 22,5% και 57,7% (1997). Κατά την περίοδο 1993 1997 φαίνεται μια σαφής τάση ενίσχυσης του τριτογενή τομέα και μείωσης του δευτερογενή, ενώ ο πρωτογενής τομέας παραμένει στο ίδιο επίπεδο. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε επίπεδο περιφερειών η Θεσσαλία είναι δεύτερη με ποσοστό 13% μετά την Κεντρική Μακεδονία με 20,8% στη συμμετοχή του πρωτογενή τομέα στη διαμόρφωση του ΑΕΠ της χώρας. Πίνακας 3. Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία του πρωτογενούς τομέα ανά Περιφέρεια (σε εκατ., τρέχουσες τιμές) 2008 2009 Μεταβολ ή Περιφέρειες 2009/20 08 ΑΠΑ Ποσοσ ΑΠ Ποσο Ποσοστό τό Α στό (%) (%) (%) Κεντρική Μακεδονία 1.365 20,8 1.3 20,8 0,9 77 Θεσσαλία 846 12,9 858 13,0 1,4 Δυτική Ελλάδα 762 11,6 770 11,6 1,0 Στερεά Ελλάδα 635 9,7 637 9,6 0,3 Πελοπόννησος 627 9,5 628 9,5 0,1 Κρήτη 626 9,5 632 9,5 0,9 Ανατ. Μακεδονία & 501 7,6 504 7,6 0,6 Θράκη Αττική 301 4,6 300 4,5 0,3 Ήπειρος 271 4,1 271 4,1 0,0 Δυτική Μακεδονία 254 3,9 256 3.9 0,8 Νότιο Αιγαίο 161 2,4 162 2,4 0,6 Βόρειο Αιγαίο 126 1,9 126 1,9 0,0 Ιόνια Νησιά 99 1,5 99 1,5 0,0 Σύνολο χώρας 6.57 3,1 6.6 3,1 0,7 4 20 Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ, Περιφερειακοί Λογαριασμοί, 31.3.2011
Στον παρακάτω πίνακα αναγράφεται η συμμετοχή του αγροτικού τομέα της Περιφέρειας Θεσσαλίας στο ΑΕΠ της χώρας. Πίνακας 4. Συμμετοχή του αγροτικού τομέα στο ΑΕΠ της Χώρας Γεωγραφική Ενότητα Πρωτογενής τομέας ποσοστό συμμετοχής στο ΑΕΠ της χώρας Ελλάδα 100,0 Θεσσαλία 13,7 ΠΕ Καρδίτσας 2,6 ΠΕ Λάρισας 7,6 ΠΕ Μαγνησίας 1,8 ΠΕ Τρικάλων 1,7 Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ 2009 2010 Η σημασία του αγροδιατροφικού τομέα για την Περιφέρεια Θεσσαλίας παρουσιάζεται και στα επόμενα δύο διαγράμματα τα δείχνουν ότι όπως θα περίμενε κανείς η Θεσσαλία παρουσιάζει σημαντική και διαχρονική οικονομική εξειδίκευση στον πρωτογενή τομέα, τόσο όσον αφορά την Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία όσο και την Απασχόληση. Στο πρώτο διάγραμμα παρουσιάζεται η Περιφερειακή Εξειδίκευση Θεσσαλίας ως προς την Απασχόληση ανά κλάδο σε σχέση με την Ελλάδα κατά τα έτη 2008 και 2012 και στο επόμενο η Περιφερειακή Εξειδίκευση Θεσσαλίας ως προς την Απασχόληση ανά κλάδο. Και για τα δύο διαγράμματα τιμές μεγαλύτερες από 0.2 δηλώνουν ισχυρή εξειδίκευση όπως συμβαίνει για τον αγροδιατροφικό τομέα στην Περιφέρεια Θεσσαλίας. Σχήμα 3. Περιφερειακή Εξειδίκευση Θεσσαλίας ως προς την Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία σε σχέση με την Ελλάδα κατά τα έτη 2008 και 2012 (δεδομένα ΕΛΣΤΑΤ).
Σχήμα 4. Περιφερειακή Εξειδίκευση Θεσσαλίας ως προς την Απασχόληση ανά κλάδο σε σχέση με την Ελλάδα κατά τα έτη 2008 και 2012 (δεδομένα ΕΛΣΤΑΤ)
4.2.Αγροτική Παραγωγή Η καλλιεργήσιμη έκτασή της ανέρχεται σε 4.999.353 στρ ( 2.408.271στρ στην ΠΕ Λάρισας, 1.099.601 στην ΠΕ Καρδίτσας, 884.112στρ. στην ΠΕ Μαγνησίας και 607.369 στην ΠΕ Τρικάλων). Σε σύνολο είναι το 12,68% καλλιεργήσιμης έκτασης της χώρας. Πίνακας 5. Καλλιεργήσιμη έκταση Γεωγραφική Ενότητα Καλλιεργήσιμη Έκταση (στρ.) Ελλάδα 39.427.074 Θεσσαλία 4.999.353 ΠΕ Καρδίτσας 1.099.601 ΠΕ Λάρισας 2.408.271 ΠΕ Μαγνησίας 884.112 ΠΕ Τρικάλων 607.369 Στον παραπάνω χάρτη, παρουσιάζονται οι χρήσεις γης της Περιφέρειας Θεσσαλίας, όπου χαρακτηρίζεται κυρίως από δασικές και αγροτικές περιοχές. Σχήμα 5. Περιφέρεια Θεσσαλίας Ο αγροτικός τομέας είναι βασικός τροφοδότης σε μια σειρά προϊόντων και υπηρεσιών ιδιαίτερης σημασίας για τη βιομηχανία τροφίμων & ποτών, αποτελεί κινητήριο μοχλό στη μεταποίηση και συνεισφέρει με τα προϊόντα του στο εξωτερικό εμπορικό ισοζύγιο της χώρας. Σημαντική είναι και η απασχόληση στον αγροτικό τομέα μεταξύ όλων των κλάδων οικονομικής δραστηριότητας. Το 22,9% των κατοίκων απασχολείται στη γεωργία, κτηνοτροφία, δασοκομία και αλιεία. Ο πρωτογενής τομέας εξακολουθεί να είναι σημαντικός για τις οικονομικές εξελίξεις στην Περιφέρεια, αλλά και σε κάθε Νομό ξεχωριστά, τόσο από άποψη συμμετοχής στο ΑΕΠ και την απασχόληση, όσο και επειδή παρέχει πρώτες ύλες σε σημαντικό μέρος της μεταποίησης. Στα συγκριτικά πλεονεκτήματα συγκαταλέγονται ο Θεσσαλικός κάμπος
(μεγαλύτερη πεδιάδα της χώρας) και η προσαρμοστικότητα των παραγωγών στις νέες εξελίξεις της τεχνολογίας και της αγοράς. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη γεωργία, που συνεισφέρει κατά 66% στο εισόδημα της Περιφέρειας από τον πρωτογενή τομέα, υπήρξαν κατά τα τελευταία 10 15 χρόνια σημαντικές μεταβολές τόσο στον όγκο της παραγωγής, όσο και στη διάρθρωση των καλλιεργειών (με πρώτα τα προϊόντα από άποψη αύξησης το σκληρό σιτάρι και το βαμβάκι). Ο τύπος της αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών που συνέβη επέτρεψε την άμεση μεγιστοποίηση του γεωργικού εισοδήματος, αλλά όχι και την προσαρμογή στις μέσο και μακροπρόθεσμες προοπτικές της ισορροπίας προσφοράς και ζήτησης. Η κτηνοτροφία παρουσιάζει επίσης αναπτυξιακές τάσεις, που εκφράστηκαν με την αύξηση της ζωικής παραγωγής και του ζωικού κεφαλαίου χοίρων και βοοειδών κατά την προηγούμενη δεκαετία, αλλά έχει μεγάλα περιθώρια βελτίωσης, κυρίως στον τομέα της αιγοπροβατοτροφίας. Η δασοπονία έχει σημαντικά περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξης. Το ότι οι περιοχές στις οποίες υπάρχουν δάση συμπίπτουν κυρίως με τις προβληματικές ζώνες της Περιφέρειας, είναι ένας από τους παράγοντες της μη επαρκούς ανάπτυξης του τομέα (κυρίως λόγω ελλείψεων σε υποδομές), αλλά ταυτόχρονα επιτρέπουν τη χρησιμοποίησή του στο πλαίσιο προσπαθειών για τη βελτίωση της κατάστασης στις ζώνες αυτές. Οι νεώτερες μορφές αλιείας (ιχθυοκαλλιέργειες) δεν έχουν ιδιαίτερη ανάπτυξη παρότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του τομέα. Σημαντικό μέρος των αλιευμάτων προέρχεται από τον Παγασητικό, η μείωση της ρύπανσης του οποίου μπορεί να συνδυάσει την περιβαλλοντική και οικονομική. 4.3. Φυτική Παραγωγή Όσον αφορά τη Φυτική Παραγωγή η Περιφέρεια Θεσσαλίας παράγει το 14,2% της αγροτικής παραγωγής της χώρας (η 2 η μεγαλύτερη συμμετοχή μετά την Κεντρική Μακεδονία), το 6,5% της μεταποιητικής παραγωγής και το 5,2% των υπηρεσιών. Παράλληλα, όμως, με τον πρωτογενή τομέα έχει αναπτυχθεί και η βιομηχανία τροφίμων με πλήθος τυποποιητικών και μεταποιητικών επιχειρήσεων. Στη Θεσσαλία καλλιεργούνται συνολικά 4109000 στρ. Το 46% της καλλιεργούμενης έκτασης βρίσκεται στο Ν. Λαρίσης. Οι ετήσιες καλλιέργειες καλύπτουν το 81,1% της συνολικής έκτασης και έπονται οι δενδρώδεις καλλιέργειες οι οποίες καλύπτουν το 11,1% της συνολικής καλλιεργούμενης έκτασης (Σχήμα 1).
1800 1600 1400 ΕΤΗΣΙΕΣ ΑΜΠΕΛΙΑ ΛΟΙΠΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ 1,641 Εκτάσεις (χιλ. στρ) 1200 1000 800 600 400 839 384 468 200 0 108 5 40 67 3 5 26 ΚΑΡ ΙΤΣΗΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ ΛΑΡΙΣΗΣ Περιοχή 66 Σχήμα 6. Κατανομή καλλιεργούμενων εκτάσεων στη Θεσσαλία ανά νομό και ομάδα καλλιεργούμενων ειδών Μεταξύ των τεσσάρων νομών παρουσιάζονται σημαντικές διαφορές ως προς την αγροτική δραστηριότητα. Στο Ν. Καρδίτσης το 94,1% των εκτάσεων καλύπτεται από ετήσιες καλλιέργειες. Στον αντίποδα στο Ν. Μαγνησίας οι ετήσιες καλλιέργειες καλύπτουν το 53% ενώ το 37,4% των καλλιεργούμενων εκτάσεων είναι δενδρώδεις, αντιστοιχώντας σχεδόν στο 60% των εκτάσεων με δενδρώδεις καλλιέργειες στη Θεσσαλία. Δεύτερος έρχεται ο Ν. Λαρίσης στον οποίο το 8,4% των καλλιεργούμενων εκτάσεων είναι δενδρώδεις, οι οποίες ωστόσο αντιστοιχούν στο 35% των εκτάσεων με δενδρώδεις καλλιέργειες στη Θεσσαλία (Σχήμα 2) Περιοχή 700000 600000 500000 400000 300000 ΣΙΤΑΡΙ ΜΑΛΑΚΟ ΚΑΙ ΗΜΙΣΚΛΗΡΟ ΣΙΤΑΡΙ ΣΚΛΗΡΟ ΣΙΚΑΛΗ ΚΡΙΘΑΡΙ 200000 100000 0 ΝΟΜΟΣ ΚΑΡ ΙΤΣΗΣ ΝΟΜΟΣ ΛΑΡΙΣΗΣ ΝΟΜΟΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ ΝΟΜΟΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Εκτάσεις (στρ) Σχήμα 7. Κατανομή καλλιεργούμενων εκτάσεων με σιτηρά ανά νομό στη Θεσσαλία Στη Θεσσαλία 1.636.662 στρ. καλλιεργούνται με δημητριακά, 1.392.299 στρ. καλλιεργούνται με βιομηχανικά φυτά και 83.111 στρ. με άλλες ετήσιες καλλιέργειες (Σχήμα 3).
Εκτάσεις (στρ) 1800000 1636662 1600000 1392299 1400000 1200000 1000000 800000 600000 400000 200000 10662 5424 67025 0 0 ΗΜΗΤΡΙΑΚΑ ΟΣΠΡΙΑ ΠΑΤΑΤΕΣ Είδος καλλιέργειας ΖΑΧΑΡΟΤΕΥΤΛΑ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΑ ΦΥΤΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΑ ΦΥΤΑ Σχήμα 8. Κατανομή καλλιεργούμενων εκτάσεων ανά ομάδα ετήσιων φυτών στη Θεσσαλία Από τις πολυετείς καλλιέργειες η πιο διαδεδομένη είναι η καλλιέργεια της μηλιάς, κυρίως στο Πήλιο και την Αγιά, καλύπτοντας περίπου 42.000 στρ. Ακολουθεί η καλλιέργεια αμπελιού με 39 χιλ. στρέμματα. Έπονται η ροδακινιά και αχλαδιά που καλύπτουν περίπου 15.000 στρ. έκαστη. Οι κερασιές καλύπτουν περίπου 5000 στρ. (Σχήμα 4) Εκτάσεις (στρ) 45000 40000 35000 30000 25000 20000 15000 10000 5000 0 Αχλαδιές Κερασιές Μηλιές Ροδακινιές Είδος δένδρου Σχήμα 9. Κατανομή καλλιεργούμενων εκτάσεων με κύρια οπωροφόρα ανά νομό στη Θεσσαλία
Οι εκτάσεις με βιολογικές καλλιέργειες το 2003 ανέρχονταν σε 61.319,6 στρ. Η πλειοψηφία των εκτάσεων αυτών αφορά βοσκότοπους (47.835 στρ.), ενώ ακολουθούν το σκληρό σιτάρι (5.993 στρ.) και η ελιά (3.132 στρ.). Στο παρακάτω πίνακα και στην σχετική ράβδο, παρουσιάζεται η κατάταξη των κυριότερων καλλιεργειών φυτικής παραγωγής της Περιφέρειας Θεσσαλίας ανά συνολικά καλλιεργήσιμη έκταση. Πίνακας 6. Κατάταξη των κυριότερων καλλιεργειών φυτικής παραγωγής της Περιφέρειας Θεσσαλίας ανά συνολικά καλλιεργήσιμη έκταση Σειρά Τομέας Φυτικής Καλλιεργήσιμη Έκταση Καλλιεργήσιμη Έκταση/ Κατάταξης Παραγωγής (στρ.) Σύνολο Αροτραίων Εκτάσεων (%) 1 Σκληρό σιτάρι 1.311.541 29,97% 2 Βαμβάκι 1.227.461 28,05% 3 Λοιπά σιτηρά 466.330 10,66% 4 Αραβόσιτος 335.596 7,67% 5 Ελιά 335.569 7,67% 6 Ζωοτροφές 312.871 7,15% 7 Δένδρα ξηρών 121.801 καρπών 2,78% 8 Κηπευτικά Λαχανικά 76.933 1,76% Βιομηχανικά Φυτά 57.998 1,33% 9 Μηλοειδή 46.040 1,05% 10 Αμπελώνες 37.687 0,86% 11 Πυρηνόκαρπα 23.748 0,54% 12 Οσπριοειδή 20.725 0,47% 13 Αρωματικά Φυτά 1.618 0,04% 14 Ανθοκομικές Καλλιέργειες 578 0,01% ΣΥΝΟΛΑ 4.376.496 100,00% Πηγή: Διεύθυνση Αγροτικής Ανάπτυξης Περιφέρειας Θεσσαλίας Οι ετήσιες καλλιέργειες, που κυριαρχούν στον κάμπο της Θεσσαλίας, είναι πλήρως μηχανοποιημένες σε όλα τα στάδια παραγωγής από τη σπορά ή μεταφύτευση έως και τη συγκομιδή και αφορούν κυρίως βαμβάκι και δημητριακά. Ωστόσο δεν γίνεται καλή χρήση του εξοπλισμού με αποτέλεσμα την υπερβολική αναμόχλευση των εδαφών που οδηγεί σε μείωση της οργανικής ουσίας των χωραφιών, την υπερλίπανση και ρύπανση των υδάτων με νιτρικά, και την κακή χρήση του διαθέσιμου νερού, κάτι το οποίο ισχύει και για τις άλλες καλλιέργειες. Μεγάλο μέρος των επικλινών εκτάσεων της Θεσσαλίας υπόκειται σε σημαντικές απώλειες εδάφους από διάβρωση κυρίως από απορροή νερού. Σημαντικό πρόβλημα ο πεπαλαιωμένος και μεγάλος σε αριθμό και ισχύ μηχανημάτων γεωργικός εξοπλισμός που συμβάλλει στη αύξηση του κόστους παραγωγής. Σημαντικές είναι και οι εκτάσεις με βιομηχανική τομάτα, κυρίως στο Ν. Λαρίσης. Η ύπαρξη εργοστασίων μεταποίησης της βιομηχανικής τομάτας επέκτεινε τη δυναμική αυτή καλλιέργεια σε μεγάλες περιοχές της Θεσσαλίας και πιθανόν να τη διατηρήσει παρά τα σημερινά προβλήματα στη διάθεση των προϊόντων της διεθνώς όπως αυτά έχουν ανακύψει κυρίως στα τελευταία τρία χρόνια με τον ανταγωνισμό από χώρες χαμηλού κόστους παραγωγής (όπως Κίνα). Οι καλλιέργειες καρπουζιού και πεπονιού δεν υποστηρίζονται από μεγάλους εξαγωγικούς φορείς και δύσκολα θα αναπτυχθούν με εξαγωγικό χαρακτήρα και σταθερά
θετικό οικονομικό αποτέλεσμα ενώ οι δυνατότητες είναι καλές. Ιδιαίτερα με την περάτωση της Εγνατίας οδού και την κατασκευή των κάθετων οδικών αξόνων θα υπάρξει εύκολη πρόσβαση σε αγορές της Βόρειας Ευρώπης. Η καλλιέργεια της μηλιάς γίνεται κυρίως σε δύο κέντρα, το Πήλιο και την Αγιά. Το αμπέλι καλλιεργείται κυρίως στο νομό Λαρίσης (26 χιλ. στρ.) κυρίως σε περιοχές του Τυρνάβου και σε διάφορα άλλα κέντρα της Θεσσαλίας (Δαμάσι, Ραψάνη, Ελασσώνα). Ροδάκινα παράγονται επίσης κυρίως στην ευρύτερη περιοχή Τυρνάβου (Τύρναβος, Φαλάνη, Γιάννουλη, Αμπελώνας) και στο Πήλιο. Σημαντικό ποσοστό είναι τα συμπύρηνα ροδάκινα τα οποία κονσερβοποιούνται από τις τοπικές βιομηχανίες. Αχλάδια παράγονται κυρίως επίσης στην ευρύτερη περιοχή Τυρνάβου (Φαλάνης, Γιάννουλης, Αμπελώνα) (κύριο κέντρο παραγωγής αχλαδιών σήμερα για την Ελλάδα) και στα παράλια του Παγασητικού. Η παραγωγή βερύκοκου είναι σχετικά μικρή λόγω της επικινδυνότητας καταστροφής της παραγωγής από παγετούς. Η Θεσσαλία έχει κυρίαρχη θέση στην Ελλάδα στην παραγωγή αμύγδαλου. H καλλιέργεια της ελιάς επεκτείνεται και πιθανόν να συνεχίσει να αναπτύσσεται καθώς υπάρχουν αρκετές βιομηχανίες, οι οποίες μάλιστα ευρίσκονται σε συνεχή πορεία ανάπτυξης για παραγωγή και εμπορία κονσερβοποιημένης ελιάς και προϊόντων της σε όλο τον κόσμο και επιπρόσθετα πολλοί παραγωγοί εισήλθαν πρόσφατα στη βιολογική παραγωγή ελαιόλαδου, το οποίο και θα διατίθεται πιο εύκολα και σε καλές τιμές στο διεθνές εμπόριο. Η μέση έκταση ανά εκμετάλλευση επίσης παρουσιάζει σημαντικές διαφορές ανά νομό, καθώς η μέση έκταση για τις ετήσιες καλλιέργειες στο Ν. Λαρίσης είναι 74 στρ. έναντι μόλις 35 στρ. για το νομό Τρικάλων (ΕΣΥΕ, 2000). Τα αγροτικά προϊόντα στη Θεσσαλία παράγονται όχι βάσει της ζήτησης και προσφοράς της αγοράς αλλά βάσει της τοπικής κουλτούρας (γνώση καλλιέργειας συγκεκριμένων ειδών από δεκαετίες έως και αιώνες) και βάσει των επιδοτήσεων που χορηγούνταν τις τελευταίες δεκαετίες. Οι παραγωγοί της Θεσσαλίας είναι σε σημαντικό ποσοστό ηλικιωμένοι, με επίπεδο γνώσης πολύ χαμηλό όσον αφορά τις καινούργιες τεχνολογίες και καινοτομίες αλλά και τις νέες καλλιέργειες και τεχνικές τους. Η Θεσσαλία διαθέτει, επίσης, σημαντικές περιοχές με ονομαστά προϊόντα υψηλής ποιότητας συμβατικά ή βιολογικά. Πολλές από τις περιοχές έχουν υψηλή ποιότητα λόγω θέσης και κλίματος (υψόμετρο) αλλά άλλες περιοχές είναι γνωστές από τη δράση ομάδων παραγωγών που επέβαλλαν το όνομα. Υψηλή ποιότητα πατάτας παράγεται σε περιοχές με μέσο ή μεγάλο υψόμετρο όπως η Μαρμάργιαννη στην περιοχή Αγιάς και η Καλιπεύκη στον Όλυμπο (πρώην λίμνη Νιζηρού με υψόμετρο 1000 μ περίπου). Πολλές από τις ορεινές περιοχές της Θεσσαλίας παρήγαγαν υψηλής ποιότητας λαχανικά όπως η Ανατολή Αγιάς (φασολάκια), η Σπηλιά στον Κίσσαβο (επιτραπέζια τομάτα) αλλά «ευφυείς» πολιτικές των Κυβερνήσεων στις δεκαετίες του 70 και 80 κατέστρεψαν την παραγωγική βάση με διατιμήσεις των προϊόντων. Τα παραδείγματα αυτά δείχνουν σημαντικές δυνατότητες της Θεσσαλίας να παράγει προϊόντα υψηλής ποιότητας που θα βρουν αγορές στη χώρα ή στο εξωτερικό που παράγουν βότανα βιολογικά ή συμβατικά. Ο Συνεταιρισμός Γυναικών του Λαύκου διαθέτει και χώρο πώλησης των προϊόντων στο Λαύκο. Σημαντικές προσπάθειες παραγωγής υψηλής ποιότητας κρασιών υπάρχουν σε όλο το Θεσσαλικό χώρο. Οι παραδοσιακές περιοχές παραγωγής κρασοστάφυλων και υψηλής ποιότητας κρασιών όπως η Ραψάνη (Τσάνταλης ΑΕ), Κρανιάς (Κατσαρός), Μεσηνικόλα (Συνεταιρισμός) έχουν ακολουθηθεί από νέες προσπάθειες σε πολλές περιοχές. Εκτός των Βιολογικών καρσιών του Σαρανταπόρου, πολύ πετυχημένη μονάδα αναπτύχθηκε στ Βούναινα (Βιολογικά κρασιά Καρυπίδη), στη Ελλασσώνα (Λόλλας ) κλπ. Όλα τα παραπάνω παραδείγματα αποτυπώνουν το σημαντικό δυναμικό της περιοχής της Θεσσαλίας τόσο σε δυνατότητα παραγωγής υψηλής ποιότητας πρώτων υλών αλλά και κυρίωςένα υψηλό ναθρώπινο δυναμικό επιχειρηματιών που μπορούν να πρωτοστατήσουν στην ανάπτυξη της μεταποίησης.