Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Αντιφάσεις των οικονομικών πολιτικών «σύγκλισης» στην πορεία προς την ΟΝΕ Θοδωρής Πελαγίδης

Σχετικά έγγραφα
ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Ισορροπία στον Εξωτερικό Τομέα της Οικονομίας


ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΗ ΣΩΤΗΡΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΔΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΪΌΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ (ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ

Ο Βραχυχρόνιος Προσδιορισμός του Ισοζυγίου Πληρωμών

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ 1η Μελέτη «Εξελίξεις και Τάσεις της Αγοράς»

ΤΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΠΛΗΡΩΜΩΝ


Η Επιλογή Νομισματικού Καθεστώτος σε Ανοικτές Οικονομίες. Σταθερές Ισοτιμίες, Κυμαινόμενες Ισοτιμίες ή Ενιαίο Νόμισμα

Η Δυναμική του Ελληνικού Δημοσίου Χρέους και η Ιδεολογία της

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Η Ελληνική Οικονομία στο Διεθνές Οικονομικό σύστημα Σημειώσεις

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ

Ερώτηση Α.1 (α) (β)

21 Δημοσιονομική και νομισματική πολιτική σε α- νοικτή οικονομία

Αν. Καθ. Μαρία Καραμεσίνη ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Ημερίδα ΕΙΕΑΔ,«Η αγορά εργασίας σε κρίση», Αθήνα, 9 Ιουλίου 2012

Η Επιλογή Νομισματικού Καθεστώτος σε Ανοικτές Οικονομίες

Οικονομική Πολιτική Ι: Σταθερές Συναλλαγματικές Ισοτιμίες χωρίς Κίνηση Κεφαλαίου

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΖΗΤΗΣΗ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΜΙΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ

Η Θεωρία της Νομισματικής Ενοποίησης

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΜAΚΡΟ

Ευρωπαϊκή Οικονομία. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολή Οικονομικών & Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης.

Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ERSA

ΜΕΡΟΣ Β Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών


ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

7. Η θεωρία των άριστων νομισματικών περιοχών και οι αντιφάσεις της ευρωπαϊκής ενοποίησης

ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

Η Ελλάδα δεν είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση: Η αρχιτεκτονική της ευρωζώνης, η κατάρρευση των περιφερειακών οικονομιών και οι επιλογές πολιτικής

Αναλυτικά περιεχόμενα

To Έλλειμμα του Προϋπολογισμού ως Δείκτης της Ασκούμενης Δημοσιονομικής Πολιτικής

«Η αγορά Εργασίας σε Κρίση»

Νικόλαος ΡΟΔΟΥΣΑΚΗΣ Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ)

ΓΕΝΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ 1

Δελτίο τύπου. Το 2016 η ανάκαμψη της κυπριακής οικονομίας


Επαναληπτικές Ερωτήσεις - ΟΣΣ5. Τόμος Α - Μικροοικονομική

Σύντομος πίνακας περιεχομένων

Το όφελος του διεθνούς εμπορίου η πιο αποτελεσματική απασχόληση των παραγωγικών δυνάμεων του κόσμου.

Μακροοικονομικές προβλέψεις για την κυπριακή οικονομία

Βρυξέλλες, COM(2016) 727 final. ANNEXES 1 to 2 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην

EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL A8-0383/7. Τροπολογία. Marco Valli, Rolandas Paksas εξ ονόματος της Ομάδας EFDD

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. με σκοπό να τερματιστεί η κατάσταση υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος στο Ηνωμένο Βασίλειο

Δομή του δημοσίου χρέους στην Ελλάδα Σύνθεση και διάρκεια λήξης

INEK ΠΕΟ Ε Τ Η Σ Ι Α Ε Κ Θ Ε Σ Η Οι δανειακές ανάγκες του δημοσίου στην Κύπρο το 2010 ήταν από τις χαμηλότερες σε διεθνή σύγκριση EU 27

ΟΙΚΟΝOMIKA ΓΙΑ ΔΙΕΥΘΥΝΤΙΚΑ ΣΤΕΛΕΧΗ

Κρίση στην Ευρωζώνη. Συνέπειες για τη στρατηγική θέση της Ευρώπης στον παγκόσμιο χάρτη.

Κρατικός Προϋπολογισμός 2013

Συναθροιστική Zήτηση στην Aνοικτή Οικονομία

(Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 1466/97 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Δημοσιονομική προσαρμογή της Ελλάδας

SEE & Egypt Economic Review, Απρίλιος 2013 Οι Προβλέψεις μας για το 2013: Η ύφεση στην Ευρωπαϊκή Ένωση & τα Συναλλαγματικά Διαθέσιμα Κυριαρχούν

Ευρωπαϊκή Οικονομία. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολή Οικονομικών & Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης.

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Πρόγραµµα Μεταπτυχιακών Σπουδών! «Διοίκηση και Διαχείριση Οικονοµικών Μονάδων &!Οργανισµών (ΔΔΟΜΟ)»! µε κατεύθυνση τη "Στρατηγική Διοίκηση"!

Νομισματική και Συναλλαγματική Πολιτική σε μια Μικρή Ανοικτή Οικονομία. Σταθερές ή Κυμαινόμενες Ισοτιμίες;

5. Tο προϊόν και η συναλλαγματική ισοτιμία βραχυχρόνια

Γεώργιος Ε. Οικονόμου Καθηγητής Οικονομικών Μέλος του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Η Νομισματική Ενοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης


Α) ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

Το Υπόδειγμα Mundell Fleming και Dornbusch

Το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα και το Ευρώ

Κανόνας Χρυσού. Διεθνής Μακροοικονομική Πολιτική (κεφ.18) Σύστημα κανόνα χρυσού: σε ποια χρονική περίοδο αναφέρεται; Λειτουργία του κανόνα χρυσού

Κρατικός Προϋπολογισμός 2013

(1 ) (1 ) S ) 1,0816 ΘΕΜΑ 1 Ο

ΔΟΜΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ:

Επίδραση νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής στη συναθροιστική ζήτηση

8. Οι άριστες νομισματικές περιοχές και η ευρωπαϊκή εμπειρία

ΘΕΜΑΤΑ ΤΕΛΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

Συνολική Ζήτηση, ΑΕΠ και Συναλλαγματικές Ισοτιμίες. Βραχυχρόνιοι Προσδιοριστικοί Παράγοντες του ΑΕΠ και της Συναλλαγματικής Ισοτιμίας

Μάθημα: Διεθνείς Επιχειρήσεις και Επενδύσεις

ΠΕΡΙΛΗΨΗ. Ο Πληθωρισμός και οι κεντρικές τράπεζες. Ισμήνη Πάττα Περίληψη, 2 ου μισού του κεφ. 12 ΑΜ 1207/Μ:070

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

Περιεχόμενα. Πρόλογος 15

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ - ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

7. Τα διεθνή οικονομικά συστήματα: Μια ιστορική ανασκόπηση

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (Μακροοικονομική) Mankiw Gregory N., Taylor Mark P. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΖΙΟΛΑ

GREEK AMERICAN NEWS AGENCY. COM

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ-ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Η δύναμη της Ενιαίας Αγοράς

9473/19 ΘΚ/νκ 1 ECOMP 1A

Κεφάλαιο 5. Αποταμίευση και επένδυση σε μια ανοικτή οικονομία

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ - ΙΣΟΤΙΜΙΑ

Δ. Κ. ΜΑΡΟΥΛΗΣ Διευθυντής Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών Alpha Bank. H Ελληνική Εμπειρία ως Οδηγός για την Κύπρο

ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ZHTHMATA ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΙΣΟΤΙΜΙΩΝ ΤΩΝ

Το όφελος του διεθνούς εμπορίου η πιο αποτελεσματική απασχόληση των παραγωγικών δυνάμεων του κόσμου.

20 Ισορροπία στον εξωτερικό τομέα

Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Εισαγωγή στην Οικονομική Επιστήμη ΙΙ. 17 Πληθωρισμός και Ανεργία

Εισαγωγή στη Διεθνή Μακροοικονομική. Ισοζύγιο Πληρωμών, Συναλλαγματικές Ισοτιμίες, Διεθνείς Χρηματαγορές και το Διεθνές Νομισματικό Σύστημα

3.2 Ισοζύγιο πληρωµών

Κεφάλαιο 21: Αντιμετωπίζοντας τις συναλλαγματικές ισοτιμίες

Transcript:

Αντιφάσεις των οικονομικών πολιτικών «σύγκλισης» στην πορεία προς την ΟΝE του Θοδωρή Πελαγίδη Εισαγωγή Τόσο από την ακαδημαϊκή βιβλιογραφία, όσο και από τα αποτελέσματα της Διακυβερνητικής διάσκεψης αλλά και τις -πολιτικές- θέσεις και απόψεις που δημοσιεύονται στο διεθνή και Ευρωπαϊκό Τύπο σχετικά με τις οριστικές ρυθμίσεις που θα ισχύσουν για τους όρους και τις διαδικασίες εισαγωγής των χωρών-μελών της ΕΕ στο 3ο στάδιο της ΟΝΕ, γίνεται φανερή η προτεραιότητα που δίδεται στις πολιτικές καταπολέμησης του ρυθμού αύξησης των τιμών, με στόχο την επίτευξη ενός προκαθορισμένου επιπέδου πληθωρισμού (πολιτικές «στόχευσης πληθωρισμού»). Παρά όμως τη σαφή αυτή επιλογή, τα υπόλοιπα κριτήρια σύγκλισης δεν εγκαταλείπονται. Απλώς, υπό το βάρος της αποτυχίας του συνόλου σχεδόν των χωρών-μελών της ΕΕ να εκπληρώσουν το σύνολο των κριτηρίων σύγκλισης, η έμφαση μετατίθεται στο μόνο κριτήριο το οποίο τα κράτη-μέλη ήδη εκπληρώνουν σχεδόν στο σύνολό τους, δηλαδή τον πληθωρισμό. Όπως είπαμε όμως, τα υπόλοιπα κριτήρια ούτε -επισήμως- «ελαστικοποιούνται», ούτε εγκαταλείπονται -όπως έχει προτείνει ο De Grauwe (1996a, 1996b)-, όσον αφορά την αξιολόγηση των χωρών-μελών που πρώτες θα εισέλθουν στο 3ο στάδιο της ΟΝΕ. Άλλωστε, τα κριτήρια σύγκλισης που αφορούν κατ' αρχήν την περικοπή του δημόσιου χρέους και ελλείμματος -κριτήρια τα οποία θα συνεχίσουν να ισχύουν τόσο για τους «εντός» όσο και για τους «εκτός»-, αποσκοπούν εν τέλει, στην παραπέρα αποκλιμάκωση των πληθωριστικών προσδοκιών. Η δε σύγκλιση στα μακροχρόνια ονομαστικά επιτόκια (κριτήριο σύγκλισης επιτοκίων) είναι εφικτή μόνο μετά από προηγούμενη σύγκλιση των ρυθμών αύξησης των τιμών στις χώρες-μέλη. Είναι, τέλος, γνωστή η μονεταριστική άποψη που κυριαρχεί στους περισσότερους Ευρωπαίους πολιτικούς και οικονομολόγους ότι κάθε μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας επηρεάζει αρνητικά τον πληθωρισμό -κι όχι το εισόδημα όπως θα έλεγε ο Keynes. Ως εκ τούτου, κάθε εγκατάλειψη της πολιτικής των ημι-κλειδωμένων συναλλαγματικών ισοτιμιών (κριτήριο σύγκλισης) θα οδηγούσε, κατά το επικρατούν στις «Βρυξέλλες» οικονομικό δόγμα, σε αναζωπύρωση του πληθωρισμού στις επιμέρους χώρες-μέλη. Η όποια προτεραιότητα λοιπόν δίδεται στο κριτήριο του πληθωρισμού, μέσα από πολιτικές «στόχευσης πληθωρισμού», δεν ακυρώνει σε καμιά περίπτωση τις υποχρεώσεις των κρατών-μελών για συμμόρφωση με τα υπόλοιπα κριτήρια σύγκλισης, αλλά αντίθετα τις προωθεί. Στο άρθρο αυτό θα εξετάσουμε τις αντιφάσεις και τις «σχέσεις εξισορρόπησης» (trade-off) οι οποίες απορρέουν από τις -οικονομικές- πολιτικές των προγραμμάτων «σταθεροποίησης» που έως τώρα εφαρμόστηκαν, στην προσπάθεια των χωρών-μελών να επιτύχουν το σύνολο των κριτηρίων σύγκλισης, με απώτερο στόχο τη δραστική αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. 1. Το παράδειγμα της «αξιοπιστίας» (credibility paradigm) και η σταθεροποιητική πολιτική Οι νέες απόψεις που επικρατούν στη βιβλιογραφία και που δίνουν έμφαση στην «αξιοπιστία» (credibility) της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, καθώς και στην «στόχευση πληθωρισμού» (inflation targeting), έχουν σαν απώτερο σκοπό τη σταθερότητα των τιμών. Στα πλαίσια αυτά ατονεί, κατά κάποιο τρόπο, η έως τώρα πρωτεύουσα σημασία που δινόταν στην τήρηση των στενών περιθωρίων διακύμανσης στο πλαίσιο του Μηχανισμού Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ), ως μηχανισμού «αξιοπιστίας», ενώ υιοθετείται η άποψη ότι σημαντικότερη είναι η αξιοπιστία που παρέχει στις οικονομικές αρχές η συνεπής και συνεχής στόχευσης καθορισμένου ρυθμού αύξησης των τιμών. Μάλιστα, εμπειρικές μελέτες από τους Persson and Tabellini (1996) και Canzoneri, Nolan and Yates (1996), υποστηρίζουν την αποτελεσματικότητα της πολιτικής αυτής όπου έχει εφαρμοστεί, ενώ στα πλεονεκτήματά της προσθέτουν επίσης την ευελιξία με την οποία η κάθε «εκτός ζώνης ΕΥΡΩ» χώρα-μέλος θα μπορεί να ρυθμίζει το μείγμα πολιτικής της, και ειδικότερα τη συναλλαγματική της ισοτιμία, ώστε ν' αντιμετωπίζει τον οικονομικό κύκλο με τον πιο κατάλληλο τρόπο, έως ότου εισαχθεί στο 3ο στάδιο της ΟΝΕ. Από τη στιγμη που οι οικονομικές αρχές ενός κράτους-μέλους υιοθετούν έναν κοινά συμφωνημένο με τις άλλες Σελίδα 1 / 9

χώρες «στοχευμένο πληθωρισμό», τότε, σύμφωνα με τους υποστηρικτές του παραδείγματος της «αξιοπιστίας», οι συναλλαγματικές ισοτιμίες θα τείνουν αναπόφευκτα προς τη σταθεροποίηση, δεδομένου ότι η αυστηρή νομισματική πολιτική της Γερμανίας «εισάγεται» σ' όλες τις υπόλοιπες χώρες του ΕΝΣ. Καθώς όμως, παράλληλα, λαμβάνει χώρα υπερτίμηση των πιο ανίσχυρων νομισμάτων, τα εξωτερικά ελλείμματα των χωρών αυτών -με τα τεχνηέντως υπερτιμημένα νομίσματα- διογκώνονται κι έτσι το βάρος της προσαρμογής (burden of adjustment), πέφτει αποκλειστικά στις χώρες αυτές. Οι επιλογές που θα έχουν τότε οι τελευταίες θα είναι δύο: είτε αποχώρηση από το σύστημα του «στοχευμένου πληθωρισμού» με παράλληλη υποτίμηση/διολίσθηση του εγχωρίου νομίσματος -κάτι το οποίο επιπροσθέτως θα επιφέρει διοικητικές κυρώσεις στις αποχωρούσες χώρες-, είτε περιστολή εις το διηνεκές των πραγματικών μισθών στο εσωτερικό τους -και έτσι του κόστους παραγωγής- ώστε να διατηρήσουν την ανταγωνιστικότητα τους στις διεθνείς αγορές. Βέβαια, η δυνατότητα, περιορισμένης έστω, διολίσθησης του νομίσματος υφίσταται, όμως η τελευταία αυτή επιλογή πολιτικής συνιστά μια εξαιρετικά δύσκολη απόφαση, ακόμη και στην υποθετική περίπτωση απάλειψης του σχετικού κριτηρίου σύγκλισης, αφού είναι δεδομένη η αρνητική στάση των Κοινοτικών εταίρων στην επιλογή μιας τέτοιας πολιτικής. Εν κατακλείδι, η εφαρμογή για τις χώρες με αδύναμα νομίσματα πολιτικής «στοχευμένου πληθωρισμού», δηλαδή μ' άλλα λόγια αποπληθωριστικής πολιτικής, ως μέσου πρόσκτησης «αξιοπιστίας» στην άσκηση οικονομικής πολιτικής, οδηγεί σε υπερτίμηση των «ανίσχυρων» νομισμάτων. Οι εσωτερικές ανισορροπίες (αυξημένη ανεργία και απωλεσθείσα παραγωγή- lost output) και τα προβλήματα στο εξωτερικό ισοζύγιο που συνοδεύουν μια τέτοια πολιτική οδηγούν τελικώς σε αποσταθεροποίηση την εγχώρια οικονομία. 2. Κλειδωμένες συναλλαγματικές ισοτιμίες και «στοχευμένος» πληθωρισμός Οι Persson and Tabellini (1996) υποστηρίζουν, ότι ο στοχευμένος πληθωρισμός για τις χώρες «εκτός» -κατ'αρχήν- του 3ου σταδίου της ΟΝΕ, θα σταθεροποιήσει τη συναλλαγματική τους ισοτιμία. Σε συγκριτική εμπειρική έρευνα στις χώρες των Helpman, Leiderman and Bufman (1994) για τη Χιλή, το Ισραήλ και το Μεξικό αποδεικνύεται ότι ο πληθωρισμός αποκλιμακώθηκε δραστικά στην Χιλή, όπου η ισοτιμία του εθνικού νομίσματος αφέθηκε να κυμαίνεται σε πολύ ευρύτερα πλαίσια απ' ότι στις άλλες δύο χώρες. Το ίδιο χαμηλή ήταν και η πιθανότητα -αναγκαστικής- αναμενόμενης υποτίμησης (expected devaluation) για την Χιλή, ενώ για τις άλλες δύο χώρες αυξανόταν συνεχώς, λόγω της υπερτίμησης του νομίσματός τους. Τα αποτελέσματα αυτά των ερευνών των παραπάνω συγγραφέων συνάδουν με αυτά της Collins (1988) και του Dornbusch (1989), όπου κι εκεί οι χώρες «εκτός ΕΝΣ» φαίνεται ότι αποκλιμάκωσαν περισσότερο, και με χαμηλότερο κόστος, τον πληθωρισμό τους παρά οι «εντός» ΕΝΣ χώρες κατά τη δεκαετία του '80. Το ίδιο ισχύει και για τα πρώτα έτη του '90 (Pelagidis 1996a, 1997b, Πελαγίδης 1997). Εκ των παραπάνω συνάγεται ότι δεν υπάρχει αναγκαστική θετική συσχέτιση ανάμεσα στις κλειδωμένες συναλλαγματικές ισοτιμίες (exchange rate fixity) και στο χαμηλό - «στοχευμένο»- πληθωρισμό, ιδιαίτερα για χώρες με μέσο επίπεδο ανάπτυξης, διαρθρωτικά προβλήματα και σχετικά «αδύναμο» νόμισμα. Μια μόνιμα κλειδωμένη συναλλαγματική ισοτιμία ενός τέτοιου «ανίσχυρου» νομίσματος μ' ένα ισχυρό, δεν είναι δυνατόν να διατηρηθεί επί μακρόν όταν μια χώρα «αδύναμου» νομίσματος αντιμετωπίζει υψηλότερο πληθωρισμό από αυτόν μιας χώρας «σκληρού» νομίσματος, με την οποία συναλλάσσεται εμπορικά. Τα απαιτούμενα υψηλά επιτόκια στην πρώτη χώρα, με τις γνωστές υφεσιακές επιπτώσεις, κάνουν το κόστος διατήρησης (stabilization cost) της υπερτιμημένης συναλλαγματικής ισοτιμίας ιδιαίτερα υψηλό, σε ό,τι αφορά το εξωτερικό έλλειμμα, την ανεργία και την απωλεσθείσα παραγωγή. Το γεγονός αυτό «αντιλαμβάνονται» οι αγορές, έτσι που η στόχευση πληθωρισμού γίνεται ανέφικτη, με αποτέλεσμα η αξιοπιστία και η αποτελεσματικότητα της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής να υπονομεύονται καθοριστικά. Άλλωστε, όπως είδαμε, έχει αποδειχθεί (Collins 1988, Dornbusch 1989, Helpman, Leiderman and Bufman 1994), ότι ο πληθωρισμός μπορεί να αποκλιμακωθεί με «ευελιξία» στη συναλλαγματική ισοτιμία και μάλιστα να υποχωρήσει σε μεγαλύτερο βαθμό. 3. Αποκλιμάκωση πληθωρισμού και αύξηση ΑΕΠ Σελίδα 2 / 9

Η προτίμηση για το επίπεδο, καθώς και για το ρυθμό αυξήσεως των τιμών σε κάθε χώρα μπορεί, κατ' αρχήν, να είναι διαφορετική. Διότι δεν είναι ορθό να θεωρείται εκ των προτέρων ότι όλες οι χώρες δύνανται να υιοθετήσουν τον ίδιο πληθωριστικό στόχο, όταν για κάθε δεδομένο ρυθμό αύξησης των τιμών, το ποσοστό ανεργίας είναι σε κάθε χώρα διαφορετικό και ως εκ τούτου, σε κάποιες χώρες -πολύ- υψηλότερο. Οι συγγραφείς-οπαδοί της υιοθέτησης μείγματος πολιτικής με «στόχευση πληθωρισμού», ουδόλως ασχολούνται με το ζήτημα των διαφορετικών επιπέδων ανεργίας και της απωλεσθείσας παραγωγής σε κάθε χώρα. Ακόμη όμως και στην υποθετική περίπτωση που όλες οι χώρες συμφωνούσαν για το αποδεκτό ύψος του ποσοστού ανεργίας -και επομένως απωλεσθείσας παραγωγής-, αυτό θα σήμαινε διαφορετικούς ρυθμούς πληθωρισμού. Το γεγονός αυτό βέβαια δεν οφείλεται -όπως πιστεύει ο De Grauwe (1995)- στη μειωμένη αξιοπιστία με την οποία η αγορά «αντιμετωπίζει» μια χώρα, η οποία δεν διακρίνεται για την επιμονή της στην άσκηση αντιπληθωριστικής οικονομικής πολιτικής. Ας δούμε πιο συγκεκριμένα το γιατί: Σύμφωνα με το παράδειγμα της «αξιοπιστίας» (credibility paradigm), η σύγκλιση σε δείκτες όπως ο πληθωρισμός ή ακόμη και οι συναλλαγματικές ισοτιμίες, έχουν βασικά να κάνουν με το πόσο πειστική είναι η οικονομική πολιτική των φορέων άσκησης πολιτικής μιας χώρας, πόσο ειλικρινείς και βάσιμες είναι οι προθέσεις τους, όπως αυτές εκδηλώνονται με την άσκηση της πολιτικής αυτής, καθώς και πόσο ικανές είναι οι αρχές της, και ιδιαίτερα η Κεντρική της Τράπεζα, για να εφαρμόσουν μια προαναγγελθείσα αντιπληθωριστική οικονομική πολιτική. Όταν μια χώρα πείθει τις αγορές για τις προθέσεις της, τότε οι αγορές αντιδρούν «θετικά» προς αυτήν «χαρίζοντάς» της χαμηλό επίπεδο και ρυθμό αύξησης των τιμών. Οι Canzoneri, Diba and Eudey (1996), -χρησιμοποιώντας την λεγόμενη «productivity hypothesis»-, αποδίδουν την τάση για υπερτίμηση των νομισμάτων κάποιων χωρών, στην υψηλότερα αυξανόμενη παραγωγικότητα του τομέα εμπορευσίμων αγαθών (tradeables), με αποτέλεσμα το χαμηλό κόστος παραγωγής (τους) και την υψηλή ανταγωνιστικότητά τους στις διεθνείς αγορές. Η υιοθέτηση πολιτικής «στόχευσης πληθωρισμού» για χώρες με χαμηλή παραγωγικότητα, συνδυαζόμενη ταυτοχρόνως με κλείδωμα της συναλλαγματικής ισοτιμίας με νομίσματα χωρών με υψηλότερα αυξανόμενη παραγωγικότητα, συνιστά λανθασμένη και αντιφατική πολιτική. Χώρες ή περιοχές (regions) με χαμηλότερη παραγωγικότητα στον τομέα μη-εμπορευσίμων αγαθών (non-tradeables), στον οποίο βασικά εξειδικεύονται, θα πρέπει, στην περίπτωση αυτή, ν' ασκήσουν αυστηρά περιοριστικές νομισματικές πολιτικές, ώστε ο πληθωρισμός να κρατηθεί στον προκαθορισμένο «στόχο». Παίρνοντας υπ' όψιν τις υπάρχουσες διαφορές παραγωγικότητας, οι Canzoneri, Diba and Eudey (1996) διαπιστώνουν ότι το επίπεδο του πληθωρισμού στη Γερμανία είναι δομικά διαφορετικό από αυτό των άλλων χωρών της ΕΕ. Έτσι, τίθεται το ερώτημα εάν οι χώρες με υψηλότερο διαφορικό πληθωρισμό (εγχώριος πληθωρισμός μείον γερμανικός πληθωρισμός), θα έχουν τελικά τη δυνατότητα ν' αντέξουν το κόστος προσαρμογής, το οποίο απορρέει από την εφαρμογή αυστηρής νομισματικής πολιτικής προς επίτευξη χαμηλού πληθωριστικού στόχου. Σημειώνεται εδώ ότι η διαφορά επιπέδου παραγωγικότητας (regional productivity) και «πληθωρισμών» ανάμεσα στις Πολιτείες των ΗΠΑ βρέθηκε να είναι 5 φορές μικρότερη απ' ότι ανάμεσα στις χώρες-μέλη της ΕΕ. Χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία θα πρέπει, υπό αυτές τις συνθήκες να χρησιμοποιήσουν τόσο «αυστηρές» συσταλτικές νομισματικές πολιτικές για να «αποδείξουν» την αξιοπιστία τους στις διεθνείς αγορές, ώστε θα είναι δύσκολο στο μέλλον ν' αποφύγουν την υποτίμηση του νομίσματός τους και την εφαρμογή επεκτατικής νομισματικής πολιτικής, με σκοπό τον περιορισμό της ανεργίας, τη διευκόλυνση της χρηματοδότησης του δημοσίου χρέους και των ελλειμμάτων, καθώς και την ανάκαμψη της παραγωγής. Σε αντίθετη περίπτωση, θα πρέπει να επιταχύνουν το ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας στον τομέα των μη-εμπορευσίμων αγαθών, πράγμα όμως το οποίο είναι αδύνατο να συμβεί με τις υφεσιακές πολιτικές που επιβάλλουν οι συσταλτικές νομισματικές πολιτικές και με το «φόρο», που επίσης επιβάλλει στα εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα η αρχική υπερτίμηση του εγχωρίου νομίσματος. Εδώ λοιπόν έχουμε μια ακόμη εκδοχή όπου οι κλειδωμένες συναλλαγματικές ισοτιμίες καθίστανται ασυμβίβαστες με τη πολιτική στόχευσης και αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού, με αποτέλεσμα η προσπάθεια για σύγκλιση του ρυθμού αυξήσεως των τιμών, να είναι τελικώς ανέφικτη, αλλά και να έχει, εμμέσως, δυσμενή αποτελέσματα στην παραγωγή. Σελίδα 3 / 9

4. Σχέση εξισορρόπησης ανεργίας-πληθωρισμού Η καμπύλη Philips μας δίνει ως γνωστόν τη γνωστή αντίστροφη συσχέτιση ανεργίας και επιπέδου των τιμών (αρχική μορφή καμπύλης Philips). Υποτίθεται ότι για κάθε χώρα, κάθε μεταβολή του επιπέδου των τιμών έχει αντιστρόφως ανάλογη επίπτωση στο επίπεδο της ανεργίας. Εάν υποθέσουμε ότι όλα αυτά ισχύουν και ότι κάθε χώρα, έχει για λόγους πολιτισμικούς, θεσμικούς και πολιτικούς, την ίδια προτίμηση σχετικά με το επιθυμητό επίπεδο ανεργίας φερ' ειπείν, τότε και μόνον τότε το εργαλείο της συναλλαγματικής πολιτικής θα ήταν περιορισμένης χρησιμότητας. Είναι γεγονός όμως πως οι χώρες-μέλη της ΕΕ, στο σύνολό τους, δεν έχουν τις ίδιες προτιμήσεις σχετικά με τον συνδυασμό ποσοστών ανεργίας και πληθωρισμού, παρά το γεγονός ότι όλα σχεδόν τα κράτη-μέλη έχουν προς το παρόν αποδεχθεί τη Γερμανική άποψη της πλήρους υποταγής του μείγματος οικονομικής πολιτικής στην καταπολέμηση αποκλειστικά και του ελάχιστου πληθωρισμού. Αλλά ακόμη και αν δεχθούμε ότι υπάρχουν ίδιες προτεραιότητες για όλες τις χώρες, κάθε ισόποση αύξηση των μισθών στο σύνολο των χωρών-μελών της ΕΕ, δεν σημαίνει την ίδια επιβάρυνση του κόστους σε όλα τα κράτη-μέλη κι αυτό γιατί η παραγωγικότητα της εργασίας, η οποία σχετίζεται στενά με το επίπεδο ανάπτυξης της οικονομίας, δεν επηρεάζει στον ίδιο βαθμό το ίδιο το κόστος παραγωγής. Έτσι, με κάθε διαφορετική μεταβολή των τιμών στις επιμέρους περιφέρειες/χώρες της ΕΕ, θα έχουμε τότε διαφορετικό επίπεδο ανεργίας. Αν κάθε χώρα επιθυμεί να έχει την ίδια μεταβολή του κόστους παραγωγής, θα πρέπει να διατηρεί ένα σημαντικά διαφορετικό επίπεδο ανεργίας, δηλαδή μ' άλλα λόγια, θα πρέπει να θυσιάσει το άριστο σημείο πάνω στη καμπύλη Philips στο οποίο επιτυγχάνεται εσωτερική ισορροπία (internal balance), αφού είναι αδύνατη οποιαδήποτε σημαντική μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, (η οποία θα μπορούσε ν' απορροφήσει μέρος της αύξησης της ανεργίας μέσω διολίσθησης του νομίσματος και ανάκαμψης της παραγωγής). Εξ' αυτού προκύπτει ακόμη ότι το κόστος του οριστικού κλειδώματος των συναλλαγματικών ισοτιμιών για κάθε χώρα θα είναι τόσο μεγαλύτερο, όσο μεγαλύτερες θα είναι οι διαφορές ανάμεσα στην παραγωγικότητα της εργασίας ανάμεσα στα κράτη-μέλη. 5. Δημοσιονομικές περικοπές και μείωση του δημοσίου χρέους Οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις καταβάλλουν τεράστιες προσπάθειες -χρησιμοποιώντας μάλιστα αμφισβητήσιμα λογιστικά τεχνάσματα- για περικοπές των δημοσίων ελλειμμάτων. Στον παρακάτω πίνακα, παρατηρούμε ότι ενώ από το 1993 και εντεύθεν το δημόσιο έλλειμμα αποκλιμακώθηκε, αντίθετα το δημόσιο χρέος (ως % στο ΑΕΠ) επιδεινώθηκε και ανήλθε από 56,1% σε 74,0% για το σύνολο των χωρών-μελών της ΕΕ. Οι πολιτικές δημοσιονομικής περιστολής, επειδή ακριβώς συνδυάζονται με «σφικτές», συσταλτικές νομισματικές πολιτικές, προκαλούν ύφεση στην παραγωγή. Έτσι, καθώς το εθνικό εισόδημα αυξάνεται με εξαιρετικά χαμηλούς ρυθμούς, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξάνει, ακριβώς γιατί από τη μια ο παρανομαστής δεν αυξάνεται επαρκώς, ενώ από την άλλη το κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους -λόγω των υψηλών επιτοκίωναυξάνεται με υψηλούς ρυθμούς, με αποτέλεσμα το όλο κλάσμα να μειώνεται. ΠΙΝΑΚΑΣ 1 Δημόσιο έλλειμμα και ακαθάριστο χρέος ως ποσοστό στο ΑΕΠ (EΕ 15, μέσος όρος) Έτος Δημόσιο Έλλειμμα Ακαθάριστο Χρέος 1991-4.3 56.1 1992-5.1 60.4 1993-6.2 66.2 1994-5.5 68.2 Σελίδα 4 / 9

1995-5.0 71.2 1996-4.4 74.0 Πηγή: European Economy (1996) Εάν μαζί με τα μέτρα δημοσιονομικής περιστολής (fiscal contraction) που λαμβάνονται, δεν εφαρμοστεί κατάλληλη νομισματική πολιτική, τότε ο συνεχής αποπληθωρισμός και η παραπέρα, συνεχής, «νωχελική» αύξηση ή και μείωση του προϊόντος, θα προκαλέσει στο εγγύς μέλλον εκ νέου αύξηση του ελλείμματος, καθώς η συνέχιση της πολιτικής των δημοσιονομικών περικοπών δεν είναι εφικτή από κάποιο σημείο και μετά, γεγονός που θα οδηγήσει τελικά σε ανάλογη αύξηση του δημοσίου χρέους. Αντίθετα, επιταχυνόμενη αύξηση του ΑΕΠ, θα οδηγήσει σε αύξηση του παρανομαστή του κλάσματος: δημόσιο έλλειμμα/αεπ, αλλά και σε μείωση του αριθμητή, αφού τότε η κυβέρνηση θα είναι σε θέση να εισπράξει περισσότερους φόρους και να δαπανήσει λιγότερο για επιδόματα ανεργίας. Η επιλογή μάλιστα της αύξησης των φόρων αντί της μείωσης των δαπανών προτείνεται γι' αυτό το λόγο από τους Hallett and McAdam (1996) ως η ενδεδειγμένη πολιτική. Το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα συνεχίσει να επιδεινώνεται από την υποχρέωση των χωρών-μελών που θα συμμετέχουν στον ΜΣΙ ΙΙ, να παραμείνουν σε μια -στην ουσία- στενή ζώνη συναλλαγματικών ισοτιμιών, καθώς το γεγονός αυτό θα συνεχίσει να απαιτεί υψηλά πραγματικά επιτόκια για τις χώρες-μέλη με «ανίσχυρα» νομίσματα, με αποτέλεσμα τη συνέχιση της αύξησης του κόστους εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους (βλ. πίνακα 2). ΠΙΝΑΚΑΣ 2 Πληρωμές τόκων δανεισμού ως ποσοστό στο ΑΕΠ: Γενική κυβέρνηση 1991 1992 1993 1994 1995 1996 Χώρες Ελλάς 9.4 11.7 12.8 14.8 12.9 12.4 Ισπανία 3.9 4.2 5.2 5.1 5.4 5.4 Πορτογαλία 8.5 7.7 6.7 5.8 5.8 5.1 Ιταλία 10.2 11.4 12.1 10.7 11.2 10.3 Πηγή: European Economy (1996) Έτσι, για την εξοικονόμηση πόρων, και αφού δεν είναι δυνατόν να περικοπούν οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους, ο πρωτογενής προϋπολογισμός σχεδόν όλων των χωρών της ΕΕ παρουσιάζει πλεόνασμα [πλην της Γαλλίας (-0.5%) και της Μ. Βρετανίας (-0.7)], γεγονός που επιτείνει την ύφεση στην οικονομία, «συγκρατεί» την αύξηση του παρανομαστή στο κλάσμα: δημόσιο χρέος/αεπ, ώστε τελικά το χρέος αυξάνει. Τα αποτελέσματα του φαύλου αυτού κύκλου είναι ιδιαίτερα έντονα σε χώρες με «αδύναμα» νομίσματα, κυρίως δηλαδή στις χώρες της Νότιας Ευρώπης, όπου από τη μια Ελλάδα και Ιταλία «αναγκάζονται» να διατηρούν υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα στους προϋπολογισμούς τους, ενώ από την άλλη η Ισπανία, πέραν του πρωτογενούς πλεονάσματος, πληρώνει το κόστος του αποπληθωρισμού και με την υψηλότατη ανεργία, 22%-23% (European Economy 1996). 6. Αποκλιμάκωση δημοσίου χρέους και επιτόκια Στην περίπτωση του ΜΣΙ ΙΙ όπως και στον ΜΣΙ Ι, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες των νομισμάτων των χωρών «εκτός», μαζί με την εφαρμογή αυστηρής νομισματικής πολιτικής, προβλέπεται να δεθούν γύρω από την Σελίδα 5 / 9

κεντρική ισοτιμία των ισχυρών νομισμάτων της ζώνης του ΕΥΡΩ. Με δεδομένη τη διαφορά αυξήσεως των τιμών μεταξύ των «εκτός» χωρών-μελών της ΕΕ και των χωρών της ζώνης του ΕΥΡΩ, αλλά και τη διαφορά «δυναμικότητας» από τη μια των νομισμάτων των χωρών «εντός» και από την άλλη των υπολοίπων νομισμάτων, εννοείται ότι απαιτούνται -για σχεδόν κλειδωμένες συναλλαγματικές ισοτιμίες- διαφορές στα πραγματικά επιτόκια, ώστε να προσελκύονται κεφάλαια και να προσδίδουν αξιοπιστία στα πιο «αδύναμα» (soft) νομίσματα. Ακόμη, όπως είδαμε, με δεδομένο το συσταλτικό μείγμα νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής στις περισσότερες χώρες της ΕΕ, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ είναι περιορισμένη. Έτσι, η διαφορά πραγματικού επιτοκίου εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους και πραγματικού ΑΕΠ θα συνεχίσει να είναι θετική με αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος ν' αυξάνεται. Το χρέος το 1996 στην ΕΕ έχει φτάσει στο 74,0% περίπου του ΑΕΠ, από 55,3% που ήταν το 1990 (Eurostat & DGII 1996, σ.40). ΠΙΝΑΚΑΣ 3 Πραγματικά επιτόκια και πραγματική αύξηση του ΑΕΠ Πραγματικά επιτόκια Πραγματική αύξηση του ΑΕΠ 1994 1995 1996* 1994 1995 1996 EUR(15)** 5.2 5.4 4.7 2.8 2.4 1.5 Γερμανία 3.8 4.6 4.1 2.9 1.9 0.5 * Πρώτοι έξι μηνες **Συμπεριλαμβάνεται η Γερμανία Πηγή: Eurostat & DGII (1996), σ.13, σ.47. Έτσι, για να παραμείνει σταθερό το ποσοστό του δημοσίου χρέους στο ΑΕΠ, θα πρέπει η διαφορά: πραγματικό επιτόκιο - πραγματική αύξηση του ΑΕΠ, η οποία, όπως φαίνεται από τον Πίνακα 3 είναι θετική στην περίπτωση της Ευρώπης, να καλυφθεί, όπως είδαμε και προηγούμενα, με ανάλογα πλεονάσματα στους πρωτογενείς προϋπολογισμούς των χωρών-μελών της ΕΕ, ιδίως μάλιστα των χωρών εκείνων με την πιο μεγάλη διαφορά (αφού η αύξηση του δημοσίου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ ισούται με το πρωτογενές έλλειμμα/πλεόνασμα προς το ΑΕΠ πολλαπλασιαζόμενο με τη διαφορά πραγματικού επιτοκίου και ρυθμού αυξήσεως του πραγματικού ΑΕΠ). Τα πλεονάσματα αυτά πρέπει να είναι τόσο υψηλά, όσο χαμηλότερη είναι η αξιοπιστία του εγχωρίου νομίσματος (soft currency), ή/και όσο υψηλότερο είναι το δημόσιο χρέος, ώστε να γίνεται δυνατή, μέσω των πλεονασμάτων αυτών, η μείωση του δημοσίου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ. Έτσι, το Βέλγιο, η χώρα με το υψηλότερο χρέος, έχει πρωτογενές πλεόνασμα στον προϋπολογισμό του γύρω στο 5% για το 1995 και το 1996, η Ιταλία -με υψηλό χρέος και αδύναμο σχετικά νόμισμα (OECD 1996, σ. Α35)- 3,3%, ενώ τέλος η Ελλάδα, η χώρα με το υψηλότερο πραγματικό επιτόκιο γύρω στο 5,2% (Eurostat & DGII 1996, σ.46), και αδύναμη ανάπτυξη γύρω στο 2% το 1995 (ό.π., σ.12), χρειαζόταν, για να σταθεροποιεί το χρέος της, πλεονάσματα στον πρωτογενή της προϋπολογισμό της τάξης του 3,7% για το 1995 και 3,9% για το 1996. Όμως το πρόβλημα εφεξής βρίσκεται στο γεγονός ότι συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα στον προϋπολογισμό μέσω αύξησης των φόρων και περιστολής των δημοσίων δαπανών (expenditure-reducing policy), σε συνδυασμό με αυστηρή συσταλτική νομισματική πολιτική, αυξάνουν τη διαφορά δυνητικής παραγωγής και πραγματικού ΑΕΠ, ώστε η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ να είναι αναιμική. Έτσι, στην καλύτερη περίπτωση το χρέος ως ποσοστό στο ΑΕΠ -αν δεν αυξάνεταικαταλήγει να παραμένει σε υψηλά επίπεδα, όπως στην περίπτωση των τριών προαναφερθεισών χωρών. Αντίθετα, μια απελευθέρωση των νομισμάτων από το στενό κλοιό του ΕΝΣ για τις «εκτός» χώρες, θα έριχνε τα πραγματικά επιτόκια και θα αύξανε το πραγματικό ΑΕΠ, έτσι που θα αποκλιμάκωνε το χρέος, χωρίς μάλιστα την ανάγκη για άσκηση ιδιαίτερα σφικτής δημοσιονομικής πολιτικής προς επίτευξη πλεονάσματος στον πρωτογενή προϋπολογισμό. Σελίδα 6 / 9

7. Κλειδωμένη συναλλαγματική ισοτιμία και δημοσιονομική πειθαρχία Για τις χώρες με «αδύναμο» (soft) εθνικό νόμισμα, η επιδίωξη κλειδώματος της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ή έστω η διακύμανση του εγχωρίου νομίσματος σε στενά περιθώρια, απαιτεί υψηλά επιτόκια ώστε με την εισροή αλλοδαπών κεφαλαίων να διασφαλίζεται ένα «αποδεκτό» έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο, αντισταθμίζοντας έτσι την επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και ιδιαίτερα του εμπορικού ισοζυγίου, λόγω της χειροτέρευσης της ανταγωνιστικότητας των εγχωρίως παραγομένων προϊόντων. Τα υψηλά επιτόκια όμως επιδεινώνουν το κόστος χρηματοδότησης των δημοσίων ελλειμμάτων και του χρέους, έτσι που το κόστος της προσαρμογής παίρνει τελικώς τη μορφή της διόγκωσης του δημοσίου χρέους (Eichengreen and Von Hagen 1995). Για την τήρηση των κριτηρίων σύγκλισης της Συνθήκης του Μάαστριχτ, ο πρωτογενής προϋπολογισμός των χωρών αυτών είναι έτσι αναγκαίο -όπως είδαμε- να είναι πλεονασματικός, ώστε ν' αντισταθμίζεται η αύξηση των δαπανών εξυπηρέτησης του χρέους. Το πλεόνασμα βέβαια αυτό (θα) επιτυγχάνεται βασικά με την αύξηση της φορολογίας, κυρίως στα μικρά και μεσαία μισθιακά εισοδήματα, καθώς τα υψηλά εισοδήματα, λόγω του καθεστώτος ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων, έχουν πλέον τη δυνατότητα ν'αποδημούν σε άλλες χώρες της ΕΕ όπου η φορολογία είναι χαμηλότερη. Πιο συγκεκριμένα, η νομισματική ενοποίηση θα προσφέρει ίσες δυνατότητες πρόσβασης στις αποταμιεύσεις των πολιτών σε όλα τα κράτη-μέλη. Έτσι, φερ' ειπείν οι Έλληνες πολίτες θα μπορούν να στραφούν σε νέες επενδυτικές ευκαιρίες σε άλλα κράτη-μέλη της Ευρώπης. Επιπροσθέτως, οι κυβερνήσεις δεν θα μπορούν να φορολογούν τους τόκους των κρατικών ομολόγων με το επιτόκιο που επιθυμούν, γιατί κάτι τέτοιο θα οδηγεί σε διαφυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό. Έτσι, η διαφαινόμενη διαφοροποίηση των εγχωρίων επιτοκίων καθίσταται και πάλι αναγκαία και λόγω υψηλότερου κόστους επισφάλειας των ομολογιακών δανείων κάθε κράτους. Ορισμένοι αναλυτές μάλιστα εκτιμούν ότι στην καλύτερη περίπτωση, η διαφορά επιτοκίων θα κυμαίνεται μεταξύ 0,10-0,30 για κάποιες χώρες, συν άλλα 0,10 ασφάλιστρο, που θα καλύπτει την πιθανότητα κατάρρευσης της ΟΝΕ. Ως αποτέλεσμα καθίσταται αδύνατη η αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους λόγω είτε της αύξησης των επιτοκίων ώστε να προστατευθούν τα «αδύναμα» νομίσματα, είτε, σε περίπτωση σύγκλισης των επιτοκίων, λόγω της -πιθανής- διαφυγής κεφαλαίων σε άλλες χώρες-μέλη. Συμπέρασμα: Σ' ένα καθεστώς ημι-κλειδωμένων συναλλαγματικών ισοτιμιών, η δυνατότητα των χωρών-μελών, κυρίως εκείνων με «αδύναμο» (soft), νόμισμα ν' αυξήσουν τα δημόσια έσοδά τους και να επιτύχουν δημοσιονομική προσαρμογή και σύγκλιση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, είναι περιορισμένη. Οι Eichengreen and Von Hagen (1995), θεμελιώνουν την άποψη ότι τα χαμηλά δημόσια ελλείμματα στις ΗΠΑ δεν οφείλονται στο γεγονός της ύπαρξης κοινού νομίσματος. Υποστηρίζουν ότι στην ΕΕ η προσπάθεια σταθερότητας των συναλλαγματικών ισοτιμιών και δημοσιονομικής σύγκλισης ταυτόχρονα, μπορεί τελικώς να οδηγήσει σε αποσταθεροποίηση αφού το υψηλό κόστος της προσαρμογής (burden of adjustment), λόγω (και) των περικοπών, πέφτει αποκλειστικά στις επιμέρους χώρες-μέλη της ΕΕ και όχι σε έναν «ομοσπονδιακό» προϋπολογισμό. Στο ίδιο μήκος κύματος ο Gordon (1996) επισημαίνει ότι η ανάγκη για δημοσιονομικά πρωτογενή πλεονάσματα στις χώρες-μέλη με υψηλό δημόσιο χρέος, πρέπει οπωσδήποτε να συνοδεύεται με επεκτατική νομισματική πολιτική ή/και κυμαινόμενη συναλλαγματική ισοτιμία. Δηλαδή, μ' άλλα λόγια, οι ημι-κλειδωμένες συναλλαγματικές ισοτιμίες δεν είναι τελικά συμβατές με τη δημοσιονομική σύγκλιση, όπως αυτή ορίζεται από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Συμπεράσματα H ανάλυση που προηγήθηκε κατέδειξε τις αντιφάσεις και τα προβλήματα των οικονομικών πολιτικών που ακολουθούνται από το σύνολο των χωρών-μελών της ΕΕ στην πορεία προς την ΟΝΕ. Η Ευρώπη μαστίζεται σήμερα από υψηλά ποσοστά ανεργίας, αυξανόμενη κοινωνική περιθωριοποίηση και, προχωρημένη πλέον, διάρρηξη των κοινωνικών ιστών. Μετά και την ανάλυση που προηγήθηκε, γίνεται φανερό ότι για την επικίνδυνη Σελίδα 7 / 9

αυτή Ευρωπαϊκή παρακμή απολύτως υπεύθυνες είναι οι αντιφατικές, και δογματικά προσηλωμένες στην καταπολέμηση του πληθωρισμού, συσταλτικές οικονομικές πολιτικές. Τα πρόσφατα αποτελέσματα της Διακυβερνητικής Διάσκεψης, με την επικύρωση του λεγόμενου «Συμφώνου Σταθερότητας», αποτελούν προάγγελο επιδείνωσης του ήδη δυσμενούς κλίματος. Κι αυτό γιατί, οι πολιτικές που οδήγησαν την Ευρώπη στα σημερινά αδιέξοδα, όχι μόνο συνεχίζονται, αλλά και κατοχυρώνονται επιπλέον με θεσμικές δικλείδες και πρόστιμα για τις χώρες «παραβάτες». Ο παραλογισμός στο μεγαλείο του. Έτσι, η ανεργία, η περιθωριοποίηση, οι αποκλεισμοί θα συνεχίσουν την ανοδική τους πορεία με τις ευλογίες των Ευρωπαίων «ηγετών» και του οπισθοδρομικού οικονομικού κατεστημένου. Αναμένεται όμως να οξυνθούν και οι κοινωνικές αντιδράσεις. Ας ελπίσουμε ότι έστω έτσι οι Ευρωπαίοι «ηγέτες» θα αναγκαστούν να αναλάβουν τις ευθύνες τους και θ' αλλάξουν τις προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς όφελος της ανάπτυξης, της απασχόλησης και της κοινωνικής συνοχής. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Canzoneri, M., Diba, B. and Eudey, G. (1996), «Trends in European productivity and Real Exchange Rates: Implications for the Maastricht Convergence Criteria and for Inflation Targets after EMU», CEPR Discussion Paper Series No. 1417. Canzoneri, M., Nolan, C. and Yates, A. (1996), «Mechanisms for Achieving Monetary Stability: Inflation Targeting versus the ERM», CEPR Discussion Paper Series No. 1418. Collins, S. (1988), «Inflation and the European Monetary System», in F. Giavazzi, S. Micossi and M. Miller (eds), The European Monetary System, London, CEPR, σσ. 112-139. De Grauwe, P. (1995), «The Economics of Convergence Towards Monetary Union», CEPR Discussion Paper Series No. 1213. De Grauwe, P. (1996a), «Inflation Targeting to Achieve Convergence in the Transition towards EMU», CEPR Discussion Paper Series No. 1457. De Grauwe, P. (1996b), «The Prospects of a Mini Currency Union in 1999», CEPR Discussion Paper Series No. 1458. Dornbusch, R. (1989), «Credibility, Debt and Unemployment: Ireland's Failed Stabilization», Economic Policy 8. Eichengreen, B. and Von Hagen, J. (1995), «Fiscal Policy and Monetary Union: Federalism, Fiscal Restrictions and the No-Bailout Rule», CEPR Discussion Paper Series No. 1247. European Economy (1996), Broad Economic Policy Guidelines, No. 62, Brussels, EU. Eurostat & DGII (1996), EC Economic Data Pocket Book, No. 8-9/1996, Brussels, EU. Gordon, R. (1996), «Macroeconomic Policy in the Presence of Structural Maladjustment», CEPR Discussion Paper Series No. 1493. Hallet, A.H. and McAdam. P. (1996), «Fiscal Deficit Reductions in Line with the Maastricht Criteria for Monetary Union: an Empirical Analysis», CEPR Discussion Paper Series No. 1351. Helpman, E., Leiderman, L. and Bufman, G. (1994), «A New Breed of Exchange Rate Bands: Chile, Israel and Mexico», Economic Policy 19, October. OECD (1996), Economic Outlook, No.59, June, Paris, OECD. Σελίδα 8 / 9

Pelagidis, T. (1996a), «Optimum Currency Area Approach and the Third Stage of EMU: A Review of Recent Evidence», International Review of Economics and Business, n. 4. Pelagidis, T. (1996b), «Europe on the Road to the Third Stage of EMU: Recent Evidence», Cahiers Economiques de Bruuxelles, n. 152, 4eme trim. Πελαγίδης, Θ. (1997), Η Ευρωπαϊκή Ύφεση και η Άλλη Πολιτική, Αθήνα, Λιβάνης. Persson, T. and Tabellini G. (1996), «Monetary Cohabitation in Europe», CEPR Discussion Paper Series No. 138. Σελίδα 9 / 9