Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Καπιταλιστική πόλη και αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης Μάιρα Στογιαννίδου

Σχετικά έγγραφα
ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ

Η σύγχρονη εργατική τάξη και το κίνημά της (2) Συντάχθηκε απο τον/την ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ Παρασκευή, 11 Σεπτέμβριος :57

Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Η άσκηση αναπαράγεται ταυτόχρονα στον πίνακα ανάλογα με όσο έχουν γράψει και αναφέρουν οι φοιτητές.

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Αξίες και τιμές παραγωγής. Η σχέση μεταξύ του 1ου και του 3ου τόμου του «Κεφαλαίου» Γιώργος Σταμάτης

Περιφερειακή ανάπτυξη- Περιφερειακές ανισότητες. Εισαγωγικές έννοιες. Συσσώρευση Κεφαλαίου, Χωρικός Καταμερισμός Εργασίας

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Η θέση της «κυκλοφορίας» στην αναπαραγωγή του οικονομικού συστήματος... Γιώργος Σταμάτης

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ

ΤΟ ΜΕΓΕΘΟΣ ΚΑΙ Η ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ

Η Περιφερειακή Επιστήμη.

Η κοινωνία και ο γεωγραφικός χώρος. Δρ. Νίκος Μεταξίδης

Περιεχόμενα. Αστικά και περιφερειακά οικονομικά υποδείγματα και μέθοδοι... 37

Κεφάλαιο και κράτος: Από τα Grundrisse στο Κεφάλαιο και πίσω πάλι

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ 23

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ΓΕΝEΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ Κοινωνίες αγροτικού τύπου (παραδοσιακές, στατικές κοινωνίες)

ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

Περιφερειακή Ανάπτυξη

ΑΝΕΡΓΙΑ ΟΡΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΜΟΡΦΕΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ

Η προσέγγιση του Smith Καµπύλες χωρικού κόστους

( Ο ) Χ α ρ ά λ α μ π ο ς Ε υ σ τ ρ α τ ί δ η ς ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΣΤΟΝ ΣΤΡΑΤΟ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥΣ

Αγροτική Κοινωνιολογία

ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ κ. ΦΟΥΤΑΚΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΕ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑΣ &ΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΤΕ

ΟΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΧΩΡΟΘΕΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

13/1/2010. Οικονομική της Τεχνολογίας. Ερωτήματα προς συζήτηση ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Για την έννοια του συλλογικού εργάτη Ηλίας Ιωακείμογλου

Η πόλη και οι λειτουργίες της.

ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ: ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ Λ. Κ. Βασενχόβεν, καθηγητή Ε.Μ.Π.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ. Μάθημα: Περιφερειακή Οικονομική

Ε Π Ι Χ Ε Ι Ρ Η Μ Α Σ Ι Κ Ο Σ Η Σ Α & Κ Α Ι Ν Ο Σ Ο Μ Ι Α

ΘΕΩΡΙΑ ΔΙΑΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ. Ενότητα # 6: ΟΡΓΑΝΩΣΙΑΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ

Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης

23/2/2014 ΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

Διεθνείς Οικονομικές Σχέσεις

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ

Καθοδηγόντας την ανάπτυξη: αγορές εναντίον ελέγχων. Δύο διαφορετικά συστήματα καθοδήγησης της ανάπτυξης εκ μέρους της αγοράς:

Σύγχρονη Οργάνωση & Διοίκηση Επιχειρήσεων.

Παγκόσμια οικονομία. Διεθνές περιβάλλον 1

Σημειώσεις Κοινωνιολογίας Κεφάλαιο 1 1

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Talcott Parsons

ΦΟΡΟΥΜ III: ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΣΥΝΟΧΗ (Οµάδα Εργασίας: Π. Ζέϊκου, Κ. Νάνου, Ν. Παπαµίχος, Χ. Χριστοδούλου)

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Mea culpa (?) Γιώργος Η. Οικονομάκης

Η πολιτική που αφορά τη δομή της παραγωγικής διαδικασίας και όχι το παραγόμενο γεωργικό προϊόν

Η Θεωρία των Διεθνών Μετακινήσεων Εργατικού Δυναμικού

Ειδικότερα, σημειώνουμε τις ακόλουθες παρατηρήσεις επί των σκέψεων για τις τροποποιήσεις του Α.Ν.:

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

8. Ο ΓΕΝΝΕΤΙΚΟΣ ΚΩ ΙΚΑΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ.

356 Γεωγραφίας Χαροκοπείου (Αθήνα)

ΔΗΜΟΣ ΧΑΛΑΣΤΡΑΣ. Ζητήματα ανάπτυξης: παραγωγικές προοπτικές και προστασία των φυσικών πόρων

[Υπόδειξη: Τα αγαθά που χάνουν την υλική τους υπόσταση και τις ιδιότητες τους μετά την πρώτη χρήση τους ονομάζονται καταναλωτά.]

Η θεωρία Weber Προσέγγιση του ελάχιστου κόστους

3.3 Κατανομή χρόνου μεταξύ αμειβόμενης εργασίας, οικιακής εργασίας και σχόλης - Αποφάσεις προσφοράς εργασίας στο πλαίσιο της οικογένειας

Η Περιφερειακή Πολιτική της Ε.Ε ( )

Η χωρική διασπορά και η θέση των οικισμών

Θεσμοί και Οικονομική Αλλαγή

ΤΕΛΟΣ 1ΗΣ ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙΔΕΣ

ΛΟΓΟΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Εισαγωγή στην Πολιτική Οικονομία

Αγροτική Κοινωνιολογία

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΠΑΝΕΛΛΑ ΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

Η Θεωρία του Piaget για την εξέλιξη της νοημοσύνης

[ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΜΑΡΙΝΟΣ - ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ] ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟ ΤΕΣΤ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ & ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΟΜΑΔΑ Α

Εξειδικευμένοι Συντελεστές Παραγωγής και Διανομή του Εισοδήματος. Το Υπόδειγμα των Jones και Samuelson

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Ο Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Αρχές Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων και Υπηρεσιών ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΙΚΟΛΑΟΣ Χ. ΤΖΟΥΜΑΚΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ

Θεσμικοί Στόχοι. Λειτουργικοί Στόχοι 16/3/2014 ΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΣΤΟΧΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ

Η Ελληνική Οικονομία και η κρίση: Προκλήσεις και Προοπτικές

Το οικονομικό κύκλωμα

Εργαστήριο Χωροταξικού Σχεδιασμού. 10 η Διάλεξη Όραμα βιώσιμης χωρικής ανάπτυξης Εισήγηση: Ελένη Ανδρικοπούλου

Η Θεωρία του Διεθνούς Εμπορίου

ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ κ. ΦΟΥΤΑΚΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΕ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑΣ &ΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΤΕ

ΔΑΣΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ Ι Οικονομική ανάπτυξη και προγραμματισμός και η θέση της δασικής πολιτικής

3. Τα αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης, τα βιβλία, τα ψυγεία και οι τηλεοράσεις ανήκουν στα:

Αγροτική Κοινωνιολογία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο Σ/Λ & Πολλαπλής Επιλογής Αντικείμενο μελέτης της μακροοικονομίας είναι (μεταξύ άλλων) η:

Προσδιοριστικοί παράγοντες την τουριστικής ζήτησης.

Γεωργικές Εφαρμογές και Εκπαίδευση για την Αειφόρο Αγροτική Ανάπτυξη

Όψεις της σύγχρονης αστικοποίησης και διαδικασίες πρόσφατης αστικής αλλαγής

Μιχαλίτσης Κων/νος 23/7/2015 Αναπληρωτής Γραμματέας Υγείας Πρόνοιας & Κοιν. Μέριμνας ΑΝΕΛ Υπεύθυνος Υπο-Γραμματείας Κοιν.

Κεφάλαιο 1 [Δείγμα σημειώσεων για την ύλη[ ]

ΤΟΠΙΚΗΕΥΗΜΕΡΙΑΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΣΕΤΟΠΙΚΟΕΠΙΠΕ Ο ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΟΜΠΟΤΗ ΛΕΚΤΟΡΑΣ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ 5/11/2017 ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ. Να δώσετε το περιεχόμενο των ακόλουθων όρων :

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Οι συνθήκες πραγματοποίησης της παραγωγής στην απλή αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου Παρασκευάς Παρασκευαΐδης

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Οι συνθήκες πραγματοποίησης της παραγωγής στην απλή αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου Παρασκευάς Παρασκευαΐδης

ΕΡΩΤΗΜΑ 1: ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΟ?


ΠΕΠ ΑΝ. ΜΑΚΕ ΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Α) ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

Η επικαιρότητα. της μελέτης. Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Υποχώρηση διεθνούς ζήτησης για τουριστικές υπηρεσίες

ΟΜΙΛΙΑ ΠΡΟΕ ΡΟΥ ΓΣΕΕ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ. Στην ανοικτή συνεδρίαση της ετήσιας Συνέλευσης των µελών του ΣΕΒ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ (ΜΚΕ)

Μακροοικονομική. Ενότητα 10: Η θεωρία της ανάπτυξης Σόρμας Αστέριος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων (Κοζάνη)

Αντιφάσεις στην αξιοποίηση του τεχνικού επιστηµονικού δυναµικού στην ελληνική βιοµηχανία

Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Τμήμα: Μάρκετινγκ και Διοίκηση Λειτουργιών

Η Κοινωνική ιάρθρωση: ιαστρωµάτωση, Κινητικότητα, Μετάταξη

Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Τμήμα Οικονομικών Επιστημών. Δημόσια Οικονομική Ι. Στέλλα Καραγιάννη Καθηγήτρια

Transcript:

Η καπιταλιστική πόλη και η αξία της εργασιακής δύναμης της Μάιρας Στογιαννίδου Εισαγωγή Τα φαινόμενα βιομηχανικής αναδιάρθρωσης αποκέντρωσης που έχουν παρατηρηθεί σε εθνικές κλίμακες στη διάρκεια του τελευταίου αιώνα, και κυρίως από το '50 και μετά, έδωσαν αφορμή για την εμπειρική ανάλυση της γεωγραφικής κινητικότητας του κεφαλαίου και της εργασιακής δύναμης, και για τη θεωρητικοποίηση της ενδοαστικής και διαπεριφερειακής βιομηχανικής χωροθέτησης. Με την έναρξη της οικονομικής κρίσης στις αρχές της δεκαετίας του '70, τα φαινόμενα αυτά εντάθηκαν, ενώ οι κρατικές πολιτικές που υιοθετήθηκαν στην ίδια περίοδο, στις αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες, σε θέματα αναπτυξιακού και χωροταξικού προγραμματισμού, προσανατολίστηκαν προς τη βιομηχανική και πληθυσμιακή αποσυμφόρηση των μεγάλων μητροπολιτικών κέντρων, και προς την περιφερειακή (ανα)χωροθέτηση ορισμένων κλάδων βιομηχανικής απασχόλησης. Ο όρος «αποκέντρωση» στις σχετικές μελέτες 1, χρησιμοποιείται καταρχήν για να χαρακτηρίσει μια γενική κοινωνική διαδικασία που έχει σαν αποτέλεσμα, σχετικές χωροθετικές μετακινήσεις του κεφαλαίου και της απασχόλησης, από τον πυρήνα των μητροπολιτικών περιοχών προς την περιφέρεια τους. Από το 1970 και μετά, παρόμοιες τάσεις διασποράς της βιομηχανικής δραστηριότητας άρχισαν να χαρακτηρίζουν και τις ίδιες τις μητροπολιτικές περιφέρειες. Συγχρόνως, φαινόμενα βιομηχανικής αναδιάρθρωσης εκδηλώθηκαν και σε περιφερειακό επίπεδο με την παρακμή παραδοσιακών βιομηχανικών κέντρων, την αναπροσαρμογή τους σε νέους κλάδους παραγωγής, την ίδρυση βιομηχανικών μονάδων σε περιφέρειες χωρίς βιομηχανικό παρελθόν κλπ. Οι μετακινήσεις αυτές μπορούν να πάρουν είτε τη μορφή διακοπής ή περιορισμού της λειτουργίας των ήδη εγκαταστημένων επιχειρήσεων (εφόσον τα αποτελέσματα της μετακίνησης εκδηλώνονται ως αρνητικά), είτε τη μορφή ίδρυσης νέων επιχειρήσεων ή αύξηση των ήδη υπαρχουσών (εφόσον τα αποτελέσματα της μετακίνησης εκδηλώνονται ως θετικά). Οι περιπτώσεις ωστόσο των επιχειρήσεων που αλλάζουν φυσική θέση είναι περιορισμένες. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ, μόνο το 2% της συνολικής μετακίνησης του ιδιωτικού τομέα απασχόλησης αφορούσε, για το 1980, επιχειρήσεις που άλλαξαν πραγματικά χωροθέτηση 2. Τάσεις βιομηχανικής παρακμής και μείωσης της αντίστοιχης απασχόλησης έχουν επισημανθεί και σε πρόσφατες μελέτες πάνω στη βιομηχανική αστική αναδιάρθρωση της μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας. Ήδη, με την είσοδο στη δεκαετία του '70, άρχιζε μια σχετική αποβιομηχάνιση του παραδοσιακού βιομηχανικού άξονα της πρωτεύουσας, ενώ παρουσιάζονταν τάσεις αποκέντρωσης των μεγάλων επιχειρήσεων προς την περιφέρεια της, και σε μεγαλύτερες ακόμα αποστάσεις, προς τις περιοχές Ελευσίνας Μεγάρων Κορίνθου, και Βοιωτίας 3. Μεταξύ Αυγούστου 1983 και 1984, δηλ. σε διάστημα ενός έτους, η συνολική απασχόληση σε 100 βιομηχανικές επιχειρήσεις της περιοχής Πρωτεύουσας μειώθηκε κατά 9,7%. Η μείωση αυτή αφορούσε κατά 7,4% τους άντρες εργαζόμενους, κατά 8,3% τις γυναίκες, και κατά 30% τους μαθητευόμενους 4. Παράλληλα, με αφετηρία το 1971, οι κρατικές πολιτικές περιφερειακής ανάπτυξης, με τη θέσπιση ζωνών κινήτρων, μέτρων για την προστασία του περιβάλλοντος κ.ά. ήρθαν να υποστηρίξουν τις αυθόρμητες τάσεις Σελίδα 1 / 11

αποκέντρωσης του βιομηχανικού κεφαλαίου. Η εμπειρική ανάλυση των παραπάνω φαινομένων, καθώς και οι κρατικές στρατηγικές της βιομηχανικής αποκέντρωσης, ξαναφέρνουν στην επικαιρότητα, στο επίπεδο της θεωρίας, ένα ιδιαίτερο πεδίο προβληματισμού: ποιος ο ρόλος του παράγοντα «εργασιακή δύναμη» στην κίνηση του κεφαλαίου, και ποια η σχέση χώρου και εργασιακής δύναμης μέσα στην αναπαραγωγή της κεφαλαιακής σχέσης στο σύνολο της και, ειδικότερα, στην άμεση διαδικασία παραγωγής. Στο σύντομο κείμενο που ακολουθεί, θα προσπαθήσουμε να θίξουμε το ζήτημα των ορίων της βιομηχανικής αποκέντρωσης από την άποψη του παράγοντα «εργασιακή δύναμη», και θα εξετάσουμε τη σχέση χώρου και εργασιακής δύναμης μέσα από την οπτική της αξίας της εργασιακής δύναμης. Βασική μας υπόθεση είναι ότι ο αστικός χώρος υπεισέρχεται έμμεσα στο σχηματισμό αυτής της αξίας, και αυτό από μια τριπλή άποψη: α. της συμμετοχής στα μέσα επιβίωσης και κυκλοφορίας της εργασιακής δύναμης. β. της συμμετοχής του στην παροχή μιας «κοινωνικής ειδίκευσης», εννοούμενης όχι μόνο ως ατομικής, αλλά και ως συλλογικής γ. της συμμετοχής του στη διαδικασία κοινωνικοποίησης της εργασιακής δύναμης. Οι κατηγορίες της κλασικής πολιτικής οικονομίας Στον κυρίαρχο οικονομικό λόγο, είτε πρόκειται για τη θεωρητικοποίηση της βιομηχανικής (ανα)χωροθέτησης είτε για πολιτικές αποκέντρωσης, η κινητικότητα της εργασιακής δύναμης αντιμετωπίζεται συνήθως σαν δεδομένη, άλλοτε σαν αναπόφευκτη συνέπεια της βιομηχανικής αναδιάρθρωσης, και άλλοτε σαν στόχος των κρατικών πολιτικών στον οικονομικό, χωροταξικό σχεδιασμό, στο σχεδιασμό της σχολικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης κλπ. Ο στόχος αυτός νομιμοποιείται από τη λογική της μεταφοράς εργασιακής δύναμης από τον ένα τομέα στον άλλο, για μια καλύτερη κατανομή της, που θα εξασφαλίζει μια αυξημένη παραγωγικότητα, περισσότερα κοινωνικά οφέλη και, γενικότερα, την οικονομική πρόοδο. Η έννοια «κινητικότητα της εργασίας» καλύπτει λοιπόν ένα ευρύ φάσμα μετακινήσεων, γεωγραφικών, επαγγελματικών, ή από κλάδο σε κλάδο. Οι μετακινήσεις αυτές, σύμφωνα με την παραπάνω λογική, επιτρέπουν την προσαρμογή της εργασιακής δύναμης στις εκάστοτε συνθήκες μεγιστοποίησης της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, μέσα από την επίτευξη της πλέον συμφέρουσας ισορροπίας ανάμεσα στους τομείς και στους κλάδους. Όσον αφορά τα αποτελέσματα τους σε επίπεδο χώρου, θεωρείται ότι επιτρέπουν την εξομάλυνση των περιφερειακών ανισορροπιών, και ότι λειτουργούν σαν στοιχείο ενός συνολικού μηχανισμού κατανομής των παραγόντων της παραγωγής. Πρωτεύον κίνητρο για τη μετακίνηση των εργαζομένων αποτελούν, στα πλαίσια αυτής της λογικής, οι διαφορές στο ύψος του μισθού ανάμεσα στους διαφορετικούς χώρους. Η εξίσωση επομένως αυτών των χώρων διαμέσου της κινητικότητας της εργασίας, θα μπορούσε, θεωρητικά, να επιτευχθεί, με την εξουδετέρωση των μισθολογικών διαφορών. Το κράτος παρεμβαίνει σ' αυτήν την περίπτωση, για να διευκολύνει την κινητικότητα της εργασίας, με μια σειρά μέτρων που υποτίθεται ότι μπορούν να αναπληρώσουν τις πιθανές αδυναμίες μιας αυτόματης εξισορρόπησης. Η αντίληψη της σημασίας της εργασιακής δύναμης ως ενός, απλώς και μόνο, παθητικού συντελεστή της παραγωγής, χαρακτηρίζει και τις κλασικές και τις νεοκλασικές οικονομικές αναλύσεις. Η σχέση της Σελίδα 2 / 11

βιομηχανικής χωροθέτησης, είτε αυτή ερμηνεύεται με κριτήριο την ελαχιστοποίηση του κόστους ή με τη μεγιστοποίηση του κέρδους, με την εργασιακή δύναμη, διαμεσολαβείται από την έννοια του «κέντρου (πώλησης) της εργατικής δύναμης». Η ύπαρξη αυτών των κέντρων άλλοτε τίθεται στατικά σαν υπόθεση, και άλλοτε σαν αποτέλεσμα της κινητικότητας της εργασίας (τόποι προς τους οποίους κατευθύνεται η εργασιακή δύναμη για να πουληθεί). Και στις δυο περιπτώσεις, αυτό που ενδιαφέρει είναι η ποσότητα και η ποιότητα της διαμορφωμένης προσφοράς στις αγορές εργασίας. Στις κλασικές οικονομικές αναλύσεις, η σημασία της εργασιακής δύναμης ως προς τη βιομηχανική (ανα)χωροθέτηση, συλλαμβάνεται διαμέσου των κατηγοριών της ποσότητας (προσφορά και ζήτηση, επίπεδα ανεργίας), της ειδίκευσης (ρυθμοί ανανέωσης της εργασιακής δύναμης), και του κόστους αναπαραγωγής της (ύψος μισθών). Τα ιδιαίτερα κοινωνικά χαρακτηριστικά της λαμβάνονται υπόψη στο βαθμό που ενσωματώνονται από τις στρατηγικές του παραγωγικού κεφαλαίου κατά την αξιοποίηση των ζωνών «χαμηλού μισθού» (λογική ανεύρεσης μιας εργασιακής δύναμης που να χαρακτηρίζεται από χαμηλή συνδικαλιστική κλπ. αγωνιστικότητα). Η εργασιακή δύναμη αντιμετωπίζεται σαν μια εισροή σχετικά εύπλαστη, που ακολουθεί με μια γραμμική κίνηση, προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις της κίνησης του κεφαλαίου, το σχηματισμό του πάγιου κεφαλαίου. Σ' αυτήν την περίπτωση, η εργασιακή δύναμη συνδέεται με το χώρο μέσα από την κίνηση ενός πραγματοποιημένου κεφαλαίου. Η σχέση εργασιακής δύναμης χώρου εμφανίζεται έτσι, άλλοτε σαν μια εμπειρική σχέση, περιεχομένου προς περιέχον (η ανάλυση εξαντλείται στον εντοπισμό των αγορών εργασίας, των ζωνών μισθού, των περιφερειακών επιπέδων ζωής), και άλλοτε σαν σχέση κατανάλωσης, στα πλαίσια της αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης, σχέση που είναι μεν ενταγμένη στη βιομηχανική διαδικασία εργασίας, διαμεσολαβείται όμως από ένα σύστημα ή μια δυναμική των κοινωνικών αναγκών, και ρυθμίζεται λιγότερο ή περισσότερο από το κράτος. Για μια καταρχήν κριτική αυτών των απόψεων, θα σταθούμε σε πέντε κυρίως σημεία: α. Όσο αφορά τη συμβολή της κινητικότητας της εργασίας στην καλύτερη παραγωγική χρήση της εργασιακής δύναμης, μέσα από τη συμφερότερη κατανομή της ανάμεσα στους διαφορετικούς τομείς και κλάδους, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε πως, στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, η καλύτερη παραγωγική χρήση της εργασιακής δύναμης, είναι εκείνη που επιτρέπει τη δημιουργία των ευνοϊκότερων συνθηκών για την αξιοποίηση του κεφαλαίου. Η κινητικότητα της εργασίας επομένως, είναι ένας από τους τρόπους με τους οποίους η εργασιακή δύναμη υποτάσσεται στις απαιτήσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Με αυτή τη λογική, κάθε πολιτική για τη χωρική επαγγελματική κλπ. κατανομή της δεν μπορεί παρά να εγγράφεται, λιγότερο ή περισσότερο άμεσα, σε μια γενικότερη καπιταλιστική στρατηγική κινητικότητας. β. Δεν μπορούμε να μιλάμε για το κεφάλαιο και τη συσσώρευση του σαν να πρόκειται για υλικά αγαθά, ή για μια ποσοτική πρόοδο. Ο σχηματισμός του πάγιου κεφαλαίου στηρίζεται σε μια ορισμένη ταξική σχέση, και γενικότερα, η κίνηση του κεφαλαίου και της συσσώρευσης παραπέμπουν στις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής και στην ποσοτική και ποιοτική ανάπτυξη τους. Από την άποψη αυτή, η γεωγραφική κινητικότητα του κεφαλαίου και της εργασιακής δύναμης δεν αποτελούν απλά οικονομικά φαινόμενα, αλλά συνεπάγονται την εξάπλωση και την εμπέδωση των σχέσεων εκμετάλλευσης και κυριαρχίας. Δεν αρκούν επομένως μόνον οι ρυθμίσεις οικονομικής φύσης για τη διευκόλυνση αυτής της κινητικότητας είναι απαραίτητη και η παράλληλη υπαγωγή του κοινωνικοοικονομικού χώρου στους πολιτικούς και ιδεολογικούς μηχανισμούς που απορρέουν από τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής. γ. Ο περιορισμός της έννοιας «εργασιακή δύναμη» στον απλό ρόλο ενός από τους συντελεστές της παραγωγής, η αγνόηση της διαδικασίας διαμόρφωσης της προσφοράς εργασίας και το απευθείας πέρασμα στα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας, δηλ. στα χαρακτηριστικά της προσφοράς, δεν μας επιτρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα της σχέσης της βιομηχανικής χωροθέτησης με την εργασιακή δύναμη: Σελίδα 3 / 11

είναι η χωρική κατανομή των κλάδων που καθορίζει την χωρική κατανομή της εργασιακής δύναμης; ποια είναι τότε τα κριτήρια της πρώτης; ή είναι η διαφοροποίηση των κοινωνικοοικονομικών χώρων, με τις συνέπειες τους στο σχηματισμό της εργασιακής δύναμης, που καθορίζει την επιλογή των κλάδων; αλλά τότε, ποια είναι τα κριτήρια για την κοινωνικοοικονομική διαφοροποίηση του χώρου; Είναι φανερό πως σε μια τέτοια διατύπωση του ερωτήματος, δεν μπορεί να δοθεί ικανοποιητική και οριστική απάντηση. Και η κινητικότητα των εργαζομένων, και η κινητικότητα των επιχειρήσεων εντάσσονται σαν φαινόμενα, στην αναπαραγωγή της κεφαλαιακής σχέση στο σύνολο της (οικονομικό, πολιτικοδιοικητικό, ιδεολογικό επίπεδο). Η σχέση ανάμεσα σ' αυτά τα δύο φαινόμενα, δεν είναι σταθερή και αμετάβλητη εξαρτιέται κάθε φορά από το ιδιαίτερο κοινωνικό περιεχόμενο που προσλαμβάνουν στις συγκεκριμένες συγκυρίες, και ανάλογα με το στάδιο συσσώρευσης. δ. Το φαινόμενο της κινητικότητας της εργασίας είναι άμεσα συνδεδεμένο με το φαινόμενο της αστικοποίησης. Αλλά η συγκέντρωση των μέσων παραγωγής δεν συνεπάγεται την αυτόματη δημιουργία αγορών εργασίας. Χρειάζεται η εγκαθίδρυση ενός συνόλου συνθηκών, που αφορούν την οργάνωση της διαδικασίας της εργασίας, τη διαμόρφωση των εξειδικεύσεων, την διευκόλυνση της κινητικότητας της εργασιακής δύναμης κλπ., και οι οποίες επιτρέπουν τη χρησιμοποίηση και την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης, μέσα στα πλαίσια του καθεστώτος της μισθιακής σχέσης. Η έννοια της αστικής συγκέντρωσης αποκτά από αυτήν την άποψη ιδιαίτερη σημασία για την ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής: δεν πρόκειται απλώς για τον τόπο όπου συγκεντρώνεται η προς πώληση εργασιακή δύναμη, και όπου συντελείται η αναπαραγωγή της τελευταίας αποτελεί συγχρόνως και κυρίως τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιείται η κοινωνικοποίηση της εργασιακής δύναμης και ο αυτοπροσδιορισμός των εργαζομένων ως αφηρημένων εργαζομένων. ε. Τέλος, σχετικά με την παρέμβαση του κράτους στη ρύθμιση της σχέσης χώρου εργασιακής δύναμης, από την άποψη της αναπαραγωγής της τελευταίας, θα πρέπει να αποφύγουμε δύο σκοπέλους: 1. να θεωρήσουμε το κράτος σαν αποδέκτη και διαχειριστή των αιτημάτων που απορρέουν από μια δυναμική των κοινωνικών αναγκών των εργαζομένων. Ακραία συνέπεια μια τέτοιας θεώρησης είναι η αντίληψη ότι ο χώρος της αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης προσφέρεται ως πεδίο για κρατικές ενέργειες που προσδιορίζονται πολιτικά, και ότι κατά συνέπεια είναι ανεξάρτητος από τη διαδικασία παραγωγής και κυκλοφορίας του κεφαλαίου. Με την ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αυξάνεται και η πολυπλοκότητα της αναπαραγωγής της κεφαλαιακής σχέσης, πολυπλοκότητα που αδυνατούν να ελέγξουν τα επιμέρους κεφάλαια. Αυτή την αδυναμία έρχεται να καλύψει το κράτος, αναλαμβάνοντας μεταξύ άλλων να δημιουργήσει τις απαραίτητες συνθήκες αναπαραγωγής του υποκειμενικού παράγοντα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής, δηλ. της εργασιακής δύναμης. Η διαδικασία αυτή δεν είναι απαλλαγμένη από αντιφάσεις. Με τον πολεοδομικό σχεδιασμό π.χ. το κράτος αναλαμβάνει την (καπιταλιστική) κοινωνικοποίηση της παραγωγής αστικών αξιών χρήσης, βαθαίνοντας με τον τρόπο αυτό τις ενδογενείς αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. 2. να ερμηνεύσουμε τις κρατικές πολιτικές περιφερειακής ανάπτυξης σαν έκφραση μιας τάσης για την πλήρη ομογενοποίηση (οικονομική, πολιτική, ιδεολογική) των διαφορετικών χώρων αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης. Στο βαθμό που η δυνατότητα για διαφοροποιημένη εκμετάλλευση της εργασιακής δύναμης παραμένει ένας πολύ σημαντικός παρ4γοντας για τη δυνατότητα εξαγωγής υπερκέρδους, η λειτουργία του κράτους περιορίζεται στην άμβλυνση των χωρικών διαφορών, έτσι ώστε να διευκολύνεται η συγκρότηση του συλλογικού εργάτη, και να εξασφαλίζεται ένα ορισμένο ελάχιστο κοινωνικής σταθερότητας στα πλαίσια της απρόσκοπτης αναπαραγωγής της κεφαλαιακής σχέσης. Για το κράτος στον καπιταλισμό παραμένει αδύνατο να επιχειρήσει την οικονομική αναπαραγωγή αυτής της σχέσης, δηλ. των σχέσεων εξουσίας, και συγχρόνως να επιδιώκει την αναίρεση ενός από τα βασικά της στηρίγματα, όπως είναι η ετερογένεια της εργασιακής δύναμης. Μπορεί όμως Σελίδα 4 / 11

να διασφαλίσει την οικονομική πολιτική και ιδεολογική ενοποίηση της εργασιακής δύναμης (απαραίτητη για την κοινωνικοποίηση της και τη συγκρότηση του συλλογικού εργάτη) μέσα από την παράλληλη δράση των αντίστοιχων μηχανισμών του, και την εμπλοκή των εργαζομένων σε κοινά συστήματα αναφορών (οικονομικό, πολιτικό, ιδεολογικό). Αστικός χώρος και καπιταλιστική ανάπτυξη Η καπιταλιστική συσσώρευση απαιτεί τη συνεχή αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας με επακόλουθο τη διαρκή διεύρυνση της κοινωνικοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων. Η κοινωνικοποίηση αυτή δεν περιορίζεται στη συγκρότηση του συλλογικού εργάτη μέσα στη μονάδα παραγωγής, κατά την άμεση διαδικασία παραγωγής. Παράλληλα με την τεχνική διαίρεση της εργασίας μέσα στο εργοστάσιο, βαθαίνει και η διαίρεση της εργασίας μέσα στο σύνολο της κοινωνίας. Η σχέση ανάμεσα στην άμεση διαδικασία παραγωγής και στη συνολική διαδικασία παραγωγής και κυκλοφορίας του κεφαλαίου, ορίστηκε από τον Μαρξ με την έννοια των γενικών συνθηκών της παραγωγής. Στη μαρξική θεωρία, οι γενικές συνθήκες της παραγωγής έχουν ένα περιορισμένο περιεχόμενο, και αφορούν τα μέσα κυκλοφορίας, κοινωνικής (κυρίως τράπεζες και εμπορικές επιχειρήσεις), και υλικής (επικοινωνίες, μεταφορές). Στις σύγχρονες μαρξιστικές προσεγγίσεις της αστικοποίησης, στις αναγκαίες συνθήκες της αναπαραγωγής των αναπτυγμένων καπιταλιστικών σχηματισμών, συμπεριλαμβάνονται η χωρική συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και αναπαραγωγής και τα μέσα συλλογικής κατανάλωσης. Η συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και ανταλλαγής χαρακτήριζε και την προκαπιταλιστική πόλη. Στην καπιταλιστική πόλη όμως, το φαινόμενο της συγκέντρωσης των συλλογικών μέσων κατανάλωσης και ο ιδιαίτερος τύπος συγκέντρωσης των μέσων αναπαραγωγής (του κεφαλαίου και της εργασιακής δύναμης) απόκτησε πολύ περισσότερο σημαντικές διαστάσεις. Με την αύξηση της πολυπλοκότητας στην εργασιακή διαδικασία και τη συνακόλουθη διεύρυνση της κοινωνικοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων, αναπτύχθηκε και η κοινωνικοποίηση των γενικών συνθηκών της παραγωγής, και κατά συνέπεια της αστικοποίησης: διευρύνθηκε η κοινωνικοποίηση της κυκλοφορίας, της κατανάλωσης, της αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης, με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και την επιτάχυνση της κύκλησης του κεφαλαίου. Η τάση του καπιταλισμού για τη συνεχή αύξηση της παραγωγικότητας στην άμεση διαδικασία παραγωγής, μέσω της αύξησης της οργανικής σύνθεσης του παραγωγικού κεφαλαίου, συνοδεύτηκε από την ανάπτυξη των αστικών συγκεντρώσεων και των συλλογικών μέσων κατανάλωσης (στους τομείς των μεταφορών, της υγείας, της εκπαίδευσης, του αθλητισμού, της κατοικίας, των πολιτιστικών δραστηριοτήτων κλπ.). Η ανάληψη από το καπιταλιστικό κράτος, της εκτέλεσης αναπαραγωγικών δαπανών, με την αφαίρεση ενός συνεχώς αυξανόμενου ποσοστού από το κοινωνικό προϊόν, ήταν δυνατή, στο μέτρο που η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας επέτρεψε στο καπιταλιστικό σύστημα να εκχωρεί ένα αυξανόμενο μέρος του κοινωνικού προϊόντος στο κράτος. Η βελτίωση των γενικών κοινωνικών συνθηκών αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης τροφοδότησε το κεφάλαιο με μια εργασιακή δύναμη καλύτερης ποιότητας, δηλ. υψηλότερης παραγωγικότητας. Η ανάπτυξη των συλλογικών μέσων κατανάλωσης διασφάλισε ένα επίπεδο αναπαραγωγής ανώτερο από εκείνο που θα επέτρεπαν οι εμπορευματικές μορφές κατανάλωσης, ανοίγοντας το δρόμο στην παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων η κοινωνικοποιημένη κατανάλωση βελτίωσε έμμεσα την αγοραστική δύναμη των εργατικών νοικοκυριών, επιτρέποντας τους την πρόσβαση σε ορισμένα είδη κατανάλωσης, σε τιμές συνήθως Σελίδα 5 / 11

χαμηλότερες από εκείνες που, διαφορετικά, θα καθόριζαν οι απαιτήσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Έτσι βελτιώθηκε η αξία χρήσης της εργασιακής δύναμης, ενώ διατηρήθηκε χαμηλή η ανταλλακτική της αξία. Είναι προφανές ότι η ύπαρξη των μεγάλων αστικών συγκεντρώσεων αποτέλεσε βασική προϋπόθεση για την πραγματοποίηση αυτής της κοινωνικοποίησης, καθώς επέτρεψε τη σχετική εκλογίκευση των διαδικασιών κοινωνικής αναπαραγωγής και την ορθολογική χρήση των ανάλογων κρατικών δαπανών. Τα αποτελέσματα της ανάπτυξης των συλλογικών μέσων κατανάλωσης δεν είναι σημαντικά μόνον από την άποψη των μέσων συντήρησης της εργασιακής δύναμης. Η αναπαραγωγή του τρόπου παραγωγής προϋποθέτει βασικά την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης ως ειδικευμένης εργασιακής δύναμης, που να ανταποκρίνεται δηλ. στις απαιτήσεις του σταδίου συσσώρευσης και της διαδικασίας εργασίας. Εκτός από την ανάπτυξη της σχολικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, το αστικό περιβάλλον υποβοηθά την απαίτηση μιας «κοινωνικής εκπαίδευσης», που σχετίζεται με τις έννοιες της τάξης, της μεθόδου, της ομαλότητας, της πειθαρχίας κλπ. και η οποία ορίζει σε σημαντικό βαθμό τις δυνατότητες υπερεκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης. Η εκμάθηση αυτών των «κοινωνικών γνώσεων», περνά και μέσα από τις πρακτικές που αναπτύσσονται στη ζωή μέσα στην πόλη (κυκλοφορίας, οικιακές, αλλά και αθλητικές, πολιτισμικές κλπ.), πρακτικές που δεν μπορούν να αναλυθούν με όρους απλής αναπαραγωγής, καθώς διαδίδουν συγχρόνως ένα σύνολο κοινωνικών αξιών. Σ' αυτή την «κοινωνική ειδίκευση» μπορούμε να κατατάξουμε και την αναπαράσταση της «ελεύθερης επιλογής», αναπαράσταση που καλλιεργεί η αστική ζωή, και η οποία, σε πρώτη εντύπωση, έρχεται σε αντίφαση με τις προηγούμενες αξίες της τάξης, της πειθαρχίας κλπ. Ωστόσο, η επιλογή από τους εργαζόμενους τους ίδιους, ως πολιτικών υποκειμένων, ενός τύπου κατοικίας, μεταφοράς και, γενικά, κοινωνικού εξοπλισμού, τους προσδιορίζει σαν εργασιακή δύναμη: όπως ακριβώς ο νόμος του μισθού δεν καταργείται με τους αγώνες των συνδικάτων, αλλά αντιθέτως, μόνο μέσα απ' αυτούς πραγματώνεται, έτσι και η υπεράσπιση του δικαιώματος της «ελεύθερης επιλογής» και η συσπείρωση των εργαζομένων γύρω από διεκδικήσεις του είδους: «αστικές εξυπηρετήσεις», πραγματώνει τη μισθιακή σχέση, την τομή ανάμεσα στη ζωή εργασίας και εκτός εργασίας, τη διχοτομία παραγωγική δραστηριότητα κατανάλωση, και την ιδιότητα του αφηρημένου εργαζόμενου. Σ' αυτή τη διαδικασία, το αστικό περιβάλλον συμμετέχει μεν στη συγκρότηση του συλλογικού εργαζόμενου ως μιας ιδιαίτερα πολύπλοκης κοινωνικής μηχανής, παράλληλα όμως δημιουργεί ορισμένες προϋποθέσεις για τη σχετική αυτονόμηση του συλλογικού εργαζόμενου απέναντι στις πρακτικές της παραγωγής. Έχει αποδειχθεί ότι ο βαθμός οργάνωσης και η «κοινωνική ειδίκευση» των εργαζομένων δεν αποτελούν αντιστρόφως ανάλογα κοινωνικά χαρακτηριστικά. Αντιθέτως, διάφορες έρευνες πάνω στις διαφορετικές συμπεριφορές των εργαζομένων εντός και εκτός εργασίας, συγκλίνουν στην άποψη πως όσο πιο πρόσφατη είναι η αστική εμπειρία της εργασιακής δύναμης, τόσο ασθενέστερη είναι η οργάνωση της. Αν και ορισμένες διεκδικήσεις μπορεί να μην έρχονται σε αντίθεση με ορισμένες συγκυριακές τάσεις του παραγωγικού συστήματος (ανερχόμενη τάση για εξίσωση των μισθών, του κόστους ζωής, για πρόσβαση σε συλλογικά μέσα κατανάλωσης), εντούτοις, η διεκδίκηση συνεχώς ανερχόμενων επαγγελματικών και κοινωνικών πλεονεκτημάτων (επαγγελματική σταθερότητα και εξέλιξη, διεύρυνση των κρατικών κοινωνικών πολιτικών κλπ.) συγκρούεται με τις περισσότερο μακροπρόθεσμες απαιτήσεις της διαδικασίας καπιταλιστικής συσσώρευσης. Μπορούμε να πούμε ότι η αστική συγκέντρωση και οι δυνατότητες που παρέχει για τη συνεχή διεύρυνση της κοινωνικοποίησης των συνθηκών αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης, παύουν να λειτουργούν σαν πλεονέκτημα για το κεφάλαιο, από τη στιγμή που συντελούν σε μια κοινωνική υπερεξειδίκευση της εργασιακής δύναμης. Η εργασιακή δύναμη λοιπόν δεν αποτελεί ένα απλό κοινωνικό προϊόν που διαρθρώνεται και αναδιαρθρώνεται κάθε φορά από την κίνηση του κεφαλαίου, και μάλιστα του πάγιου κεφαλαίου. Το να συνάγουμε τους μετασχηματισμούς της αποκλειστικά από αυτήν την κίνηση, θα σήμαινε πως παραβλέπουμε τη δευτερεύουσα μεν, αλλά εξίσου σημαντική για την ανάλυση, όψη της αντίθεσης κεφαλαίου και εργασίας, και ότι θεωρούμε την τεχνολογική πρόοδο και τους μετασχηματισμούς του παραγωγικού συστήματος, σαν παράγοντες ανεξάρτητους από τις μεταβολές που υφίστανται τα χαρακτηριστικά της εργασιακής δύναμης. Ωστόσο, τα χαρακτηριστικά αυτά (που δεν φέρουν απλώς τη σφραγίδα του αντίστοιχου κοινωνικού χώρου, αλλά υπόκεινται σε μια διαρκή διαμόρφωση μέσα από τις τεχνολογικές αλλαγές, τις κρίσεις κλπ.) συμμετέχουν κάθε φορά στη διαμόρφωση των νέων συνθηκών παραγωγικότητας και επηρεάζουν με τη σειρά τους την κίνηση του κεφαλαίου. Σελίδα 6 / 11

Αστικός χώρος και βιομηχανία Η σημασία των κοινωνικών και πολιτικών συγκυριών στο μετασχηματισμό της εργασιακής δύναμης, και το γεγονός πως η τελευταία δεν αποτελεί ένα απλό συντελεστή παραγωγής, διαγράφεται και μέσα από τους μετασχηματισμούς της σχέσης πόλης βιομηχανίας. Σ' ένα μεγάλο βαθμό, η εξέλιξη της θεωρίας της βιομηχανικής χωροθέτησης εκφράζει την εξέλιξη αυτής της σχέσης. Ωστόσο, εκτός από μερικές αναφορές στα αποτελέσματα της τεχνολογικής προόδου, οι σχετικές θεωρίες μάλλον περιγράφουν, παρά εξηγούν ικανοποιητικά κάθε φορά την πραγματικότητα που παρατηρούν. Οι σχέσεις ανάμεσα στις βιομηχανικές μονάδες παραγωγής και στις μονάδες αναπαραγωγής που συνιστούν οι αστικές συγκεντρώσεις, δεν υπήρξαν σταθερές: την αρχική (στο ανταγωνιστικό στάδιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής) πλήρη υποταγή της πόλης στη βιομηχανία, διαδέχτηκε, στον αναπτυγμένο καπιταλισμό, η ολοένα αυξανόμενη εξάρτηση της βιομηχανίας από τη μητροπολιτική περιοχή. Σημαντικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση έπαιξε η τεχνολογική εξέλιξη: λόγω του αυξανόμενου ρόλου της στη βιομηχανική παραγωγή, με αποτέλεσμα η τελευταία να έχει όλο και περισσότερο ανάγκη το αστικό περιβάλλον, σαν κοινωνικό περιβάλλον και σαν εστία τεχνολογικής έρευνας και επινόησης και λόγω του ότι έκανε δυνατό το σχηματισμό τεράστιων αγορών εργασίας, επιτρέποντας τη δημιουργία των απαραίτητων συνθηκών για την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης σε κλίμακες τέτοιου μεγέθους, με μια παραγωγική βάση που ολοένα και συστελλόταν. Εντούτοις η ίδια η δημιουργία των μητροπολιτικών περιοχών δεν μπορεί να εξηγηθεί με βάση τα αποτελέσματα της τεχνικής προόδου. Η μητρόπολη, σαν νέα μορφή της αστικής συγκέντρωσης, υπήρξε προϊόν της νέας συνάρθρωσης των μέσων παραγωγής, της συγκέντρωσης των μηχανισμών παραγωγής και διοίκησης, η οποία εκφράζει με τη σειρά της τη συγκέντρωση του κεφαλαίου. Αυτή η νέα διάρθρωση του κεφαλαίου καθόρισε άμεσα και τις συνθήκες της τεχνολογικής ανάπτυξης. Μια από τις βασικές συνέπειες της παραπάνω διαδικασίας στην εξέλιξη της σχέσης πόλης βιομηχανίας ήταν να μην εμφανίζεται πλέον ο αστικός χώρος σαν άμεσο αποτέλεσμα της κυριαρχίας της βιομηχανίας, αλλά, γενικότερα σαν αποτέλεσμα της κυριαρχίας του κεφαλαίου. Από την άποψη που μας ενδιαφέρει, δηλ. τις λειτουργίες της αστικής συγκέντρωσης ως κέντρου πώλησης και αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης, η συνέπεια αυτή σήμαινε μία σειρά σημαντικών αλλαγών: 1) στις συνθήκες παραγωγής της υπεραξίας στη βιομηχανική παραγωγή. Την εκτατική και ποσοτική εκμετάλλευση της εργασιακής δύναμης (μέσα από την αυξημένη διάρκεια του χρόνου υπερεργασίας και τη χαμηλή αξία και αξία χρήσης της εργασιακής δύναμης) μπόρεσε να αντικαταστήσει μία ποιοτική και σε βάθος εκμετάλλευση της. Σ' αυτή τη μετατόπιση συντέλεσε η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, με δύο βασικά τρόπους: α. με την ποσοτική αύξηση των καπιταλιστικών εμπορευμάτων που υπεισέρχονται στα μέσα συντήρησης της εργασιακής δύναμης, και την ταυτόχρονη μείωση της αξίας τους. β. με την ανάπτυξη κοινωνικοποιημένων μορφών κατανάλωσης, και γενικότερα με την κοινωνικοποίηση ορισμένων τομέων της αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης (παιδεία, υγεία κλπ.). Έτσι ήταν δυνατό να διασφαλιστεί η αναπαραγωγή μιας εργασιακής δύναμης, η οποία παρόλη τη διατήρηση της ανταλλακτικής της αξίας σε χαμηλά επίπεδα, περιείχε αυξημένη αξία χρήσης, ήταν δηλ. υψηλότερης παραγωγικότητας. 2) στις συνθήκες πραγματοποίησης της υπεραξίας. Η προηγούμενη διαδικασία είχε σαν αποτέλεσμα τη όννητική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασιακής δύναμης. Αλλά για να πραγματοποιηθεί η προβλεπόμενη αύξηση της υπεραξίας, πρέπει ο «ελεύθερος» εργαζόμενος να αναγκαστεί να συμμετέχει στην άμεση διαδικασία εργασίας σύμφωνα με τις απαιτούμενες νόρμες εντατικότητας κλπ. Από τη στιγμή που το εργοστάσιο δεν μπορούσε πλέον να οργανώνει και να ελέγχει άμεσα και εξ ολοκλήρου την εργατική πειθαρχία, μέσα από την υποταγή της πόλης στους ρυθμούς και στις απαιτήσεις της βιομηχανικής παραγωγής, και στο μέτρο που η αναδιάρθρωση της σφαίρας της αναπαραγωγής ευνοούσε την ανάπτυξη των συνδικαλιστικών Σελίδα 7 / 11

διεκδικήσεων, η πραγματοποίηση της άμεσης διαδικασίας παραγωγής, απαιτούσε όλο και περισσότερο τη διασφάλιση της αναπαραγωγής της κεφαλαιακής σχέσης, δηλ. των σχέσεων παραγωγής εκμετάλλευσης και κυριαρχίας, στο πολιτικό, διοικητικό και ιδεολογικό επίπεδο. Την ευθύνη των αντίστοιχων δαπανών, όπως έχουμε ήδη αναφέρει επωμίστηκε το καπιταλιστικό κράτος. Έτσι, από την άμεση κυριαρχία της βιομηχανίας και των επιμέρους κεφαλαίων, ο χώρος της αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης άρχισε να περνά κάτω από την κυριαρχία των κρατικών μηχανισμών και του συνολικού κεφαλαίου. Ο τρόπος εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης (εξαγωγή απόλυτης ή σχετικής υπεραξίας) και ο τρόπος διασφάλισης των συνθηκών πραγματοποίησης της εκμετάλλευσης αυτής (δηλ. πραγματοποίησης της εκάστοτε υπεραξίας) αποτελούν μία ενότητα που διαμορφώνει αλλά και παράλληλα προϋποθέτει διαφορετικές κάθε φορά μορφές αστικής συγκέντρωσης. Στις αρχές του 19ου αιώνα, η ευημερία της βιομηχανίας (με δεδομένο το χαμηλό βαθμό διαίρεσης της εργασίας) απαιτούσε το μικρότερο δυνατό κόστος της εργασιακής δύναμης και του αστικού χώρου. Με τη βιομηχανική επανάσταση δημιουργούνταν νέες πόλεις (γύρω από τους τόπους εξόρυξης των πρώτων υλών, γύρω από τις πηγές ενέργειας και τους συγκοινωνιακούς κόμβους), που ο χώρος και ο χρόνος τους ήταν απόλυτα υποταγμένος στις απαιτήσεις και στους ρυθμούς των παραγωγικών μονάδων. Την ίδια εποχή, οι παλιές προβιομηχανικές πόλεις δέχονται τη βίαιη εισβολή της βιομηχανίας, με αποτέλεσμα τη διάσπαση του υπάρχοντος αστικού ιστού, και την αναδιάρθρωση του, με βάση τη νέα παραγωγική υποδομή και τη συγκέντρωση της εργατικής δύναμης. Οι εργαζόμενοι στοιβάζονται στα παραπήγματα των νέων πόλεων, στις εργατουπόλεις, στους οίκους εργασίας, σε οικισμούς στρατόπεδα, και στα ενοικιαζόμενα δωμάτια των παλιών αστικών κέντρων. Ο αστικός χώρος και η εργασιακή δύναμη αντιμετωπίζονται μέσα από βραχυπρόθεσμους οικονομικούς υπολογισμούς, με όρους άμεσου κόστους και κέρδους. Ο συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στο κεφάλαιο και στους εργαζόμενους, όντας συντριπτικά εις βάρος των τελευταίων, επέτρεπε τη δυνατότητα επιβολής υψηλών ποσοστών εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης. Η ανεπαρκής αναπαραγωγή της δεν δημιουργούσε προβλήματα στο κεφάλαιο, εφόσον η αγορά εργασίας μπορούσε να τροφοδοτείται συνέχεια από την αγροτική μετανάστευση και την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού. Με την ωρίμανση του μονοπωλιακού σταδίου του καπιταλισμού, νέα μέσα εμπορευματικών και κοινωνικοποιημένων μορφών κατανάλωσης ανασυντάσσουν τον κοινωνικό χώρο της αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης. Ωστόσο, η κοινωνική διανομή αυτών των νέων μέσων παρουσιάζει διαφοροποιημένες μορφές, χαρακτηριστικές των διαφορετικών τρόπων αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης στην ίδια ιστορική περίοδο, και μέσα στα γεωγραφικά όρια κάθε ξεχωριστού κοινωνικού σχηματισμού. Τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα καρπώνεται η μητροπολιτική περιοχή, ενώ τα μέρη που αναλογούν στις πόλεις των λιγότερο αναπτυγμένων και των υπανάπτυκτων περιφερειών είναι σαφώς υποδεέστερα. Οι ανισότητες στο βαθμό εξυπηρέτησης των περιφερειών από τα διάφορα είδη κοινωνικού εξοπλισμού δεν υπερκαλύπτονται αναγκαστικά. Η χωρική διάρθρωση, για παράδειγμα, της εκπαίδευσης και ορισμένων αναπαραγωγικών λειτουργιών που είναι απαραίτητες για την ενοποίηση του εθνικού κοινωνικού χώρου, παρουσιάζουν μικρότερες ανισότητες από όσο άλλα είδη εξοπλισμού. Η διαφοροποιημένη αυτή κατανομή στο χώρο, των εμπορευματικών και κοινωνικοποιημένων μορφών κατανάλωσης ανάμεσα στις μητροπόλεις και στις υπόλοιπες πόλεις, είναι παράλληλη με μία διαφοροποιημένη χωρική κατανομή των τύπων των βιομηχανικών επιχειρήσεων. Στη μητροπολιτική περιοχή συγκεντρώνονται κυρίως οι βιομηχανίες αιχμής, ενώ οι βιομηχανίες που στηρίζονται στην ένταση της εργασίας χαρακτηρίζουν περισσότερο τα αστικά κέντρα και τις καθυστερημένες ημιαστικές ζώνες της περιφέρειας. Για τις πρώτες, το αστικό περιβάλλον της μητρόπολης λειτουργεί σαν παραγωγική δύναμη από την άποψη της αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης, η ιδιαίτερη χωρική συνάρθρωση των διαφόρων ειδών κοινωνικού εξοπλισμού που το χαρακτηρίζει, λειτουργεί σαν βασικός παράγοντας για την παραπέρα ανάπτυξη και τον προσανατολισμό των κοινωνικοποιημένων μορφών κατανάλωσης. Ο χωροχρόνος μέσα στον οποίο οργανώνονται οι καταναλωτικές πρακτικές των εργαζομένων, εμφανίζεται στη μητρόπολη αναγκαστικά περιορισμένος. Η στενότητα του χρόνου και του εισοδήματος του εργατικού Σελίδα 8 / 11

νοικοκυριού μεταφράζονται σε χωρικούς περιορισμούς. Έτσι, το πλεονέκτημα της «ελεύθερης επιλογής», που υποτίθεται ότι προσφέρει το αστικό περιβάλλον αίρεται σε σημαντικό βαθμό από την άνιση κατανομή των κοινωνικών τάξεων στο χώρο. Οι πρακτικές δηλ. των εργαζομένων στην εκτός εργασίας ζωή του, σε ό,τι έχει σχέση με την ανάπαυση την ψυχαγωγία κλπ., αναγκάζονται να περιοριστούν μέσα σε ορισμένα προκαθορισμένα πλαίσια. Η εποπτεία και ο έλεγχος που ασκούσε το εργοστάσιο, στην προηγούμενη φάση, στην εξωτερική προς την εργασία ζωή των εργαζομένων, ασκούνται τώρα κατά κάποιο τρόπο έμμεσα από τους ρυθμούς και τις κοινωνικές ανισότητες της μητροπολιτικής ζωής, ανισότητες που απορρέουν από την εγγραφή των πολιτικοοικονομικών σχέσεων στην παραγωγή και τη διανομή του κοινωνικού χώρου, θα ήταν όμως απλούστευση να θεωρήσουμε ότι η διαδικασία αυτή δεν περιέχει αντιφάσεις, και ότι εκφράζει απόλυτα τα αποτελέσματα κάποιων εκλογικευμένων και ορθολογικών στρατηγικών καπιταλιστικής αστικοποίησης, κάτω από την κυριαρχία του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Πρόκειται περισσότερο για κυρίαρχες τάσεις μέσα στα πλαίσια της ταξικής κυριαρχίας, οι οποίες όμως διαμορφώνονται και αναπροσαρμόζονται κάθε φορά ανάλογα με το συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στους δύο πόλους της αντίθεσης κεφαλαίου και εργασίας. Αν η αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης τείνει να οργανωθεί, μέσα στο αστικό περιβάλλον της μητρόπολης, κατ' αναλογία της βιομηχανικής διαδικασίας εργασίας (όπου τα συλλογικά μέσα κατανάλωσης, ο δημόσιος χώρος, οι υπηρεσίες κλπ. παίζουν κατά κάποιο τρόπο το ρόλο των μέσων παραγωγής), έτσι που να ρυθμίζεται ανάλογα με τις ανάγκες της συσσώρευσης η παραγωγή της αξίας χρήσης και της ανταλλακτικής αξίας του εμπορεύματος «εργασιακή δύναμη», τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας δεν είναι μονοσήμαντα: εκτός από την ποσοτική τους επίδραση στο κόστος της εργασιακής δύναμης (τόσο από τη σκοπιά των μέσων συντήρησης, όσο και από τη σκοπιά της ειδίκευσης, επαγγελματικής και κοινωνικής), επιδρούν συγχρόνως ποιοτικά στον τρόπο ζωής των εργαζομένων, και δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την έκφραση των απαιτήσεων της εργατικής τάξης για τη σφαιρική ικανοποίηση των αναγκών της. Παράλληλα, ανοίγουν ένα νέο πεδίο άμυνας των εργαζομένων ενάντια στη μόνιμη τάση του κεφαλαίου για τη διατήρηση της τιμής της εργασιακής δύναμης κάτω από την αξία της. Από αυτήν την άποψη οι αγώνες των συνδικάτων γύρω από το θέμα του μισθού, και οι αγώνες που έχουν σαν αντικείμενο την κοινωνική διανομή των μορφών συλλογικής κατανάλωσης, είναι παραπληρωματικοί, με την έννοια ότι στοχεύουν στη συγκράτηση της πτώσης της αξίας της εργασιακής δύναμης και ενάντια στην αύξηση της εκμετάλλευσης της. Αστικός χώρος και μισθός Οι τρέχουσες προβληματικές γύρω από την πόλη, όσον αφορά τις αναπαραγωγικές λειτουργίες της, συλλαμβάνουν τον πληθυσμό της σαν ένα σύνολο καταναλωτών, που διαιρείται σε υποσύνολα, τις επιμέρους κοινωνικές ομάδες, με διάφορα κατά περίπτωση κριτήρια (επάγγελμα, ηλικία, εθνικότητα κ.ά.). Η σημασία της παραγωγικής δραστηριότητας των κατοίκων της υποσκελίζεται έτσι από την έμφαση στην καταναλωτική δραστηριότητα. Οι αστοί, οι «κάτοικοι της πόλης» είναι πριν απ' όλα καταναλωτές (χώρου, εμπορευμάτων, υπηρεσιών, πληροφορίας, κουλτούρας), και δευτερευόντως εργαζόμενοι. Η αντίληψη αυτή αποτελεί έναν από τους τρόπους με τους οποίους παρακάμπτονται στην ανάλυση του χώρου η σφαίρα της παραγωγής και το οικονομικό επίπεδο: οι κρατικές πολιτικές που έχουν σαν αντικείμενα την κοινωνική κατανάλωση, τον αστικό χώρο και τον κοινωνικό εξοπλισμό, ανάγονται στη σφαίρα της αναδιανομής του κοινωνικού προϊόντος και ως τέτοιες μπορούν να αυτονομηθούν από τις νομοτέλειες και τα όρια της διαδικασίας αξιοποίησης της καπιταλιστικής παραγωγής, αρκεί να υπάρχουν η ανάλογη πολιτική βούληση, κοινωνική συνείδηση στους πολίτες, δημοκρατικότητα στη λήψη απόφασης, συμμετοχικές βαθμίδες κλπ. Ανοίγει έτσι ο δρόμος για την άρση των αντιφάσεων ανάμεσα στην καπιταλιστική παραγωγή και στις συνθήκες αναπαραγωγής των εργαζόμενων, εφόσον η εκλογίκευση των διαδικασιών κοινωνικής αναπαραγωγής Σελίδα 9 / 11

θεωρείται απλό ζήτημα πολιτικών ρυθμίσεων και συσχετισμών. Αναφερθήκαμε ήδη στη σχέση ανάμεσα στην αξία της εργασιακής δύναμης και τον αστικό χώρο, ως τόπο όπου συναρθρώνονται μ' ένα ιδιαίτερο τρόπο οι κοινωνικοποιημένες μορφές συλλογικής κατανάλωσης. Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε πως οι αντίστοιχες κοινωνικές πολιτικές δεν αποσκοπούν στην αναδιανομή του συνολικού κοινωνικού προϊόντος, αλλά περιορίζονται σε μια αναδιανομή στο εσωτερικό των εισοδημάτων που βασίζονται στο μισθό. Η άνιση πρόσβαση των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων στα διάφορα είδη κοινωνικού εξοπλισμού (παρά το γεγονός ότι τυπικά απευθύνονται σε όλους τους κατοίκους της πόλης), νομίζουμε ότι ενισχύει αυτήν την άποψη. Εκτός από τους λόγους που απορρέουν από τις διαφορετικές κοινωνικές πρακτικές των κοινωνικών ομάδων (που οφείλονται σε διαφορετικά πολιτιστικά χαρακτηριστικά, αξίες, αναπαραστάσεις και γενικά τρόπους ζωής, παράγοντες, δηλ. που συμμετέχουν τελικά και αυτοί στον καθορισμό της αξίας της εργασιακής δύναμης) υπάρχουν και άλλοι που μπορούν να ερμηνευθούν απευθείας με βάση το μισθό. Αυτοί είναι: α. οι δυσκολίες γεωγραφικής προσπελασιμότητας. Το γεγονός ότι το κέντρο είναι συνήθως καλύτερα εξοπλισμένο κοινωνικά απ' ότι η περιφέρεια της μητρόπολης σε συνδυασμό με την άνιση κατανομή των κοινωνικών ομάδων μέσα στον αστικό χώρο (οι περιοχές κατοικίας της εργατικής τάξης συνήθως συγκεντρώνονται στην περιφέρεια) απαιτεί περισσότερες και μεγαλύτερες μετακινήσεις για τα εργατικά νοικοκυριά, β. η παροχή των υπηρεσιών ορισμένων ειδών κοινωνικού εξοπλισμού επί πληρωμή. Για κάθε λοιπόν κοινωνική τάξη, αλλά και για τα επιμέρους στρώματα τους (π.χ. ειδικευμένοι, ανειδίκευτοι εργάτες κλπ.), υπάρχει μια διαφορετική σχέση ανάμεσα στο κοινωνικό προϊόν της εργασίας της και στο τμήμα που της επιστρέφεται σαν αξία και πρόσβαση στη συλλογική κατανάλωση. Οι αστικές παροχές κατατάσσονται στα εισοδήματα που στηρίζονται στο μισθό, πράγμα που μας επιτρέπει να δούμε τα όρια των σχετικών πολιτικών. Η γενική τάση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής δεν είναι να ανεβάζει μα να κατεβάζει το μέσο επίπεδο των μισθών, ή να πιέζει την αξία της εργασίας περισσότερο ή λιγότερο προς το κατώτατο όριο της. Οι αστικές πολιτικές δεν μπορούν παρά να κινούνται παρόμοια γύρω από ένα κατώτατο όριο, το οποίο καθορίζεται κάθε φορά από την πάλη ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Οι αγώνες γύρω από το επίπεδο των αστικών παροχών και γενικότερα γύρω από την ποιότητα ζωής μέσα στην καπιταλιστική πόλη, είναι επομένως αναγκαίο σε καθημερινή βάση για τη συγκράτηση της αξίας της εργασιακής δύναμης, δεν αμφισβητούν όμως το σύστημα της μισθωτής εργασίας και γενικότερα τις κοινωνικοοικονομικές σχέσεις που βρίσκονται στη βάση των συνθηκών αναπαραγωγής των εργαζομένων. Επίλογος Με την αναφορά στη σχέση ανάμεσα στο μητροπολιτικό αστικό περιβάλλον και την αξία της εργασιακής δύναμης, θελήσαμε να προσεγγίσουμε έμμεσα μία από τις όψεις των «ορίων» που μπορεί να συναντά η γεωγραφική κινητικότητα του κεφαλαίου, και πιο συγκεκριμένα το φαινόμενο της βιομηχανικής αποκέντρωσης. Στο σημερινό στάδιο συσσώρευσης, και με δεδομένο το βαθμό ανάπτυξης της κοινωνικοποίησης των διαδικασιών αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης, η σημασία του αστικού περιβάλλοντος για την αναπαραγωγή αυτή (τόσο υλική όσο και ιδεολογική) γίνεται πιο κρίσιμη πολύ περισσότερο μάλιστα, καθώς τα περισσότερα από τα φυσικά εμπόδια που συναντά το κεφάλαιο στην κίνηση του μέσα στο χώρο χάνουν ολοένα και περισσότερο τη σημασία τους (π.χ. από την άποψη των πηγών ενεργείας, των πρώτων υλών, των μεταφορών, των αγορών κλπ.), και ο παράγοντας «εργασιακή δύναμη» αναδεικνύεται, σε βασικό κριτήριο για τη χωροθέτηση της σύγχρονης βιομηχανίας. Σελίδα 10 / 11

1.. Δες σχετικά το άρθρο του A.J. Scott: «Locational Patterns and Dynamics of Industrial Activity in the Modern Metropolis», στο Urban Studies (1982) 19, σελ. 111-142. 2. A. J. Scott, όπ.π. 3. Δες το άρθρο της Leontidou L., «Industrial restructuring and the relocation of manufacturing employment in postwar Athens», στο Πόλη και Περιφέρεια, (1983) 7, σελ. 79-106. 4. Στατιστικά στοιχεία του ΙΚΑ σε 100 υπό παρακολούθηση βιομηχανικές επιχειρήσεις της περιοχής πρωτευούσης, Οικονομικός ταχυδρόμος, Φ. 11, Μάρτιος 1985, σελ. 20. Βιβλιογραφία, Castells, M., «Sociologie de l'espace industriel», Ed. Anthropos, Paris, 1975. Gaudemar, J.P, «Mobilite du travail et accumulation du capital», ed. Maspero, Paris 1976. Lojkine, P., «Contribution a une theorie marxiste de Γ urbanisation capitaliste», Paris, Cahiers Internationaux de Sociologie 1972. Marx, K., «Le Capital», livre 1, Ed, Sociales, Paris, 1977. Μαρξ, Κ., «Μισθός, Τιμή, Κέρδος», θεμέλιο, Αθήνα, 1982. Μύλλερ, Β., Νόιζυς, Κ., «Σχετικά με τη θεωρία του κράτους κοινωνικής προνοίας», θέσεις, τεύχος 1, 1982. Palloix Ch., «De la socialisation», Ed. Maspero, Paris, 1981. Preteceille, E., «Equipements collectifs, structures urbaines, et consommation sociale», Centre de Sociologie Urbain, Paris, 1975. Σταμάτης, Γ., «Μη αναπαραγωγικές δαπάνες, κρατικές δαπάνες, κοινωνική αναπαραγωγή και κερδοφορία του κεφαλαίου», θέσεις, τεύχος 6, 1984. Journees d'etude sur le theme: «les travailleurs et les effets de la production sur les milieux et les modes de vie», Paris, 910 Mai 1980. Σελίδα 11 / 11