ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΙΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΜΗΜΑ ΔΙΕΘΝΩΝ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ - ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ, ΣΛΑΒΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ - ΑΝΩΤΑΤΗ ΔΙΑΚΛΑΔΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΟΛΕΜΟΥ Διπλωματική Εργασία «Η ΡΩΣΙΚΗ ΥΨΗΛΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΠΟΥΤΙΝ» του ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ ΒΑΒΟΥΡΑΚΗ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΛΙΤΣΑΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2016
ΣΕΛΙΔΑ ΣΚΟΠΙΜΑ ΚΕΝΗ
Υπεύθυνη Δήλωση «Δηλώνω υπευθύνως ότι, όλα τα στοιχεία σε αυτήν την εργασία τα απέκτησα, τα επεξεργάσθηκα και τα παρουσιάζω, σύμφωνα με τους κανόνες και τις αρχές της ακαδημαϊκής δεοντολογίας, καθώς και τους νόμους που διέπουν την έρευνα και την πνευματική ιδιοκτησία. Δηλώνω επίσης υπευθύνως ότι, όπως απαιτείται από αυτούς τους κανόνες, αναφέρομαι και παραπέμπω στις πηγές όλων των στοιχείων που χρησιμοποιώ και τα οποία δεν συνιστούν πρωτότυπη δημιουργία μου» Ημερομηνία: 27 Δεκ 16 Ο Δηλών Παντελεήμων Βαβουράκης
ΣΕΛΙΔΑ ΣΚΟΠΙΜΑ ΚΕΝΗ
i ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ...1 ΓΕΝΙΚΑ...1 Η ΑΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ...9 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 : ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ...12 1.1 : ΓΕΝΙΚΑ...12 1.2 : ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ...15 1.3 : ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΙΣΧΥ...19 1.4 : ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΚΡΑΤΩΝ...21 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 : Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΕ ΑΥΤΗΝ...24 2.1 : Η ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ...24 2.2 : ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ...24 2.3 : Ο ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ...28 2.4 : ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ...35 2.4.1 : ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΡΑΒΙΚΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ...35 2.4.2 : Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΗΠΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ...38 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 : Η ΥΨΗΛΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ...46
ii 3.1 : Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΥΨΗΛΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ...46 3.2 : Η ΡΩΣΙΚΗ ΥΨΗΛΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ...51 3.2.1 : ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ...52 3.2.2 : ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΠΟΥΤΙΝ...55 3.3 : Η ΡΩΣΙΚΗ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ...62 3.4 : Η ΡΩΣΙΚΗ ΗΠΙΑ ΙΣΧΥΣ...65 3.4.1 : Η ΡΩΣΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ...65 3.4.2 : Η ΡΩΣΙΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ...70 3.5 : Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ...72 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 : ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ ΜΕ ΤΙΣ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ...75 4.1 : ΕΛΛΑΔΑ...75 4.2 : ΚΥΠΡΟΣ...81 4.3 : ΤΟΥΡΚΙΑ...87 4.4 : ΣΥΡΙΑ...92 4.5 : ΛΙΒΑΝΟΣ...98 4.6 : ΙΣΡΑΗΛ...101 4.7 : ΑΙΓΥΠΤΟΣ...105 4.8 : ΛΙΒΥΗ...109
iii ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 : Η ΡΩΣΙΚΗ ΥΨΗΛΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ...113 5.1 : Η ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ...113 5.2 : ΤΟ ΣΚΗΝΙΚΟ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ...122 5.3 : Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ...126 5.4 : ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ - ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ...139 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 : ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ...148 6.1 : ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ...149 6.2 : Ο ΡΩΣΟΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ...155 6.3 : Η ΕΥΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ...159 6.4 : Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ...163 ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ...167 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...170 ΒΙΒΛΙΑ...170 ΑΡΘΡΑ...172 ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ...173
iv ΣΕΛΙΔΑ ΣΚΟΠΙΜΑ ΚΕΝΗ
v "Τα αγαθά κόποις κτώνται." Αριστοτέλης (384-322 π.χ.) ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον μου για την υψηλή στρατηγική, που χαράσσεται από ένα κράτος στο διεθνές σύστημα, αποτέλεσε κύρια την αφορμή για την εκπόνηση της παρούσας διπλωματικής εργασίας με τίτλο: "Η Ρωσική Υψηλή Στρατηγική στην Ανατολική Μεσόγειο κατά την Περίοδο Πούτιν", η οποία ολοκληρώθηκε κατά το Ακαδημαϊκό έτος 2015-16, στα πλαίσια του Διατμηματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών (ΔΠΜΣ) στις Διεθνείς Σχέσεις και Ασφάλεια του ΠΑ.ΜΑΚ. σε συνεργασία με την ΑΔΙΣΠΟ, υπό την επίβλεψη του Αναπληρωτή Καθηγητή κ. Σπυρίδονα Λίτσα. Στη συνέχεια θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες μου σε όσους βοήθησαν στην ολοκλήρωση της διπλωματικής μου εργασίας και πιο συγκεκριμένα: α. Στον κ. Σπυρίδονα Λίτσα, Καθηγητή του Πανεπιστήμιου Μακεδονίας, ο οποίος με την άψογη διδασκαλία του στο μάθημα της "Στρατηγικής Ι", με βοήθησε να κατανοήσω το χώρο και τη σημασία της στρατηγικής στις διεθνείς σχέσεις. Πρόκειται για ένα αντικείμενο που με ενδιαφέρει πολύ, λόγω της ύπαρξης μελλοντικού ενδιαφέροντος ενασχόλησής μου με τα κοινά της χώρας μας. Η διδασκαλία του κ. Καθηγητή υπήρξε ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα για εμένα. Επίσης, τον ευχαριστώ για την ανάθεση του θέματος, τη συνεχή καθοδήγησή του και την πολύτιμη βοήθειά του κατά την εκπόνηση αυτής της εργασίας. β. Στους φίλους μου, Ζαφείρη και Θανάση, για την ανθρώπινη συμπαράστασή τους. γ. Τέλος, στην οικογένειά μου για τη συνεχή υποστήριξη και φροντίδα που μου προσφέρει σε όλη τη διάρκεια των σπουδών μου και ιδιαίτερα στη γυναίκα μου, Μαρία, για την ανεκτίμητη και αμέριστη συμπαράστασή της, στον δέκα ετών γιο μου, Νικόλα και στην επτά ετών κόρη μου, Αναστασία, για τη χαρά που μου χαρίζουν με το μεγάλο και λαμπερό τους χαμόγελο. Παντελής Βαβουράκης Μυτιλήνη, Δεκέμβριος 2016
vi ΣΕΛΙΔΑ ΣΚΟΠΙΜΑ ΚΕΝΗ
1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΓΕΝΙΚΑ Η Ρωσία είναι η μεγαλύτερη σε έκταση χώρα στον κόσμο με 17.075.400 τετραγωνικά χιλιόμετρα και καλύπτει μεγάλο μέρος της Ευρασίας. Ο πληθυσμός της ανέρχεται στο ύψος των 146.270.033 κατοίκων και αποτελεί την ένατη χώρα σε αυτή τη λίστα παγκοσμίως, σύμφωνα με στοιχεία του 2015 1. Είναι η εξέλιξη της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης. Ως Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ) μεσουράνησε κατά τη περίοδο του Ψυχρού Πολέμου (1945-1989), ως υπερδύναμη στο διαμορφούμενο την εποχή εκείνη διπολικό διεθνές σύστημα και αποτέλεσε το αντίπαλο δέος των ΗΠΑ, μέχρι την οριστική κατάρρευσή της. Ο John J. Mearsheimer θεωρεί ότι πολλοί αναλυτές, στη Δύση ειδικά, φαίνεται να πιστεύουν ότι η «διαρκής ειρήνη» 2 μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων έχει επιτέλους επέλθει. Σύμφωνα με το επιχείρημα αυτό, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου σηματοδότησε μια θεμελιώδη αλλαγή στο πώς οι μεγάλες δυνάμεις αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Λένε ότι έχουμε εισέλθει σε έναν κόσμο όπου υπάρχει ελάχιστη πιθανότητα να εμπλακούν οι μεγάλες δυνάμεις σε ανταγωνισμό ασφαλείας μεταξύ τους πόσο μάλλον σε πόλεμο, ο οποίος έχει καταστεί κατά το πλείστο ξεπερασμένος ως επιλογή. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, οι μεγάλες δυνάμεις δεν βλέπουν πλέον η μία την άλλη ως δυνητικούς στρατιωτικούς αντιπάλους, αλλά αντ' αυτού ως μέλη μιας οικογένειας εθνών, μέλη αυτού που μερικές φορές αποκαλείται η «διεθνής κοινότητα» 3. Οι προοπτικές συνεργασίας αφθονούν σε αυτόν τον πολλά υποσχόμενο νέο κόσμο, έναν κόσμο που αναμένεται να φέρει αυξημένη ευημερία και ειρήνη σε όλες τις μεγάλες δυνάμεις. Δυστυχώς όμως, ο ισχυρισμός ότι ο ανταγωνισμός ασφαλείας και ο πόλεμος μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων έχουν εξαλειφθεί από το διεθνές σύστημα δεν είναι ορθός. Για την ακρίβεια, υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ότι, κάτι τέτοιο μπορεί να είναι αν μη τι άλλο ουτοπικό. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι, ένας 1 https://el.wikipedia.org/wiki/ρωσία 2 Η φράση «διαρκής ειρήνη» έγινε γνωστή από τον Immanuel Kant (Kant 1970, 93-130). 3 (Mearsheimer 2006, 24)
2 πόλεμος είναι πιθανός, αλλά το ενδεχόμενό του και μόνο υπενθυμίζει ότι η απειλή του πολέμου μεταξύ μεγάλων δυνάμεων δεν έχει εξαφανιστεί. Παρά του ότι η ένατση του ανταγωνισμού αυξομειώνεται κατά χρονικές περιόδους, οι μεγάλες δυνάμεις φοβούνται όντως η μία την άλλη και πάντοτε ανταγωνίζονται μεταξύ τους για όλο και περισσότερη ισχύ. Ο τελικός σκοπός τους είναι να υπερισχύσουν αυτές έναντι όλων των άλλων, να είναι δηλαδή η κάθεμια από αυτές ο ηγεμόνας, η μοναδική μεγάλη δύναμη στο σύστημα 4. Στο διεθνές σύστημα δεν υπάρχουν δυνάμεις που να επιθυμούν τη διατήρηση του status quo, πλην του περιστασιακού ηγεμόνα που θέλει να διατηρήσει την κυρίαρχη θέση του απέναντι σε δυνητικούς ανταγωνιστές. Οι μεγάλες δυνάμεις σπανίως είναι ικανοποιημένες με την υφιστάμενη κατανομή ισχύος. Αντιθέτως, έχουν συνεχές κίνητρο να την αλλάξουν υπέρ τους. Σχεδόν πάντοτε έχουν αναθεωρητικές προθέσεις και θα χρησιμοποιήσουν βία, εάν παραστεί ανάγκη, για να αλλάξουν την ισορροπία ισχύος 5, αν θεωρήσουν ότι αυτό είναι προς όφελός τους και μπορεί να γίνει με κάποιο λογικό τίμημα. Όμως, επειδή κανένα κράτος δεν είναι πιθανό να επιτύχει παγκόσμια ηγεμονία, κυρίως λόγω της ανασχετικής δύναμης του νερού, ο κόσμος είναι καταδικασμένος σε έναν διαρκή ανταγωνισμό μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Αυτή η ανελέητη επιδίωξη της ισχύος σημαίνει ότι, οι μεγάλες δυνάμεις τείνουν να επιζητούν ευκαιρίες, με σκοπό να αλλάξουν την κατανομή της παγκόσμιας ισχύος προς όφελός τους. Θα αδράξουν την κατάλληλη ευκαρία αν έχουν τη συγκεκριμένη ικανότητα να το κάνουν κάποια δεδομένη χρονική στιγμή. Με απλά λόγια οι μεγάλες δυνάμεις ειναι έτοιμες να αναλάβουν επιθετικές δράσεις. Παράλληλα, μια μεγάλη δύναμη προσπαθεί, όχι μόνο να αποκτήσει ισχύ σε βάρος κάποιας άλλης, αλλά επίσης προσπαθεί να εμποδίσει τους ανταγωνιστές της να αποκτήσουν ισχύ σε βάρος της. Έτσι, μια μεγάλη δύναμη θα υπερασπιστεί την ισορροπία ισχύος όταν η διαγραφόμενη αλλαγή ευννοεί ένα άλλο κράτος και θα προσπαθήσει να την υπονομεύσει όταν η κατεύθυνση της αλλαγής είναι υπέρ της 6. 4 (Mearsheimer, 2006, σ. 25) 5 Η ισορροπία ισχύος είναι μια έννοια που έχει πληθώρα ερμηνειών (Haas 1953, 442-477). 6 (Mearsheimer, 2006, σ. 26)
3 Ως εκ τούτου, η δομή του διεθνούς συστήματος είναι τέτοια, που υποχρεώνει ακόμα και κράτη, τα οποία το μόνο που θέλουν είναι να παραμείνουν ασφαλή, να ενεργούν παρά ταύτα επιθετικά το ένα απέναντι στο άλλο 7. Για να συμβεί αυτό συνδυάζονται τρία στοιχεία του διεθνούς συστήματος, τα οποία κάνουν τα κράτη να φοβούνται το ένα το άλλο. Κατά πρώτον, είναι η απουσία μιας κεντρικής εξουσίας, η οποία να βρίσκεται πάνω από όλα τα κράτη και να μπορεί να προστατεύει το ένα από το άλλο. Δεύτερον, το γεγονός ότι τα κράτη πάντοτε έχουν κάποια επιθετική στρατιωτική ικανότητα, την οποία μπορούν να χρησιμοποιήσουν όταν οι συνθηκες είναι ευνοϊκές για αυτά. Τρίτον, το γεγονός ότι τα κράτη ποτέ δεν μπορούν να είναι σίγουρα για τις προθέσεις των άλλων κρατών. Με δεδομένο αυτό τον φόβο, ο οποίος ουδέποτε μπορεί να εξαλειφθεί πλήρως, τα κράτη αναγνωρίζουν ότι όσο περισσότερο ισχυρά είναι σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους, τόσο καλύτερη τύχη επιβίωσης έχουν. Οι μεγάλες δυνάμεις προσδιορίζονται σε μεγάλο βαθμό με βάση τη σχετική τους στρατιωτική ικανότητα. Προκειμένου να χαρακτηριστεί ως μεγάλη δύναμη, ένα κράτος θα πρέπει να διαθέτει επαρκή στρατιωτικά στοιχεία, ενώ ο διεκδικητής θα πρέπει απλά να έχει τη λογική πιθανότητα να μπορεί να φθείρει το κυρίαρχο κράτος, έτσι ώστε να καταφέρει τελικά να ανατρέψει τον υφιστάμενο συσχετισμό ισχύος προς όφελός του και να επιτύχει τους σκοπούς του. Οι μεγάλες δυνάμεις ως εκ τούτου επιζητούν ευκαιρίες για να αποκτήσουν ισχύ σε βάρος των άλλων. Έτσι, τα πολυπολικά συστήματα είναι περισσότερο επιρρεπή σε αλλαγές σε σχέση με τα διπολικά, ενώ τα πολυπολικά που περιέχουν ιδιαίτερα ισχυρά κράτη, που είναι δυνητικοί ηγεμόνες, είναι τα πλέον επικίνδυνα συστήματα. Η θεωρία του επιθετικού ρεαλισμού 8 επικεντρώνεται κύρια στις μεγάλες δυνάμεις, επειδή αυτά τα κράτη ασκούν τη μέγιστη επίδραση σε ότι συμβαίνει στη διεθνή πολιτική. Οι τύχες όλων των κρατών, τόσο των μεγάλων δυνάμεων όσο και των μικρότερων δυνάμεων, καθορίζονται πρωτίστως από τις αποφάσεις και τις πράξεις των κρατών που διαθετουν τις μεγαλύτερες ικανότητες. Η ύπαρξη μιας θεωρίας θα βοηθήσει να τεθούν οι βάσεις εκείνες πάνω στις οποίες θα μπορούν να ληφθούν αποφάσεις για να καταδειχθεί πώς θα 7 (Mearsheimer, 2006, σ. 26) 8 Παρά ταύτα, η θεωρία αφορά και τις μικρότερες δυνάμεις, αν και οριμένες από αυτές περισσότερο από κάποιες άλλες (Mearsheimer 2006, 29).
4 συμπεριφερθούν τα κράτη στο διεθνές σύστημα. Γενικά, οι θεωρίες περιγράφουν το πως λειτουργεί ο κόσμος και βοηθούν να γίνει κατανοητό το πώς οι διαμορφωτές πολιτικής καθορίζουν τους σκοπούς που επιδιώκουν και επιλέγουν τα μέσα για να τους πετύχουν. Ο επιθετικός ρεαλισμός θεωρεί ότι το διεθνές σύστημα διαμορφώνει έντονα τη συμπεριφορά των κρατών 9. Ο John J. Mearsheimer υποστηρίζει ότι, δομικοί παράγοντες, όπως η αναρχία και η κατανομή ισχύος, είναι αυτοί που έχουν τη μεγαλύτερη σημασία προκειμένου να εξηγήσει κανείς τη διεθνή πολιτική 10. Η θεωρία του επιθετικού ρεαλισμού δίνει μικρή προσοχή στα άτομα ή σε πολιτικούς συλλογισμούς, όπως η ιδεολογία. Τείνει να αντιμετωπίζει τα κράτη σαν μαύρα κουτιά ή μπάλες μπιλιάρδου. Αυτοί όμως οι παράγοντες που έχουν παραλειφθεί ενίοτε κυριαρχούν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων ενός κράτους. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο επιθετικός ρεαλισμός δεν πρόκειται να αποδόσει τόσο καλά. Όμως, όπως θα γίνει εμφανές η Ρωσία είναι μια μεγάλη δύναμη, της οποίας η πορεία καθορίζεται με βάση ένα πλάνο που καταρτίζεται μεν από συλλογικά όργανα και εφαρμόζεται μέσα στην πορεία του χρόνου ανεξάρτητα με το ποιος είναι ο ηγέτης μια δεδομένη χρονική στιγμή, χωρίς βέβαια δε αυτό να σημαίνει ότι οι μεγάλοι ηγέτες δεν έχουν την ικανότητα να επηρεάζουν σημαντικά τις αποφάσεις που λαμβάνονται από τα συλλογικά όργανα που διαμορφώνουν τις εκάστοτε ακολουθούμενες πολιτικές. Η ισχύς είναι το νόμισμα της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων και τα κράτη ανταγωνίζονται μεταξύ τους γι' αυτή. Ότι είναι τα χρήματα για τα οικονομικά είναι η ισχύς για τις διεθνείς σχέσεις 11. Η δομή του διεθνούς συστήματος ενθαρρύνει τα κράτη να επιδιώξουν την ηγεμονία. Το διεθνές σύστημα είναι μονοπολικό, όταν διευθύνεται από μια μεγάλη δύναμη, διπολικό, όταν ελέγχεται από δύο μεγάλες δυνάμεις και πολυπολικό, όταν κυριαρχείται από τρεις η περισσότερες μεγάλες δυνάμεις. Ο εκβιασμός και ο πόλεμος είναι οι βασικές στρατηγικές που τα κράτη χρησιμοποιούν για να αποκτήσουν ισχύ, ενώ η εξισορρόπηση και η μεταφορά των βαρών είναι οι κύριες στρατηγικές που οι μεγάλες δυνάμεις χρησιμοποιούν για να διατηρήσουν την κατανομή ισχύος, όταν αντιμετωπίζουν έναν επικίνδυνο 9 (Mearsheimer, 2006, σ. 39) 10 (Mearsheimer 2006, 39) 11 (Mearsheimer 2006, 41-42)
5 ανταγωνιστή. Με την εξισορρόπηση, το απειλούμενο κράτος αποδέχεται το βάρος της αποτροπής του αντιπάλου και δεσμεύει σημαντικούς πόρους, προκειμένου να επιτύχει αυτό τον σκοπό. Με τη μεταφορά των βαρών, το κράτος που κινδυνεύει, προσπαθεί να κάνει κάποιο άλλο κράτος να σηκώσει το βάρος της αποτροπής ή της κατανίκησης του αντιπάλου 12. Από την πλευρά του ο Hedley Bull 13 θεωρεί τις διεθνείς σχέσεις ένα πολύπλοκο σύνολο σχέσεων μεταξύ κρατών που συνιστούν μια διεθνή κοινωνία και όχι μόνο ένα σύστημα κρατών. Έτσι, όταν ο Bull εξετάζει την αλληλεπίδραση των κρατών ενδιαφέρεται και για άλλα πράγματα πέρα από τις σχέσεις ισχύος, όπως είναι τα κοινά συμφέροντα, οι κανόνες και οι θεσμοί 14. Αυτό του επιτρέπει να εξετάσει τις όποιες συγκρούσεις μεταξύ των κρατών, όχι μόνο σαν έκβαση των συγκρούσεων ισχύος, αλλά και ως πιθανά όργανα της τάξης. Παράλληλα, του επιτρέπει να εξετάσει μοντέλα τάξης διαφορετικά από την ισορροπία ισχύος και τον πόλεμο, όπως η διπλωματία και το διεθνές δίκαιο, όπου επίσης διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο. Αυτή η προσέγγιση έχει δύο προσόντα. Πρώτον, επανεισάγει στη μελέτη του διεθνούς συστήματος τρείς παράγοντες που παραλείπονται από τον Waltz και τον Mearsheimer, τις διεθνικές ιδέες, τους θεσμούς και τη αλληλεξάρτηση. Δεύτερον, εφιστά τη προσοχή όλων στη σχέση μεταξύ των αλληλεπιδράσεων των κρατών και των φύσεων των θεσμών τους. Με άλλα λόγια, ο Bull δεν εξετάζει απλά την κατανομή ισχύος μεταξύ των μονάδων, αλλά και τις ίδιες τις μονάδες. Ο Bull θεωρεί 15 ότι η διατήρηση της τάξης στην σύγχρονη παγκόσμια πολιτική οφείλεται σε θεσμούς της διεθνούς κοινωνίας που προέκυψαν και συνεχίζουν να λειτουργούν κύρια μέσα από τους Διεθνείς Οργανισμούς. Οι θεσμοί είναι εκφράσεις του στοιχείου της συνεργασίας μεταξύ των κρατών για τη διατήρηση της διεθνούς τάξης, αλλά και ταυτόχρονα ένα μέσο διατήρησης αυτής της συνεργασίας. Οι θεσμοί αυτοί κατά τον Bull είναι η ισορροπία ισχύος, το διεθνές δίκαιο, η διπλωματία, ο πόλεμος και οι μεγάλες δυνάμεις. 12 (Mearsheimer 2006, 43) 13 (Bull, 2001) 14 (Bull, 2001, σσ. 108-117) 15 (Bull, 2001, σσ. 114-117)
6 Ένα από τα αδύνατα σημεία στον ρεαλισμό είναι η ερμηνεία του πώς τα κράτη προσδιορίζουν τα συμφέροντά τους και, αν διδασκόμενα από την εμπειρία, τα μεταβάλλουν και τα επαναπροσδιορίζουν. Επιπλέον, μπορεί να τεθεί η ερώτηση και αν λόγω της εμπειρίας μπορούν από την κατάσταση του ανταγωνισμού να περάσουν στη συνεργασία 16. Κατά τον Nye 17, η μάθηση, η εμπειρία και ο πιθανός αναπροσανατολισμός μπορεί να οφείλονται σε εσωτερικές αλλαγές εξουσίας (π.χ. αλλαγή πολιτικής ελίτ), σε γενικότερες αλλαγές απόψεων μιας εποχής (π.χ. η απόρριψη της αποικιοκρατίας), καθώς και σε ενσυνείδητη αλλαγή, λόγω αλλαγής δεδομένων και πληροφοριών. Βέβαια, η εκμάθηση μπορεί να είναι θετική ή αρνητική (μη επιθυμητή). Στις ομάδες, όπως οι κυβερνήσεις και οι κοινωνίες, υπάρχει θεσμική μνήμη και διαδικασίες, η εκμάθηση είναι βραδύτερη και εξαρτάται από τα κανάλια επικοινωνίας μεταξύ της κοινής γνώμης, κοινωνικών ομάδων και κυρίαρχων πολιτικών ελίτ 18. Από την άλλη πλευρά στη βάση της πλουραλιστικής θεώρησης έχουν δημιουργηθεί τρεις ομάδες θεωριών, που μπορεί να χρησιμεύσουν για να αντιληφθεί και να αναλύσει κανείς το φαινόμενο της διεθνούς συνεργασίας που παρατηρείται εντόνως στις διεθνείς σχέσεις. Στην πρώτη ομάδα ανήκουν οι θεωρίες της περιφερειακής ή υπερεθνικής ολοκλήρωσης. Τη δεύτερη ομάδα αποτελεί η θεωρία της αλληλεξάρτησης, που είναι εμποτισμένη από τις βασικές ιδέες των θεωριών της ολοκλήρωσης. Στην τρίτη ομάδα βρίσκονται οι θεωρίες περί διεθνών καθεστώτων, οι οποίες στηρίζονται και αποτελούν εξέλιξη των δύο προηγουμένων, ιδιαίτερα της δεύτερης ομάδας. Οι θεωρίες αυτές αποτελούν στη βιβλιογραφία των Διεθνών Σχέσεων τον κορμό της σύγχρονης μη μαρξιστικής διεθνούς πολιτικής οικονομίας 19. Έτσι, για να εξηγήσει την αύξηση των οργανισμών ή την επέκταση των τομέων αρμοδιότητάς τους, ο David Mitrany δημιούργησε το δόγμα των διακλαδώσεων, όπου σύμφωνα με αυτό η ανάπτυξη συνεργασίας σε έναν τεχνικό τομέα είναι αποτέλεσμα μιας διαπιστωμένης ανάγκης και γεννά μια παρόμοια ανάγκη για λειτουργική συνεργασία σε άλλο τομέα 20. Ακολούθως, κατά τον Joseph 16 (Κουσκουβέλης, 2004, σ. 470) 17 (Nye, 1987, σ. 378) 18 (Nye, 1987, σ. 381) 19 (Κουσκουβέλης, 2004, σ. 435) 20 (Κουσκουβέλης, 2004, σ. 443)
7 Nye 21 υπάρχουν επτά διαδικαστικοί μηχανισμοί που προωθούν την ολοκλήρωση και είναι η λειτουργική διασύνδεση αρμοδιοτήτων ή έννοια της διάχυσης, η αύξηση των συναλλαγών, οι δεσμοί σκοπιμότητας (επιδιωκόμενη - σκόπιμη διάχυση) και η συγκρότηση συνασπισμών 22, η κοινωνικοποίηση των ελίτ, η δημιουργία περιφερειακών ομάδων, η έλξη της ιδεολογικής ταυτότητας και η εμπλοκή εξωτερικών παραγόντων στη διασικασία 23. Την κυρίαρχη όμως θέση κατέχει η έννοια της διάχυσης (spill over), σύμφωνα με τον Haas 24. Ακολούθως, οι Robert Keohane και Joseph Nye, όρισαν την έννοια της αλληλεξάρτησης, απλά ως αμοιβαία εξάρτηση. Η αλληλεξάρτηση στην παγκόσμια πολιτική περιγράφει καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από αμοιβαίες συνέπειες (effects) μεταξύ κρατών ή μεταξύ παραγόντων σε διάφορες χώρες 25. Οι συνέπειες αυτές είναι συχνά το αποτέλεσμα διεθνών ανταλλαγών, όπως διακίνηση χρημάτων, αγαθών, ατόμων και μηνυμάτων, πέρα από τα εθνικά όρια. Το σύνολο των επαφών σημαίνει διασύνδεση, αλλά όχι απαραίτητα και αλληλεξάρτηση 26. Η δημιουργία της αλληλεξάρτησης εξαρτάται από το κατά πόσο οι ανταλλαγές δημιουργούν αμοιβαία και όχι απαραιτήτως συμμετρικά δεσμεύσεις, περιορισμούς ή κόστος 27. Όσες περισσότερες είναι οι ανταλλαγές και όσο μεγαλύτερες είναι οι δεσμεύσεις και το κόστος που μπορεί να επιφέρει η αθέτησή τους, τόσο πιο σύνθετη είναι η αλληλεξάρτηση 28. Η εξέλιξη αυτών των σχέσεων δύναται να οδηγήσει στη δημιουργία διεθνών καθεστώτων, όπου το κάθε διεθνές καθεστώς "φωλιάζει" σε συμφωνίες γενικότερου χαρακτήρα, που καλύπτουν περισσότερους τομείς 29. Τα διεθνή καθεστώτα δεν απορρεόυν από μια φυσική κατάσταση. Προϋπάρχει ένα πλαίσιο συσχετισμών ισχύος, προσδοκιών αξιών και συνθηκών. Ο συσχετισμός τους είναι το αποτέλεσμα επιλογών από τους παράγοντες του διεθνούς συστήματος που 21 (Κουσκουβέλης, 2004, σ. 446) 22 "Τα προβλήματα συνδέονται σκόπιμα όλα μαζί σε μια διαπραγμάτευση-πακέτο όχι λόγω τεχνολογικής αναγκαιότητας, αλλά εξαιτίας πολιτικών και ιδεολογικών προβολών και πολιτικών ρεαλιστικών δυνατοτήτων" (Nye J. S., 1971, p. 68). 23 (Nye J. S., 1971, pp. 56-58,65) 24 (Haas, 1964, pp. 47-48) 25 (Keohane & Nye, 1975, p. 8) 26 (Κουσκουβέλης, 2004, σ. 449) 27 (Keohane & Nye, 1975, σ. 9) 28 (Keohane & Nye, 1975, σσ. 24-25) 29 (Keohane, The demand for international regimes, 1982)
8 έγιναν μεταξύ άλλων στα πλαίσια των περιορισμών και των ευκαυριών που παρουσιάζει το τελευταίο 30. Έτσι, ο Keohane συνιστά πρόταση για βελτίωση του κλασικού και του δομικού ρεαλισμού με στοιχεία από την πλουραλιστική θεώρηση. Σε αυτήν την πρόταση, γνωστή ως τροποποιημένος δομικός ρεαλισμός, δίνεται μεγαλύτερη έμφαση και προσοχή στους διεθνείς θεσμούς γενικότερα, ενώ το αξίωμα ότι τα κράτη επιζητούν πάντα τη στρατιωτική ισχύ περιορίζεται σημαντικά, καθώς αυτά, ιδιαίτερα όταν επικρατούν ευνοϊκές συνθήκες στο σύστημα μπορούν να στρέψουν την προσοχή τους και σε άλλα ενδιαφέροντα, όπως για παράδειγμα στην οικονομία 31. Στη διάρκεια των προηγουμένων δεκαετιών, τόσο της ψυχροπολεμικής όσο και της μεταψυχροπολεμικής εποχής, η Ανατολική Μεσόγειος αποτέλεσε κύριο χώρο ενδιαφέροντος των διεθνών συνασπισμών και των μεγάλων διεθνών δρώντων, αλλά και χώρο δραστηριοτήτων τρομοκρατίας και διακίνησης όπλων. Παραλλήλως, έγιναν σημαντικές προσπάθειες ανάπτυξης συνεργασίας μεταξύ της βόρειας και της νότιας ακτής της μεσογειακής ανατολικής λεκάνης με στόχο τη σταθερότητα, την οικονομική συνδρομή προς τις φτωχές νότιες χώρες, την επίλυση θεμάτων τρομοκρατίας, λαθρομετανάστευσης, ενεργειακών πόρων, ρύπανσης, καθώς και άλλα πολλά επωφελή πράγματα. Κατά τα τελευταία έτη, νέες διεθνείς απειλές και προκλήσεις ανέκυψαν στην ευρύτερη ανατολική μεσογειακή περιοχή, οι οποίες δημιούργησαν την ανάγκη αυξημένων δυνατοτήτων έγκαιρης ενημέρωσης, μέτρων πρόληψης και αντίδρασης. Η ανάπτυξη των ενεργειακών δικτύων οδηγεί σε περισσότερες διασυνοριακές υποδομές, η ασφάλεια και η λειτουργικότητα των οποίων επηρεάζει πολλές χώρες. Η ανακάλυψη νέων ενεργειακών πηγών εντός του χώρου της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου πυροδοτεί την ήδη τεταμένη κατάσταση στην περιοχή. Η ενεργειακή ασφάλεια αποτελεί αντικείμενο ανησυχίας στην ευρύτερη μεσογειακή περιοχή, δεδομένου ότι σε αυτήν υπάρχουν τεράστια αποθέματα ενεργειακών πόρων, καθώς επίσης και δίκτυα αγωγών που μεταφέρουν την ενέργεια στις ακτές της Ανατολικής Μεσογείου. Η ύπαρξη ενός ασφαλούς και 30 (Κουσκουβέλης, 2004, σσ. 457-458) 31 (Κουσκουβέλης, 2004, σ. 77)
9 σταθερού περιβάλλοντος είναι σημαντική όχι μόνο για τις χώρες που εισάγουν, αλλά και για τις χώρες της περιοχής που παράγουν, καθώς και για εκείνες μέσω των οποίων διέρχεται το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Το φαινόμενο της «Αραβικής Άνοιξης», το οποίο είναι σε εξέλιξη, αφορά ξεκάθαρα ένα πολιτικό συμβάν με διεθνή ακτινοβολία, που πέρα από κάθε αμφιβολία θα επηρεάσει τη φυσιογνωμία της Βορείου Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Αφορά κύρια το εσωτερικό των αραβικών κρατών, αλλά έχει αναμφίβολα και διεθνείς προεκτάσεις. Αν και πρωτογενώς αποτελεί μια εσωτερική διαδικασία πολιτικής ωρίμανσης των αραβικών κρατών και κοινωνιών, εντούτοις η διάσταση των εσωτερικών συγκρούσεων και η εξωστρέφεια που εκπέμπει προσφέρονται για μια ενδελεχή προσέγγιση, όσον αφορά τις σχέσεις που δημιουργούνται ιδιαίτερα ανάμεσα σε αυτά και τις μεγάλες και περιφερειακές δυνάμεις. Τέλος, η εφαρμογή του νέου δόγματος των ΗΠΑ με την εν μέρει αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από τα τεκταινόμενα της περιοχής και τη μετατόπιση του κύριου ενδιαφέροντός τους προς τη μακρινή ανατολή, ήτοι την Κεντρική Ασία και τον Ειρηνικό Ωκεανό, έχει δημιουργήσει νέα δεδομένα στην Ανατολική Μεσόγειο. Έτσι, ο κυρίαρχος και πρωτεύων ρόλος φαίνεται να έχει παραδοθεί πλέον από τις ΗΠΑ στη Ρωσία, πράγμα το οποίο δημιουργεί σημαντικές ευκαιρίες, αλλά και αυξάνει ταυτόχρονα τις απειλές και τους κινδύνους για την αναδυόμενη υπερδύναμη της Ρωσίας. Η ΑΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ Η υπόψη εργασία αποτελείται από έξι κεφάλαια. Έχει ως σκοπό να καταδείξει τη ρωσική υψηλή στρατηγική στην Ανατολική Μεσόγειο κατά την τελευταία περίοδο, ήτοι την τρίτη περίοδο θητείας του Βλαντιμίρ Πούτιν στον προεδρικό θώκο της Ρωσίας, επιδιώκοντας μια ενδελεχή προσέγγιση με εργαλεία ανάλυσης των Διεθνών Σχέσεων. Στο πρώτο κεφάλαιο πραγματοποιείται η θεωρητική ανάλυση, πάνω στην οποία θα βασιστεί η παρούσα εργασία με την πλήρη παρουσίαση της θεωρίας.
10 Επιπλέον αναλύονται κομβικές έννοιες, οι οποίες και θα συντελέσουν στην πλήρη κατανόηση της εργασίας, αφού θα αποτελέσουν τη βάση για τη θεωρητική θεμελίωση αυτής. Παράλληλα, λαμβάνουν χώρα και οι αναγκαίες μεθοδολογικές παρατηρήσεις, με την εξήγηση του αδιάκοπου αγώνα των κρατών για ισχύ. Τέλος, θα γίνει και η παρουσίαση των βασικών στρατηγικών επιλογών των κρατών. Στο δεύτερο κεφάλαιο πραγματοποιείται η καταγραφή του περιβάλλοντος της Ανατολικής Μεσογείου, το οποίο είναι εξαιρετικά ασταθές, λόγω των αλλαγών που συμβαίνουν στις χώρες τις Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής κύρια από την εξέλιξη του φαινομένου της «Αραβικης Άνοιξης» και της παρατεταμένης συριακής κρίσης, καθώς και των εξελίξεων στον ενεργειακό τομέα της περιοχής και επηρεάζουν σημαντικά όλες τις χώρες που βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή. Έτσι, αφού παρουσιάζεται η γεωγραφία της περιοχής αναλύεται η στρατηγική σημασία αυτής, η οποία έχει να κάνει κύρια με τον ενεργειακό έλεγχο, ο οποίος και αναπτύσσεται ξεχωριστά. Ακολούθως, γίνεται μνεία στους παράγοντες που επηρεάζουν ιδιαίτερα τις εξελίξεις στην περιοχή, όπως είναι το φαινόμενο της «Αραβικής Άνοιξης», καθώς και η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και των λοιπών Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή με τα διαφαινόμενα συμφέροντά τους. Στο τρίτο κεφάλαιο πραγματοποιείται η παρουσίαση της υψηλής στρατηγικής της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Αρχικά, γίνεται η ανάλυση της έννοιας της υψηλής στρατηγικής. Ακολούθως, παρατίθεται η ρωσική υψηλή στρατηγική τόσο αμέσως μετά την κατάρρευση της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης, όσο και κατά την περίοδο Πούτιν, αναφέροντας παράλληλα στοιχεία για το ποιος ήταν ο Βλαντιμίρ Πούτιν έως ότου ανέλθει στον προεδρικό θώκο της Ρωσίας. Στη συνέχεια, παρουσιάζεται η ρωσική στρατιωτική στρατηγική, καθώς και η ρωσική ήπια ισχύς με την ανάλυση της ρωσικής οικονομίας και της ρωσικής διπλωματίας. Τέλος, γίνεται αναφορά στην εσωτερική και διεθνή νομιμοποίηση της Ρωσίας. Στο τέταρτο κεφάλαιο πραγματοποιείται η καταγραφή των σχέσεων που δημιουργούνται στην περιοχή ανάμεσα στη Ρωσία και τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, δεδομένου του ρευστού μεσογειακού περιβάλλοντος, ήτοι τις ρωσικές σχέσεις με την Ελλάδα, την Κύπρο, την Τουρκία, την Συρία, τον Λίβανο, το Ισραήλ, την Αίγυπτο και την Λιβύη.
11 Στο πέμπτο κεφάλαιο πραγματοποιείται η καταγραφή της ρωσικής υψηλής στρατηγικής στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Αρχικά, παρουσιάζεται η ευρύτερη ρωσική στρατηγική, το σκηνικό της Ανατολικής Μεσογείου και τέλος η στρατηγική στην Ανατολική Μεσόγειο. Καταληκτικά, παρουσιάζονται και οι προοπτικές - εκτιμήσεις για τα δυνατά αποτελέσματά της στο προσεχές εγγύς και απώτερο μέλλον. Στο έκτο κεφάλαιο πραγματοποιείται η καταγραφή των συμπερασμάτων της όλης μελέτης που έχει παρατεθεί. Αρχικά, παρουσιάζεται πώς διαγράφεται πλέον το διεθνές περιβάλλον. Ακολούθως παρατίθεται η εικόνα του Ρώσου προέδρου, ενώ στη συνέχεια αναπτύσσεται πλήρως η έννοια της ευρασιατικής ένωσης, ως ευρύτερης ρωσικής υψηλής στρατηγικής, όπως αυτή προέκυψε από την όλη εργασία. Έπειτα, παρουσιάζεται η διαμορφούμενη εικόνα της Ανατολικής Μεσογείου, μετά την ολοκλήρωση της όλης ανάλυσης. Τέλος, ως κατακλείδα αντί επιλόγου παρουσιάζεται η σημαντική θεωρία του Mackinder περί "αξονικού κράτους", η οποία ερμηνεύει και εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την επικέντρωση του Κρεμλίνου στον γεωραφικό χώρο της Ευρασίας, δίνοντας τροφή για γόνιμη σκέψη στον αναγνώστη.
12 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ 1.1 ΓΕΝΙΚΑ Οι ρεαλιστές είναι απαισιόδοξοι αναφορικά με τη διεθνή πολιτική. Αυτοί συμφωνούν ότι η δημιουργία ενός ειρηνικού κόσμου θα ήταν επιθυμητή, αλλά δεν βλέπουν κάποιο εύκολο τρόπο διαφυγής από τον σκληρό κόσμο του ανταγωνισμού ασφάλειας που υπάρχει. Η δημιουργία ενός ειρηνικού κόσμου που δεν υπάρχει ο πόλεμος και οι συγκρούσεις είναι σίγουρα μια όμορφη σκέψη, αλλά δυστυχώς δεν είναι πραγματική. Όπως καταγράφει ο Edward Carr, «Στον τομέα της δράσης ο ρεαλισμός έχει την τάση να δίνει έμφαση στην ακατανίκητη δύναμη των υφιστάμενων δυνάμεων και στον αναπόφευκτο χαρακτήρα των υφιστάμενων τάσεων και να επιμένει ότι η υπέρτατη σοφία έγκειται στο να αποδεχτεί και να προσαρμοστεί κανείς σε αυτές τις δυνάμεις και σε αυτές τις τάσεις.» 32. Αυτή η απαισιόδοξη οπτική γωνία για τις διεθνείς σχέσεις βασίζεται σε δύο θεμελιώδεις πεποιθήσεις. Οι ρεαλιστές αντιμετωπίζουν τα κράτη ως τους κυριότερους δρώντες στη διεθνή πολιτική. Έτσι, πρώτον, οι ρεαλιστές πιστεύουν ότι, η συμπεριφορά των μεγάλων δυνάμεων επηρεάζεται κυρίως από το εξωτερικό τους περιβάλλον και όχι από τα εσωτερικά τους χαρακτηριστικά. Δεύτερον, οι ρεαλιστές πιστεύουν ότι, οι υπολογισμοί σχετικά με την ισχύ κυριαρχούν στη σκέψη των κρατών και ότι τα κράτη ανταγωνίζονται για ισχύ μεταξύ τους. Αυτός ο ανταγωνισμός οδηγεί μερικές φορές σε ευθεία σύγκρουση, κάτι που θεωρείται αποδεκτό ως εργαλείο της πολιτικής τέχνης. Άλλωστε, ὀπως χαρακτηριστικά παραθέτει και ο Carl von Clausewitz, «Ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα.» 33. Τέλος, ο ανταγωνισμός αυτός χαρακτηρίζεται πολλές φορές και από μια ιδιότητα μηδενικού αθροίσματος, γεγονός που ενίοτε τον καθιστά έντονο και ανελέητο. Τα κράτη μερικές φορές μπορεί βέβαια να συνεργαστούν μεταξύ τους, αλλά στο πλείστο των περιπτώσεων έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα. 32 (Carr 2000, 39) 33 (Clausewitz 1976, 8)
13 Τρεις είναι οι ρεαλιστικές θεωρίες που ασχολούνται με διάφορες πτυχές της ισχύος. Αυτές είναι ο κλασικός ρεαλισμός, που παρουσιάζεται από τον Hans Morgenthau στο έργο του «Politics among Nations», ο αμυντικός ρεαλισμός, ο οποίος παρουσιάζεται από τον Kenneth Waltz στο έργο του «Theory of International Politics» και τέλος ο επιθετικός ρεαλισμός του John J. Mearsheimer, που παρουσιάζει στο έργο του «The Tragedy of Great Power Politics». Εκείνο που τα κάνει να ξεχωρίζουν είναι, γιατί δίνουν απαντήσεις σε δύο βασικά ζητήματα της διεθνούς πολιτικής. Ειδικότερα, εξηγούν το γιατί τα κράτη επιδιώκουν ισχύ, ενώ παράλληλα παρουσιάζουν διαφορές σχετικά με το πόσο ισχύ είναι πιθανό να θέλει ένα κράτος. Ο «κλασικός ρεαλισμός», κυριάρχησε στη μελέτη των διεθνών σχέσεων από τα τέλη της δεκαετίας του 1940, οπότε τα γραπτά του Morgenthau άρχισαν να προσελκύουν ένα μεγάλο κοινό, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Εδράζεται στην απλή υπόθεση ότι τα κράτη διευθύνονται από ανθρώπινα όντα, τα οποία από τη γέννησή τους έχουν μια θέληση για ισχύ. Με άλλα λόγια, τα κράτη έχουν μια ακόρεστη όρεξη για ισχύ ή αυτό που ο Morgenthau ονομάζει «ένας απεριόριστος πόθος για ισχύ», πράγμα που σημαίνει ότι συνεχώς αναζητούν ευκαιρίες να περάσουν στην επίθεση και να κυριαρχήσουν πάνω σε άλλα κράτη 34. Όλα τα κράτη διαθέτουν ένα «animus dominandi» (φρόνημα του άρχειν) και σίγουρα στη θεωρία δεν θα έπρεπε να υπάρχει χώρος για κράτη που είναι υπέρ του status quo 35. Η βασική κινητήρια δύναμη στη διεθνή πολιτική είναι η θέληση για ισχύ, η οποία είναι εγγενής σε κάθε κράτος του συστήματος και σπρώχνει όλα τα κράτη να επιδιώκουν την κυριαρχία. Ο αμυντικός ρεαλισμός, ο οποίος συχνά αναφέρεται ως «δομικός ρεαλισμός», εμφανίστηκε στη σκηνή στα τέλη της δεκαετίας του 1970 με την παρουσίαση του «Theory of International Politics» του Waltz. Σε αντίθεση με τον Morgenthau, ο Waltz δεν θεωρεί ότι οι μεγάλες δυνάμεις είναι εγγενώς επιθετικές, επειδή είναι εμβαπτισμένες με μια θέληση για ισχύ. Αντιθέτως, θεωρεί ότι τα κράτη απλώς αποσκοπούν στο να επιβιώσουν. Υπεράνω όλων επιζητούν ασφάλεια. Παρά ταύτα, ο Waltz υποστηρίζει ότι η δομή του διεθνούς συστήματος υποχρεώνει τις μεγάλες δυνάμεις να παρατηρούν προσεκτικά την ισορροπία ισχύος. Ενώ στη 34 (Morgenthau n.d., 208) 35 (Morgenthau n.d., 40-44,64-73)
14 θεωρία του Morgenthau η βαθύτερη αιτία για τον ανταγωνισμό ασφαλείας είναι η ανθρώπινη φύση, στη θεωρία του Waltz τον ρόλο αυτό, της ασφάλειας, παίζει η αναρχία. Ο Waltz φαίνεται να διατυπώνει την άποψη ότι η αναρχία ενθαρρύνει τα κράτη να συμπεριφέρονται αμυντικά και να διατηρούν μάλλον παρά να ανατρέπουν την ισορροπία ισχύος. Ο Waltz τονίζει επίσης ότι, όταν οι μεγάλες δυνάμεις συμπεριφέρονται επιθετικά, τα δυνητικά θύματα συνήθως εξισορροπούν τον επιτιθέμενο και τορπιλίζουν τις προσπάθειές του να αποκτήσουν ισχύ 36. Για τον Waltz, με λίγα λόγια, η εξισορρόπηση αναστέλλει την επίθεση 37. Επιπλέον, ο Waltz τονίζει ότι, οι μεγάλες δυνάμεις θα πρέπει να προσέχουν, ώστε να μην αποκτήσουν πάρα πολύ ισχύ, επειδή η υπερβολική δύναμη αναμένεται να κάνει τα άλλα κράτη να ενώσουν τις δυνάμεις τους εναντίον τους. Συνοψίζοντας, η αποτελεσματική εξισορρόπηση σε συνδυασμό με τα φυσικά πλεονεκτήματα της άμυνας έναντι της επίθεσης θα πρέπει να αποθαρρύνει τις μεγάλες δυνάμεις από το να ακολουθούν επιθετικές στρατηγικές και αντιθέτως να τις καθιστά «αμυντικούς παίκτες που νοιάζονται να διατηρήσουν τη θέση τους» 38. Η θεωρία για τον επιθετικό ρεαλισμό του John J. Mearsheimer είναι και αυτή μια δομική θεωρία διεθνούς πολιτικής. Σύμφωνα με αυτή, οι μεγάλες δυνάμεις ενδιαφέρονται βασικά για το πώς θα καταφέρουν να επιβιώσουν σε έναν κόσμο, όπου δεν υπάρχει καμία αρχή που να προστατεύει τη μία από την άλλη και γρήγορα αντιλαμβάνονται ότι η ισχύς είναι το κλειδί της επιβίωσής τους. Ο επιθετικός ρεαλισμός διαφέρει από τον αμυντικό ρεαλισμό στο ζήτημα του πόσο πολλή ισχύ θέλουν τα κράτη. Για τους αμυντικούς ρεαλιστές, η διεθνής δομή παρέχει στα κράτη ελάχιστα κίνητρα να επιδιώξουν επιπλέον προσθήκες ισχύος. Αντιθέτως, τα εξωθεί να διατηρούν την υπάρχουσα ισορροπία ισχύος. Ο κύριος σκοπός των κρατών είναι να διατηρούν την ισχύ τους και όχι να την αυξάνουν. Οι επιθετικοί ρεαλιστές από την άλλη πλευρά πιστεύουν ότι, στη διεθνή πολιτική σπανίως βρίσκονται δυνάμεις που είναι υπέρ της διατήρησης του status quo και αυτό γιατί το διεθνές σύστημα δημιουργεί ισχυρά κίνητρα στα κράτη να αναζητήσουν ευκαιρίες για να αποκτήσουν ισχύ σε βάρος των ανταγωνιστών τους και να εκμεταλλευτούν αυτές τις καταστάσεις, όταν τα οφέλη ξεπερνούν τα κόστη. Ο τελικός σκοπός ενός κράτους είναι να γίνει απόλυτος ηγεμόνας του συστήματος. 36 (Waltz 2011, 221-273,337-401) 37 (Waltz 2011, 337-401) 38 (Grieco n.d., 500)
15 Είναι προφανές ότι τόσο ο επιθετικός όσο και ο κλασικός ρεαλισμός παρουσιάζουν τις μεγάλες δυνάμεις ως ανελέητα επιδιώκουσες την ισχύ. Η βασική τους διαφορά είναι ότι οι επιθετικοί ρεαλιστές απορρίπτουν τον ισχυρισμό του Morgenthau ότι τα κράτη είναι εκ φύσεως συνυφασμένα με προσωπικότητες επιθετικές. Απεναντίας, πιστεύουν ότι το διεθνές σύστημα υποχρεώνει τις μεγάλες δυνάμεις να μεγιστοποιούν τη σχετική ισχύ τους, επειδή αυτός είναι ο βέλτιστος τρόπος για να μεγιστοποιήσουν την ασφάλειά τους. Με άλλα λόγια, η επιβίωση επιβάλλει επιθετική συμπεριφορά. Οι μεγάλες δυνάμεις συμπεριφέρονται επιθετικά, όχι επειδή το θέλουν ή επειδή διαθέτουν μια εσωτερική ώθηση για κυριαρχία, αλλά επειδή είναι υποχρεωμένες να επιζητήσουν περισσότερη ισχύ αν θέλουν να μεγιστοποιήσουν τις πιθανότητές τους για επιβίωση. 1.2 ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ Η Ρωσία είναι μια μεγάλη δύναμη που στο παρελθόν διετέλεσε υπερδύναμη, αντίπαλο δέος των ΗΠΑ, ως ΕΣΣΔ. Ο John J. Mearsheimer στη θεωρία του επιθετικού ρεαλισμού 39 υποστηρίζει ότι οι μεγάλες δυνάμεις πάντοτε αναζητούν ευκαιρίες να αποκτήσουν ισχύ σε βάρος των ανταγωνιστών τους, έχοντας ως τελικό σκοπό την ηγεμονία. Η οπτική αυτή γωνία δεν αφήνει χώρο για δυνάμεις που είναι υπέρ του status quo, πλην της ασυνήθιστης περίπτωσης του κράτους που έχει επιτύχει την πρωτοκαθεδρία. Έτσι, το σύστημα απαρτίζεται από μεγάλες δυνάμεις που βασικά έχουν αναθεωρητικές βλέψεις 40. Το διεθνές σύστημα είναι άναρχο, πράγμα που δεν σημαίνει ότι είναι χαοτικό ή γεμάτο αταξία. Είναι εύκολο να καταλήξει κανείς σε αυτό το συμπέρασμα, καθώς ο ρεαλισμός σκιαγραφεί έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από ανταγωνισμούς ασφαλείας και πολέμους. Από μόνη της όμως η ρεαλιστική έννοια της αναρχίας δεν έχει καθόλου να κάνει με σύγκρουση. Είναι μια οργανωτική αρχή, σύμφωνα με την οποία το σύστημα αποτελείται από ανεξάρτητα κράτη που δεν έχουν κάποια κεντρική εξουσία από πάνω τους. Με άλλα λόγια, τα κράτη είναι κυρίαρχα, επειδή στο διεθνές σύστημα δεν υπάρχει κάποιο σώμα ανώτερο από 39 (Mearsheimer 2006, 77) 40 Πολλοί ρεαλιστές μελετητές στις θεωρίες τους αφήνουν χώρο για μη ηγεμονικές δυνάμεις, οι οποίες είναι υπέρ του status quo. Υποστηρίζουν ότι τουλάχιστον ορισμένα κράτη είναι πιθανόν να είναι ικανοποιημένα με την ισορροπία ισχύος και έτσι να μην έχουν κίνητρο να την αλλάξουν.
16 αυτά. Δεν υπάρχει δηλαδή, «κυβέρνηση πάνω από τις κυβερνήσεις» 41. Αντιθέτως, υφίσταται μια μορφή τάξης, καθόσον πέραν από τις σχέσεις ισχύος, όπως εξόχως περιγράφει ο Bull 42, υπάρχουν επίσης και κοινά συμφέροντα, κανόνες που είναι αποδεκτοί από πολλούς και θεσμοί που λειτουργούν και αποσκοπούν στην χαλιναγώγηση των υπερβολικών φιλοδοξιών και των αλόγιστων υπερβολών των ταραχοποιών. Οι μεγάλες δυνάμεις διαθέτουν εγγενώς κάποια επιθετική στρατιωτική ικανότητα, η οποία τις κάνει ικανές να πλήξουν και πιθανώς να καταστρέψουν η μία την άλλη. Τα κράτη είναι δυνητικά επικίνδυνα το ένα για το άλλο, παρόλο που κάποια κράτη έχουν περισσότερη στρατιωτική δύναμη σε σχέση με κάποια άλλα κράτη και συνεπώς είναι πιο επικίνδυνα. Η στρατιωτική ισχύς ενός κράτους συνήθως ταυτίζεται με τους συγκεκριμένους εξοπλισμούς που έχει στη διάθεσή του. Η Ρωσία διαθέτει σημαντική στρατιωτική ισχύ και δύναται να πρωταγωνιστήσει στο διεθνές σύστημα. Ιδιαίτερα η πυρηνική της ισχύς είναι εφάμιλλη και μπορεί να συγκριθεί επί ίσοις όροις εκείνης της μοναδικής υπερδύναμης στον πλανήτη, δηλαδή των ΗΠΑ. Επιπρόσθετα, τα κράτη ουδέποτε μπορούν να είναι σίγουρα για τις προθέσεις των άλλων κρατών. Ειδικότερα, κανένα κράτος δεν μπορεί να είναι βέβαιο ότι κάποιο άλλο κράτος δεν θα χρησιμοποιήσει την επιθετική στρατιωτική του ικανότητα με σκοπό να του επιτεθεί. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι τα κράτη έχουν απαραιτήτως εχθρικές προθέσεις. Πράγματι, μπορεί όλα τα κράτη ενός συστήματος να είναι αξιοπίστως καλοκάγαθα, αλλά είναι αδύνατον να είναι κανείς σίγουρος γι' αυτή του την κρίση, καθώς είναι αδύνατον να εκτιμηθούν οι προθέσεις με εκατό τοις εκατό βεβαιότητα 43. Η αβεβαιότητα ως προς τις προθέσεις είναι αναπόφευκτη, πράγμα που σημαίνει ότι τα κράτη ποτέ δεν μπορούν να είναι σίγουρα ότι τα άλλα κράτη δεν έχουν επιθετικές προθέσεις που συνδυάζονται με τις επιθετικές τους ικανότητες. 41 (Claude 1971, 14) 42 (Bull, 2001, σ. 23) 43 Ο ισχυρισμος ότι τα κράτη μπορεί να έχουν καλοκάγαθες προθέσεις είναι μια αρχική υπόθεση. Ακολούθως, όταν κάποιος συνδυάσει και τις πέντε υποθέσεις της θεωρίας, τα κράτη περιέρχονται σε μια θέση, όπου έχουν έντονη προδιάθεση για εχθρικές προθέσεις μεταξυ τους.
17 Αναμφίβολα, τα κράτη προσπαθούν να διατηρήσουν την εδαφική τους ακεραιότητα και την αυτονομία της εσωτερικής πολιτικής τους τάξης. Η επιβίωση κυριαρχεί πάνω στα άλλα κίνητρα, και αυτό γιατί αν ένα κράτος κατακτηθεί, είναι απίθανο να είναι σε θέση να επιδιώξει άλλους στόχους. Φυσικά τα κράτη μπορούν να επιδιώκουν και άλλους στόχους, και όντως το κάνουν, αλλά η ασφάλεια είναι ο πλέον σημαντικός τους σκοπός. Επιπλέον, οι μεγάλες δυνάμεις είναι ορθολογικοί δρώντες. Ἐχουν επίγνωση του εξωτερικού περιβάλλοντός τους και σκέφτονται στρατηγικά για το πώς θα επιβιώσουν μέσα σε αυτό. Ειδικότερα, εξετάζουν τις προτιμήσεις των άλλων κρατών και το πώς η δική τους συμπεριφορά αναμένεται να επηρεάσει τη συμπεριφορά των άλλων αυτών κρατών, καθώς και το πώς η συμπεριφορά των άλλων αυτών κρατών αναμένεται να επηρεάσει τη δική τους στρατηγική επιβίωσης. Επιπλέον, τα κράτη προσέχουν, όχι μόνο τις άμεσες συνέπειες των πράξεών τους, αλλά και τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες κατά τον ίδιο τρόπο. Ειδικότερα, προκύπτουν τρία γενικά πρότυπα συμπεριφοράς που θα πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω και αυτά είναι ο φόβος, η αυτοβοήθεια και η μεγιστοποίηση της ισχύος. Οι μεγάλες δυνάμεις φοβούνται η μία την άλλη. Βλέπουν η μία την άλλη με καχυποψία και ανησυχούν μήπως επίκειται πόλεμος. Προβλέπουν τον κίνδυνο και γι' αυτό υπάρχει ελάχιστος χώρος για εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών. Είναι αλήθεια ότι το επίπεδο του φόβου ποικίλλει στον χώρο και στον χρόνο, αλλά δεν μπορεί να γίνει αμελητέο. Υπό αυτήν την οπτική γωνία, όλες οι άλλες μεγάλες δυνάμεις είναι δυνητικοί εχθροί. Η βάση αυτού του φόβου είναι ότι σε έναν κόσμο όπου οι μεγάλες δυνάμεις έχουν την ικανότητα να επιτεθούν η μία στην άλλη και μπορεί να έχουν το κίνητρο να το κάνουν, κάθε κράτος που θέλει να επιβιώσει θα πρέπει να είναι τουλάχιστον καχύποπτο απέναντι στα άλλα κράτη και απρόθυμο να τα εμπιστευτεί. Οι πιθανές συνέπειες του να πέσει κανείς θύμα επίθεσης ενισχύουν ακόμη περισσότερο τη σημασία του φόβου ως κινήτρου στη διεθνή πολιτική. Με λίγα λόγια, ο πολιτικός ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών τείνει να είναι έντονος, επειδή το διακύβευμα είναι πολύ μεγάλο.
18 Τα κράτη δεν μπορούν να βασίζονται σε άλλους για την ασφάλειά τους. Το κάθε κράτος τείνει να βλέπει τον ευατό του ως μόνο και τρωτό και συνεπώς προσπαθεί να φροντίσει πρωτίστως για την επιβίωσή του. Στη διεθνή πολιτική η αυτοβοήθεια είναι σημαντική αρχή για τα κράτη. Βέβαια, αυτή η έμφαση στην αυτοβοήθεια 44 δεν εμποδίζει τα κράτη από το να συγκροτούν συμμαχίες. Όμως οι συμμαχίες δεν είναι παρά προσωρινοί γάμοι συμφέροντος, δηλαδή ο σημερινός σύμμαχος μπορεί να είναι ο αυριανός εχθρός και ο σημερινός εχθρός μπορεί να είναι ο αυριανός σύμμαχος. Κράτη που δρουν σε έναν κόσμο αυτοβοήθειας, σχεδόν πάντα δρουν σύμφωνα με το ίδιο συμφέρον και δεν υποτάσσσουν τα συμφέροντά τους στα συμφέροντα άλλων κρατών ή στα συμφέροντα της λεγόμενης διεθνούς κοινότητας. Ανήσυχα σχετικά με τις τελικές προθέσεις των άλλων κρατών και έχοντας επίγνωση του ότι δρουν μέσα σε ένα σύστημα αυτοβοήθειας, τα κράτη γρήγορα συνειδητοποιούν ότι ο καλύτερος τρόπος για να διασφαλίσουν την επιβίωσή τους είναι να γίνουν το ισχυρότερο κράτος στο σύστημα. Τα κράτη δίνουν μεγάλη προσοχή στο πώς η ισχύς κατανέμεται μεταξύ τους και προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν το μερίδιό τους επί της παγκόσμιας ισχύος. Τα κράτη χρησιμοποιούν γι' αυτό το σκοπό μια σειρά μέσων οικονομικών, διπλωματικών και στρατιωτικών, προκειμένου να ανατρέψουν υπέρ τους την ισορροπία ισχύος, ακόμη και αν αυτό κάνει τα άλλα κράτη καχύποπτα ή ακόμη και εχθρικά. Οι μεγάλες δυνάμεις τείνουν να έχουν μια νοοτροπία παιχνιδιού μηδενικού αθροίσματος, όταν ασχολούνται η μία με την άλλη. Το «δίλημμα ασφαλείας» 45, το οποίο είναι μία από τις πιο γνωστές έννοιες στη βιβλιογραφία των διεθνών σχέσεων, αντανακλά τη βασική λογική του ρεαλισμού. Η ουσία του διλήμματος είναι ότι τα μέτρα που ένα κράτος λαμβάνει για να αυξήσει τη δική του ασφάλεια, ενδέχεται να μειώνουν την ασφάλεια των άλλων κρατών. Το συμπέρασμα που προκύπτει από την ανάλυση του Herz είναι ότι ο καλύτερος τρόπος για να επιβιώσει ένα κράτος εν μέσω αναρχίας είναι να εκμεταλλευτεί τα άλλα κράτη και να αποκτήσει ισχύ σε βάρος τους. Έτσι, προκύπτει ένας ακατάπαυστος ανταγωνισμός ασφάλειας. 44 Ο Frederick Schuman (Schuman 1933, 199-202,514)εισήγαγε την έννοια της αυτοβοήθειας, αλλά αυτός που την έκανε διάσημη ήταν ο Kenneth Waltz (Waltz 2011, 221-273). 45 Ο John H. Herz χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο αυτό το 1950 σε ένα άρθρο του στο επιστημονικό περιοδικό World Politics (Herz 1950, 157-180).
19 1.3 ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΙΣΧΥ Οι μεγάλες δυνάμεις προσπαθούν να αποκτήσουν ισχύ σε βάρος των αντιπάλων τους και κάποια στιγμή αν τα καταφέρουν να γίνουν ηγεμόνες στο σύστημά τους. Ηγεμόνας είναι ενα κράτος τόσο ισχυρό, ώστε να κυριαρχεί πάνω σε όλα τα υπόλοιπα κράτη του συστήματος. Μέχρι σήμερα, ουδέποτε έχει υπάρξει πλανητικός ηγεμόνας και δεν αναμενεται να υπάρξει κάποιος σύντομα, κυρίως λόγω της ανασχετικής δύναμης του νερού. Το καλύτερο αποτέλεσμα, στο οποίο μπορεί να ελπίζει μια μεγάλη δύναμη είναι να γίνει περιφερειακός ηγεμόνας. Οι περιφερειακοί ηγεμόνες δεν θέλουν ανταγωνιστές στην περιφέρειά τους, ενώ προτιμούν να υπάρχουν τουλάχιστον δυο μεγάλες δυνάμεις σε άλλες περιφέρειες, έτσι ώστε να ανταγωνίζονται μεταξύ τους και να μην συγκεντρώνουν την προσοχή τους στον μακρινό ηγεμόνα 46. Έτσι, η ιδεώδης κατάσταση για οποιαδήποτε μεγάλη δύναμη είναι να αποτελεί τον μοναδικό περιφερειακό ηγεμόνα. Το κράτος αυτό θα είναι μια δύναμη που θα είναι υπέρ του status quo και θα καταβάλλει σημαντικές προσπάθειες για να διατηρήσει την υπάρχουσα κατανομή ισχύος. Οι ΗΠΑ βρίσκονται σήμερα σε αυτή τη θέση. Κυριαρχούν στο δυτικό ημοσφαίριο και δεν υπάρχει κανένας άλλος πραγματικός ηγεμόνας σε καμιά άλλη περιοχή του κόσμου. Αν όμως ένας περιφερειακός ηγεμόνας εμφανιστεί, όπως η Ρωσία φιλοδοξεί να γίνει, τότε πλέον οι ΗΠΑ θα πρέπει να ανταγωνιστούν αυτή τη δύναμη για να υποστηριχθεί το ισχύον status quo. Για την ακρίβεια, θα καταβάλλει σημαντικές προσπάθειες για να εξασθενήσει ή να αποθαρρύνει το μακρινό ανταγωνιστή. Φυσικά και οι δύο ηγεμόνες θα εμφορούνται από αυτή τη λογική, γεγονός που θα οδηγήσει σε έναν διαρκή ανταγωνισμό ασφάλειας μεταξύ τους 47. Η Ρωσία το γνωρίζει αυτό και είναι ιδιαίτερα προσεκτική στη διπλωματία της, έτσι ώστε να μην προκαλέσει τους ανταγωνιστές της. Το ότι οι μεγάλες δυνάμεις φοβούνται η μία την άλλη αποτελεί μια κεντρική πτυχή της ζωής στο διεθνές σύστημα. Ο φόβος ήταν εκείνος που ώθησε τους Σπαρτιάτες να ξεκινήσουν τον Β Πελλοπονησιακό Πόλεμο, όπως χαρακτηριστικά 46 (Mearsheimer, 2006, σ. 103) 47 (Mearsheimer, 2006, σ. 103)
20 και αναλυτικά περιγράφει ο Θουκυδίδης 48. Το επίπεδο του φόβου ποικίλλει σε κάθε περίπτωση. Το πόσο πολύ τα κράτη φοβούνται το ένα το άλλο έχει μεγάλη σημασία, καθόσον το μέγεθος του φόβου καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τη δριμύτητα του μεταξύ τους ανταγωνισμού ασφάλειας. Όσο πιο βαθύς είναι ο φόβος, τόσο πιο έντονος και σφοδρός είναι ο ανταγωνισμός ασφάλειας. Η κατανομή ισχύος που δημιουργεί τον μέγιστο φόβο είναι ένα πολυπολικό σύστημα, το οποίο περιέχει έναν δυνητικό ηγεμόνα, ενώ ο διπολισμός είναι η κατανομή ισχύος που παράγει τη μικρότερη ποσότητα φόβου μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, κι αυτό γιατί υπάρχει συνήθως μια χονδρική ισορροπία ισχύος μεταξύ των δύο κυριοτέρων κρατών του συστήματος. Οι μεγάλες δυνάμεις εξισορροπούν κράτη με ισχυρή λανθάνουσα ισχύ, έτσι ώστε να μην δύνανται στο μέλλον να αποτελέσουν απειλή γι' αυτά. Έτσι, οι μεγάλες δυνάμεις τείνουν να φοβούνται κράτη με μεγάλους πληθυσμούς και ταχέως αναπτυσσόμενες οικονομίες, ακόμη και αν τα κράτη αυτά δεν έχουν ακόμη μεταφράσει τον πλούτο τους σε στρατιωτική δύναμη. Εκτός των άλλων, οι μεγάλες δυνάμεις επιδιώκουν και άλλους σκοπούς, που βρίσκονται πέραν της ασφάλειας. Έτσι, οι μεγάλες δυνάμεις πάντοτε επιδιώκουν μεγαλύτερη οικονομική ευημερία, προκειμένου να ενισχύσουν την ευμάρεια των πολιτών τους. Μερικές φορές μάλιστα προσπαθούν να προάγουν μια συγκεκριμένη ιδεολογία στο εξωτερικό. Γενικά, οι μεγάλες δυνάμεις δεν μπορούν να δεσμευτούν στην επιδίωξη μιας ειρηνικής παγκόσμιας τάξης, όσο και αν προσπαθούν να συνεργαστούν μεταξύ τους. Αυτό μπορεί να συμβαίνει για δύο σημαντικούς λόγους. Κατά πρώτον, τα κράτη είναι απίθανο να συμφωνήσουν σε μια γενική φόρμουλα για την ενίσχυση της ειρήνης. Το πιο σημαντικό είναι ότι οι διαμορφωτές πολιτικής δεν μπορούν να συμφωνήσουν στο πώς θα δημιουργήσουν έναν σταθερό κόσμο απαλλαγμένο από πολέμους και δυστυχία. Κατά δεύτερον, οι μεγάλες δυνάμεις δεν μπορούν να παραμερίσουν τους συλλογισμούς περί ισχύος και να εργαστούν για την προώθηση της διεθνούς ειρήνης, καθώς δεν μπορούν να είναι βέβαιες ότι οι προσπάθειές τους θα έχουν επιτυχία. Τα κράτη μπορούν να συνεργαστούν, αν και η συνεργασία αρκετές φορές είναι δύσκολο να επιτευχθεί και πάντοτε δύσκολο να διατηρηθεί. Οι δύο 48 (Θουκυδίδης, σσ. Α, 33)
21 σημαντικότεροι παράγοντες που την εμποδίζουν είναι αναμφίβολα οι συλλογισμοί περί σχετικών κερδών, καθώς και ο φόβος της εξαπάτησης 49. Παρά την ύπαρξη αυτών των εμποδίων στη συνεργασία, οι μεγάλες δυνάμεις πράγματι συνεργάζονται σε έναν ρεαλιστικό κόσμο. Η λογική της ισορροπίας ισχύος συχνά εξωθεί τις μεγάλες δυνάμεις να συγκροτούν συμμαχίες και να συνεργάζονται μεταξύ τους εναντίον κοινών αντιπάλων. Έτσι, μπορούν να συναφθούν συμφωνίες, που χονδρικά αντανακλούν την κατανομή ισχύος και διασκεδάζουν τις ανησυχίες περί εξαπάτησης. Βέβαια, η συνεργασία λαμβάνει χώρα σε έναν κόσμο, ο οποίος είναι κατά βάση ανταγωνιστικός, έναν κόσμο, όπου τα κράτη έχουν ισχυρά κίνητρα να επωφεληθούν σε βάρος των άλλων κρατών. Έτσι, όσο στενη και αν είναι η όποια συνεργασία δεν μπορεί να εξαλείψει την κυρίαρχη λογική του ανταγωνισμού ασφάλειας. Συνοψίζοντας, αυτό που εξωθεί τις μεγάλες δυνάμεις να σκέφτονται και να ενεργούν επιθετικά επιζητώντας την ηγεμονία δεν είναι τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά τους, αλλά η δομή του διεθνούς συστήματος. Εν μέσω αναρχίας, η επιθυμία για ισχύ ενθαρρύνει τα κράτη και ειδικά τις μεγάλες δυνάμεις να συμπεριφέρονται επιθετικά. 1.4 ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΚΡΑΤΩΝ Η Ρωσία, όπως κάθε μεγάλη δύναμη, επιδιώκει να αποκτήσει όλο και περισσότερη ισχύ και στο τέλος να καταστεί ηγεμόνας στην περιφέρειά της. Ο John J. Mearsheimer 50 υποστηρίζει ότι, λόγω της δυσκολίας προβολής ισχύος διαμέσου μεγάλων υδάτινων εκτάσεων, κανένα κράτος δεν είναι πιθανόν να κυριαρχήσει σε όλο τον πλανήτη. Οι μεγάλες δυνάμεις στοχεύουν επίσης να είναι πλούσιες, για την ακρίβεια πολύ πιο πλούσιες από τους ανταγωνιστές τους, καθώς η στρατιωτική ισχύς έχει και οικονομικά θεμέλια. Επιπλέον, οι μεγάλες δυνάμεις φιλοδοξούν να έχουν τις ισχυρότερες χερσαίες δυνάμεις στην περιφέρειά τους, κι αυτό γιατί οι στρατοί ξηράς και οι αεροπορικές και ναυτικές δυνάμεις που τους υποστηρίζουν, αποτελούν το βασικό συστατικό στοιχείο της στρατιωτικής ισχύος. 49 (Grieco n.d., 498,500) 50 (Mearsheimer 2006, 291)
22 Τέλος, οι μεγάλες δυνάμεις επιδιώκουν την πυρηνική υπεροχή, παρότι η επίτευξη αυτού του στόχου είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Ο πόλεμος αποτελεί την κυριότερη στρατηγική που χρησιμοποιούν τα κράτη για να αποκτήσουν σχετική ισχύ, όμως αυτός τη σημερινή εποχή αποτελεί την τελευταία επιλογή των μεγάλων δυνάμεων, καθόσον επιφέρει σημαντικό κόστος σε αυτά από τη διεθνή κοινότητα και κατακραυγή από την κοινωνία. Ο εκβιασμός είναι μια ελκυστικότερη εναλλακτική επιλογή, διότι βασίζεται στην απειλή για χρήση βίας και όχι στη χρήση βίας, προκειμένου να επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Έτσι, έχει σχετικά μικρότερο κόστος και μεγαλύτερο όφελος. Όμως, ο εκβιασμός είναι σχετικά δύσκολο να επιτευχθεί σε αρκετές περιπτώσεις. Η εξισορρόπηση και η μεταφορά των βαρών είναι οι κυριότερες στρατηγικές που χρησιμοποιούν οι μεγάλες δυνάμεις, προκειμένου να εμποδίσουν τους επιτιθέμενους να ανατρέψουν την ισορροπία ισχύος. Με την εξισορρόπηση, τα απειλούμενα κράτη δεσμεύονται σοβαρά να αναχαιτήσουν τον επικίνδυνο αντίπαλό τους. Με άλλα λόγια, είναι διατεθειμένα να σηκώσουν το βάρος της αποτροπής του επιτιθέμενου ή και της σύγκρουσης μαζί του, εάν παραστεί ανάγκη. Με τη μεταφορά των βαρών, προσπαθούν να βάλουν κάποια άλλη μεγάλη δύναμη να εναχαιτήσει τον επιτιθέμενο, ενώ οι ίδιες παραμένουν στο περιθώριο. Τα απειλούμενα κράτη συνήθως προτιμούν τη μεταφορά των βαρών από την εξισορρόπηση, κυρίως επειδή αυτός που μεταφέρει τα βάρη αποφεύγει το κόστος της σύγκρουσης με τον επιτιθέμενο σε περίπτωση αρνητικής εξέλιξης των πραγμάτων 51. Σε έναν ρεαλιστικό κόσμο η επιλογή είναι μεταξύ εξισορρόπησης και μεταφοράς των βαρών και τα απειλούμενα κράτη, όποτε είναι δυνατόν, προτιμούν τη μεταφορά των βαρών από την εξισορρόπηση για ευνόητους λόγους. Οι λόγοι αυτοί έχουν κύρια με τη φθορά που προκύπτει γι' αυτόν που εξισορροπεί και αποτρέπει με αυτόν τον τρόπο τον αντίπαλό του. Η φθορά αυτή προκαλεί σημαντική οικονομική επιβάρυνση στο απειλούμενο κράτος, η οποία δέον είναι, εαν μπορεί να αποφευχθεί, να επιδιώκεται από τους εκάστοτε διαμορφωτές πολιτικής και χάραξης στρατηγικής. 51 (Mearsheimer 2006, 292-293)